Αναστάσης Μπουτζαλής η Βρόντος
Η δημοσίευση αυτή περιλαμβάνει ολόκληρο αλλά σύντομο το πόνημα του αείμνηστου νομικού Δημήτρη Ξυριτάκη (για τον Αναστάση Μπουτζαλή) με τον τίτλο: Συγνώμη Αναστάση…
Εκδόσεις Φιλόπολις Ηράκλειο 2005.
Πρόλογος
Χρειάστηκε να κατανικήσω μέσα μου ένα σοβαρό δισταγμό πριν πάρω την απόφαση να γράφω το μικρό αυτό κείμενο για τη ζωή, την αντιστασιακή δράση και το δραματικό τέλος του Αναστάση Μπουτζαλή.
0 δισταγμός αυτός συνίσταται με λίγα λόγια στο ακόλουθο ερώτημα: Έχω άραγε το δικαίωμα να διαμαρτυρηθώ, τόσο έντονα μάλιστα, για μια δικαστική απόφαση η οποία, όσο οδυνηρή κι αν ήταν, αφού επέβαλε θανατική καταδίκη, δεν παύει να είναι η απόφαση ενός δικαστικού οργάνου, έστω αντικανονικά συγκροτημένου, που όμως αναγκάστηκε να επιληφθεί μιας υποθέσεως στενά συνδεδεμένης με το αίτημα της εθνικής συμφιλίωσης; Μήπως, συνεχίζει το ερώτημα αυτό, η λογική της σκοπιμότητας που πρυτάνευσε στην καταδίκη και εκτέλεση του Μπουτζαλή ήταν πολιτικά αναγκαία προκειμένου να εκτονωθεί η οργή των χιλιάδων αριστερών του Ηρακλείου, που ερμήνευσαν εύλογα την απόπειρα θανάτωσης του αρχηγού τους ως πρόκληση εναντίον ολόκληρης της παράταξής τους, σε μια στιγμή που σε ολόκληρη την Ελλάδα έριχνε βαριά τη σκιά της η απειλή ενός εμφυλίου πολέμου;
0 δισταγμός όμως αυτός γινόταν εντονότερος καθώς σκεφτόμουν ότι στην προσπάθειά μου να εξηγήσω με υπερασπιστικά -κατά πως επιβάλλει η δικηγορική μου παιδεία- επιχειρήματα την τραγική απόφαση του Μπουτζαλή, θα ήταν δυνατόν να «παρεξηγηθώ» από τους συγγενείς και πολυάριθμους φίλους του Γιάννη Ποδιά, οι οποίοι είναι και δικοί μου φίλοι.
Καλόν είναι λοιπόν, ευθύς από την αρχή να ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα αυτό με δυο σύντομα και απλά λόγια:
Πρώτον: Σχέση ερωτική και μάλιστα τέτοια που να εγείρει ζήτημα οικογενειακής τιμής ανάμεσα στον Γιάννη Ποδιά και την κόρη του Μπουτζαλή δεν υπήρξε. Απλώς η Ελευθερία, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής, αν και παιδί οπλαρχηγού της «εθνικόφρονος» παράταξης, προσχώρησε στην ΕΠΟΝ, οργάνωση νέων της Αριστερός και με αυτήν την ιδιότητα ήλθε σε επαφή με τον ηγέτη της. Στις σελίδες που ακολουθούν ο οξυδερκής αναγνώστης θα συναντήσει ικανά τεκμήρια της άποψης αυτής, όπως π.χ. τη μαρτυρία της εγγονής του Αναστάση, Μαρίας Λαυρενίδη.
Δεύτερον: Απολύτως βέβαιο επίσης είναι ότι, όταν ο Μπουτζαλής έπαιρνε την απόφαση να σκοτώσει τον Ποδιά, τελούσε με την ακράδαντη πεποίθηση ότι ο τελευταίος «είχε ατιμάσει το σπίτι του», όπως χαρακτηριστικά του φώναξε τη στιγμή που τον γάζωνε με το ταχυβόλο του. Εξίσου αληθινό είναι επίσης ότι την πεποίθηση αυτή καλλιέργησαν και του υπέβαλαν έντεχνα κάποιοι σκευωροί της αντικομουνιστικής πλευράς, οι οποίοι είχαν βίαια εισέλθει στην πολιτική σκηνή της μεταπολεμικής Κρήτης με τη θρασεία αξίωση να κυριαρχήσουν στις εξελίξεις εξαργυρώνοντας κούφιους αντιστασιακούς τίτλους. Αυτοί είχαν προφανώς ενοχληθεί από την παρουσία των δύο ισχυρών μικρασιατών, του βενιζελικού Μπουτζαλή και του αριστερού Ποδιά και βρήκαν καλή την ευκαιρία να τους εξουδετερώσουν με την ίδια φαρμακερή βολή.
Υπό τα δεδομένα αυτά η καταδίκη και εκτέλεση του Αναστάση Μπουτζαλή υπήρξε καταφανώς άδικη. Γεγονός που θα πρέπει να καταλογισθεί σ’ αυτούς που την προκάλεσαν αλλά και σ’ αυτούς που την ανέχθηκαν με τη σιωπή τους.
Έχω λοιπόν κι εγώ το δικαίωμα για να μην πώ το χρέος, γράφοντας το ταπεινό αυτό πόνημα, να πώ, ελπίζω και για λογαριασμό πολλών άλλων: Συγνώμη Αναστάση.
Οκτώβριος 2005
Δημήτρης Ξυριτάκης
ΚΑΠΕΤΑΝ ΒΡΟΝΤΟΣ
1888-1944
(Λίγα λόγια από τη ζωή και τη δράση του Αναστάση Μπουτζαλή στη Μικρά Ασία και την Κρήτη)
Δεν υπάρχουν δυστυχώς αρκετά στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του Αναστάση Μπουτζαλή ή «Καπετάν Βρόντου», όπως τον αποκαλούσαν οι συναγωνιστές του στο βουνό. Ο άδικος τρόπος με τον οποίο μεθοδεύτηκε ο θάνατός του είχε αρνητικό αντίκτυπο και στην υστεροφημία του, με αποτέλεσμα να υψωθεί ένας αδιαπέραστος τοίχος σιωπής αντίκρυ στη μνήμη του, τόσο από αυτούς που συνήργησαν στο θάνατό του όσο και από αυτούς που αδιαφόρησαν για την τύχη του.
Από την άλλη όμως μεριά στην περιοχή της λαϊκής φαντασίας υφέρπει ένα ισχυρό αίσθημα θαυμασμού στην αντρειοσύνη του γιγαντόσωμου Μικρασιάτη. Θαυμασμού συνδυασμένου με έντονη αντίδραση για τον άδικο θάνατο του. Έτσι στις σχετικές για τον Μπουτζαλή διηγήσεις αναγνωρίζει κανείς έντονα τα στοιχεία του μύθου και της υπερβολής, που υποδηλώνουν ότι η ιστορική αυτή προσωπικότητα έχει πια περάσει στην περιοχή του θρύλου.
Στο κείμενο αυτό θα επιχειρήσουμε με λίγα λόγια να σκιαγραφήσουμε τον άνδρα επιλέγοντας και αξιολογώντας τα πενιχρά στοιχεία που διαθέτουμε μόνο στο μέτρο που έχουν αναμφισβήτητη ιστορική βάση. Η εξιστόρησή μας αρθρώνεται σε δύο μέρη, τη Μικρασιατική Περίοδο που αρχίζει με τη γέννησή του (1888) και λήγει με το διωγμό του από τη Μικρά Ασία (1923) και την Κρητική Περίοδο που αρχίζει με την εγκατάστασή του στο Ηράκλειο (1923) και λήγει με το θάνατό του (1944).
Α. Μικρασιατική Περίοδος (1888 – 1923)
Στα Βουρλά της Μικρός Ασίας, στο συνοικισμό “Μπουτζά” (εξού και το όνομά του) γεννήθηκε στα 1888 ο Αναστάσης Μπουτζαλής. Πατέρας του ήταν ο Σταμάτης και μητέρα του η Δέσποινα το γένος Πετρά. Είχε δύο ακόμη αδελφούς, το Νίκο και το Δημήτρη (ή Μιμίκο) που ήταν δίδυμός του.
Η οικογένεια του Σταμάτη έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως στο ελληνόγλωσσο στοιχείο της περιοχής για την εντιμότητά της αλλά και για τους αγώνες της εναντίον των κατακτητών. Ο πατέρας του Σταμάτη, Γιώργος, υπήρξε οπλαρχηγός ομάδας ανταρτών και πλήρωσε ακριβά τον πατριωτισμό του με το μαρτύριο του “σταυρικού” θανάτου. Χειρότερη τύχη επιφύλαξαν και στον γιο του, Σταμάτη, οι Τούρκοι, ρίχνοντάς τον ζωντανό σε λάκκο με ασβέστη. Δεινοπάθησαν όμως πριν τον συλλάβουν γιατί ο Σταμάτης ήταν πολύ δυνατός στο τρέξιμο, όπως μας πληροφορεί το ακόλουθο τετράστιχο που του χάρισε η λαϊκή μούσα:
Καμπάνες κι αν βαρέσετε Ρολόγια κι αν κτυπάτε Το Σταματό δεν πιάνετε Όσο κι αν κυνηγάτε.
Ακολουθώντας πιστά την οικογενειακή αυτή παράδοση ο Αναστάσης δεν θα δεχθεί να υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό, όταν έλθει στην ηλικία στράτευσης, αλλά προτιμά μαζί με άλλους ανυπότακτους να περάσει στην παρανομία. Ανάλογη υπήρξε η αντίδραση και του δίδυμου αδελφού του, Δημήτρη, ο οποίος ακολούθησε το επάγγελμα του “πεχλιβάνη” (παλαιστής), αξιοποιώντας τα έκτακτα σωματικά προσόντα του: Δυο μέτρα ψηλός με βαρύ αλλά καλογυμνασμένο κορμί. Του άρεσε να προκαλεί δημόσια τους ομότεχνους του της τουρκικής πλευράς και να τους παρασύρει σε αγώνα μέχρι τελικής πτώσεως. Θα του το “φυλάξουν” όμως αυτό και μόλις τους δοθεί η ευκαιρία το 1922 θα τον εκδικηθούν σκοτώνοντάς τον.
