Ορίστε γιατί οι Μακεδόνες αγαπούν τους Κρητικούς
Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝA
ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΠΕΒΑΛΑΝ
Μετά τη λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-56), μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, η ιδέα του πανσλαβισμού μετουσιώθηκε σε δόγμα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, αποσκοπώντας στη διάσπαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενώ μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η Ρωσία προβαλλόταν ως προστάτης όλων των ορθοδόξων λαών της Βαλκανικής, μετά τον πόλεμο το βάρος έπεσε στο σλαβισμό, με άμεσο στόχο την αφύπνιση της κοινής σλαβικής συνείδησης και τελικό σκοπό την πολιτική ενοποίηση των σλαβικών λαών, υπό την καθοδήγηση της Ρωσίας.
Σε αυτά τα σχέδια εντάσσονταν, βέβαια, οι Βούλγαροι. Όμως, υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος για την καλλιέργεια βουλγαρικής εθνικής συνείδησης ήταν η αφομοιωτική δύναμη του Ελληνισμού, που άκμαζε στις περιοχές της Μακεδονίας, της Θράκης και της Ρωμυλίας.
Με τη συνθήκη του Αγ. Στεφάνου (21-2-1878), που ακολούθησε τον επόμενο Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-78), εκδηλώθηκαν σαφέστατα οι προθέσεις των Ρώσων για τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας, την οποία και σχεδίαζαν φυσικά, για λόγους συμφερόντων τους, καταδικάζοντας χιλιάδες Έλληνες σε εκβουλγαρισμό. Ευτυχώς, το Συνέδριο του Βερολίνου (13-7-1878) ανέτρεψε τη δημιουργηθείσα κατάσταση, περιορίζοντας τα όρια της βουλγαρικής ηγεμονίας και ιδρύοντας την αυτόνομη επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας, την οποία, όμως, αργότερα με πραξικόπημα προσάρτησαν στη βουλγαρική ηγεμονία.
Το αποτελεσματικότερο μέσο για να διασπαστεί η ενότητα των χριστιανών κατοίκων αυτών των εδαφών της ευρωπαϊκής Τουρκίας ήταν η δημιουργία μίας αυτόνομης Βουλγαρικής Εκκλησίας, αποσπασμένης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, το 1870 ιδρύθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία, την οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο κήρυξε ως σχισματική, κατηγορώντας τους Βουλγάρους ότι επιχειρούσαν να εισαγάγουν στην εκκλησία τον “εθνοφυλετισμό”. Και όντως, οι φόβοι αυτοί αποδείχθηκαν αληθείς στην πράξη, αφού, στο εξής, το εν λόγω σχίσμα επέβαλε την ιδέα ότι Εξαρχικός σημαίνει Βούλγαρος και Πατριαρχικός σημαίνει Έλληνας. Το 1893 ιδρύθηκε το πρώτο επαναστατικό βουλγαρικό κομιτάτο με την επωνυμία Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση”. Δύο χρόνια αργότερα, στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στα Σκόπια, ιδρύθηκε η “Ανώτατη Μακεδονική Επιτροπή” με στόχο την προσάρτηση της Μακεδονίας στο βουλγαρικό κράτος. Ο βουλγαρικός εθνικισμός αναδεικνυόταν πλέον στη σοβαρότερη απειλή για την επιβίωση της Μακεδονίας. Το 1900 το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης αντέδρασε. Τοποθέτησε σε μητροπόλεις της Μακεδονίας μορφωμένους και δραστήριους ιεράρχες: στη Δράμα το Χρυσόστομο Καλαφάτη, στην Καστοριά το Γερμανό Καραβαγγελη, στο Μοναστήρι τον Ιωακείμ Φορόπουλο, στη Στρωμνίτσα το Γρηγόριο Ωρολογά κ.ά.
Από την αρχή του 19ου αιώνα εντάθηκε η προσπάθεια των Βουλγάρων για αύξηση της επιρροής τους στη Μακεδονία, με προπαγάνδα και παρουσία ένοπλων ομάδων έχοντας ως άμεσο στόχο την αυτονόμηση της Μακεδονίας (που αποτελούσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). Έως τότε η ελληνική κυβερνητική πολιτική στο Μακεδονικό, συνίστατο σε ένα πρόγραμμα διατήρησης της ελληνικής συνείδησης των ορθόδοξων πληθυσμών της Μακεδονίας, μέσω της επιδότησης των χριστιανικών κοινοτήτων και των ελληνικών σχολείων που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η τοποθέτηση του Ίωνα Δραγούμη, το Νοέμβριο του 1902, στη θέση του υποπρόξενου στο ελληνικό προξενείο στο Μοναστήρι, έδωσε σημαντική ώθηση στο Μακεδονικό Ζήτημα. Ο Ίωνας Δραγούμης συγκρότησε με τους πατριώτες Αργύριο Ζάχο, Θεόδωρο Μόδη και Θεόδωρο Καπετανόπουλο, επιτροπή, η οποία αποτέλεσε τον πρώτο πυρήνα, στο Μοναστήρι, της “Μακεδονικής Φιλικής Εταιρείας”. Αυτοί συγκρότησαν και τα δύο πρώτα ένοπλα σώματα Μακεδόνων πολεμιστών, υπό την ηγεσία των καπετάν Βαγγέλη από το Σρεμπένο της Καστοριάς και καπετάν Κώττα από τη Ρούλια των Κορεστίων. Η πρώτη ομάδα, οργανωμένη από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, πέρασε στη Μακεδονία στις 11 Απριλίου του 1903, για αναγνώριση της περιοχής και για μία αρχική συμβολική βοήθεια προς τους Έλληνες αδελφούς μας. Στην ομάδα συμμετείχαν τέσσερις Κρήτες, ο Ευθύμιος Καούδης από το Καψοδάσος Σφακίων, ο Γεώργιος Περάκης ή Πέρος από το Ασφένδου Σφακίων, ο Γεώργιος Δικώνυμος ή Μακρής και ο Λαμπρινός Βρανάς από τον Καλλικράτη Σφακίων. Τελευταίος επέστρεψε στην Αθήνα ο Γεώργιος Περάκης, ένα μήνα περίπου μετά, έχοντας καταφέρει να έρθει σε επαφή με τον Ίωνα Δραγούμη και το Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη.
Οι πληροφορίες της πρώτης αποστολής αυτής οδήγησαν στη συγκρότηση του πρώτου σώματος Ένοπλων Εθελοντών Μακεδονομάχων, που αναχώρησε τα μέσα Ιουνίου του 1903 με προορισμό την Καστοριά. Το σώμα αποτελείτο από δέκα Κρητικούς και συγκεκριμένα από τους: Ευθύμιο Καούδη, Γεώργιο Περάκη, Γεώργιο Δικώνυμο, Λαμπρινό Βρανά, Γεώργιο Σεϊμένη, Γεώργιο Ζουρίδη, Νικόλαο Λουκάκη, Στρατή Μπουνάτο, Μανούσο Καντουνάτο και Γεώργιο Στρατίνάκη.
