Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Μεσαράς
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΕΣΣΑΡΑΣ ΚΡΗΤΗΣ
Η μελέτη της εξέλιξης της μορφολογίας θα διευκολύνονταν από χρονολογημένα παραδείγματα. Αυτά όμως μόλις από τα μέσα του 19ου αί. τα συναντάμε (και ομολογώ εντυπωσιακά άφθονα), εγκαινιάζοντας μια νέα («δεύτερη» την ονομάζω προσωρινά) εποχή. Για τα προηγούμενά της σπίτια (της «πρώτης» περιόδου) δεχόμαστε κοινά χαρακτηριστικά: την ισόγεια και δωματερή λύση, τό μικρό, μικρότερο τους μέγεθος (σέ ύψος, άπλωσιά, όγκο, τη στενομέτωπη διάταξή τους, την αλληλοεπικοινωνία τους με πόρτες στις μεσοτοιχίες τους για λόγους ασφαλείας, όπως και την ευκαιριακή σύνδεση των ακραίων σπιτιών του οικισμού μεταξύ τους για να σχηματίζεται αμυντικό τείχος· σ ’ αυτά τα «παλαιϊνά σπίτια» εντύπωση κάνει η χρήση μεγάλων, σχετικά λαξευμένων λίθων στη δομή σε συνδυασμό με μικρούτσικες, αλλεπάλληλες, πολυάριθμες, οριζόντιες πλακούλες (σύστημα «χαλικωσιάς»), τα «μεζαπέθια» (ανώμαλες, μεγάλες, ακατέργαστες πέτρες) στ ’ άκροδώματα, η αρχική ανυπαρξία παραθύρων, η μεταγενέστερη δειλή εμφάνισή τους με καμπύλο (αλλά ψευδοτοξωτό) υπέρθυρο, κ.ά. Το λαϊκό αγροτικό σπίτι, παλαιότερα κι αυτό το αρχοντικότερο, υπάκουε στον πανελλήνιο κανόνα «Σπίτι όσο χωρείς, και κτήμα όσο μπορείς», έκφραση κι εδώ γνωστή. Αλλά στην Κρήτη, ιδιαίτερα στην πλούσια Μεσσαρά δεν κάνει εντύπωση απλά η σμικρότητα και λιτότητα των παλαιών σπιτιών, αλλά — ναι! — η αδιαφορία γι ’ αυτά. Κάτω άπ ’ αυτές τις συνθήκες δύσκολα ανιχνεύεται μορφοπλαστική διάθεση.
Από την περίοδο γύρω στα μισά του 19ου αιώνα παρουσιάζεται εντυπωσιακή ανανέωση κελυφών και μορφών με κύρια χαρακτηριστικά: τον εμπλουτισμό γενικά, τη συνειδητή μορφολόγηση των σπιτιών (και τη χρονολόγησή τους), την τάση για διωροφία, την αύξηση και μεγέθυνση των παραθύρων, τη μετάβαση από το τοξωτό υπέρθυρο στο οριζόντιο, τη χρήση περισσότερο επεξεργασμένης πέτρας, τη χρήση διακοσμητικών στοιχείων που προέρχονται είτε από μετατροπή πριν χρηστικών, είτε από την επίσημη παράδοση, συχνά τη βενετσιάνικη. Δεν αφήνεται ευκαιρία για την πλουσιότερη μορφολογική και κοσμητική φροντίδα των όψεων με φάσσες, κοσμήτες, επίκρανα, λιθανάγλυφα, σημαιοθήκες, συχνά μ ’ έναν ιδιόμορφο τονισμό αξόνων (στα πλατυμέτωπα σπίτια). Γύρω στα 1900 η επίδραση του νεοκλασικισμού επιδίδει– φτάνει στο πρώτο τέταρτο του αιώνα μας να παραγκωνίσει το πανάρχαιο δώμα χάριν της κεκλιμένης στέγης. Ωστόσο παραδοσιακοί τρόποι κάνουν αισθητή την παρουσία τους έως και το 1940. Φορείς της λαϊκής αρχιτεκτονικής δεν ήταν ντόπιοι, άλλα μαστόροι από τη νήσο Κάρπαθο– την δραστηριότητά τους μαρτυράνε κείμενα, οικοδομικές επιγραφές, η στοματική παράδοση, η σημερινή ζωντανή παρουσία τους.
