5 Νοεμβρίου 2024

www.ipy.gr

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

Κρητική ιστορία

Συνοπτική βιογραφία του Καπετάν Ιωάννη Αϊνικολίώτη

Συνοπτική βιογραφία
του Καπετάν Ιωάννη Αϊνικολιώτη

Ο Καπετάν Γιάννης Αϊνικολιώτης γεννήθηκε το έτος 1834 (σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, το 1838) στο μικρό ορεινό χωριό Άγιος Νικόλαος (Αϊ-Νικόλας) της επαρχίας Μονοφατσίου, της οποίας υπήρξε Αρχηγός κατά τη θρυλική Επανάσταση του 1897 με σπουδαία και μεγάλη ηρωική δράση.

Ήταν υψηλός, ευσταλής και ωραίος άνδρας, τολμηρός και γεν­ναίος γι’ αυτό ήταν από τους διασημότερους Αρχηγούς των Κρη­τικών Επαναστάσεων και αγώνων.

Το πρώτο του επώνυμο ήταν Σφακιανάκης αλλά μετατρά­πηκε αργότερα σε Αϊνικολιώτης από τους συμπατριώτες του και συναγωνιστές του, τιμητικά. Γεννήθηκε και ανατράφηκε κάτω από τον Τουρκικό ζυγό γι’ αυτό στην ψυχή του καλλιεργήθηκε ένα μίσος κατά των τυράννων και το πείσμα για την απόκτηση της πολυπόθητης λευτεριάς της Κρήτης.

Σε ηλικία μόλις 16 ετών κατετάγη επαναστάτης στο τάγμα του Καπετάν Μιχαήλ Κόρακα και από τότε αρχίζει η πολεμική του δράση. Θαρραλέος, τολμηρός, γενναίος και προικισμένος με στρα­τιωτική νοημοσύνη και πνεύμα, έχοντας υπό τις διαταγές του άλ­λους οπλαρχηγούς μικρότερων ομάδων της περιοχής, σε ηλικία μόλις 25 ετών πολέμησε σε όλη την Κρήτη, ιδιαίτερα στις Αρχά- νες το 1897. Έλαβε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις και επαναστά­σεις κατά των Τούρκων: 1858, 1860, 1869, 1878, 1889, 1896 και 1897 έως το 1898. Μισό αιώνα αγωνιστής γενναίος.

Κατά τη θρυλική Επανάσταση των Αρχανών το 1897 έσπευσε με τους άνδρες του, συνεργάστηκε με τους εκεί επαναστάτες, ντόπιους και από τις άλλες ανατολικές επαρχίες, και σε πολλές περιπτώσεις βοήθησε στη σωτηρία του τόπου με την απαράμιλλη γενναιότητά του.

Μια από τις ηρωικότερες πράξεις του ήταν, όπως προαναφέραμε, η σωτηρία της ζωής του Εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου κατά τη Γενική Συνέλευση των Εκπροσώπων των Ανατολικών Επαρχιών στο κτήριο του παλαιού σχολείου, σημερινό Αρχαιο­λογικό Μουσείο Αρχανών. Και ποιο θα ήτο τότε το μέλλον της ιστορίας της κωμόπολης εάν σκότωναν το Βενιζέλο και το μέλ­λον γενικά της Πατρίδας εάν εξέλιπε ο Μέγας εκείνος Πατριώτης εκείνη τη δύσκολη στιγμή; Για το λόγο ακριβώς αυτό στην κω­μόπολη Αρχάνες τιμάται σαν τοπικός ήρωας, για το περιστατικό αυτό αλλά και για όσα προσέφερε στον τόπο και στην ιστορία της Κρήτης γενικότερα. Τα πρώτα χρόνια οι σύγχρονοί του και οι συναγωνιστές του μπορούσαν να θυμούνται με τα βιώματά τους, τους αγώνες και την ηρωική δράση του Ιωάννη Αϊνικολιώτη.

Στη σύγχρονη όμως εποχή αυτά μας τα θυμίζει μόνο μια μαρ­μάρινη πλάκα που αναρτήθηκε σ’ ένα ψηλό τοίχο της κεντρικής αγοράς των Αρχανών και γράφει τιμητικά «Πλατεία Ιωάννου Αϊνικολιώτη».[1]

[1] Θυμάμαι, γράφει η κ. Ταχατάκη, στα πολύ μικρά μου χρόνια που συλλά­βιζα την επιγραφή αυτή στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Καθώς και στο σχολείο την επιγραφή «Πλατεία Ιωάννου Νταφώτη». Κι αναρωτιόμουν με την παιδιάστικη αφέλειά μου: «Ποιοι να ήσαν άραγε αυτοί;…».

Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι στο συμπλήρωμα των 100 περίπου χρόνων από τη θυσία τους θα μας απασχολούσαν τα βιογραφικά των Μεγάλων αυτών Ανδρών, αλλά κα άλλων πρωταγωνιστών της εποχής. Και θεωρώ ευτυχία τη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Όπως και το «Οι δυο Καπετάνισσες Μαριγώ και Μαυρορήνη», που εκδόθηκε από το Δήμο Αρχανών με άλλα βιβλία επετειακά τον Αύγουστο του 1997, που αφορούσαν το μεγάλο πολέμαρχο των Αρχανών Γεώργιο Καπετανάκη, και το «Γεώργιο Ζωγραφιστό ή Πατσιδιανό».

Ο Γεώργιος Καπετανάκης, οπλαρχηγός, πρόεδρος της Επιτροπής Αμύνης Αρ­χανών κατά την επανάσταση του 1897. Μεσολογγίτης την καταγωγή με το επώνυμο Μαντραβάλλας, εγκαταστάθηκε στις Αρχάνες μετά την έξοδο του Μεσολογγίου. Λόγω της επαναστατικής του δράσης ονομάστηκε Καπετανά­κης. Πρόεδρος της 14/μελούς επιτροπής Αμύνης των Αρχανών με πλούσια επαναστατική και κοινωνική δράση και επαφές με τις Μεγάλες Δυνάμεις.

«Τύχη αγαθή» μας επεφύλαξε να συνεργασθούμε με τον αγα­πητό συνάδελφο, συγγραφέα και φίλο Ζαχαρία Καλοχριστιανάκη, με απώτατες οικογενειακές ρίζες από τις Αρχάνες και από κοινού, εγώ από τις Αρχάνες κι εκείνος από τον Πύργο Μονοφατσίου, την ευρύτερη περιοχή καταγωγής του Καπετάν Γιάννη Αίνικολιώτη, να συνοδοιπορήσομε στη σύνθεση αυτής της με­λέτης. Ευχαριστούμε τους εκδότες που έχουν την ευαισθησία, αλλά και την αγάπη στην Ιστορία και τους ηρωικούς προγόνους τους, επιτελώντας ιερό και εθνικό σκοπό.

Και συνεχίζομε το βιογραφικό του ήρωα Ιωάννη Αϊνικολιώτη. Εκτός από τη δράση του σε τοπικό επίπεδο είχε λάβει μέρος στο Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870-71 με μία ομάδα 100 Κρητών πολεμιστών, «την Ελληνική Λεγεώνα» Διακρίθηκε στους αγώνες αυτούς και τιμήθηκε από τη Γαλλική Κυβέρνηση με τον πολεμικό Σταυρό και το Μετάλλιο του Τάγματος της Λε­γεώνας της Τιμής.

Σε πίστωση των παραπάνω παρατίθενται τα σχετικά έγγραφα, που ακολουθούν και τα οποία προέρχονται από το προσωπικό Αρχείο των δισεγγονών του Καπετάνιου κ. κ. Σπύρου και Γιώργου Κοκοτού και Μανώλη και Κώστα Ανδρουλιδάκη.

Ο Γεώργιος Ζωγραφιστός, ή Κοπετόν Πατσιδιανός, λόγω της καταγωγής του από τις Πατσίδες, Γενναίος πολεμιστής σε όλες τις μάχες κατά το 1897, ενώ σε συνεργασία με το Τάγμα των Επιλέκτων Κρητών ανατίναξαν στις 2 Απρι­λίου 1897 την υδατογέφυρα στο Σκαλάνι, που μετέφερε το νερό από τα Αϊτάνια στο Ηράκλειο.

Αγιος Νικόλαος Μονοφατσίου,
η γενέτειρα του Αϊνίκολιώτη

Η ονομασία του χωριού είναι ταυτισμένη με το ομώνυμο εκ­κλησάκι του Αγίου Νικολάου, που είναι κτίσμα του 1850. Ο μέχρι πριν από δύο χρόνια ημιερειπωμένος ναός του αγίου Νικολάου, μετά τις απαραίτητες κτιριακές παρεμβάσεις που έγιναν με πρω­τοβουλία της I. Μ. Κουδουμά και του ακαταπόνητου Ηγουμένου Μακαρίου Σπυριδάκη παραδόθηκε ανακαινισμένος στη λατρεία. Τα θυρανοίξια έγιναν παρουσία του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακαρίου και πλήθους κόσμου την Άνοιξη του 2017. Ο ναός του Αγίου Νικολάου πανηγυρίζει κατά την ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Νικολάου στις 20η Μάίου και στη μνήμη του στις 6 Δεκεμβρίου συγκεντρώνοντας πλήθος προσκυνητών.

