Πληροφορίες για τη Μονή Βωσάκου
Η θέση της μονής
H Μονή Βωσάκου ως το 1998 που ξεκίνησαν οι πρώτες εργασίες αποκατάστασής της ήταν ένα ερειπωμένο και άγνωστο μοναστήρι.
Βρίσκεται σε υψόμετρο 340 μ. στη βορειοδυτική πλευρά ενός μικρού λεκανοπεδίου, που εκτείνεται από βορρά προς νότο, στις νότιες υπώρειες των Ταλλαίων Ορέων, περικυκλώνεται από τα βουνά Μεσοκέφαλο, Κουφωτό και Σοφιανή κορφή, ύψους 500-750 μ.
Η μονή συνδέεται με την παλιά εθνική οδό Ηρακλείου-Ρεθύμνου, στο ύψος του οικισμού Δοξαρό, με ασφαλτοστρωμένο δρόμο, μήκους 6,5 χλμ. περίπου. Επίσης ενώνεται με ασφαλτόδρομο και από τη νέα εθνική οδό, στο ύψος του οικισμού Σίσες.
Η ονομασία της Μονής Βωσάκου
Το όνομα «Βώσακος», σύμφωνα με τον Μενέλαο Παρλαμά, προέρχεται από τις λέξεις βοός και σηκός, στη δωρική σακός = Βώσακος, που σημαίνει μάνδρα βοδιών.
Βενετική περίοδος
Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης της μονής δεν είναι γνωστή. Τα νομισματικά ευρήματα (ενετικά sol– dim) ωστόσο, σε συνδυασμό με τα γνωστά νοταριακά έγγραφα, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αυτή ήδη λειτουργούσε στις αρχές του 17ου αι. Η απλή αναφορά στην κτητορική επιγραφή του καθολικού, ότι ο πρώτος ναός της μονής κτίστηκε το 1195, δεν μπορεί να πιστοποιηθεί. Η αποκάλυψη όμως δεκάδων μικρών σπαραγμάτων από τοιχογραφίες της περιόδου 14ου—15ου αι. σε μπαζωμένο υπόγειο δωμάτιο νότια του ναού, χρονολογεί τον παλαιό ναό σε ένα αρκετά πρωιμότερο στάδιο. Είναι λοιπόν πιθανό ο ναός αυτός να ήταν το καθολικό μιας μικρής μονής από αυτές που ιδρύθηκαν στην κρητική ύπαιθρο προς το τέλος του 14ου αι. οπότε και παρατηρείται μεγάλη ανάπτυξη του μοναστικού βίου.
Η απογραφή των ορθόδοξων ναών της Κρήτης από τους Ενετούς τα έτη 1635-37 αναφέρει επίσης μονή, που δεν κατονομάζει, κοντά στον οικισμό Κλεψιμιό που ήταν κοινόβιο μοναστήρι και είχε δυο ιερομόναχους, οχτώ καλόγερους και εργάτες. Η μονή αυτή πιθανόν ταυτίζεται με τη Μονή Βωσάκου, αφού ο οικισμός Κλεψιμιό είναι ο σημερινός οικισμός Δοξαρό που βρίσκεται πολύ κοντά στην Μονή, ενώ και στις γύρω περιοχές δεν υπάρχει άλλο μοναστήρι.
Οθωμανική περίοσος
Στις 22 Αυγούστου του 1669 εκδίδεται από τον κατακτητή του Χάνδακα, Φαζίλ Αχμέτ Πασά Κιοπρουλή «μπουγιουρντί» (ιερά διαταγή) μετά από παράπονα των μοναχών του Βωσάκου προκειμένου να εξετασθεί αν όντως καταπιέζονται οι μοναχοί, όπως κατήγγειλαν, και αν πράγματι είναι έτσι, τότε να σταματήσει η καταπίεση και η καταδυνάστευσή τους.
Πρέπει να θεωρηθεί ότι η διαταγή αυτή του Κιοπρουλή Πασά εκτελέστηκε, αφού η αδελφότητα της Μονής προχώρησε σε ανοικοδομήσεις την ίδια περίοδο. Το 1669 κατασκευάζεται ο πυλώνας και το 1672 η μοναδική κρήνη της μονής.
