2 Μαΐου 2024

www.ipy.gr

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

Μοναστήρια

Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ατάλης-Μπαλή

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΑΤΑΛΗΣ-ΜΠΑΛΗ
Γεωγραφική θέση

Η ιερά μονή Τιμίου Προδρόμου Ατάλης-Μπαλή βρίσκεται στο 30 χλμ. του καινούργιου δρόμου από το Ρέθυμνο στο Ηράκλειο και στο 49 χλμ. από το Ηράκλειο στο Ρέθυμνο αντίστοιχα, και 800 μέτρα περίπου νότια από το σημείο αυτό. Από τον νεότερο παραθαλάσσιο οικισμό Μπαλή, που κτίστηκε βορειοδυτικά του όρμου της αρχαίας Αστάλης (ή Ατάλης), ακριβώς απέναντι από τον οριοθετημένο χώρο της, απέχει τρία χιλιόμετρα νοτιοδυτικά. Από τις θέσεις αυτές προέρχονται οι δύο προ­σωνυμίες της Μονής, η οποία είναι κτισμένη στο μέσο περίπου της ανατολικής πλα­γιάς του Λόφου της Αγιάς Απακουής, απέναντι από τον Λόφο του Μπαχούμη, και είναι αφιερωμένη στον Ιωάννη τον Πρόδρομο, το Γενέσιο (24 Ιουνίου) και την Αποτομή της κεφαλής του (29 Αυγούστου).

Παλιότερα η Μονή ήταν απομονωμένη κι έφθανε κανείς σ’ αυτήν πεζοπορώντας από το Πέραμα, κέντρο της επαρχίας Μυλοποτάμου, ή από το Μελιδόνι, έδρα Δή­μου κι αργότερα Κοινότητας της περιοχής, ή από τους οικισμούς Εξάντη, Βλυχάδα, Μπαλή και περνώντας από δύσκολα μονοπάτια. Σήμερα η πρόσβαση είναι εύκολη χάρη στον καινούργιο εθνικό και στους επαρχιακούς δρόμους.

Διοικητική θέση

Όλες οι παραπάνω θέσεις, επομένως και η θέση της Μονής, ανήκαν κατά τον πρώτο αιώνα της Βενετοκρατίας (1211-1300) στην τούρμα του Μυλοποτάμου, που υπαγόταν στο Σεξτέριο του Καστέλλου (Castello), ενώ από τις αρχές του 14ου αιώ­να έως το τέλος της Βενετοκρατίας (1300-1669) ανήκαν στην καστελλανία του Μυλοποτάμου (Milopotamo), που υπαγόταν στο διαμέρισμα (Territorium) του Ρεθύμνου (Rettimo). Αυτή η διοικητική μορφή διατηρήθηκε και επί Τουρκοκρατίας (1669-1898) με ορισμένες μόνον αλλαγές, που αφορούσαν κυρίως στην καλύτερη οργάνωση του φορολογικού συστήματος. Η σημαντικότερη αλλαγή έγινε το 1879, έναν χρόνο μετά τη Σύμβαση της Χαλέπας, με την ψήφιση του Δημοτικού Νόμου και την πρώτη ουσιαστική οργάνωση των Δήμων. Στην απογραφή του 1881, η Μονή, με άλλα 18 χωριά και οικισμούς, ανήκε στον Δήμο Μελιδονίου, με πληθυσμό 2 μονα­χούς και 9 κοσμικούς. Στην απογραφή του 1900 ο πληθυσμός της Μονής ήταν 14 άνδρες (2 μοναχοί και 12 κοσμικοί) και η έδρα του Δήμου στο Καστέλλι (σημερινό Πάνορμο). Με τον νόμο 411/1901 Περί σχηματισμού των Δήμων, η Μονή, με άλλα 27 χωριά και οικισμούς, ανήκε στον Δήμο Β’ τάξεως Μελιδονίου, όπου επέστρεψε η έδρα. Με το διάταγμα του 1911 Περί Δήμων, η Μονή ανήκε στον αγροτικό Δήμο β’ τάξεως Εξάνδη μαζί με τους οικισμούς Μπαλή και Βλυχάδα, με συνολικό πληθυσμό 270 κατοίκους. Ο πληθυσμός της Μονής μειώθηκε το 1920 σε 10 άνδρες (3 μο­ναχούς και 7 κοσμικούς). Με τον νόμο του 1925 Περί αναγνωρίσεως κοινοτήτων εν τη Κρήτη, η Μονή, με άλλα 8 χωριά και οικισμούς, ανήκε στην κοινότητα Αχλαδέ. Ο πληθυσμός της Μονής μειώθηκε το 1928 σε 9 (3 μοναχούς και 6 κοσμικούς) και το 1940 σε 1 μοναχό. Ο τελευταίος ιερομόναχος Παρθένιος Καλυβιανάκης πέθανε κα­τά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής.

Έκτοτε, η Μονή έμεινε έρημη, με αποτέλεσμα να ερειπωθεί. Το 1983 εγκαταστάθη­κε στον χώρο της ο αρχιμ. Άνθιμος Συριανός με νέα αδελφότητα και άρχισε τη νεό­τερη αναστήλωσή της. Στην απογραφή του 1991, η Μονή, μαζί με το χωριό Εξάντης και τους οικισμούς Βλυχάδα και Μπαλή, ανήκε στην Κοινότητα Μελιδονίου. Από την 1 Ιανουάριου 1999 η Μονή υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Γεροποτάμου που συγκροτήθηκε από τους οτα Αλφάς, Αγγελιανών, Μαργαριτών, Ορθέ, Καλανδαρέ, Πασαλιτών, Μελισσουργακίου, Χουμερίου, Αγίου Μάμαντος, Πανόρμου, Ρουμελί (ή), Περάματος, Μελιδονίου, Αχλαδέ, Σκεπαστής και Σισών με έδρα το Πέραμα.

Μοναστικές μνήμες

Η εγγύτερη και η ευρύτερη περιοχή της Μονής είναι γεμάτη από μοναστικές μνή­μες που συνθέτουν την εικόνα ενός τόπου με ιδιαίτερη λατρευτική σημασία. Το επιβεβαιώνουν τα τοπωνύμια και οι παραδόσεις που διασώζονται και απηχούν την ιερότητά του. Η Αγια Απακού (= Επακούουσα) ή Αγια Απακουή, όπως ονομάζεται μέχρι σήμερα ο λόφος όπου είναι κτισμένη η Μονή (και όχι Αγία Υπακοή), υποδη­λώνει προφανώς λησμονημένο ναό της Παναγίας της Επακούουσας(;), της Γοργοεπηκόου. Τα ερειπωμένα θεμέλιά του σώζονται στην κορυφή του λόφου. Στο πιο ψη­λό σημείο της βόρειας πλευράς του και σε μικρή απόσταση από τον πύργο που έχτι­σαν οι Τούρκοι κατά τον Σεπτέμβρη του 1868 για τον έλεγχο της θαλάσσιας περιο­χής, στη θέση Αη-Λιάς διακρίνονται και τα ερείπια εξωκλησίου του ομώνυμου Προ­φήτη. Ο απέναντι λόφος τον Μπαχούμη παραπέμπει στο μοναστικό όνομα Παχώμιος, γνωστό και από την παλαιότερη σωζόμενη επιγραφή της Μονής, στην τοξωτή είσοδο του διαβατικού της: «αχλε.αρχη σοφίας φοβος κυρίου, μνηςθητι κύριε του δουλου σου παχωμιου ιερομοναχου», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δύο Παχώμιοι ταυτίζονται. Η παράδοση θέλει τον πρώτο Παχώμιο ασκητή. Λέγεται, μάλιστα, ότι διέμενε αρχικά στον σπήλιο τ’Ασκηντή, που βρίσκεται στον ίδιο λόφο, κι ύστερα μαζί με άλλους συνασκητές του ίδρυσαν τη μονή Ιωάννου του Προδρό­μου! Ο ιερομόναχος Παχώμιος ήταν σίγουρα μεταγενέστερος.