Ο Αναστάσης διέθετε ανάλογα σωματικά προσόντα με το δίδυμο αδελφό του, είχε όμως επίσης και ηγετικά χαρίσματα που του εξασφάλισαν την εμπιστοσύνη των ανδρών οι οποίοι συγκρότησαν την ανταρτική ομάδα του. Μερικοί από αυτούς θα τον ακολουθήσουν και μετά την εκδίωξή τους από τη Μικρά Ασία στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1923. Και όταν, είκοσι χρόνια αργότερα, η νέα πατρίδα τους κατακτηθεί από τους Γερμανούς, θα ανασυνταχθούν γύρω από τον έμπειρο ηγέτη για να συμμετάσχουν στην Κρητική Αντίσταση. Παραθέτω μερικά μόνο ονόματα: Κουκουναράς Νίκος, Ψύρρης Πέτρος, Σινάνης Απόστολος, Μπαλαμπάνης
Ηλίας, Μούστος Δημήτρης, Τσιμπινός Κώστας, Μυτάρας Κώστας, Μπαλουρδος Θεόδωρος, Κουτσούκος Νίκος, Σουλιάρης Γιώργος, Δρύμης Δημήτρης, Μπαλής Χαράλαμπος κ.ά..
Η στρατολόγησή των ανδρών του αλλά και η επακολουθούσα εκπαίδευσή τους στηριζόταν σε αρχές και κριτήρια που εγγυώνταν το αξιόμαχο της ομάδας, σφυρηλατώντας ακατάλυτους δεσμούς μεταξύ ανδρών και οπλαρχηγού. Πρώτα από όλα ο Μπουτζαλής διάλεγε τους συνεργάτες του με τα κριτήρια του ήθους και του θάρρους: Απαγόρευε αυστηρά την κλοπή και έδιωχνε όλους όσοι συλλαμβάνονταν να κλέβουν πολίτες. Σε ζητήματα διατροφής, ένδυσης και οπλισμού της ομάδας ο κανόνας που ίσχυε ήταν η απόλυτη ισότητα. Συμβούλευε τους άνδρες του να πολεμούν όρθιοι, δίνοντας πρώτος το παράδειγμα. Αναγνώριζε όμως το δικαίωμα του κάθε αντάρτη να μη μετάσχει σε μια μάχη αν φοβόταν. Η λαϊκή φαντασία τον εμφανίζει να πολεμά με απίστευτες επιδόσεις. Ήταν άριστος σκοπευτής και μπορούσε να ρίχνει με το πιστόλι και με τα δύο χέρια, διαδοχικά και ταυτόχρονα. Καθώς ήταν και χεροδύναμος, μπορούσε να εκσφενδονίζει τη χειροβομβίδα σε απόσταση μεγαλύτερη των πενήντα μέτρων. Είχε όμως και κάποιες παραξενιές ή προλήψεις, αν προτιμάτε: Πριν από κάθε μάχη άναβε φωτιά, έκαιε λιβάνι και γονατιστός προσευχόταν για την αίσια έκβασή της. Ήταν άνθρωπος έντονα θρησκευόμενος, δε βλασφημούσε, δεν ύβριζε, δεν καταριόταν. Φορούσε φυλακτό, φτιαγμένο από τη μάνα του, με τίμιο ξύλο μέσα του. Το απέθετε όμως προσεχτικά πριν κάμει τη σωματική του ανάγκη. Έδειχνε με καμάρι τις τρύπες στο σαρίκι του από τις σφαίρες που ξαστόχησαν εξ’ αιτίας του φυλακτού.
Και για να επανέλθουμε στον αντιστασιακό αγώνα του της Μικρασιατικής Περιόδου, πρέπει να αναφέρουμε τη σύνδεσή του με τον τότε Συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα, η δράση του οποίου ως διοικητή του Τάγματος 5/42 υπήρξε σημαντική στην εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία. Υπάρχουν φήμες που εμφανίζουν τον Μπουτζαλή να πολεμά τους Τούρκους δίπλα στον Πλαστήρα. Και, όταν κάποια στιγμή ο τελευταίος πληγώνεται, να τον μεταφέρει στην πλάτη του ίσαμε το πλησιέστερο νοσοκομείο. Γεγονός πάντως είναι ότι η γνωριμία ανάμεσα στους δύο άνδρες εξελίχθηκε σε στενή φιλία που επισφραγίστηκε τα επόμενα χρόνια με κουμπαριά: ο Πλαστήρας σε ένα από τα ταξίδια του στο Ηράκλειο μετά το 1923 βάφτισε τον πρώτο γιο του Αναστάση, δίνοντας του ως όνομα το επώνυμο του κοινού τους ινδάλματος: Βενιζέλος.
Το παιδί αυτό θα αντλήσει γενναιότητα και από τους δύο γονείς (φυσικό και πνευματικό) και θα μπει έφηβος στον αγώνα ως αντάρτης στην ομάδα του πατέρα του στην Κρήτη. Θα έχει όμως και αυτός τραγικό τέλος όταν συλληφθεί στις 12 Οκτωβρίου 1942 από τους Γερμανούς στα Πάρτηρα και θα τουφεκισθεί.
Η διαμονή του Αναστάση στη γενέτειρά του διεκόπη αναγκαστικά με την καταστροφή του 1922 και το διωγμό που την ακολούθησε. Αν και θα μπορούσε να καταφύγει στην Αθήνα, όπου κατέφυγε το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων της Μικρός Ασίας, ο Αναστάσης προτίμησε να καταφύγει στην Κρήτη, τη γενέτειρα του Ελευθερίου Βενιζέλου και μάλιστα στη μητρόπολή της, το Ηράκλειο.
Β. Κρητική Περίοδος
Το 1923 ο Ανάστασης Μπουτζαλής επικεφαλής μιας ομάδας στενών συγγενών του, της μητέρας του, της συζύγου του, της νεογέννητης κόρης του Ελευθερίας και κάποιων απροστάτευτων ανιψιών του μετακομίζει στο Ηράκλειο μέσω Σάμου.
Το φιλόξενο Ηράκλειο θα δώσει ασφαλές καταφύγιο στους ξεριζωμένους. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε σε μια παλιά φάμπρικα, στην περιοχή Μπεντεβή. Λίγο μετά θα τους δοθούν ένα κληροτεμάχιο είκοσι στρεμμάτων στο Ατσαλένιο, όπου σήμερα το γήπεδο της ΠΟΑ, και μερικά μικρότερα ακίνητα στην περιοχή της Φοινικιάς. Ο Αναστάσης επιδίδεται εντατικά στις γεωργικές ασχολίες καλλιεργώντας αμπέλια και οπωροκηπευτικά και κερδίζει την εκτίμηση των Ηρακλειωτών. Ένας λόγος παραπάνω αφού είναι και ’’Βενιζελικός”. Αποκτά επίσης τη φιλία της πιο σημαντικής πολιτικής οικογένειας του Ηρακλείου, των Γεωργιάδηδων και ειδικότερα του Μηνά Γεωργιάδη, δημάρχου της πόλης, ο οποίος θα τον θέσει υπό την προστασία του και θα τον διορίσει υπάλληλο στο δήμο. Η εκτέλεση του δημάρχου από τους Γερμανούς τον Ιούνιο του 1942 θα λυπήσει αφάνταστα τον Αναστάση και θα τον εφοδιάσει με έναν ακόμη λόγο για να τους πολεμήσει μέχρι το τέλος της κατοχής.
Η κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς ήταν για τον Μπουτζαλή μια επίθεση κατά της δεύτερης πατρίδας του, την οποία όφειλε να υπερασπιστεί με τρόπο όμοιο εκείνου που ακολούθησε για την πρώτη πατρίδα του, τη Μικρά Ασία, με ένοπλο αγώνα, δηλαδή.
Ένας ασυνήθιστα γερός πολεμιστής!…
Δεν ήταν βέβαια πια νέος, όπως τότε, είχε περάσει τα πενήντα και, καθώς ήταν μεγαλόσωμος, θα βρισκόταν στην ανάγκη να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες προσαρμογής σε ένα είδος πολέμου, τον ανταρτοπόλεμο, που χρειάζεται νέους άνδρες, ευέλικτους και, εί δυνατόν, μικρόσωμους ώστε να μπορούν να επιτίθενται αστραπιαία στον εχθρό και να τον αποφεύγουν εξίσου γρήγοροι όταν δέχονται την επίθεσή του. Διακρίθηκε ωστόσο, αν κρίνουμε από το σύντομο αλλά εύγλωττο σχόλιο του πιο σημαντικού ιστορικού της εποχής, του Άγγλου Άντονυ Μπήβορ (Antony Beevor) ο οποίος στο βιβλίο του “ΚΡΗΤΗ – Η ΜΑΧΗ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ”, που εξέδωσε ο Δήμος Ηρακλείου το 1999, γράφει χαρακτηριστικά:
“Δύο μέρες ύστερα από την αποβίβαση ο Leigh Fermor και η ομάδα του συναντήθηκαν με τον Αναστάσιο Μπουτζαλή, έναν καπετάνιο του παλιού καιρού από τη Μικρά Ασία, που παρά τα χρόνια του ήταν ένας ασυνήθιστα γερός πολεμιστής” (σελ. 339).
Η αντιστασιακή δράση του Μπουτζαλή είχε διάρκεια και ένταση. Αρχίζει με τη Μάχη κατά των Γερμανών αλεξιπτωτιστών το Μάη του 1941 και λήγει άδοξα με το θάνατο που του επιφύλαξαν οι συμπολεμιστές του. Περιοριζόμαστε στις πιο αξιοσημείωτες στιγμές της.