Ενώ το σώμα βρισκόταν στη Μακεδονία, στην Αθήνα, αρχές Ιουλίου, έγιναν οι προπαρασκευαστικές ενέργειες για την αποστολή και δεύτερης 20μελούς ομάδας εθελοντών αγωνιστών με επικεφαλής το Λεωνίδα Παπαμαλέκο από το Βάμο Αποκορώνου και το Στυλιανό Κλειδή από τα Αγκουσελιανά Αγ. Βασιλείου Ρεθύμνης. Όμως, στις 20 του μηνός η βουλγαρική Ανώτατη Μακεδονική Επιτροπή” αποφάσισε γενική εξέγερση με αφετηρία τη δυτική Μακεδονία, όπου είχε συγκεντρωθεί αξιόλογη δύναμη ένοπλων μελών της. Η εξέγερση αυτή, που είναι γνωστή ως εξέγερση του Ήλιντεν (illin den “ημέρα του Προφήτη Ηλία”), ματαίωσε την αποστολή της δεύτερης ομάδας. Λίγες ημέρες μετά επέστρεψαν και οι άνδρες του πρώτου σώματος, εκτός από το Γεώργιο Σεϊμένη, που συνελήφθει και εκτελέστηκε στην Κλεισούρα, τη νύχτα 23 προς 24 Ιουλίου.
Μετά την εξέγερση του Ήλιν-Ντεν ο κίνδυνος αυτονομίας της Μακεδονίας έγινε πλέον για το ελληνικό στοιχείο ορατή απειλή και το ελληνικό κράτος ανέλαβε έμπρακτη πρωτοβουλία μεταβάλλοντας ριζικά την κυβερνητική πολιτική στο θέμα της Μακεδονίας. Αρχές Μαρτίου του 1904 αποφασίστηκε να αποσταλούν τέσσερις Έλληνες αξιωματικοί για να εξετάσουν και εκτιμήσουν την κατάσταση. Οι αξιωματικοί αυτοί, Αλέξανδρος Κοντούλης (λοχαγός), Γεώργιος Κολοκοτρώνης (υπολοχαγός), Αναστάσιος Παπούλας (λοχαγός) και Παύλος Μελάς (ανθυπολοχαγός) συνοδεύονταν από τους Ευθύμιο Καούδη, Γεώργιο Δικώνυμο, Γεώργιο Περάκη και Απόστολο Τράγκα. Δυό μήνες μετά επέστρεψαν οι αξιωματικοί, ενώ οι Κρήτες παρέμειναν στη Μακεδονία, κοντά στους ντόπιους οπλαρχηγούς, καπετάν Κώττα και Καπετάν Βαγγέλη για δύο μήνες ακόμη.
Το Μάιο του 1904 η ελληνική κυβέρνηση, έχοντας αποφασίσει να στηρίξει έμπρακτα το Μακεδονικό Αγώνα, τοποθέτησε ως γενικό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη το Λάμπρο Κορόμηλά, δραστήριο πολιτικό και φλογερό πατριώτη. Ο Κορομηλάς έθεσε το Μακεδονικό Αγώνα υπό κεντρικό συντονισμό και υπό τον έλεγχο του ελληνικού κράτους, οργάνωσε συστηματικά, και με τη βοήθεια των κατά τόπους προξένων, ένα δίκτυο επικοινωνίας και δράσης, τοποθετώντας σε καίριες θέσεις Έλληνες αξιωματικούς που διόριζε ως υπαλλήλους του προξενείου με ψευδώνυμα. Ταυτόχρονα, ο Δημήτριος Καλαποθάκης, ο Μανιάτης εκδότης της εφημερίδας “Εμπρός”, ίδρυσε στην Αθήνα το “Μακεδονικό Κομιτάτο”, το οποίο σε στενή συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση, συντόνιζε και χρηματοδοτούσε τον αγώνα στη Δυτική Μακεδονία. Τη διοικούσα επιτροπή του Μακεδονικού Κομιτάτου αποτέλεσαν οι: Αλέξανδρος Ρώμας, I. Ράλλης, Περ. Αργυρόπουλος, Γ. Μπαλτατζής, Αντ. Καρτάλης και Πετ. Σαρόγλου.
Τον Αύγουστο του 1904 το ‘Μακεδονικό Κομιτάτο” θα στείλει στη Μακεδονία το πρώτο του σώμα, αποτελούμενο από 14 εθελοντές με επικεφαλή τον Ευθύμιο Καούδη. Ανάμεσα στους άνδρες του σώματος θα είναι ο Γιάννης Σεϊμένης (αδελφός του Γιώργου) και ο Μανώλης Σκουντρής από το Ρέθυμνο, μετέπειτα καπετάνιος. Επίσης οι Κρητικοί: Στυλ. Κλειδής, Αρ. Νύσταρης, Χρ. Λευκαρουδάκης, Ιωαν. Καλογεράκης, Σωτ. Χατζηδάκης. ι
Ένα μήνα μετά θα ακολουθήσει ένα δεύτερο 27μελές σώμα με αρχηγό τον ανθυπολοχαγό Παύλο Μελά, ο οποίος θα οριστεί από το Μακεδονικό Κομιτάτο Γενικός Αρχηγός του Αγώνα. Μεταξύ των ανδρών του θα είναι ο Λαμπρινός Βρανάς, ο Γιάννης Καραβίτης από την Ανώπολη Σφακίων, ο Ανδρέας Δικώνυμος ή Μπαρμπαντρέας από τον Καλλικράτη Σφακίων, ο Σήφης Πωλογιάννης από τη Νίμπρο Σφακίων και άλλοι 6 Κρητικοί. Λίγες μέρες μετά θα προστεθούν άλλα δύο σώματα, συνολικής δύναμης 40 ανδρών, με επικεφαλείς το Γεώργιο Βολάνη από τους Λάκκους της επαρχίας Κυδωνιάς και το Γιάννη Πούλακα από το Θέρισσο. Ο θάνατος του Παύλου Μελά στις 12 Οκτωβρίου συντάραξε το Πανελλήνιο. Το Μακεδονικό Ζήτημα που μέχρι τότε αφορούσε ένα μικρό τμήμα του ελληνισμού, εξυψώθηκε σε αγώνα επιβίωσης ολόκληρου του έθνους.