Πάντως, όπως και να έχουν τα πράγματα, οι μνήμες αυτές οδήγησαν τους πρώ­τους μοναχούς να ιδρύσουν και να οργανώσουν τη Μονή σ’ αυτήν την εντυπωσιακή θέση, που έχει απέραντη θέα προς το Κρητικό Πέλαγος, χωρίς να μπορεί να την εντοπίσει κανείς εύκολα από τη θάλασσα. Έτσι έμενε αθέατη και απρόσβλητη από τους πειρατές. Αθέατη ήταν, όμως, και από τους επισκέπτες και προσκυνητές, οι οποίοι έπρεπε να πλησιάσουν στη θέση της για να έχουν μια σαφή εικόνα του χώ­ρου. Η Μονή προστατευόταν από τους γύρω μικρούς ορεινούς όγκους, τους βορει­οδυτικούς πρόποδες των Ταλαίων Ορέων, γνωστών σήμερα με την ονομασία Κουλούκουνας ή Κουλούκονας (1070 ψμ.), με αραιή αλλά ποικίλη βλάστηση. Ανοικτός ήταν και παραμένει μόνον ο βορειοανατολικός ορίζοντας, μάλιστα όσο μπορούν να απολαύσουν τα μάτια του ανθρώπου από το ατέλειωτο Κρητικό Πέλαγος.

Παλαιότεροι κτήτορες και Νεότεροι αναστηλωτές

Οι πρώτοι κτήτορες γνώριζαν τη μοναστηριακή αρχιτεκτονική και δεν παρέκκλιναν από τις βασικές αρχές της. Ορισμένες ιδιαιτερότητες του μοναστηριακού συ­γκροτήματος, το παραλληλόγραμμο σχήμα του και η θέση του Καθολικού εκτός του αύλειου χώρου και σε διαφορετικό επίπεδο, οφείλονται στην κλίση του εδάφους και στις ειδικές συνθήκες της εποχής που επέβαλαν την οχύρωσή του. Η αρχιτεκτονική αυτή διατηρήθηκε σε όλες τις επεμβάσεις και τις προσθήκες που έγιναν εξαιτίας των φθορών και των καταστροφών που υπέστησαν τα κτήρια από την περίοδο της Τουρκοκρατίας έως την ερήμωση και την ερείπωση της Μονής.

Οι νεότεροι αναστηλωτές, σεβόμενοι την ιερότητα του τόπου, την παράδοση και την ιστορία της Μονής, καθάρισαν τους χώρους της από τους σωρούς των ερει­πίων, οριοθέτησαν και περιέφραξαν τη μικρή έκτασή της, διέσωσαν πολλά αρχιτε­κτονικά στοιχεία από την πρώτη κτίση, προχώρησαν σε μια υποδειγματική αναστήλωση, με τη συνδρομή της 13ης Εφορίας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιο­τήτων, δημιούργησαν κήπους σε διαφορετικά επίπεδα, φύτεψαν πολλά άνθη και δέ­ντρα και της έδωσαν νέα πνοή.

Η Μονή λειτουργεί σήμερα, όπως άλλωστε και παλαιότερα, ως κοινόβιο, υπό την προστασία του Αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχη. Το παρεκκλήσι του, ακριβώς απέναντι από την κοινή Τράπεζα, είναι ένα από τα σημαντικά έργα που έχει επιτελέσει ο νέος ηγούμενος αρχιμ. Παρθένιος Καλυβιανάκης.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Η ιστορία της μονής Τιμίου Προδρόμου Ατάλης-Μπαλή συνθέτει την πορεία της και δημιουργεί το δικό της ταπεινό μεγαλείο. Αρχίζει από την ίδρυσή της, περνά από τη φάση της ακμής, την περίοδο της παρακμής και φθάνει έως την αναστήλωση και τη σύγχρονη παρουσία της.

Περίοδος Βενετοκρατίας και η πρώτη γνωστή μαρτυρία

Η χρονολογία ίδρυσης παραμένει άγνωστη. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι η Μονή υπήρχε από την περίοδο της Βενετοκρατίας. Η πρώτη γνωστή γραπτή μαρτυρία της ιστορίας της προέρχεται από ένα νοταριακό έγγραφο μίσθωσης κτημάτων με ημε­ρομηνία 6-7-1628. Ο ευγενής Κρητικός Μάρκος Σοφιανός νοικιάζει στον Νικολό Αχέλη την περιουσία του, καθώς και όλα τα δικαιώματά του, στο χωριό Μελιδόνι και Αγιά, χωρίς να εξαιρείται κανένα εκτός από το μοναστήρι του Άϊ Γιάννη του Αττάλη. Η εξαίρεση αυτή εντάσσεται πιθανότατα στο πλαίσιο της απόφασης των Βενετών να βελτιώσουν τις σχέσεις τους με τους Ορθοδόξους Κρητικούς, προκειμένου να τους προσεταιρισθούν και να ενισχύσουν την άμυνά τους, έναντι της επερχόμενης τουρκικής απειλής. Εξάλλου η θέση της Μονής κοντά στον όρμο Αστάλης, εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας εκείνη την περίοδο, ενδιέφερε ιδιαίτερα τους Βενετούς. Απαλλαγμένη η Μονή από οποιεσδήποτε οικονομικές ή άλλες υποχρεώσεις θα μπορούσε να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί σ’ ένα μεγάλο, καλά οργανωμένο και οχυρωμένο μοναστήρι. Αυτό άρχισε να πραγματοποιείται από το 1635, όπως φαί­νεται από τα σημερινά αρχιτεκτονικά δεδομένα και τις χρονολογικές μαρτυρίες που διασώθηκαν.