Η αρχή έγινε κατά την πτώση Γερμανών αλεξιπτωτιστών στο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης του Ηρακλείου ως εξής:
Βρισκόταν στην πλατεία Σινάνη όταν είδε τον παλαιό συντοπίτη του Κώστα Τσιφτσή να σπεύδει στο μέρος του κρατώντας ένα τουφέκι: “Καπετάνιε πέφτουν αλεξιπτωτιστές… ”
Μαζεύτηκαν και άλλοι Μικρασιάτες της περιοχής γύρω από τον παλιό καπετάνιο τους και όλοι μαζί κινήθηκαν προς το Φρούραρχο της πόλης ταγματάρχη Μπετεινάκη ζητώντας οδηγίες και οπλισμό. Μπήκαν όμως στη μάχη με ό,τι είχαν διαθέσιμο. Ο Αναστάσης θεάθηκε να ρίχνεται στους αλεξιπτωτιστές κρατώντας δύο πιστόλια, ένα στο κάθε χέρι, και σε λίγο να χρησιμοποιεί τον οπλισμό των θυμάτων του (Στάγιερ). Στη μάχη αυτή συμμετείχαν και οι δυο του γιοί, Βενιζέλος και Γιώργης. Ο τελευταίος μάλιστα τραυματίστηκε ελαφρά στον αριστερό κρόταφο από βλήμα χειροβομβίδας. Έτσι, με τους καλύτερους οιωνούς, άρχισε να συγκροτείται ή μάλλον να ανασυγκροτείται η ανταρτική ομάδα του Μπουτζαλή. Παλιοί συναγωνιστές από τη Μικρά Ασία ξανασυναντούν τον καπετάνιο τους μέσα στην κλαγγή των όπλων και ενθαρρύνονται βλέποντας τον, αν και πενηντάρη, να πηδά σαν έφηβος όπως τον παλιό καιρό. Αληθινός Βρόντος, για να θυμηθούμε το παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει στη Μικρά Ασία από το θαυμασμό τους για τον κεραυνοβόλο τρόπο με τον οποίο ενεργούσε στην ώρα της μάχης.
Στη συνέχεια, η νεοσύστατη ομάδα θα προχωρήσει και σε άλλα πιο θερμά σημεία της πόλης, όπου εξακολουθούσαν να πέφτουν οι αλεξιπτωτιστές: στο Γιόφυρο και στο αεροδρόμιο.
Η τόσο ενεργός συμμετοχή του στη μάχη των αλεξιπτωτιστών θα προκαλέσει την άμεση αντίδραση των Γερμανών, οι οποίοι θα τον επικηρύξουν μαζί με άλλους αγωνιστές. Η επικήρυξη όμως αυτή δε θα τον πτοήσει, αλλά θα σφραγίσει αμετάκλητα την απόφασή του να μετάσχει στον ένοπλο αντιστασιακό αγώνα καθόλη τη διάρκεια της κατοχής. Τον ακολούθησαν μάλιστα και πολλά μέλη της οικογένειάς του, όπως οι γιοι του Βενιζέλος και Γιώργης ως απλοί αντάρτες και οι κόρες του Ελευθερία και Δέσποινα, οι οποίες ακολούθησαν τους άνδρες για να τους φροντίζουν (μαγείρεμα – πλύσιμο ρούχων κ.λπ). Στη σύζυγό του Μαρία επιφυλάχθηκε η ταλαιπωρία μιας δεκαπεντάμηνης ομηρίας, όταν οι Γερμανοί την φυλάκισαν για να την πιέσουν να αποκαλύψει το κρησφύγετο του συζύγου της.
Στα Λασιθιώτικα Βουνά
Οι ανάγκες του αγώνα επέβαλαν στον καπετάνιο και την ομάδα του να αναζητήσουν λημέρι στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, κοντά στα Λασιθιώτικα Βουνά. Βάση ανεφοδιασμού τους είχαν το φιλόξενο χωριό Πάρτηρα, όπου κατοικούσε η εύπορη οικογένεια των Βεριγάκηδων. Ο Μανόλης Βεριγάκης, πατέρας του γνωστού οδοντιάτρου Νίκου Βεριγάκη, ήταν ιδιοκτήτης ενός αλευρόμυλου και ενός ελαιοτριβείου και πολλά από τα προϊόντα τους διοχετεύονταν τακτικά στο λημέρι του Μπουτζαλή για τη συντήρηση των ανδρών του. Στο χωριό αυτό φιλοξενήθηκαν η σύζυγος και οι κόρες Ελευθερία, Δέσποινα και Γεωργία. Συχνά όμως μετακινούνταν και σε άλλα μέρη του νομού όταν το επέβαλαν οι ανάγκες του αγώνα. Τέτοια ανάγκη για παράδειγμα υπήρχε όταν διατάχθηκε από τους ιθύνοντες της Αγγλικής αποστολής να καλύψει με την ομάδα του μιαν από τις πιο ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε.
Η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε
Τον Απρίλιο του 1944 η ομάδα Μπουτζαλή, κάπου δεκαπέντε άτομα, βρισκόταν στο λημέρι της, όταν ένας αγγελιοφόρος έφερε στον καπετάνιο ένα σημείωμα με την υπογραφή του Άγγλου λοχαγού Πάτρικ Λη Φέρμορ.’ Μη γνωρίζοντας ανάγνωση και γραφή, ο καπετάνιος το έδωσε στο γραμματικό του Απόστολο Τερζάκη να του το διαβάσει. Ο Άγγλος αξιωματικός είχε συλλάβει το φιλόδοξο σχέδιο να απαγάγει το Γερμανό στρατηγό Κράιπε σε κάποιο μέρος της διαδρομής από το χωριό Αρχάνες μέχρι την κατοικία του κοντά στην Κνωσσό, στη βίλα Αριάδνη. Είχε μαζί του το συμπατριώτη του λοχαγό Γουίλιαμ Στάνλεί Μος και μια ομάδα ελλήνων καταδρομέων (Μιχάλης Ακουμιανάκης, Ηλίας Αθανασάκης, Στρατής Σαβιολάκης, Γιώργος Γυράκης, Μανώλης Πατεράκης, Νίκος Κόμης, Δημήτρης Τζατζάς και Παύλος Ζωγραφιστός). Βάσει του σχεδίου, που εκπονήθηκε από τον Λη Φέρμορ, η απαγωγή του στρατηγού έπρεπε να γίνει στο σημείο που ο δρόμος των Αρχανών συναντά το δρόμο Ηρακλείου – Καστελλίου. Για την επιτυχία όμως της εκτέλεσής του, απαραίτητη κρίθηκε η παρουσία μιας ομάδας ενόπλων που θα επενέβαιναν σε περίπτωση που ο γερμανικός στρατός έσπευδε σε βοήθεια του στρατηγού. Ποιος άραγε από ελληνικής πλευράς θα μπορούσε καλύτερα να παίξει το ρόλο αυτό; Η απάντηση δίδεται από τον Άντονυ Μπήβορ στο προαναφερόμενο βιβλίο του:
“…ο Leigh Fermor και ο Moss αποφάσισαν ότι χρειάζονταν τον Μπουτζαλή και τους άνδρες του ως δύναμη παρεμπόδισης σε περίπτωση που θα έφταναν ενισχύσεις. Ένας αγγελιοφόρος έφυγε με ένα μήνυμα και δύο μέρες αργότερα ο Μπουτζαλής και οι δεκατέσσερις αντάρτες του έφτασαν στο ραντεβού έχοντας κάνει μια γρήγορη πορεία μιας μέρας…” (σελ. 341).
Ο Αναστάσης με την ομάδα του έφθασε στον τόπο της συνάντησης του με τους υποψήφιους απαγωγείς του στρατηγού το πρωί της 6ης Απριλίου 1944. Ο Γουίλιαμ Στάνλεϊ Μος περιγράφει σε βιβλίο του (Ό ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ”) την εντύπωση που του προκάλεσε η εμφάνισή τους:
“…Ο πρώτος που μας ήλθε ήταν ένας αρχηγός αντάρτικης ομάδας όπως μας είπε ο Πάντυ (Πάτρικ Λη Φέρμορ). Τον έλεγαν Αναστάσιο Μπουτζαλή. Ήταν πανύψηλος – πάνω από ένα και ογδόντα – είχε φαρδιούς ώμους, ένα πλατύ σαγόνι και είχε στη μέση του μια θαυμάσια πειρατική κάμα. Από την πρώτη μέρα της γερμανικής εισβολής είχε ανεβεί στο βουνό και γίνηκε αρχηγός μιας ομάδας ανταρτών. Κατάλαβα ότι θα χαιρόταν πολύ αν μας έδινε τη βοήθειά του όταν θα βάζαμε σε εφαρμογή το σχέδιό μας.
Αυτός ο Μπουτζαλής ήταν ένας μεγάλος πατριώτης που πραγματικά μας βοήθησε πολύ και που αργότερα βοήθησε οποιονδήποτε Αγγλο έπεφτε στο νησί…”
Από την ομάδα του Μπουτζαλή που συμμετείχε στην απαγωγή του Κράιπε έχουμε στη διάθεσή μας μόνο έντεκα ονόματα:
- Κων/νος Μπριτζολάκης 2. Γεώργιος Κατεργαράκης 3. Απόστολος Τερζάκης 4. Μηνάς Μπινιχάκης 5. Μιχαήλ Χαραλαμπάκης 6. Κων/νος Μουρτζάκης 7. Μιχαήλ Τσιχλάκης 8. Εμμαν. Τζιράκης 9. Ιωάννης Γρινιεζάκης 10. Ευστάθιος Δασκαλάκης και 11. Εμμαν. Κατεχάκης.
- O W. Stanley Moss με πέντε από τους αντάρτες του Αναστάσιου Μπουτζαλή.
- Σύμφωνα με τον Γεώργιο Εμμ. Μιζεράκη αντισυνταγματάρχη Χωροφυλακής, οι άνδρες της ομάδας του Αναστασίου Μπουτζαλή ήσαν οι: 1. Κων/νος Μπριτζολάκης, 2. Γεώργιος Κατεργαράκης, 3. Απόστολος Τερζάκης, 4. Μηνάς Μπινιχάκης, 5. Μιχαήλ Χαραλαμπάκης, 6. Κων/νος Μουρτζάκης, 7. Μιχαήλ Τσιχλάκης, 8. Εμμαν. Τζιράκης, 9. Ιωάννης Γρινιεζάκης, 10. Ευστάθιος Δασκαλάκης και 11. Εμμαν. Κατεχάκης.
ΚΕΦ.Β
Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ
Οι δυο άνδρες, Ανάστασης Μπουτζαλής και Γιάννης Ποδιάς, είχαν πολλούς λόγους να είναι φίλοι και ενωμένοι. Όχι μόνο γιατί κατάγονταν και οι δυο από τη Μικρά Ασία, αλλά και γιατί μοιράζονταν τα αισθήματα αγάπης και εκτίμησης της πολυάριθμης κοινότητας των προσφύγων που κατέφυγαν στο Ηράκλειο μετά το διωγμό του 1923. Δεν αποτελούσε εμπόδιο η ιδεολογική διαφορά τους, γιατί και οι δυο αγωνίζονταν με το ίδιο πάθος για την ελευθερία και την πατρίδα. Ο “Βενιζελικός” Μπουτζαλής ένιωθε συναγωνιστής του αριστερού Ποδιά και αντίστροφα. Μπήκε όμως ανάμεσά τους η έρις με τη μορφή ενός μεγάλου ζητήματος τιμής: Τον τελευταίο χρόνο της κατοχής ο Αναστάσης Μπουτζαλής βρισκόταν μαζί με την ομάδα του στο λημέρι τους κοντά στα λασιθιώτικα βουνά. Εκεί κάποιοι “καλοθελητές” χάλκευσαν την πληροφορία ότι η κόρη του Ελευθερία είχε γίνει ερωμένη του καπετάν Γιάννη Ποδιά. Υπήρχε φαίνεται κάποια βάση αληθοφάνειας στην ψευδή αυτή πληροφορία που έκαμε τον άτυχο πατέρα να την πιστέψει: Η Ελευθερία, ακολουθώντας το γενικότερο ρεύμα της εποχής, είχε προσχωρήσει στο ΕΑΜ και ειδικότερα στην ΕΠΟΝ, την οργάνωση νεολαίας της αριστερός. Και με την ιδιότητα αυτή είχε έλθει σε επαφή με τον ηγέτη της αριστερός, Γιάννη Ποδιά. Τίθεται όμως το ερώτημα: Ήταν άραγε το περιστατικό αυτό της προσχώρησης της Ελευθερίας στην ΕΠΟΝ αρκετό για να θεμελιωθεί σε βάρος της η κατηγορία ότι είχε συνάψει ερωτική σχέση με τον Ποδιά; Η ίδια μέχρι το τέλος της ζωής της αρνιόταν επίμονα την κατηγορία. Για την άρνησή της αυτή έχουμε στη διάθεση μας την αξιόπιστη γραπτή μαρτυρία της Μαρίας Γεωργίου Μπουτζαλή – Λαυρενίδη, εγγονής του Αναστάση από το γιο του Γιώργη. Σε ένα πολυσέλιδο χειρόγραφο κείμενό της, η Μαρία γράφει επί λέξει τα εξής:
Η μαρτυρία της Μαρίας Λαυρενίδη
“…Από μέρες τον είχαν πληροφορήσει ότι η κόρη του Ελευθερία είχε κάποια σχέση με τον Ποδιά και ότι κράτησε την κόκκινη σημαία. Εκείνος έγινε έξω φρένων, δεν μπορούσε να περάσει έτσι αυτό. Κάλεσε επανειλημμένως τον Ποδιά να εξηγηθούν, εκείνος δεν ανταποκρίθηκε. Βρήκαν να τον κτυπήσουν στην τιμή, διότι γνώριζαν τα αισθήματά του. Η Ελευθερία, μια πολύ όμορφη και έξυπνη γυναίκα με ευγενικούς τρόπους, κουβαλούσε στην πλάτη της μια συκοφαντία μέχρι και σήμερα ακόμα και μετά το θάνατό της. Τις παραμονές τον θανάτου της φώναξε τον παπά και μερικούς συγγενείς και τους εξομολογήθηκε ότι άδικα τη συκοφάντησαν. Και πάντα το φώναζε και έκλαιγε: Πατέρα, τώρα θα σε συναντήσω εκεί πάνω και θα σου πω ότι πέσαμε και οι δυο θύματα ενός ανθρώπου, ενός αδίστακτου δολοφόνου… που δεν τον συνέφερε να ζει ο Μπουτζαλής… Μετά από λίγο καιρό ήλθε η σειρά και του Ποδιά, σχέδιο του ίδιου και αυτό, όπως και τόσων αδικοχαμένων παλλικαριών…”
Μόλις πήρε την μοιραία πληροφορία σχετικά με την υποτιθέμενη σχέση της κόρης του με τον Ποδιά, ο Αναστάσης Μπουτζαλής ένιωσε ότι είχε προκόψει για αυτόν και την οικογένειά του ένα τεράστιο ζήτημα τιμής που θα έπρεπε να εκκαθαριστεί με τον τρόπο που υπαγορεύει ο αμείλικτος κώδικας της κρητικής τιμής: Κάλεσε το γραμματικό του, Απόστολο Τερζάκη, και του υπαγόρευσε ένα σύντομο μήνυμα με αποδέκτη το Γιάννη Ποδιά:
“Την Πέμπτη το βράδυ στις οκτώ θα σε περιμένω στη γέφυρα των Μαλάδων για την υπόθεση που κατέχεις.”
Κάτω από το μήνυμα αυτό ο Αναστάσης έβαλε τη μόνη λέξη που ήξερε να γράφει: “Βρόντος”, η οποία αποτελούσε, ως γνωστόν, το αντάρτικο παρατσούκλι του. Το μήνυμα αυτό μεταφέρθηκε με μαντατοφόρο στο λημέρι του Ποδιά, κοντά στον Άη Σύλλα. Ο Μπουτζαλής πήγε στο ραντεβού αλλά δε βρήκε τον Ποδιά. Την επόμενη μέρα ένα δεύτερο μήνυμα με το ίδιο περιεχόμενο ξανα- στάλθηκε στον τελευταίο, με το ίδιο αποτέλεσμα. Ο Μπουτζαλής θεώρησε ότι η μή ανταπόκρισή του στην πρόσκλησή του ισοδυναμούσε με ομολογία ενοχής. Το τρίτο γράμμα που του έστειλε περίείχε το φοβερό προμήνυμα αυτού που θα επακολουθούσε:
“Όπου σμίξουμε θα ’πομείνει ο ένας μας. -Βρόντος”.
Για την ενημέρωση των αναγνωστών μας πρέπει να διευκρινίσουμε ότι όσα αναγράφουμε παραπάνω σχετικά με τα μηνύματα του Μπουτζαλή στον Ποδιά στηρίζονται σε μια πολυσέλιδη επιστολή που μας εμπιστεύθηκε ο γνωστός Ηρακλειώτης γλύπτης Γρηγόρης Αχ. Σηφάκης. Στην επιστολή αυτή ο Σηφάκης φαίνεται να αντλεί τις πληροφορίες του από το γραμματικό του Μπουτζαλή, Απόστολο Τερζάκη.
Όσο αληθινό μας φαίνεται ότι δεν υπήρξε ποτέ ερωτική σχέση ανάμεσα στην Ελευθερία και το Γιάννη Ποδιά, άλλο τόσο είναι αληθινό ότι ο Αναστάσης Μπουτζαλής είχε πέσει θύμα μιας επιδέξιας υποβολής κάποιων “καλοθελητών” που θέλησαν, σκηνοθετώντας όλη αυτή την παρεξήγηση, να οδηγήσουν στην ολέθρια σύγκρουση δύο ανυπότακτους άνδρες, το “Βενιζελικό” Μπουτζαλή και τον αριστερό Ποδιά, Έτσι, σύμφωνα με τα παραπάνω, η απόφαση του Μπουτζαλή να σκοτώσει τον Ποδιά ήταν προϊόν μιας τραγικής πλάνης.
ΚΕΦ.Γ
Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΜΠΟΥΤΖΑΛΗ
(Η Απόπειρα, Η Δίκη, Η Καταδίκη, Η Εκτέλεσή του)
Δεν είναι αρκετά γνωστό τουλάχιστον στις νεώτερες ηλικίες ότι ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις το Ηράκλειο είναι εκείνη η πόλη που κατακτήθηκε τελευταία από τους Γερμανούς ύστερα από πολυήμερη μάχη με συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού (30/5/1941) και ότι επίσης είναι η πόλη που απελευθερώθηκε πρώτη (9/10/1944) ύστερα από διαρκή και αιματηρή αντίσταση στον κατακτητή.
Οι πρώτες μέρες όμως της απελευθέρωσης σκιάστηκαν από ανησυχητικές εκδηλώσεις εχθρότητας ανάμεσα στις αντιστασιακές ομάδες που είχαν εισέλθει συντεταγμένες στην πόλη υπό τα χειροκροτήματα χιλιάδων πολιτών και εγκατέστησαν τα αρχηγεία τους σε ευρύχωρα κτίρια του ιστορικού της κέντρου. Υπήρξε καταρχάς μια βαθιά αντίθεση ανάμεσα στις οργανώσεις της Αριστερός (ΕΑΜ – ΕΛΑΣ), στρατιωτικός αρχηγός της οποίας ήταν ο καπετάν Γιάννης Ποδιάς, και των “εθνικοφρόνων” της Ε.Ο.Κ (Εθνική Οργάνωση Κρήτης), όπως περιληπτικά ονομαζόταν ένας αριθμός μικρών και μεγάλων οργανώσεων (ομάδες Γ. Πετρακογιώργη, Μ. Μπαντουβά, καπετάν “Σατανά” και Ανωγειανών κ.ά.), κοινό γνώρισμα των οποίων ήταν η πολιτική αντίθεση στην Αριστερά. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η αντίθεση αυτή, που στην υπόλοιπη χώρα πήρε αργότερα διαστάσεις εμφυλίου πολέμου, δεν βρήκε την ίδια απήχηση στην Κρήτη για το λόγο ότι οι αντίπαλοι στην Κρήτη ήταν παλαιοί συμπολεμιστές, σεβάστηκαν τους κοινούς αγώνες τους και δεν άφησαν την ιδεολογική αντίθεση και τον ξένο δάχτυλο να οδηγήσουν το νησί σε αιματοκύλισμα. Είναι όμως επίσης αναμφισβήτητο ότι και στην Κρήτη και ειδικότερα στο Ηράκλειο η σύγκρουση ανάμεσα στους αριστερούς και στους “εθνικόφρονες” έκαμε την εμφάνισή της ήδη από τις πρώτες ώρες της απελευθέρωσης κατά τρόπον ανησυχητικό, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού στο νησί δεν υπήρχε στρατός για να επιβάλει την τάξη, ενώ η υπάρχουσα μικρή δύναμη Χωροφυλακής εστερείτο κύρους λόγω της προηγηθείσας συνεργασίας της με τον κατακτητή. Στρατιωτικός Διοικητής στο Ηράκλειο είχε οριστεί από την κυβέρνηση Παπανδρέου ο συνταγματάρχης Ανδρέας Νάθενας, ενώ σε ολόκληρο το νησί Στρατιωτικός Διοικητής ήταν ο υποστράτηγος Νικόλαος Παπαδάκης με υπασπιστή του το λοχαγό Γεώργιο Κάββο.
Ο στρατηγός Παπαδάκης θεώρησε καλό, προκειμένου να αποσοβήσει έριδες μεταξύ των αντιμαχομένων ομάδων, να καλέσει τους αρχηγούς τους σε σύσκεψη στις 13 Οκτωβρίου 1944 στις 11 το πρωί στο κτίριο της Στρατιωτικής Διοίκησης, όπου τώρα βρίσκεται η νομαρχία Ηρακλείου.
Η προσέλευση των οπλαρχηγών στο κτίριο της Στρατιωτικής Διοίκησης άρχισε από το πρωί και όσο προχωρούσε η ώρα επικρατούσε στους χώρους του μια έντονη οχλαγωγία, όταν συνέβη το μοιραίο περιστατικό που έκαμε μια ολόκληρη πόλη να βυθιστεί μέσα σε λίγα λεπτά στο χάος. Ας δώσουμε όμως το λόγο σε έναν αυτόπτη μάρτυρα να μας το περιγράφει με το λιτό και ακριβολόγο τρόπο του, το λοχαγό Γεώργιο Κάββο, υπασπιστή του Στρατηγού Παπαδάκη και συγγραφέα του βιβλίου “ΓΕΡΜΑΝΟΙΤΑΛΙΚΉ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ”:
Η αφήγηση του Γεωργίου Κάββου
“Στις 13 Οκτωβρίου 1944 άρχισαν να καταφθάνουν στη Στρ/κή Διοίκηση οι Αρχηγοί των Αντάρτικών Ομάδων με τα στελέχη τους και μέχρι της 11ης ώρας είχαν φτάσει ο Καπετάν Γεώργ. Πετρατογιώργης, ο Αντ/ρχης Πεζ. Νικ. Πλεύρης, ο Καπετάν Ιωάν. Μπατουβάς.
Την ώρα αυτή έφτασε ο Καπετάνιος Αναστάσιος Μπουτζαλής, ο οποίος βρισκόταν στον εξώστη της Στρ/κής Διοικήσεως, όταν σε λίγα λεπτά έφτασε και ο Αρχηγός του ΕΛΑΣ Ιωάννης Ποδιάς, τον οποίο, φαίνεται, περίμενε ο Αναστάσιος Μπουτζαλής, για να ξεκαθαρίσει παλιούς λογαριασμούς μαζί του για λόγους τιμής, και αμέσως του έριξε με το ταχυβόλο του μια ριπή και τον τραυμάτισε σοβαρά στο στήθος και στο δεξί χέρι.
Μεταξύ των πρώτων που άκουσαν τους πυροβολισμούς ήταν ο Υπασπιστής της Διοικήσεως Λοχαγός Γεώργιος Κάββος, το γραφείο του οποίου ήταν αμέσως μετά τη σκάλα της εισόδου και έτρεξε και είδε τον Ιωάννη Ποδιά τραυματία και τον Αναστάσιο Μπουτζαλή να παραμένει ακίνητος μην ξέροντας τι έπρεπε να κάμει. Ο Υπασπιστής φώναξε τον Έφεδρο Ανθ/τρο Νικόλαο Νταγιαντά που βρισκόταν έξω από τη Στρ/κή Διοίκηση με ένα ασθενοφόρο, που μόνιμα στάθμευε έξω από τα Γραφεία της Διοικήσεως, και παρέλαβε τον αιμόφυρτο τραυματία με εντολή να τον μεταφέρει στο Πανάνειο Νοσοκομείο και να εγκαταστήσει φρουρά και να μην επιτρέψει σε κανένα να τον δει ζωντανό ή πεθαμένο.
Στον Αναστάσιο Μπουτζαλή υπέδειξε να φύγει αμέσως και να εξαφανιστεί, για να μην τον συλλάβουν.
Εκείνος όμως πήγε στα Γραφεία του Καπετάν Μανώλη Μπαντουβά λίγα μέτρα από τη Στρ/κή Διοίκηση στην οδό Ζωγράφου, όπου και συνελήφθη αμέσως κατόπιν εντολής του Καπετάν Μανώλη Μπαντουβά.
Μόλις αντιλήφθηκαν τον τραυματισμό του Γιάννη Ποδιά οι ένοπλοι του ΕΛΑΣ, που βρίσκονταν στη συνοικία της Αναλήψεως και στο λόφο πάνω από το Ηρώον, χωρίς να ξέρουν εάν ήταν νεκρός ή τραυματίας ο Αρχηγός τους, αγανακτισμένοι από την απόπειρα δολοφονίας του, έτρεξαν προς την πλατεία Ελευθερίας και άρχισαν πυρά εναντίον της Στρ/κής Διοικήσεως..
Οι σφαίρες έσπασαν τα τζάμια των παραθύρων του Γραφείου του Στρ/κού Διοικητή και όλοι οι ευρισκόμενοι σ’ αυτό τη στιγμή αυτή αντιστασιακοί παράγοντες της Ε.Ο.Κ και του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, προ του κινδύνου να σκοτωθούν, το εγκατέλειψαν και αποσύρθηκαν στο διπλανό Γραφείο του Υπασπιστή.
Οι πυροβολισμοί των ενόπλων του ΕΛΑΣ συνεχίστηκαν και οι ευρισκόμενοι εντός του κτιρίου είχαν πολιορκηθεί και ήταν αδύνατο να βγουν απ’ αυτό. Επικράτησε όμως ψυχραιμία και δεν απάντησαν στα πυρά οι πολιορκούμενοι, παρά το ότι διέθεταν τα στελέχη των αντάρτικών Ομάδων οπλοπολυβόλα, ένα από τα οποία είχαν εγκαταστήσει στην ταράτσα του κτιρίου.
Κάποια στιγμή που σταμάτησαν τα πυρά, οι ευρισκόμενοι μέσα στη Στρ/κή Διοίκηση αντιπρόσωποι της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ Γεώργιος Κοντοκώτσος, Βασ. Χριστοδουλάκης, Ευάγγελος Ανωγειανάκης και ο Στ/κός Διοικητής Ανδρέας Ναθένας βγήκαν στον εξώστη του κτιρίου και με φωνές και παρακλήσεις προσπαθούσαν να πείσουν τους Ελασίτες να μην πυροβολούν, γιατί ο Αρχηγός τους δεν είχε σκοτωθεί, αλλά τραυματιστεί.” (σελ.659).
Οι αντιδράσεις
Η είδηση του τραυματισμού του Γιάννη Ποδιά ενήργησε ως θρυαλλίδα με αποτέλεσμα να πάρει γρήγορα φωτιά η εύφλεκτη μάζα των αριστερών, που εύλογα πίστεψαν ότι ο τραυματισμός του αρχηγού τους οφειλόταν σε ξένο δάχτυλο με στόχο να αποδυναμωθεί η παράταξη τους ενόψει των επερχομένων ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων. Μέσα σε μικρό διάστημα η πόλη παραδόθηκε στο χάος με τους αριστερούς να πυροβολούν ακόμη και εναντίον του κτιρίου της Στρατιωτικής Διοίκησης.
Θορυβημένος από τις αντιδράσεις της αριστερός, ο Στρατιωτικός Διοικητής Ανδρέας Νάθενας εξέδωσε την υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου 740 Γενική Διαταγή προς “απάσας τας Ενόπλους Δυνάμεις”, με το ακόλουθο περιεχόμενο:
“Ο δολοφόνος Μπουτζαλής συνελήφθη, ήδη ανακρίνεται δια να μάθωμεν αν πίσω απ’ αυτόν κρύβωνται και άλλοι.
Ευθύς μετά το πέρας των ανακρίσεων αίτινες θα λήξουν το ταχύτερον θα παραδωθή εις τον Λαόν να υποστή την τιμωρία που αρμόζει εις ένα δολοφόνον και εμπρηστήν της μετά τόσου κόπου επιτευχθείσης συμφιλιώσεως.
Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΠΟΔΙΑΣ εκτός κινδύνου από της κλίνης παρακαλεί παληκάρια του Ε Λ Α Σ να τηρήσουν ψυχραιμίαν και πειθαρχίαν.’. Δ
Λίγο μετά θα εκδώσει και δεύτερη διαταγή με αποδέκτη “τον Λαόν της πόλεως” τούτη τη φορά:
“…Εδώσαμεν εντολήν να συλληφθή αμέσως ο απαίσιος αυτός δολοφόνος και κακός πατριώτης και εμπρηστής της συναδελφώσεως και του προγράμματος της Εθνικής Κυβερνήσεως.
Εδώσαμεν εντολήν να συλληφθή αμέσως και να τουφεκισθή εις την πλατείαν των Τριών Καμαρών. Αι ανταρτικαί ομάδες να κινηθώσιν διά τον σκοπόν αυτόν. Απαιτώ πειθαρχίαν εις την τελευταίαν αυτήν στιγμήν.”
Ξοπίσω του έσπευσε ασθμαίνων και ο Στρατιωτικός Διοικητής Κρήτης υποστράτηγος Παπαδάκης με την ακόλουθη προκήρυξη “προς τον Λαόν της πόλεως Ηρακλείου”, η οποία κυκλοφόρησε σε χιλιάδες αντίτυπα στους δρόμους και τις πλατείες.
“Ο αρχηγός Ποδιάς Ιωάννης εναντίον του οποίου εγένετο η άτιμος δολοφονική απόπειρα ευρίσκεται εκτός κινδύνου. Ο δράστης συνελήφθη.
Επικαλούμεθα πατριωτικά αισθήματα σας προς κατευνασμόν.”
Η σύλληψη του δράστη και η τύχη του Ποδιά
Ο Ανάστασης Μπουτζαλής, που, ας σημειωθεί, είχε το χρόνο και τη δυνατότητα να ολοκληρώσει την απόπειρα του, παραδόθηκε αμέσως μετά την πράξη του χωρίς αντίσταση σε άνδρες της ομάδας Μανώλη Μπαντουβά, οι οποίοι τον μετέφεραν σε παρακείμενο κτίριο υπό φρούρηση. Από την άλλη μεριά το θύμα της απόπειρας μεταφέρθηκε στο Πανάνειο Νοσοκομείο, όπου του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες από το γνωστό χειρούργο και αντιστασιακό Στυλιανό Γιαμαλάκη. Ο τελευταίος μάλιστα, ερωτώμενος για την κατάσταση του ασθενούς, δήλωσε με χιούμορ: “Ο κύριος Ιωάννης Ποδιάς είναι εκτός κινδύνου. Μόνο κάποιο πρόβλημα θα του μείνει στη δεξιά του χείρα. Αφού όμως είναι αριστερός, δεν θα πρέπει να τον στενοχωρεί.” Πράγματι ο καπετάν Ποδιάς όχι μόνο κατάφερε να επιζήσει αλλά και, παρά την αναπηρία στο δεξιό χέρι του, να ξαναπιάσει το τουφέκι και να ηγηθεί του αντάρτικου κινήματος της αριστεράς στην ανατολική Κρήτη από τον Απρίλη του 1947 μέχρι τις 27 Ιουνίου του ίδιου έτους, οπότε σκοτώθηκε κοντά στον Ψηλορείτη στη διάρκεια μάχης του με άντρες της Χωροφυλακής και κάποιων αντικομμουνιστικών οργανώσεων, που τον είχαν θέσει υπό καταδίωξη.
Ας επιστρέφουμε όμως στις δραματικές περιστάσεις της 13ης Οκτωβρίου 1944, όταν στη σκέψη των περισσοτέρων οπλαρχηγών, πλην του Πετρακογιώργη και του Χριστομιχάλη (Μιχ. Ξυλοΰρη) επικράτησε η γνώμη των “σκληρών” για την άμεση παραπομπή του Μπουτζαλή σε δίκη και την καταδίκη του σε θάνατο. Υπέρ της λύσης αυτής τάχθηκε πρώτα-πρώτα ο Στρατιωτικός Διοικητής Ανδρέας Νάθενας, που δήλωσε ανοικτά ότι, αν δεν εκτελεστεί ο Μπουτζαλής, θα παραιτηθεί. Εξίσου όμως καθαρά του απάντησε και ο Πετρακογιώργης, ο σημαντικότερος κατά τη γνώμη μας οπλαρχηγός της Κρήτης, ότι διαφωνεί και εις ένδειξιν διαμαρτυρίας αποχώρησε αφήνοντας πίσω του τον Μπαλάσκα (Γ. Χαραλαμπάκη) με την εντολή να εναντιωθεί στην εκτέλεση.
Από κει και πέρα τα πράγματα πήραν μια μοιραία τροπή κυρίως εξαιτίας της σκληρής στάσης του ισχυρού άνδρα της κατάστασης Μανώλη Μπαντουβά.
Στη συνέχεια οι “σκληροί” προσέφυγαν στις νομικές γνώσεις του προέδρου Πρωτοδικών Κοζύρη προκειμένου να εφευρεθεί μια νομική συνταγή για την άμεση εξόντωση του κατηγορουμένου.
Η νομική συνταγή της εξόντωσης
Η συνταγή, που επινοήθηκε, αποτελεί κλασικό και κατάπτυστο δείγμα χρησιμοποίησης της Δικαιοσύνης για τη διάπραξη φόνου με επίφαση νομιμότητας:
Αμέσως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 744/1944 διαταγή του Στρατιωτικού Διοικητή Ηρακλείου (Α. Νάθενα) με το ακόλουθο περιεχόμενο:
“Κατόπιν διαταγής Γενικού Στρατιωτικού Διοικητού Κρήτης υποστράτηγον Παπαδάκη Νικ. και Αντιπροσώπου Ελληνικής Κυβερνήσεως Κελαϊδή I. συγκροτώ Έκτακτον Στρατοδικείου παρά τη περιφερεία της Στρ. Διοικήσεως Νομού Ηρακλείου εκ του
- Αντ/χου Θεοδωράκη Εμμαν. Ως προέδρου
- Οπλαρχηγού Μπαντουβά Εμμαν,
- Οπλαρχηγού Μπαλάσκα Γεώργ.
- Οπλαρχηγού Σαμαρείτη Νικ.
- Οπλαρχηγού Παπά Δημ, Ως μελών
Κυβερνητικόν επίτροπον ορίζω τον εφ. Ανθ/γόν Σταυριανάκην Δημ. και γραμματέα τον Δικηγόρον Εληώτην Αλέξανδρον.”
Η σύνθεση του δικαστηρίου αυτού ήταν καταφανώς εχθρική σε βάρος του κατηγορουμένου, αφού τόσον ο πρόεδρός του όσο και δύο μέλη του (Σαμαρείτης – Παπάς) ανήκαν στην αριστερά, ενώ ο Μανώλης Μπαντουβάς είχε εκδηλωθεί ανοικτά εναντίον του.
Η ακροαματική διαδικασία
Το δικαστήριο συνεδρίασε στο γραφείο του Στρατιωτικού Διοικητή μέσα στο κτίριο της νομαρχίας. Ο κατηγορούμενος δήλωσε ως συνήγορο υπεράσπισής του τον δικηγόρο Ηρακλείου Κων/νο Πολυχρονάκη, που όμως απούσιαζε κατά την έναρξη της δίκης. Έτσι διορίστηκε αυτεπάγγελτα ως συνήγορός του ο Κων/νος Βαρβεράκης, που παρέμεινε στη δίκη μέχρι την άφιξη του Πολυχρονάκη. Η κατηγορία που απεδόθη στον Μπουτζαλή ήταν ότι εκ προμελέτης και εσκεμμένως απεπειράθη να φονεύσει τον Ιωάννην Ποδιάν… κ.λπ.
Η υπεράσπιση του Μπουτζαλή προέβαλε, με την έναρξη της δίκης, ένσταση αναρμοδιότητας του Έκτακτου Στρατοδικείου δεδομένου ότι ούτε ο δράστης ούτε το θύμα είχαν στρατιωτική ιδιότητα. Η απάντηση του κυβερνητικού Επιτρόπου ήταν αποστομωτική:
Να απορριφθεί η ένστασις διότι πρέπει να ικανοποιηθεί το παλλαϊκόν αίσθημα αγανακτήσεως που εδημιουργηθη εις την μάζαν του Λαού αλλά και διότι …. τόσον ο κατηγορούμενος όσον και ο παθών είναι … στρατιωτικοί! Με τις ίδιες λέξεις το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση. Το ίδιο σύντομα θα απορρίψει και το αίτημα αναβολής της δίκης, που υπέβαλε ο συνήγορος του κατηγορουμένου Πολυχρονάκης, με το σκεπτικό ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε τον χρόνο να ετοιμάσει την υπεράσπισή του, ενώ αν η δίκη αναβαλλόταν για μερικές μόνο μέρες, ο παθών θα μπορούσε να προσέλθει στο δικαστήριο και να εξετασθεί ως μάρτυρας.
Οι μάρτυρες κατηγορίας
Η αποδεικτική διαδικασία άρχισε με την εξέταση δύο αυτοπτών μαρτύρων, του Αλέξανδρου Δημάκη και του αριστερού δικηγόρου και γνωστού αντιστασιακού Νικόδημου Κριτσωτάκη. Η μαρτυρία και των δύο είναι περίπου ταυτόσημη ως προς την περιγραφή του περιστατικού της απόπειρας κατά του Ιωάννη Ποδιά, με τον οποίον συνομιλούσαν στον εξώστη της Νομαρχίας όταν τον πυροβόλησε ο κατηγορούμενος. Συμφωνούν και οι δύο ότι πριν τον πυροβολήσει από πολύ κοντινή απόσταση του είπε: “Άτιμε, που θέλησες να ατιμάσεις το σπίτι μου”. Ο Νικόδημος Κριτσωτάκης επέμεινε ωστόσο ότι πίσω από τον κατηγορούμενο υπάρχει ξένος δάκτυλος… που θέλει να προκαλέσει αλληλοσπαραγμό.
