Ιερά Μονή Κεχροβουνίου και η Οσία Πελαγία Τήνου
Η ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Ή ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Στην Τήνο, στο νησί των Κυκλάδων, που όταν οι αέρηδες σιγούν γίνεται απέραντα ειρηνικό και γαλήνιο, στο νησί των καλλιτεχνών με τα ολόλευκα ρημοκλήσια και τους περιστερώνες, στο νησί του Ευαγγελισμού, της Χάριτος και των θαυμάτων, υπάρχει το πανάρχαιο μοναστήρι της «Κυρίας των Αγγέλων».
Ολόλευκο, αιώνες τώρα, δεσπόζει ψηλά στο Κεχροβούνι, εκεί που το γαλάζιο με το λευκό αλληλοπεριχορούνται και κάνουν το μοναστήρι κομμάτι τ’ ουρανού.
Από τη χώρα της Τήνου απέχει μόνο οχτώ χιλιόμετρα. Η ανάβαση παλιότερα γινόταν με ζώα και αγωγιάτες, σήμερα με λεωφορεία και ταξί.
Η θέα από το Κεχροβούνι, τις μέρες που κοπάζουν οι αέρηδες και ο ορίζοντας είναι φωτεινός και απέραντος, είναι μαγευτική. Έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε ένα μπαλκόνι που μπορείς ν’ αγγίξεις τον ουρανό, αλλά που συγχρόνως σε δελεάζει η εγγύτητα της θάλασσας.
Το Αιγαίο, ολοφώτεινο, νομίζεις πως απλώνεται μέχρι την άκρη της γής, ενώ τα σκόρπια νησιά με την συντροφιά των γλάρων, απολαμβάνουν τη μοναδική στον κόσμο πληρότητα του φωτός.
Αυτή η απεραντοσύνη, η καθαρότητα και η πληρότητα του τοπίου έχει τη δύναμη να σε καθηλώνει, να σε προβληματίζει και να νιώθεις ότι τελικά δεν μπορείς να ζείς αδιάφορος και ξένος.
Οι τοποθεσίες των μοναστηριών μας, η κατανυκτική τους ατμόσφαιρα, η συγκροτημένη καθημερινή ζωή, με τα διακονήματα και την ευχή, η αλληλοπεριχώρηση της έννοιας φιλοξενία – μόνωση είναι δρόμοι που θα υπενθυμίζουν πάντα στον άνθρωπο πως η ουσία της ζωής βρίσκεται στην υποταγή, στην ταπείνωση, στην προσέγγιση Εκείνου.
Ένα τέταρτο χρειάζεται κάποιος για να φθάσει στο Μοναστήρι, αν πάρει το αυτοκίνητο από την χώρα της Τήνου.
Στην μεγάλη πόρτα του Μοναστηριού καλοσορίζει τους προσκυνητές ένα νεαρό πλατάνι, ενώ από το ύψος της ξύλινης θύρας η ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας, με ανοιχτά τα χέρια Της, τους υποδέχεται όλους, με ιδιαίτερη αγάπη και στοργή.
Η επίσκεψη στην Μονή απαιτεί ανάλογο ντίσιμο, δηλαδή μακρύ παντελόνι για τους άντρες και αντοίστιχο ντίσιμο για τις γυναίκες, διαφορετικά η είσοδος απαγορεύεται.
Μετά την πύλη της Μονής και σε απόσταση μερικών μέτρων υπάρχει το καμπαναριό, που στην βάση του δεσπόζει η Παναγία, «η Κυρία των Αγγέλων». Κάνοντας μερικά βήματα δεξιά είναι το καθολικό της Μονής που τιμάται επ’ ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Είναι παλαιά εκκλησία που σύμφωνα με επιγραφή που υπάρχει υπεράνω της κεντρικής εισόδου ανακαινίσθηκε το 1774 μ.Χ.
Μέσα στο ναό υπάρχουν αγιογραφίες1, στο δεξιό και αριστερό τοίχο, ενώ αξιόλογο είναι το τέμπλο, το οποίο είναι ξυλόγλυπτο Βυζαντινό, καλυμμένο με φύλλο χρυσού. «Εδώ επικρατεί κατανυκτικό σκοτάδι ενώ οι σεμνές και συγχρόνως αυστηρές εικόνες και το ολόχρυσο βυζαντινής τέχνης τέμπλο, επιβάλλουν στον προσκυνητή μια ατμόσφαιρα μυσταγωγίας2». Σ’ αυτόν το ναό καθημερινά γίνονται οι ακολουθίες στις οποίες μετέχει όλη η αδελφότητα, εκτός των αρρώστων και υπέργηρων μοναχών.
Βγαίνοντας από το Καθολικό της Μονής αριστερά υπάρχει η σκάλα η οποία οδηγεί στο κελλί της Οσιας Πελαγίας. Το κελλί είναι τόπος ιερός. Εδώ επισκέφθηκε τη γερόντισα μοναχή Πελαγία η «Κυρία των Αγγέλων» και της υπέδειξε τον τόπο που βρισκόταν το πάνσεπτο Εικόνισμά της.
Το πέρασμα του κάθε προσκυνητού από το πτωχικό αυτό κελλί είναι προσωπικός σταθμός. Είναι σαν να περνάς από το σπίτι της Ναζαρέτ… νιώθεις, για λίγο, ότι γίνεσαι οικείος του Θεού. Μια μικρή καγκελωτή πόρτα εμποδίζει τώρα πια για λόγους ευλαβείας να εισέλθει κάποιος μέσα, εκεί που η Αγία Πελαγία δεχτηκε την Παναγία και μίλησε μαζί της. Ο προσκυνητής όμως μπορεί να δεί το φτωχικό της κρεβάτι και το πέτρινο προσκέφαλό της.
Δίπλα στο κελλί υψώνεται ο ναός της Αγίας Πελαγίας. Κτίστηκε σε διάστημα ενός χρόνου με την συνδρομή ευλαβών προσκυνητών και φίλων της Μονής. Εγκαινιάστηκε το 1972. Μέσα σ’αυτόν φυλάσσεται, ως πολύτιμος θησαυρός, η Κάρα της Αγίας, η οποία ευωδιάζει. Το τέμπλο του ναού είναι μαρμάρινο και είναι έργο του Τηνίου γλύπτη Γιάννη Κυραρίνη.
Στο προαύλιο της Μονής υπάρχει το εκθετήριο της Αδελφότητας. Εδώ ο προσκυνητής μπορεί να προμηθευτεί μικροαντικείμενα, ενθύμια, φυλακτά, λιβάνι, βιβλία, κάρτες, για να θυμάται το πέρασμά του από το Μοναστήρι του Κεχροβουνίου.
Απέναντι από την Έκθεση υπάρχει το προσκύνημα της Ζωοδόχου Πηγής. Είναι ένα κατανυκτικότατο μικρό παρεκκλήσι, με την επιβλητική εικόνα της Παναγίας, που όλοι ξέρουν ως Παναγία η Κατωγιώτισσα ή Υπογειώτισσα επειδή βρίσκεται στο υπόγειο.
Διάσπαρτες μέσα στη Μονή υπάρχουν οι μικρές εκκλησίες της Αγίας Τριάδος, του Τμιίου Προδρόμου – που είναι Τρισυπόστατος – και των Αγίων Ταξιαρχών, όπου ήταν παλιά το κοιμητήριο της. Ο βυζαντινός ναός της Αγίας Χριστίνας είναι πολύ νεώτερος και κτίστηκε εις μνήμη της μεγάλης ευεργέτιδος της Μονής Χριστίνας Γαρυφάλου.
Το μουσείο της Μονής στο οποίο φυλάσσονται αξιόλογα κειμήλεια, όπως εικόνες, καντήλια, κεντήματα, έχει ήδη εγκαινιαστεί από το Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλο στις 23-07-2000 δεν έχει όμως καθοριστεί ακόμα ο τρόπος λειτουργίας του.
Η βιβλιοθήκη της Μονής σύντομα θα εγκαινιαστεί και θα φιλοξενεί αξιόλογα βιβλία, χειρόγραφα, Πατερικά, Θεολογικά, Δογματικά και Μουσικά3. Όταν θα έχει πλέον καταρτιστεί θα μπορεί να είναι προσιτή στον οποιοδήποτε ερευνητή ζητήσει να μελετήσει, εντός όμως αυτής.
Η πύλη της Μονής ανοίγει το πρωί στις 7:30 π.μ.. Περιδιαβαίνοντας τα στενά, πέτρινα δρομάκια της στην πρωινή ησυχία, αφού ο όρθρος και η Λειτουργία έχουν τελειώσει, σε αφήνει άφωνο η απλότητα της αρχιτεκτονικής της δομής.
Το Μοναστήρι της «Κυρίας των Αγγέλων» μοιάζει με ένα μικρό κυκλαδίτικο χωριό.
Η αρχιτεκτονική του, που δεν στηρίχτηκε, όπως φαίνεται σε κάποιο αρχικό σχέδιο, αλλά οι χώροι κτίζονταν ανάλογα με τις ανάγκες των αδελφών, είναι απλή και εξυπηρετικοί. Έχει όλα τα στοιχεία της νησιώτικης οικοδομής και προκαλεί εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο προβάλλονται. Τα λιτά υπέρθυρα, τα πέτρινα σκαλοπάτια, οι φούρνοι, οι θυρίδες, οι πεζούλες και τα ευήλια μπαλκόνια προκαλούν δέος. Έχεις την αίσθηση ότι κινείσαι σ’ άλλο κόσμο, εκεί που η απλότητα δεν έχει καμία σχέση με την άχαρη άνεση της εποχής μας.
Εδώ κινείσαι κι αναπνέεις ελεύθερα γιατί υπήρξαν κάποιοι που σεβάστηκαν το χώρο και λειτούργησαν σ’ αυτόν σα σε εκκλησία.
Οι απάνεμες γωνιές του μοναστηριού στολίζονται με πολύχρωμα γεράνια και οι πέτρινες γέρικες αλτάνες του ευωδιάζουν από τη λεβάντα, το βασιλικό και τη λουίζα.
Ωστόσο όμως το μοναστήρι θα παραμείνει σιωπηλό. Η ιστορία του θα κρύβεται στους αιώνες και οι γραπτές πληροφορίες, που μιλούν γι’ αυτό, είναι ελάχιστες. Σίγουρο είναι όμως πως υπήρχε την εποχή των Ενετών, ότι γλύτωσε από τους Τούρκους και πως αντιστάθηκε δυναμικά στη λαίλαπα των Βαυαρών.
Πότε ακριβώς κτίστηκε κανείς δεν μπορεί με ακρίβεια Η παράδοση λέει ότι τρεις ευλαβείς αδελφές από το χωριό Τριπόταμο, έβλεπαν κάθε βράδυ ένα περίεργο φως να αγκαλιάζει την κορυφή του Κεχροβουνίου, στην τοποθεσία ακριβώς που βρισκόταν τρία ερημοκκλήσια της Αγ. Τριάδος του Τιμίου Προδρόμου και των Αγ. Ταξιαρχών.
Πίστεψαν στην Αγιότητα του τόπου και θεώρησαν το φως ουράνιο κάλεσμα, αφού το συνέδεσαν με κάποιο όραμα, που το ίδιο βράδυ είδαν και οι τρεις συγχρόνως.
Δεν είχαν πια την παραμικρή αμφιβολία πως έπρεπε να ανταποκριθούν στη θεία αυτή πρόκληση. Αγνοώντας την αντίθετη γνώμη των δικών τους ήλθαν στο Κεχροβούνι με σκοπό να αφιερώσουν τη ζωή τους στο Θεό. Το άγονο Κεχροβούνι, θα έπαιρνε ζωή. Εκεί που φύτρωναν μόνο φρύγανα και οι αέρηδες το έδερναν χειμώνα – καλοκαίρι «πρόκειται για οικτρόν έρμαιον των τεσσάρων ανέμων4» αργά μα σταθερά θα απλωνόταν το μοναστήρι της «Κυρίας των Αγγέλων».
Η αφιλόξενη όμως φύση «ούτε γλαύκες δεν η μπορούν να εύρουν καταφύγιον εν τη ορμητική πνοή του βορρά5» τις ανάγκασε να αναζητήσουν νοτιότερα πιο ήπιο και φιλόξενο χώρο.
Έτσι αποφάσισαν να στήσουν τα κελλιά τους λίγο χαμηλότερα, στην περιοχή της «Βάνης»6 αλλά κατά παράδοξο τρόπο κάθε πρωί έβρισκαν γκρεμισμένο ότι την προηγούμενη μέρα είχαν κτίσει και τα σύνεργά τους βρίσκονταν στην τοποθεσία των τριών εκκλησιών. Πίστεψαν τότε πως η θεία πρόσκληση ήταν αμετάκλητη και αποφάσισαν να μείνουν για πάντα εκεί.
Εκεί θα έκτιζαν τα κελλιά τους, εκεί θα ζούσαν, από εκεί θα έφευγαν για τον ουρανό. Θα έκαναν τη γη φιλόξενη. Θα τον έκαναν τόπο προσευχής, θυσίας και προσφοράς. Θα τον ετοίμαζαν για να τον περπατήσει η «Κυρία των Αγγέλων».
Με το πέρασμα των χρόνων το μοναστήρι μεγάλωνε και η αδελφότητα πλήθαινε. Από τις λίγες γραπτές πληροφορίες που είναι βέβαιες, αναμφισβήτητες και τεκμηριωμένες ιστορικά, σημαντική είναι αυτή που αναφέρει πως η Μονή υπήρχε όταν ο Δούκας Γκίζης κατέλαβε την Τήνο το 1204 μ.χ.7.
Ο καθηγητής κ. Δημ. Σοφιανός τοποθετεί την ίδρυση, λειτουργία και οργάνωση της Μονής τον ΙΑ’ ή IB‘ αιώνα. Αποκλείει δε την περίπτωση οργανωμένου μοναχισμού στην Τήνο τον Γ αιώνα.
Το πλέον ενδιαφέρον και αξιόλογο γραπτό κείμενο που υπάρχει σήμερα στη Μονή είναι το Πατριαρχικό Σιγίλλιο του 1755 μ.χ. του Πατριάρχου Κυρίλλου του Ε’, που καθιστά τη Μονή Σταυροπηγιακή8.
Επίσης υπάρχει σε απλό χαρτί η περίληψη ενός παλαιότερου Σιγιλλίου (1749 μ.χ.) του ιδίου Πατριάρχου, Κυρίλλου του Ε’, που δυστυχώς έχει χαθεί το πρωτότυπο.
Από την εποχή που η Μονή έγινε σταυροπηγιακή δε δεχόταν πλέον τις πιέσεις του τοπικού επισκόπου Τήνου. Κατέβαλλε όμως κάθε χρόνο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως την οικονομική του εισφορά, που ήταν ένα είδος φόρου.
Στο αρχείο της Μονής υπάρχουν οι εξοφλητικές πατριαρχικές αποδείξεις, καθώς επίσης και μια έντυπη συνοδική απόφαση του Ιερομάρτυρα Γρηγορίου του Ε’ που υποχρέωνε όσες Μονές ήταν σταυροπηγιακές να καταβάλλουν κάθε χρόνο τις οικονομικές τους εισφορές.
Μετά τα μέσα του 18ου αιώνα έρχεται στη Μονή η νεαρά Αουκία Νεγρεπόντη (γενηθ. 1752). Γίνεται μοναχή, με το όνομα Πελαγία και αξιώνεται, χάρη στην ενάρετη και θεοφιλή ζωή της, να δεχθεί στο ταπεινό της κελλί στις 23 Ιουλίου του 1822 την Κυρία των Αγγέλων.
Η Θεοτόκος της εμπιστεύεται την υψηλή διακονία της ευρέσεως της θαυματουργού Εικόνος της. Στις 30 Ιανουάριου 1823 η Τήνος ζει το μεγάλο γεγονός της ευρέσεως και η πορεία του νησιού αλλάζει, αφού γίνεται πλέον το κέντρο αναφοράς του θρησκευόμενου και ταλαιπωρημένου Ελληνικού Έθνους.
Η μοναχή Πελαγία πεθαίνει στις 28 Απριλίου του 1834 ενώ η Μονή
κινδυνεύει να κλείσει εξ’ αιτίας των Οθωνικών αντιεκκλησιαστικών διαταγμάτων, που ζητούσαν να κλείσουν τα μοναστήρια και κυρίως τα γυναικεία. Οι μοναχές αγωνίζονται ενάντια στις Βαυαρικές αντιεκκλησιαστικές απαιτήσεις και οι Τήνιοι τους συμπαραστέκονται. Ο Τήνιος πολιτευτής Κάρολος Αν. Νάζος, αδελφός της Κεχροβουνιώτισσας μοναχής Φιλοξενίας Νάζου πρωτοστατεί σ’ αυτές τις προσπάθειες και τελικά το Μοναστήρι σώζεται. Με ειδικό Βασιλικό Διάταγμα της 4/ 16-10-1834 Φ.Ε.Κ. 57/16-12-1834 και με πρόταση της 1. Συνόδου9 το Μοναστήρι εξαιρείται για να συνεχίσει την αγιοπνευματική του πορεία.
Στη σύντομη αυτή ιστορική αναδρομή θα είναι παράλειψη αν δεν αναφέρουμε μερικές αξιόλογες μοναχές, που με την ενάρετη ζωή τους και τη φωτεινή τους παρουσία βοήθησαν στην πνευματική άνοδο της Μονής.
Στην εποχή του Όθωνος η Ηγουμένη της Μονής είναι η Καταφυγή Μαρκοπούλου10. Έρχεται εδώ από την Σμύρνη. Είναι νεαρά και χήρα. Όταν επισκέπτεται τη Μονή συγκινείται βαθιά από την πτώχεια των μοναχών,
οι οποίες «παριστάνουσι ανθρωπίνας σκιάς”» και την πνευματική τους ζωή. Απεκδύεται την πλούσια ενδυμασία της και μένει στο Μοναστήρι. Αποφασίζει να ζήσει στην σιωπή και την αφάνεια. Τα πλούσια χαρίσματά της όμως την αναδεικνύουν Ηγουμένη. Αγαπά και προστατεύει τις μοναχές σα μητέρα. Αντιστέκεται με όλη την δύναμη της ψυχής της, όταν οι αντιμοναχικές διαθέσεις του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών προσπαθούν να αλλοιώσουν το χαρακτήρα της μοναχικής ζωής.
Δεν επιτρέπει να περιθάλπει η Μονή φρενοβλαβείς γυναίκες, όπως μερικά πρόσωπα της Κυβέρνησης επιθυμούν12 και ματαιώνει το σχέδιο της ίδρυσης μεταξοϋφαντικής σχολής13. Το 1855 με τον Επίσκοπο Κυκλάδων Δανιήλ Κοντούδη, συντάσσει το νέον κανονισμό της Μονής ο οποίος τη βοήθησε να γνωρίσει αξιόλογον πνευματική άνθηση.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ως ανταποκριτής εφημερίδων, αναφέρεται με ιερή συγκίνηση στην εύρυθμη λειτουργία της Μονής, γράφοντας πως η ιδιαίτερη ακμή που παρουσιάζει η Μονή – εκατόν είκοσι μοναχές ζούν στην ιερή αυτή κοινότητα – οφείλεται στην ισχυρή προσωπικότητα της Ηγουμένης Μαγδαληνής Χρυσούλη14.
Στο τέλος του 19ου αιώνα έρχεται στη μονή σε ηλικία 21 ετών η Θεοδώρα Καρδίτση από τη Σύρο (γεν. 25-1 1-1874) με σκοπό να μονάσει. Η δράση της είναι πολύπλευρη. Θα διακονήσει τη Μονή σε όλους τους τομείς15 και θα διαθέσει την περιουσία της – ήταν από πολύ πλούσια Συριανή οικογένεια – για τις αδελφές και για την ανακαίνιση της Μονής «… ο πάγκαλος ναός επιδεικνύει την νέαν τοιχογραφίαν του ανακαινισθείσα απ’ αρχής εις διάστημα τριετίας δαπάναις της βαθυπλούτου δοκίμου «κυρίας Θεοδώρας» ως την αποκαλούσι αι μοναχαί ήτις ήλθεν από την τριφυλήν Σύρον να αφιερώση εδώ εις την Κυρίαν Θεοτόκον, εις την άσκησιν και την ερημιάν την περιουσία της και το κάλλος της, ως οι παλαιοί βασιλόπαιδες και αι δέσποιναι του Βυζαντίου»16.
Κτίζει το ναό των Αγίων Πάντων, έξω από την Μονή και μεταφέρει εκεί το κοιμητήριο της Μονής. Επιτελεί αξιόλογο νοσηλευτικό έργο, όχι μόνο εντός της Μονής, βοηθώντας τις άρρωστες γηραιές μοναχές.
Καθημερινά το Μοναστήρι παρουσιάζει μια εικόνα κίνησης από χωρικούς που έχουν ανάγκη από κάποιο φάρμακο ή κάποια ιατρική οδηγία ή ακόμα απ’ κάποια μικροεπέμβαση. Πολλές φορές σε δύσκολες καταστάσεις επισκέπτεται η ίδια τον ασθενή. Όλοι την αποκαλούν «γιάτρισσα». Οι θεραπείες που επιτυγχάνει και η αφιλοκερδής προσφορά της προκαλούν οργή στους γιατρούς της Τήνου, οι οποίοι την οδηγούν σε δίκη, αλλά τελικά αθωώνεται πανηγυρικά, αφού έχει προηγηθεί παλλαϊκό συλλαλητήριο υπέρ αυτής.
Έχει απεριόριστη ευλάβεια στην κυρία Θεοτόκο και τους Αγίους. Με δικές της ενέργειες και ταλαιπωρίες καταφέρνει να αποκτήσει την δεξιά χείρα του Αγίου Ιωάννου της Ρίλας, την οποία αφιερώνει στην Μονή.
Η ακολουθία του Αγ. Ιωάννου της Ρίλα είναι έργο του συγγραφέα και φίλου της Μονής Κεχροβουνίου Αλεξ. Μωραϊτίδη, την οποία συνέγραψε κατόπιν δίκης της παρακλήσεως.
Αγαπά να διακονεί στο ιερό και να περιποιείται με ευλάβεια και λεπτότητα τα ιερά καλύμματα, σα να διακονεί τον ίδιο τον Κύριο. Ασχολείται η ίδια, ενώ συγχρόνως μαθαίνει και τις αδελφές να κεντούν με χρυσοκλωστές άμφια, ιερά καλύμματα, εικονοσημαίες, θύρες για την Ωραία Πύλη. Αυτά τα αξιόλογα έργα τέχνης μέχρι σήμερα κοσμούν τους Ναούς της Μονής και φέρουν χρονολογία 1904. Ενώ όλα αυτά αποτελούν καθημερινό μέλημά της δεν ξεχνά το μοναδικό της σκοπό. Αγαπά την μόνωση και τη σιωπή. Δεν είναι λίγες οι φορές που καταφεύγει στο ερημητήριο της που είναι η «Κοίμηση της Θεοτόκου» στην τοποθεσία της «Βάνης». Εκεί αφιερώνει ώρες στην προσευχή. Τις νύχτες αγρυπνεί στα παρεκκλήσια της Μονής. Καταπονεί το σώμα της, νηστεύει και ζεί πτωχικά και απέριττα, Για κάθε ζήτημα που την απασχολεί ενημερώνει, δια αλληλογραφίας, τον πνευματικό της πατέρα, γέροντα Δανιήλ τον Κατουνακιώτη και ζητά την πνευματική του καθοδήγηση. Ο Γέροντας ανταποκρίνεται με πολλή αγάπη και σεβασμό, στην οποιαδήποτε πνευματική της ανησυχία, εκτιμώντας βαθιά το ασκητικό της ήθος και την απεριόριστη λατρεία της στον Θεό. Η αλληλογραφία αυτή, η οποία είναι ογκώδης και μακρόχρονη – ξεκινά από το έτος 1909 και κρατά είκοσι χρόνια – υπάρχει στο αρχείο της Μονής και αποτελεί σπουδαίο και ενδιαφέρον πνευματικό εντρύφημα.
Την αγωνία της και την βαθιά της επιθυμία για την πνευματική άνοδο των αδελφών καλύπτει ο Γέροντας με την πραγματεία που της αποστέλλει «Διατύπωσις περί μοναχικού βίου». «Προσεχέστερον θα σας αποστείλω αντίγραφον περί μοναχικής Κοινοβιακής Διατυπώσεως, ήν κατά προτροπήν του Μητροπολίτου Πενταπόλεως Κυρίου Νεκταρίου Κεφαλά συνέταξα δια τας έν Αιγίνη οσίας μοναχάς, εις άς εκ βάθρων ως γνωστών ανήγειρε Γυναικείαν Κοινοβιακήν Μονήν. Εις την διατύπωσιν ταύτην θα ευρήτε πολλά τα ωφέλιμα τα οποία πρέπει ημείς οι μοναχοί να τα έχωμε εγκόλπιον»17.
Με την εισαγωγή του νέου ημερολογίου στο Μοναστήρι ξεσπά μεγάλη δοκιμασία. Η δόκιμος Θεοδώρα, μόλις έχει λάβει το αγγελικό σχήμα, Θεοδοσία μοναχή, αγωνίζεται να καταπραϋνει τους διαπληκτισμούς και φανατισμούς. Η δοκιμασία κρατά τέσσερα χρόνια. Την άνοιξη, 28 Απριλίου 1928, δέχεται να αναλάβει την ηγουμενεία.
Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης της γράφει: …τον δε διορισμόν σας εθεώρησα ως εκδήλωσιν πλέον της θείας βουλής18.
Πέντε χρόνια ως ηγουμένη προσφέρει τον εαυτό της θυσία στο Θεό. Κοιμήθηκε το 1933 αρκετά νέα, με οιδήματα στα πόδια εξαιτίας της καρδιακής παθήσεως από την οποία υπέφερε.
Η επιγραφή που κοσμεί το μνήμα της γράφει:
«Εαυτήν ψυχή και σώματι
εις την λατρεία του Θεού
αναλώσασα πολλών τας νόσους ψυχών και σωμάτων θεραπεύσασα και πολυτρόπως την Ιεράν Μονήν ευεργετήσασα».
Μετά τον θάνατο της Γερόντισσας Θεοδοσίας την ηγουμενεία ανέλαβε η γερόντισσα Θεοφανώ Βιδάλη (1933-1941).
Ήταν απλή και αγράμματη μοναχή. Είχε όμως φόβο θεού και υπερβολική αγάπη στην Κυρία Θεοτόκο. Ήταν αγαθή και καλοσυνάτη ψυχή. Διακόνησε τη μάνδρα του Κεχροβουνίου με σύνεση και απλότητα. Διακρινόταν για την ευλάβεια και την αφοσίωσή της στην Κυρία των Αγγέλων.
Κάθε βράδυ μετά το απόδειπνο συνήθιζε να θυμιάζει στο ηγουμενείο τις εικόνες που υπήρχαν, ψιθυρίζοντας την ευχή. Ένα βράδυ μπαίνοντας στη σάλα του ηγουμενείου για να θυμιάσει τις εικόνες και τα άγια λείψανα είδε μια λευκοντυμένη κυρία να κάθεται στον καναπέ.
Ποιά είσαι σύ κυρά μου και πως βρέθηκες τέτοια ώρα στο γουμενειό; τη ρώτησε απορημένη.
Εγώ μένω εδώ είμαι η νοικοκυρά, της απάντησε
ήρεμα η λευκοντυμένη κυρία και χάθηκε.
Συγκινημένη η γερόντισσα Θεοφανό) ουδέποτε κάθησε στον καναπέ από τότε. Κάθε φορά όμως που η περίσταση το καλούσε έλεγε: Αυτή η θέση εδώ είναι της Παναγίας.
Κοιμήθηκε ογδόντα επτά ετών το 1959.
Μετά την γερόντισσα Θεοφανώ Βιδάλη τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής Ηγουμένη της Μονής ήταν η Γερ. Ιουλιανή Μαρτάκη (1941-1947). Καταγόταν απο τη Σύρο, από εύπορη οικογένεια. Ήλθε στο Μοναστήρι μαζί με την μητέρα της, Χρυσάνθη Καλουτά και τις δύο νεώτερες αδελφές της.
Ήταν πολύ ταπεινή, είχε πραότητα και διακρινόταν για την ευγένειά της. Οι αδελφές που έζησαν κοντά της μιλούσαν πάντοτε με θαυμασμό για την ανεξικακία της και το μειλίχιον του χαρακτήρα της. Ουδέποτε την θυμούνται να υψώνει τη φωνή της, αλλά και ουδέποτε να υποχωρεί στις μοναχικές τις αρχές.
Κοιμήθηκε ενενήντα ετών το 1960.
Η μοναχή Ευπραξία Βασιλικού (1902-1982) είναι η ηγουμένη που διαδέχτηκε τη μοναχή Ιουλιανή Μαρτάκη.
Την έφεραν στο μοναστήρι όταν ήταν 14 μηνών. Τη μεγάλωσε η θεία της μοναχή Θεοφανώ Βιδάλη, διότι έμεινε ορφανή από πατέρα. Ογδόντα ολόκληρα χρόνια έζησε στο Μοναστήρι του Κεχροβουνίου ακολουθώντας πιστά το παράδειγμα αγίων γεροντισσών.
Στη νεαρή ηλικία έζησε την αυστηρότητα του μονήρους βίου και την υποδειγματική λειτουργία της Μονής που δυναμικά επέβαλε η φωτεινή παρουσία της Ηγουμένης Μαγδαληνής Χρυσούλη. Στην ώριμη όμως ηλικία της είχε το μεγάλο προνόμιο να μαθητεύσει κοντά στην Γερόντισσα Θεοδοσία Καρδίτση, από την οποία, δε διδάχτηκε μόνο την Ιατρική τέχνη αλλά και την μοναχική πολιτεία, την οποία απαράβατα τήρησε σε όλη της την ζωή.
Διακόνησε το Μοναστήρι από το 1947 μέχρι το 1982 με σύνεση, αγάπη, και διακριτικότητα. Έδειξε ακαταπόνητη δραστηριότητα σε όλους τους τομείς. Με τη συμπαράσταση του I. Ιδρύματος Ευαγγελίστριας δημιούργησε σχολή Βυζαντινής μουσικής, στην οποία δίδαξαν οι καθηγητές Κων/νος Κατσούλης, και Αθανάσιος Βουρλής και φοίτησαν οι νεαρές δόκιμες της Μονής. Επίσης δημιούργησε κύκλο φιλολογικών μαθημάτων, επί σειρά ετών, του οποίου την ευθύνη και τον προγραμματισμό είχε η κυρία Μαρία Κελαδίτου, φιλόλογος. Το Μοναστήρι, επί των ημερών της δεν υστέρησε ούτε στις εκδόσεις βιβλίων πνευματικού περιεχομένου, των οποίων την επιμέλεια και φροντίδα είχε ο σεβαστός πατήρ Ηλίας Μαστρογιανόπουλος.
Πέρα όμως από τις καθημερινές δραστηριότητες, που τις ζούσε και τις χαιρόταν, αυτό που γέμιζε την ψυχή της ήταν η αγάπη και η βαθιά ευλάβεια που έτρεφε προς την Αγία Πελαγία. Συγκινούνταν βαθιά από την ασκητική της ζωή και έσκυβε ταπεινά και με δέος μπροστά στην Αγία της Μορφή.
Το θαυμαστό γεγονός της ευρέσεως της Αγίας της Κάρας τον Οκτώβριο του 1949 γέμισε την ευαίσθητη ψυχή της ιερή χαρά και συγκίνηση. Και όταν οι προσπάθειές της για την επίσημη ανακήρυξη της Μοναχής Πελαγίας εις Αγίαν έγιναν πλέον πραγματικότητα, τότε πίστεψε πως είχε κάνει το χρέος της απέναντι στην Αγία του Μοναστηριού που τιμούσε και σεβόταν βαθιά. Ο Θεός όμως της έδωσε τη δυνατότητα και την ιδιαίτερη ευλογία όχι μόνο να δεί το ναό της Αγίας να υψώνεται αλλά και να αξιωθεί να λειτουργηθεί πολλές φορές μέσα σ’ αυτόν.
Κοιμήθηκε τον Ιάνουαριο του 1982, αφήνοντας στις ψυχές των αδελφών μαζί με την οδύνη και ανεπανάληπτο παράδειγμα μοναχικού ήθους και αγιότητας.
Μετά τον θάνατο της Ηγουμένης Ευπραξίας Βασιλικού γίνεται Ηγουμένη η μοναχή Θεοκλήτη Παπαδάκη.
Από μικρό κοριτσάκι μεγάλωσε κοντά στην εξαίρετη μοναχή και θεία της επίσης Θεοκλήτη Παπαδάκη (1881-1935). Κοντά της διδάχτηκε την απλότητα που μπορεί να κρύβει η μοναχική ζωή ακόμα κι όταν στα μάτια των άλλων φαίνεται αυστηρή και απρόσιτη.
Η μικρή Αγγελική – έτσι την έλεγαν – μοιραζόταν καθημερινά με την θεία της την εμπειρία της μοναχικής ζωής, όπως μοιραζόταν και το ψωμί.Την έβλεπε να βάζει στο φαγητό της νερό για να μην είναι νόστιμο ή ακόμα να κοιμάται σε δύο μπαούλα, το ένα χαμηλότερο από το άλλο για να μην νιώθει άνεση και μάθαινε απλά και χωρίς λόγια πως η ζωή των μοναχών είναι μια διαρκής αυταπάρνηση. Η θεία της έφυγε νωρίς το Μάρτη του 1935, αφήνοντας τη νεαρή ανιψιά ορφανή απο την παρουσία της, που ήταν ταυτόσημη με την παρουσία της μάνας. Είχε προλάβει όμως να δώσει στην προστατευόμενη της κάτι από το δικό της πλούτο.
Σε σαράντα μέρες από το θάνατο της θείας της έρχεται στο Μοναστήρι η νεαρή Ελένη Κουνδούρου από την Κρήτη. Είναι από πλούσια οικογένεια κόρη του Μανούσου Κούνδουρου19 και πολύ μορφωμένη. Θέλει να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή, αλλά και να ιδρύσει σχολή, για τα ελληνόπουλα, με διδακτικό προσωπικό ορθόδοξες μοναχές. Γίνεται δεκτή από την Ηγουμένη Θεοφανώ Βιδάλη. Η δυναμική παρουσία της Ελένης Κουνδούρου πείθει για τον εσωτερικό της πλούτο.
Είναι συνετή, έχει μοναχικό ήθος, παρά το νεαρό της ηλικίας και ο ζήλος της συγκινεί την αδελφότητα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα δημιουργεί έναν αξιόλογο πυρήνα γύρω της, με νέες που επιθυμούν να την ακολουθήσουν.
Ένα από τα πρώτα στελέχη της είναι η Αγγελική και μετέπειτα Μοναχή Θεοκλήτη Παπαδάκη, η οποία θα την ακολουθήσει στο θεάρεστο έργο της.
Η προσπάθεια για την ίδρυση σχολής στην Τήνο αποτυγχάνει, ενώ στη Σύρο όπου μεταβαίνουν, δε βρίσκουν ανταπόκριση.
Η Ελένη Κουνδούρου και τώρα πια Θεοδούλη μοναχή, βρίσκει σα μοναδική λύση τη μετάβασή τους στην Αθήνα.
Οι αδελφές που την ακολουθούν είναι η Θεοκλήτη Παπαδάκη, η Πελαγία Γουλιέλμου[20], η Φιλοθέη Γιαννίση και αρκετές νεώτερες.
Με αγώνα και κόπο πολύ δημιουργούν, το 1950 ένα μικρό σχολείο στην Ηλιούπολη, που σιγά – σιγά εξελίχθηκε σ’ ένα μεγάλο και πρότυπο σχολείο, με διδακτικό προσωπικό μοναχές, όπως ακριβώς η μοναχή Θεοδούλη Κουνδούρου είχε οραματιστεί.
Η Μοναχή Θεοκλήτη Παπαδάκη, μετά από αρκετά χρόνια προσφοράς και αγάπης, στο χώρο που η γερόντισσά της είχε δημιουργήσει, αποχωρεί και επιστρέφει στο μοναστήρι της Τήνου, εκεί που σα μικρό παιδί είχε ζήσει τις πρώτες απλές, μα ανεξίτηλες στην ψυχή της, εμπειρίες της μοναχικής ζωής.
Γίνεται Ηγουμένη το 1982 και διακονεί σ’ αυτή τη θέση δεκαπέντε (15) ολόκληρα χρόνια.
Σ’ αυτό το διάστημα ζει από πολύ κοντά κάθε είδους εμπειρία. Ο δρόμος της ηγουμένης αν δεν είναι σταυρός, δεν είναι προσφορά.
Οι αντιξοότητες και οι δυσκολίες θέτουν σε δοκιμασία τη μοναχική της υπόσταση, αλλά δε θα κλονιστεί. Θα φθάσει μέχρι το τέρμα και θα παραιτηθεί από τη θέση της ηγουμένης όχι γιατί κάποιοι το απαίτησαν, αλλά γιατί η ίδια είχε τη δύναμη και το κουράγιο να το αποφασίσει.
Αυτή η απόφαση θα σφραγίσει τη ζωή της και είναι σίγουρο ότι στο μέλλον θα καταγραφεί ως πράξη ψυχικού σθένους, ταπείνωσης και μοναχικού ήθους.
Η παραίτησή της ωστόσο από τη θέση της ηγουμένης δε σήμανε και την παύση της διακονίας της στη Μονή.
Διακονεί στο αναλόγιο, ως Πρωτοψάλτρια, όπως άλλωστε έκανε από τα νεανικά της χρόνια, αφιερώνοντας το χάρισμα της εξαιρετικής φωνής της στη δόξα του Τρισάγιου Θεού.
ΛΟΥΚΙΑ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗ
Σ’ αυτό το πανάρχαιο μοναστήρι της Κυρίας των Αγγέλων ήλθε και έζησε η ευλογημένη μοναχή Πελαγία Νεγρεπόντη.
Η Αγία Πελαγία γεννήθηκε στο χωριό Κάμπος21, το 1752. Η καταγωγή της μητέρας της ήταν από το χωριό Τριπόταμος και ανήκε στην οικογένεια Φραγκούλη.
Ο πατέρας της, ο παπα – Νικηφόρος, ευλαβής και θεοφοβούμενος, μεγάλωσε τα τέσσερα παιδιά του – λέγεται πως η Αγ. Πελαγία είχε άλλες τρεις αδελφές – με φόβο Θεού.
Η μικρή Λουκία, έτσι ήταν το κοσμικό όνομα της Αγίας Πελαγίας, μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον πτωχό μεν, αλλά ήσυχο και γαλήνιο. Από μικρή συμμετείχε στις καθημερινές οικιακές δουλειές, που έχει κάθε αγροτικό σπίτι, βοηθώντας τη μητέρα της.
Η φύση, με τις εναλλαγές των εποχών, που τις ζούσε έντονα απολαμβάνοντας τις ομορφιές της ήρεμης Τηνιακής γης, την προίκισε με σοφία και σύνεση.
Η απόλυτη πτώχεια και η τέλεια άφεση στο Θεό, στη μετέπειτα αναχωρητική ζωή της, δείχνουν ότι το άφημα της φύσης στα χέρια του Θεού την είχε έντονα συγκινήσει και προβληματίσει. Θα αφηνόταν στα χέρια του Θεού όπως τα πουλιά, αλλά αυτό δε φαινόταν να είναι αρκετό. Η ευαίσθητη ψυχή της πρέπει ουσιαστικά να κυριεύτηκε από αγάπη προς το Θεό όταν, συμμετέχοντας στις Θείες Λειτουργίες βοηθώντας τον παπα – πατέρα της, έζησε το συγκλονιστικό γεγονός της Θείας θυσίας. Ο Εσταυρωμένος μίλησε στην αθώα ψυχή της και αυτό το προσκλητήριο γινόταν καθημερινά η αιτία της μυστικής της προετοιμασίας.
Τις ώρες που αφιέρωνε για την καθαριότητα και το άναμμα του καντηλιού στη μικρή τους εκκλησία, – που ήταν του Ευαγγελισμού – λίγο έξω από το χωριό τις απολάμβανε με ιδιαίτερη χαρά. Η παιδική της προσευχή, απλή και αψεγάδιαστη, έτσι όπως βγαίνει από κάθε παιδική ψυχή, ακούμπαγε εκεί στα πόδια του αγγέλου και κείνος τη μετέφερε στο θρόνο του Θεού.
Η Λουκία ετοιμαζόταν από τότε, αλλά κανείς δεν μπορούσε να το φανταστεί ή να το προσδιορίσει.
Έτσι πάντα γίνεται, ο Θεός με ιδιαίτερη φροντίδα σκεπάζει και διαφυλάττει αυτούς που στην πορεία της ζωής τους θα διακονήσουν το θέλημά Του. Είναι οι εκλεκτοί, το αλάτι της γης, που δίνουν στη ζωή τη γεύση του Παραδείσου.
Τα πρώτα γράμματα, μια και οι χρόνοι ήταν δύσκολοι, θα τα έμαθε από τον παπα – πατέρα της, που, σα στερνοπαίδι, της έδειχνε ιδιαίτερη αγάπη και στοργή.
Μέσα σ’ αυτόν τον ευλογημένο χώρο του σπιτιού και της φύσης με την αέναη και λεπτή φροντίδα του Θεού, η Λουκία μεγάλωνε. Η αγάπη προς όλους και η καλοσύνη της προσδιόριζαν τη ζωή της.
Τίποτα δεν έμοιαζε να την απασχολεί, καθώς μεγάλωνε, από όλα αυτά που απασχολούν τα παιδιά της ηλικίας της. Η παρουσία του πατέρα της τη συντρόφευε αδιάλλειπτα. Ένιωθε πως ολόκληρος είχε την ευωδιά από το θυσιαστήριο. Τα χέρια του και η ψυχή του μοσχοβολούσε λιβάνι κι αυτή η αίσθηση την έκανε να επιθυμεί βαθειά να ανήκει και κείνη στο Θεό, όπως εκείνος. Μάντευε και διαισθανόταν πως αυτή η σχέση θεού ανθρώπου είχε κάτι το ξεχωριστό και λαχταρούσε να το ζήσει.
Θα το ζούσε κάποτε, αλλά μετά από μια ζωή αυταπάρνησης, πλήρους υποταγής και απόλυτης πτωχείας. Ο δρόμος όμως θα ήταν μακρύς.
Όταν ο πατέρας της πέθανε, νόμισε πως ο κόσμος άδειασε. Η παιδική της ψυχή πόνεσε, αλλά είχε πλέον μοιραστεί μαζί μ’ αυτόν τη Θεία Χάρη. Αυτή θα την προστατεύει στη ζωή της και θα συντελέσει στην ανοδική της πορεία, που ποτέ όμως δε θα την αντιληφθεί, γιατί η χάρις ενοικεί στους ταπεινούς «τώ νεύματι».
Ήταν δώδεκα ετών όταν η μητέρα της αποφάσισε να τη στείλει στο χωριό Τριπόταμο, για να ζήσει κοντά στη θεία της, ίσως για λίγο καλύτερα. Εκεί έμεινε τρία χρόνια.
Αγνάντια από το μπαλκόνι του σπιτιού που έμενε η Λουκία δέσποζε το Κεχροβούνι, το μοναστήρι της «Κυρίας των Αγγέλων». Εκεί μόναζε και η θεία της κι αυτή αδελφή της μητέρας της. Το μοναστήρι της «Κυρίας των Αγγέλων», στην κορυφή του βουνού, ανεμοδαρμένο από όλους τους αέρηδες καρτερικά έδειχνε ότι μπορεί να επιβιώνει χάρη στην πρόνοια του Θεού. Ο πρόσφατος τίτλος του, που το καθιστούσε σταυροπηγιακό, δεν του έδινε τη δυνατότητα να κομπάζει, γιατί η πτώχεια και η παντελής έλλειψη των πλέον απαραίτητων ήταν εμφανής.
Ωστόσο όμως ο ήχος της καμπάνας στον όρθρο και τον εσπερινό άρχισαν να ασκούν μια περίεργη έλξη στην ψυχή της Λουκίας. Επισκέπτεται συχνά τη θεία της, παρακολουθεί τη ζωή των αδελφών, παίρνει μέρος στις ακολουθίες και εντυπωσιάζεται βαθειά από την ευλάβειά τους.
Στην ηλικία των δεκαπέντε ετών αποφασίζει ν’ αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό, θα έμενε για πάντα εκεί, υπηρετώντας το Θεό, τις αδελφές και τη θεία της. Φαινόταν και ήταν μικρή για μια τέτοια απόφαση. Η καρδιά της όμως είχε δύναμη, που γινόταν θέληση και δεν υποχωρούσε στις υποδείξεις, ότι, τάχα, ήταν ακατάλληλη η ηλικία της για μια τέτοια απόφαση. Η ζωή της αφιέρωσης, δεν είναι θέμα ηλικίας αλλά χάριτος.
Με διάθεση νεανική και ωριμότητα που εντυπώσιαζε, η νεαρή Λουκία έμεινε και υποτάχθηκε στη θεία της.
Τα χρόνια περνούν. Η ηγουμένη, η θεία της και η αδελφότητα διαπιστώνουν πως η πορεία της νεαρής δόκιμης είναι ανοδική και ως εκ τούτου η μέρα της τελικής αφιερώσεως της στο Θεό πλησιάζει.
Πράγματι η Λουκία γίνεται μοναχή με το όνομα Πελαγία. Η ζωή της, από αυτή τη στιγμή, θα γίνει περισσότερο μυστική και αθόρυβη. Μοναδική και κύρια ενασχόλησή της τώρα θα είναι η λατρεία του Θεού. Αυτή καθημερινά θα εκφράζεται με την ολονύκτια προσευχή, στο κελλί και στην εκκλησία.
Η σιωπή και η απομόνωση, που σταδιακά εφαρμόζει, δεν αποσκοπεί στην απόσπαση επαίνου για την ξενιτεία, που καθημερινά βιώνει ή την προσωπική ικανοποίηση στο ξεπέρασμα του μέτρου. Αυτή καθαυτή η μυστική ζωή της έχει σα σκοπό την προσέγγιση του άλλου, ταυτίζοντας το εγώ της με το θάνατο του ιδίου θελήματος, για να δώσει θέση στην αγάπη.
Όταν η αγάπη θα καταστεί πλέον ζωή της, θα ζει για τις αδελφές της και όχι για τον εαυτό της. Θα βγει από τη γόνιμη απομόνωσή της και θα γίνει ο παρήγορος άγγελος των αρρώστων και πτωχών μοναχών. Θα τις εξυπηρετεί όλες και θα φροντίζει ακόμα και για την τροφή τους. Για χάρη τους θα γυρίζει στα γύρω χωριά και θα ζητά τρόφιμα, γιατί το μοναστήρι είναι πάμπτωχο. Όταν το δειλινό θα γυρίζει κουρασμένη και ταλαιπωρημένη από αυτό το δρομολόγιο της αγάπης θα κάθεται στο μπαλκόνι της. Είναι το θεωρείο της καλωσύνης της. Από αυτό θα παρακολουθεί ποια καπνοδόχος δεν καπνίζει και απ’ αυτό θα διαπιστώνει ποια αδελφή δεν έχει τη δυνατότητα να μαγειρέψει. Θα πηγαίνει στην πόρτα της, θα ακουμπά τα τρόφιμα που έχει ζητιανέψει και θα φεύγει.
Δε θεωρεί απαραίτητο να γνωρίζουν οι αδελφές τον ευεργέτη τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που η ίδια στερείται τα πλέον απαραίτητα. Αφήνεται όμως στην πρόνοια του Θεού και Εκείνος θα τη φροντίζει, όπως άλλωστε κάνει για τα πουλιά.
Η ψυχή της μέρα με τη
μέρα γίνεται δοχείο χάρι- τος και ετοιμάζεται για να δεχθεί στο απέριττο κελλί της την «Κυρία των Αγγέλων», χωρίς η ίδια να το γνωρίζει ή να το προαισθάνεται.
Η επίσκεψη αυτή θα σημαδέψει τη ζωή της και θα αλλάξει την πορεία του μοναστηριού και του νησιού της.
Η ΥΠΕΡΚΟΣΜΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ
|
Η μοναχή Πελαγία είναι πλέον γερόντισσα. Είναι περίπου 70 ετών.
1822, ημέρα Κυριακή, 9 Ιουλίου. Αξημέρωτα η Πελαγία έχει σηκωθεί και κάνει τον κανόνα της, περιμένοντας την καμπάνα του όρθρου.
Φαίνεται όμως ότι κάτι την απασχολεί. Ξεχνιέται, αναλογίζεται και κουβεντιάζει μόνη της . Κι αν είναι η Παναγία;… διερωτάται.
Πράγματι λίγο πριν σηκωθεί βλέπει στον ύπνο της μια υπερκόσμια, γλυκιά μορφή. Τη διατάζει να επισκεφθεί τον Επίτροπο της Μονής, Σταματέλο Καγκάδη και να του πει ότι στον αγρό του Δοξαρά βρίσκεται κατερειπωμένο και χωμένο βαθειά στο χώμα το σπίτι της και ότι πρέπει να αναλάβει ο ίδιος το ξανακτίσιμό του, με μεγαλοπρέπεια και λαμπρότητα, όπως ήταν παλιά.
Καταλαβαίνει πως είναι η Παναγία, δε θέλει όμως να το πιστέψει. Είναι τόσο τολμηρό, σχεδόν αδιανόητο να πείσει τον εαυτό της, τον πτωχό και άσημο, πως αξιώθηκε να δει την Παναγία, γι’ αυτό αποφασίζει να μην πει τίποτα.
Την επομένη Κυριακή, 16 Ιουλίου, το όνειρο επαναλαμβάνεται. Η ίδια γλυκυτάτη μορφή την προστάζει να υπακούσει στις προειπωμένες εντολές της.
Η μοναχή Πελαγία όμως πάλι διστάζει. Η ψυχή της ωστόσο είναι πεπεισμένη. Πρόκειται περί θείας παρουσίας και δεν είναι συνηθισμένο όνειρο. Έχει ουράνια γεύση και γεμίζει την ψυχή της τόση γαλήνη, που μόνο θεόσταλτη μπορεί να είναι. Αποφασίζει να υπακούσει, αλλά σκέπτεται το δύσκολο χαρακτήρα του Επιτρόπου Στ. Καγκάδη και αναβάλλει. Περνά μια ολόκληρη εβδομάδα. Η σκέψη γύρω από το όνειρο αρχίζει να μακραίνει. Αισθάνεται καλά που δεν έχει πει τίποτα.
Η θεία επίσκεψη όμως επαναλαμβάνεται. Είναι πάλι ξημερώματα Κυριακής της 23ης Ιουλίου, όταν η Παναγία την ξαναεπισκέπτεται. Αυτή τη φορά η υπερκόσμια και γαλήνια μορφή δείχνει λυπημένη και το ύφος της είναι αυστηρό και επιτακτικό. Η Πελαγία ξυπνά τρομαγμένη και έντρομη. Το μικρό κελλί της είναι γεμάτο φως. Φως που τη γεμίζει απορία και έκσταση, αλλά που δεν την πανικοβάλλει, δεν την παραλύει. Η ψυχή της γεύεται την ολοζώντανη επίσκεψη του θείου και υπερκόσμιου.
Συνέρχεται όταν βλέπει, πρόσωπο με πρόσωπο πλέον, την «Κυρία των Αγγέλων» την ίδια αγγελική μορφή, πριν καιρό, είχε δει στον ύπνο της.
«Γιατί Πελαγία αρνείσαι να υπακούσεις στις εντολές μου», τη ρωτά … και η μοναχή βρίσκει μόνο δυο λόγια να της πει:
Ποια είσαι; …
Η Παναγία, με άρρητη μεγαλοπρέπεια της απαντά:
«Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην. Αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν».
Η Πελαγία γονατίζει. Θέλει να της δείξει ότι πλέον δεν έχει δισταγμούς. Θέλει να της ζητήσει συγγνώμη για την περιφρόνηση που έδειξε τις δυο προηγούμενες φορές, αλλά τα χείλη της προλαβαίνουν την καρδιά της και η απάντηση ησυχάζει τη Βασίλισσα των Ουρανών.
«Αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν», προφέρει και η μοναχή Πελαγία. Αμέσως η Παναγία αποχωρεί και η Πελαγία καταλαβαίνει ότι τα πόδια της δεν την κρατούν, για να τρέξει και να αναγγείλει την εντολή του Ουρανού. Μονολογεί και η πτωχή ψυχή της ξεχειλίζει από χαρά και συγκίνηση.
Η άρρητη ευωδία που πλημμύρισε το κελλί της τη μεταφέρει σ’ έναν κόσμο ουράνιο και για αρκετή ώρα δεν έχει επαφή με το περιβάλλον.
Όταν συνέρχεται αρχίζει να χαράζει. Ο όρθρος έχει σημάνει, μα δεν έχει ακούσει την καμπάνα. Μαζεύει τις δυνάμεις της και ετοιμάζεται για την εκκλησία. Είναι πεπεισμένη πια ότι πρέπει να μιλήσει. Δεν αμφιβάλλει καθόλου. Η προσταγή της Παναγίας πρέπει οπωσδήποτε να εκτελεστεί. Μετά τη λειτουργία πηγαίνει στο Ηγουμενείο, με σκοπό να αναφέρει στην Ηγουμένη Μελανθία Παρασκευά την υπερκόσμια επίσκεψη που δέχτηκε στο κελλί της.
Τα μάτια της είναι υγρά, η φωνή της πάλλεται από συγκίνηση. Θέλει να μιλήσει, αλλά πως μπορεί να αναφέρει με λόγια το θαύμα που έζησε:…
Νομίζει πως η γεροντική της καρδιά θα σταματήσει, αν αποφασίσει να το πει και να ξαναζήσει αυτό το υπέροχο γεγονός.
Τελικά η υπακοή στην προσταγή της Βασίλισσας των Ουρανών νικά την ανθρώπινη αδυναμία. Αφού κάθεται, για να στηλώσει τα τρεμάμενα πόδια της, αναφέρει στην Ηγουμένη τα δυο όνειρα που είχε δει και το όραμα, λίγο πριν σημάνει ο όρθρος.
Η Ηγουμένη έκθαμβη σταυροκοπιέται με την αφήγηση της μοναχής και πιστεύει ότι πράγματι η Πελαγία δέχτηκε στο κελλί της τη χαρά των Αγγέλων. Την προτρέπει λοιπόν, αφού είναι πεπεισμένη για την αγιότητά της, να επισκεφθεί τον Επίτροπο της Μονής Στ. Καγκάδη και να του αναφέρει λεπτομερώς την επιθυμία της Παναγίας. Η Πελαγία είναι πλέον αποφασισμένη να προχωρήσει, μέχρις ότου η εντολή της Παναγίας γίνει πραγματικότητα. Δεν μπορεί πια να δυσπιστεί και να αργοπορεί. Η Κυρία των Αγγέλων επιθυμεί να φέρει ιδιαίτερη ευλογία στο νησί της Τήνου και αυτή θα διακονήσει τη δική της απόφαση.
Την επομένη μέρα, παρά την ηλικία της, πηγαίνει στο χωριό Κάρυά, όπου παραθερίζει ο Επίτροπος και του διηγείται το όραμα. Εκείνος ούτε πιστεύει στα λεγόμενά της εύκολα, ούτε όμως και απιστεί και την παροτρύνει να επισκεφθεί το Μητροπολίτη. Αυτό φαίνεται δύσκολο στη Γερόντισσα. Η απλή και ταπεινή ψυχή θεωρεί εαυτήν αδύναμη να τον επισκεφθεί. Τον επισκέπτεται όμως στο ίδιο χωριό, όπου είναι η θερινή του κατοικία. Ο Μητροπολίτης Γαβριήλ, γνωρίζοντας την ενάρετη ζωή της, δεν αμφιβάλλει καθόλου. Την καθησυχάζει λοιπόν πως ο ίδιος θα αναλάβει να κάνει ότι είναι δυνατόν προκειμένου να εκτελεστεί η προσταγή της Παναγίας.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΓΕΙΑΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ
Το θαύμα της θείας επίσκεψης και η ανεύρεση της Αγίας Εικόνας θα ζωογονούν για χρόνια τη γερόντισσα Πελαγία. Θα είναι το κέντρο της ζωής της και το σημείο αναφοράς. Θα ζει μέσα σ’ αυτό το θαύμα διαρκώς. Θα εμπνέεται και θα καθοδηγείται.
Η χαρά της ψυχής της θα γίνεται προσφορά στο Θεό. Θα αγρυπνεί, θα νηστεύει, θα προσεύχεται και θα καρτερεί το ουράνιο κάλεσμα.
Οι άγιοι μετά από την επίσκεψη που πραγματοποιεί στην ψυχή τους ο Θεός ζουν για πάντα μ’ αυτή τη νοσταλγία, τη νοσταλγία της συνάντησης. Γι αυτό τίποτα δεν μπορεί να τους αναγκάζει να ξεχνούν. Βρίσκονται διαρκώς σε εγρήγορση και νήψη.
Από κείνη την ευλογημένη μέρα του οράματος, η γερόντισσα Πελαγία ζει μεταδίδοντας τη χάρη που είχε δεχθεί. Άνθρωποι απλοί και ταπεινοί την επισκέπτονται για να πάρουν την ευχή και την ευλογία της. Τους δέχεται όλους με απλότητα και καλωσύνη. Δεν αρνείται σε κανέναν να την επισκεφθεί στο μικρό και αγιασμένο της κελλί.
Το τέλος όμως πλησιάζει. Ο Θεός την καλεί κοντά του στις 28 Απριλίου του 1834. Είναι πλέον 82 ετών.
Το αγιασμένο της σώμα οι αδελφές με πόνο και οδύνη το ενταφιάζουν στο κοιμητήρι των Αγίων Ταξιαρχών, που είναι μέσα στη Μονή.
Η πορεία της ζωής της, ταπεινή και σιωπηλή, θα μείνει ανεξίτηλη στη σκέψη των μοναχών και θα την τιμούν ως Αγία.
Όταν γίνεται η ανακομιδή, μεταφέρουν τα οστά της, για λόγους ευλαβείας, σε χώρο που βρίσκεται πίσω από την Αγία Τράπεζα του ναΐσκου που τιμάται επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί θα μείνουν για έναν περίπου αιώνα, μέχρι τον Οκτώβριο του 1949, οπότε η Ηγουμένη Ευπραξία Βασιλικού αποφασίζει την ανακαίνιση του μικρού αυτού ναού. Η προσδοκία της ψυχής της είναι βαθειά. Από την παράδοση ξέρει πως εκεί βρίσκονται τα οστά της ευλογημένης μοναχής Πελαγίας. Είναι πεπεισμένη πως ο Θεός της επιφυλλάσει τη φοβερή εμπειρία να κρατήσει στα χέρια της τη μυροβλήζουσα αγία της κάρα.
Πράγματι στις 8 Οκτωβρίου του 1949, που η εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη της Αγίας Πελαγίας η αδελφότητα ζει το γεγονός της εύρεσης της Τίμιας Κάρας της Αγίας Πελαγίας.
Το λεπτό άρωμα που απλώθηκε μέσα στο ναό, όταν οι εργάτες Μ. Αν. Καρδαμίτσης και Στ. Ν. Γιαννίτσης άνοιξαν την πέτρινη κρυπτή, που για εκατό περίπου χρόνια φιλοξενούσε την Κάρα της Αγίας Πελαγίας, τους έκανε να πιστέψουν ότι βρίσκονταν μπροστά σε ένα θαυμαστό γεγονός, που δε θα το ξεχνούσαν ποτέ.
Η γερ. Ηγουμένη πήρε στα χέρια της, σα μυριοπόθητο θησαυρό, την Κάρα της οσίας, ενώ οι καμπάνες στο Μοναστήρι άρχισαν να κτυπούν χαρούμενα.
Το Κεχροβούνι ζούσε ξανά μια σημαντική στιγμή της ιστορίας του. Από αυτή τη στιγμή η αδελφότητα θα ζει ένα διαρκές θαύμα. Οι προσκυνητές που θα περνούν από το Μοναστήρι θα προσεύχονται στο όνομά της και θα την παρακαλούν για κάθε τους πρόβλημα. Και κείνη, η πτωχή μοναχή, έχοντας βρει παρρησία στο Θεό, θα τους ανακουφίζει, θα τους προστατεύει και θα τους θεραπεύει. Τα θαύματα θα διαδέχονται το ένα το άλλο και αυτό θα είναι ένα διαρκές γεγονός στο Μοναστήρι.
Η ηγουμένη Ευπραξία Βασιλικού έχοντας την πίστη και την πεποίθηση πως η μοναχή γερόντισσα Πελαγία πρέπει επίσημα πλέον να εορτάζεται και να τιμάται από την εκκλησία μας ως Αγία εισηγείται στο σεβασμιότατο Μητροπολίτη Σύρου, Τήνου κ.λ.π. κ.κ. Δωρόθεο να αναλάβει την οποιαδήποτε διαδικασία ώστε η εκκλησία να τιμά και να εορτάζει σε συγκεκριμένη ημέρα του έτους τη Μοναχή Πελαγία ως Αγία.
Μετά από καθορισμένες διαδικασίες η σύνοδος του Πατριαρχείου με πράξη της 11ης Σεπτεμβρίου του 1970 αποφασίζει όπως η «αοίδιμος» Μοναχή Πελαγία συναριθμείται ταις Οσίαις και Αγίαις της εκκλησίας και τιμάται η μνήμη της την 23η Ιουλίου, ημέρα του οράματος.
Όλο το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο που μας δώρισε η ηγουμένη της Μονής κατά την επίσκεψη μας στις 29-8-2019, Ιερά Μονή Κεχροβουνίου τήνου, την οποία ευχαριστούμε πολύ.