Ο πρώτος πυρήνας του κτηριακού συγκροτήματος

Μέχρι το 1635 υπήρχε ο αρχικός ναΐσκος (Γενέσιο Τιμίου Προδρόμου, 24 Ιουνί­ου) με ελάχιστα χαμηλά κελλιά στα δυτικά του, ασφαλώς σ’ έναν πολύ μικρότερο χώρο, προσφερόμενο πάντως για την ίδρυση ενός εντυπωσιακού αρχιτεκτονικά και λειτουργικά κτηριακού συνόλου. Ο αρχικός ναΐσκος, στη θέση του βορειοανατολι­κού κλιτούς του σημερινού ναού, προϋπήρχε της Μονής και δεν αποκλείεται η πρώ­τη κτίση του να φθάνει ως και την Υστεροβυζαντινή περίοδο. Ο Μιχ. Μ. Παπαδάκης κατέγραψε παλιά παράδοση σύμφωνα με την οποία όταν ήλθε ο ανακαινιστής Παχώμιος στον χώρο αυτόν βρήκε μικρό εκκλησάκι βυζαντινό τοιχογραφημένο στη θέση του σημερινού ναού και ότι από το παλαιό εκκλησάκι παρέμεινε η μικρή βορει­νή είσοδος με το υπέρθυρόν της και στο εσωτερικό του διασώθηκε μόλις διακρινόμενη τοιχογραφία της Θεομήτορος με το Θείο Βρέφος.

Τα ίχνη τοιχογραφιών που υπάρχουν στο βόρειο κλίτος του Καθολικού -στο Ιερό Βήμα και στη βόρεια πλευρά του ανατολικού πεσσούεπιβεβαιώνουν την παράδο­ση αυτήν, αλλά δεν δίνουν πειστική απάντηση στη χρονολόγησή τους. Έστω όμως κι αν ανήκουν στον 14ο αιώνα, όπως έσπευσαν να αποφανθούν ορισμένοι ειδικοί, η χρονολογία αυτή δεν μπορεί να συνδεθεί με την ίδρυση της Μονής, αφού ο μικρός ναός προϋπήρχε.

Ο πρώτος πυρήνας του κτηριακού συγκροτήματος δεν φαίνεται να χρονολογείται πριν από το τέλος του 16ου αιώνα.

Ακμή της Μονής

Η φάση ακμής της Μονής αρχίζει το 1635, κατά την περίοδο της μοναστικής και μοναστηριακής άνθισης στην Κρήτη. Τότε έγινε ριζική ανακαίνιση και οργάνωση του χώρου. Η αύξηση των μοναχών, ο πολλαπλασιασμός των αναγκών τους και η ανάγκη φρούρησης επέβαλαν τη δημιουργία ενός μεγάλου, καλά οργανωμένου και οχυρωμένου μοναστηριακού συγκροτήματος. Έτσι οικοδομήθηκε το μεγαλοπρεπές διαβατικό και ο πυλώνας της Μονής, κτίστηκε το μεγάλο συγκρότημα κατά μήκος της κεντρικής μακρόστενης αυλής, το ελαιοτριβείο, το τυροκομείο, η κρήνη και ο νε­ρόμυλος. Παράλληλα διπλασιάστηκε το καθολικό, με την προέκτασή του προς τα δυτικά. Τρία χρόνια μετά, το 1638, προστέθηκε νέος όροφος στα παλαιά χαμηλά κελλιά του μικρότερου (αρχικού) κτηριακού συγκροτήματος, δυτικά του καθολι­κού, γιατί αυξήθηκαν οι ανάγκες των μοναχών. Πιθανότατα το 1640 ολοκληρώθηκε και η Τράπεζα, όπως δείχνουν οι τοιχογραφίες που διασώθηκαν.

Τρεις σημαντικές χρονολογίες

Οι παραπάνω χρονολογίες είναι οι μοναδικές που διασώθηκαν από την περίοδο της Βενετοκρατίας. Οριοθετούν την ολοκλήρωση των βασικών κτηριακών υποδο­μών και σηματοδοτούν τη μεγάλη εποχή της Μονής. Η πρώτη σώζεται στον κεντρι­κό πυλώνα, την κύρια είσοδο της Μονής, με την επιγραφή:

Ο ιερομόναχος Παχώμιος έφερε το όνομα του ασκητή Παχωμίου, που η παράδο­ση τον θέλει ιδρυτή ή συνιδρυτή της Μονής. Και εκείνος ήταν πολύ δραστήριος και συνέδεσε το όνομά του με τα σπουδαία ανακαινιστικά έργα των τελευταίων χρόνων της Βενετοκρατίας. Ο Θανάσης Παλιούρας τον αναφέρει ως ηγούμενο της Μονής και τον ταυτίζει με τον Παχώμιο Καφάτο που υπηρετούσε το 1624 ως ιερομόναχος στον σημερινό κοιμητηριακό ναό της Θεοτόκου στη θέση Βατές Μελισσουργακίου Μυλοποτάμου και μνημονεύεται στην επιγραφή του υπερθύρου του:

Μνήσθητι Κύριε του Δούλου Σου Παχωμίου Ιερομόναχου του Καφάτου αχκδ. Ο G. Gerola αποτύπωσε και αυτήν την επιγραφή.

Ο ναός της Θεοτόκου (15 Αυγούστου) ήταν καθολικό ομώνυμης Μονής, στην οποία έγιναν την ίδια περίοδο σημαντικές ανακαινιστικές εργασίες. Το γεγονός αυ­τό καθιστά ανίσχυρη την ταύτιση. Η αναφορά ομώνυμης Μονής σε βενετσιάνικο έγ­γραφο με ημερομηνία 21 Οκτωβρίου 1573 αφορά μάλλον τη μονή της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου) κοντά στις Μέλαμπες Αγίου Βασιλείου, μετόχι αργότερα της μονής Ασωμάτων Αμαρίου.

Η τρίτη χρονολογία αχμ’ (1640) δεν σώζεται* τη διέκρινε όμως ο Μιχ. Μ. Παπαδάκης, όταν επισκέφτηκε τη Μονή το 1941, στην τοιχογραφημένη βόρεια πλευρά της Τράπεζας, κοντά στη τοιχογραφία του Δαβίδ.

Αρχιτεκτονική μορφή

Μετά την ολοκλήρωση των έργων ριζικής ανακαίνισης, η Μονή πήρε την οριστική αρχιτεκτονική μορφή και οργάνωση που έχει μέχρι σήμερα. Έγινε μία Μονή φρου- ριακού τύπου παραλληλόγραμμου σχήματος. Η κλίση του εδάφους δεν επέτρεπε να αναπτυχθεί και εξελιχθεί το κτηριακό συγκρότημα γύρω από το Καθολικό. Έτσι κτίστηκε αναγκαστικά νοτιοδυτικά και ψηλότερα αφήνοντας το Καθολικό στη βο­ρειοανατολική γωνία, απ’ έξω. Φρόντισαν όμως οι κτήτορες με δευτερεύουσα θύρα εξόδου και σκάλα να επικοινωνούν άμεσα με τον ναό, αλλά και με την εξωτερική θύρα, που βρίσκεται στην άκρη της ανατολικής πτέρυγας των κελλιών, κοντά στην αυλή. Ο πληθυσμός της Μονής φαίνεται πως αυξήθηκε εκείνη την περίοδο. Ο τελι­κός αριθμός των κελλιών και το μέγεθος της Τράπεζας δείχνουν πως πρέπει να διέ­μεναν τότε σ’ αυτήν 10 μέχρι 20 μοναχοί.