Μετά το θάνατο του Παύλου Μελά, αρχηγός ορίστηκε από το Μακεδονικό Κομιτάτο ο Γεώργιος Κατεχάκης (ανθυπολοχαγός πεζικού), από την Πόμπια της Επαρχίας Καινούριου του νομού Ηρακλείου, ο οποίος πέρασε την ελληνοτουρκική μεθόριο την 1η Νοεμβρίου. Στο σώμα του ανήκαν ικανοί και ψυχομένοι αγωνιστές. Μεταξύ αυτών ο Παύλος Γύπαρης, από την Ασή Γωνιά της επαρχίας Αποκορώνου Χανιών.
Οι υπερβολικές δοκιμασίες από τις συνεχείς πορείες υπό δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες είχαν σαν συνέπεια να εκδηλωθεί στο Γεώργιο Κατεχάκη σοβαρότατη περίπτωση κοίλης κι ήταν επιβεβλημένη η επάνοδός του στην Αθήνα για θεραπεία.
Το Μακεδονικό Κομιτάτο, αποφασισμένο να ενισχύσει και να επεκτείνει τον αγώνα στη Δυτική Μακεδονία, συγκρότησε νέο σώμα με επικεφαλής το Γεώργιο Τσόντο (Βάρδα), ανθυπολοχαγό πυροβολικού. Συγχρόνως, του ανέθεσε τη γενική αρχηγία των ελληνικών σωμάτων στο Βιλαέτι Μοναστηριού και διόρισε υπαρχηγό του τον Γεώργιο Κατεχάκη, μέχρι τη λήξη του Αγώνα στις 24 Ιουλίου 1908, που εκδηλώθηκε το κίνημα των Νεοτούρκων.
Τα σώματα των Μακεδονομάχων κατόρθωσαν με το νικηφόρο αγώνα τους κατά των Βουλγάρων να αποσοβήσουν τον κίνδυνο εκβουλγαρισμού της περιοχής και να προετοιμάσουν το έδαφος για τη μελλοντική ευόδωση του εθνικού στόχου που επιτεύχθηκαν με τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13 και το Βορειοηπειρωτικό Αγώνα του 1914.
ΑΡΧΗΓΟΙ – ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΗΣΗ ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ
Με βάση τους επίσημους καταλόγους του Γ.Ε.Σ., εκτός από τους ιδιώτες που έτρεξαν εθελοντικά να βοηθήσουν στο Μακεδονικό Αγώνα, υπήρξαν και μερικοί Έλληνες Αξιωματικοί που κατέφθασαν στη Μακεδονία, με μοναδικό σκοπό να συμβάλουν στην ουσιαστική αντιμετώπιση της τραγικής κατάστασης, στην οποία βρισκόταν τότε ο εκεί ελληνισμός. Οι αξιωματικοί αυτοί, αξίζει να σημειωθεί, ότι έδρασαν με προσωπική τους απόφαση, αφού το επίσημο ελληνικό κράτος δε μπορούσε να κινηθεί. Τέθηκαν ως επικεφαλής Σωμάτων Ιδιωτών, προσφέροντας τις γνώσεις για την τακτική μάχης που είχαν διδαχθεί από τις Στρατιωτικές Σχολές. Οι Αξιωματικοί λοιπόν, που έχουν αναγνωριστεί αρχηγοί αντάρτικων Σωμάτων ήταν 62 από τους οποίους οι 3 μόνο ήταν Κρητικοί: Ο Γεώργιος Τσόντος (καπετάν Βάρδας), ο Γεώργιος Κατεχάκης (καπετάν Ρούβας) και Νικοστράτος Καλομενόπουλος (καπετάν Νίδας). Την εποχή εκείνη ελάχιστοι νέοι Κρήτες επιδίωκαν να εισαχθούν στη Σχολή Ευελπίδων και να ακολουθήσουν σταδιοδρομία αξιωματικού. Έτσι, συνεπάγεται ότι οι Κρήτες Αξιωματικοί ήταν λίγοι στον ελληνικό στρατό.
Από τους 3 Γενικούς Αρχηγούς οι 2 ήταν από την Κρήτη, ο Τσόντος και ο Κατεχάκης και από τους 20 ιδιώτες αρχηγούς οι 14 ήταν Κρητικοί. Από τους 6.000 εθελοντές του Μακεδονικού Αγώνα το 50% ήταν από την Κρήτη. Από τους 2000 που έχασαν τη ζωή τους, οι 700 περίπου ήταν από την Κρήτη.
Και αναφέρει σχετικά το βιβλίο του ΓΕΣ: “Το μεγαλύτερο φόρο αίματος στον Αγώνα εκείνο, πλήρωσε μετά τη Μακεδονία η Μεγαλόνησος Κρήτη”.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΦΗ ΤΩΝ ΚΡΗΤΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝA
Στις αρχές του 1903, πραγματοποιήθηκε η γνωριμία του Γεωργίου Πέρρου με τον Παύλο Μελά στην Αθήνα, ο οποίος βρήκε τον τελευταίο να συνομιλεί για την κατάσταση στη Μακεδονία με το Γεώργιο Τσόντο, όπου και παρακολούθησε τη συζήτηση των δύο ανδρών με πολύ ενδιαφέρον. Στο τέλος, ο Γεώργιος Πέρρος τους ανακοίνωσε ότι ήταν διαθέσιμος να βοηθήσει σε ό,τι χρειάζονταν και έφυγε για την Κρήτη. Σε λίγες μέρες ο Γεώργιος Τσόντος κάλεσε τον Πέρρο στην Αθήνα, ανακοινώνοντάς του με μια επιστολή ότι τα της Μακεδονικής υπόθεσης πήγαιναν καλά και χρειάζονταν τη βοήθεια του. Ο ΙΙέρρος ανταποκρινόμενος έφτασε στην Αθήνα, συνάντησε τους Π. Μελά και Γ. Τσόντο, οι οποίοι του ανακοίνωσαν ότι έπρεπε να σχηματίσουν ένα σώμα, που θα πήγαινε στη Δυτική Μακεδονία. Ο Γεώργιος Τσόντος σύστησε τότε και τους Ευθ. Καούδη, Λαμπρινό Βρανά και Γεώργιο Δικώνυμο – Μακρή.
Η ΧΡΗΣΗ ΨΕΥΔΩΝΥΜΩΝ
Διαβάζοντας κανείς τον κατάλογο των ονομάτων των Αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού, που πήραν ενεργό μέρος στο Μακεδονικό Αγώνα, παρατηρεί ότι σχεδόν όλοι είχαν ένα κωδικό όνομα – ψευδώνυμο.
Αυτό ήταν απαραίτητο, αφού το επίσημο ελληνικό κράτος δεν ήθελε να εκτεθεί απέναντι στην Τουρκία. Αυτονόητο, λοιπόν, ήταν ότι οι αξιωματικοί δεν έπρεπε να φαίνεται πως έχουν ανάμειξη με τις κινήσεις στη Μακεδονία, γιατί ελλόχευε ο κίνδυνος να εμπλακεί η Ελλάδα με το Τουρκικό κράτος σε πόλεμο.
“Κάθε της Κρήτης σταυραητός, κάθε γοργός πετρίτης,
τα Μακεδονικά βουνά κι ο γερο-Ψηλορείτης
μ9 ένα αλλοιώτικο σκοπό τραγούδια λεν για σένα
και χαιρετούν τα νιάτα σου, ταμυριοτιμημένα…”
Στον καπετάν Βάρδα
ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης γεννήθηκε το 1867 στη Λέσβο, σπούδασε Θεολογία στη Μεγάλη Σχολή της Χάλκης, όμως η σπουδαία δραστηριότητά του ξεκίνησε γύρω στα 1900 όταν τοποθετήθηκε Μητροπολίτης Καστοριάς, όπου και ανέπτυξε εθνική δράση στο Μακεδονικό Αγώνα εναντίον των Βουλγάρων. Συνειδητοποιώντας ότι οι ντόπιοι δεν ήταν αρκετοί για να αντιμετωπίσουν τη βουλγάρικη απειλή, επιθυμούσε από τον Κρητικό λαό να συνδράμει με το θάρρος και τη γενναιότητά του, στο δίκαιο αυτό Αγώνα των Μακεδόνων, κάτι το οποίο έγινε όπως αποκαλύπτεται από την αλληλογραφία του με τον Παύλο Μελά.
Είχε συχνή και άψογη συνεργασία με τους Κρήτες αξιωματικούς Τσόντο και Κατεχάκη. Ήταν αυτός που ζήτησε από τον τότε Πρωθυπουργό Ζαΐμη τους 50 Κρητικούς, και έπειτα τη βοήθεια του Μελά, να τους ενισχύσει με εμπειροπόλεμους Κρητικούς.
ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ
Ο Παύλος Μελάς απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων και κουνιάδος του I. Δραγούμη, ήταν από τους πρώτους που αντιλήφθηκαν την αναγκαιότητα της δράσης των Ελλήνων για τη διάσωση της Ελληνικής συνείδησης. Στα τέλη του 1903, η Κυβέρνηση αποφάσισε την αποστολή μικρού αριθμού αξιωματικών στη Δυτική Μακεδονία, όπου ανάμεσά τους ήταν και ο Παύλος Μελάς. Από πολύ νωρίτερα βέβαια, έχει δραστηριοποιηθεί επικεντρώνοντας τις ενέργειες του στην εξασφάλιση χρημάτων και οπλισμού για τον Αγώνα. Στις 10 Ιουλίου 1904 αναχώρησε για τη Σιάτιστα και την Κοζάνη με το ψευδώνυμό Πέτρος Δέδες και με την ιδιότητα του ζωέμπορου, όπου επιδόθηκε σε οργανωτικό έργο, στρατολογώντας εθελοντές και χρησιμοποιώντας εναλλακτικά και ένα επιπλέον ψευδώνυμο, αυτό με το οποίο έμεινε στην ιστορία: Καπετάν Μίκης Ζέζας, (από τα χαϊδευτικά των παιδιών του). Ο Παύλος Μελάς επέστρεψε στην Αθήνα τον Αύγουστο, όπου πληροφορήθηκε με ικανοποίηση το γεγονός, όπως και το ότι η Κυβέρνηση έδωσε το ’’πράσινο φως” για την συστηματική αποστολή ενόπλων δυνάμεων στη Μακεδονία, ετοιμάζοντας τα δύο πρώτα σώματα υπό τους Κρητικούς αξιωματικούς Γεώργιο Κατεχάκη και Γεώργιο Τσόντο. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, ο Παύλος Μελάς με τα Εθελοντικά Σώματα, μετά από έντονη δράση, έκανε την άστοχη κίνηση να διανυκτερεύσει στη Σιάτιστα. Οι Τούρκοι αφού ειδοποιήθηκαν, εντόπισαν τον Παύλο Μελά, τον οποίο και σκότωσαν στην προσπάθειά του να συντονίσει τη διαφυγή του Σώματός του. Η ημέρα της ταφής του, στις 14 Οκτωβρίου 1904 στη Φλώρινα, θεωρείται και η επίσημη έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΟΝΤΟΣ -ΚΑΠΕΤΑΝ ΒΑΡΔΑΣ
Ο Γεώργιος Τσόντος (Καπετάν Βάρδας) γεννήθηκε στ’Ασκύφου Σφακίων το 1871, έχοντας καταγωγή από το χωριό Αράδαινα της ίδιας επαρχίας και ήταν γιος του Λάμπη Τσόντου. Υπήρξε Γενικός Αρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα αλλά και σημαντικό πρόσωπο των Βαλκανικών 1912-13 καθώς και του Ηπειρωτικού του 1914. Διετέλεσε Γενικός Αρχηγός όλων των Εθελοντικών Σωμάτων στη Μακεδονία από το Δεκέμβρη του 1904 ως τον Ιούλιο του 1908, αντικαθιστώντας το Γεώργιο Κατεχάκη, Ρούβα. Ως ανθυπολοχαγός, βοήθησε αρκετά το Μακεδονικό Αγώνα, τόσο στην οργάνωση όσο και στην τακτική μάχης.
Έφθασε στη Μακεδονία στις 17 Νοεμβρίου του 1904 και διετέλεσε αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων του Βιλαετιού Μοναστηριού, σε δύσκολες στιγμές του Μακεδονικού Αγώνα.
Για το ψευδώνυμό του, καπετάν Βάρδας, σύμφωνα με μαρτυρίες, υπάρχουν δύο εκδοχές: Η μία αναφέρει ότι στην Κρήτη, όταν άναβαν κάποιο φουρνέλο με σκοπό να σπάσουν τους γύρω βράχους, για να δώσουν σύνθημα και να προειδοποιήσουν τους γύρω για τον κίνδυνο που επρόκειτο να ακολουθήσει, φώναζαν: “Βάρδα”. Κατά την εκδοχή αυτή, παρομοίαζαν τον Τσόντο σα στρατηγό – φουρνέλο που στο πέρασμά του δεν υπολόγιζε τίποτα και διέλυε τα πάντα.
