Κωνσταντινούπολη 6 προς 7 Σεπτεμβρίου 1955
Σεπτέμβριος 1955:
η τρίτη άλωση
Σαράντα χρόνια από την τραγική νύχτα
που σφράγισε τη μοίρα του Ελληνισμού στην Πόλη
Το παρακάτω κείμενο αντλήθηκε από ένα ένθετο της εφημερίδας Καθημερινή και αποτελεί απόσπασμα, Επτά ημέρες, Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 1995, 2-32 αφιέρωμα. Επιμέλεια αφιερώματος: Ελευθερία Τραϊου.
Ξεπέρασε τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Χαρακτηριστικά της η δήωση και η δίωξη στην πιο απίθανη κλίμακα. Τη δήωση την είδα στο νεκροταφείο του Σισλί και του Μπαλουκλί. Σταυροί μαρμάρινοι σωριάστηκαν με ταφόπετρες σ’ ένα σωρό ερείπια. Τάφοι προχθεσινοί ανασκάφτηκαν και από τα κηβούρια τους ανασύρθηκαν προχθεσινοί νεκροί και μαχαιρώθηκαν με ξιφολόγχες. Άγια ποτήρια και αρτοφόρια ρίχτηκαν στο δάπεδο της Αγίας Τριάδας του Πέρα μολύνθηκαν από τα χέρια των «γενναίων» που έκαναν κομμάτια τον Εσταυρωμένο και τα εξαπτέρυγα τού Ιερού.
Και πώς να περιγράφω τη δίωξη; Μέσ’ στη μαύρη μεσονυχτιάτικη ώρα, οικογένειες ολόκληρες διώχτηκαν από τα σπίτια τους οι φτωχοί της Πόλης. Στρώματα ξεσχίσθηκαν και πετάχτηκαν στα σοκάκια του Μουχλιού μαζί με τις προμήθειες σε ζάχαρη, αλεύρι, πατάτες, φασόλια και άλλα όνειρα των αραιών κατοίκων του. Μαγαρίστηκαν οι άγιες εικόνες που μ’ ένα αναμμένο καντήλι φρουρούσαν χρόνια την οικογενειακή εστία.
Ένας λευκός στην υπηρεσία της εκκλησίας και της ομογένειας και άγιος στο βίο Μητροπολίτης, όταν πνίγηκε η αναπνοή του από τους καπνούς της καιόμενης Μητρόπολής του, ο Δέρκων Ιάκωβος, ετόλμησε ένα πήδημα από το παράθυρο του γραφείου του μέσα στο μικρό ανθόκηπο, που απλωνόταν από κάτω.
Ενας άλλος Μητροπολίτης, ο σοφός συγγραφέας και ευφραδής κήρυκας, ο Ηλιουπόλεως και Θείρων, Γεννάδιος τραυματίσθηκε στο κεφάλι και το πρόσωπο από σανίδα, που του κατάφεραν αυτοί που εισέβαλαν στο σπίτι και το γραφείο του. Παρόμοια τραύματα υπέστη και ο Επίσκοπος Παμφίλου
Γεράσιμος ηγούμενος της Μονής Βαλουκλή, ενώ ο γέρων ιερεύς του ναού Χρύσανθος ρίχθηκε στο πηγάδι της Μονής.
Τρίτη άλωση
Εκατοντάδες καταστήματα λεηλατήθηκαν, ενώ καταστηματάρχες και υπάλληλοι εξυλοκοπήθη- σαν και εξώσθησαν και τα εμπορεύματά τους επυρπολήθησαν και έγιναν πραγματική στάχτη. Ναοί και σχολεία εσυλήθησαν και ιερά κείμενα και βιβλία παραδόθηκαν στη φωτιά και κατακάηκαν. Ετσι συμπληρώθηκε η τρίτη άλωση με επακόλουθο την τρίτη προσφυγιά στην Ελλάδα και την αδικαιολόγητη εισβολή στην Κύπρο και την κατάκτηση των δύο πέμπτων της γης της.
Σαράντα χρόνια πέρασαν από τότε, χωρίς να έχουν σβήσει την ανάμνηση και τον πόνο που νιώσαμε εγώ και οι άλλοι, όσοι είδαμε τι έγινε εκείνη τη φρικιαστική νύχτα της 6ης προς 7ης Σεπτεμβρίου του 1955. Αλίμονα αν μας λείψει η μνήμη ή παραδώσουμε εμείς οι ίδιοι στη λήθη γεγονότα τόσο συνταρακτικά.
Γιατί τότε ξεφυλλίζεται σε σχισμένα φύλλα η ιστορία μας και συρρικνώνεται και χάνεται η ίδια εθνικοθρησκευτική αυτοσυνειδησία μας και αυτογνωσία.
Οι παραπάνω γραμμές είναι μια λιτή περιγραφή της αποτρόπαιης εκείνης νύχτας του 1955, που ξεπέρασε σε δήωση και δίωξη τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Αυτοί που διεκδικούν σαν άθλο τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου ωχριούν μπροστά στους «ήρωες» της δεύτερης, όπως θα τους ονόμαζε ο Μεσούτ Γιλμάζ.
Χαράσσονται οι γραμμές αυτές από αυτόπτη μάρτυρα -που ζει ακόμη την απίστευτη τραγωδία- για ένα σκοπό. Όχι για να αναξέσουν πληγές που ποτέ δεν επουλώνονται, αλλά με την ελπίδα και την ευχή να ζήσουν τη μνήμη της νύχτας εκείνης αυτοί που την έκαναν την πιο μαύρη νύχτα της νεώτερης τουρκικής ιστορίας. Χαράσσονται με την ελπίδα να γίνουν χαρακώματα. Και όσοι προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από αυτά να ξαφνιαστούν, ν’ ανατριχιάσουν και να εντραπούν για το μεγαλύτερο, το βαρβαρότερο και ειδεχθέστερο γενοκτονικό έγκλημα που συντελέστηκε στα τελευταία σαράντα χρόνια της τουρκικής δημοκρατίας.
Το χρονικό των γεγονότων
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1955. Ο Ελληνισμός της Πόλης λεηλατείται, διώκεται, τρομοκρατείται. Η Ρωμιοσύνη θυμάται τις μέρες του 1922. Μέσα σε μία και μόνη νύχτα, ο Ελληνισμός της Πόλης θα δει να καταστρέφονται, να κατακλέβονται ή να καίγονται 4.340 ελληνικά καταστήματα, 2.000 περίπου χριστιανικά σπίτια, 26 ελληνικά σχολεία, 110 ελληνικά εστιατόρια, 21 ελληνικά εργοστάσια, 27 ελληνικά φαρμακεία και 3 ελληνικές εφημερίδες.
Πολλοί Έλληνες θα κακοποιηθούν, γυναίκες θα βιασθούν και ο υπέργηρος Ιερομόναχος Χρύσανθος Μαντάς, ο Λαυριώτης καλόγερος, θα ριχθεί σε πηγάδι του μοναστηριού του. Την ύπαρξη άλλων δύο νεκρών θα παραδεχθούν αργότερα οι τουρκικές αρχές, ενώ στην έκθεση «Οι Έλληνες της Τουρκίας», του «Helsinki Watch» (1992) γίνεται αναφορά σε δεκαοκτώ δολοφονημένους.
Τα γεγονότα άρχισαν το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου, όταν έγινε γνωστή η πληροφορία ότι βομβιστική επίθεση προκάλεσε ζημιές στο σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Η κινητοποίηση άρχισε
στις 5.30 μ.μ., όταν ομάδες φοιτητών συγκεντρώθηκαν μπροστά στο μνημείο του Κεμάλ στο Ταξείμ. Ταυτόχρονα, από τη Θράκη και τη μικρασιατική ακτή, μεταφέρθηκαν στην Πόλη ομάδες κρούσεως αποτελούμενες από βίαια άτομα, τα οποία καμία σχέση δεν είχαν με την Κωνσταντινούπολη, τους κατοίκους και την ιστορία της. Για τη μετακίνησή τους χρησιμοποιήθηκε μεγάλος αριθμός φορτηγών αυτοκινήτων, ταξί και βενζινοπλοίων.
«Σπάστε
τα καταστήματα
των Ρωμιών»
Μέσα σε μια ώρα στους δρόμους της Πόλης συγκεντρώθηκε πλήθος ανθρώπων που είχαν εξοπλιστεί με ρόπαλα, σιδερένιους λοστούς και τα λοιπά χρειώδη. Το σύνθημά τους ήταν «Η Κύπρος ήταν και είναι τουρκική. Σπάστε τα καταστήματα των Ρωμιών». Στις 8.30 μ.μ. είχαν ήδη καταστρέφει τις προθήκες των ελληνικών καταστημάτων. Και όταν έπεσε το σκοτάδι, στο ελεγχόμενο αρχικά πλήθος των δραστών προστέθηκαν στίφη ρακένδυτων ανθρώπων. Ετσι σχηματίστηκε ο ανεξέλεγκτος μαινόμενος όχλος των πλιατσικολόγων που άρχισε να λεηλατεί και να καταστρέφει συστηματικά όχι μόνο τα καταστήματα αλλά και τα ρωμαίικα σπίτια των ακραίων συνοικισμών της απέραντης πολιτείας.
Όπως έχει καταγράψει ο ελληνικός και ο ξένος Τύπος της εποχής, το προγραμματισμένο έργο των καταστροφέων ήταν προσχεδιασμένο και «επιμελώς καταρτισμένο». Οι στόχοι είχαν επισημανθεί σε λεπτομερείς καταλόγους ημέρες πριν. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Ελληνα Πριγκιποννησιώτη που τηλεφώνησε έντρομος στον φίλο του καϊμακάμη (κοινοτάρχη) όταν είδε τα πλήθη να καταστρέφουν το ξενοδοχείο του. «Πώς είναι δυνατόν, αφού το ξενοδοχείο σου δεν είναι στη λίστα», απόρησε ο καϊμακάμης, ο οποίος, βάσει της ανά χείρας «λίστας» του, γνώριζε ως εξαιρέσιμο το κτίσμα από τους προκαθορισμένους στόχους.
Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν κάτω από τα απαθή βλέμματα των τουρκικών αρχών, των αστυνομικών και στη συνέχεια, μετά την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου, των στρατιωτών. Στη Μεγάλη Οδό του Πέρα και στον Γαλατά, τα πεζοδρόμια αλλά και οι δρόμοι ολόκληροι είχαν καταντήσει αδιάβατοι λόγω του ύψους των συσωρευμένων εμπορευμάτων, περιουσία και μόχθος μιας ζωής, ρηγμένη έξω απ’ τα ρωμαίικα καταστήματα. Ανάλογη εικόνα παρουσιαζόταν παντού όπου υπήρχε συμπαγής ελληνική παρουσία. Το σκηνικό συνέθεταν σπασμένα τζάμια και έπιπλα, πεταμένα στρώματα κ.ά. Την εικόνα της καταστροφής και του τρόμου συμπλήρωναν οι μακρινές ανταύγειες των πυρπολημένων ενοριακών ναών στα τέσσερα άκρα της Πόλης.
Ναοί και Ιερά
σκηνώματα
Προκαθορισμένο στόχο καταστροφής ήταν επόμενο να αποτελέσουν οι εκκλησίες, και γενικά τα ιερά σκηνώματα. Ο μαινόμενος όχλος δεν σεβάστηκε ούτε τα νεκροταφεία, ενώ το καταστροφικό έργο ολοκληρώθηκε στα σχολεία, στα κοινοτικά κτίρια, στους συλλόγους, τα συσσίτια, παντού όπου δρούσε η οργανωμένη πολίτικη φιλανθρωπία.
Όπως ήδη αναφέραμε, οι δηώσεις συνεχίστηκαν και μετά την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου, στις μεταμεσονύχτιες ώρες, υπό τα όμματα της αστυνομίας και του στρατού. Υπάρχουν καταγγελίες ότι την επομένη των γεγονότων, όταν τα πλήθη είχαν πλέον διαλυθεί, καταστροφές διέπραξαν και τα όργανα της τάξης. Για παράδειγμα, στην αίθουσα τελετών της Μεγάλης του Γένους Σχολής, οι στρατιώτες καταξέσχισαν, την επαύριο, τους πίνακες των καθηγητών και των ευεργετών.
Αρμόδιοι να μιλήσουν για τα Σεπτεμβριανά είναι οι γνώστες και μελετητές του θέματος, αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες οι περισσότεροι, που ζωντανεύουν στις επόμενες σελίδες την τραγική για τον Ελληνισμό νύχτα της 6ης προς 7η Σεπτεμβρίου. Εμείς παραθέτουμε απλώς την πρόσφατη μαρτυρία ενός Τούρκου, του δημοσιογράφου Χαντί Ουλουενγκίν που, παιδί τότε, έζησε τη βιαιότητα της νύχτας των Σεπτεμβριανών. Δημοσιεύτηκε στη «Χιουριέτ» της 28/8/1993 με τίτλο «Τα σκυλιά των τάφων» και αναδημοσιεύτηκε στην «Επτάλοφο», εφημερίδα των εν Ελλάδι Κωνσταντινουπολιτών, τον ίδιο μήνα:
«Οι πρώτες παιδικές αναμνήσεις μου απλώνονται ως μία νύχτα τρόμου. Είναι η νύχτα της 6-7 Σεπτεμβρίου 1955, όταν οι βάνδαλοι που υποστήριζε και προωθούσε το κράτος επιτέθηκαν εναντίον των Ρωμιών.
Ταυτίζονται με τα γεγονότα ντροπής για τη Δημοκρατία μας και παραφροσύνης για το Έθνος μας.
Η πρώτη παιδική μου ανάμνηση προβάλλει το ανθρώπινο μίσος.
Θυμάμαι πως μόλις ξέσπασε η είδηση των γεγονότων, ο πατέρας μου ξεκίνησε απ’ το Κιζίλτοπρακ να φθάσει στο Γεσήλκιοϊ (Αγιος Στέφανο) για να πάει να προστατέψει τον Κώτσο Αμτζά (θείο Κώτσο).
Θυμάμαι το πόσο είχε ταραχθεί η μάνα μου, καθώς ο θείος μου, που θα συνόδευε τον πατέρα μου με το αυτοκίνητό του, πάσχιζε να βρει μια τουρκική σημαία να αναρτήσει σ’ αυτό.
Κατόπιν έρχεται στο νου μου το πώς, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς μου, δεν σταματήσαμε να βλέπουμε προς το Γαλατά, που όλη νύχτα καιγόταν. Νομίζω ακόμη πως είχα χαρεί γιατί δεν με είχαν υποχρεώσει, εμένα τον μικρό, να κοιμηθώ.
Έχω ακόμη μπρος στα μάτια μου όσα είδα την επομένη το πρωί. Στο Πέρα, από το Ταξείμ ώς το Τουνέλ, να ‘ναι καλυμμένος ο δρόμος με υφάσματα, τα τανκ να κυκλοφορούν ανάμεσα στα τραμ, το κατεστραμμένο και κατακλεμμένο κατάστημα του περίφημου υποδηματοποιού του Πάνου, τους λυγμούς του μαστρο-Μανώλη όταν εξηγούσε στη μάνα μου τα γεγονότα, το πώς την αγκάλιασε κλαίγοντας η κ. Ανέτα που πουλούσε κουμπιά. Βλέπω ακόμη τον πατέρα μου, που μας περίμενε στο κατάστημα μουσικών ειδών του κ. Παπαγεωργίου, ν’ ατενίζει μ’ έκπληκτο μάτια, το Θρυμματισμένο βιολοντσέλλο. Τον ακούω να μας λέει πως αποφάσισε να μείνει κοντά στο φίλο του τον Κώτσο, ώσπου να καθησυχάσουν τα πράγματα και στέλνω χαιρετίσματα στο συνομήλικό μου γιο του Χρήστο. Αυτές οι πρώτες παιδικές μου αναμνήσεις είναι πλημμυρισμένες από τρόμο.
Αν και ανήκω σε μια τουρκική και μωαμεθανική οικογένεια, που πάντοτε πολέμησε την αδικία, βρίσκω ότι το έγκλημα που διαπράχθηκε είναι ομαδικό και Θεωρώ και τον εαυτό μου συνυπεύθυνο σ’ αυτή την ομαδική παραφροσύνη».
Ο επίλογος του δράματος
ΤΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΑ αποτελούν καθοριστικό σταθμό στην πορεία του Ελληνισμού στην Κωνσταντινούπολη. Η τραγική νύχτα της 6-7 Σεπτεμβρίου του 1955 είναι ένα ορόσημο επειδή έδειξε περίτρανα στους Πολίτες ότι, παρά τα τριάντα χρόνια συμβίωσης με το τουρκικό καθεστώς, δεν έπαψαν να θεωρούνται ξένο σώμα στον κορμό της κεμαλικής Τουρκίας. Αποτελεί ορόσημο επειδή ήταν τότε που οι Έλληνες διαπίστωσαν ότι η Άγκυρα είχε αποφασίσει να τους χρησιμοποιήσει σαν διαπραγματευτικό χαρτί σε μια σκληρή διπλωματική αναμέτρησή της με την Αθήνα στο Κυπριακό.
Η νύχτα αυτή ήταν επίσης ορόσημο επειδή η Πολίτικη Ρωμιοσύνη συνειδητοποίησε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε ή ακόμη δεν επιθυμούσε να έρθει σε κατακόρυφη ρήξη με την Τουρκία διεκδικώντας αποφασιστικά και αποτελεσματικά τον σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων της ομογένειας στην Τουρκία.
Η ηγεσία του ελληνισμού στην Πόλη συγκρότησε με αισθήματα απόγνωσης και δυσφορίας ότι ο τότε βασιλιάς της Ελλάδας Παύλος, που πραγματοποιούσε την εποχή εκείνη επίσημη επίσκεψη στην Γιουγκοσλαβία, δεν θεώρησε τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης τέτοιας σημασίας που να δικαιολογούσαν την άμεση διακοπή του ταξιδιού του στο Βελιγράδι. Όχι μόνο δεν επιδίωξε κάποια καταδίκη των έκτροπων στην Πόλη από τον Τίτο,
αλλά έσπευσε πρωτοβούλως να δηλώσει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει με ψυχραιμία τις τουρκικές προκλήσεις δίδοντας χειροπιαστό δείγμα για το πόσο βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση του ελληνικού λαού είναι η ελληνοτουρκική φιλία.
Τα Σεπτεμβριανά υπήρξαν ορόσημο για τους Ρωμιούς επειδή κατέστησαν σαφές ότι η Κύπρος και το κυπριακό αποτελούσαν πλέον υψηλότερη προτεραιότητα για την ελληνική κοινή γνώμη. Είχαν πια περάσει οι δεκαετίες του ’20 και του ’30, όταν οι έννοιες Πολίτικη Ρωμιοσύνη, Οικουμενικό Πατριαρχείο, Φανάρι, κ.ά. προξενούσαν έντονη συναισθηματική φόρτιση στην Ελλάδα και ειδικότερα μεταξύ των προσφυγικών πληθυσμών.
Ξανά τα Σεπτεμβριανά ήταν ορόσημο καθώς διαφάνηκε η αδιαφορία των δυτικών δυνάμεων, για τη συστηματική και κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ελληνορθόδοξων χριστιανών της Τουρκίας.
Ας σημειωθεί ότι οι δυνάμεις αυτές, στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν συμβαλλόμενα μέρη στη συνθήκη της Λωζάννης και συνεπώς δεν είχαν μόνο ηθική αλλά και ουσιαστική, νομική υποχρέωση να εξασφαλίσουν ομαλές συνθήκες διαβίωσης της μειονότητας και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους.
Η αδιαφορία αυτή αντικατοπτριζόταν στις ταυτόσημες επιστολές του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Φόστερ Ντάλας στις 19 Σεπτεμβρίου προς την Αθήνα και την Αγκυρα, στις οποίες καλούσε κυνικά τους θύτες και τα θύματα να δώσουν τέλος στις διμερείς διαφορές τους και να συγκεντρώσουν τις προσπάθειές τους για την καταπολέμηση της κομμουνιστικής απειλής, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε αναφορά στο πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης. Η απόφαση των ΝΑΤΟϊκών συμμάχων να κλείσουν τα μάτια μπροστά στις εγκληματικές καταστροφές του 1955 απέδειξε ότι πολιτικές σκοπιμότητες και γεωπολιτικοί υπολογισμοί καθόριζαν τους όρους του παιχνιδιού στο ψυχροπολεμικό περιβάλλον της μεταπολεμικής περιόδου.
Όμηροι
Πέραν των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και η τουρκική πολιτική και διπλωματική ηγεσία είχε την ευκαιρία να εκτιμήσει τα μηνύματα και τις αντιδράσεις όλων των εμπλεκόμενων μερών στα γεγονότα. Το Σεπτέμβριο του 1955, η Αγκυρα διαπίστωσε ότι κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να αντιδράσει ουσιαστικά στη μετατροπή του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης σε όμηρο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Σε παρόμοια κατάσταση ομηρίας τέθηκε και το Φανάρι, χωρίς ακόμη και το τεράστιο διεθνές κύρος του ηγέτη του, Πατριάρχη Αθηναγόρα, να είναι σε θέση να εμποδίσει την αποδυνάμωση και καταπίεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες τέθηκαν το 1955 οι βάσεις για τη σταδιακή έξωση και προσφυγοποίηση του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης.
Καταστολή
Η συμπεριφορά της τουρκικής κυβέρνησης αμέσως μετά τις καταστροφές έδειξε ότι τα Σεπτεμβριανά δεν αποτελούσαν μια «αυθόρμητη έξαρση του τουρκικού εθνικισμού εξαιτίας του Κυπριακού» αλλά αφετηρία ενός σχεδίου εθνικής εκκαθάρισης του Πολίτικου. Πρώτη ενέργεια των τουρκικών αρχών ήταν να καταστείλουν οποιαδήποτε αντίδραση της ελληνικής μειονότητας.
Έτσι, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ο ιδιοκτήτης της ομογενειακής εφημερίδας της Κωνσταντινούπολης, «Ελεύθερη Φωνή», Ανδρέας Λαμπίκης, επειδή κατήγγειλε τα έκτροπα, χαρακτηρίζοντας την 6-7η Σεπτεμβρίου ως «Η Νύκτα του Αγίου Βαρθολομαίου της Ρωμιοσύνης». Διώξεις υπέστη και ο ομογενής φωτογράφος της αθηναϊκής εφημερίδας το «Εθνος», Δημήτριος Καλούμενος, ο οποίος κατέγραψε λεπτομερώς τις ανθελληνικές λεηλασίες και καταστροφές.
Αφού φυλακίσθηκε για αρκετό χρονικό διάστημα, ο Καλούμενος τελικά απελάθηκε στις 28 Ιανουάριου 1958 για «εχθρική στάση έναντι της Τουρκίας και της ελληνοτουρκικής φιλίας». Την ίδια εποχή ο κύριος οργανωτής των Σεπτεμβριανών, Χικμέτ Μπιλ, διορίζεται ακόλουθος Τύπου στην τουρκική πρεσβεία της Βηρυττού, ενώ η ακραία οργάνωση «Η Κύπρος είναι τουρκική» της οποίας ηγείτο, έλαβε το πράσινο φως για τη συνέχιση των ανθελληνικών της εκδηλώσεων στην Κωνσταντινούπολη.
Τον Απρίλιο του 1958 η τουρκική κυβέρνηση διέλυσε την «Ελληνική Ενωση Κωνσταντινουπόλεως», το μόνο εθνοπολιτιστικό σύλλογο της ελληνικής μειονότητας, που αφέθηκε να λειτουργήσει στην Τουρκία (1933-1958). Ακολούθησαν συλλήψεις 18 προκρίτων Κωνσταντινουπολιτών, μελών του συλλόγου αυτού με την κατηγορία της διενέργειας κατασκοπείας και χρηματοδότησης της ΕΟΚΑ στην Κύπρο.
Ο γενικός γραμματέας του συλλόγου, Λάμπρος Γουλάκης, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 20 χρόνων όπου και απεβίωσε δυο χρόνια αργότερα. Άλλα 57 μέλη του συλλόγου (δημοσιογράφοι, διδάσκαλοι, γιατροί, δικηγόροι και επιχειρηματίες της μειονότητας), απελάθηκαν το 1958-59.
Αφελληνισμός
Έπειτα από μια ανάπαυλα κατά την περίοδο 1959-1963 στην εφαρμογή του σχεδίου εκκαθάρισης του ελληνικού στοιχείου, οι διώξεις άρχισαν εκ νέου με πολύ μεγαλύτερη δριμύτητα και αποτελεσματικότητα. Με αφετηρία το 1964, το σχέδιο αφελληνισμού της Πόλης ολοκληρώθηκε μέσα σε μια δεκαετία. Το 1974, οι Τούρκοι έθεταν τις βάσεις για μια άλλη εθνική εκκαθάριση τη φορά αυτή στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τα πιο σοβαρά μέτρα που υιοθέτησε η Αγκυρα εναντίον του ελληνισμού της Τουρκίας τη δεκαετία του 1964- 1974 είναι τα ακόλουθα:
- Μαζική απέλαση των 12.000 περίπου ομογενών της Κωνσταντινούπολης το 1964-66, οι οποίοι αποτελούσαν τμήμα των μη ανταλλαξίμων πληθυσμών (εταμπλί), που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάννης. Ταυτόχρονα, δεσμεύτηκε η ακίνητη και κινητή περιουσία των εκδιωχθέντων μειονοτικών.
- Αφαίρεση της τουρκικής ιθαγένειας και απέλαση των Μητροπολιτών Σελεύκειας Αιμιλιανού και Φιλαδέλφειας Ιακώβου, στενών συνεργατών του Οικουμενικού Πατριάρχη, Αθηναγόρα. Οι δυο Μητροπολίτες κατηγορήθηκαν για «δράση εναντίον τουρκικών συμφερόντων», χωρίς όμως ποτέ να παραπεμφθούν στην τακτική δικαιοσύνη όπου θα τους διδόταν το δικαίωμα υπεράσπισης (Απρίλιος 1964).
Σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, η Άγκυρα έχει την ευχέρεια να αφαιρέσει την τουρκική ιθαγένεια από υπηκόους της που βρέθηκαν ότι «ανέπτυξαν δράση εναντίον του τουρκικού έθνους και των τουρκικών συμφερόντων». Μεταξύ των ομογενών που έχασαν την τουρκική τους ιθαγένεια με τον τρόπο αυτό είναι και ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής, Ιάκωβος.
- Απαγόρευση της λειτουργίας του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, το οποίο λειτουργούσε σχεδόν αδιάλειπτα από το 1627, και η διακοπή της έκδοσης των θρησκευτικών περιοδικών του Πατριαρχείου, «Ορθοδοξία» και «Απόστολος Ανδρέας» (Απρίλιος 1964).
- Κλείσιμο της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, η οποία τροφοδότησε από το 1844 το Φανάρι και τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες με κατάλληλα εκπαιδευμένους ιεράρχες (Ιούλιος 1971). Μεσοπρόθεσμα, η μη λειτουργία Ορθόδοξης Θεολογικής σχολής στην Κωνσταντινούπολη θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
- Απαγόρευση της διδασκαλίας των θρησκευτικών καθώς και της πρωινής προσευχής στα ελληνικά μειονοτικά σχολεία (Σεπτέμβριος 1964). Δεν επιτρέπεται επίσης η είσοδος στους ελληνορθόδοξους κληρικούς στα ελληνορθόδοξα μειονοτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κωνσταντινούπολης (Μάρτιος 1964).
- Μαζικές απαλλοτριώσεις και εποικισμός της Ίμβρου και Τενέδου με Τούρκους της Μικρός Ασίας. Ίδρυση ανοικτής αγροτικής φυλακής για Τούρκους βαρυποινίτες και ανέγερσης στρατοπέδου χωροφυλακής (1964-65), στην Ίμβρο.
- Κατάργηση της ελληνικής παιδείας στην Ίμβρο και Τένεδο με τη δήμευση των ελληνικών σχολείων στα δυο νησιά. Παύση διευθυντών
καθηγητών των μειονοτικών ελληνικών σχολείων στην Κωνσταντινούπολη (1964). Απαγόρευση της λειτουργίας του Ελληνικού Ορφανοτροφείου Πριγκίπου (1964).
- Δίωξη, φυλάκιση ή και απέλαση των ομογενών δημοσιογράφων, δικηγόρων και καθηγητών.
- Βίαιη κατάληψη της ιστορικής εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη στον Γαλατά και ενθάρρυνση των ανθελληνικών δραστηριοτήτων του «Τούρκου Ορθόδοξου» παπά Ευθύμ και των γιων του (Σεπτέμβριος, 1965).
- Τρομοκρατική δράση φανατικών εθνικιστών και ισλαμιστών εναντίον του Πατριαρχείου και των ελληνορθόδοξων κοινοτικών ιδρυμάτων, με αποκορύφωμα τον αποκλεισμό του Φαναριού (1991).
Η πολιτική της βίας των Σεπτεμβριανών, που μεθόδευσε η κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές κατά την πρώτη κυπριακή κρίση και εκείνη των απελάσεων και διώξεων του Ισμέτ Ινονού της περιόδου της δεύτερης κυπριακής κρίσης (1964-74) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι και ο ελληνισμός της Τουρκίας υπήρξε σαφές θύμα της κυπριακής τραγωδίας.
Ογδόντα χιλιάδες εκτοπίσθηκαν την περίοδο 1955-1975, ενώ ο αριθμός εκείνων από τους οποίους αφαιρέθηκε η τουρκική ιθαγένεια, τα τελευταία σαράντα χρόνια ανέρχεται σε 25.000. Τραγικός απολογισμός είναι η συρρίκνωση της ομογένειας στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο στον οριακό πλέον αριθμό των 3.500 ατόμων.
Στην Ελλάδα
Η μεγάλη πλειοψηφία των προσφύγων αυτών είχε την ατυχία να φθάσει στην Ελλάδα στα χρόνια της δικτατορίας. Η Χούντα δεν είχε ούτε την επίγνωση αλλά ούτε και τη διάθεση να αξιοποιήσει το πολύτιμο και προικισμένο αυτό κομμάτι του Ελληνισμού. Δεν καταστρώθηκε ποτέ ένα σχέδιο εγκατάστασης των Κωνσταντινουπολιτών, Ιμβρίων και Τενεδίων στην ελληνική Θράκη. Τουναντίον, πολύ ταλαντούχοι Κωνσταντινουπολίτες εγκαταστάθηκαν στο εξωτερικό, όπου διαπρέπουν στο εμπόριο και στις επιστήμες. Ασφαλώς, η μεγάλη πλειοψηφία των ομογενών έχουν σήμερα συγκεντρωθεί σε ορισμένες περιοχές της Αθήνας, όπως το Παλαιό Φάληρο στην ανάπτυξη του οποίου συνέβαλαν αποφασιστικά. Σαράντα χρόνια μετά τη διάπραξη του μεγάλου εγκλήματος των Σεπτεμβριανών ήλθε πλέον η ώρα να ληφθεί η απόφαση αν οι 80.000 περίπου Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου, εξαναγκασθέντες να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες μεταξύ 1955- 75, πρέπει να προστεθούν στους 200.000 Έλληνες πρόσφυγες της Κύπρου. Αναπόφευκτα μια τέτοια αναγνώριση πρέπει να έχει επίσημο και νομικό χαρακτήρα.