Ο Καπετάνιος Μιχα΄λης Κόρακας
Κόρακας Μιχάλης Καπετάνιος
Η περίοδος της Τουρκοκρατίας (1669-1898) ήταν γεμάτη από επαναστάσεις και αγώνες των Κρητικών, για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Οι επαναστάσεις αυτές ανέδειξαν σπουδαίους πολεμιστές και καπετάνιους. Ανάμεσα στους καπετάνιους αυτούς, ξεχωριστή θέση κατέχει ο Ηρακλειώτης Μιχάλης Κόρακας.
Γεννήθηκε στο χωριό Πόμπια της Μεσαράς, το 1797. Οι γονείς του, Ειρήνη και Νίκος Καρούζος ή Κορακάκης, κατάγονταν από «καλές μα φτωχές οικογένειες», τις οποίες οι Τούρκοι δεν καταδίωκαν, μια και συνήθιζαν να χτυπούν τις οικογένειες που διακρίνονταν. Δεν ήθελαν πλούσιους ραγιάδες. Εξαιτίας της φτώχιας και του κλίματος της εποχής, ο μικρός Μιχάλης δεν έμαθε γράμματα. Έμεινε εντελώς αγράμματος και αυτό ήταν το μεγάλο του παράπονο αργότερα. Στις επιστολές που έστελνε στους άλλους καπετάνιους (τις οποίες έγραφαν πάντα οι γραμματικοί), υπέγραφε με τη σφραγίδα του, που έφερε μόνο τα αρχικά του ονόματος του.
Η φτώχια, επίσης, ανάγκασε τον πατέρα του, Νικόλα, να τον δώσει βοσκό στο φοβερό γενίτσαρο της Πλώρας (χωριό δίπλα στην Πόμπια), Αλήκα Μεχμέτ Αγά. Μια μέρα, ο Αλήκας βρέθηκε στην Πόμπια και, για να δείξει ότι ήταν καλός σκοπευτής, σημάδεψε και σκότωσε ένα θείο του Κόρακα. Μόλις το έμαθε ο Κόρακας, φώλιασε στην ψυχή του το μίσος της εκδίκησης. Ήταν τότε δεκαοχτώ χρονών. Μια μέρα, ο Αλήκας ανέβηκε στο βουνό, για να επιθεωρήσει τα κοπάδια του και ζήτησε από τον Κόρακα να του δώσει νερό. Ο Μιχάλης του έφερε τρεχάτος το «μπουχλίτσι» (παγούρι). Όπως έπινε το νερό ο Αγάς, ο Κόρακας σηκώνει αστραπιαία τη μαγκούρα του και τον χτυπά στο κεφάλι. Πρόλαβε ο Αλήκας και του είπε “Σκύλε και μ’ έφαγες”, όμως ο Κόρακας συνέχισε τα χτυπήματα, μέχρι που τον αποτελείωσε. Πήρε τα άρματά του και, όταν νύχτωσε, κατέβηκε στην Πόμπια και συνάντησε τον οπλαρχηγό του χωριού του, καπετάν Χουλογιάννη. Του είπε, με ήρεμο και φυσικό τρόπο, ότι σκότωσε τον Αλήκα.
Από εκείνη τη νύχτα, ο Κόρακας «μαδάρωδε», δηλαδή ανέβηκε στο βουνό αντάρτης. Έτσι, άρχισε η «χαίνικη» (αντάρτικη) ζωή του. Ο Κόρακας είχε, από πολύ νωρίς, αναγνωριστεί ως ηγετική μορφή και καθιερωθεί στη συνείδηση των συναγωνιστών του. Κατά την επανάσταση, όμως του 1866-1869, καθιερώθηκε και διορίστηκε από την προσωρινή κυβέρνηση της Κρήτης, αρχηγός της ανατολικής Κρήτης. Πρώτη του και βασική ενέργεια ήταν να διορίσει καπετάνιους σε κάθε επαρχία. Ο ίδιος είχε το συντονισμό και τη διοίκηση του αγώνα. Δεν έλειψε από καμία μάχη, στην ανατολική Κρήτη, και πάντα ήταν ο πρώτος, ο άτρωτος, ο συνετός, ο προσγειωμένος. Καθοδηγούσε με υψηλή στρατηγική οξυδέρκεια τις δυνάμεις του, που ήταν 20.000 πολεμιστές. Ήταν ανιδιοτελής και πατριώτης. Δεν καρπώθηκε κανένα απολύτως οικονομικό όφελος. Πληρωμή και αποζημίωσή του ήταν η επίτευξη του στόχου, του ονείρου των Κρητών, δηλαδή η απελευθέρωση της Κρήτης και η ένωσή της με την ελεύθερη μητέρα Ελλάδα. Ως πατριώτης, ήταν ο Κολοκοτρώνης της Κρήτης. Ήταν, πράγματι, η ψυχή του αγώνα, από το 1821, έως το 1878. Κράτησε την Κρήτη επαναστάτημένη, για να υποχρεώσει τις Μεγάλες Δυνάμεις να ασχοληθούν με το θέμα της. Διοίκησε με σύνεση και πυγμή, με αποτέλεσμα να είναι σεβαστός και στους στρατιωτικούς και στους πολιτικούς.
Από το 1869 έως το 1872, ο Κόρακας αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα στην όρασή του. Έπρεπε οπωσδήποτε να πάει στην Αθήνα για θεραπεία. Τα έξοδα ήταν πολλά κι έτσι αναγκάστηκε να πουλήσει ένα κτήμα του. Κατά τη μετάβασή του στην Αθήνα, ο λαός τον υποδέχτηκε με μεγάλο ενθουσιασμό. Έκανε εγχείρηση και έμεινε για λίγο στην Αθήνα.
Το 1872, πήγε στην Αίγυπτο, προσκεκλημένος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας, Φωτίου. Ο Ελληνισμός της Αιγύπτου τον δέχτηκε με μεγάλο ενθουσιασμό. Ο Πατριάρχης, γνωρίζοντας τη φτώχεια του Κόρακα, έκανε κρυφά έρανο μεταξύ των ομογενών και του έδωσε τα χρήματα που συγκέντρωσε, όταν έφυγε για την Ελλάδα.
Τις παραμονές της επανάστασης του 1878, προσκλήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Κρητών, στο χωριό Φρε των Χανίων. Εκεί, 81 ετών πια, αλλά επιβλητικός στο ανάστημα, γνώρισε μεγάλες τιμές από τους καπετάνιους, στους οποίους παρέδωσε τη σκυτάλη.
Μετά, έφυγε από την Κρήτη και πήγε στον Πειραιά. Ο βασιλιάς Γεώργιος τον κάλεσε στα ανάκτορα και τον φιλοξένησε με μεγάλες τιμές. Μάλιστα, του προσέφερε τιμητικά μια σημαντική κτηματική έκταση, στην αρχή της οδού Σταδίου. Ο γερο-Κόρακας, όμως, με δάκρυα στα μάτια, αρνήθηκε, λέγοντας: Δεν αγωνίστηκα για να πάρω ανταλλάγματα’. Κοντά στο γιο του, έζησε περίπου δύο χρόνια.
Στις 14 Ιουλίου 1882, έφτασε στο λιμάνι του Ηρακλείου. Ο λαός ζητωκραύγαζε και εκδήλωνε με κάθε θέρμη την αγάπη και την εκτίμησή του στον Κόρακα. Στα χωριά από τα οποία περνούσε, για να πάει στην Πόμπια, οι χωρικοί χτυπούσαν τις καμπάνες και τον αποθέωναν. Τέλος, έφτασε στην Πόμπια, όπου καπετάνιοι, πολεμιστές και λαός τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Έμεινε στο σπίτι του γαμπρού του, Φρ. Κωνστανταράκη, ανάμεσα στα εγγόνια και τους άλλους συγγενείς. Ύστερα από λίγες μέρες ξεκούρασης, επισκέφτηκε τη Μονή Βροντησίου και, μετά από νηστεία και κατάλληλη προετοιμασία, εξομολογήθηκε και κοινώνησε. Αργότερα, επισκέφτηκε το Αγιοφάραγγο (μοναστικό φαράγγι, νότια της Πόμπιας). Λίγο αργότερα, πήγε στη Μονή Οδηγητρίας. Επέστρεψε στην Πόμπια και μετά από λίγες μέρες, αρρώστησε. Κάλεσε τα παιδιά και τα εγγόνια του, για να τα αποχαιρετήσει και να τους δώσει την ευχή του. Ήταν Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 1882, ώρα 4.06′, όταν ο καπετάν Μιχάλης, ογδόντα πέντε χρονών, παρέδωσε την ψυχή του στο Χριστό. Κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές και μέσα σε γενικό πένθος. Πάνω στον τάφο του, που βρίσκεται στην πλατεία της Πόμπιας, υπάρχει το επίγραμμα του Ιωάννη Κωνσταντινίδη:
«Έπρεπε στην ψηλότερη κορφή του Ψειλορείτη το μνήμα σου να γίνει και να σ’αφήσουν ανοιχτή πολεμική θυρίδα.
Τη νύχτα να σηκώνεσαι τον ύπνο σου ν’αφήνεις για να φυλάγεις και νεκρός ακόμη την πατρίδα».
Ο δε Βενέτικος λέει:
«Όταν επέθανε ήτανε ετών ογδόντα πέντε,
τέτοιους γενναίους αρχηγούς, Θε μου, στην Κρήτη πέμπε».
Προς τιμήν του, στην πόλη του Ηρακλείου, στη Χανιώπορτα, έχει στηθεί γιγάντιος ανδριάντας και το όνομά του έχει δοθεί στην εκεί πλατεία. Στη γενέτειρά του, την Πόμπια, έχει καθιερωθεί να γίνονται, κάθε 4 χρόνια, πολιτιστικές εκδηλώσεις, τα ονομαζόμενα «Κοράκεια». Γίνονται θρησκευτικές τελετές, παραδοσιακά γλέντια, αθλητικοί αγώνες κ.α. Οι εκδηλώσεις αυτές θεσπίστηκαν από το 1982, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατό του. Ο καπετάν Μιχάλης Κόρακας υπήρξε μια εξέχουσα φυσιογνωμία και αυτό θα πρέπει να το γνωρίσει όλη η Ελλάδα, μέσα από τα σχολικά βιβλία, ως ένα λαμπρό παράδειγμα.
Το κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο: Κορυφαίοι Κρήτες όλων των εποχών Στυλιανού Νικ. Παπαδογιαννάκη, δασκάλου Ηράκλειο Κρήτης Νοέμβριος 2009.