Η επιτόπια ερευνά μας πραγματοποιήθηκε στους οικισμούς της Μεσαρας: Μοίρες, Καπαριανά, Βώροι, Αγιάννης Φαιστού, Τυμπάκι, Πιτσίδια, Σίβας, Κουσές, Πετροκεφάλι, Πόμπια, Αληθινή, Πέρι, Πλάτανος, Πλώρα, Απεσωκάτι, Φλαθιάκες, και Βασιλικά Ανώγεια.
Το υλικό είναι άφθονο ακόμα παρά τις μεγάλες απώλειές του, αλλά φθείρεται και υποβαθμίζεται κάθε μέρα. Δεν ξέρω ποιος τελικά — όπως έχουν έρθει τα πράγματα — θα μπορούσε να κάνει κάτι, να οργανώσει το καθολικό πρόγραμμα της μελέτης του (ή ιδιωτική πρωτοβουλία δεν μπορεί να επαρκέσει).
Το άφθονο υλικό προσφέρεται για πλούσια συμπεράσματα. Τα συμπεράσματα θάταν πιο ολοκληρωμένα αν γινόταν τουλάχιστον πλήρης κι αρχιτεκτονική μελέτη του υλικοϋ: δηλαδή κτηριολογική, οικοδομική, και μορφολογική. Αλλά ούτε κι αυτή φτάνει, γιατί χρειάζεται ένταξη του κάθε κτίσματος στον πολεοδομικό ιστό, κι ακόμα κοινωνική και οικονομική ανάλυση. Δηλαδή χρειάζεται πολυεπιστημονική αντιμετώπιση.
Εμείς εδώ προσφέρουμε μια συμβολή με μορφολογικές παρατηρήσεις. Η μορφολογία, η εξέλιξη της μορφολογίας των σπιτιών που θεωρούμε μνημεία έχει ανάγκη και υπόβαθρο την χρονολογική κατάταξη·
Όμως τα παλαιότερα κτίσματα είναι αχρονολόγητα και μόλις από τα μέσα του 19ου αιώνα (όπως εγώ ως τώρα γνωρίζω) αρχίζει μια δεύτερη περίοδος, εποχή που μας έχει αφήσει εντυπωσιακά άφθονα χρονολογημένα παραδείγματα (είτε εύκολα εντασσόμενα σε μια χρονολογική σειρά).
Βέβαια κάποτε, δηλαδή σπάνια, ακούμε παραδόσεις για τα παλαιότερα σπίτια στα χωριά. Δεν μπορείς να βασιστείς σ’ αυτές. Άλλωστε τα παλαιότερα είναι παντού αλλαγμένα, π.χ. στο Πετροκεφάλι δείχνουν σαν πρώτο που χτίστηκε στο χωριό (στο ύψωμα Κεφάλι) το σπίτι με αριθμό 350, αλλαγμένο σήμερα, ωστόσο διδαχτικό, όπως θα δούμε εξ αιτίας των διαστάσεών του.
Πώς λοιπόν αντιμετωπίζουμε, στα παλαιότερα κτίσματα, αυτά της α’ περιόδου, την εξέλιξή τους; Η γενική μας εμπειρία διδάσκει τα παρακάτω, πού φαίνεται να ισχύουν και στη Μεσαρά της Κρήτης:
— από το πολύ χαμηλό σπίτι πάμε με το πέρασμα του χρόνου στο ψηλότερο,
Μορφολογικά στοιχεία στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική Μεσσαράς Κρήτης 123
- από τη μικρή επιφάνεια στο πιο απλωτό σπίτι,
- από τον μικρό όγκο στον μεγαλύτερο.
Τα παλαιϊνά σπίτια των χωριών της Μεσαράς ήταν πάντοτε στενομέτωπα. Αυτό σε κάποια συγκεκριμένη περίοδο δύσκολων χρόνων. Αυτό σημαίνει ότι η στενομέτωπη λύση δεν είναι απαραίτητο να ριζώνει στην ακόμα αρχαιότερη παράδοση. Δημιουργήθηκε σε χρόνους ανασφάλειας, γι’ αυτό και τα σπίτια συνδέονται σε βάθος μεταξύ τους με ενδιάμεσες κοινές πόρτες στις μεσοτοιχίες τους. Βέβαια τα σπίτια αυτά θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο ανήκαν σε ομάδα οικογενειών κοινής γενιάς. Και ας συμπληρώσουμε ότι τα ακραία σπίτια των οικισμών φαίνεται να ήταν στη σειρά, συνδεδεμένα μεταξύ τους, ώστε να σχηματίζουν οχυρωματικό τείχος.
Στην εξέλιξη των σπιτιών, που επανερχόμαστε, παρατηρείται από την πιθανότατη (άλλου … γνωστή) ανυπαρξία παραθύρων μετάβαση στη δημιουργία μικρών ανοιγμάτων και στο βαθμιαίο, βέβαιο μεγάλωμά τους (και πολλαπλασιασμό τους αργότερα). Μάλιστα θα παρατηρηθεί στη Μεσσαρά και μια άλλη ενδιαφέρουσα εξέλιξη στον τρόπο διαμόρφωσης του τόξου: αρχικά ψευτότοξου, αφού οι δυο πέτρες απλά αντιστηρίζονταν χωρίς κλειδί, αρχικά ακόμα και οι θολίτες διαμορφώνονταν με λάξευση μόνο κατά την εσωτερική αντύγα, δηλαδή εξωτερικά έμεναν ακατέργαστοι από το Πετροκεφάλι).
Αργότερα στα παράθυρα όσο και στις πόρτες θα λαξευτεί τουλάχιστον μια φάσσα, μια ταινία γύρω στο άνοιγμα. Κάτι παρόμοιο, δηλαδή δημιουργία λαξευτού αετωματικού κορυφώματος, τώρα θα παρουσιαστεί στο οριζόντιο υπέρθυρο των ορθογωνίων παραθύρων.
Από το τοξωτό άνοιγμα της θύρας μεταβαίνουμε μορφολογικά, εδώ στη Μεσαρά, στην συνύπαρξή του με το ορθογωνικό κούφωμα και στην επικράτηση του τελευταίου. Από το ισόγειο κτίσμα παρατηρείται βαθμιαία μετάβαση στο διώροφο (οπότε αυτό θα χτιστεί, φάση που δεν είναι πάντοτε απαραίτητη).
Από την απόλυτη λιτότητα στο βαθμιαίο εμπλουτισμό, ιδιαίτερα στην β’ περίοδο των χρονολογουμένων σπιτιών.
Από τη χρήση μεγάλων λίθων στο χτίσιμο πέτρας μέτριων διαστάσεων, παλαιότερα με το σύστημα της «χαλικωσιάς», νεώτερα με περισσότερο επεξεργασμένες πέτρες, ιδιαίτερα στις γωνίες.
Από τα «μαζαπέθια» στα παλαιϊνά σπίτια, δηλαδή τις ανώμαλες μεγάλες ακατέργαστες πέτρες στην άκρη του δώματος γίνεται μετάβαση σε κανονικότερες απολήξεις της κατασκευής και όψης.
Από μια τοποθέτηση χρηστικών στοιχείων στην όψη, που μας φαίνεται σήμερα ότι λειτουργούν διακοσμητικά, όπως οι «βασιλικόπλακες» η οι τρύπες για φωλιές περιστεριών μεταβαίνουμε στη συνειδητή
διάθεση για διακόσμηση (να, όπως τα «ξόμπλια» στα υφαντά: όπως άκουσα) ιδιαίτερα στη β’ περίοδο των χρονολογημένων κτισμάτων.
Ο αποτροπαϊκός σταυρός μπορεί να υποστηρίξουμε ότι είναι στοιχείο της παλιότερης παράδοσης, παρ ’ ότι δεν απαντάει τόσο συχνά στα υπάρχοντα παλαιά, όσο στα νεώτερα.
Το λαϊκό σπίτι, μάλιστα σε παλαιότερη εποχή και το αρχοντικότερο, κι εδώ στη Μεσαρά υπακούει στον πανελλήνιο κανόνα «Σπίτι όσο χωρείς, και κτήμα όσο μπορείς», έκφραση που κι αυτή σχεδόν απαράλλακτα εδώ άκουσα.
Ιδιαίτερα στην Κρήτη, ιδιαίτερα και σ’ αυτή την πλουσιότερη Μεσαρά, κάνει εντύπωση η σμικρότητα και λιτότητα των παλαιών σπιτιών, ναι, η αδιαφορία γι’ αυτά.
Στους παραπάνω κανόνες θα παρατηρηθούν τόσο εξαιρέσεις επιβιώσεων, όσο και παραδείγματα συνύπαρξης παλαιών και νεότερων μορφών και στοιχείων.
Αλλά πάντοτε η επιστημονική «έρευνα θα μείνει λειψή, αν δεν κατορθώσουμε να τοποθετήσουμε όλες αυτές τις μορφές στο κοινωνικό περιβάλλον της δημιουργίας τους, και να κριθούν και να καταταχτούν με κριτήριο τις οικονομικές δυνατότητες των ιδιοκτητών των κτισμάτων που ανήκουν. Η παρατήρηση αυτή ισχύει τόσο για την πρώτη περίοδο, όσο και για την δεύτερη (των χρονολογούμενων), την εξέταση της οποίας αρχίζουμε αμέσως.
Πότε όμως δημιουργείται αυτή η τομή, που έχει — έκτος των άλλων — σαν συνέπεια και την πραγματικά στο εξής μορφολογική αντιμετώπιση των κτισμάτων;
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ομαδικά και πραγματοποιείται γύρω στα μέσα του 19ου αί.
Το παλαιότερο παράδειγμα στη Μεσαρά (που εγώ γνωρίζω ως τώρα) είναι του 1854, στο Πετροκεφάλι, η οικία Γιάννη Πετράκη. Διώροφο, στενομέτωπο πάντοτε με δώμα– είναι «πύργος» σύμφωνα με τους χωριανούς, που θα δούμε και την «πολεμίστρα» του.
Το υπέρθυρο στο ορθογώνιο παράθυρο, με εραλδικά λιθανάγλυφα, που όμοιά τους απαντούν και στ’ άλλα παραδείγματα: τοξωτή θύρα με αποτροπαϊκό σταυρό, σημαιοθήκη επιμελημένη και στολισμένη, αξονικά τοποθετημένη, κάτω της, και η «πολεμίστρα» επίκρανα στις γωνιές ψηλά χωρίς παραστάδες, ανόμοια μεταξύ τους.
Παρόμοιο χτίστηκε — όπως φαίνεται από τον ίδιο μάστορα — περίπου σύγχρονο και το σπίτι Μιχάλη Μιχελινάκη στο ίδιο χωριό Πετροκεφάλι.
Τα διώροφα όμως δεν είναι ο κανόνας, μάλλον τα ισόγεια
Μορφολογικά στοιχεία στήν παραδοσιακή αρχιτεκτονική Μεσσαρας Κρήτης 125 σπίτια. Στην εικόνα, ισόγειο σπίτι από του Σίβα, με τοξωτή πάντοτε είσοδο χρονολογημένη το 1871.
Στα 1873, στο Πετροκεφάλι παρουσιάζεται η λύση ισόγειου στενομέτωπου, που η είσοδος του τώρα έχει οριζόντιο υπέρθυρο. Στο πίσω μέρος το σπίτι διαμορφώνεται διώροφο. Η ίδια λύση εμφανίζεται στα Πιτσίδια, δηλαδή ισόγειο στενομέτωπο με το πίσω μέρος του διώροφο– όμως, παρ’ ότι μεταγενέστερο, του 1899, ωστόσο διατηρεί την είσοδό του στο ισόγειο, τοξωτή, όπως και την επάνω πόρτα.
Στα 1893 στο Πετροκεφάλι πάλι ένα παράδειγμα μας περνάει σε μια νέα σημαντική φάση της εξέλιξης των όψεων: είναι το σπίτι του Μανώλη Κανακαράκη, γειτονικό στο σπίτι Πετράκη που αναφέραμε, χωρίς τη γειτνίαση αυτή να δικαιολογούνται πιο εύκολα μερικά μορφολογικά στοιχεία σαν δάνεια, όπως τα γωνιαία επίκρανα ψηλά στις γωνίες της περιποιημένης λαξευτής ανεπίχριστης ανωδομής. Τα κουφώματα είναι τώρα όλα ορθογωνικά και ορθόψηλα. Στο ισόγειο παρουσιάζεται ένα ακόμα νέο στοιχείο που θα εξελιχτεί και θα κυριαρχήσει: τα υπέρθυρα στα τρία ορθογώνια ανοίγματα, μορφολογικά ίδια, συνδέονται με ένα κοινό κοσμήτη. Είναι ίσως η πρωτότυπη έκφραση του νέου —για την επαρχία — πανελλήνιου νεοκλασικού πνεύματος, αλλά συνδυασμένου με την τοπική παράδοση που έχει (και) βενετσιάνικες ρίζες, ιδιαίτερα σε κάποιες μορφές, όπως τα γωνιακά επίκρανα.
Όμως στη στενομέτωπη αυτή λύση της οικίας Κανακαράκη η συμμετρία γύρω από έναν υπαρκτό άξονα δεν ολοκληρώνεται: δεν συμπληρώνεται δηλαδή ούτε με παράθυρο στον όροφο, περίεργα δε ούτε καν διαμορφώνεται συμμετρικό το γείσο στη στέγη του υπέρθυρου του επάνω κεντρικού κουφώματος.
Σχετικά με τη μορφή του γωνιαίου επικράνου χωρίς παραστάδες (στα σπίτια Πετράκη, Μιχελάκη, Κανακαράκη κ.ά. στον οικισμό Πετροκεφάλι και άλλα χωριά), ένα μορφολογικό στοιχείο ιδιότυπο, θα αναζητήσουμε τις επαρχές του, νομίζω στους πύργους των Κουρμούληδων στο χωριό Κουσέ. Είναι γνωστή η φήμη της οικογένειας και βέβαιη η ακτινοβολία της. Δυστυχώς ούτε και ο Giuseppe Gerola χρονολογεί αυτά τα μνημεία. Ωστόσο η πηγή αυτής της μορφής θα πρέπει να αναζητηθεί και πάλι τελικά στην βενετσιάνικη αρχιτεκτονική.
Τα ορθογώνια κουφώματα όλο και επιδίδουν, διαμορφωμένα στις διαστάσεις και αναλογίες όλο και περισσότερο νεοκλασικά, κρατώντας διακοσμητικά στοιχεία από την τοπική παράδοση που πριν χαρακτηρίσαμε. Ίσως τώρα πρόοδο παρουσιάζουν και οι επιχρισμένες προσόψεις. Η μορφολογία δηλαδή αυτή κυριαρχεί βαθμιαία και στα πιο απλά σπίτια, ισόγεια κατά κανόνα, όπως στο παράδειγμα του 1895 από το χωριό Πιτσίδια, οικία Εμμανουήλ Ποτηράκη.
Η ορθογώνια μορφή και ο λιθανάγλυφος διάκοσμος των κουφωμάτων συναντιώνται και στα ανοίγματα των σύγχρονων εκκλησιών: παράδειγμα η κοιμητηριακή εκκλησία του χωριού Πιτσίδια, έτους 1896. Ο διάκοσμος εδώ εμπλουτίζεται με «ρόδια πινάκια». Διάκοσμο με τέτοια πινάκια ομολογώ ότι δεν έχω παρατηρήσει — μέχρι στιγμής
- σε κοσμικά κτήρια της Μεσαράς.
Με ιδιαίτερη φροντίδα κατασκευάζουν και στολίζουν τις εισόδους και στα νεκροταφεία τους, παράδειγμα του 1901 από το κοιμητήριο του Αγιάννη στη Φαιστό. Η παράδοση συνεχίζεται στα χωριά, και φτάνει σχεδόν στην εποχή μας, όπως βλέπουμε στο παράδειγμα του 1928 στα Πιτσίδια.
Τα έργα αυτά θα τα εννοήσουμε κοινοτικά, μάλιστα στην τελευταία περίπτωση του χωριού Πιτσίδια το νεκροταφείο, περίεργα, είναι συνδυασμένο με κοινόχρηστο πηγάδι μπρος στην είσοδό του, όπου οδηγεί το πλατύ καλντερίμι από το χωριό.
Γενικά τα νεκροταφεία διαχωρίζονται από τους οικισμούς με ρεύματα η είναι σε χαμηλότερες άπ ’ αυτούς τοποθεσίες. Παρά τον κανόνα αυτό εμφανίζεται το μικρό κοιμητήρι να κυριαρχεί πάνω από το μικρό συνοικισμό («μετόχι») Πέρι, κοντά στο χωριό Αληθινή (η), ανατολικά της Πόμπιας.
Οι τάφοι είναι κτιστοί απλής κατασκευής. Ελαφρά υπερυψωμένοι, χωρίς η με περιχείλωμα. Στην πάνω λίθινη επιφάνεια ανοίγεται προς το κενό μια πατούρα (ο νεκρός τοποθετείται και μετά αφαιρείται το ξύλινο σκέπασμα του φερέτρου του). Στην πατούρα πατούν κι εφαρμόζουν 4-5 πλάκες που κλείνουν ερμητικά και σκεπάζουν τον τάφο. Για τη στεγανότητα χρησιμοποιείται και κονίαμα.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην αρχιτεκτονική μορφολογία των επίγειων κατοικιών.
Σε παράδειγμα από το χωριό Σίβας — 1901 το ισόγειο, 1903 ο όροφος — παρουσιάζεται ένα παραπέρα σημαντικό βήμα στη μορφολόγηση των κουφωμάτων. Αυτά τώρα συνδέονται με κοινό — μορφολογικά
- υπέρθυρο που μοιάζει σαν επιστήλιο στεφόμενο με κοσμύτη, με ένα ολόκληρο διάζωμα η θριγκό. Το στοιχείο αυτό, η λεγόμενη «λίστα», θα κυριαρχήσει στο εξής.
Για το υπέρθυρο του ορόφου και τον λιθανάγλυφο διάκοσμό του μπορώ να πω ότι τον τελευταίο βλέπω στηριγμένο σε βενετσιάνικα πρότυπα, όχι όμως άσχετο και από παλιότερες βυζαντινές αναμνήσεις, ούτε και από πιο πρόσφατες μουσουλμανικές επιδράσεις.
Υπογραμμίζω ιδιαίτερα ότι το σπίτι αυτό ανήκει στον πλατυμέτωπο τύπο.
Στον πλατυμέτωπο τύπο ανήκει και το λίγο υστερότερο επίσης διώροφο παράδειγμα του 1905 από το Πετροκεφάλι. Συνδυάζει όλες τις προηγούμενες μορφές και εξελίξεις: επίκρανα, κοινό διάζωμα, ορθογώνια κουφώματα, συμμετρία και αναλογία των τελευταίων στο ισόγειο και στον όροφο.
Αλλά στο παράδειγμα αυτό ο πρωτομάστορας χάραξε και τόνισε έναν κατακόρυφο άξονα άσχετο από τον γεωμετρικό συμμετρικό άξονα του ορθογωνίου της όψης: Τόνισε τον άξονα των θυρών, κάτω κι επάνω, προτείνοντάς τον ακόμα προς τα επάνω με το προσωπείο και τη σημαιοθήκη.
Το κοινό διάζωμα είναι στο έξης ο κανόνας και στα απλά σπίτια. Παράδειγμα του 1907 από τον Αγιάννη Φαιστού.
Φαίνεται ότι στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα το κοινό διάζωμα γίνεται συνεχές σ ’ όλο το μήκος των προσόψεων, και ακόμα των διπλανών τους. Στο σχετικό παράδειγμα από τα Πιτρίδια (είκ.), έργο του ντόπιου φημισμένου πρωτομάστορα Γεωργίου Φασουλάκη, ο διάκοσμος εμφανίζεται πλούσιος, τα επίκρανα οργανικά δεμένα με παραστάδες το όλο με το συνεχές διάζωμα. Επίκρανα με παρασπάδες τώρα είναι σημάδι επίδρασης των νεοκλασικισμού της πρωτεύουσας, που φαίνεται να φτάνει στην Κρήτη και στο Ηράκλειο γύρω στα-1900. Σχετικά με τον διάκοσμο πολλά μπορούσαν να ειπωθούν, αλλά παραλείπονται στην ανακοίνωση αυτή.
Παραλείπονται πολλά άλλα παραδείγματα και παρατηρήσεις και παρουσιάζεται ένα άλλο δείγμα μορφολόγησης κατοικίας, παράδειγμα μιας φάσης στην παραπέρα εξέλιξη, πραγματικά δραστικής τομής: Στα 1918 χτίστηκε στο Πετροκεφάλι τό σπίτι Δημητρίου Σφακιανάκη (τώρα Κων. Μυρτάκη), πλατυμέτωπο μεν κτήριο, αλλά με τονισμένη την χωρίς είσοδο στενή πλευρά, καθώς έχει αετωματική απόληξη. Τι συμβαίνει; Εδώ στην Κρήτη που κυριαρχούσε το οριζόντιο δώμα χιλιάδες χρόνια (ακατανόητο δε στους ξένους μεσαιωνικούς ταξιδιώτες που θεωρούσαν τα σπίτια ατελείωτα), εισάγεται σαν μόδα η κεκλιμένη κεραμιδωτή στέγη. Αυτή κατασκευάζεται άλλοτε μονόριχτη, συνήθως δίριχτη, όπως εδώ:
- η στο απέναντι γειτονικό σπίτι, που ήταν χαμηλό ισόγειο με δώμα, και γύρω στα 1924 μετασκευάστηκε διώροφο ψηλοτάβανο με δικλινή σκεπή,
- η όπως στα Πιτσίδια, χωρίς την, αναμενόμενη αξονικότητα, έργο αυτό ασφαλώς του 1924.
Τελειώνω τα παραδείγματα με δυο κτίσματα του 1932 και του 1938 για να δείξω ότι έτσι φτάσαμε χωρίς διακοπές στην παράδοση αίσια στο 1940, — χρόνο που αποτελεί πια τη μεγάλη τομή.
Πριν τελειώσω, δυο λόγια για τους φορείς. Δηλαδή για τους φορείς της κατασκευής, όχι και της μορφολογίας ιδιαίτερα στην παραγωγική β’ περίοδο.
Από την έρευνα στα 17 χωριά της Μεσαρας προκύπτει ότι η περιοχή από τον περασμένο αιώνα τουλάχιστον κτίζεται από Καρπαθίτες μαστόρους. Η πλειονότητα τους προέρχεται από το χωριό Μαινετές, δυο περιπτώσεις γνώρισα από την Έλυμπο. Η στοματική παράδοση είναι σαφής. Επιγραφικά μνημεία από την ερευνά μου υπάρχουν μέχρις στιγμής δυο, του 1865 και του 1899. Πολλές οικογένειες από την Κάρπαθο έχουν εγκατασταθεί στην περιοχή και ασκούν ακόμα την οικοδομική. Το υλικό είναι πλούσιο, ώστε να είναι δυνατόν να καταρτιστεί σε μερικές περιπτώσεις και οικογενειακή προσωπογραφία (οικογένεια Μαρινάκη, οικογένεια Καλλή).
Αυτοί δίδαξαν την τέχνη και στους ντόπιους. Υπάρχουν τουλάχιστον δυο σπουδαίες περιπτώσεις, ο Φασουλάκης που αναφέραμε στο χωριό Πιτσίδια και ο Γιάννης Σπανακάκης ο «Μεϊμάρης»(!) από το χωριό Απεσωκάρι.
Η ανακοίνωση αυτή πρέπει να θεωρηθεί προδρομική όσο η καθολική η τουλάχιστον η αρχιτεκτονική έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί. Ωστόσο για μερικά βασικά συμπεράσματα μπορεί να είμαστε βέβαιοι. Αυτά είναι:
α. Ο πλούτος μνημείων.
β. Το ότι γύρω στα μισά του 19ου αι. η πρινάμορφολογική λαϊκή αρχιτεκτονική μεταπλάθεται σε μορφολογημένη, πάντοτε όμως παραδοσιακή.
γ. Ο μεγάλος αριθμός χρονολογημένων σπιτιών και άλλων κτισμάτων μετά τα μισά του 19ου αί.
δ. Η κυριαρχική παρουσία μαστόρων από την Κάρπαθο.
ε. Η δραστική Αλλαγή της μορφής με την επιβολή της γερτής στέγης για μορφολογικούς λόγους στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα.
στ. Η συνέχιση της πλούσιας παράδοσης έως και σ ’ αυτό το 1940.
Το κείμενο έχει αντληθεί από τη μελέτη του Αργύρη Πετρονώτη Ηράκλειο Κρήτης 1986. Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών. Πεπραγμένα του Ε’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου. Άγιος Νικόλαος.
Η φωτογραφία είναι συνοδευτική της δημοσίευσης, από το χωριό της Μεσαράς, Παναγιά.