Η συμμετοχή των γυναικών στον αγώνα του 1897 στις Αρχάνες
Οι γυναίκες των Αρχανών στην μάχη του 1897
Το 1897 ήταν ένας σημαδιακός σταθμός και μια πολυτάραχη εποχή για την Κρήτη. Οι Κρητικές Επαναστάσεις διαδέχονταν η μια την άλλη. Το αίσθημα της ελευθερίας δονούσε τις καρδιές των Κρητικών από άκρη σε άκρη. Στον απελευθερωτικό αυτό αγώνα οι γυναίκες όχι μόνο δεν υστέρησαν αλλά ανέλαβαν ρόλους ισάξιους των ανδρών. Η αναφορά, επομένως, που ακολουθεί είναι επιβεβλημένη και ας θεωρηθεί ως ελάχιστο αντίδωρο στη μνημοσύνη τους.
Ό πόλεμος δε θέλει μόνο βόλια και μπαρούτι. Ζωντανά και ρωμαλέα κορμιά οι αγωνιστές, έπρεπε, για να διατηρήσουν τη δύναμη και την αντοχή τους, να φάνε και να πιούνε. Ποιος άλλος όμως θα ετοίμαζε όλα αυτά εκτός από τις γυναίκες; Υπήρχε λοιπόν κατά τη μαρτυρία των παλιών, ένας χώρος, σαν είδος μαγειρείου, σε μια συνοικία κοντά στη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο στενό της εξόδου αριστερά που βγάζει στη συνοικία Τρούλος. Εκεί σε υπόστεγο που είχαν στήσει τις παραστιές, έβαζαν πάνω τα καζάνια ή τα χαλκωματένια τσικάλια, κουβαλούσαν ξύλα και μαγείρευαν τα τρόφιμα που έδιναν όχι μόνο Αρχανιώτες, αλλά και από τις άλλες επαρχίες: όσπρια, λαχανικά, πατάτες κρεμμύδια, ντομάτες, λάδι και σπανιότερα σφάγια από κτηνοτροφικά χωριά. Τα φαγητά μετέφεραν στο πεδίο της μάχης νεαρές Αρχανιωτοπούλες μαζί με τις στάμνες το νερό, τα φλασκιά με το νερωμένο κρασί για να τονωθούν κι όχι να ζαλιστούν ή να μεθύσουν – κι ανηφόριζαν μ’ αυτά στα γύρω υψώματα: πότε στο Γιούχτα και τ’ Ανεμόσπηλια, πότε στη Καταρχανίτικη Κεφάλα, στο Τζε ή στη Βιόλα, στο Γαλανό Παπούρι, στο Χωματόλακκο. Στο λόφο Καστέλλι ή στο οχυρό Πατητήρια στη θέση του πετρόκτιστου Δημοτικού Σχολείου. Παραθέτομε εδώ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του Ηλία Βουτιερίδη Ημερολόγιο του Τάγματος των Επίλεκτων Κρητών1898, σελ. 96 «…Αι πολεμίστριαι Ειρήνη Μαυρογιαννοπούλα και Μαριγώ Καζαντζοπούλα, μεταβαλούσαι τας ποδιάς αυτών εις φυσιγγιοθήκας, μάχονται ως άλλαι Σουλιώτισσαι παρά το πλευράν των τέκνων των, ενώ αι παρθένοι των Αρχανών σύζυγοι και μητέρες κομίζουσι φυσίγγια και ύδωρ εις τους μαχομένους άνδρας, αδελφούς και τέκνα των. Η παρουσία και το θάρρος αυτών έμψυχοί πάντας και ακλόνητοι προσδέχονται τας εφόδους του ανασχηματισθέντος εχθρού…»(Μάχη 27ης Φεβρουάριου 1897).
Κι ένα ακόμα απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο σελ. 261, περιστατικό από τη μάχη της 8ης Απριλίου στις Αρχάνες αφού πρώτα υπενθυμίσομε ότι κι άλλος μεγάλος εχθρός των αγωνιστών εκτός των Τούρκων ήταν η συχνή έλλειψη φυσιγγίων. Γράφει, λοιπόν, ο ιστορικός Ηλίας Βουτιερίδης: «Ένεκα του ταχέος ημών πυρός, τα φυσίγγιά μας εξαντλούνται και εσπευσμένος ζητούνται τοιαύτα παρά την εν τη κωμοπόλει Επιτροπή Αμύνης ής δύο μέλη, ο Μιχαήλ Καλυβιανάκης και ο I. Καλπαδάκης αφικνούνται εις το πεδίον της Μάχης. Μετ’ ολίγον επιφαίνεται ο Διάκονος Αφθόνιος Ντρετάκης71, (μοναχός Αγκαράθου) κομίζων φυσίγγια εν μέσω των συριτουσσών σφαιρών. Ταυτοχρόνως αι ηρωίδες Ειρήνη και Μαριγώ υπό πολλών παρθένων ακολουθούμενοι, φέρουσιν εις
τους μαχομένους άλλα φυσίγγια, ύδωρ και ολίγον άρτον». Και συνεχίζει ο ιστορικός Βουτιερίδης:
«Ουδέν πείθει τα αβρά εκείνα πλάσματα να απέλθωσιν του επικινδύνου μέρους. Εις τας προτροπάς του Διοικητού και των Αξιωματικών του, όπως απέλθωσιν, απαντώσιν ότι: αφού προκινδυνεύουσι δι’ αυτάς οι ξένοι, θα ήτο εντροπή των, αν αυταί εφοβούντο τας σφαίρας» (και συμπληρώνει) «Απάντησις αξία Κρησσών…».
Την ίδια στιγμή, στον ίδιο τόπο, συνέβη το εξής χαρακτηριστικό επεισόδιο. Ενώ μια από τις κοπέλες πρόσφερε τη στάμνα της σ’ ένα μαχητή μια σφαίρα που είχε βληθεί επιτήδεια, έσπασε τη στάμνα σε μύρια κομμάτια. Η Αρχανιωτοπούλα, άφρισε για το πάθημά της και ακούστηκε να λέει: «Παλιόσκυλε δεν το ‘χω που μου ‘σπασες τη στάμνα μα θα με κάμεις να γιαγύρω πίσω και να φέρω άλλη…» δεν σκέφθηκε καν τον κίνδυνο που διέτρεξε.
Μια άλλη Αρχανιωτοπούλα η Ειρήνη Παπαδάκη-Μαρνελάκη, αδελφή της Κουλούραινας, ηλικίας τότε 16 χρονών κουβαλούσε φυσίγγια στους αγωνιστές στη θέση «Ανεμόσπηλια». Όπως βάδιζε, μια εχθρική σφαίρα της στέρησε το δεξί μάτι, όπως μας δείχνει μια φωτογραφία της αλλά και σελίδες του βιβλιαρίου σύνταξής της στα κατοπινά χρόνια όπου αναγράφεται ο χαρακτηρισμός «τραυματισμένη» κατά τα έτη 1905, 1906, 1907 επί Δημαρχίας Μιχ. Καλυβιανάκη και I. Καλπαδάκη.
Κάτι άλλο που τονίζει τη συμβολή της Αρχανιώτισσας γυναίκας στους αγώνες του 1897 είναι η παραμονή τους μέσα στον οικισμό σ’ όλη τη διάρκεια της Επανάστασης. Δεν απομακρύνθηκαν. Αν και στην αρχή οφείλομε να ομολογήσομε όπως μας πληροφορούν αξιόπιστα στοιχεία, μερικές οικογένειες φοβήθηκαν για τα γυναικόπαιδά τους κι άρχισαν να φεύγουν από τις Αρχάνες σε άλλα μέρη ασφαλή. Τούτο προκάλεσε την εντονότατη αντίδραση της επί της Αμύνης Επιτροπής, που πήρε αμέσως δραστικά μέτρα. Υποχρέωσε τους φυγάδες να επιστρέφουν,
ενώ παράλληλα ανακοίνωσε σ’ όλες τις οικογένειες, πως όσοι τολμήσουν να φύγουν θα καίγονται τα σπίτια τους και τα υπάρχοντά τους. Έτσι όλοι ανεξαιρέτως, υπάκουσαν στην κοινή μοίρα που διέπει σε τέτοιες στιγμές τους κινδυνεύοντες: «Ή θα νικήσομε, ή θα πεθάνουμε όλοι».
Μια αναφορά στο θέμα αυτό κάνει ο ιστορικός Ιωάννης Μουρέλλος όταν σε διάλεξή του το 1937 μίλησε για τη Μαριγώ Λαμπράκη. Τα κείμενα διέσωσε η εγγονή της Καπετάνισσας Αρχανιώτισσας Θάλεια Σταθοπούλου – Λαμπράκη, κόρη του γιου της Μαριγώς Λ., ανώτατου Αξιωματικού της Χωροφυλακής Μενέλαου Λαμπράκη, την οποία και ευχαριστώ από τη θέση αυτή, γιατί μου εμπιστεύθηκε και μου παρεχώρησε τα στοιχεία αυτά. Τα έχω συμπεριλάβει στο βιβλίο μου «Μαριγώ Λαμπράκη και Μαυρορήνη, δύο καπετάνισσες των Αρχανών το 1897», που εκδόθηκε από το Δήμο μας, μαζί με άλλα σχετικά με την Επανάσταση εκείνη βιβλία. Λέει, λοιπόν, ο I. Μουρέλλος: «Οι Αρχάνες εκείνο το διάστημα είχαν μετατραπεί σ’ ένα περίεργο, αλλά υπέροχο στρατόπεδο. Το ηρωικό χωριό για να κρατηθεί στο ύψος της θυσίας του, είχε αποφασίσει να μην απομακρύνει από κει τα γυναικόπαιδα. Θα έμεναν εκεί τα παιδιά, οι γυναίκες και οι γέροντες να συμμεριστούν την τύχη του χωριού τους. Αν έφευγαν, θα ήταν φυσικό να μην αισθάνονταν οι πολεμιστές την ελκυστική δύναμη προς το χωριό που τους συγκρατούσε. Κι ακόμη πιο φυσικό, η έλλειψη περίθαλψης, φροντίδας και περιποίησης θα ελάττωνε και τη συγκεντρωτική δύναμη των ενισχυτικών δυνάμεων, που οργανωμένες εναλλάσσονταν με διάφορες φρουρές των επαρχιών…».
Από το κείμενο της ίδιας διάλεξης σε κάποιο άλλο σημείο, πληροφορούμαστε και το εξής σχέδιο: Αν οι Αρχάνες έρχονταν σε εντελώς απελπιστική θέση, σε μεγάλη συμφορά κατάληψης από τους Τούρκους, τότε -και μόνο τότε- θα φρόντιζε η Επιτροπή Άμυνας της κωμόπολης να απομακρύνει (πιθανόν από τις Νότιες υπώρειες του Γιούχτα) τα γυναικόπαιδα για να μη
σφαγούν, αλλά να διασωθούν όσο ήταν δυνατόν. Διαβάζομε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το κείμενο της διάλεξης του Ιωάννη Μουρέλλου πριν 120 χρόνια (1897). Γράφει λοιπόν ο ιστορικός: «Μόλις άκουγε το κανονάκι η Καπετάνισσα Μαριγώ, έκανε το σταυρό της, έζωνε τα φυσεκλίκια της και ξεκινούσε. Μα προτού φύγει, φώναζε τα μικρά της κορίτσια Ζαμπία και Ριρίκα και τους παράγγελνε: «Τα σακουλάκια σας παιδιά μου είναι στο σκρίνιο απάνω… Μην ξεχνάτε τις παραγγελιές μου…. – Όχι μάνα, στο καλό.
-Έχετε γεια παιδιά μου…» Και η υπέροχη αυτή γυναίκα ξανάκανε το σταυρό της και ξεκινούσε για να φτάσει πάντα πρώτη στη θέση της, στου Τζε ή στο Γαλανό Παπούρι, όπου θεωρούσε πιο αναγκαία την παρουσία της…».
Αλλά ας πούμε τι ακριβώς ήταν τα σακουλάκια που παράγγελνε για τα παιδιά της. Για κάθε κορίτσι της που ήταν τότε 10 χρονών το ένα και οκτώ το άλλο, είχε κάνει ένα σακουλάκι και είχε βάλει μέσα στο καθένα: Δυο αλλαξιές εσώρουχα, ένα καύκαλο ψωμί και λίγο τυρί και μια πλάκα σαπούνι. Τους είχε παραγγείλει άμα δουν πως οι Αρχανιώτικες οικογένειες έφευγαν, να πάρουν και αυτά τα σακουλάκια τους και να ακολουθήσουν εκεί που θα πήγαιναν οι πιο πολλοί. Είχε προβλέψει την περίπτωση της φυγής από συμφορά ή απλό πανικό και καθόριζε από πρωτύτερα το δρόμο των κοριτσιών της. Αυτά αναφέρει ο Ιστορικός.
Η Μαριγώ ήταν όχι μόνο μια γενναία αγωνίστρια και πατριώτισσα, αλλά και μια άριστη μητέρα. Έδιδε το παράδειγμά της και μ’ αυτό γαλουχούσε τα τέσσερα (4) παιδιά της. Γιατί εκτός από τα δυο κορίτσια της, τη Ζαμπία και τη Ριρίκα, είχε και δυο γιους σε εφηβική ηλικία, που τους έπαιρνε μαζί της στις μάχες. Ο μεγαλύτερος, ο Μενέλαος, ήταν πολεμιστής κοντά της. Και ο μικρότερος, ο Γιώργης της, χωρίς όπλο στην αρχή ήταν «σεϊρτζής» δηλαδή απλός θεατής, μετά όμως βρήκε κι εκείνος τουφέκι κι έγινε κι αυτός πολεμιστής. Μετά από 15 χρόνια, ο Γιώργης σκοτώθηκε στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, όπου
είχε καταταγεί εθελοντής, με θέληση δική του μα και της Καπετάνισσας μητέρας του.
Σε κάθε μάχη, λοιπόν, η Μαριγώ ήταν πρώτη με τους γιους της και τελευταία στο γυρισμό.
Ας αναφέρομε τώρα μερικά περιστατικά από τη ζωή των δύο αυτών εξαίσιων Γυναικών των Αρχανών, που απηχούν τα συναισθήματα και τους στόχους και των άλλων γυναικών του τόπου.
Πάντα έπαιρναν κι οι δυο μέρος στις μάχες οπλισμένες και πάντα με τον καλό λόγο στα χείλη για ηθική στήριξη των αγωνιστών.
Η Μαυρορήνη, αν και ήταν αυστηρή σα χαρακτήρας, είχε στο βάθος μια καρδιά τρυφερή και μια ψυχή φιλάνθρωπη. Σε σημειώσεις που άφησε ο εγγονός της, αείμνηστος Μήτσος Ψαραδάκης, γιος του γιού της Θεόδουλου, μαθαίνομε πως τη συμπόνιά της έδειχνε με «μιστά» δηλαδή βοήθεια κι ελεημοσύνη στους πάσχοντες. Πάντα ήθελε ν’ ανακουφίζει τον πόνο. Για το θέμα αυτό, η κόρη της η Στεφανίνα διηγήθηκε στον πληροφοριοδότη: Όταν ήταν μεγάλη κακοκαιρία κι έριχνε χιόνι σκεφτόταν πολύ τη φτώχεια και την ανέχεια ορισμένων οικογενειών. Έπαιρνε, λοιπόν, ένα καλάθι. Στο κάτω μέρος έβαζε χαρούπια (στοιχείο κι αυτό διατροφής της εποχής). Από πάνω, ένα σακουλάκι με αλεύρι. Άλλο ένα με όσπρια, κουκιά, φασόλια, ένα μπουκάλι λάδι κι ένα ψωμί και τα έστελνε στα φτωχόσπιτα του χωριού… Κι όχι μόνο ένα καλάθι αλλά ήταν περίπτωση που έστελνε μέχρι και δέκα. Η περιουσία της και ειδικά «τση Μαυρορήνης η Κεφάλα» που ακούγεται ακόμη και σήμερα και βρίσκεται στα Ν.Α. της κωμόπολης, ό,τι γεννήματα έδιδε, είχαν κι οι φτωχοί το μερτικό τους. Ήταν το κτήμα που είχε αποκτήσει η ίδια «από την ορφανική κασέλα» όπως έλεγε. Δηλαδή από ένα ταμείο για τα ορφανά, γιατί η ίδια είχε χάσει τον πατέρα της όταν ήταν δυο χρονών. Η μάνα της ξαναπαντρεύτηκε μετά και απόκτησε πολλά παιδιά. Ο ίδιος πληροφοριοδότης θυμάται τη γιαγιά του που τον έστειλε
σε ηλικία 12 χρονών να πάει δώρο σε μια φτωχή μωρομάνα που είχε γεννήσει δίδυμα, ένα μπουκάλι μεγάλο λάδι κι ένα τόπι υφαντό πανί, να τυλίγει τα μωρά της.
Τέτοια δείγματα αλληλεγγύης υπήρχαν πολλά στις Αρχάνες ακόμη και από το υστέρημά τους, στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Έτσι μόνο με την αλληλοβοήθεια και τον ανθρωπισμό που έδειχναν τότε οι γυναίκες μπορούσαν να επιζήσουν και οι φτωχότερροι «Ο Θεός για όλους βρέχει και για όλους λιάζει» έλεγαν παλιά.
Η Μαυρορήνη έζησε και πρόλαβε και τη λευτεριά της Κρήτης. Και μάλιστα όταν το 1930 γιόρτασαν στις Αρχάνες την εκατονταετία από την επανάσταση του 1821-1830 παρίστατο με πολλούς παλιούς αγωνιστές μαζί, στην υποδοχή του Αριστοτέλη Κόρακα που ήταν το 1897 ο γενικός Αρχηγός Αν. Κρήτης. Η Μαυρορήνη πέθανε σε ηλικία 87 ετών το 1932, 5 του Γενάρη.
Όσο για την άλλη σπουδαία γυναικεία Μορφή των Αρχανών την Μαριγώ Λαμπράκη κι εκείνη υπερείχε πάντα με γενναιότητα. Διέθετε από παλιά όλες τις οικονομίες της για την αγορά και φύλαξη πολεμικού υλικού που έχτιζε κι έκρυβε στους τοίχους του σπιτιού της. Κι όλα τα ασπρόρουχα του σπιτιού της: σεντόνια, κουρτίνες, κρεβατόγυρους τα έκοβε λωρίδες για να επιδένει τους λαβωμένους ή για να δένει τα φυσίγγια στα τουφέκια που είχαν τότε. Μας διασώζει την πληροφορία ένα λαϊκό στιχούργημα της εποχής:
«Μα δεν υπήρχενε ποθές λινάρι στσι Αρχάνες
και τότε φοβηθήκανε οι Χριστιανοί τσ’ Αγάδες.
Κι ανοίγει την κασέλα τση και βγάνει τα προυκιά τση πέτσες τραπεζομάντηλα, τα σεντονόπανά τση.
Μικρά κομμάθια τα ‘κάνε και δένανε φυσέκια γιατί ετότες ήτανε τω σασεπώ72 τουφέκια…»
Το παρακάτω ποίημα αναφέρεται σε μια προηγούμενη επανάσταση, όπου κι εκεί είχε πάρει μέρος η Μαριγώ το 1889:
«Δευτέρα μέρα πήγανε οι Τούρκοι στσι Αρχάνες τσ’ Αγιά Χριστίνας ήτονε που νίκησαν τσ’ Αγάδες.
Κι ο Κουτουμπός εφώνιαζε: «Μαργώ ήντα δα γενούμε που τσεπανέ δεν έχομε Τούρκους να πολεμούμε».
Κι απού τα κοντινά χωριά ήτονε μαζωμένοι στο σπίτι τση κερά -Μαργής ήτονε κονεμένοι…»
Θυσίες μεγάλες, λοιπόν, όχι μόνο οι δυο Καπετάνισσες, οι ξεχωριστές αυτές γυναίκες, αλλά και κάθε Αρχανιώτισσα κατά δύναμη η καθεμιά. Και οι δυο γενναίες, όχι μόνο θυσίασαν τα πάντα για τον αγώνα, αλλά με κανένα τρόπο δε δέχτηκαν χρήματα σαν σύνταξη για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν στην Πατρίδα: «Εμείς το καθήκον μας εκάμαμε και πλερωμή δα πάρομε;» είπαν.
Σε κάποια μάχη, αναφέρει ο ιστορικός I. Μουρέλλος με πληροφορίες ενός αγωνιστή του 1897 Αρχανιώτη του Δημ. Κονταξάκη στη θέση «Βιόλα» συνέβη ένα ηρωικό περιστατικό με την Καπετάνισσα Μαριγώ: Μια ανιχνευτική περίπολος από εννιά (9) άντρες με τον ανθυπολοχαγό Χρήστο Μπρισιμιτζάκη είχε απομονωθεί, γιατί είχαν προχωρήσει πολύ προς το εχθρικό πεδίο κι έπρεπε να τραβηχτούν έξω στη γραμμή τους αλλά ήταν αδύνατον γιατί περικυκλώθηκαν από Τούρκους με «πυρά ταχέα». Σ’ εκείνη την κρίσιμη στιγμή τα φυσίγγιά τους τέλειωσαν κι βρέθηκαν πια σε τραγική θέση. Πλησίαζε το τέλος τους κι είχαν πια το τελευταίο φυσίγγιο που κατά το έθιμο θα έριχναν στον εχθρό πριν σκοτωθούν.
Εκείνη τη γεμάτη τραγικότητα στιγμή ακούστηκε η φωνή της Μαριγώς που είχε πλησιάσει έρποντας περί τα 300 μ. να τους φωνάζει: «Νάτε παιδιά μου φυσέκια. Κουράγιο παιδιά μου, κτυπάτε κι έχει ο Θεός ο Μεγαλοδύναμος. Έτσι τους έσωσε από βέβαιο θάνατο κι οι Τούρκοι πανικόβλητοι οπισθοχώρησαν.
Τι να πρωτοαναφέρει όμως κανείς για τις Αρχανιώτισσες γυναίκες του 1897 μέσα στα στενά χρονικά πλαίσια. Αξίζει όμως πιστεύω να κλείσομε με κάτι σχετικό με τη σύνταξη της Μαριγώς. Όταν την ειδοποίησαν να πάει να πάρει το πρώτο μηνιάτικο, πήγε στο Ταμείο όπου της έδωσαν ένα χρυσό ναπολεόνι. Εκείνη έκπληκτη ρωτά τον ταμία:
- Ήντα ‘ναι παιδί μου τουτονά;
- Η σύνταξή σας κυρία μου.
- Γιάντα; -Γιάντα;
Μα γιατί πολεμήσατε στην Επανάσταση.
- Μα εγώ μάθια μου δεν πολέμησα για να πάρω λεφτά. Ήκαμα ό,τι ‘πρεπε να κάμω. Και τανέ τα λεφτά είναι ξεγιβέντιση… Δηλαδή και πρέπει να ‘ρχομαι κάθε μήνα να τα παίρνω;
- Μάλιστα.
- Ε, άμα με ξαναδείς να μου φτύξεις… Υποχρεώθηκε όμως και εισέπραξε το πρώτο μηνιάτικο. Πήγε αμέσως στην αγορά του Ηρακλείου και αγόρασε (κατά τη μαρτυρία) σακίζι (μαστίχα), κανελανθούς και γαρέφαλλα, στραγάλια, καραμέλες, καφέ και ζάχαρη. Όταν γύρισε στο σπίτι, φώναξε τις γειτόνισσες και τις φιλενάδες της και τους τα μοίρασε δίχως να πει λέξη. Άμα τέλειωσε το μοίρασμα τίναξε τα χέρια ευχαριστημένη και είπε: πάει κι αυτό. Δεν έμεινε ούτε ένα στραγάλι από το ναπολεόνι. Τότε μόνο κατάλαβαν οι φιλενάδες γιατί τους μοίρασε όλα αυτά τα καλοχερίδια δίχως να ‘ναι γιορτή.
Έτσι έδρασαν οι Αρχανιώτισσες με τις δυο καπετάνισσες μαζί, το 1897. Και με το θάρρος, τις θυσίες τους, τη συμπαράστασή, την ανιδιοτέλεια και τη γενναιοψυχία τους, κέρδισαν τους στόχους τους για τη Λευτεριά της Κρήτης.
Ας είναι η μνήμη τους η ιερή, αιώνια…
Τα παραπάνω αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο
Ζαχαρίας Δημ. Καλοχριστιανάκης Ειρήνη Ταχατάκη
Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΙΩΆΝΝΗΣ ΑΪΝΙΚΟΛΙΏΤΗΣ
Συμβολή στη νεότερη ιστορία της Κρήτης
Ιερά Μονή Κουδουμά Λαογραφικός, Αρχαιολογικός, Πολιτιστικός Σύλλογος φίλων Ιεράς Μονής Κουδουμά.
Πολιτιστικός Σύλλογος Στερνών Μονοφατσίου <Ο Κόφινας> 2018