Περίοδος Τουρκοκρατίας

Οργανωμένη τέλεια η Μονή έγινε δυνατή, επιβίωσε κατά την περίοδο της Τουρκο­κρατίας (1646/1669-1898) και συνέχισε τη δημιουργική πορεία της μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε οι διάδοχοι ηγούμενοι, ιερομόναχοι και μοναχοί, πρόσθεσαν ο κα­θένας τον δικό του «λίθο», μικρό ή μεγάλο.

Οι Τούρκοι, ύστερα από την κατάκτηση του Ρεθύμνου (1646), προχώρησαν στο ανατολικό διαμέρισμα και έφθασαν στο Μυλοπόταμο. Η κατάληψη της ευρύτερης πε­ριοχής της μονής του Τιμίου Προδρόμου έγινε ως τα τέλη του ίδιου χρόνου. Στο εξής, και σε όλη τη διάρκεια της πολυετούς πολιορκίας του Χάνδακα (1646-1669), ο όρμος της Ατάλης (Αστάλης) έγινε πολλές φορές πεδίο πολεμικών συγκρούσεων. Ο έλεγχος αυτής της σημαντικής στρατηγικής θέσης υπήρξε κύριο μέλημα των εμπολέμων.

Οι Κρητικοί επαναστάτες χρησιμοποίησαν τον όρμο για πολεμικούς σκοπούς και μετά την οριστική κατάκτηση της Κρήτης. Γι’ αυτό η επιτήρησή του από τους Τούρ­κους έγινε αυστηρότερη μετά την πολιορκία του Χάνδακα. Ο Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής στον Κρητικό Πόλεμο (1645-1669) είναι εξόχως περιγραφικός και απο­καλυπτικός, όπως αναφέρεται στην ιστορική παρουσίαση της ευρύτερης περιοχής.

Τα γεγονότα αυτά δείχνουν πως η μονή του Τιμίου Προδρόμου βρέθηκε από την πρώτη στιγμή της κατάκτησης της Κρήτης και σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρα­τίας στη δίνη των επαναστάσεων. Δυστυχώς, όμως, οι πηγές σιωπούν και έτσι δεν γνωρίζουμε ποιές ήταν οι άμεσες συνέπειες για τη Μονή κατά την πρώτη φάση της τουρκικής κατάκτησης. Θεωρείται πάντως απίθανο να μην έγιναν καταστροφές ή λεηλασίες κατά το διάστημα 1646-1669. Εξάλλου οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν τα ερημικά μοναστήρια ως τόπο στρατοπέδευσης ή ως φυλάκια και έδειχναν έντονη δραστηριότητα στην εγγύτερη και ευρύτερη περιοχή τους.

Περίοδος σιωπής

Δυστυχώς, οι πηγές σιωπούν. Το ιστορικό κενό καλύπτει σχεδόν έναν αιώνα (1669-1761), εάν εξαιρέσουμε την παραπάνω χρονολογία και μια απλή αναφορά στη Μονή -Μπαλ Μοναστήρι- από τον Άγγλο περιηγητή Richard Pococke το 1739, στοιχεία που επιβεβαιώνουν απλώς τη λειτουργία της. Η αναφορά του R. Pococke είναι η πρώτη γνωστή μαρτυρία της δεύτερης προσωνυμίας της Μονής Μπαλή.

Νέα περίοδος ακμής

Οι πληροφορίες για την ιστορία της Μονής αρχίζουν και πάλι να πυκνώνουν από το 1761. Από τότε παρατηρείται εντονότερη δραστηριότητα στον χώρο της. Κτίζε­ται η μακρινή κρήνη και αφιερώνονται φορητές εικόνες, βιβλία και ιερά σκεύη. Ο σύγχρονος του επισκόπου Παρθενίου αγιογράφος Εμμανουήλ, ιερέας, υπογράφει δύο από τις παλαιότερες φορητές εικόνες της Μονής, το 1761 και 1763 αντίστοιχα. Στην πρώτη Επί Σοι Χαίρει (1,06×0,78), όπου η ένθρονη Θεοτόκος κρατεί στα γόνα­τά της τον Χριστό και περιστοιχίζεται από χορούς αγγέλων, αγίων, προφητών και μαρτύρων, υπάρχει η επιγραφή: Μνήσθητι Κύριε του δούλου σου Γερβασίου ιερο­μόναχου αψξα’ (1761). Χειρ Εμμανουήλ. Στη δεύτερη Το Γενέθλίον(Γενέσιον) του Τιμίου Προδρόμου (0,98×0,97) υπάρχει η επιγραφή: Μνήσθητι Κύριε του δούλου σου Εμμανουήλ Μεταξά, αψξγ (1763). Χειρ Εμμανουήλ. Ο αφιερωτής Εμμανουήλ Μεταξάς ήταν προφανώς στενός συγγενής του ιερομονάχου Γερβασίου, ίσως ο πα­τέρας του.

Ο ίδιος αγιογράφος υπογράφει άλλες δύο φορητές εικόνες στον Άγιο Κωνσταντί­νο Ρεθύμνου και μία στη μονή Προφήτη Ηλία Ρουστίκων, τα έτη 1731-1732 και 1753 αντίστοιχα. Η τεχνική του δεν φαίνεται να απομακρύνεται πολύ από τα βυζαντινά πρότυπα.

Ο ιερομόναχος Γερβάσιος (Μεταξάκης) διέμεινε στη Μονή τουλάχιστον 35 χρό­νια (1761-1795). Το όνομά του, εκτός από τη φορητή εικόνα Επί Σοι Χαίρει, διασώ­θηκε σε έναν περίτεχνο ξυλόγλυπτο, χρυσόδετο σταυρό Ευλογίας και Αγιασμού, που φέρει την επιγραφή: Μνήσθητι Κύριε του δούλου σου Γερβασίου ιερομονάχου. Άγιο Μοναστήρι Ατάλι αψπδ’ (1784), και σ’ ένα Ευαγγέλιο, έκδοσης Βενετίας, «πα­ρά Δημητρίω Θεοδοσίου του εξ Ιωαννίνων» του έτους αψπέ (= 1785), το οποίο φέ­ρει καλαίσθητη στάχωση με ασημένιο κάλυμμα. Στην πρόσθια όψη απεικονίζεται, επάνω, η Σταύρωση και, κάτω, η Κοίμηση της Θεοτόκου. Κάτω από την Κοίμηση σημειώνεται κεφαλογράμματη επιγραφή με τα στοιχεία του αφιερωτή ιερομονάχου Γερβασίου Μεταξάκη, προσκυνητή του Παναγίου Τάφου και η χρονολογία 7 Μαΐου 1795:

ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΚΥΡΙΕ ΤΟΥ ΔΟΥΔΟΥ ΣΟΥ ΓΕΡΒΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥ π.. Φ../ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΑΚΗ. 1795 ΜΑΓΙΟΥ 7.

ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ

To Καθολικό της Μονής βρίσκεται βορειοανατολικά του κτηριακού συγκροτήμα­τος, έξω από αυτό και σε χαμηλότερο επίπεδο, όπως επιβάλλει η κλίση του εδάφους. Έτσι δημιουργείται ένας σπάνιος τύπος μοναστηριού, που έχει τον κύριο ναό έξω από τον περίβολό του. Η αρχιτεκτονική μορφή του ανήκει στον πιο συνηθισμένο τύπο των ναών της Κρήτης. Είναι δίκλιτος. Τα κλίτη επικοινωνούν μεταξύ τους με μεγάλα τοξωτά ανοίγματα, που ακολουθούν τον κατά μήκος άξονα του ναού. Χα­μηλό επίσης τοξωτό άνοιγμα επιτρέπει την επικοινωνία των δύο χώρων του Ιερού Βήματος, όπου υπάρχουν δύο Άγιες Τράπεζες και μία Αγία Πρόθεση στο βόρειο κλίτος. Ανατολικά, οι δύο αψίδες είναι ημικυκλικές και διαθέτουν από ένα μικρό διακοσμητικό κυκλικό φεγγίτη. Στο δάπεδο των δύο κλιτών φαίνονται, μέχρι σήμε­ρα, δύο τάφοι (ίσως παλαιών ηγουμένων).

Το 1983 -στο πλαίσιο της γενικής αναστήλωσης της Μονής- επί μακαριστού μητροπολίτου Τίτου Συλλιγαρδάκη αντικαταστάθηκε το ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1837, που είχε υποστεί μεγάλες φθορές, και στη θέση του τοποθετήθηκε ανάγλυφο τσιμεντένιο. Το συνολικό εμβαδόν της κάτοψης είναι (12,40×7,25) 90 τ.μ. Τα δύο κλίτη είναι αφιερωμένα στον ίδιο μάρτυρα-προφήτη, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, το βόρειο (παλαιότερο) κλίτος στο Γενέσιο του (24 Ιουνίου) και το νότιο (νεότερο) στην Αποτομή (29 Αυγούστου ).

Ο ναός παρουσιάζει δύο κτηριακές φάσεις, όπως φαίνεται καλύτερα από τα άνισα ύψη της δίρριχτης κεραμοσκέπαστης στέγης. Στην αρχή κτίστηκε μικρός και χα­μηλός, στη θέση του βορειοανατολικού κλιτούς. Ο ναός αυτός ήταν κατάγραφος, όπως δείχνουν τα ίχνη των τοιχογραφιών που διασώθηκαν στον ανατολικό πεσσό και στο Ιερό Βήμα. Αργότερα διπλασιάστηκε προς τα νότια και δυτικά και υψώθηκε η στέγη σε σύγκριση με τον αρχικό ναΐσκο. Τότε διακοσμήθηκε με πλούσιο ανάγλυ­φο διάκοσμο η μνημειώδης πρόσοψη, που βρίσκεται στα νότια, ένα εξαιρετικά σπά­νιο και πρωτότυπο αρχιτεκτονικό σύνολο, με εντυπωσιακή ακρίβεια στη συμμετρικότητα των μελών του. Στο εξής ο ναός διατηρεί την είσοδο της πρόσοψης ως κύρια και τη μικρή είσοδο στον βόρειο τοίχο ως δευτερεύουσα. Δεξιά και αριστερά της μνημειώδους εισόδου υπάρχουν δύο παράθυρα.

Κατά την πρώτη φάση της γενικής αναστήλωσης της Μονής ανακαλύφθηκαν και αρκετοί τάφοι, στην άκρη του δυτικού τοίχου της αυλής του καθολικού, σε δύο σει­ρές. Ο Θ. Παλιούρας υπέθεσε πως εκεί πρέπει να ήταν αρχικά το κοιμητήριο των μοναχών. Τάφοι υπήρχαν και στη βόρεια αυλή του Καθολικού.

ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Στον χώρο της Μονής μέχρι το 1635 υπήρχε μόνο ο αρχικός πυρήνας της. Από το 1635 έως το 1640 έγινε η πρώτη ριζική ανακαίνιση και οργάνωσή της. Ακολούθησαν μόνον ορισμένες διορθωτικές επεμβάσεις που δεν αλλοίωσαν την αρχική αρχιτε­κτονική φυσιογνωμία της. Η φυσιογνωμία αυτή διασώθηκε και κατά την πρόσφατη αναστήλωση της.

Η αναστήλωση, ως όρος, με την έννοια της αποκατάστασης της αρχικής μορφής ερειπωμένου κτηρίου, με την ανασυγκρότηση ή την επαναδιάταξη των αρχιτεκτονι­κών μελών που έχουν περισωθεί από αυτό και την ενδεχόμενη προσθήκη νέων, είναι σαφώς δοκιμότερος στην περίπτωση της μονής του Τιμίου Προδρόμου, από τον όρο ανακαίνιση, με την έννοια της παρέμβασης, με επισκευές, βελτιώσεις, επιδιορ­θώσεις κ.λπ., σε παλιό κτήριο, ώστε να αποκτήσει νέα μορφή.

Η θέση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι το κτηριακό συγκρότημα της Μο­νής είναι από τα λίγα μνημεία της βενετοκρατούμενης Κρήτης που διασώζει πολλά αρχιτεκτονικά στοιχεία της πρώτης κτίσης. Η γρήγορη και ξαφνική εγκατάλειψή της συνετέλεσε ώστε να αποφύγει “ανακαινίσεις” σαν αυτές που δέχθηκαν άλλες Μονές της Κρήτης, αλλά και του Ελλαδικού χώρου, κι έτσι να διατηρήσει την πα­λαιά της φυσιογνωμία και τα πλούσια και καλαίσθητα αρχιτεκτονικά στοιχεία της, ως μία Μονή φρουριακού τύπου, ακόμη και μετά την αναστήλωση της. Εξάλλου κύ­ριο χαρακτηριστικό της προσπάθειας που γίνεται την τελευταία 20ετία (1981-2001) για τη διάσωσή της είναι η αποκατάσταση του μοναστηριακού συγκροτήματος στην αρχική μορφή του.

