Το μουσείο του Βασίλη Τσιτσάνη στα Τρίκαλα
Ξενάγηση στο μουσείο του Βασίλη Τσιτσάνη
Σε ένα όμορφο χώρο εξωτερικά αλλά και εσωτερικά, ο επισκέπτης των Τρικάλων μπορεί να ξεναγηθεί στο μουσείο προς τιμή του Βασίλη Τσιτσάνη, ενός από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού.
Το μουσείο αυτό στεγάζεται στον πρώτο όροφο των δίδυμων Οθωμανικών λουτρών. Αφηγείται μέσα από ευανάγνωστα κείμενα, φωτογραφίες, απομιμήσεις πάλκων, μουσικά όργανα, δίσκους με τις συσκευές εκείνης της εποχής, αλλά κυρίως άφθονη μουσική, που μπορείς να ακούσεις με διάφορους τρόπους, όπως να μετακινήσεις μία κανάτα κρασιού πάνω σε ένα τραπέζι, εκείνη μόλις βρεθεί στην σωστή θέση, ο Τσιτσάνης αρχίζει το τραγούδι.
Ολόκληρη η ζωή και το έργο του ανοίγεται διάπλατα προς τον αναζητητή της μουσικής ιστορίας και των πρωταγωνιστών της στην Ελλάδα. Για την βιογραφία του μπορείτε να διαβάσετε εδώ, από προηγούμενο δημοσίευμα στο ipy.gr.
Σε αυτό το αφιέρωμα στο μουσείο του Βασίλη Τσιτσάνη, θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω νοερά μέσα από κείμενα που προέρχονται από συνεντεύξεις του, άλλα που αφορούν τον έργο του, φωτογραφίες από την ζωή του και τον χώρο του μουσείου.
O πατέρας μου πρέπει να ήρθε στα Τρίκαλα γύρω στα 1900. Ήταν Ηπειρώτης, όπως και η μάνα μου, που λεγόταν, Βικτωρία το γένος Λάζου. Ο πατέρας μου είχε γεννηθεί στα Γιάννενα και η μητέρα μου στα Ζαγόρια. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος ο πατέρας μου και πολύ φτωχός. Τσαρουχάς στο επάγγελμα και πολύ μερακλής στη δουλειά του, αφού τα τσαρούχια που έφτιαχνε ήταν περιζήτητα. Ακόμα και από την ανακτορική φρουρά παράγγελναν τσαρούχια στον πατέρα μου για τους τσολιάδες… Οι γονείς μου έφεραν στον κόσμο 14 παιδιά, αλλά έζησαν μονάχα τα τέσσερα, τρία αγόρια και ένα κορίτσι.
Γεννήθηκα στις 18 Ιανουαρίου του 1915 στα Τρίκαλα στα δυο στενά.
Είμαι Βέρος Τρικαλινός.
Από παιδί δεν ένιωσα καμία χαρά, όλο καημούς και βάσανα..
Είμαι πλασμένος, ζυμωμένος με τον πόνο. Σε όλη μου σχεδόν τη ζωή μ’ έφαγε το υπόγειο…
Ο πατέρας μου είχε ένα παλιό ιταλικό μαντολίνο, που το έπαιρνε και έπαιζε, όταν σκόλαγε από τη δουλειά του ή όταν είχαμε γιορτές.
Κι έπαιζε αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία.
Μας είχε απαγορέψει στα παιδιά του να πιάνουμε στα χέρια μας τη μάντολα.
Δεν ήθελε να ασχοληθούμε με τη μουσική.
Η μελαγχολία μου είναι σχεδόν μόνιμη από τα παιδικά μου χρόνια λες και θέλει να κρατάει σεγόντο στα τραγούδια μου…
Άλλος μουσικός στην οικογένεια από τον πατέρα μου δεν υπήρχε και ούτε υπήρχε, όπως είπα, σκέψη να γίνει κανείς από μας, γιατί δε μας άφησε να πλησιάσουμε το όργανο.
Όταν πέρασε λίγος καιρός, από τότε που μεγαλώσαμε λιγάκι εμείς τα παιδιά, πήρε τη μάντολα και την πήγε σε έναν οργανοποιό που της μάκρυνε το «χέρι» και την έκανε μπουζούκι. Αυτό το θυμάμαι σαν όνειρο. Το φτιάξε ένας περίφημος οργανοποιός ο Καρύδας, που είχε έρθει στα Τρίκαλα από την Αθήνα.