Το έτος 1676, με σιγίλλιο του Πατριάρχη Παρθενίου του Δ’, η Μονή Βωσάκου και το μετόχι της, όπως ονομάζεται στο σιγίλλιο, η Μονή Χαλέπας, αποκτούν σταυροπηγιακή αξία όπως εξάλλου τόσες άλλες μονές της Κρήτης. Στο οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670 εκτός από την περιουσία της Μονής, στην οποία περιλαμβάνονται για πρώτη φορά τα μετόχια της στα Καλά Χωράφια και στο Σωτήρα Χριστό στη Χαλέπα, αναφέρονται οι μοναχοί και οι λαϊκοί που ζούσαν εκεί.
Τον επόμενο αιώνα, δηλαδή τον 18°, οι πηγές είναι λιγοστές. Δεν σώζεται καμιά επιγραφική μαρτυρία ενώ όσες γραπτές πηγές σώζονται, σχετίζονται κυρίως με τη σταυροπηγιακή αξία της μονής.
Το 1791 εκδίδεται νέο πατριαρχικό σιγίλιο από τον Νεόφυτο τον Ζ’ με το οποίο ανανεώνεται η σταυροπηγιακή αξία της μονής. Η αξία αυτή της είχε αφαιρεθεί, όπως και πολλών άλλων μονών το 1740 επί Μητροπολίτη Γεράσιμου Λετίτζη στην προσπάθεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου να ενισχύσει τον συγκεκριμένο Μητροπολίτη.
Ελάχιστες είναι οι πηγές και για το α’ ήμισυ του 19ου αιώνα. Η προφορική επίσης παράδοση όπως την κατέγραψαν ο Robert Pasley και ο Μιχάλης Παπαδάκης μέσα από τις διηγήσεις μοναχών το 1865 και το 1941 αντίστοιχα, μας δίδει κάποια στοιχεία για τη μονή την περίοδο αυτή.
Η Μονή Βωσάκου στην επανάσταση του 1821
Στο ξεκίνημα της επανάστασης του 1821 η μονή είχε είκοσι μοναχούς ενώ διέθετε βιβλιοθήκη και 12 ζευγάρια βόδια. Κατά την επανάσταση του 1821 όπως αναφέρεται από τον μοναχό Μελέτιο, υπεύθυνο του μετοχιού στο Γαράζο, η μονή με την βιβλιοθήκη, τον ναό και τα άλλα κτήρια κάηκαν.
Επίσης ο ηγούμενος Γαβριήλ Νύκταρης το 1941 αναφέρει: «Το Μοναστήρι μας, είχε στην Επανάστασι του 1821, είκοσι αδελφούς, Ιερομόναχους και Μοναχούς, Κάηκε όμως στη διάρκεια της η εκκλησία και ολόκληρη η Μονή, από τους Τούρκους, πιάστηκαν και οι είκοσι αδελφοί από τους οποίους οι 17 εσφάγησαν, στη θέσι «Φιδαλώνια» τρία τέταρτα έξω από το Μοναστήρι. Διασώθηκαν από τη σφαγή ο Ηγούμενος Μελχισεδέκ, ο εξάδελφος του Χατζή Κυριάκος Αναγνώστης και ο Ιερομόναχος Άνθιμος, αγνώστου επωνύμου.
Παρά την προφορική όμως παράδοση δεν είναι δυνατόν να πιστοποιηθούν έργα στη μονή την περίοδο αυτή εξαιτίας των μεταγενέστερων επεμβάσεων.
Η Μονή Βωσάκου χρηματοδοτεί σχολεία
Την περίοδο και συγκεκριμένα το 1843 επί ηγούμενου Μελετίου Βαρδιάμπαση διαπιστώνεται ότι η μονή είχε αρχίσει να πληρώνει 400 γρόσια ετησίως υπέρ των σχολείων του Ρεθύμνου. Οι συνδρομές αυτές συνεχίστηκαν και τις επόμενες δεκαετίες όταν ιδρύθηκαν στην Κρήτη σχολεία σε πολλά χωριά.