Οι μάρτυρες υπεράσπισης
Τρεις ήταν οι μάρτυρες υπεράσπισης του Μπουτζαλή, ο Γιάννης Μπαντουβάς από τη Μεγάλη Βρύση, ο Εμμανουήλ Μακρυδάκης, χωροφύλακας και ο Μιχάλης Βεριγάκης του Νικολάου, από τα Πάρτηρα. Και οι τρεις βεβαίωσαν ότι ο Μπουτζαλής κινήθηκε στην πράξη του από λόγους τιμής και μόνον και όχι ως ενεργούμενο άλλων. Τέλος αναφέρθηκαν στον έντιμο χαρακτήρα του και στην πατριωτική του δράση.
Η απολογία του κατηγορουμένου
Η απολογία του Μπουτζαλή, όπως έχει καταγραφεί στα πρακτικά, υπήρξε λιτή και αντάξια της ευθύτητάς του.
“Απεπειράθην πράγματι να σκοτώσω τον παθόντα Ιωάννη Ποδιά σήμερον, και τον επυροβόλησα. Το έκανα για λόγους τιμής και όχι για κομματικούς λόγους. Ήμουνα στα βουνά του Λασιθίου όταν έμαθα ότι πήραν την κόρην μου. Αν πρόκειται να αιματοκυλισθεί ο τόπος, πρέπει να με σκοτώσετε. Εγώ ανήκω στην Ελλάδα και πουθενά αλλού. Ουδείς με προέτρεψε να σκοτώσω τον Ποδιά. Μόνος μου έκανα ό,τι έκανα…”
Η πρόταση του Επιτρόπου
Κάπως αργά, ο κυβερνητικός Επίτροπος θα πρέπει να συνειδητοποίησε ότι η απόπειρα ανθρωποκτονίας δεν τιμωρείται με θάνατο. Έτσι προσέφυγε σε άλλη αιτιολογία και ζήτησε την ποινή του θανάτου για παράβαση των άρθρων 210 και 211 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα σύμφωνα με τα οποία τιμωρείται με θάνατο ο στρατιωτικός που βιαιοπραγεί κατά του ανώτερου του σε βαθμό στρατιωτικού. Αφού λοιπόν, σύμφωνα με την εξαμβλωματική λογική του Επιτρόπου, ο Ποδιάς ήταν στρατιωτικός και μάλιστα ανώτερος σε βαθμό του (επίσης στρατιωτικού) Μπουτζαλή, τότε ο τελευταίος πρέπει να καταδικασθεί σε θάνατο, αφού μάλιστα αυτός “ηθέλησε να κτυπήση μιαν από τις ηρωικότερες ψυχές της Κρήτης και να πλήξη το έργον της συμφιλιώσεως….
Ο συνήγορος υπεράσπισης
Μετά τον Επίτροπο μίλησε ο συνήγορος υπεράσπισης (Πολυχρονάκης) και προσπάθησε να σώσει τον πελάτη του με αναφορές στο αίτημα της συμφιλίωσης.
“Είναι -είπε- απόπειρα ανθρωποκτονίας που δεν είχεν προμελετηθή. Είναι ένα μεγάλο ατύχημα ο τραυματισμός του παθόντος, τον οποίον και εγώ ο συνήγορος του κατηγορουμένου αναγνωρίζω ως πατριώτην και παλλικάρι, αλλά και ο κατηγορούμενος είναι επίσης πατριώτης και παλλικάρι, και δεν πρέπει να στερήσωμεν του δικαιώματος τα δύο αυτά παλλικάρια να σμίξουν μιαν ημέραν, να εξηγηθούν και να συγχωρήσουν ο ένας τον άλλον”
Η διάσκεψη και η απόφαση
Η διάσκεψη των “δικαστών” θα πρέπει να υπήρξε θυελλώδης μέχρις ότου πεισθούν να εκδώσουν ομόφωνα την καταδικαστική τους απόφαση. Στην αρχή ακούστηκε ότι ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε ισόβια. Ακούστηκε μάλιστα ότι τα αριστερά μέλη του στρατοδικείου (Σαμαρίτης – Παπάς) πρότειναν ισόβια κάθειρξη και όχι θανατική ποινή. Τους έκανε όμως να αλλάξουν γνώμη ο -ποιος άλλος- πάντα καραδοκών και τα πάντα μηχανευόμενος Μανώλης Μπαντουβάς, όπως ο ίδιος παραδέχεται, καμαρώνοντας μάλιστα στη βιογραφία του “ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΠΑΝΤΟΥΒΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ” (Εκδ. Κνωσός), με συγγραφέα το γνωστό ιστορικό Αντώνη Σανουδάκη.
Κατόπιν επιμονής μου εκαταδικάσθηκε εις θάνατον…
“Όταν ετελείωσε η διαδικασία, εσυνεδριάσαμε. Και οι αριστεροί επιμένανε να τον – εβάλομε σόβια δεσμά. Εγώ επίμενα να τουφεκισθεί, για να φανεί ότι πράγματι εργαζόμαστανε για το εθνικό συμφέρον, δε μας ενδιέφερνε τίποτε άλλο. Για να πιστέψουν, ότι εγώ επίμενα, διότι το άδικο τόχενε ο Μπουτζαλής. Κατόπιν επιμονής μου εκαταδικάστηκε εις θάνατον και εξετελέσθη αργότερα.” (σελ. 389).
Η έκδοση της προφανώς άδικης αυτής απόφασης, προκάλεσε μιαν συναισθηματική αντίδραση, γνώριμη στον ελληνικό χαρακτήρα από την αρχαιότητα, με στόχο τη ματαίωση της εκτέλεσης του κατηγορουμένου, ο οποίος, εν τη αφελεία του, πίστευε ότι θα τον σώσει ο… Μπαντουβάς! Κατά τον ίδιο τρόπο που οι αρχαίοι Αθηναίοι, το 427 π.Χ., αποφάσισαν άδικα τη θανάτωση των Μυτιληναίων αλλά αμέσως μετά μετενόησαν και ανακάλεσαν την απόφασή τους, οι Ηρακλειώτες του 1944, μετά τη εξίσου άδικη καταδίκη του Μπουτζαλή, ένιωσαν τύψεις και άρχισαν να σκέφτονται τρόπους ματαίωσης της εκτέλεσής του.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που κινήθηκαν δραστήρια για την ματαίωση της εκτέλεσης ήταν ο τότε αρχιμανδρίτης και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος Ψαλιδάκης, ο οποίος προσπάθησε να σώσει τον Μπουτζαλή, έστω την τελευταία στιγμή, με πιέσεις και παρακλήσεις στους αξιωματικούς και οπλαρχηγούς στη διάρκεια δείπνου που τους παρέθεσε στο μέγαρο της τότε Μητρόπολης Κρήτης, δίπλα στον Άγιο Μηνά.
Αξιοσημείωτη είναι και η προσπάθεια του τότε επικεφαλής της Βρετανικής αποστολής ταγματάρχη και σπουδαίου ελληνιστή Τομ Νταμπάμπιν, ο οποίος μαζί με τον πρόσφατα θανόντα (24/7/2001) Γ. Φαραγκουλιτάκη (Σκουτελογιώργη) και τον Κ. Παραδεισανό της ομάδας Πετρακογιώργη πήραν την απόφαση να προσεγγίσουν τον ίδιο τον Ποδιά και να τον παρακαλέσουν να “δώσει” χάρη στον αδικητή του. Η απεγνωσμένη αυτή προσπάθεια περιγράφεται με συγκλονιστικό τρόπο στα “Απομνημονεύματα” του Γιώργου Φαραγκουλιτάκη (Σκουτελογιώργη), που εκδόθηκαν το 1991 στο Ηράκλειο Κρήτης με την επιμέλεια της κόρης του Ελένης, συζύγου Αντωνίου Κουβίδη. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο συγγραφέας υπήρξε ένα από τα πρωτοπαλλίκαρα της ομάδας Γ. Πετρακογιώργη που πολέμησε τους Γερμανούς με απαράμιλλη αγωνιστικότητα σε όλη τη διάρκεια της κατοχής. Τα “Απομνημονεύματά” του με τον τίτλο “ΟΙ ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΙ ΤΟΥ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ” αποτελούν μια από τις πολυτιμότερες πηγές της κρητικής αντίστασης. Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας διαθέτει εννιά ολόκληρες πυκνογραμμένες σελίδες (311-319) για να περιγράφει τα σχετικά με την απόπειρα, τη δίκη και την εκτέλεση του Μπουτζαλή. Ένα μέρος από αυτά παραθέτουμε παρακάτω:
Η διήγηση του Γ. Φαραγκουλιτάκη (Σκουτελογιώργη)
Βλέποντας πως έβγαλαν την απόφαση να τον εχτελέσουνε για τον τραυματισμό του Ποδιά, είμαι ανάστατος και εκνευρισμένος. Να υποκύψουνε στας πιέσεις των Κουμμουνιστών. Και όπως τους έβλεπα αγύριστους και ανένδοτους στην απόφαση που έβγαλε το Λνταρτοδικείο, Στρατοδικείο, Λαϊκό Δικαστήριο, διότι δεν βρίσκω λέξη να του ταιριάζει, φωνάζω τον Τομ ιδιαιτέρως και του προτείνω να βγούμε έξω, παρόλους τους κινδύνους που διατρέχαμε και να πάμε στο Πανάνειο Νοσοκομείο για να κοιτάξομε να μπορέσομε να επικοινωνήσομε με τον τραυματία Ποδιά και εφόσο δεν κινδυνεύει να πεθάνει, να επέμβει και να ειδοποιήσει να μη εχτελέσουνε τον Μπουτζαλή,
Αμέσως εδέχθη ο Τομ. Του λέω πιο μπροστά:
- Εάν νομίζεις πως εδώ μπορείς να επέμβεις, να σώσομε τον Μπουτζαλή.
Και μου απαντά, ευθέως, όπως ήταν άντρας και ντρέτος:
- Δεν μπορώ να συνεννοηθώ μαζί τους. Είναι βάρβαροι και όλοι
θέλουνε να κάνουν κουμάντο. Δεν τους βλέπεις πως κάνουνε όλοι, τους αρχηγούς, Και εφόσο έφυγε ο Πετρακογιώργης, δεν μπορώ να τους συνεννοηθώ………………..
… Άμα έκανα την πρόταση στον Τομ, τη βρήκε σωστή και ο Τομ και ο Κ. Παραδεισανός και συμφώνησε και αυτός και αμέσως μπήκαμε στη σάλα μέσα και ο Τομ εφώναξε τον Στρατηγό Παπαδάκη και τους μίλησε ξερά δυό κουβέντες και πιστεύω πως του είπε πως Θα πηγαίναμε για συνάντηση του Ποδιά. Ο Παπαδάκης τον κατάλαβα πως ήταν πολύ τρομοκρατημένος και δεν έξερα και τι ρόλο έπαιζε διότι πρώτη φορά τον είδα εκεί πέρα, με τη στολή του, αλλά δεν ξέρω τι αντιπροσώπευε παρόλα που ήταν, λέει, Διοικητής Κρήτης και από τους αξιωματικούς, μεγαλύτερος και στο βαθμό και στην ηλικία. Αμέσως κατεβήκαμε κάτω απ’ το χτίρι της Νομαρχίας, παρόλους τους κινδύνους πούχαμε, όπως είμαστε οπλισμένοι και μπήκαμε σ’ ένα μικρό αξεσκέπαστο αυτοκίνητο που τόχαμε πάρει τω Γερμανώ και με τον Παραδεισανό οδηγό, ξεκινήσαμε για το Πανάνειο. Επήγαμε τον Κεντρικό δρόμο της Λ. Καλοκαιρινού προς τη Χανιόπορτα, για καλλίτερα. Τας παρόδου τις αποφύγαμε, διότι ήταν κίνδυνος να μας σκοτώσουνε, χωρίς να δούμε από ποιο μέρος μας χτύπησαν, ν’ αμυνθούμε, αν και είχαν βγει Επιτροπή ανάμειχτη και φώναζαν «Να σταματήσουνε όλες οι ομάδες να πυροβολούνε, γιατί επιάσαμε τον Μπουτζαλή και τον καταδίκασε εις θάνατο το λαϊκό δικαστήριο και θα τον εχτελέσουνε το βράδυ»
… Εκείνο που είδα τότες, ήταν άνω ποταμών. Ενώ πήγαμε για να δούμε τον Ποδιά, μας κύκλωσαν γύρω-γύρω πενήντα ένοπλοι, απ’ αυτούς που είχαν τοποθετηθεί στις πόρτες και τα παράθυρα του Νοσοκομείου και στις στέγες. Ακόμα και απέναντι από την κεντρική πόρτα, στο Μπεντένι επάνω, είχαν στήσει ένα Γερμανικό πολυβόλο και ήταν μια ομάδα σε παράταξη μάχης, σαν περίμεναν τον εχθρό, στην πρώτη γραμμή και αυτά όλα για να βλέπουνε τον τραυματία αρχηγό τους. Ζητούμε από τον επικεφαλής τους, που ήταν στην πόρτα, να μας αφήσουνε να μπούμε να δούμε τον Ποδιά και δεν μας επιτρέπουνε, παρόλα που τους είπαμε ποιοι είμαστε και πως εθέλαμε να τον δούμε φιλικά, μονάχα μας εκύκλωσαν γύρω-γύρω και έχασκαν και μας εκοίταζαν έτοιμοι να μας κατασπαράξουνε και τους τρεις. Ύστερα από την επιμονή μας, πήγαν μέσα αυτοί που έκαναν τους επικεφαλής, εφόσο τους είπαμε να πάνε να μας αναφέρουνε στον επί κεφαλής της φρουράς ή στον ίδιο τον Ποδιά. Μετά λίγη ώρα, ήρθανε δυο άγνωστοί μας από μέσα και με ύφος άγριο μας είπανε:
-Μπορείτε να περάσετε μέσα, σύντροφοι, αλλά θα σας κρατήσομε τον οπλισμό σας και άμα βγείτε θα σας τον δώσομε πάλι.
Εγώ επενέβη αμέσως και τος είπα:
– Δεν είμαστε σύντροφοι και ούτε δεχόμαστε αυτό το ξεφτύλισμα να μας αφοπλίσετε και μετά να μας επιτρέψετε να δούμε τον αρχηγό σας. ‘Επρεπε να μας σεβαστείτε λίγο, ιδίως τον Άγγλο Ταγματάρχη αρχηγό της Κατασκοπείας Κρήτης. Δεν το περίμενα πως θα πέφτετε τόσο χαμηλά. Τι μπορούμε να σας κάνομε τρεις άνδρες; Εσείς βλέπω είσαστε πενήντα γύρω-γύρω. Θα φύγομε εφ’ όσο έχομε ένα σκοπό και δεν μας αφήνετε να τον εκτελέσομε.
Μ” αυτά που τος είπα, μας αφήσανε και περάσαμε μέσα, αλλά μας συνοδέψανε οχτώ άνδρες και επηγαίνανε μισοί μπροστά και μισοί πίσω έτοιμοι με τα χέρια στην σκαντάλη, σαν να είμαστε για εχτέλεση. Μάλιστα ένας, τελείως άγνωστός μας, κρατούσε ένα Γερμανικό μπιστόλι στο χέρι, εφοπλισμένο και μας συνόδεψε στο διάδρομο και φθάσαμε στο δωμάτιο που ήταν μέσα ο Ποδιάς μοναχός. Εκεί πάλι στην πόρτα του δωματίου, ήταν τρεις φρουροί με ταχυβόλα. Εγώ επρωτομπήκα μέσα και μετά ο Τομ με τον Κώστα. Επλησιάσαμε στο κρεβάτι του Ποδιά και του μιλήσαμε και οι τρεις, αλλά δυστυχώς δεν μας απάντησε, μόνο είχε κλειστά τα μάθια του. Δεν ξέρω εάν τόκαμε σκοπίμως και δεν ήθελε να μας μιλήσει ή από τις ενέσεις είχε ζαλιστεί. Αυτό δεν το ξέρω. Ερώτησα τότες μια κοπέλα που ήταν δίπλα του στενοχωρημένη, φαινόταν νάναι αδελφή του, και της είπα:
- Αφού μας γνωρίζει πολύ καλά, γιατί δεν μας μιλά;
Και η κοπέλα μου είπε:
- Ίσως, δεν μπορεί γιατί τούχουν κάνει ενέσεις για τον πόνο και την καρδιά και ίσως δεν ηστάνεται.
Και εφόσο καταβάλαμε τόση προσπάθεια και δεν μας μίλησε, εφύγαμε και μας εσυνοδέψανε πάλι ένοπλοι στην αυλή….”
Παρόμοια πλην μάταιη προσπάθεια ισχυρίζεται ότι κατέβαλε ακόμη και ο καπετάν Μανώλης Μπαντουβάς στο προαναφερόμενο βιβλίο των “Απομνημονευμάτων” του. Ιδού το σχετικό απόσπασμα:
Η διήγηση του Μανώλη Μπαντουβά
Υπολόγιζα όμως ότι θάβρισκα το (μ)Ποδιά να πει το (ν)τελευταίο λόγο, ότι επιθυμούσε να του χαρίσομε τη ζωή. Επήγα και ηύρηκα το (μ)Ποδιά. Τον ενημέρωσα εις το Πανάνειο νεσοκομείο. Του είπα ότι:
- Τώρα θα δείξεις τη μεγαλοψυχία σου. Όπως ενημερώθηκες απού τσι δικούς σου, δεν υπάρχει πολιτικός δάχτυλος στη μέση. Το Μπουτζαλή τον -ε- ξέρεις διότι είστε πατριώτες απού τη Μικρά Ασία, ότι άμα θα πιει (έ)να (γ)κρασίδε (ν)ξέρει τι κάνει. Τώρα επιβάλλεται δια να επισφραγίσεις, ότι πράγματι είσαι άξιος τση θέσης απού έχεις, ότι του χαρίζεις τη ζωή.
Δε (ν)το δέχτηκε.
Τότες τοΰβαλα ένα (μ)ποϋλο στο κρεβάτι και του λέω.
– Να, πούστη, πως σε επόδωκε η κεφαλή σου και ο κώλος σου.
Κι ετελείωσε και ετουφεκίστη ο Μπουτζαλής”. (σελ. 390)
Και αφού, όπως φαίνεται από τα παραπάνω, δεν έγινε κατορθωτό να ματαιωθεί η θανάτωσή του, οι συμπολεμιστές του Αναστάση Μπουτζαλή ολοκλήρωσαν το δικαστικό τους κακούργημα θυσιάζοντας τον στο βωμό μιας ανήθικης σκοπιμότητας, εκτελώντας την κατάπτυστη απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου Ηρακλείου.
Η Εκτέλεση
Γίνεται λόγος για δύο φάσεις εκτέλεσης του άτυχου θανάτοποινίτη:
Την πρώτη φορά, λένε οι διηγήσεις, οι σφαίρες δεν βρήκαν το κορμί του Αναστάση Μπουτζαλή, ίσως γιατί τα μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος αστόχησαν επίτηδες από σεβασμό στον ήρωα. Αυτή είναι η “ρεαλιστική” ερμηνεία του ανεξήγητου. Οι ευρύτατα διαδεδομένες όμως διηγήσεις αυτές δε δέχονται την ερμηνεία αυτή, επιμένοντας ότι οι σφαίρες δεν τον βρήκαν εξαιτίας του φυλαχτού του που εξέτρεψε την πορεία τους. Έτσι για να ολοκληρωθεί η εκτέλεσή του χρειάστηκε και η δική του σύμπραξη: Με μια αγέρωχη χειρονομία του ο θανατοποινίτης, λες για να λυτρώσει τους εκτελεστές του από το βαρύ καθήκον της εκτέλεσής του, απέσπασε από το λαιμό του το φυλαχτό με το τίμιο ξύλο, που τον προστάτευε, και είπε: ”Ρίξτε μου τώρα!…”
Ας είναι αιώνια η μνήμη του.