Ύστερα από τον καθαρισμό του χώρου και την πρώτη στερέωση του σκελετωμέ­νου μνημείου, στα μέσα Απριλίου 1983 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Μονή νέοι Μο­ναχοί, οι οποίοι ανέλαβαν το επίπονο έργο της αναστήλωσης της. Ο αρχιμανδρίτης π. Άνθιμος Συριανός, θεολόγος, τέθηκε επικεφαλής αυτής της θεάρεστης προσπάθειας. Την 1η Μαΐου 1983 ανέλαβε καθήκοντα ηγουμένου. Η επίσημη τελετή εγκατάστασής του έγινε στις 24 Ιουνίου 1983, εορτή του Γενεσίου του Τιμίου Προδρόμου. Ο μακαριστός μητροπολίτης Τί­τος Συλλιγαρδάκης τέλεσε τότε στο Καθολικό της Μονής αρχιερατική θεία λειτουρ­γία, κατά την οποία προχείρισε και εγκατέστησε ηγούμενο τον Αρχιμ. π. Άνθιμο Συ­ριανό και χειροτόνησε ιερομόναχο τον π. Νήφωνα Τσαβαρή. Λίγο πιο πριν είχε καρεί μοναχός (12 Μαΐου) και είχε χειροτονηθεί διάκονος (21 Μαίου) ο π. Μύρων Καλαϊτζής. Η ήμερα αυτή υπήρξε σημαντικός σταθμός για τη σύγχρονη πορεία και παρουσία της Μονής.

Η νέα αδελφότητα, σεβόμενη τη μοναστική παράδοση, επέλεξε τον κοινοβιακό τρόπο ζωής. Ο νέος ηγούμενος επιδόθηκε αμέσως, με περίσσια αγάπη, στο δημιουρ­γικό έργο. Έδωσε προτεραιότητα στη διάνοιξη και κατασκευή του δρόμου, στην ύδρευση και άρδευση του χώρου και στην ηλεκτροδότηση του μοναστηριακού συ­γκροτήματος. Έπειτα διέθεσε όλες του τις δυνάμεις στην αναστήλωση και ανασυ­γκρότηση της Μονής. Το αποτέλεσμα το βλέπουν σήμερα οι προσκυνητές και οι επι­σκέπτες στον χώρο και θαυμάζουν την προσπάθειά του, την οποία συνεχίζει από τις 24 Ιουνίου 1996, με τον ίδιο ζήλο, ο νέος, ευσεβής, μορφωμένος και δραστήριος διά­δοχός του αρχιμ. π. Παρθένιος Καλυβιανάκης.

Οι νεότεροι αναστηλωτές προχώρησαν με τον ίδιο ζήλο και στον ευπρεπισμό των ναών που υπάρχουν στα Μετόχια της Μονής. Έτσι, δημιούργησαν τις προϋποθέ­σεις, ώστε η Μονή να ανοίξει και πάλι την αγκαλιά της σε όλους τους ανθρώπους, να συνεχίσει την πορεία της με νέα πνοή και να κάνει τη σύγχρονη παρουσία της ακόμη πιο δυναμική και αποτελεσματική.

ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Η πρώτη γνωστή ονομασία της Μονής είναι: Μοναστήρι του Αϊ Γιάννη του Αττάλη, που απαντά σε νοταριακό έγγραφο μίσθωσης κτημάτων το 1628. Ακολουθούν άλλες ονομασίες: Άγιο Μοναστήρι Ατάλι ή Μοναστήρι Ατάλη, γνωστές από σωζόμενες επιγραφές του 18ου αιώνα. Πρώτη φορά, το 1739 ο Άγγλος περιηγητής R. Pococke τη μνημονεύει ως Vai (Μπαλ) Μοναστήρι. Σε επιγραφές του 19ου αιώνα μνημονεύεται ως το παλιό Μοναστήρι του Μπαλή, Μοναστήρι Παναγίας Μπαλή και Ιερά Μονή Μπαλή. Οι ονομασίες αυτές απαντούν και στις γραπτές πηγές που αφορούν στην ιστορία της Μονής.

Η τελευταία ονομασία προέρχεται από την επιγραφή της καμπάνας της Μονής (1884), αλλά και την επιγραφή στην περιφέρεια της σωζόμενης παλαιάς -πιθανότα­τα του 19ου αιώνα- ορειχάλκινης στρογγυλής σφραγίδας της, που αποτελείται από τρεις λέξεις: ιερά μονήμπαλη. Πρόκειται για την επίσημη ονομασία της Μονής σε όλη τη διάρκεια του 19ου και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Με το όνομα αυτό έμεινε γνωστή στη νεότερη Κρητική ιστορία, τη μοναστηριακή παράδοση και την το­πική διάλεκτο, που θέλει το Μοναστήρι να είναι αρχικά της Αστάλης, όσο η αρχαία πόλη ακούγεται, κι ύστερα του Μπαλή, όταν ο ομώνυμος όρμος μετονομάζεται και παίρνει τη θέση της, να είναι δηλαδή δικό τους, να τους ανήκει, αφού υπάρχει στην περιφέρειά τους.

Οι νέοι αναστηλωτές, εκτός από την αρχική αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της Μο­νής, διατήρησαν και διέσωσαν και τη διπλή προσωνυμία της, όπως τη θέλει η παρά­δοση. Γι’ αυτό η νέα επίσημη ονομασία της είναι:

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΑΡΟΜΟΥ ΑΤΑΑΗΣ-ΜΠΑΑΗ

Όλοι συμφωνούν ότι οι δυο προσωνυμίες προέρχονται από τις θέσεις της αρχαί­ας Αστάλης (Ατάλης) και του όρμου Μπαλή που ταυτίζονται γεωγραφικά. Όλοι, επίσης, συμφωνούν ότι Ατάλη (Atali) ονόμαζαν οι Βενετοί την Αστάλη και τον όρμο της Reduto di Atali. Έτσι τον σημειώνουν και στους χάρτες τους.

Όμως, όσοι μελετούν τα τοπωνύμια διαφωνούν ως προς την προέλευση της νεό­τερης προσωνυμίας. Έχουν διατυπωθεί δύο εκδοχές. Η μία υποστηρίζει ότι η προ­σωνυμία Μπαλή προέρχεται από το οικογενειακό όνομα (επώνυμο) Μπαλής που απαντά με διάφορους τύπους και στην Κρήτη. Η άλλη επιμένει ότι η προσωνυμία προέρχεται από την τουρκική λέξη bal > balli που σημαίνει μέλι > μελωμένος και κατ’ επέκταση τόπος που παράγει μέλι, μελότοπος, αφού στην περιοχή της Μονής παράγεται μέλι.

Συνήθως οι επίσημες ονομασίες των Μονών της Κρήτης προέρχονται:

α. από ονόματα αγίων, π.χ. Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος.

β. από υμνογραφικές προσωνυμίες, π.χ. I. Μ. Ζωοδόχου Πηγής.

γ. από εικονογραφικές προσωνυμίες, π.χ. I. Μ. Οδηγήτριας.

δ. από λαϊκές προσωνυμίες, π.χ. I. Μ. Φανερωμένης.

ε. από τοπωνύμια, π.χ. I. Μ. Χαλέπας. (I. Μ. Τιμίου Προδρόμου Ατάλης – Μπα­λή;).

στ. από το όνομα του μοναχού που έκτισε το πρώτο οικοδόμημα, συνήθως τον ναό, της Μονής, π.χ. I. Μ. Αρκαδίου (Αρκάδιος – Αρκάδι).

ζ. από οικογενειακό όνομα (επώνυμο) του ιδρυτή ή ανακαινιστή ή αφιερωτή, π.χ. I. Μ. Πρέβελη (του Πρέβελη).

η. Οι τουρκικές ονομασίες, που απαντούν σε έγγραφα της Οθωμανικής περιόδου, λησμονήθηκαν, εκτός της I. Μ. Παναγίας Ακρωτηριανής, η οποία είναι γνωστή και ως I. Μ. Τοπλού, επειδή είχε πυροβόλο (τομπλ) για την άμυνα κατά των πειρατών.

Η πρώτη εκδοχή για την ονομασία της Μονής θα μπορούσε να υπαχθεί στην έβδο­μη περίπτωση, εφόσον η προσωνυμία προέρχεται από το οικογενειακό όνομα (επώ­νυμο) Μπαλής. Δεν φαίνεται όμως πιθανή, γιατί δεν έχει συνδεθεί το επώνυμο με κάποιον ιδρυτή, ανακαινιστή, αφιερωτή κ.λπ., τουλάχιστο μέχρι σήμερα. Κι έπειτα είναι πλέον βέβαιο ότι πριν από την προσωνυμία Μπαλή υπήρχε και η προσωνυμία της Ατάλης. Γι’ αυτό οι προσωνυμίες εδώ λειτουργούν ως τοπωνύμια, στην κοινή επικράτεια των οποίων βρίσκεται η Μονή.

Η δεύτερη εκδοχή αναιρείται με όσα αναφέρονται στην όγδοη περίπτωση. Τουρκι­κές ονομασίες Μονών δεν διατηρήθηκαν στον γραπτό ελληνικό λόγο, ούτε επεκρά- τησαν στην προφορική τοπική παράδοση. Έπειτα, η περιοχή δεν είναι η μόνη στην Κρήτη που παράγει μέλι. Η παράδοση που συνδέει την ονομασία της Μονής με την επίσκεψη ενός Πασά και την πλούσια φιλοξενία (κρέας, αυγά, τυρί, βούτυρο και μέ­λι) που του προσέφερε ο ηγούμενος Γεράσιμος Πικράκης είναι πολύ μεταγενέστερη από την επικράτηση της δεύτερης προσωνυμίας και “ερμηνεύει” απλώς το τοπωνύ­μιο το σκαμνί του Πασά, όπου κάθισε να ξαποστάσει ο φιλοξενούμενος!

Είναι πιθανότερο η προσωνυμία Μπαλή να προέρχεται από τη λησμονημένη λέξη βάίλος, θεσμός του βενετού βαΐλου στην Κωνσταντινούπολη (1268-1453) και αλ­λού, που διατηρήθηκε και κατά την Οθωμανική περίοδο με την έννοια του επιτε­τραμμένου και παρέμεινε ως οικογενειακό όνομα (επώνυμο) και τοπωνύμιο. Απ’ αυτό είναι τα επώνυμα Βαλάκίζ, Μπαϊλάκι,ς, Βαλήςκαι Μπαλήςοτις φραγκοκρα- τούμενες περιοχές και τα κρητικά τοπωνύμια Βαλήκαι Μπαλή, από τα οποία έχουν επίσης προκύψει ανάλογα οικογενειακά ονόματα.

Τα τοπωνύμια Βαλή και Μπαλή σχετίζονται με τις τουρκικές λέξεις balik = ψάρι και baliks = ψαράς. Ο όρμος Μπαλή ήταν πάντοτε ένας εξαιρετικός ψαρότοπος. Εί­χε ικανούς ψαράδες που ψάρευαν νόστιμα ψάρια. Άρα υπήρχε επαρκής λόγος να μετονομαστεί η εγγύτερη περιοχή της Αστάλης κατά. την περίοδο της Τουρκοκρα­τίας σε Μπαλή.

Σήμερα, όπως εξάλλου και από τη σύστασή της, η ονομασία της Μονής είναι σύν­θετη· αποτελείται από το όνομα του Αγίου που τιμάται στο Καθολικό της και τα το­πωνύμια της περιοχής, το παλαιότερο αρχικά και αργότερα το παλαιότερο και το νεότερο:

«ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΑΤΑΛΗΣ-ΜΠΑΛΗ».

Το μουσείο της Μονής του Τιμίου Προδρόμου Ατάλης-Μπαλή

Στο μοναστήρι λειτουργεί ένα μικρό αλλά πλούσιο μουσείο. Μέσα σε αυτό περιλαμβάνονται τα άμφια, οι σταυροί και κάθε άλλο ιερατικό εξάρτημα του πρώην επισκόπου Ρεθύμνου Άνθιμου Συριανού, ο οποίος με την εγκατάσταση του στο ερειπωμένο μοναστήρι το 1983 φρόντισε για την ανακαίνιση και την εκ νέου λειτουργία της Μονής. Στο μουσείο φιλοξενούνται επίσης πλήθος φορητών εικόνων και κειμήλια της Μονής.

Η ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΓΓΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΤΟΧΙΑ

Δεν γνωρίζουμε πόση έκταση κάλυπτε η περιουσία της Μονής κατά την ίδρυσή της. Η ριζική ανακαίνισή της τα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας (1635-1640) δείχνει πως ήταν μια σημαντική οικονομική μονάδα. Λειτουργούσε νερόμυλος, υποδειγματικό τυροκομείο, οργανωμένο ελαιοτριβείο και εξελιγμένο εργαστήριο κεραμικής. Οι δραστηριότητες αυτές προϋπόθεταν όχι μόνον την απαραίτητη πρώ­τη ύλη, αλλά και μια άρτια εσωτερική οργάνωση. Έτσι, η Μονή επιβίωσε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και πορεύτηκε μια δύσκολη αλλά δημιουργική πορεία. Σίγουρα θα πρέπει να υπήρχαν κάποιοι κώδικες, που θα κατέγραφαν και θα βεβαί­ωναν τα περιουσιακά στοιχεία της. Ένα κτηματολόγιο, κάποιο βιβλίο εσόδων-εξόδων, όμως τίποτε από αυτά δεν σώθηκε. Είχαν όλα την τύχη του Μοναχολογίου της.

Η παράδοση διέσωσε ότι η Μονή έχασε το 1821 το μετόχι Λούτρα, στην περιφέ­ρεια του χωριού Αγγελιανά, που είχε μεγάλο αριθμό ελαιοδέντρων και εύφορα ανοικτά χωράφια. Το διεκδίκησε και το πήρε με τη βία ο Τουρκοκρητικός Καρπούζογλους. Η Μονή κατέφυγε στα δικαστήρια και δικαιώθηκε, αλλά δεν εκτελέστηκε ποτέ η σχετική απόφαση. Σήμερα η Μονή διατηρεί στη θέση αυτήν μόνο το βυζαντι­νό εξωκλήσι του Αγίου Αντωνίου.