Η μονή Βωσάκου την περίοδο της τριετούς επανάστασης 1866-1869
Η ανοικοδόμηση της μονής μετά την καταστροφή το 1821 έμελλε να τερματιστεί εξαιτίας της συμμετοχής των μοναχών της και του ηγούμενου Μελχισεδέκ Βαρδιάμπαση που είχε οριστεί πληρεξούσιος της επαρχίας Μυλοποτάμου στην επανάσταση του 1866.
Στις αρχές του έτους 1867 ο Ρεσίτ Πασάς στην επιστροφή από τη μάχη της Τυλίσου κατάστρεψε τη μονή για άλλη μια φορά. Παρά το γεγονός αυτό, όμως, η μονή συνέχισε να μετέχει ενεργά στον αγώνα.
Η λειτουργία της φαίνεται ότι συνεχίζεται κανονικά, αφού το 1868 η υπεύθυνη επιτροπή για τα γυναικόπαιδα που είχαν συγκεντρωθεί στον οικισμό Μπαλί, προκειμένου να αναχωρήσουν στην Ηπειρωτική Ελλάδα, αγοράζει κρέας και γάλα από τις μονές Μπαλί και Βώσακο. Η προφορική παράδοση αναφέρει: «Η εποχή του Χατζή Μελχισεδέκ Βαρδιάμπαση, χαρακτηρίζεται από μεγάλη πρόοδο του Μοναστηριού. Έκαμεν έργα ανοικοδομήσεως του Μοναστηριού και της εκκλησίας, γιατί όταν παρέλαβε, όλα ήσαν κατεστραμμένα από τις επαναστάσεις.
Νεότεροι χρόνοι
Από το Γενικό Μοναχολόγιο των Μονών του νομού Ρεθύμνης γνωρίζουμε ότι στο γύρισμα του 19ου προς τον 20° αιώνα στη μονή διέμεναν 13 μοναχοί.
Είναι παράδοξο όμως και το γεγονός ότι η Μονή με το νόμο 276/1900 της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913) κρίθηκε διαλυτέα παρά τον αριθμό των μοναχών της που ήταν πάνω από έξι, όπως προέβλεπε ο νόμος για να μη διαλυθεί μια μονή. Το 1935 βέβαια κηρύχθηκε ξανά διατηρητέα, αλλά η φθίνουσα πορεία της είχε ήδη ξεκινήσει.
Όσον αφορά όμως το κτηριακό σκέλος, οι αρχαιολογικές και επιγραφικά τεκμηριωμένες επισκευές που έγιναν στη μονή στις αρχές του 20ου αι. δείχνουν ότι λειτουργούσε εύρυθμα και επί ηγουμενίας του Γαβριήλ Νύκταρη του τελευταίου ηγούμενου της, ο οποίος το 1941, όπως προαναφέρθηκε, διηγήθηκε στον Μιχαήλ Παπαδάκη μέρος της σωζόμενης προφορικής παράδοσης.
Ο ηγούμενος, ως ύπαρχος κρητικού σώματος, μαζί με το μοναχό Άνθιμο Νικηφοράκη έλαβαν μέρος με ένα κρητικό εθελοντικό σώμα στους πολέμους του 1912 – 1913 στην Ήπειρο κλείνοντας έτσι την μακρόχρονη παράδοση της ενεργούς συμμετοχής της Μονής σε όλες τις επαναστάσεις και τους πολέμους.
Η αρχιτεκτονική της μονής
Η Μονή, χτισμένη στην πλαγιά ενός λόφου, αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα και αποτελείται από τρεις κύριες πτέρυγες, την νότια, την βόρεια και την δυτική.
Ο χώρος γύρω από τη Μονή και κυρίως στα βορειοανατολικά και στα δυτικά διαρθρώνεται σε πολλαπλά επίπεδα με ξερολιθιές και πεζούλες.
Τα κτήρια είναι κατασκευασμένα με υλικά από την γύρω περιοχή. Για τις τοιχοποιίες έχουν χρησιμοποιηθεί σκουρόχρωμοι αργοί λίθοι ενώ για όλα σχεδόν τα θυρώματα, τα παράθυρα, τα τόξα και κάποιες γωνίες λαξευτή λιθοδομή από ανοιχτόχρωμο πωρόλιθο.
Το καθολικό της μονής
Το Καθολικό της Μονής είναι αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό και τιμάται στις 14 Σεπτεμβρίου. Βρίσκεται σε απόσταση 2 μέτρων δυτικά της εισόδου. Πρόκειται για ένα ορθογωνικό καμαροσκέπαστο υψηλό ναό με είσοδο στα δυτικά και μονόλοβο τοξωτό καμπαναριό.
Εντός του ναού υπάρχει χρονολογία ανοικοδόμησης του ναού το 1885, η οποία επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές.
Ο ναός εσωτερικά είναι πολύ λιτός με το αρχικό δάπεδο του από ορθογωνικές πώρινες πλάκες και το ξυλόγλυπτο τέμπλο, των αρχών του 20ου αιώνα. Οι δεσποτικές εικόνες του τέμπλου είναι επίσης της ίδιας περιόδου: ο Χριστός Άμπελος του 1904 από τον Ρεθύμνιο ζωγράφο Α. Βεβελάκη, αφιέρωμα των Ιερομόναχων Μελχισεδέκ Βαρδιάμπαση και Γαβριήλ Κλάδου, η Ύψωσις του Τίμιου Σταυρού και η Παναγία με τους δώδεκα μεγάλους προφήτες, αφιέρωμα του ηγούμενου Μελχισεδέκ, ζωγραφισμένες από τον επίσκοπο Ρεθύμνης Διονύσιο Καστρινογιαννάκη (μάλλον κατά τη διάρκεια της δεύτερης επισκοπικής του θητείας 1896-1910).
Η ύδρευση της μονής
Σε μικρή απόσταση, βόρεια του καθολικού βρίσκεται η μοναδική κρήνη του συγκροτήματος αρκετά περίτεχνη σε σχέση με τη λιτότητα των υπόλοιπων κτισμάτων. Η κρήνη ανήκει στον τύπο που υδρεύεται από μια θολοσκέπαστη δεξαμενή. Η πρόσοψή της από λαξευτή λιθοδομή χωρίζεται σε τρία μέρη από δύο δίζωνους κιονίσκους που πατούν σε υψηλά βάθρα και φέρουν κιονόκρανα με φυτικό διάκοσμο. Με μεγάλα φυτικά μοτίβα κοσμούνται και τα βάθρα τους. Πάνω από την ημικυκλική κόγχη υπάρχει εγχάρακτη κτητορική επιγραφή.
Το νερό στην δεξαμενή της κρήνης έφερνε πήλινος αγωγός από την μοναδική πηγή βόρια της μονής από απόσταση 400μ. ψηλά στο βουνό.
Τα νερά της υπερχείλισης της κρήνης μέσω πήλινου αγωγού έφθαναν επίσης στη στέρνα που βρίσκεται εξωτερικά της νότιας πτέρυγας και η οποία χρονολογείται την ίδια περίοδο με την κρήνη, δηλαδή τον 1672.
Η ίδια η πηγή της Μονής αποτελείται από μια απλή διαμόρφωση απ’ όπου ανάβλυζε το νερό μέρος του οποίου κατέληγε στην κρήνη και το υπόλοιπο στις δύο παρακείμενες δεξαμενές.
Η ανασυγκρότηση και επαναλειτουργία της μονής
ο 1997 με απόφαση του Σεβ. Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ.κ. Ανθίμου ορίστηκε Διαχειριστική Επιτροπή Ανακαινίσεως της Μονής με πρόεδρο τον Πρωτο πρεσβύτερο Θεμιστοκλή Μαρκάκη και άρχισαν οι πρώτες εργασίες καθαρισμού και αποχωμάτωσης. Στην Επιτροπή μετείχε, στην αρχή ως λαϊκός και αργότερα ως κληρικός και ο σημερινός Ηγούμενός της μονής την 1-1-2006.
Οι εργασίες αποχωμάτωσης, λόγω της εγκατάλειψης της Μονής, για μισό τουλάχιστο αιώνα, διήρκησαν μεγάλο διάστημα. Τα ίχνη από τον πολύχρονο στάβλισμό των αιγοπροβάτων ήταν εμφανή σε όλο το συγκρότημα σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρηθεί αρχικά ότι οι λίθινες πλάκες των τραπέζιών της Τράπεζας αποτελούσαν το δάπεδο του χώρου.
Κατά την διάρκεια των εργασιών αυτών αποσαφηνίστηκαν οι διάφορες χρήσεις των χώρων και ήλθαν στο φως διάφορα μικροευρήματα, όπως χάλκινα ενετικά νομίσματα, soldini (1610-1618), τούρκικα γρόσια (19ου αι.) και νομίσματα της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913).
Οι κύριες αναστηλωτικές επεμβάσεις ξεκίνησαν το έτος 2000 αρχικά από την 13ΐ Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και από το έτος 2002 από την 28η ΕΒΑ με χρηματοδότηση από το Γ’ ΚΠΣ και την ενεργό συμμετοχή του ηγουμένου Τιμόθεου Παναγιωτάκη, του Δήμου Κουλούκωνα αλλά και των προσκυνητών της Μονής. Οι σχετικές μελέτες αποκατάστασης εκπονήθηκαν από την πολιτικό μηχανικό της Εφορείας Μαρίτα Βασιλάκη, η οποία επέβλεψε και τις εργασίες σε συνεργασία με τον εργοδηγό Θεμιστοκλή Κυδωνάκη και τον γράφοντα.
Κειμήλια
Οι συνεχείς καταστροφές της Μονής αλλά και η πλήρης εγκατάλειψή της ήδη από το 1955 οδήγησαν στην καταστροφή των περισσοτέρων κειμηλίων της. Η παράδοση αναφέρει ότι κάποιος μοναχός, ονόματι Πέτρος, που μόνασε στη Μονή για μικρό διάστημα την δεκαετία του ’60 αφαίρεσε και τα λίγα κειμήλια που είχαν απομείνει στη μονή. Ορισμένα από αυτά διεσώθησαν με την μεταφορά τους το 1975 στην εκκλησιαστική συλλογή της Μονής Αρσανίου, η οποία περιλαμβάνει κειμήλια και άλλων διαλυμένων Μονών όπως της Μονής Χαλεβή και της εν λειτουργία σήμερα πια Μονής Ατάλης. Κάποια άλλα, όπως η χάλκινη σφραγίδα της Μονής του 1794, διασώθηκαν από τον τότε ηγούμενο της Μονής Ατάλης, μακαριστό Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Άνθιμο Συριανό.
Από την βιβλιοθήκη της Μονής που στεγαζόταν στον όροφο της εγκάρσιας κεντρικής πτέρυγας και η οποία σύμφωνα με μαρτυρίες, την δεκαετία του 1940 περιείχε τουλάχιστον 50 βιβλία,
χειρόγραφα σημειώματα με χρονολογίες 1775 και 1786 καθώς και την ενθύμηση: «1876 Σεπτεμβρίου 26. Εγίνηκα διάκος στο Γαράζο. Άνθιμος Βαρδάκις. Μονή Βωσάκου».
Το μουσείο της Μονής Βωσάκου
Το λαογραφικό μουσείο της μονής Βωσάκου μαζί με τα κειμήλια της.
Στο μοναστήρι λειτουργεί ένα πολύ όμορφο και πλούσιο λαογραφικό μουσείο. Εκεί ξυπνούν μνήμες στους επισκέπτες βλέποντας όλα όσα χρησιμοποιούνταν ευρέως στην κοινωνίας μας μόλις λίγα χρόνια πριν και τώρα έχουν σχεδόν ξεχαστεί. Θα θαυμάσει ο επισκέπτης μοναδικής τέχνης και ομορφιάς άμφια, εκκλησιαστικά σκεύη και εικόνες έργα τέχνης.
Το παραπάνω κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο: Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού Βωσάκου. Ρέθυμνο 2013 του Κωνσταντίνου Δ. Γιαπιτσόγλου.