Η Αγγλία και οι 4ις λαοί που την αποτελούν
Ο ΒΡΕΤΑΝΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ
Συνηθίσαμε να μιλάμε γι΄ Αγγλία και γι’ Άγγλους. Αν θέλουμε όμως ν’ ακριβολογήσουμε, θα ήτανε σωστότερο να λέγαμε «Μεγάλη Βρετανία» και «Βρετανούς» γιατί ο Βρετανικός λαός απαρτίζεται από τέσσερα διαφορετικά έθνη που μολονότι έχουνε κοινό σύνδεσμο την αγγλική γλώσσα και τον αγγλικό πολιτισμό, παρουσιάζουν το καθένα χωριστά χαρακτηριστικά και ιδιαίτερο τρόπο του σκέπτεσθαι.
Τα τέσσερα αυτά έθνη είναι: 1) οι Άγγλοι—δηλαδή οι κάτοικοι της καθαυτό Αγγλίας, 2) οι Σκωτσέζοι—οι κάτοικοι της Σκωτίας (Scotland), δηλ. του βόρειου τμήματος της Μεγάλης Βρετανίας, 3) οι Ουαλλέζοι, οι κάτοικοι της Ουαλίας (Wales), δηλ. του δυτικού τμήματος της Μεγάλης Βρετανίας και 4) οι Ιρλανδοί, οι κάτοικοι της νήσου Ιρλανδίας (Ireland).
Ο Τζων Μπούλλ (John Bull), ο Σάντυ (Sandy), ο Τάφφυ (Taffy) και ο Πάτ (Pat), αν δεν είναι αδέρφια, είναι πάντως ξαδέρφια που μοιάζουν η διαφέρουν μεταξύ τους όσο, θα έλεγα, μοιάζουν η διαφέρουν ανάμεσα τους τα μέλη τεσσάρων συγγενικών οικογενειών.
Οι Σκωτσέζοι, οι Ουαλλέζοι και οι Ιρλανδοί ήτανε κάποτε ανεξάρτητοι λαοί, μα υποταχτήκανε με τον καιρό στην αγγλική κυριαρχία. Πρώτη πρώτη υποδουλώθηκε η Ιρλανδία το 12ο αιώνα, υστέρα η Ουαλία το 13ο. Εναντίον των Σκωτσέζων η Αγγλία έκανε πολλούς πολέμους κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, πολέμους που βάσταξαν περίπου τριακόσια χρόνια—από το 1300 ίσα με το 1600—χωρίς όμως να κατορθώσει ποτέ να τούς υποτάξει τελειωτικά. Την εποχή εκείνη η Σκωτία είχε πολύ στενούς συμμαχικούς δεσμούς με τη Γαλλία, αντίθετη τότε της Αγγλίας. Η συμμαχία αυτή εξακολούθησε ίσα με τα τέλη του 16ου αιώνα, οπότε, με την επικράτηση του Προτεσταντισμού στη Σκωτία, αποξενώθηκαν οι Σκωτσέζοι από τη Γαλλία, προστάτρια τότε του Καθολικισμού.
Η πρώτη ένωση των δύο χωρών, Αγγλίας και Σκωτίας, έγινε το 1603, μ’ έναν τρόπο ολότελα ειρηνικό, μετά το θάνατο της Βασίλισσας Ελισάβετ, με την άνοδο στον Αγγλικό θρόνο του Βασιλέα της Σκωτίας Ιάκωβου του ΣΤ’, ξάδερφου της Ελισάβετ, που ονομάστηκε Ιάκωβος ο Α’ της Αγγλίας, και με βάση την απόλυτη ισοτιμία των δυο εθνών. Η ένωση όμως αυτή ήτανε αποκλειστικά προσωπική και κάθε μία χώρα κράτησε τους χωριστούς της -θεσμούς—Βουλή, Εκκλησία και διοίκηση. Η τελειωτική ένωση των δυο χωρών έγινε πολύ αργότερα—το 1707—στον καιρό της Βασίλισσας Άννας.
Μα και μετά την ένωση του 1707 δεν έγινε απόλυτη διοικητική αφομοίωση, ακόμα και σήμερα ισχύει στη Σκωτία σε πολλά ζητήματα, ιδίως του οικογενειακού δικαίου (γάμος, διαζύγιο, κληρονομιά), χωριστή νομοθεσία καθώς και χωριστό εκκλησιαστικό καθεστώς.
Ήδη από την εποχή του Ιάκωβου αρχίζει η ειρηνική κατάκτηση της Αγγλίας από τους Σκωτσέζους—τους Canny Scoυ, όπως ειρωνικά τους ονομάζουν οι Εγγλέζοι. Οι Σκωτσέζοι από τότε παίξανε σημαντικότατο ρόλο στη διοίκηση και στην οικονομική ζωή της Αγγλίας και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Οι Άγγλοι αγαπούν πολύ να αστειεύονται για τους βορεινούς τους γείτονες και να τους ειρωνεύονται για το οικονομολογικό τους δαιμόνιο που βάζει κάτω και αυτούς τους γιούς του Ισραήλ.
Διηγούνται λ.χ. πως κάποτε ένας Εβραίος από το Λονδίνο θέλησε ν’ ανοίξει κατάστημα στη Γλασκώβη. Πολύ γλήγορα όμως κατάλαβε πως δεν μπορούσε να τα φέρει πέρα με τους ντόπιους Σκωτσέζους κ’ έτσι αποφάσισε να κλείσει το κατάστημα και να γυρίσει πίσω στην Αγγλία. Την ώρα που έβγαζε το εισιτήριό του, να και άλλος Εβραίος, γνωστός του, μόλις είχε ξεμπαρκάρει από
το Λονδίνο. Ανάμεσα τους ξετυλίγεται ο ακόλουθος διάλογος :
α’ Εβραίος. Το καλό που σου θέλω, σήκω και γύρισε πίσω. Σ’ αυτόν εδώ τον τόπο Εβραίος δεν πιάνει χαρτωσιά. Σίγουρα θα φαλίρεις.
β’ Εβραίος. Καί ποιος σου είπε πώς ήρθα εδώ για ν’ ανοίξω κατάστημα;
α’ Εβραίος. Άμ’ τότε τί ήρθες να κάνεις;
β’ Εβραίος. Ήρθα απλώς για να τελειοποιηθώ (to complete my education).
Η διαφορά που υπάρχει μεταξύ Άγγλων και Σκωτσέζων μπορεί να παραβληθεί, mutatis mutandis, με τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ Ελλήνων της Παλαιάς Ελλάδας και Ελλήνων της Μακεδονίας. Διαφέρουν και στο χαρακτήρα και στην ομιλία. Οι Σκωτσέζοι, αν εξαιρέσει κανείς μερικά ορεινά τμήματα όπου μιλιέται ακόμα η παλαιά κελτική γλώσσα (ή λεγόμενη Gaelic), μιλάνε σήμερα όλοι τους αγγλικά, αν και έχουνε ιδιάζουσα προφορά και μεταχειρίζονται πολλούς ιδιωματισμούς.
Η απόσταση που χωρίζει Άγγλους και Ουαλλούς είναι κάπως μεγαλύτερη. Οι τελευταίοι εξακολουθούν και μιλούν σχεδόν όλοι ουαλλέζικα, ιδίωμα και αυτό κελτικό που συγγενεύει μ’ εκείνο που μιλάνε οι κάτοικοι της γαλλικής επαρχίας Βρετάνιας (Bretagne).
Σκωτσέζοι και Ουαλλέζοι παραδέχονται την κοινή ονομασία «Βρετανός» (British), μα και οι δυο τούτοι λαοί διατηρούν πάντα πολύ ζωηρό το αίσθημα της χωριστής τους τοπικής εθνικότητας. Σκωτσέζος η Ουαλλός ποτέ δε θα σας πει πως είναι Άγγλος.
Σχετικό είναι και τ’ ακόλουθο ανέκδοτο. Σε κάποια εκλογική συγκέντρωση στην Αγγλία, ο υποψήφιος, τελειώνοντας το λόγο του, φωνάζει με στόμφο: Άγγλος γεννήθηκα, Άγγλος έζησα και Άγγλος θε να πεθάνω!».
Φωνή από το ακροατήριο (με πλατεία σκωτσέζικη προφορά): «Μωρέ άνθρωπε, δεν έχεις καμιά φιλοδοξία;»1.
Εκεί που το χάσμα στάθηκε πολλούς αιώνες αγεφύρωτο, είναι μεταξύ Άγγλων και Ιρλανδών η καλύτερα, για να είμαστε περισσότερο ακριβόλογοι, Ιρλανδών Καθολικών, που αποτελούν την πλειοψηφία του Ιρλανδικού Λαού.
Η Ιρλανδία, όπως είπαμε, πρώτα υποδουλώθηκε στους Άγγλους στο 12ο αιώνα και τούτο χάρη στις διχόνοιες των ίδιων των Ιρλανδών. Ο αγγλικός ζυγός στάθηκε πολύ σκληρός και οι Ιρλανδοί βρισκόντανε αδιάκοπα επαναστατημένοι.
Από τότε Άγγλους και Ιρλανδούς τους χώρισε άσπονδο φυλετικό μίσος. Ύστερα, στο 16ο αιώνα, προστέθηκε και ο θρησκευτικός φανατισμός. Ενώ η Αγγλία αποκήρυξε τον Πάπα και ασπάστηκε τον Προτεσταντισμό, οι Ιρλανδοί μείνανε φανατικά προσκολλημένοι στην Καθολική Εκκλησία.
Οι Ιρλανδοί βρίσκανε πάντοτε στήριγμα στους εχθρούς της Αγγλίας, ιδίως στην Ισπανία και τη Γαλλία, χώρες που στο 16ο και 17ο αιώνα στάθηκαν προστάτισσες του Καθολικισμού σ’ όλη την Ευρώπη.
Μονάχα ένα τμήμα της Ιρλανδίας — το βορειοανατολικό που λέγεται Άλστερ (Ulster) — έκαμε πάντοτε εξαίρεση. Εκεί είχαν εγκατασταθεί από τον καιρό της Ελισάβετ και του Κρώμβελλ μετανάστες από την Αγγλία και τη Σκωτία, όλοι τους φανατικοί Προτεστάντες, που γι’ αυτό το λόγο μείνανε πάντα πιστοί στην Αγγλία. Το τμήμα τούτο είναι το πλουσιότερο σ’ όλη την Ιρλανδία, χάρη στη βιομηχανία του. Το άλλο μέρος της χώρας είναι καθαρά γεωργικό και μάλλον φτωχό. Έτσι, όταν το 1920, ύστερα από την επανάσταση που ξέσπασε αμέσως μετά το Μεγάλο Πόλεμο, η Καθολική Ιρλανδία κατόρθωσε ν’ αποχτήσει την αυτονομία της με τον τίτλο «Ανεξάρτητη Ιρλανδική Πολιτεία» (Irish Free State)1, το ’Άλστερ δε δέχτηκε να ενωθεί με την άλλη Ιρλανδία και απόχτησε δικό του αυτόνομο καθεστώς, υπό το όνομα Βόρειος Ιρλανδία (Northern Ireland).
Η Ιρλανδία (Eire), μολονότι σήμερα έχει απόλυτη αυτονομία σ’ ό,τι αφορά την εσωτερική της διοίκηση, από καιρό τώρα θέλει να κόψει και τον τελευταίο τυπικό δεσμό που τη συνδέει με τη Μεγάλη Βρετανία και να γίνει Κράτος ολότελα ανεξάρτητο. Εξαρτάται όμως οικονομικά από την Αγγλία που της αγοράζει τα κυριώτερα της προϊόντα και όπου πολλές χιλιάδες Ιρλανδοί βρίσκουν εργασία. Έτσι λόγοι οικονομικοί εμπόδισαν ίσαμε τώρα τους Ιρλανδούς Εθνικιστές να παρατεντώσουν το σκοινί.
Τελευταία (1938) υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας και η πρώτη έκανε πολύ μεγάλες παραχωρήσεις πολιτικές και οικονομικές. Χάρη στη συμφωνία αυτή οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών είναι σήμερα σχεδόν ομαλές. Οι Ιρλανδοί Εθνικιστές εξακολουθούν όμως να έχουν ως πρόγραμμα τη μελλοντική ένωση των δυο τμημάτων της Ιρλανδίας, πράμα που το αποκρούουν πάντοτε οι Προτεστάντες του Άλστερ.
Οι περισσότεροι Ιρλανδοί, σαν τους Σκωτσέζους, έχουνε σήμερα μητρική τους γλώσσα τ’ αγγλικά (ή παλαιά ιρλανδική γλώσσα Erse, ιδίωμα και αυτό κελτικό, μιλιέται μόνο σέ μερικά απόκεντρα μέρη της Δυτικής και Νότιας Ιρλανδίας). Η νέα Ιρλανδική Πολιτεία προσπαθεί να δώσει πάλι ζωή στην παλιά γλώσσα και την καθιέρωσε στα σκολεία και στις δημόσιες υπηρεσίες ως επίσημη γλώσσα του Κράτους.
Επειδή Ιρλανδοί και Άγγλοι μιλάνε την ίδια γλώσσα, η διαφορά μεταξύ τους δε γίνεται αμέσως αντιληπτή στον ξένο, όσο κι αν διαφέρουν οι δυο λαοί μεταξύ τους στο χαρακτήρα. Οι Ιρλανδοί όμως μιλάνε τα αγγλικά με ιδιότυπη προφορά και πολλούς ιδιωματισμούς.
Άγγλοι και Ιρλανδοί, μ’ όλη την πολιτική τους αντίθεση, παρουσιάζουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Και οι δυο λ.χ. έχουνε μανία για τα σπόρ και τη ζωή του υπαίθρου — το κυνήγι, την ιππασία, την πυγμαχία και τις ιπποδρομίες — αγαπούν επίσης πολύ τα ποτά και μάλιστα την μπίρα και το πατροπαράδοτο ουίσκι, που η κατασκευή του αποτελεί εθνική βιομηχανία της Ιρλανδίας, όπως και της Σκωτίας.
Οι Ιρλανδοί έχουνε μεγάλη κλίση στο στρατιωτικό επάγγελμα. Άλλοτε, προτού γίνει ο χωρισμός της Ιρλανδίας από τη Μεγάλη Βρετανία, πολλοί Ιρλανδοί, ακόμα και Καθολικοί, υπηρετούσαν εθελοντές στον Αγγλικό στρατό και μάλιστα θεωρούνταν από τους καλύτερους στρατιώτες, όπως σε παλιότερη εποχή οι Ιρλανδοί μισθοφόροι ήτανε το άνθος του Γαλλικού στρατού κατά τους μεγάλους πολέμους μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας, στο 17ο και 18ο αιώνα. Όσοι έτυχε να έχουν διαβάσει τα στρατιωτικά χρονογραφήματα του Κίπλιγγ, -θα {θυμούνται το δεκανέα Μαλβέϊνυ (Corporal Mulvaney)! που είναι ο τύπος του χαριτολόγου Ιρλανδού στρατιώτη της παλιάς εποχής.
Αυτά για τη φυλετική σύνθεση του Βρετανικού Λαού.
Τώρα ας εξετάσουμε λιγάκι την κοινωνική του διάπλαση.
Αν και το πνεύμα του Βρετανικού Πολιτεύματος είναι δημοκρατικό, η διάκριση ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις είναι ακόμα πολύ χτυπητή.
Πριν απ’ όλα, η Αγγλία έχει πάντοτε μιά αριστοκρατία, δηλ. μιά τάξη ευγενών που, μ’ όλη την εκλαΐκεψη των πολιτικών θεσμών, εξακολουθεί και σήμερα να παίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Χώρας.
Την αριστοκρατία αυτή την αποτελούνε πρώτα πρώτα οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, απόγονοι των φεουδαρχών της μεσαιωνικής εποχής η και άλλων οικογενειών που ο αρχηγός τους απόχτησε τον τίτλο του Λόρδου για υπηρεσίες που πρόσφερε στο Στέμμα η στο Κράτος.
Καθώς ξέρουμε, σ’όλες τις χώρες της Ευρώπης η ιδιότητα του τιτλούχου ήταν άλλοτε αλληλένδετη με την ιδιοκτησία της γης. Στην Αγγλία, χώρα που δε δοκίμασε τους επαναστατικούς κλονισμούς που συντρίψανε το κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς σε τόσες άλλες ευρωπαϊκές χώρες από τη Γαλλική Επανάσταση και δώθε, η αριστοκρατία εξακολουθεί και κατέχει πολύ μεγάλο τμήμα της γης και στην ύπαιθρο και μέσα στις πόλεις. Μεγιστάνες σαν το Δούκα του Ντεβονσάϊρ, το Δούκα του Ουέστμινστερ, το Μαρκήσιο του Μπιούτ (Bute) και άλλους πολλούς, έχουν στην κυριότητά τους απέραντα αγροτικά κτήματα και ολόκλήρες συνοικίες στο Λονδίνο και σε άλλες πόλεις. Το ίδιο στη Σκωτία και Ούαλλία.
Η δύναμη της αγγλικής αριστοκρατίας οφείλεται στο πως δεν έμεινε ποτέ της στάσιμη και κλειστή σαν τις αριστοκρατίες στις άλλες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, μα πάντα έπαιρνε νέο αίμα και νέα στελέχη από την αστική τάξη. Κάθε φορά που τύχαινε να ξεχωρίσει ένας σ’ οποιοδήποτε κλάδο της εθνικής ζωής—πολιτικός ήτανε, στρατιωτικός, τραπεζίτης, μεγαλέμπορος ακόμα, βιομήχανος, επιστήμονας, καλλιτέχνης—του δινότανε ο τίτλος του Λόρδου, κ’ έτσι αυτός και τα παιδιά του έπαιρναν θέση μέσα στους κόλπους της αριστοκρατίας. Η καταγωγή, η θρησκεία η το επάγγελμα δεν αποτελούσανε εμπόδιο. Ο περίφημος Λόρδος Μπήκονσφηλδ (Beaconsfield) ήτανε ιταλοεβραϊκής καταγωγής, ο Λόρδος Ρόθτσάϊλδ (Rothschild) επίσης Εβραίος, ο Λόρδος Γκώσεν (Goschen), ο γνωστός οικονομολόγος του19ου αιώνα, γερμανικής καταγωγής, ο μεγάλος χημικός Λόρδος Λίστερ μικροαστός, ο Λόρδος Σνόουντεν (Snowden) σιδηροδρομικός υπάλληλος, ο Λόρδος Τέννυσον (Tennyson) ποιητής, ο Λόρδος Λέϊτον (Leighton) καλλιτέχνης.
Έτσι η αγγλική αριστοκρατία κατόρθωσε και απορροφούσε πάντοτε το άνθος του έθνους, τα εκλεκτότερα στοιχεία από άποψη μόρφωσης και δράσης. Δεν είναι μόνο μιά από αίμα αριστοκρατία μα και μιά αληθινή αριστοκρατία της κοινωνικής δράσης, του πνεύματός και του πλούτου.
Γι’ αυτό, μολονότι τα πολιτικά προνόμια της τάξης των ευγενών έχουνε σήμερα περιοριστεί πάρα πολύ (η Βουλή των Λόρδων έχασε πια την κυρίαρχη θέση που είχε πριν πενήντα χρόνια στην πολιτική ζωή του τόπου), η επιρροή της αριστοκρατίας δεν έπαψε να είναι και σήμερα ακόμα σημαντική σ’ όλες τις εκδηλώσεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου, αφού συγκεντρώνει μέσα της σπουδαίο τμήμα της ενέργειας και του πλούτου του έθνους.
Η αγγλική αριστοκρατία έχει και κάτι άλλο καλό—το πως εξακολουθεί και βαστάει το σύνδεσμο της με τη γη. Όλοι μα όλοι οι Άγγλοι έχουν έμφυτη την αγάπη στο ύπαιθρο και την εξοχική ζωή. Το πρώτο πράμα που θα κάνει κάθε Άγγλος, μόλις αποκτήσει περιουσία και κάποια κοινωνική υπόσταση, είναι ν’ αγοράσει ένα αγρόκτημα, μικρό η μεγάλο. Από το κτήμα αυτό θα λάβει τον οικογενειακό του τίτλο, στην περίπτωση που θα γίνει Λόρδος.
Μετά την αριστοκρατία έρχεται η μεσαία η αστική τάξη, τάξη πολυάριθμη, που έπαιξε πάντοτε πολύ σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της Αγγλίας.
Οι μεγάλοι αστοί, με τ’ όνομα Upper Middle Class —δηλ. η τάξη των τραπεζιτών, βιομήχανων, εμπόρων, κτλ. έχουν τάσεις μάλλον συντηρητικές και, όπως είπαμε, μεταπηδούν αδιάκοπα μέσα στην αριστοκρατία.
Οι μικροί αστοί έχουν δική τους νοοτροπία. Από την τάξη τούτη προπάντων αντλούσε άλλοτε τη δύναμή του το μεγάλο και ιστορικό Φιλελεύθερο Κόμμα (Liberal Party), που έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο στην πολιτική ιστορία της Αγγλίας κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα με αρχηγό το Γκλάόστίον. Ο Άγγλος μικροαστός, μολονότι έχει συνήθως μόρφωση μάλλον περιορισμένη και αντιλήψεις κάπως στενές, είναι στοιχείο εξαιρετικά τίμιο, ηθικό και εργατικό, και αποτελεί, μπορεί κανείς να πει, την καρδιά του Βρετανικού Έθνους. Αυτόν βέβαια είχε υπόψη του ο Μέγας Ναπολέων, όταν ονόμασε τους Άγγλους περιφρονητικά «έθνος μπακάληδων» (A Nation of shopkeepers). To έθνος όμως αυτό των μπακάληδων έδειξε πάντα υπέροχο πατριωτισμό και πειθαρχία σε στιγμές εθνικού κινδύνου.
Τη λαϊκή τάξη αποτελούν οι εργάτες των πόλεων και οι αγρότες. Με την τεράστια ανάπτυξη της αγγλικής βιομηχανίας στο 19ο αιώνα, ο εργατικός πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά και σιγά σιγά, με τη διοργάνωσή του σε πανίσχυρα εργατικά σωματεία (τα λεγόμενα Trades Unions), απόχτησε μεγάλη πολιτική δύναμη. Από τον καιρό που ιδρύθηκε, πριν από εικοσιπέντε χρόνια περίπου, το Εργατικό Κόμμα (Labour Party), μεγάλο μέρος από τους εργάτες έπαψε πιά ν’ ανήκει στα δυο παλιά αστικά κόμματα, το Συντηρητικό και το Φιλελεύθερο, που άλλοτε κυβερνούσαν με τη σειρά τους την Αγγλία, και προσχωρήσανε στο νέο κόμμα. Το Εργατικό Κόμμα έχει αρχές σοσιαλιστικές μα όχι επαναστατικές και αποβλέπει στην καλυτέρευση της οικονομικής θέσης των λαϊκών τάξεων με μέσα νόμιμα.
Η θέση των εργατών, είναι αλήθεια, έχει καλυτερέψει πολύ τα τελευταία χρόνια από άποψη ημερομίσθιων και όρων εργασίας. Παραμένει όμως πάντοτε άλυτο ένα ζήτημα πολύ σοβαρό—το πρόβλημα της στέγης. Πολλές χιλιάδες εργατικές οικογένειες ζουν ακόμα μέσα σε βρόμικες και ανθυγιεινές συνοικίες που ονομάζονται slums. Τούτο, κατά γενική ομολογία, αποτελεϊ στίγμα για το βρετανικό πολιτισμό. Να γκρεμιστούν οι συνοικίες αυτές και να χτιστούν νέα υγιεινά λαϊκά σπίτια, τούτο είναι μέσα στο πρόγραμμα όλων των κυβερνήσεων, χρειάζονται όμως τεράστια Χρηματικά ποσά για να λυθεί το ζήτημα τελειωτικά.
Επίσης η ανεργία που μαστίζει, τώρα και είκοσι πέντε χρονιά, ένα μέρος του εργατικού πληθυσμού της Αγγλίας, είχε βλαβερή επίδραση, από άποψη ηθική και σωματική, στις εργατικές τάξεις. Πάνω από ένα εκατομμύριο εργάτες και εργάτριες μένουν πάντα χωρίς εργασία και συντηρούνται μονάχα με το μικρό επίδομα που τους δίνει η Κυβέρνηση. Η ανεργία χτύπησε ιδιαίτερα ορισμένες περιφέρειες της Ουαλλίας και της Βόρειας Αγγλίας, τις λεγάμενες Depressed ή Special Areas. Οι περιφέρειες αυτές καταδικάστηκαν σε οικονομικό μαρασμό με το κλείσιμο των ανθρακωρυχείων και το σταμάτημα άλλων βιομηχανιών που άλλοτε απασχολούσαν τον πληθυσμό—δεύτερο σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα που και τούτο παραμένει ίσαμε σήμερα άλυτο.
Η αγγλική εργατική τάξη, όσο κι αν διαφέρει σε πολλά από την ανώτερη και μεσαία (ιδίως στην ομιλία, γιατί ο λαός μιλάει με μια ιδιάζουσα προφορά που κάνει τη διάκριση πολύ χτυπητή), έχει όμως τούτο το κοινό με τις άλλες κοινωνικές τάξεις, πως ο εργάτης ενδιαφέρεται το ίδιο με τον αριστοκράτη και τον αστό για τα σπόρ. Η κυριώτερη του διασκέδαση είναι να παρακολουθεί ποδοσφαιρικούς αγώνες η αγώνες του «κρίκετ» (άλλο εθνικό παιχνίδι των Άγγλων που παίζεται τους καλοκαιρινούς μήνες), καθώς και τις διάφορες ιπποδρομίες η σκυλοδρομίες (οι τελευταίες γίνονται με ειδικά γυμνασμένα λαγωνικά). Όλοι οι Άγγλοι, από τον αριστοκράτη ίσαμε τον τελευταίο εργάτη, έχουν τη μανία να στοιχηματίζουν. Είναι το εθνικό τους βίτσιο, όπως η χαρτοπαιξία είναι το δικό μας. Αλλά ποιος λαός δεν έχει τα ελαττώματά του.
Άλλοτε το μέθη ήτανε κοινή συνήθεια στην Αγγλία, μάλιστα στις λαϊκές τάξεις. Με τον καιρό όμως λιγόστεψε το κακό, χάρη στα νομοθετικά μέτρα που έλαβε το Κράτος για να περιορίσει τα καπηλειά και τις ώρες που πουλιούνται τα ποτά και στην ευεργετική επίδραση του κινηματογράφου που, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο μέσο, τράβηξε την εργατική νεολαία από την ταβέρνα, το απαίσιο bublic- house της Αγγλίας του περασμένου αιώνα.
Ας ρίξουμε τώρα μιά ματιά και στην ύπαιθρη χώρα.
Στην Αγγλία δεν υπάρχουν καθαυτό χωρικοί, δηλ. αγρότες μικροϊδιοκτήτες, η τάξη εκείνη που αποτελεί ένα τόσο σπουδαίο κοινωνικό στοιχείο στις περισσότερες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, όπως λόγου χάρη στη Γαλλία, στην Ιταλία και σ’ όλες τις Βαλκανικές χώρες. Οι λόγοι είναι ιστορικοί. Στην Αγγλία, όπως είπαμε, τη γη την κατέχουν κατά μέγα μέρος οι ευγενεϊς που τη νοικιάζουν στους λεγάμενους farmers. Οι τελευταίοι αντιστοιχούν με τους εύπορους χωρικούς των άλλων χωρών, με τη διαφορά πως ο farmer, αντί να είναι ιδιοκτήτης της γης που καλλιεργεί, τη νοικιάζει από τον τσιφλικούχο (Lord of the Manor).
Τον παλιό καιρό, πριν διακόσια χρόνια, εύρισκε κανείς και στην Αγγλία χωρικούς—ήταν οι λεγόμενοι yeoman. Η τάξη αυτή άρχισε να χάνεται από τις αρχές του 18ου αιώνα κ υστέρα. Την εποχή εκείνη η αριστοκρατία, πολιτικά παντοδύναμη, κατόρθωσε με νομοθετικά μέσα (Enclosure Acts) να βάλει χέρι σε όλους τους κοινόχρηστους τόπους, ιδιαίτερα στά λιβάδια. Η ασυνείδητη αυτή πολιτική, που σήμερα καταδικάζεται από όλους τους Άγγλους δημοσιολόγους, γιατί το αποτέλεσμα ήταν να στερήσει την Αγγλία από ένα εξαιρετικά πολύτιμο στοιχείο, προκάλεσε τον οικονομικό ξεπεσμό της αγροτικής τάξης. Έτσι, όταν άρχισε, προς το τέλος του 18ου αιώνα, η εντατική εκμετάλλεψη των ανθρακωρυχείων και αργότερα η μεγάλη ανάπτυξη της βιομηχανίας, πολλοί από τους αγρότες αφήσανε την ύπαιθρο και τράβηξαν στις βιομηχανικές περιφέρειες και στα αστικά κέντρα.
Από τότε γίνανε μερικές προσπάθειες, μάλιστα στο τέλος του περασμένου αιώνα και στην αρχή του αιώνα τούτου, την εποχή που το Φιλελεύθερο Κόμμα βρισκότανε στην εξουσία, για να ξαναδημιουργηθεί μιά νέα τάξη μικροϊδιοκτητών (small holders). Η προσπάθεια όμως αυτή αντίκρισε πολλές δυσκολίες και δε φαίνεται προορισμένη να πετύχει, και αυτό γιατί οι σημερινές οικονομικές συνθήκες—προπάντων ο συναγωνισμός των φτηνών γεωργικών προϊόντων της Αμερικής και της ηπειρωτικής Ευρώπης— δεν είναι ευνοϊκές για την αγγλική γεωργία με τ ΄αψηλό της κόστος. Κι αυτή ακόμα η τάξη των farmers εξακολουθεί να υπάρχει μόνο χάρη στα προστατευτικά μέτρα που έλαβε τώρα τελευταία η Κυβέρνηση, καθώς και στην επιείκεια των μεγάλων γαιοκτημόνων. Οι τελευταίοι κατά κανόνα αποφεύγουν να πιέσουν τους ενοικιαστές, όταν τύχει η σοδειά να είναι κακή, πολλές φορές μάλιστα τους χαρίζουν τα μισθώματα .
Πρέπει να σημειώσουμε πως η φιλελεύθερη πολιτική του φτηνού ψωμιού, που ακολούθησαν οι αγγλικές κυβερνήσεις από την αρχή του περασμένου αιώνα για το καλό των εργατικών και αστικών τάξεων, στάθηκε βλαβερή για τους γεωργούς, μικρούς και μεγάλους. Η Αγγλία, όπου η γη είναι τεμαχισμένη σε μικρά περιφραγμένα χωράφια, είναι αδύνατο να παράγει σιτάρι στο ίδιο χαμηλό κόστος που παράγεται στη Βόρεια Αμερική, την Αργεντινή και την Αυστραλία, όπου οι απέραντες πεδιάδες επιτρέπουν την εφαρμογή της μηχανικής καλλιέργειας σε μεγάλη κλίμακα. Έτσι η αγγλική γεωργία άρχισε να παρακμάζει και θα χανότανε ολότελα, αν δεν αποφάσιζε η Κυβέρνηση—και τούτο τα τελευταία μόλις χρόνια—να παραμερίσει τα δόγματα του ελεύθερου εμπορίου που σ’ όλο το 19ο αιώνα αποτέλεσαν για τους βρετανούς πολιτικούς ένα είδος θρησκείας, και να προστατέψει την ντόπια παραγωγή για να σώσει τη γεωργική τάξη από την παντελή καταστροφή της. Πάντως το παράδειγμα τούτο δείχνει πόσο δύσκολο είναι να συμβιβάσει κανείς τα συμφέροντα του αγροτικού και αστικού πληθυσμού σε χώρες όπου η γεωργία κατάντησε παθητική.
Σήμερα, κατά κάποια στατιστική που ανάφερε ο Λόϋδ Γζώρτζ σε μιά ομιλία του στην Αγγλική Βουλή (στις 12 Μαρτίου 1937), ο αγροτικός πληθυσμός της Αγγλίας μόλις φτάνει τα 4,6% πάνω στο σύνολο του πληθυσμού, ενώ στην Ολλανδία φτάνει τα 25% και στη Γερμανία 30%.
Πως η αγγλική ύπαιθρο δεν έχει ακόμα ολότελα ερημωθεί, αυτό χρωστιέται στους Άγγλους της ανώτερης και μεσαίας τάξης που αγαπούν την εξοχική ζωή, το Country life, όπως ονομάζεται. Αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, όπου η απάνω τάξη προτιμά τη ζωή μέσα στις πόλεις κ έτσι αγνοεί σχεδόν ολότελα την αγροτική ζωή (καθώς ξέρουμε, οι περισσότεροι εύποροι Έλληνες παραθερίζουν η στα προάστεια των Αθηνών η σε καμιά λουτρόπολη), η αγγλική αριστοκρατία και γενικά η ανώτερη μεσαία τάξη διατηρούν εξοχικά σπίτια και αγροκτήματα. Αυτά, μ’ όλο που δεν είναι προσοδοφόρα, εξακολουθούν και τα κρατούν για διασκέδασή τους. Εκεί καταγίνονται με μανία στα πατροπαράδοτα αγγλικά σπόρ,—στο κυνήγι, στο ψάρεμα, στην ιππασία, καθώς και στην ανθοκομία, που στην Αγγλία έχει φτάσει σε περιωπή αληθινής τέχνης. Έτσι εξηγείται η Ιδιαίτερη κλίση που έχουν τόσοι Άγγλοι στη ζωοφιλία, την ορνιθολογία, την εντομολογία και τη βοτανική.
Παραμένοντας μεγάλο μέρος του χρόνου στις εξοχές, μαθαίνουν ν’ αγαπούν τη φύση. Αναφέρω τα ονόματα του Lord Grey of Fallodon, του Lord Baldwin και του κ. Neville Chamberlain, ως παραδείγματα σπουδαίων Άγγλων πολιτικών που, μ όλες τις σοβαρές ασχολίες τους, αγάπησαν με πάθος τη Φύση.
Εξόν άπ αυτό, η παραμονή τόσο μεγάλου αριθμού πλούσιων οικογενειών στις εξοχές είναι ωφέλιμη και από άποψη κοινωνική, γιατί εμποδίζει την απονέκρωση της ύπαιθρος και της επαρχίας, δίνοντας δουλειά σε πολλές χιλιάδες ανθρώπους που αλλιώτικα θα τραβούσανε προς τις πόλεις.
Πάντως η αγροτική ζωή στην Αγγλία, που επηρέασε τόσο βαθιά το χαρακτήρα και τα ήθη και έθιμα της ανώτερης αγγλικής κοινωνίας, έχασε σήμερα τις οικονομικές της βάσεις και παρουσιάζεται μάλλον σαν διακοσμητική. Δεν υπάρχει εκεί η μεγάλη μάζα των χωρικών που ζει από τη γη, όπως συμβαίνει στις πιώτερες χώρες τής ηπειρωτικής Ευρώπης. Τούτο αποτελεί σοβαρή έλλειψη, όπως με λύπη το διαπιστώνουν πολίτικοι και δημοσιολόγοι, και που, με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες του κόσμου, δε φαίνεται, δυστυχώς, να έχει γιατρειά.
Πρέπει να πούμε λίγα λόγια και για την πνευματική ανάπτυξη του Αγγλικού Λαού. Συχνά ακούει κανείς να λέγεται πως οι Άγγλοι υστερούν στη μόρφωση, αντίθετα προς άλλους λαούς, λ.χ. τους Γάλλους και τους Γερμανούς. Όσοι το υποστηρίζουν αυτό, μου φαίνεται πως αγνοούν τα αγγλικά πράματα, σχηματίζοντας τη γνώμη τους από ιδιαίτερα περιστατικά η επιπόλαιες εντυπώσεις, η και γιατί έχουν μιά όλλως διόλου διαφορετική αντίληψη σχετικά με την έννοια της μόρφωσης.
Λέγοντας «μορφωμένος» στην Ελλάδα, εννοούμε συνήθως τους λεγάμενους επιστήμονες, δηλ. όσους έχουνε μόρφωση νομική, ιατρική, τεχνική—ιδίως νομική. Στην Αγγλία όμως, αντίθετα μ’ εκείνο που συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, νομικές σπουδές κατά κανόνα ακολουθούν μονάχα όσοι σκοπεύουν ν’ ασκήσουν το δικηγορικό επάγγελμα. Η μεγάλη πλειονότητα των Άγγλων της ανώτερης και μεσαίας τάξης—όσοι δηλ. πρόκειται να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι, πολιτευόμενοι, τραπεζίτες, έμποροι κ.τ.λ.—παίρνουνε μιά γενική εγκυκλοπαιδική μόρφωση με βάση καθαρά φιλολογική. Στο σκολειό και στο Πανεπιστήμιο σπουδάζουν τις αρχαίες γλώσσες, την ιστορία και τη φιλοσοφία. Έτσι αποχτούν μιά πλατιά φιλολογική μόρφωση που λείπει συνήθως στη δίκη μας μορφωμένη τάξη που το ενδιαφέρο της είναι συγκεντρωμένο στην επιστημονική και, πολύ συχνά, στην καθαρά ωφελιμιστική μεριά της μόρφωσης.
Οι Άγγλοι γενικά διαβάζουν πολύ — πουθενά δε θα δείτε τόσο κόσμο να διαβάζει βιβλία μέσα στα τραίνα, στα βαπόρια κ.τ.λ.—αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει σε μας, που ο περισσότερος κόσμος διαβάζει μονάχα εφημερίδες— χαρακτηριστικό κι αυτό της κρίσης που περνά το ελληνικό βιβλίο.
Έτσι, άμα γνωρίσει κάνεις καλά τους Άγγλους (εννοώ, φυσικά, τη μορφωμένη τάξη), του κάνει εντύπωση ο πλούτος των γνώσεων τους. Οι συνομιλίες στις συναναστροφές γυρνάνε σ’ ένα πλήθος ζητήματα — στις τέχνες, στα ταξίδια, στα λουλούδια, στα ζώα, στα σπόρ — που σε μας είναι σχεδόν άγνωστα.
Ο Άγγλος επίσης έχει φυσική κλίση προς τις πρακτικές γνώσεις, πράμα που, μαζί με την αγάπη προς την υπαίθρια ζωή και τα σπόρ, πολύ βοήθησε στο να πετύχουν γενικά οι Άγγλοι στις αποικίες στην οργάνωση άγριων η μισοπολιτισμένων χωρών, όπου ο άνθρωπος δεν ωφελεί να έχει μονάχα θεωρητικές γνώσεις μα χρειάζεται να έχει και ποικιλία πρακτικών γνώσεων. Γερμανός καθηγητής, συγκρίνοντας κάποτε την αγγλική και τη γερμανική νεολαία, είπε για τον Άγγλο πως er kennt nicht so viel aber er kann mehr (δηλ. δεν έχει τόσο βαθιές γνώσεις μα έχει περισσότερη ικανότητα).
Χάρη στην έμφυτη αυτή ικανότητα, δηλ. στο συγκερασμό από τόσες πνευματικές, ψυχικές και σωματικές ιδιότητες που διακρίνει τον Άγγλο και που συνδυάζει την ευθύτητα του χαρακτήρα, το θάρρος, τη δραστηριότητα και την πειθαρχία, οι Άγγλοι κατόρθωσαν ίσαμε τώρα να επιβληθούν και να πάρουν τη θέση που κατέχουν σήμερα στον κόσμο. Χάρη στα ίδια αυτά προσόντα οι μεγάλες
υπερπόντιες κτήσεις, όπως ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, η Νότια Αφρική και οι Ινδίες, γίνανε ευνομούμενες και ευημερούσες κοινωνίες.
Το παράδειγμα του Βρετανικού Λαού δείχνει πως η αξία, η ικανότητα, η μόρφωση, δεν πρέπει να κρίνονται με θεωρητικά μόνο κριτήρια μα, πριν άπ’ όλα, από τα πρακτικά τους αποτελέσματα. Εξετάζοντας τα πράματα άπ’ αυτή τη μεριά, πρέπει να ομολογήσουμε πως το βρετανικό σύστημα αγωγής—σύστημα πέρα για πέρα ιδιόρρυθμο, που αποδίδει ίση σημασία στην ανάπτυξη του πνεύματος, του σώματος και του χαρακτήρα και που θυμίζει την παλιά σπαρτιατική αγωγή, όπως μας την περιγράφει ο Πλούταρχος στο Βίο του Λυκούργου — καθόλου δεν υστερεί σε σύγκριση προς τα άλλα εκπαιδευτικά συστήματα, απεναντίας μάλιστα έδωσε και δίνει ακόμη εξαιρετικά πλούσιους καρπούς.
Το παραπάνω κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο: A. A. ΠΑΛΛΗ ΑΓΓΛΙΑ και ΑΓΓΛΟΙ. ΑΘΉΝΑ 1940. Αφιερώνεται στην Αγγλοελληνική φιλία. Πρόκειται για λόγους που εκφώνησε κατά καιρούς το Α. Α. Πάλλης στο Αγγλοελληνικό σύνδεσμο. Το παραπάνω κείμενο διορθώθηκε στην σημερινή γραφή για να είναι πιο ευανάγνωστο.