Ο πατέρας μου πέθανε το 1927 στις 24 Απριλίου και η μάνα μου το 1958…
Λίγο καιρό μετά το θάνατο του πατέρα μου έπιασα στα χέρια μου για πρώτη φορά το μπουζούκι του.
Ήμουν 12 χρόνων και όχι παραπάνω.
Μουσική γράφω από 14 ετών. Τότε άρχισα να μαθαίνω βιολί με την καθοδήγηση ενός μεγάλου για μένα δασκάλου, του Ιταλού Γκιόσσα.
Σε λίγους μήνες είχα μάθει πάρα πολλά… και μου είχε αναθέσει να διευθύνω μια ορχήστρα που είχε το σχολείο μου.
Τον είχα καταπλήξει, αλλά η προφητεία του ότι θα γινόμουνα διάσημος βιολίστας, όπως με προόριζε, δεν επαληθεύθηκε.
Λυπάμαι, που δεν ξέρω που βρίσκεται, να του πω ότι διέπρεψα… στο λαϊκό τραγούδι…
Η κάθοδος Στην Αθήνα
Στην Αθήνα έφτασα στα τέλη του 1936. Δεν ήρθα για να γίνω καλλιτέχνης, για να κάνω δίσκους για τα γραμμόφωνα. Τίποτα από όλα αυτά.
Δεν τα σκεπτόμουν όταν πρωτοέφθασα στην πρωτεύουσα.
Ήρθα για να σπουδάσω, για να πάω στο πανεπιστήμιο, γιατί βλέπεις είχα όνειρο να γίνω δικηγόρος.
Γραφτό όμως ήταν να ασχοληθώ επαγγελματικά με το λαϊκό τραγούδι που πάντα με γοήτευε.
Και με τον ερχομό μου στην Αθήνα άρχισε και ο αγώνας της επιβιώσεως. Ήταν δύσκολα και φοβερά χρόνια.
Άρχισα να δουλεύω στα διάφορα μαγαζιά για να βγάζω τα έξοδα για τις σπουδές…
Παράλληλα γνώρισα και το Μήτσο τον Περδικόπουλο έναν τραγουδιστή Σμυρναίικων και με πήγε στην Οντεόν για να κάνω δίσκο.
Στις αρχές ήμουν απένταρος. Ούτε παπούτσια δεν είχα να φορέσω.
Κρύωνα και πεινούσα!
Είχα γράψει όμως καμιά τριανταριά τραγούδια πολύ ωραία!
Τα βράδια πήγαινα στις ταβέρνες μ’ έναν κιθαρίστα, παίζαμε μερικά τραγουδάκια από το τραπέζι και μαζεύαμε δραχμούλες για να ζήσουμε.
Η ιστορία του Σακαφλιά
Ο Σακαφλιάς ή Σαρκαφλιάς
Υπάρχουν πολλές ιστορίες γύρω από το πρόσωπο του Σακαφλιά. Σε αυτές υπάρχουν και πολλές εκδοχές για το όνομα του.
Αλλού αναφέρεται σαν Σακαφλιάς, αλλού σαν Σακαβλιάς, άλλοτε σαν Σαρκαφλιάς ή απλώς Καβλιάς.
Εκεί που φαίνεται ότι συγκλίνουν οι ιστορίες, είναι ότι ο Σακαφλιάς ήταν ένας πολύ όμορφος άντρας από την Αθήνα. Κατέληξε στη φυλακή των Τρικάλων το 1926, σε ηλικία 27 ετών, για μαστροπεία και σωματεμπόριο, αν και κάποιες πηγές αναφέρουν ανάμεσα στα εγκλήματα του κλοπές μέχρι και φόνο.
Στη φυλακή θέλησε να γίνει τσιρίμπασης, δηλαδή ο μπαρμπουτιέρης της φυλακής, που έπαιρνε μεγάλα ποσοστά από τα στοιχήματα των φυλακισμένων, το λεγόμενο Βιδάνιο. Τον ρόλο αυτό τον είχε ήδη ένας άλλος κατάδικος, με το όνομα Αντωνίτσης. Ο Αντωνίτσης ήταν, σύμφωνα με όλες σχεδόν τις πηγές, ηλικιωμένος, ένας «γεροντόμαγκας, με καλό όνομα στον κόσμο του κουρμπετιού, τον οποίο και υπολόγιζαν και σέβονταν οι άλλοι, γιατί οι εξηγήσεις του ήταν πολύ μπεσαλήδικες». Ο φιλόδοξος Σακαφλιάς πίστευε, ότι μπορούσε να πάρει τον ρόλο του γέρου Αντωνίτση και άρχισε να τον ενοχλεί, με αποκορύφωμα μια μέρα να τον κλωτσήσει μπροστά σε πολλούς φυλακισμένους. Ο Αντωνίτσης υπόσχεται ότι «αυτή τη κλωτσιά θα την πληρώσει με τη ζωή του». Κάποιες μέρες μετά, προμηθεύεται ένα τηγάνι και μερικές μαρίδες. Βγάζει το χερούλι από το τηγάνι και το λειαίνει στις πέτρες της φυλακής, ώσπου το μετατρέπει σε μαχαίρι. Καλεί τον Σακαφλιά με το πρόσχημα να φάνε τις μαρίδες μαζί και να τα βρούνε. Όταν καταφτάνει ο Σακαφλιάς, ο Αντωνίτσης βγάζει το τηγάνι και τον μαχαιρώνει μέχρι θανάτου.
Το περιστατικό αυτό συνέβη στον στενό χώρο ανάμεσα στο κτίριο και τον μαντρότοιχο της περίφραξης, το σημείο που στη φυλακή καλούσαν τα «δυο στενά».
ΣΑΚΑΦΛΙΑΣ & ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ
Ο θάνατος του Σακαφλιά συνέβη όταν ο Τσιτσάνης ήταν ακόμα παιδί, όμως φαίνεται πως το γεγονός πέρασε στη συλλογική μνήμη της κοινότητας τόσο της φυλακής όσο και των Τρικάλων. Τα πρώτα στιχάκια μάλιστα για τον θάνατο του Σακαφλιά, μάλλον, γράφτηκαν από τους ίδιους τους φυλακισμένους. Ο Τσιτσάνης, μεγαλώνοντας, θυμόταν την ιστορία και έγραψε το περιβόητο τραγούδι του «Στα Τρίκαλα, στα δυο στενά», που οδήγησε στην αναγωγή του Σακαφλιά σε μύθο, για πάντα συνδεδεμένο με την πόλη των Τρικάλων.
Στον στρατό το 1939
Όλα τα γραμμοφώνησα ερχόμενος με άδειες στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη.
Τις άδειες αυτές τις παραβίαζα και τους άλλαζα τον αδόξαστο, γιατί δεν μου έφτανε ο χρόνος για να κάνω τη δουλειά μου στην Αθήνα.
Έπρεπε τις λίγες μέρες που βρισκόμουνα στην Αθήνα να κάνω πρόβες, να μάθω το τραγούδι στον τραγουδιστή, να πάω στο στούντιο να το γραμμοφωνήσω.
Και όλα έπρεπε να γίνουν σε μια δυο μέρες. Πού να προλάβω;
Παραβίαζα τις άδειες και όταν γύριζα στο τάγμα με περίμεναν τα κρατητήρια, δηλαδή το πειθαρχείο…
Όταν άρχισε ο πόλεμος του 40, τότε μόλις είχα απολυθεί, ήμουνα περίπου τριών μηνών πολίτης.
Την άλλη μέρα της ενάρξεως με κάλεσαν και το μεσημέρι έφυγα για τη Λάρισα, όπου έκατσα μια μέρα και αμέσως γραμμή για το μέτωπο…
Από εκεί ετοίμασα, στην Κατοχή, ολόκληρο έργο.
Ένα έργο που αργότερα θα μίλαγε όλος ο κόσμος, ένα έργο που βγήκε από τις δραματικές σελίδες της εποχής, ένα έργο που ξεπήδησε μέσα από τη ψυχή μου, ένα έργο που είχε μέσα του τον καλύτερο μουσικό μου κόσμο, ένα έργο που αργότερα θα σάρωνε την Ελλάδα…
Εγκαταστάθηκα, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη άρχισα να δουλεύω σε διάφορα μαγαζιά…
Μέχρι το χειμώνα του 41 δούλεψα. Διότι μετά άνοιξα το δικό μου μαγαζί στην οδό Παύλου Μελά 21, δίπλα στο μέγαρο του Μοσκόφ, στη διαγώνιο Τσιμισκή, που λεγόταν «Ουζερί Τσιτσάνη»…
Στα μικρά μαγαζιά της περιόδου της Κατοχής μπορεί να μην υπήρχε άφθονο φαγητό, υπήρχε όμως κρασί.
Τα ποτήρια γέμιζαν και οι κανάτες άδειαζαν και κάθε φορά που η κανάτα ακουμπούσε το τραπέζι, ένα καινούργιο τραγούδι ξεκινούσε.
Αν βρεις τα σωστά σημάδια που πρέπει να αφήσεις την κανάτα, μπορεί να ακούσεις και σήμερα κανένα τραγουδάκι.
Η Μαρίκα στο πάλκο ήταν ασυναγώνιστη, n κινήσεις της ήταν κάτι το συγκλονιστικό, όταν τραγουδούσε είχε τέτοια εκφραστικότητα και τέτοια μεταδοτικότητα στο κοινό, που νομίζω δεν πρόκειται να γεννηθεί άλλη. Ήταν γεννημένη για το πάλκο.
To πάλκο αποτέλεσε το μέρος στο οποίο ο Τσιτσάνης πέρασε όλη του την ζωή. Από το 1935 μέχρι το τέλος της ζωής του για σχεδόν 50 χρόνια, ο Βασίλης Τσιτσάνης βρίσκεται διαρκώς επάνω σε ένα πόλκο, τον κατεξοχήν χώρο επιτέλεσης του λαϊκού τραγουδιού και επικοινωνίας με το κοινό.
Πολύ γρήγορα αντιλαμβάνεται τη σπουδαιότητα αυτής της επικοινωνίας. Από το πάλκο αφουγκράζεται το αίσθημα και τα προβλήματα του κόσμου, που τον εμπνέουν στα τραγούδια του.
Αυτή η ανατροφοδότηση από το κοινό επηρεάζει και διαμορφώνει σε τεράστιο βαθμό το έργο του ως λαϊκού καλλιτέχνη, με αποτέλεσμα να παραμένει πάντα επίκαιρος, από τα χρόνια που τραγουδά στα μικρά κουτούκια ως τις μεγάλες σκηνές της Αθήνας. Αντιλαμβάνεται τον τρόπο που πρέπει να γράψει την μουσική, σε ποιους στίχους να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα, ακόμα και με ποιους πρέπει να συνεργαστεί για να εξασφαλίσει την επιτυχία των τραγουδιών του.
Το πάλκο είναι ο χώρος όπου βελτιώνεται και εξελίσσεται διαρκώς ως καλλιτέχνης.
Ο Τσιτσάνης επιχειρώντας να αποδείξει την κλοπή ξένων μελωδιών ψάχνει, βρίσκει και αγοράζει τα πρωτότυπα ινδικά δισκάκια 45 στροφών.
Πολλά από αυτά τα τραγούδια έγιναν τεράστιες επιτυχίες, όπως π.χ. η «Μαντουβάλα», «Καρδιά μου •’Καημένη», «Αυτή η νύχτα μένει», «Άμα θες να φύγεις, φύγε» και το «Όσο αξίζεις εσύ».
Το1970 ξανασμίγει με τον κουμπάρο του Γιάννη Παπαϊωάννου στο «Χάραμα», το μαγαζί με το οποίο θα συνδεθεί το όνομά του όσο κανένα άλλο.
Ένα από τα ιδιαίτερα στοιχεία της προσωπικότητας του και της δουλειάς του, είναι η ικανότητα να παρακολουθεί και να συμμετέχει στις εξελίξεις και τις απαιτήσεις κάθε εποχής, τόσο σε μουσικό και κοινωνικό επίπεδο όσο και σε τεχνολογικό.
Από τα κουτούκια…
Το 1935 ο Τσιτσάνης κατεβαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει δικηγόρος, όμως περιφέρεται στα κουτούκια και παίζει μπουζούκι, για να βγάζει τα έξοδα του. Εκείνη την εποχή οι ρεμπέτες μουσικοί είναι καθισμένοι σε δυο-τρεις καρέκλες σε μια γωνιά του μικρού μαγαζιού, τα τραπέζια είναι λίγα και ο ερμηνευτής, χωρίς μικρόφωνο, σιγοτραγουδά. Σταδιακά τα μαγαζιά μεγαλώνουν, προστίθεται το υπερυψωμένο σανίδωμα, το πάλκο, για να ορίζει τη θέση των μουσικών και τους βάζει στο κέντρο, ως πρωταγωνιστές. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, που έχει συμβάλλει καθοριστικά στην εξάπλωση του λεγόμενου πλέον λαϊκού τραγουδιού, συμμετέχει στην εξέλιξή του στις μεγάλες πίστες.
Τα χρόνια περνούν, η απήχηση της λαϊκής μουσικής εξαπλώνεται, τα μαγαζιά μεγαλώνουν, ο κόσμος πληθαίνει. Η τεχνολογία εξελίσσεται. Μικροφωνικές εγκαταστάσεις και ενισχυτές εγκαθίστανται στα κέντρα διασκέδασης για να καλυφθεί ο χώρος και η βοή του κόσμου. Δημιουργούνται μεγάλες πίστες και μαζί τους αναπτύσσονται και οι ορχήστρες των κέντρων διασκέδασης. Ο Τσιτσάνης είναι πάντα παρών, από την πρώτη του εμφάνιση στα «Μπιζέλια» στην Αθήνα του 1936, στο «Ουζερί Τσιτσάνη» και τα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα στη Θεσσαλονίκη του 1941, κι από τον «Τζϊμη τον Χοντρό», το «Φαληρικόν», το «Ροσινιόλ», την «Τριάνα» και πολλά άλλα στην Αθήνα του 1950 κι 1960, μέχρι να καταλήξει στο θρυλικό «Χάραμα» το 1970.
Οι ιστορίες πίσω από τις λέξεις.
Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου. Η φαντασία μου φτερούγιζε παντού.
Έγραψα τραγούδια για την Ελλάδα, για τη λευτεριά, για τη φτώχεια, για τον πόνο, για την αδικία, για την ελπίδα.
Έγραψα, και πόσα τραγούδια δεν έγραψα για τη γυναίκα!, για την ξενιτιά, για την εργατιά, για τη μάνα, για το ανικανοποίητο… μουσική και λόγια βγαλμένα από την καρδιά μου και παιγμένα από τα χέρια μου, και μιλημένα από μένα τον ίδιο.
Συνήθως πρώτα γράφω την μουσική και μετά προσπαθώ να δώσω τα πρέποντα λόγια στο χρώμα της, στο κλίμα της και στα μέτρα της.
Αυτή η μορφή δημιουργίας είναι η πλέον δύσκολη.
Ασφαλώς όταν τα δύο αυτά τοποθετηθούν σωστά αποτελούν ένα συμπαγές δώμα ομοιόμορφο, γίνεται μία ένωση τέλεια και εκφραστικότατη που προδιαθέτει το τραγούδι εις κρίση καλή και επιτυχία.
Το ρεμπέτικο γίνεται «τέχνη»
Με τον Τσιτσάνη ως μουσικό αλλά και ως καλλιτεχνικό διευθυντή δισκογραφικών εταιρειών συστήνεται επί της ουσίας, η πρώτη σχολή μπουζουκιού. Καθιερώνει ένα νέο ύφος παιξίματος, με γρήγορες πενιές και «γκλισαντί», αντιπαραθέτοντας την δεξιοτεχνία του στο λιτό και κοφτό ύφος του ρεμπέτικου. Το μπουζούκι αποκτάει ηγετικό ρόλο και καθορίζει τον ήχο στο λαϊκό τραγούδι. Η δεξιοτεχνία που έχει καλλιεργήσει ο Τσιτσάνης είναι καθοριστική, καθώς συμβάλει στο να αποκτήσει το όργανο αυτονομία, αυτοδυναμία και αισθητική ταυτότητα.
Ταυτόχρονα, ανανεώνει και το οργανολόγιο. Κάνει την ορχήστρα πλουσιότερη με νέα ηχοχρώματα, προσθέτοντας όργανα όπως το πιάνο και το ακορντεόν. Δοκιμάζει σχήματα με 3 μπουζούκια και 4 φωνές. Μοιράζει τις αρμονίες σε δυο και τρεις τραγουδιστές που εντάσσονται ως χορωδία με ερωτήσεις, απαντήσεις και επαναλήψεις. Οι νεωτερισμοί του θα επηρεάσουν και την μουσική βιομηχανία, αφού οι ηχολήπτες αναγκάζονται να βρουν νέους τρόπους για να τον ηχογραφήσουν.
Τα τραγούδια του αποκτούν μια πιο σύνθετη και σχεδόν ποιητική δομή. Απομακρύνεται συνειδητά από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και τις ομοιοκαταληξίας, γενικεύει το ρόλο του ρεφρέν μέσα στο τραγούδι και σε σημεία επιβάλει μικτά στιχουργικά σχήματα που ακολουθούν τις αλλαγές-μετατροπές της μελωδίας.