Παρόμοια είναι και η άλλη εκδοχή: στη Μακεδονία και γενικότερα στη Β. Ελλάδα φυσάει ένας πολύ δυνατός άνεμος, που σαρώνει τα πάντα και λέγεται “Βαρδάρης”. Εκτός όμως από το ανεξίτηλο σημάδι που άφησε με τη δράση του στο Μακεδονικό Αγώνα και στο Βορειοηπειρωτικό του 1913-1914, διατελώντας γενικός στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής, υπηρέτησε σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΣ ως διοικητής της Σχολής Ευελπίδων και ως φρούραχος της Αθήνας. Αργότερα πήρε το βαθμό του στρατηγού και αποφάσισε να λάβει ενεργά μέρος στην πολιτική όπου και εκλέχτηκε τρεις φορές βουλευτής Καστοριάς και Φλώρινας, ενώ έπειτα διορίστηκε στην Κρήτη Γενικός Διοικητής, Τ’ όνομά του έγινε θρύλος και στο άκουσμά του καταλάμβανε πανικός τα Βουλγαρικά Σώματα, γι’ αυτό και υμνήθηκε σε αρκετά τραγούδια και της Κρήτης και της Μακεδονίας. Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 1942, στην Αθήνα σε ηλικία 70 ετών, έχοντας ήδη ξεκινήσει αντίσταση εναντίον του Γερμανού Κατακτητή.
“Μεριάστε, ο Βάρδας να διαβεί,
να πάει στο Μοναστήρι,
’κει που ’ναι ο πόλεμος χαρά
και η μάχη πανηγύρι.
Αητοί πετάνε γύρω του,
λιοντάρια παν κοντά του
και γράφει με το αίμα του,
ο Βάρδας τ’όνομά τον…”
ΓΕΏΡΓΙΟΣ ΚΑΤΕΧΑΚΗΣ ~ ΚΑΠΕΤΑΝ ΡΟΥΒΑΣ
Ο Γεώργιος Κατεχάκης (Καπετάν Ρούβας), γεννήθηκε στην Πόμπια Ηρακλείου το 1881 και ήταν γιος του Απόστολου Κατεχάκη. Σημαντική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, διετέλεσε Γενικός Αρχηγός όλων των Εθελοντικών Σωμάτων στη Δυτική Μακεδονία, μετά το θάνατο του Π. Μελά. Την 1η Νοεμβρίου του 1903 περνά στη Μακεδονία επισήμως και στις 12 του ίδιου μήνα, ο Κατεχάκης με το σώμα του επιφέρει μεγάλο και αποφασιστικό πλήγμα στους Βούλγαρους στο χωριό Ζέλενιτς. Κατά τη διάρκεια της αρχηγίας του, λόγω της συνεχούς πεζοπορίας και των κακουχιών του παρουσιάστηκε κοίλη και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το μέτωπο για λίγο. Τη θέση του πήρε ο Γεώργιος Τσόντος, ενώ αυτός πήγε στην Αθήνα συνεχίζοντας τον Αγώνα σε οργανωτικό επίπεδο. Αργότερα, επέστρεψε στα μακεδονικά βουνά, παραμένοντας, όμως, υπαρχηγός του Αγώνα.
Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Αγώνες του 1912-13 με το βαθμό του λοχαγού και διετέλεσε Γενικός Αρχηγός των Εθελοντικών Σωμάτων στο Μακεδονικό Μέτωπο. Με το βαθμό του ταγματάρχη προσχώρησε στο κίνημα της Θεσσαλονίκης το 1917, ενώ αργότερα διετέλεσε αρχηγός της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής στην Κωνσταντινούπόλη.
Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του αντιστράτηγου και στη συνέχεια μπήκε ενεργά στην πολιτική σκηνή της χώρας διατελώντας Γενικός Διοικητής της Θράκης, βουλευτής της ιδιαίτερης του πατρίδας, του Ηρακλείου, ενώ αργότερα διορίστηκε Υπουργός Στρατιωτικών και έκλεισε την καριέρα του διοριζόμενος στην Κρήτη Γενικός Διοικητής.
Το ψευδώνυμο το οποίο χρησιμοποιούσε κατά τη διάρκεια του Αγώνα και έμεινε γνωστός, ήταν Καπετάν Ρουβάς, που σύμφωνα με μαρτυρίες του δόθηκε από τον τόπο καταγωγής του, το δάσος Ρούβα του Ψηλορείτη που βρίσκεται στο νομό Ηρακλείου.
Πέθανε στο Ηράκλειο το 1938 σε ηλικία 57 ετών, από καρδιακό επεισόδιο, με έναν απαράδεκτο τρόπο. Ένα πρωί, έφιππος βρέθηκε στα κτήματά του, κοντά στο Ηράκλειο, συστήνοντας τους βοσκούς της περιοχής να σταματήσουν να καταστρέφουν τις καλλιέργειες. Αποτέλεσμα, όμως, αυτής της συζήτησης ήταν να τον προσβάλλουν βάναυσα και να πεθάνει μετά από ένα ισχυρό καρδιακό επεισόδιο. Το όνομά του χαράχτηκε στην Ιστορία και υμνήθηκε για την προσφορά του από τη λαϊκή μούσα και της Κρήτης και της Μακεδονίας.
“Γνωρίζω εγώ τη δράση του, θυμάμαι το Μουρίκι,
εκεί που δεν επρόφθανε να στεφανώσει η νίκη!
Στο Ζελενίτσι άλλη μια, με το σπαθί στο χέρι,
και σπιθοβόλεις κεραυνούς κι έλαμπες σαν αστέρι.
Σε είδα και στο Ζέλοβο και αστραποβολούσες
εις τους Βουλγάρους κεραυνούς έριχνες και γελούσες.
Οι σφαίρες δε σε σκιάζανε, γιατί ήσουν ανδρειωμένος
ήσουν σεμνός κι αντρόπιαστος, απ’ όλους διαλεγμένος”.
ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟΙ ΚΡΗΤΕΣ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΣΩΜΑΤΩΝ
ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ
Μετά το θάνατο του Παύλου Μελά οι 2 Γενικοί Αρχηγοί του Μακεδονικού Αγώνα, όπως προείπαμε, ήταν Κρήτες και συγκεκριμένα:
- Ο Γεώργιος Τσόντος (Καπετάν – Βάρδας) από Ασκύφου Σφακίων Χανίων (Δεκέμβριο 1904- τέλος του αγώνα)
- Ο Γεώργιος Κατεχάκης (Καπετάν – Ρούβας) από Πόμπια Καινουρίου Ηρακλείου (Νοέμβριος 1903 – Άνοιξη 1904)
Επικεφαλείς:
-Ευθύμιος Καούδης Καψοδάσος Σφακίων Χανίων
- Γεώργιος Δικώνυμος – Μακρής Καλλικράτης Σφακίων Χανίων
- Λαμπρινός Βρανάς Καλλικράτης Σφακίων Χανίων
- Ιωάννης Πούλακας Θέρισσο Κυδωνιάς Χανίων
- Στυλιανός Κλειδής Αγκουσελιανά Αγ. Βασιλείου Ρεθύμνης
- Εμμανουήλ Σκουντρής Αδελε Ρεθύμνης
- Ιωάννης Καραβίτης Ανώπολη Σφακίων Χανίων
- Ανδρέας Δικώνυμος Καλλικράτης Σφακίων Χανίων
- Γεώργιος Βολάνης Λάκκοι Κυδωνιάς Χανίων
- Παύλος Γύπαρης Ασή Γωνιά Αποκορώνου Χανίων
- Ιωάννης Νταφώτης Αβδού Πεδιάδος Ηρακλείου
- Γεώργιος Σκαλίδης Έλος Κισσάμου Χανίων
- Ευάγγελος Νικολούδης Λάκκους Κυδωνιάς Χανίων
- Λεωνίδας Παπαμαλέκος Βάμος Αποκορώνου Χανίων
- Εμμανουήλ Νικολούδης Λάκκοι Κυδωνιάς Χανίων
- Εμμανουήλ Κατσίγαρης – Καραμανόλης Νίππος Αποκορώνου Χανίων
- Νικόστρατος Καλομενόπουλος – Νίδας Ν. Αμάρι Αμαρίου Ρεθύμνης
- Ηλίας Δεληγιαννάκης Αργυρούπολη Ρεθύμνης
- Ιωάννης Δοξάκης – Δοξογιάννης Πρινέ Χανίων
- Νικόλαος Ανδριανάκης Λάκκοι Κυδωνιάς Χανίων
- Ευάγγελος Φραγκεδάκης – Γαλλιάνος Πρινέ Ρεθύμνης
- Αριστείδης Κιτράκης – Νύσταρης Ρούστικα Ρεθύμνης
-Γεώργιος Καμηλάκης Καστέλι Ηρακλείου
- Παναγιώτης Γερογιάννης Γαλατάς Κυδωνίας Χανίων
- Εμμανουήλ Μπενής Καλλικράτης Σφακίων Χανίων
- Εμμανουήλ Λυκοβαρδής Περιβολάκια Χανίων
- Μιχαήλ Τσόντος Ασκύφου Σφακίων Χανίων
Χωρίς τους Εθελοντές Μακεδονομάχους του 1903 – 8, όλη η Βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία – Ήπειρος – Θράκη) θα είχε χαθεί οριστικά. Διαβάζοντας κανείς την Ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα, συνειδητοποιεί ότι οι Κρήτες είχαν ευαισθητοποιηθεί τόσο πολύ με την άδικη μεταχείριση των Βουλγάρων εναντίον των Μακεδόνων, ώστε ξεκίνησαν χωρίς φόβο αφού συναισθάνονταν ακόμα την ανάγκη της διάσωσης της ελληνικότητας. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Γεωργίου Μόδη, τρομερή εντύπωση προξένησε το πείσμα και η απαίτηση πολλών μαθητών γυμνασίου τότε, να επιβιβαστούν στο πλοίο για τη Μακεδονία, που τις περισσότερες φορές γινόταν και χωρίς την έγκριση των οπλαρχηγών, δηλαδή κρυφά.
Παιδιά κι ίντα ’ναι τούτη η βοή και εσείσθη ο Ψηλορείτης;
Εξεκινήσαν τα θεριά, τση Κρήτης τα λιοντάρια!
Και ποιοι είναι αυτοί που πέρασαν στα πάρωρα τση νύχτας
κι ακούστηκε το διάβα ντων και τρόμαξεν ο κόσμος
και βουβαθήκαν τα πουλιά κι εσκιάχτηκαν τ’ αγρίμια;
Είναι ο Λουκάκης, ο Μακρής, ο Γιώργης Σεϊμένης,
ο Καντουνάτος, ο Βρανάς, ο Γιώργης Στρατινάκης
είναι ο Μπονάτος ο Στρατής, ο Πέρρος, ο Ζουρίδης
και καπετάνιος κι αρχηγός ο Θύμιος ο Καούδης…
Είναι οι δέκα Κρητικοί, οι πρώτοι του Αγώνα.
ΚΡΗΤΕΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Ο Ευθύμιος Καούδης από το Καψοδάσος Σφακίων, ήταν σημαντική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα τόσο το 1903-8, όσο και στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13. Γνωστό είναι το τάμα του, όταν πολλά χρόνια μετά το τέλος του Αγώνα, πήγε στην Αγία Τριάδα στο Πισοδέρι να προσκυνήσει, όπου εκεί κατά τη διάρκεια του Αγώνα, όταν είχε καταλύσει εκεί με τους συντρόφους του, εμφανίστηκε στον ύπνο του η Παναγία δίνοντας του την εντολή να φύγουν και να σωθούν. Την επόμενη μέρα, οι Τούρκοι είχαν κάψει την περιοχή γύρω από την Αγία Τριάδα. Έτσι σώθηκαν αυτός και οι σύντροφοί του!
Γεώργιος Δικώνυμος – Μακρής
Από τον Καλλικράτη Σφακίων (1877-1939), ήταν από τους πρώτους, που πήγαν στη Μακεδονία και πήραν μέρος στον Αγώνα. Παρόλο που τραυματίστηκε αρκετές φορές, παρέμεινε στην πρώτη γραμμή του Αγώνα, κατά τη διάρκεια του 1903-8, αλλά έλαβε μέρος και στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13.
Λαμπρινός Βρανάς
Από τον Καλλικράτη Σφακίων, σε νεαρή ηλικία πήγε στην Αθήνα για μόνιμη κατοικία, όπου εκεί γνωρίστηκε με τον I. Δραγούμη, τον Π. Μελά, το Γ. Τσόντο και το Γ. Πέρρο. Ήταν από τους 4 πρώτους που πήγαν στη Μακεδονία, για να ελέγξουν την εκεί κατάσταση με το Γ. Πέρρο, Γ. Δικόνυμο και Ευθ. Καούδη. Στην έξοδο του από τον κλοιό των Τούρκων, στις 5 Απριλίου 1905 στη Μπελκαμένη, όπου υπηρετούσε Φρούραρχος, σκοτώθηκε.
Ιωάννης Πούλακας
Από το Θέρισσο Κυδωνιάς, στενός φίλος του Παύλου Μελά, κατά την τρίτη και τελευταία μετάβαση του Μελά το Σεπτέμβρη του 1904 στη Μακεδονία ήταν μαζί. Μετά το θάνατο του Π. Μελά επιστρέφει στην Κρήτη και όντας ανήσυχος, ξαναπάει στη Μακεδονία την άνοιξη του 1905, όπου η προσφορά του στον Αγώνα ήταν τεράστια.
Στυλιανός Κλειδής
Από τα Αγκουσελιανά Αγ. Βασιλείου Ρεθύμνης, ήταν αρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα 1903-8 και επί πέντε χρόνια πολέμησε και επέζησε για να δει να πραγματοποιείται η ελευθερία της Μακεδονίας. Πολέμησε και στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 εναντίον των Τούρκων, όπου και σκοτώθηκε στο Μέτσοβο της Ηπείρου το 1912.
Εμμαν. Σκουντρής
Από το Άδελε Ρέθυμνου, έδρασε από τον Αύγουστο του 1904 μαζί με τους 10 Κρητικούς, που απάρτισαν το πρώτο κρητικό αντάρτικο σώμα από την Ελλάδα, με αρχηγό τον Ευθ. Καούδη. Το Σεπτέμβρη του 1904 τραυματίστηκε σε μια μάχη στο Τρίγωνο Φλώρινας και αφού έφυγε για την Αθήνα για ταχύτερη ανάρρωση, επέστρεψε στον Αγώνα την άνοιξη του 1905, συγκροτώντας δικό του Σώμα.
Ιωάννης Καραβίτης
Από την Ανώπολη Σφακίων, με ρίζες από την οικογένεια του ηρώα Δασκαλογιάννη, σε ηλικία 20 ετών ακολούθησε τον Π. Μελά στη Μακεδονία. Μαζί του ακολούθησαν και τα τρία αδέλφια του, που πολέμησαν και θυσιάστηκαν για τον Αγώνα.
Ανδρέας Δικώνυμος
Από τον Καλλικράτη Σφακίων, ήταν ο γνωστός “Μπαρμπανδρέας” του Μακεδονικού Αγώνα. Το ψευδώνυμο αυτό του δόθηκε επειδή ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία από όλους αλλά και για να διακρίνεται από τον άλλο Δικώνυμο του Αγώνα, το Μάκρη. Ήταν αρκετά εμπειροπόλεμος, αφού είχε λάβει μέρος στην τελευταία Κρητική Επανάσταση του 1895-7.
Γεώργιος Βολάνης
Από τους Λάκκους Κυδωνίας, προσέφερε πολλά στο Μακεδονικό Αγώνα. Συνελήφθη αιχμάλωτος στη Σιάτιστα, όταν σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς και κλείστηκε στις φυλακές του Μοναστηριού. Από ’κει απέδρασε, έφθασε στην Κρήτη, όπου στρατολόγησε ομάδα εθελοντών και επέστρεψε στη Μακεδονία να συνεχίσει τον Αγώνα.
Παύλος Γύπαρης
Από την Ασή Γωνιά Αποκορώνου, σε πολύ νεαρή ηλικία πήρε άδεια από τον πατέρα του να μεταβεί στη Μακεδονία, για να πολεμήσει. Η προσφορά του ήταν τόσο σημαντική, ώστε διακρίθηκε και αναδείχθηκε καπετάνιος, ενώ η παρουσία του εντάχθηκε χρονικά στα πλαίσια της κύριας φάσης του Αγώνα 1904-8.
Νικόστρατος Καλομενόπουλος ή Καπετάν Νίδας
Από το Αμάρι Ρέθυμνου, πήρε το ψευδώνυμό του από το οροπέδιο της Νίδας του Ψηλορείτη. Ήταν ένας από τους αρχηγούς – αξιωματικούς του Μακεδονικού Αγώνα με βαθμό λοχαγού, αφού ήταν απόφοιτος Στρατιωτικής Σχολής. Κατά τη μάχη της Μπελκαμένης το 1905 συνελήφθει μαζί με τους συντρόφους του και οδηγήθηκε στις φυλακές του Μοναστηρίου, απ’ όπου δραπέτευσε τρία χρόνια μετά.
Ιωάννης Νταφώτης
Από τ’ Αβδού Ηρακλείου, ήταν υπαξιωματικός του ιππικού στον Ελληνικό Στρατό και το σώμα του ήταν το πρώτο που απεστάλει τον Απρίλιο του 1905 στην Κεντρική Μακεδονία, κυρίως στην περιοχή της Νιγρίτης. Μαζί του μετέφερε και σημαντικό φορτίο από πυρομαχικά και τουφέκια για να εξοπλίσει τους χωρικούς της περιοχής, όπου θα δρούσε.
Εμμ. Κατσίγαρης ή Καραμανώλης
Από το Νίππος Αποκορώνου αναχώρησε για την Κεντρική Μακεδονία στις 20-9-1904, έχοντας την τύχη να διοριστεί σωματοφύλακας της Αικατερίνης Χατζηγεωργίου, της μετέπειτα εθνομάρτυρος. Εκτός από τη γενναιότητα και το θάρρος που επέδειξε στον Αγώνα, ήταν και άνδρας ευσεβής με έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα.
Γεώργιος Σκαλίδης
Από το Έλος Κισσάμου, διετέλεσε αρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα κατά το 1903-6. Έπεσε μαχόμενος στις 20/3/1906 στο Ίβενικ Μακεδονίας μαζί με τους 16 συντρόφους του από τους οποίους επέζησε ένας.
Ευάγγελος Νικολούδης
Από τους Λάκκους Κυδωνίας, διετέλεσε αρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα κατά το 1903-6. Σκοτώθηκε με όλους τους συμπολεμιστές του στο Γκορνίτσοβο στις 18 Ιουλίου 1906.
Λεωνίδας Παπαμαλέκος
Από το Βάμο Αποκορώνου, υπήρξε ένας από τους 6 άντρες που αποτέλεσαν το μοναδικό Ελληνικό Σώμα, που έδρασε στην Κεντρική Μακεδονία από τον Αύγουστο του 1904 ως το Μάρτη 1905, ενώ αργότερα επέστρεψε στην Κρήτη, μαχόμενος στο Θέρισσο με τον Ελ. Βενιζέλο. Στο Βαλκανοτουρκικό Πόλεμο, ανέβηκε ξανά στη Μακεδονία με δικό του σώμα όπου και σκοτώθηκε στη μάχη της Σιάτιστας στις 4-11-1912.
Εμμ. Νικολούδης
Από τους Λάκκους Κυδωνίας, άρχισε τη δράση του στον Αγώνα στις 21 Ιουνίου 1903, όπου ανέλαβε ένα από τα Κρητικά σώματα ανταρτών στη Μακεδονία.
Νικόλαος Ανδριανάκης
Από τους Λάκκους Κυδωνίας, πήρε τη θέση του αδελφού του Δημήτρη στον Αγώνα, μετά το θάνατό του (του τελευταίου). Έγινε καπετάνιος δικού του Σώματος και θυσιάστηκε στο τέλος του Μακεδονικού Αγώνα, τον Αύγουστο του 1908 στην Κατερίνη.
Βαγγέλης Φραγκιαδάκης η Γαλλιανός
Από το Γάλλου Ρέθυμνου, απ’ όπου πήρε και το ψευδώνυμό του, ήταν οπλαρχηγός στο Σώμα του Τσόντου. Ήταν πάντα δραστήριος και αγριεμένος, γι’ αυτό οι Τούρκοι της Κρήτης προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν. Η προσπάθειά τους όμως αυτή, είχε ως αποτέλεσμα να τους “ξεγλιστρίσει αυτός και να σκοτώσουν τον αδελφό του κατά λάθος.
Ιωάννης Δοξάκης η Δοξογιάννης
Από τον Πρίνε Σέλινου, γενναίος Καπετάνιος, είχε διατελέσει οπλαρχηγός του Τσόντου. Ήταν ένας από τους τρεις υπαρχηγούς που άφησε στη θέση του ο Γ. Δικώνυμος – Μακρής όταν απουσίασε για λίγο από τη Μακεδονία. Σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους κοντά στη Μπελκαμένη πιάστηκε αιχμάλωτος.
Ηλίας Δεληγιαννάκης
Από την Αργυρούπολη Ρεθύμνης, έσπευσε στο Μακεδονικό Αγώνα 1903-1908 ως οπλαρχηγός με Εθελοντικό Σώμα. Το 1911 εξελέγει βουλευτής για την Ελληνική Βουλή τιμής ένεκεν, όμως και πάλι το 1912-13 κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους έσπευσε να πολεμήσει. Σκοτώθηκε στη μάχη του Σκρά στις 19-5-1918.
Εμμ. Λυκοβαρδής
Από τα Περβολάκια Κισσάμου, σε ηλικία 27 ετών, κατατάχθηκε στο σώμα του Ιωαν. Καραβίτη ως απλός πολεμιστής και έφτασε στη Μακεδονία στις 14 Μαρτίου 1904. Μετά από μικρό διάστημα έγινε οπλαρχηγός και οι περιοχές που έδρασε ήταν κυρίως στην Καστοριά, τη Φλώρινα αλλά και στο Μοναστήρι.
Παναγιώτης Γερογιάννης
Από το Γαλατά Κυδωνίας, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές του Μακεδονικού και Ηπειρωτικού Αγώνα, ενώ παράλληλα μ’ αυτόν, πολέμησαν και τα 3 αδέλφια του. Αργότερα διετέλεσε υπασπιστής του Ελ. Βενιζέλου και ήταν υπερασπιστής της Μεγάλης Ιδέας.
Γεώργιος Καμηλάκης
Από το Καστέλλι Καινούριου Ηρακλείου, ο οποίος είχε κουρείο στην Αθήνα, δεν έμεινε ασυγκίνητος από την οργή των Βουλγάρων και των Τούρκων εναντίον των Μακεδόνων. Αφού πούλησε το μαγαζί του και διέθεσε χρήματα για τον Αγώνα, πήγε εθελοντής στη Μακεδονία. Εκτελέστηκε με απαγχονισμό στις 25/5/1907 στο Ατ-Παζάρ του Μοναστηρίου.
Εμμ. Μπενής
Aπό τον Καλλικράτη Σφακίων, διετέλεσε οπλαρχηγός Ά τάξεως του Μακεδονικού Αγώνα 1903-1908 και ήταν ένας από τους σκληρούς διώχτες των Βουλγάρων.
Ο Αριστείδης Κιτράκης ή Νύσταρης
Από τα Ρούστικα Ρεθύμνης, οπλαρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα, ήταν ένας από τους 14 του σώματος που απέστειλε το Μακεδονικό Κομιτάτο στη Μακεδονία με επικεφαλής τον Ευθύμιο Καούδη.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΝΕΚΡΟΣ ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ
Πρώτος νεκρός από τους Εθελοντές του Μακεδονικού Αγώνα, που θυσιάστηκαν για τη Μεγάλη Ιδέα του Ελληνισμού, ήταν ο Γεώργιος Σεϊμένης από την Ανώπολη Σφακίων. Ήταν ανάμεσα στους δέκα πρωτοπόρους που έφτασαν στη Μακεδονία και η παραμονή του εκεί ήταν ολιγόμηνη, αφού τον βρήκε ο θάνατος. Μετά τις 20/7/1903, μετά που εκδηλώθηκε η επανάσταση του Ηλίντεν, ο Δεσπότης Γερμανός Καραβαγγέλης κάλεσε στην Καστοριά τους αντάρτες, όμως ο Γεώργιος Σεϊμένης δεν πήγε. Δεν υπολόγιζε τον κίνδυνο και έμεινε στο Λέχοβο να πολεμήσει εναντίον των Βουλγάρων. Την επόμενη μέρα, μέλη της συμμορίας του Τσακαλάρωφ τον εντόπισαν, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στην Κλεισούρα. Τη νύχτα της 23ης προς 24ης Ιουλίου τον εκτέλεσαν τρυπώντας το σώμα του με λόγχες. Αυτός που με τόσο μαρτυρικό θάνατο έπεσε για τη δικαίωση της Μακεδονίας, ο πρώτος νεκρός του Αγώνα, ήταν από την Κρήτη!
Τα κείμενα και οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο: Η εθελοντική συμμέτοχή των Κρητών στο Μακεδονικό Αγώνα 1903-1908. Κέντρο Κρητικού πολιτισμού Αθήνα 2003. Συγγραφική και καλλιτεχνική επιμέλεια εντύπου: Θοδωρής Τσόντος Ανθή Μακράκη.
Στο παραπάνω έντυπο περιλαμβάνονται πολλές περισσότερες πληροφορίες, φωτογραφίες, και ονόματα εθελοντών Κρητών που πολέμησαν για να μεγαλώσει η Ελλάδα και να ελευθερωθούν Ελληνικοί τόποι και πληθυσμοί.
Στο βιβλίο περιλαμβάνονται ένας μεγάλος κατάλογος άνω των 600ων ονομάτων με τίτλο Επετηρίδα Κρητών Εθελοντών Μακεδονομάχων. Σε αυτό τον κατάλογο βρήκα τρία ονόματα τα οποία και ξεχωρίζω λόγο καταγωγής, το πρώτο είναι: Μανουσάκης Μιχαήλ του Εμμανουήλ από τις Αρχάνες, ο Παπαδάκης Εμανουήλ η Σπιρτοκούτης από το Ψυχρό, και ο συνεπώνυμος μου Μαρκοδημητράκης Λεωνίδας από το νομό ηρακλείου χωρίς να προσδιορίζει χωριό η επαρχία.