Το χωριό βρίσκεται στα δεξιά του δρόμου, που οδηγεί από τις Στέρνες προς τον Κουδουμά και σε απόσταση 5 χιλιομέτρων πε­ρίπου σε μια καταπράσινη λαγκαδιά με πολλά τρεχούμενα νερά και πανύψηλα δένδρα. Το 19° αιώνα υπαγόταν διοικητικά στο Δήμο Χάρακα. Στην απογραφή του 1881 αναφέρεται με 71 κατοί­κους και το 1900 με ενενήντα τρεις. Μέχρι και τις πρώτες δεκαε­τίες του 20ου αιώνα το χωριό έσφυζε από ζωή, οι κάτοικοι καλλιερ­γούσαν τη γη, ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, ενώ εξαιτίας των άφθονων τρεχούμενων νερών οι καρποφόροι κήποι παρείχαν πλή­θος λαχανικών και φρούτων και αρκετοί κάτοικοί του εργάζονταν στην υπηρεσία του μοναστηριού του Κουδουμά. Δεσπόζουσα μορφή του χωριού ήταν η οικογένεια Ζαχαριάδη ή Σφακιανάκη, λόγω της απώτερης καταγωγής από τα Σφακιά ή Νικολιωτάκη12 κι αργότερα Αϊνίκολιώτη, λόγω του προσωνυμίου που δόθηκε στο θρυλικό και φημισμένο οπλαρχηγό και αρχηγό της επαρχίας Μο­νοφατσίου Γιάννη Αϊνίκολιώτη.

Να σημειώσομε ότι το χωριό διατηρούσε ανέκαθεν ισχυρό δεσμό με την I. Μ. Κουδουμά, της οποίας αποτελούσε Μετόχι[13], σχέση η οποία παραμένει άρρηκτη μέχρι σήμερα. Μάλιστα ο Καπετάν Γιάννης Αϊνικολιώτης, ανιδιοτελής, ευσεβής και ευγνώ­μων, δώρισε, όπως προαναφέραμε, μέρος της περιουσίας του στο Μοναστήρι.[14]

Το Μοναστήρι διατηρούσε εκεί μόνιμο οικονόμο[15], ενώ συχνά έμεναν για αρκετό διάστημα εκεί και οι ηγούμενοι της Μονής, όπως συνέβη με τις περιπτώσεις των ηγουμένων Αθανασίου Μαλλιαράκη και Παρθένιου Μπελαντή.[16]

Το 1942 μάλιστα, όταν οι Γερμανοί κατακτητές αποφάσισαν να εγκατασταθούν στον Κουδουμά, η αδελφότητα μεταφέρθηκε στον Άγιο Νικόλαο φέρνοντας μαζί της όλα τα ιερά κειμήλια, λειψανοθήκες, ιερά σκεύη, εικόνες, την εφέστια εικόνα της Πα­ναγίας και τα τιμαλφή. Μετά την απελευθέρωση τα ιερά σκεύη και τα κειμήλια μεταφέρθηκαν στη φυσική τους έδρα και το χωριό παραμένει ως τις μέρες μας Μετόχι του μοναστηριού.

Η απομάκρυνση των μοναχών από την I. Μ. Κουδουμά συντελέστηκε για τους εξής λόγους. Οι Γερμανοί κατακτητές εγκαταστάθηκαν σε επιλεγμένα σημεία των νότιων ακτών της Κρήτης για να εμποδίσουν τους εγκλωβισμένους Άγγλους, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς και ντόπιους αντιστασιακούς να διαφύγουν για
τη Μέση Ανατολή, αλλά και για να ελέγχουν τις τυχόν αποβατικές κινήσεις των συμμάχων.17 Μεταξύ των σημείων αυτών ήταν και η I. Μ. Κουδουμά. Το μοναστήρι είχε στοχοποιηθεί και για ένα επί πλέον λόγο. Ο τότε Ηγούμενος της Μονής Παρθένιος Χαιρέτης μαζί με τον Ηγούμενο της Μονής Πρέβελη Αγαθάγ­γελο Λαγουβάρδο, ενεργά μέλη της Εθνικής Αντίστασης, είχαν δραπετεύσει στις 13 Δεκεμβρίου 1941 για τη Μέση Ανατολή. Έμεινε ιστορική η δράση τους, ως κληρικών και αγωνιστών στην Αίγυπτο, Αιθιοπία, Παλαιστίνη και Συρία.18

Μόλις οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν στη μονή, αφού βεβήλωσαν το μοναστήρι, πυροβολώντας ακόμη και τις ιερές εικό­νες, με ορατά μέχρι σήμερα τα σημάδια των σφαιρών σ’ αυτές, διέταξαν να αδειάσει το Μοναστήρι και οι μοναχοί να φύγουν.19 Χάριν στη διπλωματική ικανότητα του ηγουμένου Κυρίλλου οι Γερμανοί έδωσαν διορία μερικών ημερών κι έτσι μπόρεσε η αδελ­φότητα, αφού ξεσήκωσε όλα τα γύρω χωριά των Αστερουσίων, με υποζύγια, που διέθεσαν οι χωρικοί, να μεταφέρουν όλα τα υπάρχοντα, στο Μετόχι του Αγίου Νικολάου, όπου πλέον εγκα­ταστάθηκε το Μοναστήρι. Η εγκατάσταση όμως των Γερμανών στον Κουδουμά δεν μακροημέρευσε εξαιτίας ενός γεγονότος, που κατά την παράδοση, αποδίδεται στη θαυματουργική παρέμ­βαση της Παναγίας, της προστάτιδας του μοναστηριού.20 Πολ­λές φορές οι λαϊκοί θρύλοι μπερδεύονται μεταξύ θαύματος και πραγματικότητας. Μόλις τακτοποιήθηκαν οι Γερμανοί, ό επι­κεφαλής λοχίας Χάους μπήκε στο ναό. Τότε, λέγεται ότι εμφα­νίστηκε μία γυναίκα αρχόντισσα και αυστηρά τον διέταξε να
φύγει από την εκκλησία. Ή σκηνή, το ίδιο βράδυ, επαναλήφθηκε τρεις φορές. Ό λοχίας όχι μόνο δεν έλαβε υπόψη την προειδοποί­ηση, αλλά κάνοντας επίδειξη ισχύος κάθισε επάνω στην Αγία Τράπεζα, γνωρίζοντας ότι αποτελεί το ιερότερο σημείο του ναού. Ή Παναγία τότε εμφανίστηκε ξανά και έδωσε ένα ηχηρό χα­στούκι στο θρασύτατο Γερμανό. Για μία εβδομάδα το αποτύ­πωμα της Παλάμης της Παναγίας φαινόταν στο μάγουλο του λοχία και το είδαν πολλοί. Οι Γερμανοί θορυβήθηκαν και αποφά­σισαν να εγκαταλείψουν το Μοναστήρι και να μεταφέρουν το φυλάκιό τους στο γειτονικό Άγιο Ιωάννη, της παραλίας των Καπετανιανών.21

Μετά τη λήξη του πολέμου ό Γερμανός λοχίας Χάους επισκέφθηκε τον Κουδουμά και ζήτησε από τον Ηγούμενο να τον οδηγήσει στο ναό και να αντικρύσει την εικόνα της Παναγίας. Μόλις την είδε αναφώνησε αυθόρμητα: Αυτή ήταν που με χα­στούκισε. Κάθισε πολλή ώρα προσοχή και ύστερα διηγήθηκε το περιστατικό στους μοναχούς. Σήμερα, το Μετόχι του Αγίου Νι­κολάου ως κτίσμα είναι εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο.

ΠρωτοπαΛίκαρο του Μιχαήλ Κόρακα

  • Αβρά ντινισικτίμ! Ωρυόταν ο πασάς και άφριζε ζητώντας εκδίκηση κατά του Κόρακα.
  • Εκατό χρυσές λίρες η κεφαλή του Κόρακα, διαλαλεί σε Τούρκους και χριστιανούς ο πασάς και το διαλάλημα φτάνει και μέχρι τ’ αυτιά του Κόρακα.
  • Εδά τοσανά μωρέ ακριβά κάνει η κεφαλή μου; Εγώ δα του την πάω, να πάρω εκατό λίρες. Ετοιμαστείτε! Και οχτακόσιοι Μεσαρίτες καβαλάρηδες ξεκινούνε κυνηγώντας το στρατό του πασά.

Μια δυνατή μάχη στο Φουρνοφάραγγο κι άλλη μια κοντά στο Χάρακα, αναγκάζει τον πασά να τραβηχτεί στο Θραψανό. Μα κι ως εκεί φτάνει ο ατρόμητος Αρχηγός σέρνοντας μαζί του τον Κατεχάκη, το Μαστραχά, τον Αϊνικολιώτη, τον Πρεκατσούνη, το Ρωμάνο, τον Πανασανό, τον Πολυχρονάκη, τον Καπετάν Χα­ραλάμπη, τους δυο Γερόνυμους, το Ζουδιανό, τον Τρυφίτσο και άλλους εκλεχτούς καπεταναίους.

  • Στάσου μωρέ πασά να πάρεις την κεφαλή μου να μου δώ­σεις τσοι εκατό λίρες του φωνάζει αιφνιδιαστικά και του επιτί­θεται μ’ όλη την ορμή του.

Η θραύση του Τούρκου Πασά τον αναγκάζει να υποχωρήσει στο κάστρο και να ανεφοδιαστεί για να κάμει μια αγριότερη επί­θεση προς τη Γέργερη και το Ζαρό, αφού η πρώτη του στις 15 του Σεπτέμβρη απέτυχε.

Πραγματικά μετά ένα μήνα, ενώ ο Κόρακας βρισκόταν στο Βροντήσι, πληροφορείται πως ο στρατός έφτασε στη Γέργερη. Σπεύδει με τα παλικάρια και γίνεται μια από τις πιο φονικές μάχες που στο τέλος κατάντησε σε υποχώρηση των Χριστιανών προς το Ζαρό. Τη στιγμή της υποχώρησης, ο Αρχηγός Κατεχάκης κινδυνεύει να πιαστεί από το Δελή Χουσεΐνη, που καβαλά­
ρης σε δυνατό άλογο, τον έφτασε ξεμοναχιασμένο και εγκαταλελειμμένο από όλους. Τέντωσε λοιπόν το χέρι του για να τον αρπάξει τρέχοντας τη στιγμή που ο Καπετάν Γιάννης Αϊνικολιώτης ακούει από πάνω τις φωνές του Πρεκατσούνη να λέει:

– Γλακάτε μωρέ σκύλοι και θα πιάσουνε τον Κατεχάκη που τόνε ‘φήκανε μοναχό!

Η σωτηρία του Κατεχάκη

Σπεύδει ο Αϊνικολιώτης και με τη συνηθισμένη του ορμή, τού χύνεται και από απόσταση ενός μέτρου, αδειάζει πάνω στο στή­θος του Δελή Χουσεΐνη την πιστόλα του.

Επακολούθησε συμπλοκή σώμα με σώμα. Γιατί εν τω μεταξύ είχαν προφτάσει οι πιο διαλεχτοί Τούρκοι για να βοηθήσουν το Δελή Χουσεΐνη. Από πάνω έσπευσαν ο Πρεκατσούνης και οι σύντροφοι του Αϊνικολιώτη να κρατήσουν την υποχώρηση των Τούρκων μαζί με τον Κατεχάκη. Οι Τούρκοι βλέποντας το Βελή Χουσεΐνη νεκρό, φρύαξαν. Μα είδαν πως δεν μπορούσαν να απο­μακρυνθούν από την ακτίνα του στρατού που βρισκόταν στη Γέργερη κι αναγκάστηκαν να πάρουν το πτώμα του Δελή Χου­σεΐνη και με κλάματα να το φέρουν πίσω στο Κάστρο.

Το νέο αυτό κατόρθωμα του Αϊνικολιώτη ήταν πολύ μεγάλο και ήρθε σα μεγάλη παρηγοριά στο Γενικό Αρχηγό Κόρακα. Αιτία ήταν η περίεργη συμπεριφορά του Μαστραχά ν’ αφήσει τον Αρχηγό Κατεχάκη ανυπεράσπιστο σε μια τόσο δύσκολη υποχώρηση. Μάλιστα του καταλογίστηκε αυτή η πράξη σαν εσκεμμένη ενέργεια για άλλες προηγούμενες μικροαφορμές.

Έτσι η ηρωική αυτή πράξη του Αϊνικολιώτη τον ανέβασε πολύ στα μάτια των συναγωνιστών του κι έκαμε θερμότερο το ζήλο των δικών του παλικαριών.

Από κείνη τη στιγμή μάλιστα τον ακολουθούσαν πιο πρόθυμα και πιο πειθαρχημένα.

Την άλλη μέρα ξαναπιάστηκε πάλι πεισματώδης μάχη με­ταξύ Χριστιανών και Τούρκων. Οι Τούρκοι ήθελαν να περά­σουν Ζαρό, Βορίζα, Καμάρες, πράγμα που το κατόρθωσαν μετά από πεισματώδη αγώνα κι άφησαν στο διάβα τους σεβαστό αριθμό νεκρών. Μετά από αυτό οι χριστιανοί τραβήχτηκαν προς
τις ρίζες πάνω, παίρνοντας τον Αϊνικολιώτη τραυματισμένο, στο δάσος του Ρούβα για να τον νοσηλεύσει ο ακούραστος και πάντα πρόθυμος γιατρός I. Πολιουδάκης. Πραγματικά κατόρθωσε σε οχτώ μέρες να τον θεραπεύσει γιατί όπως έλεγε «ήταν καλόσαρκος» και οι πληγές του επουλώνονταν γρήγορα.

  • Την κεφαλή σου να μου βλέπεις του έλεγε ο γιατρός, μα στο άλλο το κορμί σου, όπου κι αν μπει η μπάλα θα τηνέ βγάλω. Και σε οχτώ μέρες ετσά καλόσαρκος απού ‘σαι θα ξαναγλακάς πάλι…
  • Καλά γιατρέ. Κι ευθύς καβαλικεύει την ψαρή του τη φο­ράδα για ν’ ακολουθήσει τον Κόρακα που εν τω μεταξύ παρα­μόνεψε από τον κάμπο της Μεσαράς που ‘χαν κατέβει Τούρκοι από τις Καμάρες και τους έφερε μεγάλο όλεθρο.

Επικεφαλής της Ελληνικής Λεγεώνας
στο Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870-71

Όταν κηρύχτηκε ο Γαλλογερμανικός πόλεμος (το καλοκαίρι του 1870) οι Γάλλοι ζήτησαν εθελοντές και από την Ελλάδα. Στην Αθήνα γίνηκε μια μεγάλη ενέργεια να σχηματισθούν μερικά ελ­ληνικά εθελοντικά σώματα, για να τα στείλουν στην Γαλλία σαν ξέχρωμα της Γαλλικής προσφοράς στον απελευθερωτικό αγώνα της Ελλάδας. Τότε έγινε πρόταση σε διάφορους να σχηματίσουν εθελοντικούς λόχους αλλά το πράγμα παρουσίαζε πολλές δυ­σκολίες.

Μόνο ο Αϊνικολιώτης πέτυχε να σχηματίσει ένα λόχο από εκατό ωραιόκορμους και εκλεχτούς Κρητικούς και να τραβήξει για να πολεμήσει στην Γαλλία.

Στη Μασσαλία τούς περίμενε μια εξαιρετική υποδοχή. Όχι μόνο από τους εκεί Έλληνες αλλά και από τους Γάλλους, οι οποίοι έβλεπαν τους Κρητικούς με την παραδοσιακή φορεσιά (στιβάνια, κεφαλομάντηλο, μαχαίρια στη μέση, σφιχτοδεμένη ζώνη) ως αξιοθέατο. Οι Έλληνες περηφανεύτηκαν πολύ άμα είδαν τους εκατό θαυμαστούς στο παράστημα άντρες που κα­θένας τους είχε και μια ματωμένη ιστορία. Οι Γάλλοι πάλι έβλε­παν με συγκίνηση εκείνους που μόλις είχαν παρατήσει τα άρματα του αγώνα. Μα κι η ίδια η Γαλλία με τον Ναπολέοντα τον Γ’ έγινε η αιτία να μείνει και πάλι η Κρήτη στα χέρια του τυράν­νου ύστερα από ποταμούς αιμάτων τριών ολόκληρων χρόνων. Και γιατί; Επειδή ο Βασιλιάς Γεώργιος είχε διαλέξει για γυναίκα του Ρωσίδα πριγκίπισσα κι όχι Γαλλίδα όπως ήθελε ο αυτοκράτορας για να δέσει στερεότερα στο Γαλλικό άρμα τη μικρή και αδύνατη Ελλάδα. Τα πάντα στην υπηρεσία της ξενοκρατίας στην Κρήτη.

Μόλις βγήκε ο Αϊνικολιώτης στη Μασσαλία συνεννοήθηκε με τις στρατιωτικές αρχές για να μην καθυστερήσει μήτε ημέρα από το έργο του. Άρχισαν να τους ετοιμάζουν. Τους πήραν τα γραφικά τους ρούχα, τις περίφημες Κρητικές φορεσιές τους και τους έβαλαν σκέτες στρατιωτικές στολές. Τους έδωσαν και διά­φορους βαθμούς στρατιωτικούς, τόσο στον Αρχηγό όσο και στους υπαρχηγούς του ελληνικού εθελοντικού σώματος. Μα η αλλαγή της στολής τους μάρανε, χάσανε την περηφάνια τους. Σα να κα­μπούριασαν!

Ο Αινικολιώτης στην επανάσταση
του 187847 στο Μονοφάτσι

Την περίοδο αυτή τοπικά γεγονότα διαδραματίζονται στην πε­ριοχή του Πύργου και των γειτονικών χωριών.48 Θεωρούμε σκό­πιμη την αναφορά στα γεγονότα αυτά, διότι συνδέονται με την τοπική ιστορία και με το μελετώμενο καπετάνιο Γιάννη Αίνικολιώτη. Εξάλλου η αναδίφηση σε αυτά είναι ένα σημαντικό κομ­μάτι της τοπικής ιστοριογραφίας, που αν και μικροϊστορία, εν τούτοις δεν υπολείπεται σε κλέος της μακροϊστορίας. Οι Έλληνες αφού είχαν την πληροφορία ότι οι Τούρκοι σκέπτονται να κατα­λάβουν τα χωριά Χάρακα και Σοκαράς για να χτίσουν πύργους, επιτέθηκαν την 27η Αυγούστου 1868 με αρχηγούς τους Μαράκη, Αγγελιδάκη και Μηνιαδάκη εναντίον των Τούρκων της Σοκαράς, τους οποίους καταδίωξαν μέχρι το Τσιφούτ Καστέλλι. Την ίδια μέρα άλλοι Έλληνες με αρχηγό το Χαραλάμπη Αγγελιδάκη έδω­σαν σκληρή μάχη με Τούρκους στη Λιγόρτυνο τους οποίους νί­κησαν και κυνήγησαν μέχρι το Τεφέλι. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1868 οι Έλληνες με αρχηγό πάλι το X. Αγγελιδάκη χτυπούν τους Τούρ­κους στα Καλύβια και τους διώχνουν από το χωριό. Την περίοδο αυτή ολόκληρη η περιοχή μας ήταν ένα θέατρο μαχών μεταξύ χριστιανών και Οθωμανών, με αποκορύφωμα την επανάσταση του 187849 και τα γεγονότα, που συνέβησαν στον Πύργο, με πρωταγωνιστές το χριστιανό Κωστή Αρκαλοχωρίτη ή «τσούρλο», δηλαδή πεισματάρης και σκληρός και το μωαμεθανό Μακραμέτη.

Ο Κωστής Αρκαλοχωρίτης καταγόταν από το Αρκαλοχώρι και το πραγματικό του όνομα ήταν Μπογιατζάκης, από το επάγ­γελμα του πατέρα του, Μιχάλη Λυγνού, που ήταν μπογιατζής Την τέχνη του βαφέα ο πατέρας του είχε μάθει στο Ηράκλειο όντας στην υπηρεσία κάποιου Τούρκου βαφέα υφασμάτων που προορίζονταν για την κατασκευή της κρητικής βράκας.[1] [2]

Όταν παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στο Χάρακα του έδω­σαν το προσωνύμιο «Αρκαλοχωρίτης», ως προερχόμενος από το Αρκαλοχώρι. Στο ανάστημα ήταν μέτριος αλλά τολμηρός και γοργοπόδαρος. Στην επανάσταση του 1866 οι αρχηγοί τον χρη­σιμοποίησαν σε αποστολές μεταφοράς γρήγορων μηνυμάτων, ήταν τουρκομάχος, φόβητρο των Τούρκων, υπερασπιστής των καταπιεζομένων χριστιανών και είχε πάρει μέρος στις επανα­στάσεις του 1866-69, 1878, 1889 και του 1896-1897 και διέπρεψε στην επανάσταση του 1878 στη Μεσαρά.

Την ίδια περίοδο στους Αποστόλους Πεδιάδας ζούσε ένας υψηλόσωμος Τούρκος, που τον έλεγαν Αλή ή Αχμετάκη, ή Μακραμέτη, λόγω του υψηλού του αναστήματος. Ως επικεφαλής ομάδας Τουρκοκρητικών από το 1851 υπηρετούσε στον Πύργο ως αστυνομικός βαθμοφόρος.51 Ήταν παντρεμένος με τουρκάλα από το Δωράκι και φημιζόταν για την ανδρεία του. Λίγο πριν την επανάσταση του 1878 ένας Οθωμανός από το Δωράκι, ονόματι Καλούλος, θέλησε να γίνει χριστιανός με όλη την οικογένειά του. Ίσως να ήταν βίαια εξισλαμισμένος, να παρέμενε όμως κρυπτοχριστιανός και να θέλησε να επανέλθει φανερά στην πίστη του. Όταν ανακοινώθηκε η επιθυμία του Καλούλου στους πρού­χοντες του Χάρακα, Αγγελιδάκη και Αϊνικολιώτη, αυτοί έστει­λαν τον Αρκαλοχωρίτη να παραλάβει τον Καλούλο και την οικογένειά του και να τους συνοδεύσει στο Χάρακα. Τη στιγμή της προετοιμασίας έρχεται στο Δωράκι, το χωριό της γυναίκας του, από τον Πύργο ο Μακραμέτης. Πλησιάζει, μπαίνει μέσα στο σπίτι του Καλούλου και βλέπει ζώα σαμαρωμένα, την οι­κοσκευή συσκευασμένη και όλα να είναι έτοιμα για την ανα­χώρηση. Ζητά εξηγήσεις και συμπλέκεται με τον Αρκαλοχωρίτη, ο οποίος καταβάλλεται από το μεγαλόσωμο Μακραμέτη και λι­ποθυμά. Μόλις συνήλθε παίρνει τον Καλούλο και την οικογένειά του και τους οδηγεί αρχικά στο Χάρακα και στη συνέχεια στον Άγιο Νικόλαο Λασιθίου από όπου με καράβι φτάνουν στον Πειραιά για μόνιμη εγκατάσταση. Η επιτυχία του Αρκαλοχω­ρίτη θεωρήθηκε προσβλητική για τον άρχοντα Μακραμέτη ο οποίος ορκίστηκε εκδίκηση.

«Σαν θέλετε τον Κωνσταντή, εγώ θα τόνε πιάσω

ανέ κατέχω τη ζωή σήμερο να τη χάσω.

Μωρέ εγώ ετσά άντρες δε δειλιώ, μουδέ και δε τσι λέω, την κεφαλή ντου στο ντρουβά, αργά θα σας σεφέρω»52

Να σημειώσουμε ότι τους δυο άνδρες συνέδεε γνωριμία και φιλία. Αλλά οι φιλίες μεταξύ χριστιανών και Οθωμανών ήταν μόνο σε περιόδους ειρήνης. Όταν ξεσπούσαν επαναστάσεις πα­ραμέριζαν οι φιλίες και αναζωπυρωνόταν το προαιώνιο μίσος.

Περί τα τέλη Απριλίου του 1878 μεγάλη δύναμη του τουρκι­κού στρατού ξεκίνησε από τα Ηράκλειο και οχυρώθηκε στη Λιγόρτυνο. Μαζί με τον τακτικό στρατό ξεκίνησαν και άτακτοι τουρκοκρητικοί με σκοπό να παρακολουθούν τους χριστιανούς επαναστάτες της περιοχής. Ο Καπετάν Κόρακας, ενώ βρισκόταν στον Άγιο Θωμά για βάφτιση, ειδοποιείται από τους άλλους αρ­χηγούς ότι έρχονται Τούρκοι προς τα χωριά της περιοχής του Πύργου. Ανάμεσα στους άτακτους τουρκοκρητικούς βρισκόταν και ο Μακραμέτης με τους άνδρες του.

Ακολουθεί συμπλοκή στα Πραιτόρια μεταξύ των άταχτων τουρκοκρητικών και των επαναστατών μέχρις ότου έφθασε ο Κόρακας από τον Άγιο Θωμά, ο οποίος ήταν αντίθετος με τη σύγκρουση στον κάμπο. Το σχέδιο του Κόρακα ήταν η μάχη να δοθεί στον Πύργο, έχοντας για βάση τα Αστερούσια, τα οποία προσφέρονται για κλεφτοπόλεμο. Πολλοί από τους επαναστά­τες δεν θέλησαν να ακούσουν τη γνώμη του αρχηγού και προ­χώρησαν βορειότερα από τα Πραιτόρια προς το τουρκικό Μετόχι Διαμάντρι53 και συγκρούστηκαν με τους πολυπληθέστερους Τούρκους. Ανάμεσα στους χριστιανούς ήταν ο γενναίος οπλαρ­χηγός Γιάννης Αϊνικολιώτης, από τον Άγιο Νικόλαο Καπετανιανών, ο πεισματάρης Γιώργης Καταχανάς, από τις Φλαθιάκες Καινούργιου, ο Αδάμ Ραμουτσάκης από τη Βαγιωνιά και άλλοι παράτολμοι αγωνιστές.

Στη συμπλοκή οι αντιμαχόμενοι ήρθαν στα χέρια με απώ­λειες και από τις δυο πλευρές. Τη νύχτα οι μεν Τούρκοι τραβή­χτηκαν στη Λιγόρτυνο οι δε χριστιανοί στον Πύργο κι έπειτα στο Χάρακα. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε από το Μακραμέτη ο Αδάμ Ραμουτσάκης και πληγώθηκε στο χέρι ο Γιάννης Αϊνικολιώτης τη στιγμή που προσπαθούσε να σώσει το Γιώργη Καταχανά, που τον είχε αιχμαλωτίσει κι αυτόν ο Μακραμέτης και τελικά τον γλίτωσε.

Αϊνικολιώτης επληγώθηκε του Κόρακα μηνούνε.54

Μα οι γενναίοι αρχηγοί οπίσω σταματούνε.

Αδάμης εσκοτώθηκε κι ο Καταχανογιάννης

Από το σκόπελο σκοτώθηκε και τότε ο Ασάνης,55

Όταν πια νύχτωσε οι επαναστάτες αποσύρθηκαν στον Πύργο, όπου βρισκόταν ο Κόρακας. Οι μαχητές της μάχης στο Διαμάντρι, όπως ήταν αφρισμένοι από τη συμπλοκή και γυρεύοντας εκδί­κηση έβαλαν φωτιά και έκαψαν το επαρχείο Πύργου. Κατά διασωθείσα προφορική μαρτυρία πρωτεργάτης στην πυρπόληση του Επαρχείου Πύργου ήταν κάποιος Σταματάκης από τα Καπετανιανά. Ο Κόρακας ήταν αντίθετος με το κάψιμο του Επαρ­χείου, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει μπροστά στην αξίωση των αγριεμένων επαναστατών.

Ο Χατζηζαχαριάδης γράφει εδώ για δυο προδότες, χωρίς να αναφέρει τα ονόματά τους, τους οποίους χρησιμοποίησε ο τουρ­κικός στρατός ως οδηγούς.

Δυο τουρκογλύφτες χριστιανοί εκεί μαζί τους μένουν. Ετούτοι οι γλύφτες ήτανε στο τούρκικο ασκέρι Και οδηγούσαν το στρατό σε κείνανα τα μέρη. Το Επαρχείο καίγεται και ο Πασάς το βλέπει, Ο Κόρακας εθύμωσε και τως το επιτρέπει Το κάμανε δια νυχτός στάχτη το Επαρχείο, Έκαψαν τα δωμάτια και όλον το γραφείο.

Οπωσδήποτε μετά το κάψιμο του Επαρχείου Πύργου και την αποχώρηση των επαναστατών στο Χάρακα, ο Κόρακας περίμενε ότι οι Τούρκοι θα εκδικηθούν την προσβολή αυτή και είχε στήσει φρουρούς στα γύρω μέρη.

Πραγματικά στις 3 του Μάη 1878, δυο μέρες δηλαδή μετά τη συμπλοκή στο Διαμάντρι και την πυρπόληση του Επαρχείου Πύργου, ο Μακραμέτης μη μπορώντας να αντέξει την ταπείνωση, πήρε έντεκα διαλεχτούς ιππείς και ξεκινώντας από τη Λιγόρτυνο έφθασε στον Πύργο. Εκεί έσφαξε αμέσως τον ογδοντάχρονο γέ­ροντα καπετάνιο του χωριού Γιώργη Καπετανάκη, το Γιώργη Λαμπράκη από την Ελιά Πεδιάδος, το Νικόλαο Ορφανό από τους Παρανύμφους, το Γιάννη Μπαλάσκα από το Χουδέτσι και άλ­λους εφτά ακόμη, που δεν διασώθηκαν τα ονόματά τους. Ήταν όλοι άοπλοι και ηλικιωμένοι.

Ευτυχώς οι άλλοι λίγοι χριστιανοί κάτοικοι του Πύργου είχαν φύγει στις εργασίες τους στα χωράφια και γλίτωσαν τη σφαγή από το Μακραμέτη. Ο Αϊνικολιώτης, τραυματισμένος όπως ήταν είχε αποσυρθεί στο χωριό του τον Άγιο Νικόλαο μέχρις ότου θερα­πευτεί το τραύμα του. Η σφαγή των δέκα χριστιανών έγινε γνω­στή στους επαναστάτες, που ήταν συγκεντρωμένοι στο Χάρακα και τότε ο αρχηγός Μονοφατσίου X. Αγγελιδάκης56 έστειλε το γοργοπόδαρο Κωστή Αρκαλοχωρίτη να παρακολουθήσει τις κι­νήσεις των Τούρκων. Ο Κωστής έφθασε στο ύψωμα Χαλέπα, εγκαταστάθηκε στην ανατολική πλευρά για να βλέπει προς τον Πύργο και παρακολουθούσε τον εχθρό συνοδευόμενος από το Μ. Καπετανάκη, γιο του πριν από λίγο σφαγμένου Γιώργη Καπετανάκη. Παρακολουθώντας ο Αρκαλοχωρίτης τις κινήσεις των Τούρκων και του Μακραμέτη μέσα στο χωριό βλέπει ότι κοντά στο σημερινό νεκροταφείο είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί Τούρκοι ιππείς, οι οποίοι περίμεναν εκεί τον αρχηγό τους για να πάνε και σε άλλα διπλανά χωριά και να συνεχίσουν τις σφαγές.

Δεν περνά πολλή ώρα και ο Αρκαλοχωρίτης διακρίνει το Μακραμέτη καβαλάρη να πλησιάζει προς το μέρος του. Άφησε το προκάλυμμά του και στέκεται όρθιος σε ένα άλλο μέρος για να μπορέσει ο Μακραμέτης να τον αναγνωρίσει. Τότε ο Μακρα­μέτης του λέει:

  • Ε, κουμπάρε…μην είδες τον Κωστή τον Αρκαλοχωρίτη;
  • Εγώ είμαι.
  • Κατέβα καπετά Κωστή, να κάμομε τσιγάρο, Απού το καστρινό καπνό, απούχω και φουμάρω.
  • Δεν κατεβαίνω Αχμέτ Αγά, γιατ’είσαι καβαλάρης Γιατί φοβούμαι και δειλιώ τ’άρματα μη μου πάρεις.
  • Αντρίστηκα, βρε Κωνσταντή, θα κάμομε τσιγάρο. Και σε ντροπής μου το’ χω γω τ’ άρματα να σου πάρω.

Και κατεβαίνει ο Κωνσταντής και κάνουνε τσιγάρο.

Στη συνομιλία, που έγινε μεταξύ των δυο, ο Μακραμέτης πάντα με δόλο και απάτη, καβαλάρης όπως ήταν, προσπαθούσε να πάρει από το χέρι του Αρκαλοχωρίτη το όπλο του.

  • Ήθελα, καπετάν Κωστή, να δω και τ’ άρματά σου,

γιατί πολλά φημίζουνε κι εσένα την αντρειά σου,

δόσε μου το να το δω αυτό το σασεπάκι,

να το κοιτάξω μια ολιά αυτό το σασεπάκι,

  • Δο μου το λέω, Κωνσταντή, για να το δω λιγάκι.
  • Δεν τόχω αντέτι, Αμέτ Αγά, να δίδω τ’ άρματά μου, γιατί έχω εκειά τα θάρρη μου και την παλληκαριά μου.
  • Δόσε μου σκιάς το χέρι σου ν’ αποχαιρετιστούμε,

Τα μπαϊράκια πάν’ ομπρός και δα μ’ αναζητούνε.

  • Δο μου, Κωστή, το χέρι σου να σ’ αποχαιρετίσω,

το πάνω στη Λιγόρτυνο θα πάω μην αργήσω.

Άκρα δωκε το χέρι ντου να τον ποχαιρετίσει

Μην τόνε πάρει στ’ άλογο να τον ποκεφαλίσει.

Ο Αρκαλοχωρίτης όμως, επειδή δεν εμπιστευόταν το Μακραμέτη δεν του έδωσε το χέρι, αλλά μόνο το άκρο των δακτύλων του. Την ώρα εκείνη ο Μακραμέτης, όπως ήταν καβάλα στο άλογο, έστρεψε το άλογο προς το μέρος του Αρκαλοχωρίτη, ώστε η μπούκα του όπλου να έχει κατεύθυνση προς τα πάνω του και πυ­ροβολεί. Είτε από μετακίνηση του αλόγου, είτε από λανθασμένη κατεύθυνση του όπλου η σφαίρα δεν βρήκε στόχο. Δεν χάνει καιρό ο Αρκαλοχωρίτης και γονατιστός όπως ήταν πυροβολεί κατά του αντιπάλου του και τον σκοτώνει.

Μ’ αγάλια-αγάλια, Αμέτ αγά, σαν τόχεις το τερτίπι

Να τόνε δεις τον Κωνσταντή τον Αρκαλοχωρίτη.

Και γονατίζει ο Κωνσταντής και παίζει του στο μπέτη

Κι ανάσκελα τον ή ρίξε χάμαι το Μακραμέτη,

Στον Τούρκο σερίφη στον Αϊ Βασίλη,
απόδοση ευγνωμοσύνης

Γυρίζοντας για την επαρχία τους, το Μονοφάτσι, στο δρόμο τους περίμενε μια μεγάλη έκφραση τιμής κι ευγνωμοσύνης εκ μέ­ρους ενός περίφημου Τούρκου, του Σερίφη[45] του Αγίου Βασιλείου. Τι είχε συμβεί; Ο σερίφης είχε ένα γιο το Μουράτη ως δώδεκα χρό­νων και τον είχαν πιάσει αιχμάλωτο ο Αϊνικολιώτης με τα παλικά­ρια του. Μα ο καπετάνιος όχι μόνο δεν το σκότωσε το παιδί, αλλά το περιποιήθηκε σαν αδέρφι του, μέχρις ότου ο ίδιος με τα παλι­κάρια του μια μέρα προτού αρχίσει η μάχη στη «Γαλανή Καμάρα» βγήκε πάνω σ’ ένα ψηλό λόφο και φώναξε:

  • Ετουδά ‘ναι μωρέ ο σερίφης απού τον Αϊ-Βασίλη; Αν είναι πέστε του πως έχω μαζί μου το γιο του το Μουράτη και να’ ρθει να τονέ πάρει. Γιατί εμείς δε σκοτώνομε κοπέλια και γυναίκες σαν εσάς μπουρμάδες (άπιστοι). Μετά δυο ώρες ένας Τούρκος χωρίς άρματα πλησιάζει προς το λόφο και φωνάζει:
  • Ετουδά ‘ναι ο Αϊνικολιώτης;
  • Εγώ ‘μαι μωρέ ήντα θες;
  • Είμαι ο Σερίφης απού τον Αϊ-Βασίλη και μου ‘πάνε πως έχεις το παιδί μου αχάλαστο. Αν είναι αλήθεια πες μου το γιατί δεν το πολυπιστεύγω[46] και κλαίω και δεν κατέχω γιάντα κλαίω, από χαρά ή από πόνο.
  • Μην κλαις μωρέ κι επαδέ ‘ναι το κοπέλι σου. Εδά δα σου το φέρω.
  • Να. Ξαρμάτωτος είμαι…
  • Ντα ποιος σου ‘πε μωρέ πως σε φοβούμαι κι αν είσαι κι αρματωμένος; Ανήμενέ με. Και παίρνοντας το Μουράτη από το χέρι του τον πάει.
  • Πάρε το κοπέλι σου Σερίφ-Αγά!

Ο δύστυχος πατέρας τρελός από χαρά, άμα είδε το παιδί του, έπιασε το χέρι του Αϊνικολιώτη να το φιλήσει.

  • Ντα δεν είμαι γω πασάς. Σφίξε τη χέρα μου και σάλευγε.
  • Ο Θεός να σε βλέπει Καπετάν Γιάννη και να σου γράφει χρόνους. Μια μέρα ανέ ζήσομε δα σμίξομε! Ώρα καλή σου.
  • Άμε στο καλό.

Κι ο μικρός Μουράτης ενώ είχε ξεκινήσει για να φύγει γυρί­ζει πάλι οπίσω και φιλεί το χέρι του Καπετάν — Γιάννη.

  • Άντε μωρέ κακορίζικο στση νενές σου, ίντα φταις εσύ στο πάλαιμά μας; Και το χάιδεψε…

Έμεινε εκεί κάμποση ώρα ώσπου ν’ απομακρυνθούνε πατέ­ρας και γιος και τους κοιτούσε που κάθε λίγο σταματούσανε και φιλιόντανε. Στην ψυχή του την πάντα ευαίσθητη σε τέτοιες σκηνές αισθάνθηκε μια αναταραχή και στο μυαλό του χίλιες τρικυμισμένες σκέψεις, του ‘φεραν τρεμούλα. Ανέβηκε πάλι σκυ­φτός στο λόφο του και να τραβηχτεί στη θέση του, περιμένοντας πότε θα του δοθεί νέα ευκαιρία για να δείξει τη δύναμη της ψυχής και του κορμιού του.

Ο Σερίφης αυτός, ειδοποιημένος από τους φίλους του, που ήξε­ραν την ιστορία αυτή, περίμενε τους δυο καπετάνιους να περά­σουν από το χωριό του, ελεύθεροι πια από τη φυλάκιση των Τούρκων του Κάστρου.

Ολόκληρες γιορτές ετοίμασε για υποδοχή κι ο ίδιος πήγε από τον κάμπο καβαλάρης και τους συνεπήρε. Τούς πήγε στο σπίτι του και -πράγμα που πρώτη φορά γινόταν, τους πήγε μέσα στο «μουσαφίρ οντασί» μ’ όλες τις χανούμισσες μαζί, που για εξαι­ρετική τιμή προς τους επίσημους ξένους και το σωτήρα του ομορφόπαιδου Μουράτη δεν έκαναν χαρέμι. Ελεύθερες και γλυ­κομίλητες καλωσόρισαν τους ξένους κι άρχισαν τις περιποιή­σεις τους, που κρατούσαν σε έκπληξη τον Αϊνικολιώτη και το σύντροφό του Καπετάν Χαραλάμπη Αγγελιδάκη.

Ο Σερίφης για περισσότερη τιμή των δύο αρχηγών είχε καλέσει στο σπίτι του κι όλους τους προεστούς του Αϊ-Βασίλη και από τους Σκυλλούς (σημερινή Καλλονή). Μα στον οντά με τις χα­νούμισσες μόνο ο Αϊνικολιώτης και ο Καπετάν Χαραλάμπης βρί­σκονταν. Ο Αϊνικολιώτης ήταν ένας από τους πιο όμορφους και λεβεντόκορμους καπετάνιους της εποχής του και η ιστορία λέει πως θαύμαζε την ομορφιά της γυναίκας με δυνατό και βαθύ αί­σθημα. Μα η εμπιστοσύνη που του έδειξε ο Σερίφης τον είχε κάνει να γέρνει κάτω τα μάτια του και να σεβαστεί «το ίρτζι» του Τούρκου κατά τρόπο οδυνηρότατο για τον ατίθασο εαυτό του.

Ο μαχαιροβγάλτης Τούρκος

Ενώ βρίσκονταν στον οντά του Σερίφ Αγά ακούνε θόρυβο. Κάποιος Τούρκος μαχαιροβγάλτης που πληροφορήθηκε πως μέσα στο χαρέμι του Σερίφ Αγά βρίσκονταν δυο .. .ταβλόπιστοι «μουτισμένοι» καπετάνιοι, θέλησε να τους ταπεινώσει και συγ­χρόνως να κάμει και την επίδειξή του μέσα στις όμορφες χα­νούμισσες. Έτσι με φωνές κι άγρια φερσίματα ζήτησε ν’ ανέβει επάνω.

  • Άμε στο καλό και λείπε από παδέ για να ‘χεις το «ιλάμι» τση κεφαλής σου, λέει ο Σερίφ Αγάς στο φωνακλά «καλντιριμιτζή». Δεν τσοι κατέχεις ποιοι ‘ναι. Μα ανέ τσοι κάτεχες ήθελά ‘σαι κιόλας χωσμένος στο μεγάλο πιθάρι του κυρού σου.

Κι όμως αυτός εξακολουθούσε να φωνάζει ώσπου τον άκουσαν ο Αϊνικολιώτης και ο Καπετάν Χαραλάμπης και κατεβήκανε κάτω. Είδανε πως ήταν αρματωμένος κι εκείνοι δεν κρατούσανε ούτε σουγιά. Κι όμως δεν βάσταξαν. Και πιάνοντάς τον, χέρια πόδια, τον πέταξαν έξω από την αυλή. Με το πέσιμο του πέσανε τα μαχαίρια και τα κουμπούρια του και σκορπίστηκαν εδώ κι εκεί.

  • Μάζωξε τα κουμπουρομάχαιρά σου μην τα χάσεις του λέει ο Καπετάν Χαραλάμπης, γιατί μπορεί να τα χρειαστείς αλλού.

Αυτός έφυγε ντροπιασμένος και πήγε στους φίλους του. Τους διηγήθηκε το ότι γίνηκε κι αποφάσισαν να τους κάνουνε «μπροσκάδα» στους «Τρεις Ποταμούς» απ’ όπου θα περνούσαν άμα θα ‘φευγαν από το σπίτι του Σερίφ Αγά. Μα η χανούμη του Αγά δεν τους άφησε να φύγουνε όλη την ημέρα εκείνη, παρά τους ζήτησε χάρη να κάμουν την Αποκριά τους στο σπίτι της και την επαύριον που θα ήταν Καθαρά Δευτέρα να φύγουν. Κι όλα αυτά ήταν περιποίηση γιατί η Σερίφ Αγάδαινα δεν είχε μάθει τα σχέ­δια των «καλντεριμιτζήδων» τ’ Αϊ-Βασίλη. Έτσι τραβηγμένοι από τα παρακάλια της όμορφης χανούμισσας έμειναν στο σπίτι,
ενώ οι Τούρκοι περίμεναν κάτω στους «Τρεις Ποταμούς» έτοι­μοι μαχαιροβγάλτες.

Τη νύχτα που θάρρεψαν πως τους άκουσαν να φωνάζουν πυροβόλησαν όλοι μαζί κι έφυγαν. Μα οι σφαίρες τους έριξαν νεκρή μια γυναίκα που η κακή της μοίρα την είχε φέρει στην «προσπαθιά» τους.

Το πρωί οι δυο Καπετάνιοι έφυγαν από άλλο δρόμο με συμ­βουλή του Σερίφ Αγά, που έμαθε πως οι Τούρκοι του χωριού μετά την πρώτη τους αποτυχία δεν απελπίστηκαν αλλά ετοίμασαν καινούρια «μπροσκάδα».

Το γεγονός αυτό αλλά και το προηγούμενο της φυλάκισής τους, έπεισε τους δυο καπετάνιους πως δεν μπορούσαν πια να μείνουν στο χωριό τους. Μα και πως δύσκολα θα εύρισκαν σ’ άλλο χωριό κρυψώνα ή καταφύγιο. Αποφάσισαν λοιπόν να φύ­γουν. Έφυγαν από τον Άγιο Νικόλαο Μεραμβέλλου μ’ ένα καΐκι για τη Σύρο.

Από κει τράβηξαν στον Πειραιά και παρουσιάστηκαν στον Κουμουνδούρο. Εκείνος έκανε ενέργειες και τους δόθηκε ένα μικρό μηνιαίο επίδομα για τα έξοδά τους, ώσπου κηρύχτηκε ο Γαλλογερμανικός πόλεμος.

ΑΡΧΑΝΕΣ 5 Αυγούστου 1897

«Μετά τη διεξαγωγή αρχαιρεσιών της Συνελεύσεως εξελέγη Πρόεδρος της ο Ελευθέριος Βενιζέλος και άρχισε η συζήτηση για κάποιο σχέδιο διοικητικής και οικονομικής οργάνωσης. Όσο περνούσαν οι μέρες γίνονταν καταφανέστερα τα αποτελέσματα της ήττας της Ελλάδας…»

Και ο Φούμης εξακολουθεί στο ημερολόγιό του:

Η Ελλάδα υποχρεώθηκε μεταξύ άλλων να αναγνωρίσει την αυτονομία της Κρήτης, ο δε Τουρκικός στρατός κατείχε τη Θεσ­σαλία. Το επαναστατικό φρόνημα κατέπιπτε συνεχώς. Το ρεύμα για την αποδοχή της αυτονομίας αύξανε μεταξύ των περισσο­τέρων πληρεξουσίων ιδίως των Ανατολικών επαρχιών. Το ίδιο συνέβαινε και μεταξύ των διανοουμένων Ηρακλειωτών που συνδέονταν με τον Άγγλο Αρχαιολόγο Έβανς και ιδίως των κα­τοίκων της κωμόπολης των Αρχανών των οποίων ο τόπος απει­λείτο από νέα απόπειρα εχθρικής εισβολής. Οι κάτοικοι αυτοί απειλούντο περισσότερο, ένεκα του στενού αποκλεισμού και
των παντοίων στερήσεων. Αναφανδόν διατυπωνόταν η αξίωση της άμεσης αποδοχής της αυτονομίας. Ο Πρόεδρος της Συνελεύσεως κ. Βενιζέλος που πιεζόταν να επιτρέψει συζήτηση για το πολιτικό ζήτημα αρνιόταν επίμονα προβάλλοντας τα όσα είχαν συμφωνηθεί στους Αρμένους. Η άρνηση αυτή επιδείνωσε την κατάσταση.

Το κακό ήταν ότι κυκλοφορούσαν διαδόσεις ότι εκείνοι που υποστήριζαν την αναβολή της συζήτησης επί του πολιτικού ζη­τήματος, ήταν όργανα για ιδιοτελείς σκοπούς της εθνικής εται­ρείας. Τη δυσφορία μεγάλωνε και ο αιφνίδιος θάνατος στην Αθήνα του Προέδρου Κοινότητας Χαιρέτη που ήταν αποτέλε­σμα μεγάλης συγκίνησης συνεπεία της βιαίας προς αυτόν συ­μπεριφοράς του Πρωθυπουργού της Ελλάδας (είχε πάει να ζητήσει ενίσχυση του Αγώνα των Αρχανών και χωρίς να βρει καμιά ανταπόκριση από τους αρμόδιους και εντελώς ξαφνικά πέθανε στο πλοίο της επιστροφής για την Κρήτη).

Άρχισε λοιπόν στις Αρχάνες να εξυφαίνεται συνωμοσία κατά του Προέδρου της Συνέλευσης και των ομοφρονούντων..

Ο αείμνηστος Επίσκοπος Ρεθύμνης Διονύσιος το ανακοίνωσε αυτό στην Επιτροπή της Συνέλευσης. Στις Αρχάνες έγινε δεκτός με πανηγυρική υποδοχή από το στρατόπεδο, το Λαό των Αρχα­νών και των εκεί πληρεξουσίων, που βγήκαν σε μεγάλη από­σταση για να τον υποδεχτούν.

Εν τούτοις ούτε η παρουσία του Επισκόπου στάθηκε ικανή να αποτρέψει τα τεκταινόμενα. Ο Πρόεδρος της Συνέλευσης προ­σκλήθηκε να μεταβεί στον τόπο των συνεδριών, αλλά αρνήθηκε και αποσύρθηκε στην κατοικία του (στο ανώγειο το σπιτιού του I. Σηφάκη) και κλείστηκε εκεί με 14 ομοφρόνους, από τους οποί­ους ο επιστολογράφος Κ. Φούμης θυμάται τους εξής: Μάρκο Δημητρακάκη, Ευστάθιο Περολή, Μιχαήλ Μυλονογιάννη, Στυλ. Παπαντωνάκη, Μιχ. Σφακιανάκη, Κων. Νυστεράκη, Νικολ. Ουρμπάνο και Βούλγαρη από το Ρέθυμνο.

Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι των Αρχανών (γράφει ο Κ. Φούμης) το στρατόπεδο και οι εκεί πληρεξούσιοι έγιναν ανάστατοι, οι κα­μπάνες των ναών κτυπούσαν, ο κόσμος περιφερόταν κατά χιλιά­δες (ντόπιοι και ξένοι) κι απειλούσαν, οι δυο πόροι των Αρχανών (προς άλλες επαρχίες) κλείστηκαν, και φρουρούνταν. Το πλήθος μαινόμενο έφερε εύφλεκτες ύλες, τις έβαλε κάτω από το ανώγειο της κατοικίας (που φιλοξενούσε την ομάδα του Προέδρου της Συ­νέλευσης Ε. Βενιζέλου) και απειλούσαν να βάλουν φωτιά. (Και συμπληρώνει): Ο φιλοξενών μέχρι τότε αφιλοκερδώς οικοδεσπό­της όλη την ομάδα, όταν είδε το φόβο του εμπρησμού μας παρακάλεσε να εγκαταλείψομε την κατοικία και να φύγομε, πράγμα το οποίο επράξαμε. Αφού περάσαμε τον παρακείμενο ξεροπόταμο βρήκαμε άλλη προσφορότερη κατοικία για άμυνα όπου οχυρω­θήκαμε με τα όπλα ανά χείρας.

Εκεί αποφασίσαμε να ειδοποιήσομε την Συνεδριάζουσα Συ­νέλευση, ότι σαν μειοψηφία που είμαστε δεν είχαμε καμιά αντίρ­ρηση να συνεδριάσει η Συνέλευση και να πάρει όποιες αποφάσεις ήθελε κι ότι είμαστε πρόθυμοι να παραδώσουμε τη σφραγίδα και τα αρχεία της Συνέλευσης αρκεί να μας επιτρέψουν την ελεύθερη αναχώρηση.62

Και ο Κ. Φούμης εξακολουθεί στο ημερολόγιό του:

Ο κλήρος έλαχε σ’ εμένα να αναγγείλω την απόφαση αυτή της μειοψηφίας στη Συνέλευση (που συνέχισε να συνεδριάζει μετά την αποχώρηση του Ε. Βενιζέλου) υπό την Προεδρία του αντίπροέδρου Ιωσήφ Χατζηδάκη. Άμα βγήκα από το σπίτι και βρέ­θηκα μέσα στο μαινόμενο πλήθος, με άρπαξε ένας ευσταλής στρατιώτης, με εκάθησε στους ώμους του και όταν φτάσαμε στη Συνέλευση με απόθεσε στο μέσον των συνεδριαζόντων πληρε­ξουσίων. Ο σκοπός των αντιφρονούντων ήταν να υπογράψομε δια της βίας το ψήφισμα της αποδοχής της αυτονομίας. Ενώ λοι­πόν με μετέφεραν επί ώμων το πλήθος εμαίνετο στους δρόμους κι από τα παράθυρα οι γυναίκες εφώναζαν «υπογράψετε, να μη μασέ κάψετε». Οι καμπάνες εξακολουθούσαν να χτυπούν και πολλές απειλές εκστομίζονταν. Ήταν πραγματικό πανδαιμόνιο. Οι πρώτες λέξεις που είπα ήσαν: «Σας εύχομαι Κύριε Πρόεδρε τέτοιους θριάμβους να αποκομίζετε πάντοτε κατά των αντιπά­λων σας». Του λέει μετά ο Προεδρεύων: «Είστε ελεύθερος κύριε Φούμη να πείτε τη γνώμη σας». Και απήντησε: «Είχα εντολή να κάμω κάποια ανακοίνωση στη Συνέλευση. Είχα την πρόθεση να έλθω με τα πόδια. Μα όπως βλέπετε με έφεραν επί των ώμων».

Τότε σηκώνεται ο πληρεξούσιος των Αρχανών Διογένης Ευ­τυχής. (Ο γιατρός από την Κωνσταντινούπολη που είχε έρθει από χρόνια στις Αρχάνες, παντρεύτηκε με Αρχανιώτισσα από την οι­κογένεια Μαρκομιχελάκη κι έμεινε μόνιμος κάτοικος Αρχανών. Σαν γιατρός πρόσφερε πολλά στην κωμόπολη θεραπεύοντας τους κατοίκους αλλά και τους πληγωμένους του Αγώνα του 1897. Το σημερινό «Ιδρυμα Διογ. Ευτυχή» που αναπαλαιώθηκε με μικρό θέατρο μέσα και άλλους χώρους, ήταν δικό του σπίτι που έγινε δωρεά στο Δήμο Αρχανών). Και συνεχίζει ο Φούμης: Επέρριψε σε μας την ευθύνη του κινδύνου καταστροφής των Αρχανών και μας χαρακτηρίζει σαν όργανα της Εθνικής Εταιρείας (και συνεχίζει ο Κ. Φούμης:) Από το στόμα μου βγήκαν δριμείες φράσεις για τις οποίες μετανοώ. Αλλά αυτές υπήρξαν το σύνθημα της γενικής αναστάτωσης. Περίστροφα, ράβδοι, γρόνθοι σηκώθηκαν, έτοιμα να δράσουν κατά της κεφαλής μου. Φωνές, απειλές, κραυγές ακούγονταν. Σε λίγη ώρα όλοι οι πληρεξούσιοι ήσαν όρθιοι. Είχε δημιουργηθεί πανδαιμόνιο….

Η σωτήρια επέμβαση του Αϊνίκολίώτη

Αυτοστιγμεί βλέπω το πελώριο σώμα του Καπετάν Γιάννη Αϊνικολιώτη υψωμένο πάνω σ’ ένα σχολικό θρανίο. Αξίζει να σημειώσομε εδώ ότι η Συνέλευση γινόταν στο παλιό δημοτικό Σχολείο της τότε εποχής, όπου σήμερα στον αναπαλαιωμένο χώρο του στεγάζεται η «Αρχαιολογική Συλλογή» των Αρχανών.

Σηκώνεται λοιπόν πελώριος ο Καπετάν Αϊνικολιώτης. Στη δεξιά του χέρα κρατούσε ορθωμένη χοντρή ράβδο. Το γιγάντιο σώμα του ήταν ευθυτενές, το πρόσωπό του καταπόρφυρο, βλο­συροί οι οφθαλμοί του… Ήταν ο από μηχανής θεός.

Ευνόητο είναι πως εάν εύρισκε ο θάνατος έναν από τους αντιφρονούντες, αυτό θα ήταν το σύνθημα της σφαγής των υπόλοιπων.

Η γοητεία τέτοιου άντρα σαν τον Αϊνικολιώτη θαυματούργησε. Όλοι κάθισαν στις θέσεις τους και άκουσαν την ανακοίνωση μου που και πάλι ξεσήκωσε θόρυβο και άρχισε σφοδρή επ’ αυτής ομα­δική συζήτηση. Η παρουσία μου ήταν περιττή. Μου επέτρεψαν να φύγω ελεύθερος χωρίς να περιμένω το πόρισμα της συζήτη­σης. Ξαναγύρισα κοντά στους άλλους και κλείστηκα με τους συ­ντρόφους μου.

Μετά από λίγη ώρα, οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν πάλι να κτυπούν νεκρικά. Τότε ο αείμνηστος Αρχηγός και πληρεξού­σιος Μιχαήλ Καλημεράκης που αποδοκίμαζε την στάση ενα­ντίον μας και προσπαθούσε να αποτρέψει την αιματοχυσία, ήρθε και μας δήλωσε ότι θεωρεί καθήκον του να μας προειδοποιήσει ότι τα πράγματα σκούραιναν πολύ. Και ότι το νεκρικό κτύπημα των καμπανών ήταν προειδοποίηση της κηδείας μας. Παρόλα αυτά υποσχέθηκε ότι θα φροντίσει για τα πράγματα για να μη φθάσουν στα άκρα.

Τότε θυμήθηκα (γράφει ο Φούμης) τη λαμπρή υποδοχή που ο λαός των Αρχανών μόλις πριν λίγες μέρες είχε κάνει στον Επί­σκοπο Διονύσιο και σκύφτηκα ότι ο «βρεγμένος από βροχή δε φοβάται» κι αποφάσισα να βγω πάλι από τον «προμαχώνα» μας. Ύστερα από μακριά περιπλάνηση στους δρόμους των Αρχανών και χωρίς να ενοχληθώ από κανένα αναζήτησα και βρήκα την κατοικία του Επισκόπου Διονυσίου που ήταν γεμάτη κόσμο. Κτύπησα την πόρτα και όταν μου άνοιξαν, βρέθηκα μπροστά στον Επίσκοπο που έκανε σύσκεψη για το τι θα πράξουν με τον Αντιπρόεδρο της Συνέλευσης κ. Ιωσήφ Χατζηδάκη και τον πλη­ρεξούσιο Σάββα Σαββάκη. Τους εξήγησα ότι είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί η αξίωση για να υπογράψομε κι εμείς το ψή­φισμα της αποδοχής της Αυτονομίας υπό τις παρούσες περιστά­σεις. Και ότι η Συνέλευση στους Αρμένους είχε αποφασίσει για τους όρους αποδοχής της. Αλλά εκτός από αυτά, η υποχώρησή μας και μάλιστα υπό το κράτος τέτοιας απειλής θα εθεωρείτο ανανδρία μας και θα προτιμούσαμε το θάνατο.

Το μόνο δυνατόν ήταν να αφήσομε τη σφραγίδα της Συνέλευ­σης και να αφεθούμε ελεύθεροι να φύγομε. Δεν παρέλειψα δε να παραστήσω σ’ αυτούς ότι ο θάνατος 14 (δεκατεσσάρων) πληρε­ξουσίων που προέρχονταν από ορισμένες επαρχίες της Δυτικής Κρήτης, θα έδιδε το σύνθημα εμφυλίου πολέμου και θα είχε ολέ­θριες συνέπειες για την τύχη της Επανάστασης και την ειρηνική συμβίωση των κατοίκων. Μου δήλωσαν ότι εργάζονται για να κατορθωθεί να μείνομε ελεύθεροι και να φύγομε.

Ο Καπετάν Γιάννης Αϊνικολιώτης ήταν ένας από τους σπουδαιότερους υποστηρικτές αυτής της λύσης.

Λίγο μετά από αυτά, κατά το βράδυ, η διοικούσα Επαναστα­τική Επιτροπή των Αρχανών, ήρθε στην κατοικία μας. Μας εξέφρασε τη λύπη της για τα συμβάντα και μας δήλωσε ότι ο πόρος (το πέρασμα) προς τον Άγιο Μύρωνα όπου σκοπεύαμε να πάμε, ήταν ανοικτός και ελεύθερος και μας παρεχώρησε για τις απο­σκευές μας τους απαραίτητους ημίονους.

Την ίδια νύχτα φτάσαμε στον Άγιο Μύρωνα όπου μας επεφύλαξαν ενθουσιώδη υποδοχή.

Τα τελευταία χρόνια του Καπετάνιου 

Ο Καπετάν Γιάννης Αϊνικολιώτης ευτύχησε να μακροημερεύσει και να γευθεί τους γλυκείς καρπούς των αγώνων του. Η γοητεία του και η ισχυρή του πατριωτική δραστηριότητα ξεπέρασε τα στενά όρια της Κρήτης. Ακόμη και σε καρτ ποστάλ (του εκδοτικού οίκου Ν. Αλικιώτη) κυκλοφόρησε η μορφή του. Κλείνοντας αυτή τη μονογραφία επιθυμούμε να αναφερθούμε στην τελευταία χαρά της ζωής του.

Κατά τα αποκαλυπτήρια του Ηρώου «Το Πάνθεον των Κρητών Αγωνιστών»77, που έγιναν στο Ηράκλειο στις 5 Οκτωβρίου 1930, για τον πανελλήνιο εορτασμό της συμπλήρωσης 100 χρό­νων από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους είχαν προσκληθεί να παραστούν ως τιμητική φρουρά οι θρυλικότεροι εν ζωή αγω­νιστές των κρητικών επαναστάσεων, μεταξύ αυτών και ο Γιάννης Αϊνικολιώτης. Παραθέτομε το σχετικό δημοσίευμα από την εφη­μερίδα Ελεύθερα Σκεψις,™ που εξέδιδε ο Ιωάννης Μουρέλλος: «Το μεγαλύτερο και ισχυρότερο ρίγος συγκινήσεως που δοκί­μασε προ ημερών ο κόσμος ήτο το πέρασμα του Αϊνικολιώτη. Ο ηρωικός αγωνιστής του 1858, του 1866, του 1869, του 1889,του 1896 και 1897-1898 μέσα σε ένα πολυτελές αυτοκίνητο, με τη συ­ντροφιά του γαμπρού του κι ενός γιου του, πέρασε μέσα από το πλήθος κι ησθάνθη την τελευταία χαρά της ζωής του, ακούοντας τους ύμνους του και δεχόμενος την εκδήλωσιν της ευγνωμοσύνης του πλήθους πούξερε το τι οφείλομε στον ήρωα αυτόν, που τώρα είναι ανίκανος να περπατήσει μόνος του. Μέσα στ’ αυτοκίνητο
του, που τιμητικά πέρασε όλη την παράταξη, άραγε ήκουσε τις ζητωκραυγές του λαού και τις επευφημίες του για τον ήρωα Αϊνικολιώτη;».

Δύο μήνες αργότερα (Δεκέμβριο του 1930) απεβίωσε.

Ο Καπετάν Γιάννης Αϊνικολιώτης μετά τη Σύμβαση της Χαλέπας ησύχαζε στα κτήματά του αφοσιωμένος στην οικογένειά του. Οι συνεπαρχιώτες του όμως εκτιμώντας τον τίμιο και συ­νετό χαρακτήρα του, αλλά και την πατριωτική του δράση, τον έστελναν ως εκπρόσωπό τους στην Κρητική Βουλή. Τιμήθηκε από τους συμπατριώτες του οι οποίοι τον εξέλεξαν Βουλευτή στη Βουλή της Κρητικής Πολιτείας. Τιμήθηκε, αλλά τίμησε κι αυτός την εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλλαν. Ήταν μεταξύ των Βουλευτών εκείνων που, επί Πρωθυπουργίας του Ελευθερίου Βενιζέλου, έφθασαν στην Αθήνα με σκοπό να ει­σέλθουν στην ελληνική Βουλή και να νομιμοποιήσουν με αυτό τον τρόπο την ενσωμάτωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Είναι γνωστό ότι ο Βενιζέλος, εκτιμώντας ότι ο χρόνος της Ένωσης δεν ήταν ο κατάλληλος, δεν τους το επέτρεψε.

Τα παραπάνω αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο 

Ζαχαρίας Δημ. Καλοχριστιανάκης Ειρήνη Ταχατάκη

Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΙΩΆΝΝΗΣ ΑΪΝΙΚΟΛΙΏΤΗΣ

Συμβολή στη νεότερη ιστορία της Κρήτης

Ιερά Μονή Κουδουμά Λαογραφικός, Αρχαιολογικός, Πολιτιστικός Σύλλογος φίλων Ιεράς Μονής Κουδουμά. 

Πολιτιστικός Σύλλογος Στερνών Μονοφατσίου <Ο Κόφινας> 2018  

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *