Γεώργιος Σαπουντζάκης-Μουκαβίας
Ο MOΥΚABIΑΣ
Προτού εισέλθω εις την εξιστόρηση της ζωής και της δράσεως του Γεωργίου Μουκαβία, κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη και μετά την απελευθέρωση και ένωση της με την μητέρα Ελλάδα, θα περιγράψω εν συντομία το ιστορικό της οικογένειας του πατέρα του. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πέτρος και η καταγωγή του ήτο από το χωριό Μπόμπια της Μεσσαράς, ήτο δε εξάδελφος του Καπετάν Μιχαήλ Κόρακα Αρχηγού της Κρητικής Επαναστάσεως του 1866. Η καταγωγή της μητέρας του ήτο από το χωριό Πρεβελιανά από την οικογένεια του Χαριτογιώργη.
Το πραγματικό επίθετο του πατέρα του Μουκαβία ήτο Παπουτσάκης. Επειδή όμως, από τα μέσα του προπερασμένου αιώνος, εργαζόταν ως τεχνικός σε σαπωνοποιεία, πήρε από το επάγγελμα το επίθετο Σαπουντζάκης, αυτό ήτο και το επίσημο επίθετο του Μουκαβία.
Όταν εξερράγη η επανάσταση του 1866 στην Κρήτη, πήγε με καΐκι την οικογένειά του, δυο παιδιά θηλυκά και τη γυναίκα του έγκυο, στη Κάσο. Άφησε εκεί την οικογένεια και πήγε στην Αλεξάνδρεια και από εκεί, εργαζόμενος στη διώρυγα του Σουέζ, τους έστελνε χρήματα προς συντήρηση. Η γιαγιά μου λοιπόν πήγε έγκυος στη Κάσο και εκεί το 1866 γέννησε το τρίτο της παιδί, αυτό ήτο ο πατέρας μου Μουκαβίας. Αργότερα, όταν ηρέμησε η κατάσταση, έφυγε ο παππούς μου από την Αίγυπτο, πήγε στη Κάσο, πήρε την οικογένεια του και επέστρεψε στο Ηράκλειο. Απέκτησαν μετά άλλα δύο κορίτσια και ένα αγόρι.
Ο πατέρας μου Μουκαβίας έκανε δική του οικογένεια το έτος 1897. Η μητέρα μου Μαρία καταγόταν από το χωριό Πυργού Μαλεβυζίου, κόρη του Γεωργίου Καρπαθιωτάκη και της Γαρουφαλιάς, το γένος της όποιας ήτο η οικογένεια Λιναρδάκη. Αναφέρω το ιστορικό διά να φέρω εις το φως το δράμα της οικογενείας.
Η μητέρα μου, επί οκτώ συνεχή έτη, έκανε κάθε χρόνο ένα παιδί, το οποίο πέθαινε. Το μεγαλύτερο έγινε επτά μηνών. Μένει και πάλι έγκυος το ένατο και γονυκλινής, κάθε μέρα, στο εικόνισμα της Παναγίας, την παρακαλούσε να της το χαρίσει και να το πάει στη Τήνο να το βαπτίσει. Γέννησε εμένα το Γενάρη του 1908, και μετά δύο μήνες, τη μέρα του Ευαγγελισμού με βάπτισαν στη Τήνο μπροστά στο εικόνισμα της Μεγαλόχαρης. Έζησα και έζησαν και άλλα δύο παιδιά, μετά από μένα, ο Πέτρος το 1909 και η Ουρανία το 1913.
Μεγαλώσαμε, κάναμε οικογένειες και παιδιά. Προ πολλών ετών εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα, προς μόρφωση και σταδιοδρομία των παιδιών. Η αδελφή μου Ουρανία σε ηλικία 46 ετών και ο αδελφός μου Πέτρος 62 ετών, πέθαναν.
Εισέρχομαι τώρα εις την εξιστόρηση της ζωής και της δράσεως του πατέρα μου. Εις ηλικία δέκα οκτώ (18) ετών, με μια γενναία του πράξη, κατέλαβε θέση αγωνιστή και προστάτη των καταπιεζομένων συμπατριωτών του χριστιανών. Αυτό συνέβη την ιερά ημέρα των χριστιανών Μεγάλη Παρασκευή, κατά την περιφορά του Επιταφίου. Ένας τούρκος νταής, καταπιεστής των χριστιανών, εισχώρησε στο πλήθος, πλησίασε τον Επιτάφιο και έφτυσε στο Ιερόν Σώμα του Ιησού Χρίστου. Ο πατέρας μου ακολουθούσε την περιφορά και όρμησε αμέσως εναντίον του, τον ρίχνει κάτω, τον τραβάει σε ένα στενό σοκάκι και τόσο ξύλο του έδωσε, που εάν δεν τον συγκρατούσε η θεία Δύναμις του Σωτήρος Ιησού Χριστού, θα τον σκότωνε.
Αμέσως μετά, με θάρρος και τόλμη, πήγε στον Τούρκο Διοικητή του Ηρακλείου και του ανέφερε τι ακριβώς συνέβη και τι έκανε σ’ αυτόν που πρόσβαλε την θρησκεία του και του ζήτησε να τον κρίνει και εάν τον θεωρεί ένοχο να τον τιμωρήσει. Ο Τούρκος Διοικητής εξετίμησε τον ανδρισμό του και τον εδικαίωσε. Έστειλε και του έφεραν τον τούρκο νταή, του έκαμε δριμύτατες παρατηρήσεις και τον απείλησε ότι θα τον συλλάβει αμέσως, εάν, στη συνέχεια, δώσει άλλη αφορμή. Έτσι αποσοβήθει ο κίνδυνος γεγονότων κατά των χριστιανών, από τους τούρκους νταήδες.
Το γεγονός αυτό και η δίκαια κρίση του Τούρκου Διοικητή είχε βαθειά απήχηση στην συνείδηση και την καρδιά, όχι μόνο των χριστιανών, αλλά και των τούρκων. Από της στιγμής εκείνης ο Μουκαβίας κέρδισε την αγάπη και την εκτίμηση των χριστιανών και τον σεβασμό των Τούρκων.
Αργότερα, σε συνοικιακό στενό δρόμο, ένας τούρκος μαζί με έναν άλλον, επιτέθηκαν σε μια χριστιανή, αφού πρώτα εξουδετέρωσαν τον σύζυγό της που τη συνόδευε. Η γυναίκα άρχισε να φωνάζει βοήθεια. Ο πατέρας μου έτυχε να βρίσκεται σε φιλικό σπίτι κοντά στο μέρος που έγινε η επίθεση των τούρκων. Άκουσε τις φωνές, βγήκε έξω και συγκρούσθηκε με τους τούρκους. Ο ένας από τους τούρκους του επετέθη με μαχαίρι. Ο Μουκαβίας, ευρισκόμενος σε άμυνα, με αστραπιαία ταχύτητα και με μαχαίρι που είχε πάντοτε μαζί του τον σκότωσε. Ο άλλος τούρκος το έβαλε στα πόδια και έφυγε.
Εδώ οφείλω να πω ότι ο Μουκαβίας, όπως μου είπαν στενοί του φίλοι, ήτο ταχύτατος και ευέλικτος στη χρήση του μαχαιριού. Ήτο ατρόμητος και άφοβος και μπορούσε να αντιμετωπίσει όχι ένα, αλλά πολλούς αντιπάλους. Οι τούρκοι τον φοβούνταν αλλά και τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν, διότι ήτο τίμιο παλληκάρι. Προστάτευε και βοηθούσε όχι μόνο χριστιανούς, αλλά και τούρκους φτωχούς και αδυνάτους.
Εις την εφημερίδα του Ηρακλείου «Εθνική Φωνή», στις 17 Δεκεμβρίου 1984, αναδημοσιεύθηκε αφήγημα (αρχικώς είχε δημοσιευθεί το 1970) του αείμνηστου φίλου Μηνά Βαρδαβά, αναφερόμενο εις την πατριωτική και κοινωνική δράση του Μουκαβία. Εις το αφήγημα παρέθεσε, καλή τη πίστη, διάφορα στοιχεία από πληροφορίες που του έδωσαν πρόσωπα, θαυμαστές του Μουκαβία, αλλά άσχετα με την τότε εποχή και μη γνωρίζοντα την αλήθεια. Όσα αφηγείται, και επαναλαμβάνω καλή τη πίστη, είναι ανακριβή με κενά και παραλήψεις. Τα περισσότερα δε είναι άσχετα με την ουσία και το νόημα της δράσεως, η οποία είναι το κύριο θέμα.
Προς αποσαφήνιση και διόρθωση μιας ανακρίβειας του αφηγήματος, ουδεμία σχέση έχουσα με την ιστορία του Μουκαβία, υποχρεώθηκα να αφηγηθώ μία δραματική περιπέτεια ενός πτωχού και ανάπηρου τούρκου βιοπαλαιστή που λεγόταν Μαμούτης, γνωστός και συμπαθής στο Ηράκλειο. Το αφήγημά μου αυτό δημοσιεύθηκε στην «Εθνική Φωνή» την 11ην Μαρτίου 1985, θα αναδημοσιευθεί δε και εις το τέλος του παρόντος βιβλίου, προς κατατόπιση και ενημέρωση των αναγνωστών και την κατανόηση του λόγου της αναδημοσίευσης.
Όλα αυτά όμως δεν μειώνουν την τιμή που δικαιούται ο συγγραφεύς και αισθάνομαι υποχρέωση προς την μνήμη του, διότι με την αναδημοσίευση, ο αγαπητός Μήνας, ως πνεύμα πλέον, με ώθησε προς το καθήκον, διά να φέρω εις το φώς την πραγματική ιστορία και δράση, εν τω μέτρο του δυνατού, του πατέρα μου Μουκαβία, διότι το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του το έθαψε, μαζί με το σώμα του όταν πέθανε, διά να μη πικραθούν πολλοί συνάνθρωποί του, που δεν ζουν σήμερον, αλλά ζουν οι απόγονοί των.
Ό,τι έχω γράψει και όσα θα γράψω στη συνέχεια, είναι μαρτυρίες και αποκαλύψεις ανθρώπων, στενά συνδεδεμένων διά φιλίας με τον Μουκαβία, που έζησαν τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μετά. θα εξιστορήσω τα γεγονότα με ακρίβεια και σαφήνεια, διά να μπορέσουν, αυτοί που θα τα διαβάσουν, να συλλάβουν το νόημα και το μήνυμα ενός αφανούς Έλληνος πατριώτη και χριστιανού, προς τας επερχομένας γενεάς της γενέτειράς του Κρήτης.
Μετά το φόνο του τούρκου ξέφυγε των τουρκικών αρχών, πήγε στη Σύρο και από εκεί πήγε στη Σμύρνη. Εδώ τίθεται το ερώτημα: Γιατί πήγε στη Σμύρνη και όχι στην ελεύθερη Ελλάδα; Στο ερώτημα αυτό δεν υπάρχει απάντηση. Υπάρχει όμως άλλο ερώτημα. Τι τον ώθησε προς τη Σμύρνη και όχι προς την ελεύθερη Ελλάδα; Από την συνέχεια της εξιστορήσεως εξέρχεται η απάντηση, για να γίνει ορατή και αντιληπτή εις αυτούς που εμβαθύνουν εις το βαθύ νόημα του προορισμού κάθε ανθρώπου.
Εισέρχομαι τώρα εις την εξιστόρηση της ζωής του στη Σμύρνη και εις την περιγραφή του φόνου δύο τούρκων νταήδων, εκβιαστών Ελλήνων της Σμύρνης.
Στη Σμύρνη ο πατέρας μου βρήκε εργασία σ’ ένα εστιατόριο, από τα πρώτα της Σμύρνης, και εκεί εργάσθηκε μέχρι του τέλους. Ο Ιδιοκτήτης του εστιατορίου τον συμπάθησε. Εκτίμησε τον χαρακτήρα του και την ικανότητά του και, συν το χρόνο, του ανέθεσε την εσωτερική επίβλεψη της όλης εργασίας. Έκαμε πολλές γνωριμίες και προπαντός πολλούς φίλους. Βάπτισε και ένα παιδί ενός στενού του φίλου και του έδωσε το όνομα Πέτρος.
Όταν το παιδί μεγάλωσε, έμαθε από τον πατέρα του ποιος ήτο ο νονός του και γιατί και πως έφυγε από τη Σμύρνη. Άρχισε να γράφει στο νονό του και αισθανόταν υπερήφανος που το πέρασμα του νονού του από τη Σμύρνη είχε αφήσει όνομα που δεν έσβηνε. Ο Πέτρος, μεγάλος πλέον, επιδόθηκε εις την φωτογραφική τέχνη, ανοίξας φωτογραφείο. Εν το μεταξύ ο πατέρας του πέθανε και έμεινε με τη μητέρα του, που δεν είχε άλλο παιδί. Αργότερα, όταν έμαθε τον θάνατο του νονού του, έστειλε συλλυπητήριο γράμμα σε πένθιμο φάκελο. Όταν το διάβασα, μικρός ακόμη, ένοιωσα την ομορφιά που δίνει, στην ψυχή του ανθρώπου, το αίσθημα και ο πόνος της καρδιάς. Αυτόν τον άνθρωπο, στη Μικρασιατική καταστροφή, τον έσφαξαν οι Τούρκοι στη Σμύρνη, μπροστά στα μάτια της μάνας του. Η μάνα γλύτωσε, ήλθε στην Ελλάδα, ήλθε κατόπιν ράκος στο Ηράκλειο να μας δει, κάθισε λίγες μέρες κι έφυγε. Έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη της. Αργότερα μάθαμε ότι ο πόνος της την βοήθησε να συναντήσει το παιδί της.
Έρχομαι τώρα στην περιγραφή του φόνου των δύο τούρκων. Στο εστιατόριο που εργαζόταν ο πατέρας μου πήγαιναν δύο τούρκοι νταήδες εκβιαστές, τρώγανε, έπιναν, έπαιρναν και παληκαριάτικα και φεύγανε. Ο πατέρας μου παρακολουθούσε την κατάσταση. Δε μπορούσε όμως να αντιδράσει, παρόντος του ιδιοκτήτη. Δε μπορούσε όμως και να ησυχάσει και να βλέπει αδιάφορος τον εξευτελισμό του εκβιασμού. Προσπάθησε πολλές φορές και τελικά το κατόρθωσε, να πείσει τον ιδιοκτήτη να φύγει ένα διάστημα από το μαγαζί και να του αναθέσει την διεύθυνση και τη διαχείριση, ώστε να έχει την αρμοδιότητα και την ελευθερία ως υπεύθυνος. Αυτό και έγινε. Έφυγε ο ιδιοκτήτης, με κάποια δικαιολογία, και ανέλαβε την ευθύνη της λειτουργίας του εστιατορίου ο πατέρας μου.
Πέρασαν λίγες μέρες και ένα βράδυ έκαμαν την εμφάνιση τους οι δύο τούρκοι. Ο ένας ονομαζόταν Μουκαβίας, λέξις, που στην τουρκική γλώσσα σημαίνει πρωτοπαλίκαρο. Κάθισαν, έφαγαν, ήπιαν, άναψαν το τσιγάρο τους και σηκώθηκαν να φύγουν. Ο πατέρας μου ψύχραιμος και ατάραχος τους πλησιάζει, τους δίνει το λογαριασμό και ζητεί να τον πληρώσουν. «Σικτίρ βρέ», του λέει ο τούρκος ο λεγόμενος Μουκαβίας και του σπρώχνει το χέρι που κρατούσε το λογαριασμό. Σε δευτερόλεπτα μέσα, με μαχαίρι που πάντοτε κρατούσε μαζί του και προ παντός σ’ αυτή την περίπτωση, τον σκότωσε. Ο άλλος τούρκος αιφνιδιάσθηκε τραβάει μαχαίρι και δεν πρόλαβε ούτε το χέρι του να σηκώσει και τον είχε σκοτώσει κι αυτόν.
Ο πατέρας μου είχε προβλέψει όλα τα ενδεχόμενα και είχε προ συνεννοηθεί με δύο στενούς φίλους του, ψυχωμένους και μπεσαλήδες. Αυτοί τον απέκρυψαν και από ένα μέρος του λιμανιού της Σμύρνης, που λεγόταν Μαλτέζικα, τον φυγάδευσαν με καΐκι στη Χίο. Από τη Χίο πήγε στη Σύρο και μετά ήλθε στο Ηράκλειο. Τα ονόματα των φίλων του που τον φυγάδευσαν, ουδέποτε τα αποκάλυψε. Το γιατί είναι ευνόητο.
Προ της επιστροφής του πατέρα μου στο Ηράκλειο, είχε φθάσει η είδηση του φόνου των δύο τούρκων. Οι τούρκοι νταήδες του Ηρακλείου, φίλοι του πατέρα μου, ταράχτηκαν, διότι, όπως διαπιστώθηκε μετά, είχαν λάβει, από τους Τούρκους της Σμύρνης, εντολή να τον σκοτώσουν, παίρνοντας το αίμα πίσω.
Οι φίλοι του και οι γονείς και συγγενείς του στο Ηράκλειο, δεν ήξεραν που ευρίσκετο και εάν και πότε θα επέστρεφε στην Κρήτη. Όταν λοιπόν επέστρεψε αιφνιδιάσθηκαν όλοι, χριστιανοί και τούρκοι. Ο πρώτος φίλος του χριστιανός που τον συνάντησε, διέδωσε αμέσως τον ερχομό του, με τις λέξεις: «Ήλθε ο Μουκαβίας». Από τότε βαπτίσθηκε με το όνομα Μουκαβίας και με αυτό το παρώνυμο, με την σημασία του, σφράγισαν τη μνήμη των, αυτοί πού τον γνώρισαν ως ψυχή, καρδιά και χαρακτήρα. Με μία λέξη ως άνθρωπο.
Όταν, οι τούρκοι φίλοι του, έμαθαν τον ερχομό του, πήγαν και τον χαιρέτησαν. Η έκφραση τους ήτο φιλική και χαρούμενη. Τον κάλεσαν μάλιστα σ’ ένα τούρκικο σπίτι στη Ξύλινη Ντάμπια, σήμερα συνοικία Αγία Τριάδα, σε γλέντι που είχαν προγραμματίσει ορισμένο βράδυ.
Ο Μουκαβίας, χωρίς δισταγμό, απεδέχθη την πρόσκληση. Όταν οι φίλοι του χριστιανοί το πληροφορήθηκαν, του συνέστησαν να μη πάει, γιατί του έχουν στήσει παγίδα. «Τό ξέρω, αλλά θα πάω». Αυτή ήτο η απάντηση του.
Το βράδυ λοιπόν που είχαν ορίσει για το γλέντι, ο Μουκαβίας πήγε ατάραχος, ως να μην επρόκειτο να συμβεί τίποτε. Κτυπά την εξώπορτα, του ανοίγουν, προχωρεί προς το βάθος της αυλής και μπαίνει στην αίθουσα που τον περίμεναν με στρωμένο το τραπέζι. Πήγε και κάθισε στο πίσω μέρος, ώστε να βλέπει προς την έξοδο. Προτού αρχίσουν, ένας εκ των εξ και άνω τούρκων, σηκώθηκε από το τραπέζι, βγήκε έξω και σε λίγα λεπτά επιστρέφει μαζί με μια γυναίκα χριστιανή.
Η εμφάνιση της γυναίκας ήτο προσχεδιασμένη προσβολή, ώστε να τον προκαλέσουν να αντιδράσει και να του επιτεθούν να τον σκοτώσουν. Δεν είχαν προλάβει να καθίσουν ο τούρκος και η γυναίκα και με μία φιάλη από το τραπέζι έσπασε την κρεμαστή λάμπα πετρελαίου και βυθίζονται στο σκοτάδι. Βγάζει το μαχαίρι και μαχαίρωνε επί του ασφαλούς μέσα στο σκοτάδι τους Τούρκους, που τα είχαν χάσει από τον αιφνιδιασμό και δεν έβλεπαν που να κτυπήσουν. Κτυπώντας τους τούρκους με το μαχαίρι, φθάνει στην πόρτα, την ανοίγει και εξαφανίζεται. Όλα αυτά συνέβησαν μέσα σε δευτερόλεπτα.
Η είδηση και το γεγονός του σκοτωμού τριών τούρκων και του τραυματισμού δύο, διαδόθηκε αμέσως και κινητοποιήθηκαν δυνάμεις των τούρκων, να τον συλλάβουν. Τοποθέτησαν φρουράς εις όλες τις εξόδους του Ηρακλείου. Ήτο όμως πλέον αργά διά να τον εγκλωβίσουν εντός της πόλεως, διότι ο Μουκαβίας, χωρίς να καθυστερήσει, πρόλαβε και έφυγε από την Χανιόπορτα. Την ίδια νύκτα πήγε στις Αρχάνες, συναντά τον εκπρόσωπο του μυστικού συνδέσμου των χριστιανών της υπαίθρου και του Ηρακλείου, εφοδιάζεται με όπλο και ό,τι άλλο είχε ανάγκη και προτού ξημερώσει έφυγε από το χωριό. Από την ημέρα εκείνη ο Μουκαβίας βγήκε αντάρτης στα βουνά.
Πολλά τούρκικα αποσπάσματα τον κυνήγησαν, πολύ διάστημα, αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτε, διότι είχε ακριβείς πληροφορίες των κινήσεων των τούρκων.
Ο σκοτωμός των τούρκων, μέσα στη φωλιά τους, συγκλόνισε το Ηράκλειο και άφησε άναυδους χριστιανούς και Τούρκους. Όταν δε έμαθαν ότι του είχαν στήσει παγίδα, για να τον σκοτώσουν και ότι εν γνώσει του ο Μουκαβίας εδέχθη την πρόσκληση και πήγε, χωρίς να δειλιάσει και χωρίς να φοβηθεί, τον θαύμασαν για το ψυχικό του σθένος. Το ψυχικό του σθένος, ως ανωτέρα δύναμις του ανθρώπου, έδωσε την εικόνα και το νόημα της ουσίας του πραγματικού ανδρισμού. Αυτός ήτο ο Μουκαβίας ως άνδρας και ως άνθρωπος μαχόμενος διά το υπέρτατο ιδανικό: Την ελευθερία, την δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Τα όσα γεγονότα εξιστορώ παραπάνω, συνέβησαν αρχάς του έτους 1895. Κατά το ίδιον έτος και κατά τας αρχάς του επομένου 1896, εδόθησαν από τους Κρήτες αντάρτες δύο μάχες, σε θέσεις του Νομού Χανίων και Ρεθύμνου, με αποτέλεσμα συντριπτική ήταν των Τούρκων. Ό Σουλτάνος τότε, προ τοιαύτης καταστάσεως, αναγκάσθηκε, ως αναφέρει η ιστορία, να δώσει γενική αμνηστεία, προνόμια εις τους χριστιανούς και τον διορισμό χριστιανού Γενικού Διοικητή της Κρήτης. Από της στιγμής εκείνης άνοιξε ο δρόμος, μετ’ εμποδίων, της απελευθερώσεως της Κρήτης και αργότερα και της Ενώσεως μετά της μητρός Ελλάδος.
Τον Ιανουάριο 1897, η Ελληνική Κυβέρνηση έστειλε στρατιωτικές δυνάμεις προς ενίσχυση των Κρητών, αποβιβαστήκαν εις θέση της περιοχής Χανιών. Οι Ευρωπαϊκές όμως δυνάμεις, απαγόρευσαν εις τον Ελληνικό Στρατό να προχωρήσει, αμέσως δε κατέλαβαν τα Χανιά, την Σούδα, το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο και την Σητεία. Το αποτέλεσμα ήτο οι Ελληνικές Δυνάμεις να αδρανήσουν, μη δυνηθείσες να προσφέρουν βοήθεια και να αποτρέψουν τις σφαγές των χριστιανών από οργανωμένες ομάδες τούρκων στα Χανιά, ως και την μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου και την πυρπόληση της πόλεως, την 25ην Αύγουστου 1897. Η ιστορία αναφέρει ότι σφάχτηκαν επτακόσιοι χριστιανοί στο Ηράκλειο, ως και ο Πρόξενος της Αγγλίας Άγγελος Καλοκαιρινός, ενώ πυρπόλησαν και το Προξενείου.
Την περίοδο αυτήν, των ραγδαίων εξελίξεων, ο Μουκαβίας βρίσκονταν στον Άγιο Νικόλαο και με πρόσωπο του μυστικό σύνδεσμο στο Ηρακλείου, ενημερώνονταν επί όσων συνέβαιναν, για να βρίσκεται εις ετοιμότητα δράσεως.
Οι Τούρκοι στο Ηράκλειο, ως οικογένειες ήσαν φιλήσυχοι, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, και ζούσαν με τους χριστιανούς ειρηνικά και αρμονικά, όχι μόνον κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά και μετά την απελευθέρωση της Κρήτης και μέχρι της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1923. Όλοι λοιπόν οι Τούρκοι αυτοί λυπήθηκαν και αγανάκτησαν για την σφαγή των χριστιανών και την πυρπόληση του Ηρακλείου. Πολλοί οργίσθηκαν, διότι είχαν σφαχτεί χριστιανοί με τους οποίους είχαν στενούς δεσμούς φιλίας και επαγγελματική συνεργασία. Αυτοί αποκάλυψαν εις τους χριστιανούς αυτόν που είχε έλθει από την Κωνσταντινούπολη ως Τούρκος αξιωματικός, και είχε οργανώσει τις ομάδες φανατικών τούρκων και τους ώθησε, καθοδηγώντας τους, εις την σφαγή, την λεηλασία και την πυρπόληση της πόλεως. Τον Τούρκο αυτόν τον είχαν κρύψει οι συνεργάτες του και επρόκειτο να τον φυγαδεύσουν με ευρωπαϊκό εμπορικό πλοίο, που διέρχονταν από το Ηράκλειο με κατεύθυνση προς την Αλεξάνδρεια και με ενδιάμεσο σταθμό, φορτοεκφορτώσεως του πλοίου, τον Άγιο Νικόλαο. Όλοι οι άλλοι, πρωταίτιοι της σφαγής, τούρκοι, συνελήφθησαν κατόπιν, από αφιχθέντα αγήματα των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Ελέχθη ότι τους απαγχόνισαν. Εάν πράγματι είναι αλήθεια, θα το αναφέρει η επίσημος ιστορία της Κρήτης.
Ο Μουκαβίας ενημερώθηκε αμέσως με απεσταλμένο και με όλα τα στοιχεία αναγνωρίσεως του Τούρκου που θα επέβαινε στο πλοίο.
Σε λίγες μέρες το πλοίο κατέφθασε στο λιμάνι του Αγίου Νικολάου. Ο Μουκαβίας, με την συνδρομή του πράκτορος του πλοίου, ο οποίος ήτο χριστιανός και φίλος του, είχε καταστρώσει το σχέδιο και τον τρόπο ενεργείας, ως και την κατάλληλη ώρα, η οποία είχε καθορισθεί εν συνεννόηση με τον πράκτορα. Στην καθορισμένη λοιπόν ώρα, ο Μουκαβίας με βάρκα, τα κουπιά της οποίας τραβούσε άνθρωπος της εμπιστοσύνης του, πλησιάζει το πλοίο. Ανεβαίνει στο βαπόρι ψύχραιμος και ατάραχος. Μόλις ανέβηκε αντιλαμβάνεται τον Τούρκο περιφερόμενο στο κατάστρωμα. Αδιάφορος ο Μουκαβίας άφησε τον Τούρκο και πλησίασε τη σκάλα. Ορμά εναντίον του, τον πιάνει από το σβέρκο και με γροθιές και σπρωξιές τον κατεβάζει στη βάρκα. Ο βαρκάρης απομακρύνθηκε αμέσως από το πλοίο και σύμφωνα με τις οδηγίες του Μουκαβία, οδήγησε τη βάρκα στον όρμο ενός μικρού νησιού, έξω από το λιμάνι. Εκεί στον όρμο τον σκότωσε ο Μουκαβίας, εξαφανίζοντας και το πτώμα του.
Προτού συνεχίσω την εξιστόρηση του Μουκαβία, θα πω λίγα λόγια για τη ζωή του βαρκάρη. Το όνομά του ήτο Γιάννης και μετά από πολλά χρόνια εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ηράκλειο. Έπιασε δουλειά στο λιμάνι ως λιμενεργάτης. Τα βράδια γύριζε τις ταβέρνες και έπαιζε κιθάρα, για να ενισχύσει το πενιχρό εισόδημά του, προς συντήρηση της οικογένειας του. Ήτο συμπαθής άνθρωπος και οι παρέες τον βοηθούσαν. Έζησε αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του Μουκαβία το 1919. Από τον Γιάννη λοιπόν αυτόν οι Ηρακλειώτες έμαθαν όλες τις λεπτομέρειες του σκοτωμού του Τούρκου, αφού άλλωστε ήτο και ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυς.
Την ιστορία αυτή την είχα ακούσει, εις ηλικία δώδεκα ετών, και από τον ίδιο τον πατέρα μου, όταν τρεις χανιώτες φίλοι του, που είχαν έλθει στο Καφενείο του στο λιμάνι να τον δουν, του ζήτησαν να την ακούσουν.
Συνεχίζω. Ο Μουκαβίας μετά τον σκοτωμό του σφαγιαστού των χριστιανών Τούρκου, έφυγε από τον Άγιο Νικόλαο. Επανήλθε στο Ηράκλειο, έπειτα από τρία χρόνια απουσίας του, και προτού τακτοποιηθεί, περιήλθε ορισμένα χωριά του Νομού, προς συνάντηση προσώπων συνδεομένων μετ’ αυτού. Η περιοδεία του αυτή σκοπό είχε να ενημερωθεί πρώτον από την ύπαιθρο και μετά από το Ηράκλειο. Πέρασε και από το χωριό Πυργού Μαλεβυζίου. Εκεί τον φιλοξένησε ένας από τους πολλούς φίλους, ο Γεώργιος Καρπαθιωτάκης. Εκεί γνώρισε τότε τη μεγάλη του κόρη Μαρία, η οποία και έγινε κατόπιν σύζυγός του.
Ο Μουκαβίας. μετά το γάμο του, εγκαταστάθηκε οριστικώς στο Ηράκλειο, το 1898. Το ίδιο έτος ήλθε εις Κρήτην ο πρώτος Αρμοστής πρίγκηψ Γεώργιος και μετά την αποχώρηση όλων των Τουρκικών στρατευμάτων, καθιερώθηκε το 1899 καθεστώς πλήρους αυτονομίας.
Σχηματίσθηκε Κυβέρνηση και Βουλή, η οποία με δύο ψηφίσματά της, το 1901 και 1902, ζητούσε την Ένωση με την Ελλάδα. Η Αγγλία απέρριψε και τα δύο ψηφίσματα, παρά την αντίθετη θέση της Ιταλίας και της Γαλλίας, όπως αργότερα τα απεδείχθη.
Ο πρίγκηψ Γεώργιος υπεστήριζε τους πόθους του Κρητικού Λαού για την Ένωση και ετάχθη υπέρ των ψηφισμάτων της Βουλής, ζητώντας, ως Αρμοστής, από την Αγγλία, να ικανοποιηθεί το αίτημα της Ενώσεως. Η Αγγλία απέκρουσε το αίτημα του Πρίγκηπος, ως παρέμβαση. Λέγεται, χωρίς να αναγράφεται εις την ιστορία, χωρίς όμως και να είναι εξακριβωμένο, ότι η παρέμβαση του Γεωργίου και το ενδιαφέρον αυτού διά την Ένωση, ήτο και ο κύριος λόγος που αναγκάσθηκε να παραιτηθεί το 1906 και στη θέση του να έλθει ο Αλέξανδρος Ζαΐμης.
Το έτος 1904 Αύγουστο μήνα, έγινε ψήφισμα του Λαού της Κρήτης και παμψηφεί ζητείτο η Ένωση με την Ελλάδα. Η Αγγλία και πάλι απέρριψε το ψήφισμα. Ο Μουκαβίας τότε, παρά την απαγόρευση, ύψωσε την Ελληνική Σημαία στο Μεγάλο Κούλε του λιμένος Ηρακλείου. Η πράξη του Μουκαβία ήτο διαμαρτυρία και αγανάκτηση του λαού της Κρήτης διά την στάση της Αγγλίας.
Όταν το πληροφορήθηκε ο αξιωματικός του Τμήματος Χωροφυλακής του λιμένος και είδε την Ελληνική Σημαία κυματίζουσαν, πήγε και την κατέβασε. Ειδοποιείται ο Μουκαβίας και κατεβαίνει αμέσως στο λιμάνι. Υψώνει και πάλι Ελληνική Σημαία στο Φρούριο του λιμανιού και επιστρέφοντας κατευθύνεται προς συνάντηση του αξιωματικού, τον οποίο συναντά στη προκυμαία, έξω από το Τελωνείο. Ο αξιωματικός είχε πληροφορηθεί και είχε ακούσει ποιός ήτο ο Μουκαβίας και μόλις τον αντίκρισε ταράχθηκε.
Τι νόμισες βρε, του λέει ο Μουκαβίας, πως ήτο η Ελληνική Σημαία και πήγες και τη κατέβασες; Η βράκα της γυναίκας σου; Αυτό που έπρεπε να κάμω τώρα, θα το κάμω, εάν σε 24 ώρες δεν έχεις φύγει από το Ηράκλειο. Πήγε μετά στο Διοικητή της Χωροφυλακής, ο οποίος ήτο Κρητικός και πατριώτης, και του εκθέτει το τι ακριβώς συνέβη και τι θα συμβεί.
Το περίεργο και με σημασία συμπερασματικά, για το Διοικητή, ήτο ότι ο αξιωματικός αυτός, τον οποίον μαζί με άλλους είχε στείλει η Ελληνική Κυβέρνηση, δεν είχε αναφέρει το γεγονός εις την Διοίκηση, ως Προϊσταμένη Αρχή. Το αποτέλεσμα ήτο ο Διοικητής να εισδύσει εις την ουσία του ζητήματος και να συλλάβει την λύση που έπρεπε να δώσει, πράγμα το οποίον και έπραξε, ως πατριώτης αγωνιζόμενος και αυτός, για το ιδανικό του Κρητικού λαού, που επί αιώνας μάχονταν να το κερδίσει. Και ο πόθος αυτός ήτο η ελευθερία του και η Ένωσης του με τον κορμό του Ελληνισμού. Την επομένη, με το πλοίο της γραμμής για τον Πειραιά, έφυγε και το όργανο της Χωροφυλακής, που ενώ είχε καθήκον και υποχρέωση να αναφέρει το γεγονός, εις την προϊσταμένη του Αρχή, εκ της οποίας και μόνον θα ελάμβανε εντολές περί του πρακτέου, ενήργησε αυθαιρέτως. Κανένας Έλληνας πατριώτης, με συνείδηση, δεν θα αποτολμούσε τέτοια πράξη προς το ιερό Σύμβολο του Ελληνικού Έθνους, την Ελληνική Σημαία.
Τα χρόνια εκείνα και από τις αρχές του έτους 1900, ο Μουκαβίας είχε ανοίξει μεγάλο Καφενείο στο Καμαράκι, Λεωφόρος Καλοκαιρινού σήμερα. Είχε μεγάλη πρόσοψη στη σημερινή Λεωφόρο και έξοδο στον όπισθεν δρόμο, παραπλεύρως από το Σαπωνοποιείο Αδελφών Κατεχάκη. Στο μέρος αυτό έχει ανεγερθεί σήμερα το σύγχρονο Ξενοδοχείο ύπνου «Ηράκλειον» του Μιχελιδάκη. Το Καφενείο αυτό το κράτησε περίπου μία δωδεκαετία και μετά το μετέφερε στο Λιμάνι, προ της καμπής της οδού προς το Μπεντενάκι.
Το Καφενείο στο Λιμάνι, μέχρι την ημέρα που πέθανε, ποτέ δεν έκλεισε. Ήτο ανοικτό όλο το 24 ώρο με βάρδιες, προς εξυπηρέτηση των νυκτερινών αναγκών της κινήσεως των πλοίων, των ιστιοφόρων και των ψαράδων.
Στη συνέχεια ο Μουκαβίας αγόρασε δύο καΐκια και οργάνωσε δύο αλιευτικά συγκροτήματα, τα οποία επάνδρωσε με εμπείρους ψαράδες, Συμιακούς, και Καλύμνιους, που είχαν έλθει στο Ηράκλειο τότε, ως πρόσφυγες από τα Δωδεκάνησα. Τούς υποστήριξε και τούς βοήθησε στην εγκατάσταση των οικογενειών τους και ποτέ στις κακοκαιρίες δεν τούς άφησε σε αδυναμία συντηρήσεώς των. Απόγονοι αυτών υπάρχουν σήμερα στο Λιμάνι.
‘Όσα θα εξιστορήσω στη συνέχεια, είναι γεγονότα της κοινωνικής και ανθρωπιστικής δραστηριότητος του Μουκαβία, από το έτος 1900 μέχρι 31 Μαΐου 1919 ημέρα της του θανάτου του. Εδώ οφείλω να ομολογήσω ότι τα γεγονότα αυτά είναι μέρος των όσων έπραξε. Όλα τα άλλα ετάφησαν.
Ή φήμη του Μουκαβία, προ και μετά την Τουρκοκρατία, είχε κυκλοφορήσει σε όλη την Κρήτη, ακόμη και έξω αυτής. Πολλοί από τα Χανιά, αγωνιστές της απελευθερώσεως, ήλθαν στο Ηράκλειο να τον γνωρίσουν. Η γνωριμία τους έθεσε την σφραγίδα της εκτίμησης και της στενής φιλίας των. Ένας εξ αυτών αργότερα, βάπτισε τον νεώτερο αδελφό μου και του έδωσε το όνομα Πέτρος, προς τιμή του ονόματος του πατέρα του Μουκαβία. Ένας άλλος επίσης Χανιώτης, είχε ένα κορίτσι που ήθελε να σπουδάσει στη Γαλλική Σχολή των Καλογραιών, που υπήρχε τότε στο Ηράκλειο. Δεν είχε όμως κανένα να εμπιστευθεί το παιδί του και ζήτησε, κατ’ ανάγκην ως πατέρας, την συνδρομή του Μουκαβία. Με προθυμία ανέλαβε ο Μουκαβίας την προστασία και την κηδεμονία της κόρης του φίλου του, τα χρόνια που θα σπούδαζε, ως και την εγκατάστασή της σε οικογένεια της εμπιστοσύνης του. Όλα πραγματοποιήθηκαν με τάξη και ικανοποίηση.
Από την περίοδο της πρώτης 1Οετίας του αιώνος, ήτις ήτο αρχή της σταδιακής πλήρους απελευθερώσεως της Κρήτης, η δράση και το ενδιαφέρον του Μουκαβία εστράφη στον κοινωνικό και ανθρωπιστικό τομέα.
Ο Μουκαβίας ποτέ δεν έγινε όργανο εξυπηρετήσεως οιωνδήποτε κατεστημένων συμφερόντων και σκοπιμοτήτων. Ήτο άνθρωπος με πνεύμα ελεύθερο, με βούληση ελεύθερη και πυξίδα οδηγό την συνείδηση του. Ουδέποτε έπεσε θύμα του ατομικού συμφέροντος, πράγμα που προσπάθησαν ισχυρά πρόσωπα της τότε εποχής.
Την περίοδο λοιπόν αυτήν, ο Μουκαβίας αντιμετώπισε μίαν τραγική υπόθεση, την οποίαν του κατέστησε γνωστή η μητέρα του και του ζήτησε βοήθεια.
Η μητέρα του, από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ήτο πρακτική μαμή, με ικανότητα και εμπειρία. Ήταν πασίγνωστη. Από το όνομα του άντρα της που λεγόταν Πέτρος, την ονόμασαν «ή μαμή Πετράκαινα». Όταν την καλούσαν για γέννα, σε οικογένεια με οικονομική άνεση, δέχονταν ως πληρωμή ό,τι είχαν ευχαρίστηση να της δώσουν. ‘Όταν η οικογένεια είχε πενιχρό εισόδημα προς συντήρηση της, δεν δέχονταν πληρωμή και εάν ακόμη την πίεζαν. Εάν τέλος η οικογένεια ήτο πτωχή και άπορος, της έδιδε και χρήματα για να τη βοηθήσει.
Στο Ηράκλειο είχε εγκατασταθεί ένας ευκατάστατος από χωριό επαρχίας του Νομού Ηρακλείου και είχε νοικιάσει μαγαζί και ασκούσε το επάγγελμά του. Ζούσε μόνος και είχε βρει μιά κοπέλα, από χωριό, φτωχή, απροστάτευτη και ορφανή από μάνα και πατέρα και την πήρε για οικονόμο του σπιτιού και για να τον περιποιείται. Την κοπέλα αυτή την παρέσυρε και συζούσε μαζί του. Στην πραγματικότητα ήταν μια σκλάβα του σπιτιού και του αφέντη της. Η κοπέλα αυτή, το άμοιρο θύμα του «’Ορθόδοξου Χριστιανού» αφέντη, είχε μείνει δύο φορές έγκυος και την ξεγεννούσε η Πετράκαινα. Μένει και τρίτη φορά έγκυος η τραγική αυτή κοπέλα, και καλείται η Πετράκαινα να παρακολουθεί την εγκυμονούσα, τον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης. Σε μιά επίσκεψή της, βρίσκει την κοπέλα μόνη στο σπίτι να κλαίει με λυγμούς.
— Τί σου συμβαίνει παιδί μου; Ηρέμησε και πες μου τι έχεις να σε βοηθήσω.
— Τι να έχω, καλή μου γυναίκα, όταν δεν υπάρχει Θεός να με βοηθήσει;
— Παιδί μου, θεός υπάρχει και θα σε βοηθήσει. Άνοιξέ μου την καρδιά σου και πες μου τον πόνο σου. Μην απελπίζεσαι. Εγώ θα σε βοηθήσω σαν μάνα σου. Πες μου τι σου συμβαίνει.
Τα λόγια αυτά της Πετράκαινας, σαν πλήκτρα κτυπούσαν τις νεκρές χορδές της ελπίδας, μέσα στην καρδιά και την ψυχή της κοπέλας. Το τραγικό αυτό θύμα έπιασε τα χέρια της Πετράκαινας, και τα φίλησε λέγοντας: «Μη με εγκαταλείψεις». Και τότε της αποκάλυψε, ότι και τα δύο παιδιά που είχε κάμει, μετά από κάθε γέννα τα σκότωνε και τα εξαφάνιζε ο πατέρας τους! «Δεν θα αντέξω να δω και το τρίτο μου παιδί νάχει την ίδια τύχη με τα άλλα».
Η Πετράκαινα έμεινε άναυδος από τον συγκλονισμό που υπέστη. Αφού συνήλθε, καθησύχασε και εμψύχωσε την τραγική μάνα και μετά πήγε στον Μουκαβία.
Όταν ο Μουκαβίας άκουσε από τη μητέρα του την τραγική αυτή ιστορία, της λέει: «Μητέρα, σε κανένα δεν θα πεις τίποτα. Από τη στιγμή αυτή η υπόθεση είναι στα χέρια μου. Παρακολούθει μόνο τη κοπέλα». Αμέσως μετά στέλλει άνθρωπό του στον αφέντη και τον καλεί να έλθει αμέσως. Ο Μουκαβίας τότε είχε το Καφενείο στο Καμαράκι. Μόλις ήλθε, χωρίς καθυστέρηση και κάπως ταραγμένος ο αφέντης, ο Μουκαβίας τον βάζει σε δωμάτιο της αυλής στο πίσω μέρος του Καφενείου. Το τι του είπε, είναι άγνωστο. Γνωστό μόνο είναι το αποτέλεσμα και η κατάληξη της αποφασιστικής επεμβάσεως του Μουκαβία. Σε δυο μέρες έγινε ο γάμος. Έκαμαν ακόμη δύο παιδιά, τα οποία έζησαν, μεγάλωσαν και ανεδείχθησαν στην κοινωνία.
Την τραγική αυτή ιστορία, χωρίς αποκάλυψη των προσώπων, μου την είπε στενός φίλος του Μουκαβία και συγγενής της οικογένειας μας, όταν ήμουν σε ηλικία 20 ετών. Την ιστορία αυτήν ουδείς άλλος την γνώριζε, πλην αυτού.
Στα χρόνια που πέρασαν μετά και μέχρι της αποβιώσεως του, ο Μουκαβίας βοήθησε πολλά θύματα παρανόμων συμβιώσεων και αποπλανήσεων, οσάκις κατέφευγε εις αυτόν. Ο αριθμός των περιπτώσεων αυτών ήτο σημαντικός, άλλα δεν είναι δυνατόν και εύκολο να καθαρισθεί. Αυτό που δύναμαι να βεβαιώσω είναι ότι σε όλες τις επεμβάσεις του, η κατάληξης ήτο η αποκατάσταση των θυμάτων με τον γάμο. Υπήρξαν και λίγες περιπτώσεις που ο Μουκαβίας μπήκε κουμπάρος.
θα κλείσω το κεφάλαιο αυτό του Μουκαβία, με την εξιστόρηση μιας παρανόμου συμβιώσεως και μιας αποπλάνησης κόρης, πτωχής οικογένειας. Των περιπτώσεων αυτών έτυχε να έχω προσωπική αντίληψη.
Κάποιος, όχι Ηρακλειώτης, είχε συνδεθεί αισθηματικά με μιά κοπέλα, συζούσε μαζί της, χωρίς να φανεί συνεπής στην υπόσχεσή του να τελέσει γάμο. Η κοπέλα έμεινε έγκυος και τον παρακαλούσε να επισπεύσουν το γάμο. Η απάντηση του ήτο: «Δεν ήλθε ακόμη η ώρα». Γεννά κατόπιν η κοπέλα ένα αγοράκι και αρχίζει και πάλι να τον παρακαλεί να στεφανωθούν να νομιμοποιηθεί το παιδί τους. Η απάντηση του ήτο και πάλιν: «Δεν ήλθε ακόμη η ώρα». Μένει και πάλιν έγκυος η κοπέλα, αλλά εις τις παρακλήσεις της να στεφανωθούν, ο εκλεκτός της, έδιδε την τυποποιημένη απάντηση: «Δεν ήλθε ακόμη η ώρα».
Στην απελπισία της, μία συγγενής και φίλη της, που γνώριζε το δράμα της, τη συμβούλευσε να καταφύγει στον Μουκαβία. Η κοπέλα είχε περιέλθει σε αδιέξοδο και δεν δίστασε να ζητήσει την βοήθεια του. Τον επεσκέφθη και του εξέθεσε την κατάστασή της.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η συμβίωση του ζεύγους ήτο αρμονική και ο άνδρας, ως άνθρωπος, έχαιρε καλής φήμης, ήτο δε και εξαιρετικός εις την τέχνη του επαγγέλματος του. Ο Μουκαβίας τον γνώριζε και καθησύχασε την κοπέλα, η οποία έφυγε με ανακούφιση, όταν έλαβε την υπόσχεση ότι θα ενδιαφερθεί.
Την επαύριον ο Μουκαβίας κάλεσε τον άνδρα, τον οποίον και εδέχθη με φιλική διάθεση. Του εξέθεσε τον λόγο για τον όποιον τον κάλεσε και του τόνισε να ετοιμασθεί, χωρίς καθυστέρηση, για το γάμο και ότι κουμπάρος του θα ήταν ο ίδιος. Όταν άκουσε ότι θα τον στεφάνωνε ο Μουκαβίας ενθουσιάστηκε. Με αυτό τον τρόπο ο Μουκαβίας έφερε την ώρα, και σε λίγες μέρες έγινε ο γάμος.
Έπειτα από δυο μήνες γεννήθηκε και το δεύτερο παιδί και όταν σαράντισε, κατεβαίνει ο πατέρας του στο λιμάνι και συναντά τον Μουκαβία. «Κουμπάρε, του λέει, το παιδί σαράντισε και επειδή ήλθε η ώρα να βαπτιστή, ήλθα να σου το πω». Ο πατέρας μου μόλις τον άκουσε κατάλαβε κι εγέλασε. «Κάθισε κουμπάρε να πιούμε ένα καφέ, και το παιδί θα το βαφτίσει η γυναίκα μου». Όπως και έγινε.
Τα χρόνια εκείνα και μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπως θα θυμούνται οι παλιοί, οι γάμοι και τα βαφτίσια γινόταν στα σπίτια. Την ιστορία αυτή μου την είχε πει η μητέρα μου και αργότερα, μετά το θάνατο του Μουκαβία, μου την εξιστόρησε ο ίδιος ο κουμπάρος.
Το καλοκαίρι του 1918 υπήρξα αυτόπτης μάρτυς της παρακάτω ιστορίας. ‘Ένα πρωί έρχεται στο καφενείο στο λιμάνι μιά οικογένεια, πατέρας, μητέρα και κόρη. Καλούν τον Μουκαβία παραπλεύρως από το καφενείο στο πεζοδρόμιο και άρχισαν η μητέρα και η κόρη να κλαίνε και ο πατέρας απελπισμένος να λέει στο Μουκαβία το δράμα τους. Η κόρη του είχε συνδεθεί με ένα λιμοκοντόρο του Ηρακλείου, ο οποίος με την υπόσχεση του γάμου την ξελόγιασε. Της έταζε λαγούς με πετραχείλια και σιγά – σιγά αγριεύει ο λαγός και μένει η κόρη έγκυος και ενώ επρόκειτο να γίνει ο γάμος το βράδυ της ημέρας εκείνης, ο λιμοκοντόρος έφευγε κρυφά σε λίγη ώρα με το βαπόρι που ήτο στο λιμάνι.
Ο πατέρας μου άκουσε όλη την ιστορία και μετά ζήτησε και τον ενημέρωσαν για τον υποψήφιο γαμπρό. Τους βάζει μέσα και καθίζουν, λέει στο σερβιτόρο να τους προσφέρει από ένα καφέ. Σε όλη αυτή τη σκηνή ήμουνα μπροστά και την παρακολουθούσα με περιέργεια. Ο Μουκαβίας εν τω μεταξύ είχε φύγει και μετά από μίση ώρα περίπου, τον βλέπομε να φέρνει τον γαμπρό, τρομαγμένο, κρατώντας τον από το αυτί. Τον παρέδωσε στους αναμένοντες και το βράδυ, συν Θεώ, έγινε ο γάμος.
Ο άνθρωπος αυτός ήτο τεχνίτης ενός επαγγέλματος. Κατόρθωσε και έκαμε ένα μικρό μαγαζί και εργαζόταν με την βοήθεια και της συζύγου του. Έκαμαν δύο παιδιά και έζησαν αγαπημένοι και ευτυχισμένοι. Τη ζωή τους, μετά το θάνατο του πατέρα μου, την παρακολούθησα από ανθρώπινο ενδιαφέρον.
Θα ομιλήσω τώρα, εν συντομία, για τον Τούρκο λυράρη Ναΐμη και υπό ποιές συνθήκες και διά ποιόν λόγο συνδεθεί με τον Μουκαβία, υπό την προστασία και την βοήθεια του οποίου θα πραγματοποιούσε την ενδόμυχο επιθυμία του και απόφασή του να γίνει χριστιανός, αποφεύγοντας την αντίδραση των ομοθρήσκων του.
Όταν ο Μουκαβίας οργάνωσε το καφενείο στο Καμαράκι, το ρεύμα των προσερχόμενων δεν είχε την έννοια των πελατών. Όλοι οι προσερχόμενοι ήσαν θαυμαστές του και φίλοι του, από όλες τις τάξεις, παρατάξεις και πολιτικών φρονημάτων. Κανένας εκ των προσερχόμενων δεν τόλμησε ποτέ, για οιονδήποτε λόγο, να προσβάλει άλλον μέσα στο καφενείο. Αλλοίμονο του. Με μιά λέξη, το καφενείο ήτο άσυλο ασφαλείας και προστασίας, οιουδήποτε εισερχομένου, από τον ίδιο το Μουκαβία. Εις την πρόσοψη είχε τεθεί μεγάλη επιγραφή:
ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ
Η ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΠΟΥΝΤΖΑΚΗΣ
Τον Ναΐμη τον είχε αρχικώς προσλάβει ο Μουκαβίας στην υπηρεσία του καφενείου ως νταμπήν. Κάθε βράδυ όμως, το καφενείο γέμιζε από φιλικές παρέες, που ερχόταν για συνάντηση με το Μουκαβία και με διάθεση και κέφι για φαγοπότι. Αυτό ανάγκασε το Μουκαβία να μετατρέψει το καφενείο τις βραδινές ώρες σε κέντρο αναψυχής και διασκεδάσεως, με άφθονους εκλεκτούς μεζέδες, με ποτά εκλεκτής ποιότητος και κρασί εξαιρετικό λιάτικο μπρούσκο που του έφερναν από τις Δαφνές. Από τότε ο Ναΐμης, που ήταν άριστος λυράρης, μαζί με ένα άλλον οργανοπαίκτη που έπαιζε λαούτο, έπαιζαν κάθε βράδυ προς διασκέδαση του κόσμου που έρχονταν. Έτσι συνέχισε το καφενείο εργαζόμενο, όταν μεταφέρθηκε στο λιμάνι.
Όταν αργότερα ο Ναΐμης πνίγηκε από ανατροπή της βάρκας, με την οποίαν είχε βγει έξω από το λιμάνι, για ψάρεμα, μαζί με ένα φίλο του, που κατόρθωσε και σώθηκε, τότε ο Μουκαβίας πρόσλαβε δύο Καλύμνιους οργανοπαίκτες, ο ένας βιολί και ο άλλος σαντούρι. Τη χρονιά εκείνη που πνίγηκε ο Ναΐμης, επρόκειτο να τον βαφτίσει χριστιανό ο Μουκαβίας.
Τα χρόνια εκείνα υπήρχε μεγάλη φτώχια, όχι μόνο στο Ηράκλειο, αλλά και στα περισσότερα χωριά του Νομού. Πολλοί νέοι, κυρίως από χωριά, μετανάστευσαν στην Αμερική και σε άλλα κράτη. Φτωχές οικογένειες από χωριά φέρνανε τα παιδιά τους στο Ηράκλειο και τα μεν κορίτσια τα βάζανε σε ευκατάστατα σπίτια δούλες (έτσι έλεγαν τότε την οικιακή βοηθό) και τα αγόρια παραγιούς σε διάφορα επαγγέλματα. Βασική αμοιβή τους ήταν η τροφή τους και μέρος για να κοιμούνται. Για τα κορίτσια η συμφωνία πληρωμής γινόταν από τους γονείς των με τη χρονιά, για δε τα αγόρια η πληρωμή άρχιζε μετά την εκμάθηση της δουλειάς και ανάλογα με τη συμφωνία των γονέων.
Πολλές φτωχές γυναίκες από χωριά, όταν γεννούσαν παιδί, γινόταν βυζάστρες σε οικογένειες στο Ηράκλειο που είχαν μωρά και ανάγκην από γάλα.
Στο Ηράκλειο οι περισσότερες συνοικίες ήσαν φτωχομαχαλάδες, που ζούσαν φτωχές οικογένειες υπό άθλιες συνθήκες. Η επαιτεία είχε εξαπλωθεί, με πολλές μορφές, από ηλικιωμένους και αναπήρους.
Αρρώσταιναν άνθρωποι και δεν είχαν να πληρώσουν ούτε μία επίσκεψη γιατρού να τους εξετάσει. Πέθαιναν και δεν είχαν οι οικείοι τους ούτε το φέρετρο να αγοράσουν.
Πολλοί εγκατέλειπαν τις οικογένειές τους. Άλλοι πιεζόμενοι από τη φτώχια και τις καθημερινές ανάγκες, παρασύρονταν σε παρανομίες, με αποτέλεσμα να τους συλλαμβάνουν, να τους προφυλακίζουν και να τους δικάζουν.
Οικογένειες διαλύονταν. Μηχανισμοί και οργανισμοί Κοινωνικής Πρόνοιας δεν υπήρχαν. ‘Όλοι οι υποφέροντες στήριζαν τις ελπίδες τους στη φιλανθρωπία και στον ανθρωπισμό των συνανθρώπων τους.
Σε αυτή τη δύσκολη περίοδο της κοινωνικής ανασυγκρότησης του Ηρακλείου, από τις πληγές της πολλαπλής δουλείας, ο Μουκαβίας έγινε το καταφύγιο και ο προστάτης και βοηθός των ανθρώπων που υπέφεραν και είχαν ανάγκη βοήθειας και συμπαραστάσεως.
Σε άπορες οικογένειες που είχαν άρρωστο, ο Μουκαβίας έστελνε γιατρό και τους εξέταζε και πλήρωνε και τα φάρμακα που είχαν ανάγκη. Όταν πέθαιναν άποροι, εξασφάλιζε τα έξοδα της ταφής ττους με έρανο τον οποίον ο ίδιος έκανε.
Προσέφερε βοήθεια σε οικογένειες που τις εγκατέλειψαν οι άνδρες τους και με το κύρος της ψυχικής του δύναμης απέτρεπε τη διάλυση της οικογένειας.
Πρόσωπα τα οποία συλλάμβανε η Χωροφυλακή για παραπτώματα και παρανομίες και τα είχε στο κρατητήριο, ο Μουκαβίας φρόντιζε, προτού γίνει δικογραφία και τα απελευθέρωνε. Κανένας από αυτούς που απελευθερώθηκαν δεν έδωσε, ποτέ πλέον, αφορμή στη Χωροφυλακή να τον συλλάβει. Έτυχε, λίγα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα μου, να γνωρίσω αξιωματικό της Χωροφυλακής εν αποστρατεία, που υπηρετούσε τότε στη Διοίκηση της Χωροφυλακής και αυτός μου επιβεβαίωσε αυτά που αναφέρω.
θα εξιστορήσω, στη συνέχεια, λίγες χαρακτηριστικές περιπτώσεις του ανθρωπισμού του Μουκαβία, τις οποίες γνωρίζω προσωπικώς, για να μπορέσουν οι αναγνώστες, που έχουν εσωτερική έφεση, να εισδύσουν στη δύναμη και στο νόημα της δύναμης της ψυχής του κάθε ανθρώπου, που συγκινείται από τη δυστυχία του συνανθρώπου του και ενεργεί με τη φωνή της συνειδήσεώς του.
Ένα καλοκαιρινό απόγευμα, ο πατέρας μου καθόταν απέξω από το καφενείο. Πιο κάτω προς το μέρος της θάλασσας, εις απόσταση 30 περίπου μέτρων, υπήρχε μία βρύση, την οποίαν πλησίασε ένας ζητιάνος και αφού έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του να δροσισθεί, κάθισε στο πεζοδρόμιο να ξεκουραστεί. Έβαλε δίπλα του ένα σάκο που κρατούσε και τη βέργα που στηριζόταν.
Ο πατέρας μου τον παρατηρούσε και μιά στιγμή μου φωνάζει και μου λέει: «Πήγαινε παιδί μου να φέρεις εδώ αυτόν τον άνθρωπο που κάθεται δίπλα στη βρύση. Πέστου πως τον θέλω». Πήγα εγώ αμέσως και βλέπω ένα άνθρωπο σε τέτοια κατάσταση που τον λυπήθηκα. Φορούσε κουρέλια και ήταν ξυπόλυτος, τα δε πόδια του ήταν πρησμένα με πληγές και ματωμένα. Όταν του είπα ότι τον θέλει ο Μουκαβίας, με κοίταξε με ένα βλέμμα απλανές. Του το επανέλαβα και τότε σηκώθηκε με δυσκολία και στηριζόμενος στη βέργα, με σιγανό βήμα ήλθε στον πατέρα μου. Σηκώνεται τότε ο Μουκαβίας, τον βάζει μέσα στο μαγαζί και καθίζει και μετά δίδει εντολή στο σερβιτόρο να του βάλει να φάει και ένα ποτήρι κρασί. Εγώ παρακολουθούσα όλη την σκηνή με ενδιαφέρον και περιέργεια.
Όταν έφαγε ο δυστυχής αυτός άνθρωπος, ο πατέρας μου κάθισε δίπλα του. Του προσέφερε καφέ και τσιγάρο και με τη κουβέντα που ακολούθησε έμαθε ο Μουκαβίας ότι είχε έλθει πρόσφυγας από τη Σύμη μόνος του και ότι ούτε γονείς είχε, ούτε οικογένεια δική του. Δεν μπόρεσε να βρει δουλειά, αρρώστησε και αναγκάστηκε να γίνει ζητιάνος και να κοιμάται όπου εύρισκε μέρος να προφυλάσσεται από το κρύο και τη βροχή. Το όνομά του ήταν Σταμάτης και η ηλικία του δεν θα υπερέβαινε τα σαράντα χρόνια.
Ο τρόπος με τον οποίον του φέρθηκε ο πατέρας μου και το ενδιαφέρον που έδειξε ως άνθρωπος να τον βοηθήσει, αναπτέρωσε το ηθικό του και η ελπίδα έσβησε την απελπισία που έβλεπες στο πρόσωπό του.
Ο Μουκαβίας ανέθεσε μετά σε ένα από τους δύο καπετάνιους που είχε στα αλιευτικά καΐκια και βρήκε την ίδια βραδιά δωμάτιο και γυναίκα να αναλάβει τη προμήθεια του αναγκαίου ρουχισμού και τη φροντίδα της περιποίησης του δυστυχή και άρρωστου αυτού ανθρώπου.
Μέσα σε ένα μήνα, ο άνθρωπος αυτός θεραπεύθηκε τελείως και επανέκτησε τις δυνάμεις του. Ο Μουκαβίας του βρήκε δουλειά αμέσως στο λιμάνι, έγινε δε ένας από τους καλύτερους εργάτες ξηράς και θάλασσας.
Τις μεγάλες γιορτές των χριστιανών, Χριστούγεννα και Πάσχα, παραμονές αυτών, ο Μουκαβίας ανέβαινε στο ανώγειο του καφενείου και εκεί, χωρίς να τον βλέπει κανένας, έκοβε αρνιά που είχε προμηθευθεί και μαζί με άλλα τρόφιμα, γέμιζε πολλά καλάθια. Τα μεσάνυκτα ερχόταν δύο δικοί του άνθρωποι και με αυτούς τα έστελνε σε φτωχές οικογένειες με τον εξής τρόπο. Πλησίαζαν οι δύο κατατοπισμένοι εργάτες τα φτωχόσπιτα και ο ένας βοηθούσε τον άλλο και έβγαινε στο τοίχο και χωρίς θόρυβο με σκοινί τα κατέβαζε στην αυλή. Μετά κτυπούσαν δυνατά την εξώπορτα και όταν άκουγαν να άνοιγει ή μέσα πόρτα έφευγαν.
Μεταξύ θερίσου και Μασταμπά ο Μουκαβίας είχε ένα αμπέλι σουλτανί. Στην ίδια περιοχή υπήρχαν και άλλα αμπέλια, τα οποία οι ιδιοκτήτες τους τα είχαν περιφράξει με συρματόπλεγμα. Ο Μουκαβίας το δικό του το είχε αφήσει απερίφρακτο και είχε δώσει εντολή στον αγροφύλακα της περιοχής, να μη διώχνει άνθρωπο που έμπαινε μέσα να κόψει σταφύλι να φάει. Εκτός αυτού, κάθε χρόνο Αύγουστο μήνα που ήσαν ώριμα τα σταφύλια, ο Μουκαβίας σχημάτιζε ομάδα από εργάτες και ψαράδες γύρω στα δέκα άτομα και με ένα μεγάλο κοφίνι κάθε άτομο, και με άνθρωπό του ως οδηγό, πήγαιναν στο αμπέλι και γέμιζαν τα κοφίνια σταφύλια. Κατόπιν έμπαινε ο οδηγός μπροστά και οι εργάτες, με το κοφίνι στον ώμο, τον ακολουθούσαν ο ένας πίσω από τον άλλο. Όταν έμπαιναν στη Χανιόπορτα, ο οδηγός έπαιρνε κατεύθυνση αριστερά προς τη θάλασσα και γυρομπεντενιά πήγαιναν στο λιμάνι. Εκεί γινόταν διανομή σε οικογένειες εργατών και ψαράδων που κατοικούσαν τότε σε μαχαλάδες στη περιοχή του λιμανιού.
Κατάδικοι βαρυποινίτες, έστελναν από τις φυλακές γράμματα στο Μουκαβία και τον παρακαλούσαν να συμπαρασταθεί στις οικογένειές τους που υπέφεραν. Ο Μουκαβίας, από ανθρωπισμό, έπραττε αυτό που έπρεπε και τις ανακούφιζε από τις δυσκολίες και τα προβλήματα της ζωής τους.
Πολλοί τότε φυλακισμένοι είχαν τεχνικές ικανότητες και μη δυνάμενοι να υποφέρουν το άγχος της αδράνειας μέσα στη φυλακή, κατασκεύαζαν διάφορα τεχνουργήματα και χειροτεχνήματα, κατά το πλείστον εξαιρετικής τέχνης και τα έστελναν στο Μουκαβία, με πρόσωπον της οικογένειας τους. Μετά την εκτίμηση του ποσού που έπρεπε να εισπραχθεί, ο Μουκαβίας τα τοποθετούσε σε ορισμένη θέση στο καφενείο και τα διέθετε με λαχειοφόρο κλήρωση 100 αριθμών σε τιμή που το σύνολο της εισπράξεως να είναι μεγαλύτερο της εκτίμησης. Όσοι ερχόταν στο καφενείο και τα έβλεπαν, ήξεραν ότι ήτο βοήθεια του Μουκαβία προς φυλακισμένους και αυθόρμητα κάλυπταν τα νούμερα και γινόταν η κλήρωση. Με τον τρόπο αυτόν ο Μουκαβίας τους βοηθούσε και τους ανακούφιζε.
Την περίοδο αυτήν της κοινωνικής εξαθλιώσεως, την χειροτέρευσε και ο διχασμός των Ελλήνων, με την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, εις τον οποίον εισήλθε και η Ελλάς με πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, του Βασιλέως Κωνσταντίνου εκτοπισθέντος από τις Δυνάμεις Αγγλίας – Γαλλίας, και εξορισμένων κατόπιν και των μελών της αντιθέτου πολιτικής παρατάξεως, με αρχηγό τον Δημήτριο Γούναρη.
Ο διχασμός αυτός είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τον φανατισμό των δύο πολιτικών Παρατάξεων, με τραγικές συνέπειες, τις οποίες πλήρωσε ο Ελληνικός λαός και στη συνέχεια και ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας. Διά τα περαιτέρω είναι αρμόδιοι οι ιστορικοί του παρόντος και του μέλλοντος.
Ο Μουκαβίας την περίοδο εκείνη, έπραξε ως άνθρωπος και ως άνδρας το καθήκον του, προς πάσα κατεύθυνση, με κύριο στόχο την προστασία, την ανακούφιση και τη βοήθεια συνανθρώπων του που υπέφεραν και την εκτόνωση του φανατισμού που είχε τυφλώσει την κρίση και την λογική των συγκρουομένων.
Το δραματικό αυτό κεφάλαιο της ιστορίας της περιόδου εκείνης, θα το κλείσω με λόγια προφητικά που είπε ο Μουκαβίας σε φίλους του. Ήμουνα παρών, γιατί πάντοτε με ήθελε δίπλα του όταν είχε παρέα, για ν’ ακούω τι λένε οι μεγάλοι. Όσα άκουσα δεν τα λησμόνησα και ούτε θα τα λησμονήσω. Τα παραθέτω όπως τα είπε:
«Ο Ελληνικός Λαός ποτέ δεν θα προκόψει και ποτέ δεν θα χαρεί πραγματική και ανεξάρτητη ελευθερία, εάν δεν νικήσει τον δαίμονα που τον διχάζει και τον φανατίζει».
Τα λόγια αυτά του Μουκαβία ήσαν τότε και είναι και σήμερον, μήνυμα και προειδοποίηση των επερχομένων γενεών και της ηγεσίας αυτών, όχι μόνον της πολιτικής αλλά και της πνευματικής.
Το έτος 1917 η Συντεχνία των Φουρνάρηδων (έτσι λέγανε τότε τους αρτοποιούς), απεφάσισε ομόφωνα να μεταφέρουν, τη χρονιά εκείνην, με επίσημη τελετή, την εικόνα του προστάτη τους Αγίου Σπυρίδωνος, μετά την Θεία Λειτουργία την εορτάσιμον ημέρα 12 Δεκεμβρίου, στο σπίτι του Μουκαβία, όπου θα έμενε μέχρι του επομένου έτους, κατά το έθιμο που ίσχυε για όλους τους φουρνάρηδες που έπαιρναν διαδοχικός κάθε χρόνο την εικόνα του Αγίου στο σπίτι τους.
Η απόφαση αυτή των φουρνάρηδων ελήφθη ως έκφραση αναγνωρίσεως και ευχαριστιών προς τον Μουκαβία, διά τα όσα, ως χριστιανός φιλάνθρωπος, προσέφερε τη δύσκολη εκείνη περίοδο στους δεινοπαθούντες και υποφέροντες συνανθρώπους του.
‘Όταν επιτροπή της Συντεχνίας ανήγγειλε στο Μουκαβία την απόφασή τους, ο Μουκαβίας την απεδέχθη με συγκίνηση και τους ευχαρίστησε.
Κατά τη διάρκεια του έτους που έμεινε, κατά το έθιμο, η εικόνα στο σπίτι του Μουκαβία, το κανδήλι που άναψε η μητέρα μου στο εικόνισμα του Αγίου, δεν το άφησε ποτέ να σβήσει.
Η τιμητική και ευγενής αυτή εκδήλωση και προσφορά της Συντεχνίας των Φουρνάρηδων προς τον Μουκαδία, είχε βαθειά απήχηση στην ψυχή του λαού, γιατί το λαό αγάπησε ο Μουκαβίας και από το λαό αγαπήθηκε.
Εδώ θα αναφέρω μία μοναδική, ίσως, εκδήλωση αγάπης, υψηλού ηθικού επιπέδου, από ένα φυλακισμένο, προς τον προστάτη της οικογένειας του, Μουκαβία. Ο βαρυποινίτης εκείνος κατάδικος, μέσα στο κελί της φυλακής σκάλισε σε ξύλο, με καταπληκτική τέχνη, την εικόνα του Αγίου Γεωργίου πάνω στο άλογο και την έστειλε δώρο στο Γεώργιο Μουκαβία την ημέρα της γιορτής του.
Την εικόνα αυτή την έχει σήμερον, ως κειμήλιο, ο εγγονός του Μουκαβία εκ της κόρης του, Μιχάλης Βοριζανός οφθαλμίατρος κάτοικος Αθηνών. Δυστυχώς, παρά την έντονη επιθυμία μου, ένεκα πολλών τεχνικών δυσκολιών και υψηλού κόστους, δεν είναι εφικτή έγχρωμη αποτύπωση σε φωτογραφία της εικόνας, και κυρίως άνευ κινδύνου μειώσεως της εκφράσεως της αυθεντικής εικόνος και των μουσικών παλμών του ψυχικού πόνου του βαρυποινίτη καταδίκου, που του ενέπνευσε αυτό το αριστούργημα διά της πνευματικής αυτού ανατάσεως στην αόρατη άλλα υπαρκτή υπερβατική Δύναμη.
Η βαθειά Πίστη του Μουκαβία προς την Χριστιανική θρησκεία και στα διδάγματα της Διδασκαλίας του Ιησού Χρίστου, ήσαν δι αυτόν Πηγή φωτισμού και ψυχικής δύναμης. Αυτή η εσωτερική μόρφωση του συναισθηματικού κόσμου του Μουκαβία, ήτο έργο της μητέρας του, η οποία ως μάνα χριστιανή τον ανέθρεψε, από μικρής ηλικίας, με αρχές που τον οδήγησαν ιστό δρόμο που ακολούθησε, διά να εκτελέσει τα καθήκοντά του ως άνθρωπος προς τους συνανθρώπους του και την πατρίδα του, χωρίς να έχει στόχο ανταλλάγματα, διότι επροστατεύετο από τα ευγενή του αισθήματα.
Τα όσα έπραξε στο πέρασμα της ζωής του, ως πατριώτης και ως άνθρωπος με βαθύ ανθρωπισμό, είναι αναρίθμητα, και μόνον η φήμη τους προστέθηκε, εκ του στόματος του λαού, στην παράδοση που άφησε η πολύπλευρη δράση του.
Αυτή ήτο η ζωή του ΜουΚαβία, μέχρι που ήλθε η μοιραία ημέρα της αποβιώσεως του. Ήτο η 31η Μαΐου 1919, όταν αιφνίδια και απρόβλεπτη καρδιακή προσβολή, έσβησε το φώς του και του άνοιξε την πόρτα του άλλου κόσμου.
Η είδηση του θανάτου του Μουκαβία συγκλόνισε το λαό του Ηρακλείου. Το σπίτι γέμισε από φίλους και γνωστούς, Χριστιανούς και Τούρκους.
Όλοι οι προμηθευτές του απαραιτήτων ανά την κηδεία, προσήλθαν και προσέφεραν τα πάντα, ως και την Ελληνική Σημαία περιτυλίξεως του φέρετρου, ως Δώρο Τιμής εις την μνήμην του Μουκαβία.
Σύσσωμος ο Κλήρος, με επί κεφαλής της Ηγεσίας της Εκκλησίας, προσήλθε αυθόρμητα και εκήδευσε τον Μουκαβία. Η πράξη αυτή της Εκκλησίας ήτο προς τιμήν της.
Κατά την ώρα της κηδείας το απόγευμα, όλα τα καταστήματα και τα μαγαζιά σταμάτησαν τις εργασίες τους και προσήλθαν όλοι, Χριστιανοί και Τούρκοι, στην κηδεία. Το φέρετρο το κρατούσαν σε όλη τη διαδρομή Χριστιανοί και Τούρκοι, εναλλασσόμενοι. Η συρροή του λαού στην κηδεία ήτο άνευ προηγουμένου την εποχή εκείνη. Την ημέρα εκείνη έκλαψαν πολλοί. Ο ζητιάνος που του είχε σώσει τη ζωή, κλαίγοντας, κρατούσε το φέρετρο μέχρι το Νεκροταφείο.
Από έρευνα της εβδομαδιαίας εφημερίδος Ηρακλείου «ΕΘΝΙΚΗ ΦΩΝΗ», εις τα αρχεία της Βικελαίας Βιβλιοθήκης του Δήμου Ηρακλείου, ανευρεθεί η τότε μία μόνο εκδιδόμενη πρωινή εφημερίδα, από τον δημοσιογράφο και ιστορικό Ιωάννη Μουρέλλο, με τίτλο «ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ». Όλων των άλλων εφημερίδων, ως διαπιστωθεί, είχε διακοπεί, την εποχή εκείνη, η έκδοση. Το γιατί, ας δώσει την απάντηση κάθε αναγνώστης στον εαυτό του. Της εκδιδομένης εφημερίδας (χρονολογίας 1 Ιουνίου 1919), ανατυπώνω διά φωτοτυπίας την αναγγελία του αιφνιδίου θανάτου του Μουκαβία.
ΠΕΝΘΗ
Αιφνιδίως απεβίωσε χθες ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΠΟΥΝΤΖΑΚΗΣ η ΜΟΥΚΑΒ1ΑΣ γνωστή εν τη πόλη μας φυσιογνωμία λόγω των πολλαπλών αρετών του ως πολίτου, ως οικογενειάρχου, ως φίλου.
Την κηδεία του γενομένη το απόγευμα παρηκολούθησεν άπειρον πλήθος κόσμου δικαίως εκτιμώντας τον εκλιπόντα, όλοι δε οι καφεπώλαι της πόλεως, εις το Σωματείο των οποίων ανήκε και έγκριτον απετέλει μέλος ο μεταστάς, είχαν κλείσει, εις ένδειξη πένθους διά την απώλεια τοιούτου συναδέλφου και φίλου, τα καταστήματα των.
Η «Νέα Έφημερίς» ειλικρινώς λυπουμένη διά τον πρόωρο θάνατον του χρηστού μέλους της κοινωνίας μας, απευθύνει θερμά συλλυπητήρια εις την χήρα και τους λοιπούς οικείους του μεταστάντος.
Με την αναδημοσίευση ταύτην της αναγγελίας του θανάτου του πατέρα μου, σφραγίζω τα όσα μου επετρέπετο να αφηγηθώ, προς χάριν της παραδόσεως, σεβόμενος τις αρχές του και την ταπεινοφροσύνη του, δι όσα έπραττε για την πατρίδα του και τους συνανθρώπους του.
Το κείμενο και η φωτογραφία αντλήθηκαν από το βιβλίου του Ευάγγελου Γ. Σαπουτζάκη Ο Μουκαβίας 1866-1919. Αθήνα 1986.
Το πρωτότυπο κείμενο εντός του βιβλίου είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα με το πολυτονικό. Για να είναι ευανάγνωστο από όλους, έγινε απλοποίηση του κειμένου, χωρίς να αλλάξει το νόημα καμίας λέξης.