Άλλη παράδοση αναφέρει ότι η Μονή διέθετε μεγάλη περιουσία στην εγγύτερη και ευρύτερη περιφέρειά της, όπου παρήγαγε εξαίρετο μέλι έως 2000 οκάδες, χαρούπια έως 45000 οκάδες, κτηνοτροφικά προϊόντα, ιδίως από αίγες, και μεγάλη ποσότητα λα(β)δάνου. Η περιοχή αυτή, με 468 ελαιόδεντρα, 1250 διάφορα δέντρα και ανοικτά χωράφια 79 κοιλών (X 24 = 1796 οκάδων), πωλήθηκε το 1961. Η συνολική έκταση έφθανε τα 2000 στρέμματα. Η σχετική συμβολαιογραφική πράξη συμπεριέλαβε την εγγύτερη περιοχή, καθώς και την πηγή νερού, 500 μ. νοτιοδυτικά της Μονής. Ύστε­ρα από αυτήν την ανίερη πράξη παρέμειναν στη Μονή 5 στρέμματα γης, δηλαδή όσος χώρος καλυπτόταν από τα ερειπωμένα κτήρια, το απογυμνωμένο Καθολικό, τα ελάχιστα διψασμένα δέντρα και τους καταπατημένους τάφους των Πατέρων! Αυτήν την εικόνα αντίκρισαν οι νέοι αναστηλωτές της Μονής το 1983. Σ’ αυτήν την πραγματικότητα στηρίχτηκε το σημερινό θαύμα!

Ανάλογη περιουσία είχε η μονή στα Μετόχια της, όπου διέθετε μεγάλο αριθμό ελαιόδεντρων, χαρουπόδεντρων και εσπεριδοειδών, αλλά και μελισσόκηπους, βοσκότοπους κ.λπ. Το Μετόχι Παναγίας στου Χαράκου (σήμερα Παναγία Χαρακιανή), με 145 ελαιόδεντρα, 157 χαρουπόδεντρα, ανοικτά χωράφια 28 κοιλών (X 24 = 672 οκάδων), βοσκότοπους 500 κοιλών (χ 24 = 12.000 οκάδων) και ένα γραφικό πα­ραλιακό τοπίο, περιήλθε το 1925 στο Ταμείο Εφέδρων Πολεμιστών Κρήτης και μοι­ράστηκε στους Εφεδροπολεμιστές. Στη Μονή παρέμεινε μόνον ο ναός της Πανα­γίας, και όταν προτάθηκε, από το 1983, στους νέους ιδιοκτήτες να παραχωρήσουν ή να πωλήσουν στη Μονή τον άμεσο χώρο με τα ερειπωμένα κελλιά δεν το δέχθηκαν.

Το Μετόχι Αγίου Νικολάου, δυτικά του οικισμού Μπαλή, στην ευρύτερη περιοχή του Εξάντη, με 340 χαρουπόδεντρα και βοσκότοπους 340 κοιλών (24 = 8.160 οκά­δων), πωλήθηκε το 1961. Στη Μονή παρέμεινε μόνον ο ναός.

Το Μετόχι Αγίου Αντωνίου Βλυχάδας δεν γνωρίζουμε τι περιελάμβανε ούτε πότε και πώς πωλήθηκε. Και εκεί η Μονή διατηρεί μόνον τον ναό.

Το Μετόχι Φουρνοκέφαλο, το γραφικότερο τοπίο της Μονής, στην πιο όμορφη θέση του οικισμού Μπαλή, με 345 ελαιόδεντρα, 2408 χαρουπόδεντρα, 65 διάφορα δέντρα, ανοικτά χωράφια 108 κοίλων (χ 24 = 2.592 οκάδων), ένα ελαιοτριβείο και αγροτικό σπίτι, πωλήθηκε το 1965. Δεκαπέντε (15) στρέμματα παρέμειναν στην ιδιοκτησία του Αρχιμ. Αντωνίου Πατσουράκη, τελευταίου επιστάτη της. Μονής, πριν από την αναστήλωσή της. Στο αγροτόσπιτο αυτού του Μετοχιού φιλοξενήθηκε το καλοκαίρι του 1893 ο Ιταλός Περιηγητής Vittorio Simonelli.

Από τα παραπάνω στοιχεία, που προέρχονται από το Αρχείο της Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, προκύπτει ότι η Μονή διέθετε έως το 1961 συνολικά 958 ελαιόδεντρα, 2905 χαρουπόδεντρα, 1315 διάφορα δέντρα, 215 κοιλών (X 24 = 5160 οκάδων) ανοικτά χωράφια και 840 κοιλών (χ 24 = 20.160 οκάδων) βοσκότο­πους. Δεν γνωρίζουμε πόση και ποιά ακριβώς μοναστηριακή περιουσία είχε εκποιη­θεί ή παραχωρηθεί από τις αρχές του 20ού αιώνα έως το 1961. Συμπεραίνουμε πά­ντως ότι η Μονή είχε στην ιδιοκτησία της περισσότερα από 1000 ελαιόδεντρα, πε­ρισσότερα από 3000 χαρουπόδεντρα, περίπου 1500 διάφορα δέντρα, ανοικτά χωρά­φια που μπορούσαν να δεχθούν περισσότερες από 6000 οκάδες σπόρο (σιτάρι, κρι­θάρι, ταγή κ.λπ.) και βοσκότοπους που μπορούσαν να δεχθούν περισσότερες από 20.000 οκάδες σπόρο, συνολικά περισσότερα από 30.000 στρέμματα, όπου υπήρχαν ακόμη μελισσόκηποι και μεγάλες εκτάσεις με (α)λαδανιές, που απέδιδαν αρκετή πο­σότητα και καλή ποιότητα (α)λάδανου.

Από αυτήν την τεράστια περιουσία έμειναν στη Μονή μόνον πέντε (5) στρέμματα γης, δηλαδή όση έκταση καταλαμβάνει σήμερα το κτηριακό συγκρότημα και ο περιβάλλων χώρος της, έμειναν, επίσης, τα εξωκλήσια που υπήρχαν στα Μετόχια της: Ο Άγιος Αντώνιος, στη θέση «Λούτρα» των Αγγελιανών, ο Άγιος Νικόλαος, στην ομώνυμη θέση της ευρύτερης περιοχής του Εξάντη, δυτικά του Μπαλή, ο Αγιος Αντώνιος, στη Βλυχάδα και η Παναγία στου Χαράκου, κοντά στην ομώνυμη θέση της ευρύτερης περιοχής της Βλυχάδας. Τα τρία είναι μικροί μονόχωροι ναοί. Ο Αγιος Νικόλαος είναι δίκλιτος. Όλα έχουν τύχει της ιδιαίτερης φροντίδας των νέ­ων αναστηλωτών.

Το κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο που πωλείται στην ιερά Μονή: Τιμίου Προδρόμου Ατάλης-Μπαλή. Μιχάλης Τρούλης. 

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

IBANK Eurobank δωρεών στο ipy.gr GR7802606840000530104411908

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *