Η ζωή και το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη
Δημοσίευμα του 2009
Του ΗΛΙΑ Δ.ΜΠΑΡΟΥΝΗ
Συμπληρώθηκαν φέτος 25 χρόνια από τον θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη και σίγουρα είμαστε τώρα πιο ώριμοι να ρίξουμε μια προσεκτικότερη αλλά και αντικειμενικότερη ματιά στην πορεία και στο έργο του. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, και κυρίως μετά τη μεταπολίτευση, ο Τσιτσάνης, όπως και άλλοι εκπρόσωποι του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, βρέθηκαν στο «στόχαστρο» συλλεκτών και μελετητών. Αυτό, σε αρκετές περιπτώσεις, είχε αποτέλεσμα να δημιουργηθούν κάποιοι μύθοι γύρω από τα πρόσωπα αυτά. Ο Τσιτσάνης, που έζησε μέχρι τον Γενάρη του 1984, είχε την ευκαιρία με διάφορες συνεντεύξεις του να ξεκαθαρίσει σε κάποιο βαθμό τη ζωή και το έργο του.
Άρχισα τη συλλογή δίσκων γραμμοφώνου το 1979. Δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω τον Τσιτσάνη από κοντά, αλλά εκείνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι ήδη από τη δεκαετία του 70 υπήρχαν συλλέκτες που συγκέντρωναν υλικό μόνο γι’αυτόν. To 1979 οι δίσκοι του (προπάντων οι παλαιότεροι) κόστιζαν στο Μοναστηράκι από 3.000 έως 5.000 δρχ., την ίδια στιγμή που η μέση τιμή ενός δίσκου γραμμοφώνου ήταν 300 δρχ. Ήταν φυσικά αδύνατο για μένα, σαν συλλέκτη, να παρακολουθήσω αυτό το αλισβερίσι. Ένας από τους πρώτους «Τσιτσανικούς» συλλέκτες, ο Βαγγέλης Μαρίνος, μου έχει αναφέρει ότι τα περισσότερα τραγούδια του Τσιτσάνη ήρθαν στην επιφάνεια ύστερα από πολλά χρόνια αφάνειας, χάρη στους παλιούς δίσκους. Μάλιστα κάποιες φορές πήγαιναν στον Τσιτσάνη έναν δικό του δίσκο, τον έπαιζαν χωρίς να δει την ετικέτα και σε μερικές περιπτώσεις είχε ξεχάσει εντελώς ποιο τραγούδι του ήταν. Αυτό λοιπόν το ενδιαφέρον και η κινητικότητα είχαν αποτέλεσμα να μαζευτεί σιγά σιγά σχεδόν όλο το δισκογραφικό έργο του Τσιτσάνη και να γραφτούν αρκετά βιβλία γι’αυτόν, κάτι που μας βοηθά τώρα να προσφέρουμε ένα συνοπτικό βιογραφικό, βασισμένο σε πολλές διασταυρωμένες πληροφορίες, χωρίς βέβαια να αποκλείουμε να υπάρχουν ακόμα κάποια «θολά» σημεία, τα οποία ίσως να μην ξεκαθαριστούν ποτέ.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στις 18-1-1915 στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες που είχαν εγκατασταθεί εκεί. Ο πατέρας του ήταν τσαρουχάς, είχε όμως μεράκι με τη μουσική κι έπαιζε με μια μαντόλα κυρίως κλέφτικα τραγούδια. Στα παιδικά χρόνια του Βασίλη, ο πατέρας του μετέτρεψε τη μαντόλα σε μπουζούκι, αλλά δεν άφηνε κανέναν να το αγγίζει. Ο Τσιτσάνης βίωσε δύσκολα παιδικά χρόνια αφού από 14 παιδιά που απόκτησαν συνολικά οι γονείς του επέζησαν μόνο τα 4 και εκτός απ’ αυτό σε ηλικία 12 ετών έχασε τον πατέρα του. Τότε άρχισε να παίζει το μπουζούκι που υπήρχε στο σπίτι και σιγά σιγά να αποκτά δεξιοτεχνία και να σκαρώνει τα πρώτα τραγούδια του. Ωστόσο, στο μάθημα της ευρωπαϊκής μουσικής, που έκαναν στο Γυμνάσιο, ο Τσιτσάνης διέπρεπε παίζοντας βιολί. Σίγουρα η εμπειρία αυτή διεύρυνε τους μουσικούς του ορίζοντες, όμως τελικά τον κέρδισε το μπουζούκι και η ελληνική λαϊκή μουσική.
Δεκαετία ’30
Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο και παρά τις οικονομικές και άλλες δυσκολίες, αποφάσισε να κατεβεί στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά. Στην Αθήνα πρέπει να κατέβηκε το φθινόπωρο του 1935 και για να επιβιώσει έπαιζε μπουζούκι σε διάφορα μικρομάγαζα. Εκείνη την περίοδο (ή και λίγους μήνες πριν στα Τρίκαλα), γνώρισε τον έξι χρόνια μεγαλύτερο του, δημιουργό και τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο από τα Φιλιατρά Μεσσηνίας, ο οποίος δούλευε παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας δημοτικά και ρεμπέτικα. Ο Περδικόπουλος αναγνώρισε αμέσως το ταλέντο και τη δεξιοτεχνία του Τσιτσάνη, συνδέθηκε με στενή φιλία μαζί του και προσπάθησε να τον προωθήσει στις δισκογραφικές εταιρείες, αφού και μεγαλύτερη μουσική εμπειρία είχε αλλά και στη δισκογραφία ήταν ήδη από το 1934. Αν και ο Περδικόπουλος είχε ηχογραφήσει στην εταιρεία του Λαμπρόπουλου, εν τούτοις σύστησε τον Τσιτσάνη στην εταιρεία του Μάτσα, στην οποία μουσικός υπεύθυνος ήταν τότε ο εμπειρότατος Σπύρος Περιστέρης. Ο Περιστέρης άκουσε τον Τσιτσάνη, αλλά απέφυγε δυο-τρεις φορές να τον περάσει στη δισκογραφία λέγοντας «Θα δούμε αργότερα», κάτι που απογοήτευσε τον Βασίλη και μάλιστα πολλά χρόνια αργότερα εξέφραζε κάποια παράπονα γι’ αυτό το γεγονός. Αν θέλουμε όμως να είμαστε αντικειμενικοί, πρέπει να πούμε ότι για να μπει τότε κάποιος στη δισκογραφία, έπρεπε εκτός από τυχόν γνωριμίες να είναι κορυφή στο είδος του και επιπλέον να καλύπτει κάποια κενά στις ανάγκες της εταιρείας. Και ναι μεν ήταν ταλέντο ο νεαρός από τα Τρίκαλα, όμως τότε κυριαρχούσαν «ογκόλιθοι» στη δισκογραφία σε όλα τα μουσικά είδη.
Παρ’ όλα αυτά, ο Περιστέρης έπειτα από λίγους μήνες τον αναζήτησε μόνος του και έτσι ηχογράφησαν έναν δίσκο μαζί με τον Περδικόπουλο. Στη μια πλευρά ήταν το συρτό ο «Αμαξάς», σύνθεση του Περδικόπουλου, με μπουζούκι τον Τσιτσάνη και ερμηνευτή τον συνθέτη, και στην άλλη το «Σ’ έναν ντεκέ σκαρώσανε», σύνθεση φαινομενικά και των δύο, με τον Τσιτσάνη στο μπουζούκι και τη Γεωργία Μιττάκη στο τραγούδι. Αυτός ο δίσκος είναι από τους σημαντικότερους στην ελληνική δισκογραφία γιατί το δίδυμο Τσιτσάνης – Περδικόπουλος, αφ’ ενός μεν ξαναβάζει το μπουζούκι να σολάρει σε δημοτικό τραγούδι, αφ’ έτερου δε γιατί στο δεύτερο τραγούδι έχει έναν μανέ προς το τέλος, κάτι που θυμίζει αδέσποτα ρεμπέτικα όπως τα ερμήνευσε η κυρία Κούλα στην Αμερική, γύρω στο 1920. Οι μελωδίες των δύο αυτών τραγουδιών, οι ερμηνείες των τραγουδιστών και το παίξιμο και ηχόχρωμα του Τσιτσάνη είναι ασύγκριτα. Επειδή πολύς λόγος έχει γίνει για το πότε έγινε αυτή η ηχογράφηση, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο αριθμός μήτρας του πρώτου αυτού τραγουδιού του Τσιτσάνη, είναι GO 2430.Λίγο πριν, και με αριθμό GO 2412, έχουμε ένα τραγούδι του Λ. Ρούβα με τίτλο «Εχάσαμε τον στρατηγό Κονδύλη». Επειδή ο Κονδύλης πέθανε 31-1-1936, σε καμία περίπτωση ο Τσιτσάνης δεν ηχογράφησε νωρίτερα. Το πιθανότερο λοιπόν είναι η ηχοληψία να έγινε την άνοιξη του 1936.
Προς το τέλος του ίδιου χρόνου (1936) ηχογράφησε τέσσερις ακόμα συνθέσεις του, οι δύο εξ αυτών ένα συρτό κι ένα καλαματιανό, το οποίο δείχνει είτε επηρεασμό από τον Περδικόπουλο είτε και επιλογή του Περιστέρη. Γεγονός πάντως είναι ότι ο Τσιτσάνης, στο ξεκίνημά του, συνέθετε και έπαιζε δημοτικού ύφους τραγούδια και μάλιστα με πολύ ωραίο τρόπο. Κάτι ακόμα που 8α πρέπει να τονιστεί είναι ότι το όφελος από τους δίσκους δεν ήταν το άμεσα οικονομικό, αλλά η προβολή του ονόματος του δημιουργού σε όλη την Ελλάδα και πολλές φορές και στον Ελληνισμό του εξωτερικού. Συνεπώς, ο καθένας προσέφερε για ηχογράφηση ό,τι καλύτερο διέθετε και πρόθυμα δεχόταν, στις αρχές, να χαρίζει ή και να μοιράζεται κάποιες συνθέσεις του. Τον επόμενο χρόνο (1937) συναντάμε τον Τσιτσάνη και στις δύο εταιρείες δίσκων, με δέκα ηχογραφήσεις, στις οποίες βλέπουμε ότι κατασταλάζει σιγά σιγά στο ρεμπέτικο ύφος.
To 1938 είναι μια πολύ σημαντική χρονιά για τον Τσιτσάνη γιατί στις 30 Απριλίου παρουσιάζεται στρατιώτης στο τάγμα τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη. Επειδή οι δίσκοι του έκαναν μεγάλη επιτυχία γιατί είχαν καινούργιο αέρα, πηγαίες εμπνεύσεις, με κάτι το διαφορετικό πάνω τους, η δισκογραφία προφανώς τον αναζητούσε επίμονα. Επί πλέον, ήδη από το 1937, είχε επιβληθεί λογοκρισία σε στίχους και μουσική από την κυβέρνηση Μεταξά και πολλοί συνθέτες του ρεμπέτικου σκόνταψαν σε… τοίχο. Επρεπε δηλαδή να βάζουν κανόνες στην έμπνευσή τους, οπότε ο αγαπημένος τους χώρος, η μαγκιά και το περιθώριο, έμειναν πλέον εκτός θεματογραφίας. Κάποιοι εγκατέλειψαν τη δισκογραφία, όπως ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Γιουβάν Τσαούς, ο Σωτήρης Γαβαλάς και άλλοι. Κάποιοι πάλι, προσπάθησαν να προσαρμοστούν στις νέες επιταγές. Για τον Μάρκο πάντως η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, αφού αυτός ήταν τότε ο κατ’εξοχήν εκφραστής της μαγκιάς. Ακόμα και στα ερωτικά του τραγούδια, μιλούσε πάντα με αργκό και ζοριλίκι.
Ο Τσιτσάνης όμως τότε ήταν το καινούργιο αίμα, έδωσε ό,τι καλύτερο μπορούσε κι έτσι το ρεμπέτικο τραγούδι πέρασε ομαλά τη μεταμόρφωσή του σε λαϊκό. Το 1938, αν και στρατιώτης, συνέθετε και έπαιζε σε μαγαζιά της Θεσσαλονίκης και κάθε τόσο κατέβαινε στην Αθήνα για να τα ηχογραφήσει. Οι δίσκοι τον είχαν κάνει πασίγνωστο, αφού συνεργαζόταν και με τις δύο εταιρείες, αλλά και με τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής. Ξεπέρασε σε ηχογραφήσεις όλους τους τότε συνθέτες του ρεμπέτικου-λαϊκού, όμως τα μυαλά του δεν πήραν αέρα. Με σοβαρότητα και καλούς τρόπους έγινε αποδεκτός και επέβαλε το δικό του ύφος στους ερμηνευτές. Επίσης δισκογράφησε τραγούδια που ισχυρίζεται ότι είχε συνθέσει στα νεανικά του χρόνια, καθώς και άλλα που εμπνεύστηκε στο στρατό και στη Θεσσαλονίκη. Ο Τσιτσάνης ήταν τελειομανής, δούλευε ατελείωτες ώρες τα τραγούδια του και στις πρόβες ήταν ακούραστος. Κατά βάθος ήξερε ότι εκτός από τη διαφήμιση και το οικονομικό όφελος που του προσέφεραν, οι δίσκοι ήταν κάτι που θα έμενε στην ιστορία.
Προπολεμικά, ο αγαπημένος του ερμηνευτής ήταν ο Στράτος Παγιουμτζής, μια από τις καλύτερες φωνές που έτυχε να ηχογραφήσουν σ’ αυτόν τον τόπο (και το λέω έτσι γιατί πολλοί ακόμα άξιοι δεν έτυχε να έχουν πρόσβαση στις εταιρείες δίσκων της πρωτεύουσας ή και δεν το επιδίωξαν ποτέ).
Η συνεργασία του Στράτου με τον Τσιτσάνη δεν ήταν κάτι περιστασιακό και τυχαίο. Εκ πρώτης όψεως, επρόκειτο για δύο διαφορετικούς χαρακτήρες αφού ο μεν Στρατός ήταν μάγκας, αλανιάρης, με καταχρήσεις και παρελθόν στα ονομαζόμενα ρεμπέτικα του περιθωρίου, ο δε Τσιτσάνης αρκετά μορφωμένος για την εποχή, επαρχιώτης αλλά και νεότερος στον χώρο και στην ηλικία. Όμως κάτι τράβαγε τον ένα στον άλλο, γιατί είχαν χαρακτηριστικά που αλληλοσυμπληρώνονταν. Ο Στράτος ένιωθε την αποδοχή από έναν «ευπρεπή» και ανερχόμενο δημιουργό και ο Βασίλης ικανοποιείτο που είχε παρέα και συνεργασία μ’έναν παλιό αυθεντικό μάγκα.
Κατοχή και Εμφύλιος
Με αυτούς τους εξοντωτικούς ρυθμούς για τον Τσιτσάνη, έφτασε η 8-3-1940, οπότε απολύθηκε και ξαφνικά βρέθηκε ανάμεσα σε δύο μεγάλες αγάπες του, τη Θεσσαλονίκη με τους φίλους του μουσικούς και τα ωραία στέκια της και την Αθήνα με τις δισκογραφικές εταιρείες και τους υπόλοιπους φίλους. Στο μεταξύ έχει συνδεθεί ήδη με τη μετέπειτα γυναίκα του, τη Ζωή Σαμαρά. Τελικά αποφάσισε να κατεβεί στην Αθήνα και τότε δούλεψε για λίγο στο «Δάσος» στο Βοτανικό και κατόπιν στα «Παγώνια», ένα μαγαζί που είχε ο Διαμαντής Χιώτης, πατέρας του Μανώλη, στη γωνία Σωκράτους και Ζήνωνος. Παράλληλα, συνέχισε τις ηχογραφήσεις, μέχρι που επιστρατεύθηκε στις 30-10-1940 και κατέληξε στην Ήπειρο ώς τη λήξη του πολέμου, οπότε επέστρεψε στα Τρίκαλα. Μέχρι τότε είχε ηχογραφήσει γύρω στα εκατό τραγούδια του και είχε οπωσδήποτε καταξιωθεί στο κοινό και στους ομότεχνούς του. Επιπλέον έδωσε το δικό του χρώμα στο λαϊκό τραγούδι, βοηθώντας το να κρατηθεί σε υψηλό επίπεδο και σε πείσμα όσων το εχθρεύονταν.
Την άνοιξη του ’41 βρέθηκε στα Τρίκαλα με τη σύντροφό του Ζωή, η οποία απέβαλε το πρώτο τους παιδί. Η οικογένεια της Ζωής ήταν στη Θεσσαλονίκη κι έτσι πήγαν εκεί, όπου ο Τσιτσάνης άρχισε να δουλεύει σε διάφορα στέκια. Την άνοιξη του 1942 έκλεισε δουλειά στα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα, στην οδό Νικηφόρου Φωκά 10. Το φθινόπωρο του ’42 άνοιξε μαζί με τον αδερφό της Ζωής, τον Ανδρέα Σαμαρά, το «Ουζερί Τσιτσάνης», στην οδό Παύλου Μελά 22 και ταυτόχρονα νοίκιασε σπίτι στο νούμερο 21 του ίδιου δρόμου. Το μαγαζί αυτό ήταν μικρό και κατά καιρούς δούλεψε εκεί με τους Γ. Τσανάκα, μπαρμπα-Θανάση, Χρ. Μίγκο, I. Κυριαζή και άλλους. Το καλοκαίρι του ’43 δούλεψε με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη στη «Φωλιά», ένα καλοκαιρινό μαγαζί στην οδό Εθνικής Αμύνης. Ο Τσιτσάνης διέκρινε το ταλέντο του Πρόδρομου και κατά κάποιο τρόπο τον διαμόρφωσε σαν τραγουδιστή.
Πάντως, οι εποχές τότε ήταν πολύ δύσκολες. Στα μαγαζιά σύχναζαν ύποπτοι λεφτάδες και μαυραγορίτες, γίνονταν φασαρίες, μπλόκα, εκτελέσεις και γενικότερα η ανθρώπινη ζωή είχε χάσει την αξία της. Ο Τσιτσάνης όμως, μετρημένος όπως πάντα, είχε κι έναν φίλο που τον προστάτευε κι αυτός ήταν ο Νίκος Μουσχουντής, διευθυντής στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. Παράλληλα έκανε ταξίδια στην επαρχία. Η φήμη του είχε εξαπλωθεί και πληρωνόταν σε τρόφιμα ή λίρες χρυσές. Το φθινόπωρο του ’43 παντρεύτηκε με τη Ζωή Σαμαρά με κουμπάρο τον Μουσχουντή, ο οποίος το 1944 τού βάφτισε το πρώτο τους παιδί, τη Βικτωρία. Όταν ο Τσιτσάνης δεν έπαιζε στο «Ουζερί», ο κουνιάδος και συνέταιρός του, Ανδρέας Σαμαράς, έφερνε εκεί διάφορα σχήματα, μέχρι τα τέλη του ’43 οπότε έδωσαν το μαγαζί.
Παρ’ όλο που τα εργοστάσια παραγωγής δίσκων παρέμεναν κλειστά στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Τσιτσάνης δεν σταμάτησε καθόλου να συνθέτει και κάθε φορά που έβγαζε κάτι καινούργιο το έπαιζε στο κοινό του, οπότε πολλά τραγούδια του είχαν γίνει γνωστά χωρίς τους δίσκους. Λειτουργούσε δηλαδή το «σύστημα» της ανώνυμης δημιουργίας, με βασικό κανόνα πως ό,τι είναι καλό και αποδεκτό από τον λαό, επιβιώνει, μεταδίδεται, διαμορφώνεται και συνεχίζεται.
Λέγεται ότι την άνοιξη του ’44 τον κάλεσαν από το ΕΑΜ Επανομής. Ο Τσιτσάνης πήγε μεν αλλά δεν γράφτηκε, συνέθεσε όμως δύο ύμνους-τραγούδια για το EAM. To KKE, ως κόμμα, από τα λεγάμενα του Μ. Βαμβακάρη και άλλων, είχε επιφυλακτική και εν πολλοίς αρνητική στάση απέναντι στους ρεμπέτες και στα ρεμπέτικα. Τα απλά μέλη του όμως σαφώς και συμπαθούσαν αυτά τα τραγούδια.
Στα τέλη Οκτωβρίου του ’44, οι Γερμανοί έφυγαν από τη Θεσσαλονίκη, όμως λίγο αργότερα οι πρώην δωσίλογοι και μαυραγορίτες βρέθηκαν πάλι με την πλευρά της εξουσίας… Οι κομμουνιστές διώκονταν και η Ελλάδα έμπαινε στην τροχιά του Εμφυλίου.
Τελικά την άνοιξη του ’46, επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε αμέσως τις ηχογραφήσεις. Ήταν ένα μικρό διάστημα που οι μηχανισμοί της λογοκρισίας δεν λειτουργούσαν. Έτσι τραγούδια μάγκικα-χασικλίδικα-ανατολίτικα και άλλα παρεμφερή και απαγορευμένα ξανατυπώθηκαν σε δίσκους. Τότε ηχογράφησε τη «Δροσούλα», «Της μαστούρας ο σκοπός» καθώς και τον «Σεριάνη», στον οποίο φέρεται σαν συνδημιουργός με τον Καλδάρα, και συνέχισε με άλλα περισσότερο «νομότυπα», γιατί αυτή η ελευθερία κράτησε πολύ λίγο. Δεν πρόλαβε λ.χ. να τυπώσει τη «Λιτανεία του μάγκα», το «Μη χειρότερα» και σε κάποια άλλα αναγκάστηκε να αλλάξει στίχους.
Η γυναίκα και η κόρη του παρέμειναν στη Θεσσαλονίκη, ενώ ο Τσιτσάνης συνέχιζε το «σύρε κι έλα». Από τους εκεί φίλους του, μόνο τον Τσαουσάκη κατάφερε να κατεβάσει στην Αθήνα και γι’ αυτό χρειάστηκε την παρέμβαση του κουμπάρου του. Έστειλε λοιπόν τον Μουσχουντή με ένα συμβόλαιο της Odeon στην οδό Σκρα στα Κάστρα, όπου έμενε ο Πρόδρομος και με τα πολλά τον έπεισε να κατεβεί στην Αθήνα για ηχογραφήσεις. Το ότι ο Τσαουσάκης δεν εννοούσε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη προκύπτει και από το γεγονός ότι την οικογένειά του την έφερε στην Αθήνα το 1955. Έτσι, το πρώτο τραγούδι που δισκογράφησε ο Τσαουσάκης ήταν το «Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά» του Τσιτσάνη. Στη συνέχεια έγινε ο αγαπημένος του ερμηνευτής στη θέση του Στράτου, με τον οποίο πάντως δεν έπαψε ποτέ να έχει καλές σχέσεις. To 1947 γνώρισε τη Σωτηρία Μπέλλου. Αμέσως εκτίμησε το ταλέντο αυτού του αγοροκόριτσου κι έτσι η Μπέλλου προβλήθηκε και αναδείχτηκε μέσα από τους δίσκους και τα μαγαζιά που συνεργάστηκαν. Ένα από αυτά τα μαγαζιά ήταν και ο «Τζίμης ο χονδρός», ιδιοκτησία Δημητρίου Μάρκου, στην οδό Αχαρνών 77. Στις αρχές του 1948 κατέβηκαν στην Αθήνα η γυναίκα του με την κόρη τους και ύστερα από κάποιες μετακινήσεις, εγκαταστάθηκαν σε δικό τους σπίτι στην οδό Αχαρνών.
Εκτός από την Μπέλλου συνεργάστηκε και με τη Γεωργακοπούλου, μέχρι που το 1949 γνώρισε τη Μαρίκα Νίνου και έγιναν το απαράμιλλο καλλιτεχνικό ζευγάρι που άφησε εποχή, τόσο στους δίσκους όσο και στην ταβέρνα του «Τζίμη». Μάλιστα λέγεται ότι οι ουρές των πελατών έφταναν μέχρι τον Άγιο Παντελεήμονα. Η μαγευτική ατμόσφαιρα σ’ αυτό το ιστορικό μαγαζί, με τον Τσιτσάνη και τη Νίνου, αποτυπώθηκε σε μια ζωντανή ερασιτεχνική ηχογράφηση των αρχών της δεκαετίας του ’50, που διασώθηκε και τυπώθηκε αργότερα σε δίσκους 33 στροφών.
To 1950 συνεργάστηκε και με τη Ρένα Στάμου, κυρίως δισκογραφικά.
Όλο αυτό το διάστημα μετά την κατοχή και μέσα από τα δεινά του Εμφυλίου που ακολούθησε, ο Τσιτσάνης έγινε ο αγαπημένος του κοινού και των εταιρειών δίσκων. Στην άνοδό του αυτή δεν ξέχασε τον Μάρκο και άλλους παλιούς ρεμπέτες συναδέλφους του, τους οποίους σεβόταν, συνεργαζόταν μαζί τους και γενικότερα τους βοηθούσε όταν μπορούσε, παρά τον μεγάλο ανταγωνισμό που υπήρχε.
Τον Οκτώβριο του 1951 πήγε στην Κωνσταντινούπολη με τη Νίνου και τη Μαργαρώνη. Κάθισαν περίπου ενάμιση μήνα και δούλεψαν στο κέντρο «Καζαμπλάνκα». Μην ξεχνάμε ότι η Πόλη τότε είχε πολλούς Έλληνες, αλλά και οι Τούρκοι συμπαθούσαν τα λαϊκά μας τραγούδια. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, δούλεψε με τη Νίνου πάλι στου «Τζίμη». Πάντως η συνεργασία τους πέρασε από πολλές διακυμάνσεις. Το 1954 η Νίνου, άρρωστη από καρκίνο της μήτρας, έφυγε για τις ΗΠΑ με σκοπό να εργαστεί αλλά και να δοκιμάσει τις νέες θεραπείες. Ο Τσιτσάνης αρνήθηκε να την ακολουθήσει. Την ίδια χρονιά μάλιστα απόκτησε τον γιο του, τον Κώστα.
Όσον αφορά τις άλλες γυναίκες τραγουδίστριες, ο Τσιτσάνης, ήδη από το 1953, άρχισε συνεργασία με τη Μαίρη Λίντα και την Άννα Χρυσάφη. Από το 1955 αρχίζει να χάνει τη λάμψη του. Βέβαια ήταν ακόμα ένα από τα πιο εμπορικά ονόματα και με ζωντανές εμφανίσεις με το συγκρότημά του σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Παρ’ όλα αυτά το τοπίο είχε αλλάξει. Νέοι συνθέτες και τραγουδιστές είχαν βγει στο προσκήνιο και, για διάφορους λόγους, τα γούστα του κόσμου μεταβάλλονταν. Ξενόγλωσσα τραγούδια ακούγονταν στο ραδιόφωνο που «εκμοντέρνιζαν» σιγά σιγά τη νεολαία, η αστική Αθήνα γέμισε μπαράκια και οι ταβέρνες με τα μπουζούκια δεν τραβούσαν πια τους νέους.
Τα επόμενα χρόνια, ο Τσιτσάνης συνεργάστηκε με τον Γιάννη Παπαϊωάννου και με τις τραγουδίστριες Ζωή Νάχη, Σεβάς Χανούμ και Καίτη Γκρέυ σε κέντρα όπως η «Τριάνα», η «Λουζιτάνια» στη λ. Συγγρού και το «Φαληρικό» στις Τζιτζιφιές. Στη δισκογραφία επικρατούσε τότε ο Καζαντζίδης. Ο Τσιτσάνης τού έδινε κάποια τραγούδια του, αλλά σε διαφορετικό πλέον ύφος, αφού έπρεπε να προσαρμοστεί κι αυτός στα γούστα της εποχής. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, πολλοί, νεότεροι του συνθέτες, «ελληνοποίησαν» ινδικά κυρίως τραγούδια, καθώς επίσης τούρκικα και αραβικά. Τα τραγούδια αυτά είχαν μεγάλη απήχηση στον κόσμο και επισκίασαν τις γνήσιες λαϊκές δημιουργίες. Έτσι, το ελαφρό ήδη ύφος του λαϊκού τραγουδιού με τα ηλεκτρικά όργανα και τους κουστουμαρισμένους μουσικούς, άλλαξε προς το χειρότερο. Η ατμόσφαιρα στα μαγαζιά και στους δίσκους γέμισε με αναστεναγμούς και κουνήματα. Το βαρύ, δωρικό και λεβέντικο ύφος του ρεμπέτικου είχε χαθεί και οι νεόπλουτοι αστοί σπάγανε καραβιές από πιάτα κάθε βράδυ. Ο Τσιτσάνης σε κάποιες περιπτώσεις παρασύρθηκε κι αυτός στις συνθέσεις του από το όλο κλίμα, όμως γενικότερα παρέμεινε απλός και αυθεντικός.
Δεκαετίες ’60 και 70
Έτσι φτάσαμε στο I960. Τότε καταργήθηκαν οι 78άρηδες δίσκοι και αντικαταστάθηκαν από τα δισκάκια των 45 στροφών, τα οποία ήταν πλαστικά, ελαφρά και φθηνότερα. Μάλιστα κάποια από αυτά είχαν δύο τραγούδια στην κάθε πλευρά. Τα μπαρ και τα διάφορα μικρομάγαζα γέμισαν από τζουκ μποξ και οι ορχήστρες δεν ήταν πλέον απαραίτητες.
Παρ’όλα αυτά ο Τσιτσάνης είχε το δικό του κοινό. Συνέθετε αραιότερα και στα μαγαζιά συνεργαζόταν σχεδόν πάντα με τον Παπαϊωάννου. Οι δύσκολες εποχές έδεναν τους δυο παλαίμαχους όλο και περισσότερο.
To 1967 το πολιτικό σύστημα καταρρέει και η στρατιωτική χούντα κυβερνά την Ελλάδα. Εντεχνοι συνθέτες με πρώτο τον Θεοδωράκη έκαναν τραγούδια με στίχους πολιτικού περιεχομένου.
Σε παγκόσμια κλίμακα, είχαμε και το κίνημα των χίπις, αλλά και τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Όλα αυτά επηρέαζαν τη νεολαία και το λαϊκό τραγούδι φάνταζε φολκλόρ γι’αυτούς.
Το 1969, ο Τσιτσάνης έκανε τετράμηνη περιοδεία στις ΗΠΑ και στον Καναδά, αλλά προφανώς οι καταστάσεις δεν ήταν κι εκεί πολύ καλύτερες για να μείνει περισσότερο. Έτσι επέστρεψε και συνεργάστηκε με νεότερες τραγουδίστριες, όπως η Χαρούλα Λαμπράκη, η Ελένη Ρόδά, η Ελένη Γεράνη και η Αλεξάνδρα.
Στην Ελλάδα, όμως, κάτι καλό είχε αρχίσει να γίνεται τότε. Διάφοροι συλλέκτες και ερευνητές έψαχναν για παλιούς δίσκους και ανακάλυπταν τους Θησαυρούς του ξεχασμένου, εκείνη την εποχή, ρεμπέτικου τραγουδιού. Ο Τσιτσάνης, ο Μάρκος, ο Μπαγιαντέρας και άλλοι επιζώντες της παλιάς σχολής πλησιάζονταν από ερευνητές και νέους μουσικούς που ενδιαφέρονταν για τα ρεμπέτικα. Ήταν σίγουρα μια μεγάλη ηθική ικανοποίηση για αυτούς τους ανθρώπους, τη στιγμή μάλιστα που κάποιοι βρίσκονταν στα όρια της φτώχειας και της ανέχειας.
To 1972 ήταν μια χρονιά απώλειας για τη ρεμπέτικη ιστορία γιατί έφυγαν από τη ζωή τρεις μεγάλοι. Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Γιάνντού. Τα πολιτικά τραγούδια παίζονταν ελεύθερα και ταυτόχρονα η νεολαία άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι εκείνοι οι παλιοί τύποι του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού που μιλούσαν για τα προβλήματα της κοινωνίας, το έκαναν απλά, φυσικά κι «από μέσα».
Ο Τσιτσάνης και η Μπέλλου ήταν από τους εν ζωή μύθους. Άνθρωποι της διανόησης και της πολιτικής τούς πλησίαζαν, τους άκουγαν και τους συναναστρέφονταν. Οι δυο τους συνεργάστηκαν με έντεχνους μουσικούς και τους βλέπαμε σε μπουάτ και σε συναυλίες. Πάντως ο Τσιτσάνης συχνά, και μέχρι τον θάνατό του έπαιζε στο κέντρο «Χάραμα», στην Καισαριανή.
Μια σημαντική στιγμή του Τσιτσάνη εκείνη την περίοδο ήταν όταν το 1977 και με αφορμή ένα πραγματικό γεγονός, συνέθεσε και ηχογράφησε το «Το βαπόρι απ’ την Περσία». Δεν ήταν απλά το γεγονός ότι συνέθεσε κάτι καινούργιο που έγινε μεγάλη επιτυχία. (Το τραγούδι αυτό, άλλωστε, θυμίζει ένα παλιό καμηλιέρικο ζεϊμπέκικο). Ήταν ένα ξέσπασμα της παλιάς μαγκιάς και μια αντίδραση στα τόσα χρόνια λογοκρισίας. Έτσι για να θυμίσει σε κάποιους ότι το ρεμπέτικο είναι «πολύ σκληρό για να πεθάνει»… Και το ρεμπέτικο φυσικά επέζησε.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης έφυγε απ’ τη ζωή στις 18-1-1984.
Πολλοί, οι οποίοι «διυλίζουν τον κώνωπα», λένε ότι κάποια τραγούδια ο Τσιτσάνης τα πήρε από τον αδελφό του τον Χρήστο, ο οποίος ήταν επίσης δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, αλλά παρέμεινε στα Τρίκαλα. Μερικά άλλα τραγούδια του τα αμφισβήτησαν κάποιοι συνθέτες. Σε κάποια, λένε ότι αυτοεπαναλαμβάνεται και ότι κάποια άλλα είναι δικά του και τα «χάρισε» αλλού. Αλλά τίποτε απ’όλα αυτά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού το συνολικό έργο του είναι μεγάλο και σημαντικό για τη μουσική μας ιστορία. Αφήστε που ο κόσμος γλεντάει ακόμα με τα τραγούδια του.
Η παρούσα δημοσίευση αντλήθηκε από ένα πραγματικά πλούσιο βιβλίο σε πληροφορίες και φωτογραφίες του 2009 για την ζωή και το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη που κυκλοφόρησε μαζί με την εφημερίδα Ελευθεροτυπία.
Ευχαριστούμε τον Κώστα Χατζηδουλή, τον Γώργο Σκαμπαρδώνη, τον Ηρακλή Ευστρατιάδη, τον Θεόφιλο Αναστασίου, τις εκδόσεις Του bis, Καστανιώτη, Κέδρος, Λαϊκό Τραγούδι. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΕΔΑΚΙΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ – ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΚΟΣ ΚΕΧΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗ: ΦΩΤΟΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε. ΕΚΤΥΠΩΣΗ – ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ: X. Κ.ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α.Ε. Χ.Κ.ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α.Ε. ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ»