10 Δεκεμβρίου 2024

www.ipy.gr

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

ΚάστραΚρητική ιστορίαΝησιά

Σπίνα-Λόγκα το νησί των λεπρών

Η Σπίνα-Λογκα είναι ένα μικρό νησάκι στην είσοδο του κόλπου του Μεραμπελου στον Νομό Λασιθίου, το όνομα του το πίρε από τους Βενετούς, σπίνα σημαίνει αγκάθι και Λόγκα Μακριά, spina lunga, και είναι γεγονός, το νησί είναι γεμάτο με αγκάθια.
Λόγω της στρατηγικής του θέσης, χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα ως φρούριο αποτροπής των εισβολέων, κάποτε προστάτευε την αρχαία Ολούς την σημερινή Ελούντα.
Το 1579 οι Βενετοί αποπεράτωσαν στο νησί ένα από τα πιο δυνατά και απόρθητα φρούρια στην Κρήτη, το φρούριο ήταν τόσο δυνατό που άντεξε στον Ενετοτουρκικό πόλεμο, το νησί έμεινε στην κατοχή των Βενετών για αρκετά χρόνια μετά την ολοκληρωτική κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669, η Σπίνα Λόγκα απετέλεσε καταφύγιο για τους καταδιωκόμενους Χριστιανούς, το 1715 το νησί πέρασε στα χέρια των Τούρκων μετά από διμερή συμφωνία.
Το 1903 επί Κρητικής πολιτείας έγινε χώρος απομόνωσης των Λεπρών της Κρήτης, γιατί τότε πίστευαν ότι η λέπρα είναι μεταδοτική, την χρήση αυτή διατήρησε από το 1903 μέχρι το 1957 όπου έκλεισε, και οι τελευταίοι λεπροί μεταφέρθηκαν σε θεραπευτικά κέντρα της Αθήνας, η επιστήμη είχε πια προχωρήσει και η λέπρα έπαψε να είναι ανίατη ασθένεια.
Τώρα είναι ένα ακόμα τουριστικό αξιοθέατο έτσι απλά.
Για το νησί αυτό έχουν γραφτεί πολλά βιβλία, συγκινητικές ιστορίες, αφηγήσεις, Ανθρώπων που τους πέταξε εκεί η κοινωνία, ξαφνικά δεν είχαν συγγενείς, φίλους, και με ένα φοβερό στίγμα για την εποχή, υπήρξαν περιπτώσεις που λεπροί παντρεύτηκαν στο νησάκι αυτό, έκαναν υγιεί παιδιά και συνέχισαν την ζωή τους εκεί.

 

Το παρακάτω κείμενο αντλήθηκε από το έντυπο περιοδικό Ελούντα, 2007. Γράφει ο Μάνος Σαββάκης, Διδάσκων Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου & ΑΤΕΙ Κρήτης

ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ, ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ:
ΤΟ ΛΕΠΡΟΚΟΜΕΙΟ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑΣ (1903-1957)

Το εγχείρημα αστικού εκσυγχρονισμού της Κρη­τικής Πολιτείας (1898-1913) ήταν πολύπλευρο και αφορούσε αρκετούς τομείς και πεδία της κοινωνικής ζωής (εκπαίδευση, δημόσια διοίκηση, έργα, μεταφο­ρές, οικονομία, δημόσια υγεία κτλ). Κεντρική συνι­στώσα της συνολικότερης προσπάθειας φαίνεται ότι αποτελούσε ο σχετικός εξωραϊσμός των στοιχείων της οθωμανικής περιόδου και η δημιουργία ενός πολιτειακού μορφώματος με πιο δυτικά χαρακτηρι­στικά. Ένα άλλο βασικό γνώρισμα ήταν η ανάδειξη μιας περισσότερο «μοντέρνας» οργανωτικής λογι­κής με στοιχεία εξορθολογισμένης οργάνωσης και η δημιουργία πληθώρας καινούργιων θεσμικών ρυθμί­σεων.

Ειδικότερα, στον τομέα της δημόσιας υγείας, η Κρητική Πολιτεία κατέβαλλε σημαντικές προσπά­θειες εξευρωπαϊσμού και εκσυγχρονισμού των θεσμών και των αντιλήψεων των κατοίκων της πόλης, αλλά κυρίως της υπαίθρου, περί δημόσιας υγιεινής και καθαριότητας. Η συνολικότερη προσπά­θεια είχε ως τελικό αποτέλεσμα την επικράτηση της ιατρικής επιστήμης και αστυνομίας, την ίδρυση νοσοκομείων (π.χ. Πανάνειο Νοσοκομείο Ηρακλεί­ου, Λεπροκομείο Σπιναλόγκας) και την εφαρμογή πλήθους νομοθετικών οδηγιών.

Οι συγκεκριμένες κανονιστικές παρεμβάσεις έτειναν να εμφορούνται από ένα πνεύμα αυξημένης πειθαρχίας και αυστηρότητας και δυνητικά ποινικοποιούσαν και ηθικοποιούσαν μια σειρά από ζητήμα­τα και κοινωνικές συμπεριφορές. Στην εν λόγω από­πειρα, όπως θα καταδειχθεί από την πραγμάτευση διαφορετικού τύπου εμπειρικού υλικού, ο τοπικός τύπος της εποχής και η ανερχόμενη πνευματική και οικονομική ελίτ στάθηκαν προνομιακοί συνομιλητές και σύμμαχοι της κεντρικής πολιτικής εξουσίας. Η εργασία θα συζητήσει το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας (1903-1957) ως παράδειγμα αντιμετώπισης της ασθένειας για να καταδείξει τις διαφορές στους πρα­κτικούς τρόπους αντιμετώπισης και τα ερμηνευτικά σχήματα γύρω από τη νόσο του Χάνσεν και τα (φερόμενα) ως πάσχοντα υποκείμενα. Η συνεισφορά θα αναλύσει διεξοδικά τη ζωή στην κοινότητα ασθε­νών σε διάφορες φάσεις εξέλιξης του θεσμού από την αρχή μέχρι τον τερματισμό της λειτουργίας του.

Η Περίοδος της Κρητικής Πολιτείας
(1998-1913)

Η ζωή των ασθενών δεν είχε ούτε τα ίδια χαρακτηριστικά ούτε την ίδια ποιότητα σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του λεπροκομείου Σπιναλόγκας. Μέχρι την ενσωμάτωση της Κρήτης στην υπό­λοιπη Ελλάδα (1913) η υγειονομική κατάσταση των λεπρών και οι συνθήκες διαβίωσης, στέγασης, σίτι­σης και διατροφής εμφανίζονταν εξαιρετικά υποβαθμισμένες. Οι πάσχοντες, που αρχικά εγκλείστηκαν ήταν βασικά αναλφάβητοι Κρητικοί που προέρχο­νταν από τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα της υπαίθρου. Στο παρακάτω λογοτεχνικό απόσπασμα, τονίζονται οι προβληματικές και άσχημες συνθήκες ζωής των ασθενών:

«Μόνον άποροι λεπροί είναι πεταμένοι εκεί. Όσοι έχουνε τον τρόπο τους είναι βολεμένοι κάπου αλλού, που υπάρχει δροσιά, πρασινάδα, νερό, στοργή, και […] σεντόνι νοσοκομείου. Αυτοί που δουλέψανε σ’ όλη τους τη ζωή, χωρίς να χορτάσουν ψωμί, βρίσκονται τώρα στην αρρώστια τους, πεταμένοι σαν κοπριά σ’ ένα κοπρόλακκο βρωμερό που λέγεται Σπιναλόγκα. Η λέπρα που τους διαλύει δεν είναι το χειρότερο κακό. Πείνα, δίψα, ψείρα! Να, τι θα πει λεπρός Σπιναλογκίτης» (Κορνάρος 1956: 92).

Οι αστυνομικές αρχές συλλάμβαναν τους υπό­πτους, οι οποίοι συχνά υποβάλλονταν σε μια γρήγο­ρη και πολλές φορές πρόχειρη ιατρική εξέταση του νομίατρου. Μετά την τυπική επιβεβαίωση της νόσου οδηγούνταν σιδηροδέσμιοι ως κοινοί ποινικοί κρα­τούμενοι, με τη συνοδεία αστυνομικών αρχών, στην Πλάκα και από εκεί με βάρκα στη Σπιναλόγκα: «Στα χέρια τους και τα πόδια τους ήσαν σφιχτοδεμένες χοντρές αλυσίδες και η άλλη τους άκρη ήταν δεμένη και κλειδωμένη με λουκέτο γύρω από τον κορμό του δέντρου. Τα αρνιά μέσα στη μάντρα βελάζανε μα ήταν καλύτερα από αυτούς τους δυστυχισμένους» (Δανδουλάκης 1993: 129-134).

Μετά από μερικές τυπικές διατυπώσεις και έγγραφα ο επιστάτης του ιδρύματος τακτοποιούσε τους νεοφερμένους ασθενείς σε κάποιο από τα σπί­τια του νησιού μαζί με τους υπόλοιπους λεπρούς, που βρίσκονταν ήδη στη νησίδα:

«Ο ασβέστης απούσιαζε εντελώς από τα σπίτια και τις προσόψεις και στο άθλιο δρομάκι έπρεπε να έχεις πάντα την προσοχή σου τεταμένη για να μην γλιστρή­σεις. Έβλεπες παντού ερείπια, μια πόλις ρημαγμένη. Παντού μονόροφα και διόροφα σπίτια χωρίς στέγες και πατώματα, τοίχοι μισογκρεμισμένοι, γωνίες που έστε­καν, πόρτες και παράθυρα δυόροφων σπιτιών φανέρω­ναν την ερήμωσιν και την εγκατάλειψιν» (Ρεμουντάκης’ 1973: 126).

Τα σπίτια του νησιού δεν επαρκούσαν για όλους και πολύ συχνά οι ασθενείς ήταν υποχρεωμένοι να μένουν κατά ομάδες ή οικογένειες σε σπιτάκια που κανονικά χωρούσαν μονάχα δυο με τρία άτομα. Τα μικρά οικήματα, συνήθως, είχαν συνολικά ένα δωμάτιο και οι λεπροί τα διαμόρφωσαν με τέτοιο τρόπο ώστε ικανοποιούσαν τις ανάγκες διαβίωσης, μαγειρέματος και ύπνου. Δε διέθεταν τουαλέτα ή άλλους βοηθητικούς χώρους και οι φυσικές ανάγκες λάμβαναν χώρα στους εξωτερικούς χώρους, με απο­τέλεσμα η δυσοσμία και η αποφορά να είναι κατά περιόδους εξαιρετικά έντονη:

«Υπήρχε πρωτόγονον αποχωρητήριον που επάνω από το βόθρο είχαν τοποθετηθή μερικά σανίδια επί των οποίων είχε στηθή μια ξύλινη δήθεν λεκάνη από τα ίδια σανίδια. Μια απαίσια μυρωδιά αναδύετο και ο περαστι­κός την ένιωθε με αηδία. Πριν όμως απομακρυνθή συ­ναντούσε και άλλο όμοιο και άλλο και άλλο. Σωροί από σκουπίδια βρισκόταν στα παραγόνια του δρόμου και οι κότες κυκλοφορούσαν ελεύθερες. Μου έλεγαν οι ψαρά­δες ότι όταν ο δρόμος τους έφερνε κοντά στη Σπιναλόγκα σε απόσταση 300 μέτρων από το φρούριο έφθανε μια απαίσια μυρωδιά» (Ρεμουντάκης 1973: 125).

Οι άσχημες συνθήκες υγιεινής εντείνονταν ακόμα περισσότερο εξαιτίας της έλλειψης τρεχούμενου νερού. Οι ασθενείς διαβιούσαν στο νησί χωρίς ιδιαί­τερη ιατρική φροντίδα, νερό και άλλα απαραίτητα είδη πρώτης ανάγκης, όπως επιδέσμους, γάζες, τροφή κτλ. Η απουσία επιδέσμων ιατρικής περιποίη­σης, πόσιμου νερού και ιατροφαρμακευτικού υλικού ήταν σύνηθες φαινόμενο για τους ασθενείς: «Το επιδεσμικό υλικό απούσιαζε από το φαρμακείον και οι άρρωστοι επέδεναν τα τραύματα τους με πανιά προερχόμενα από παλαιά εσώρουχα των που με το πλύσιμο και τη φθορά εγίνοντο λεπτά και μαλακά και δεν προσέφεραν τίποτα, στην ουσία, χειροτέρευαν τα τραύ­ματα τους. Κατά τις εννέα το πρωί ήλθαν οι φίλοι μου και με παρεκάλεσαν να τους ακολουθήσω με σκοπό να πάμε σ’ ένα από τα τρία καφενεία, στα οποία οι ασθε­νείς συγκεντρώνονταν τις ατελείωτες ώρες που δεν είχαν ούτε σκοπό ούτε απασχόληση. Πράγματι κατεβήκαμε από κάτι δρομάκια με ολισθηρές επιφάνειες. Τέλος, κατεβήκαμε στον κεντρικό δρόμο, ο οποίος διέ­σχιζε τη δυτική περιοχή του νησιού και ο οποίος είχε το εξής περίεργο. Χωρισμένος στη μέση, οι δυο πλευρές κατέληγαν στο κέντρο σε ένα μικρό ρυάκι για να συγκε­ντρώνει τα νερά της βροχής, τα οποία οδηγούσε σε δυο μεγάλες δεξαμενές, το νερό των οποίων εχρησιμοποιείτο για την πλύσι των ρούχων και των επιδέσμων» (Ρεμουντάκης 1973: 131).

Κάποιοι από τους χανσενικούς φαίνεται ότι ψάρευαν, παρ’ όλο που απαγορευόταν η αλιεία σε απόσταση διακοσίων μέτρων από την ακτή της νησί­δας. Οι πάσχοντες, στους οποίους η ασθένεια δεν είχε προχωρήσει και δεν είχαν ακρωτηριασμένα άκρα, βοηθούσαν τους συνασθενείς τους σε ζητήμα­τα πρακτικής διαχείρισης της καθημερινότητας, επικοινωνίας και συντροφιάς.

Στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, αναφέρονται συχνές προσπάθειες απόδρασης των ασθενών. Τα εγχειρήματα απόδρασης κινητοποιούσαν ολόκληρο τον αστυνομικό μηχανισμό της περιοχής για τον εντοπισμό και τη σύλληψη του λεπρού δραπέτη και την επιστροφή του στη Σπιναλόγκα. Επίσης, ανιχνεύονταν κάποιες απόπειρες αυτοκτονίας ιδίως από νεοφερμένους (Καταπότης 1933β: 73-77 & 1937: 127-128). Οι προσπάθειες απόδρασης και αυτοκτο­νίας αναδεικνύουν τη συνολικότερη άσχημη κατά­σταση που επικρατούσε στο νησί και την απελπισία που αρκετοί πάσχοντες ένιωθαν στο λεπροκομείο:

«Ο θάνατος! Στη Σπιναλόγκα όλοι βάδιζαν προς το θάνατο γιατί δεν υπήρχε το πνεύμα της δημιουργίας. Γι ’ αυτό και συνήθιζαν διαφορετικά από τους άλλους ανθρώπους. Εμάς μας απασχολούσε κυρίως η προετοι­μασία του θανάτου. Γι ’ αυτό λέγαμε: αυτός πέθανε, ξεκουράστηκε» (μαρτυρία ανώνυμου ασθενή της Σπιναλόγκας, όπως παρατίθεται στο Βοτηο 1993: 193).

Η Περίοδος από την Ενσωμάτωση μέχρι το
Τέλος της Κατοχής (1913-1944)

Μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, το λεπροκομείο Σπιναλόγκας προσαρμόστηκε στο θεσμικό πλαίσιο για τη δημόσια υγεία του ανεξάρτη­του ελληνικού κράτους.2 Στην Ελλάδα, μέχρι τη δεκαετία του 1920, η πολιτική στο χώρο της υγείας φαίνεται ότι ήταν κυρίως αποτέλεσμα φιλανθρωπίας και ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η μεγάλη πρόκληση ήλθε με την άφιξη των προσφύγων, μετά την ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο του 1922. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να συγκροτήσει θεσμικό πλαίσιο και οργανωτικές αρχές που θα έβαζαν σε σχετική τάξη το ζήτημα της δημόσιας υγείας (Πλουμπίδης 1983: 21-29, Κορασίδου 1992: 385-404 & Κοκκινάκης 2007). Οι εν λόγω κανονιστικές ρυθμίσεις επηρεά­στηκαν σημαντικά από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής, δηλαδή τη σχετική ρήξη με τις παραδοσιακές ρίζες και την έντονη τάση εκβιομηχάνισης.

Στο πλαίσιο που αδρά σκιαγραφήθηκε παραπάνω, ξεκίνησαν κάποιες προσπάθειες βελτίωσης της κατάστασης. Επίσης, αναδείχθηκε μια ολοένα αυξανόμενη τάση συστηματικής εκχώρησης της αρμοδιότητας των αποφάσεων που αφορούσαν το λεπροκομείο Σπιναλόγκας στην κεντρική διοίκηση και στην ιατρική επιστήμη. Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1910 η κυβέρνηση Βενιζέλου επισκεύασε κάποια από τα σπίτια του νησιού και αύξησε το μηνιαίο επίδομα των λεπρών. Τότε ξεκίνησε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η λέπρα με ιατρικά και διοικητικά μέτρα και προτάσεις και συγκροτήθηκε μια επιτροπή από διαπρέπεις ιατρούς καθηγητές (1918). Προτάθηκαν μια σειρά από κανονιστικές ρυθμίσεις για τη βελτίωση της κατάστασης των λεπρών στη Σπιναλόγκα και για τη συνολική εξαφάνιση της λέπρας από την Κρήτη. Την επιτροπή αποτελούσαν οι καθηγητές Φωτεινός, Γεωργιάδης, Μαλανδρίνος και Αραβαντινός.

Στην κίνηση της κυβέρνησης Βενιζέλου, ανιχνεύονταν κάποιες προσπάθειες της συντεταγμένης ελλη­νικής πολιτείας να εφαρμόσει μια ιατρικοκεντρική πολιτική αναθέτοντας την αρμοδιότητα επίλυσης του ζητήματος της λέπρας στην κοινότητα των ντόπιων γιατρών. Μετά από τις επιστολές της επιτροπής των τεσσάρων καθηγητών (1919) η επιλογή της νησίδας έγινε αντικείμενο προβληματισμού και κριτικής. Αναφέρθηκε ρητά το κλείσιμο του λεπροκομείου και η μεταφορά του σε άλλο μέρος με την παράλληλη υιοθέτηση άλλων κριτηρίων απομόνωσης των λεπρών. Στη σχετική επιστολή (1919), οι ιατροί έγραφαν μεταξύ άλλων:

«[…] Πρέπει να ομολογηθή, ότι δια την κατάστασι αυτήν τα μέγιστα συμβάλλει και το ακατάλληλον του τόπου εις τον οποίον έχει ιδρυθή το Λεπροκομείον. Η Σπιναλόγκα είνε εντελώς ακατάλληλος δια Λεπροκομείον, διότι όχι μόνον λείπουν τα μέσα ποιάς τίνος ανέσεως, αλλά και τα στοιχειώδη μέσα, τα αναγκαία δια να καταστήσουν την διαμονή άξιαν ανθρώπων. Επιβάλλε­ται η ίδρυσις νέου Λεπροκομείου εις κατάλληλον μέρος, εις το οποίον, λειτουργούν υπό μορφήν σανατορίου, θα εισάγωνται προς θεραπείαν όλα τα πρόσφατα περιστα­τικά. Η Σπιναλόγκα οσονδήποτε και εάν βελτιωθή και μεταρρυθμισθή ουδέποτε θα δυνηθή να αποτελέση αποικίαν λεπρών. Η σκοπιμότητα ενός τοιούτου μέτρου είνε διπλή. Πρώτον, διότι θα λειτουργήσει συμφώνως προς τα συγχρόνους απαιτήσεις της επιστήμης και της φιλανθρωπίας και δεύτερον διότι οι προσφάτως ανακαλυπτόμενοι λεπροί μετ’ ευχαριστήσεως θα καταφεύ­γουν προς θεραπείαν εις αυτό, επειδή δεν θα το θεω­ρούν, ως είνε πράγματι η Σπιναλόγκα, φυλακή καταδίκων, και διότι δια την περίπτωσιν της λέπρας ισχύει ό,τι και δια την φυματίωσιν. Υπάρχει δηλαδή η κλειστή και η ανοικτή λέπρα. Δια τη πρώτην χρειάζονται ιατρεία και σανατόρια, δια την δευτέραν άσυλα εις τα οποία εγκλείονται οι κολοβωμένοι και ανάπηροι διότι λεπροί, εφόσον δεν επηρεάζονται υπό της θεραπείας» {Επιστο­λή των Καθηγητών Γεωργιάδη, Μαλανδρίνου και Αραβαντινού προς τον κ. Βενιζέλον, όπως αναφέρεται στο Καταπότης Μ., 1933β: 50).

Η επιτροπή των ιατρών σε άλλες της επιστολές προς την ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών και Υγιεινής επεσήμανε την ακαταλληλότητα της νησί­δας σημειώνοντας:

«Η Σπιναλόγκα είνε βράχος άνυδρος και ξηρός, εντε­λώς ακατάλληλος ως Λεπροκομείον, του εν αυτώ σημε­ρινού τοιούτου ευρισκόμενου εν οικτρά καταστάσει και έχοντος ανάγκην σημαντικής βελτιώσεως» {Επιστολή των Καθηγητών Γεωργιάδη, Μαλανδρίνου και Αραβαντινού προς τον κ. Βενιζέλον, όπως αναφέρεται στο Καταπότης 1933β: 82).

Σε άλλο σημείο της η ίδια έκθεση-επιστολή πρότεινε ως βελτιωτικά μέτρα, σε περίπτωση μη μετα­φοράς του λεπροκομείου, τα παρακάτω:

«Πρέπει να ανεγερθώσι: 1) Διευθυντήριον μετά κατοι­κίας του ιατρικού προσωπικού. 2) Κατοικία δια το υγιές κατώτερον προσωπικόν. 3) Κατοικία δια το προσωπι­κόν των φυλάκων. 4) Θεραπευτήριον μετά Φαρμακεί­ου. 5) Οίκημα προς εγκατάστασιν κλιβάνου απολυμα­ντικού. 6) Κτίρια δι’ εγκατάστασιν επαγγελματικών εργαστηρίων, ήτοι ξυλουργείου, σιδηρουργείου, Ραφεί­ου, υποδηματοποιείου και άλλων. Εν τούτοις θα εργά­ζονται οι λεπροί, οίτινες και μόνοι θα χρησιμοποιώσι τα προϊόντα της εργασίας αυτών. 7) Κοινόν μαγειρείον μετ’ αποθηκών δια τρόφιμα. 8) Οίκημα δια το γενικόν συσσίτιον των λεπρών. 9) Διάφορα οικήματα προς κατοικίαν των λεπρών. Τούτων έκαστον πρέπει να έχη δύο ορόφους, ως εκάτερος προορίζεται δι’ άνετον κατοικίαν 24 ατόμων μετά δύο αποχωρητηρίων και των σχετικών παραρτημάτων και μικρού προχείρου μαγειρείου. 10) Ανάγκη προς τούτους να εγκατασταθή τηλέφωνον συνδεόμενον δια καλωδίου μετά της νήσου Κρήτης. 11) Πρέπει να ληφθή μέριμνα περί καλλιέργει­ας αγρών και ιδίως λαχανόκηπων» {Επιστολή των Καθηγητών Γεωργιάδη, Μαλανδρίνου και Αραβαντινού προς τον κ. Βενιζέλον, όπως αναφέρεται στο Καταπότης 1933β: 82).

Ο υπουργός Υγιεινής Ρακτιβάν με απαντητική του επιστολή στις 20 Σεπτεμβρίου 1920,3 παρακαλούσε την επιτροπή να μεταβεί στις Διονυσάδες και να επιθεωρήσει την καταλληλότητα της νησίδας για να μεταφερθεί το ίδρυμα από τη Σπιναλόγκα σε κάποιο άλλο περισσότερο κατάλληλο μέρος (Καταπότης 19330: 43). Τελικά, τόσο η μεταφορά του λεπροκο­μείου από τη Σπιναλόγκα στις Διονυσάδες όσο και η δημιουργία αντιλεπρικού κλινικού εργαστηρίου στην Πλάκα ματαιώθηκαν. Η παρουσία του λεπρο­κομείου στη Σπιναλόγκα ως ανεπαρκούς κρατικού θεσμού κοινωνικής πρόνοιας και ιατρικού ελέγχου προβληματοποιήθηκε από κάποια άρθρα στον τοπι­κό Τύπο της εποχής.

Τα άρθρα του τοπικού Τύπου δεν επέκριναν συνολικά το ίδρυμα ως θεσμό πρακτικής αντιμετώπισης της ασθένειας. Αντίθετα, διαφωνούσαν με τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούσαν στη Σπιναλόγκα, κυρίως για ανθρωπιστικούς λόγους. Η εφημερί­δα Ελπίς σε κεντρικό της άρθρο, το οποίο υπέγραφε ο ιατρός Ν. Κεφαλογιάννης, σχολίαζε επικριτικά τις συνθήκες ζωής των έγκλειστων. Επίσης, αναρωτιό­ταν αν ήταν δυνατόν ανθρώπινα όντα να επιφυλάσ­σουν σε συνανθρώπους τους που δεν ήταν εγκλημα­τίες αλλά ασθενείς και άτυχοι τόσο σκληρή και απάνθρωπη μεταχείριση:

«[…] Η απόφασις της αντιπροσωπείας του Κρητικού λαού έρριψε τριακόσια ανθρώπινα πλάσματα ακριβώς όπως οι οδοκαθαρισταί ρίπτωσι εκάστην πρωίαν τα σκουπίδια έξω της πόλεως. Η τελική εξέλιξις και τού­των και εκείνων η αυτή με μόνην τη διαφοράν ότι τα πρώτα είχον το ατύχημα να συναισθάνωνται την ρακώδη μεταμόρφωσιν τω. […] Ευρέθημεν προ μιας μάζης όντων άτινα ουδέ ζώα είνε αλλά ουδέ άνθρωποι, άκρα πεσμένα και πυρορρούντα, πρόσωπα απαίσια ως και αι μάλλον αποτρόπαιοι μάσκαι των απόκρεω, πόδες τυμπανιαίοι απέναντι των οποίων οι του ελέφαντος είνε αριστούργημαν καλλιτεχνικόν […]».“

Στην ίδια εφημερίδα σε συνέχεια του προηγούμε­νου άρθρου από τον ίδιο ιατρό, σχολιαζόταν επιτιμητικά ότι το λεπροκομείο αδυνατούσε να εκπληρώσει τόσο το φιλανθρωπικό όσο και το επιστημονικό του έργο. Σε ένα επόμενο στάδιο, η ασθένεια παρουσιάζονταν ως άκρως μεταδοτική και προτεινόταν να ληφθούν επιπρόσθετα προφυλακτικά μέτρα. Ο λόγος που επικαλούταν ήταν ότι ακόμα και αν ένας ασθε­νής παρέμενε εκτός ιδρύματος θα αποτελούσε σοβα­ρή εστία μόλυνσης και κινδύνου για ολόκληρο το χωριό ή την πόλη που κατοικούσε:

«Λεν πρέπει όθεν να μείνει ουδεμία αμφιβολία περί της μεταδοτικότητας του νοσήματος, και συνεπώς οφείλομεν πάντες παρ ’ όλον το σκληρόν του ζωντανού ξεχωρισμού να συνδράμωμεν την-πολιτείαν όπως περισυλλέξη όλους τους πάσχοντας ίνα εφάπαξ τελειώση η φοβερά αυτή τραγωδία».5

Στο άρθρο υποστηριζόταν ότι μονάχα μια επισταμένη, συστηματική και συχνή ιατρική έρευνα θα μπορούσε να ανακαλύψει τους χανσενικούς που βρίσκονταν στο πρώτο στάδιο της ασθένειας, οι οποίοι ήταν, σύμφωνα με το συντάκτη, οι πλέον επικίνδυ­νοι. Οι ασθενείς του πρώτου σταδίου δεν λάμβαναν καμιά προφύλαξη και ήταν εν αγνοία τους οι πλέον μολυσματικοί. Παράλληλα υποστήριζε το κλείσιμο του λεπροκομείου στη Σπιναλόγκα και τη μεταφορά του σε κάποιο άλλο χώρο με ασφαλέστερες και μεγαλύτερες εγκαταστάσεις, όπου οι αποδράσεις θα ήταν αδύνατες και η ιατρική επιστήμη κυρίαρχη. Το συγκεκριμένο άρθρο τόνιζε χαρακτηριστικά:

«Αλλά προς πλήρην επιτυχίαν του σκοπού τούτου πρέ­πει να γίνει πλήρης αναδιοργάνωσις του Λεπροκομείου και προς παντός να εζευρεθεί άλλος τόπος εγκαταστάσεως[…] που θα δυνηθή να χωρέση όλους τους λεπρούς όταν αυστηρώς περισυλλεχθούν διότι σήμερον ευρίσκονται εν μέσω ημών περισσότεροι ή όσοι είνε εν Σπιναλόγκα».6

Μετά το 1921 πραγματοποιήθηκαν κάποια βελτιωτικά έργα που δε φαίνεται να μετασχημάτισαν ριζικά την κατάσταση που επικρατούσε στο λεπροκομείο Σπιναλόγκας. Απόρροια αυτής της άσχημης κατάστασης ήταν μια μαζική εξέγερση των ασθενών (1923), οι οποίοι απείλησαν ότι θα εισέβαλλαν στην ενδοχώρα με ομαδικές εξόδους και αποδράσεις (Βογπο 1992: 108 & Οτίνοί 2002: 57). Το ελληνικό κράτος σύστησε μια επιτροπή στην οποία ο διευθυ­ντής της Σπιναλόγκας Μαυρικίδης μετέφερε τις από­ψεις του για την κατάσταση (1923):

«Η ίδρυσις ενός λεπροκομείου ήτο απαραίτητος πλην όμως εάν θέλωμεν η απομόνωσις των λεπρών και η επιτήρησης της μη επικοινωνίας των με τους υγιείς να μην αποβη άκαρπος, δέον όπως μη θεωρηθή ως πάρερ- γον, το οποίο απαιτεί απλώς μίαν μικρόν προσπάθειαν άνευ αποτελέσματος δέον όπως εζουδετερωθώσι τα αίτια της μολύνσεως δια της πλήρους απομονώσεως των λεπρών. Τούτο αποτελεί δικαίωμα και καθήκον του Κράτους, οφείλομεν να υπερασπισθώμεν και να προ- στατεύσωμεν την υγείαν της κοινωνίας (Επιστολή του κ. Μαυρικίδη προς την Επιτροπήν Λεπροκομείου Σπιναλόγκας», (όπως αναφέρεται στο Ότίνοί 2002: 57).

Από το ανωτέρω χωρίο αναδεικνύεται η αντίλη­ψη ότι η πλήρη απομόνωση των λεπρών από την υπόλοιπη κοινωνία θεωρήθηκε από τους αρμόδιους θεσμικά επιβεβλημένη. Οι εργασίες της επιτροπής κατέληξαν το 1925 στην ψήφιση ενός νομοθετικού διατάγματος,7 το οποίο αποσκοπούσε στη μετατροπή του νησιού σε τόπο παροχής νοσοκομειακής περί­θαλψης και ιατρικής φροντίδας αλλά δεν τροποποι­ούσε ουσιαστικά καμιά από τις κανονιστικές ρυθμί­σεις που ήδη ίσχυαν.

Όμως, φρόντιζε να υπενθυμίσει μια σειρά από απαγορεύσεις, κυρώσεις και περιορισμούς στην επικοινωνία και την κυκλοφορία των ασθενών. Ο καθηγητής Ζεϋφάρτ8 περιέγραφε με τα μελανότερα χρώματα τις συνθήκες διαβίωσης στο λεπροκομείο, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του το 1925. Ο συγκεκριμένος ιατρός στηλίτευε τη λειτουργία του λεπροκο­μείου Σπιναλόγκας ως απομονωτηρίου και τόνιζε την ανάγκη της μετατροπής του σε θεραπευτήριο και όχι κολαστήριο ασθενών:

«Είναι ανάγκην εντός της πόλεως Σπιναλόγκας να ανεγερθή εν μικρόν νοσοκομείον με φαρμακείον και μικροβιολογικόν εργαστήριον. Το προσωπικόν δια την ιατρική περίθαλψην των 200 περίπου λεπρών πρέπει τουλάχιστον να αποτελήται από δύο έως τρεις ιατρούς, εκ πέντε φυλάκων και πέντε νοσοκόμων. Ως πρώτον βήμα βελτιώσεως της κατάστασεως, είναι ανάγκη να διαρρυθμισθώσιν εκ των υπαρχόντων οικιών 1-2 δωμάτια τα οποία να χρησιμεύουν ως ιατρείον εξετάσεως των λεπρών και δια επιδέσεις και αλλαγάς των ασθενών τούτων. Επίσης είναι ανάγκη να εφοδιασθή με έν μικροσκόπιον και τα απολύτως αναγκαία αντιδρα­στήρια προς επιστημονικήν διάγνωσιν των εισαγομένων λεπρών και αποφυγήν ούτω διαγνωστικών σφαλμά­των. Οι ιατροί του Λεπροκομείου κατά καιρούς να μεταβαίνουν εις Αθήνας να παρακολουθούν τας προό­δους της επιστήμης […] Θεραπεία των λεπρών πρέπει να αρχίση και να εφοδιασθή το Λεπροκομείον με επιδεσμικόν υλικόν και φάρμακα […]. Πρό παντός όμως και κυρίως έχει μεγάλην αξίαν δια τους δυστυχισμένους αυτούς ασθενείς η ψυχική εντύπωσις μίας τοιαύτης προσπάθειας προς θεραπείαν. Εξ’ άλλου τοιουτοτρό­πως θα μετέβαινον ευχαρίστως και αυτοβούλως οι διά­φοροι λεπροί, οι διαμένοντες και αποκρυπτόμενοι εν Κρήτη και τη λοιπή Ελλάδι αυτόσε, όταν εγνώριζον, ότι θα υπεβάλλοντο εις ειδική θεραπείαν» (Έκθεσις του Καθηγητού Ζεϋφάρτ περί του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας, όπως αναφέρεται στο Καταπότης 1933β: 78-79).

Λίγο αργότερα, ο Νομάρχης Λασιθίου (1927) ανέφερε στο Βενιζέλο σχετικά με την ακαταλληλότητα του λεπροκομείου Σπιναλόγκας:

«Ξηρός και απότομος βράχος εν τη θαλάσση, περιτειχισμένος με ολίγας κατοικίας ως τρώγλας εντός του βρά­χου, δεν δύναται να εξυπηρετήσει έστω και κατ ελάχιστον τας ανάγκας τοιούτου ιδρύματος. Και ως ειρκτήν καταδίκων και ως τάφος ακόμη είναι ανεπαρκής. […] Μόνο η μεγάλη φαντασία του Δάντη θα ηδύνατο να περιγράψη, ότι υπέρ τα διακόσια άθλια ανθρώπινα πλά­σματα […] έχουν εκεί εγκαθειρχθή εν πλήρει απογνώσει, άνευ συναισθήσως ηθικών ή και γραπτών νόμων» {Επιστολήν του Νομάρχη Λασηθίου κ. Αναγνωστάκη προς το Υπουργείον Υγιεινής Προνοίας και Αντιλήψεως, όπως παρατίθεται στο Καταπότης 1933β: 76).

Ο Γάλλος ιατρός Κάρολος Νικόλ9 (1927) επεσήμαινε κυρίως το πρόβλημα της ομογενοποιητικής λογικής και των πρόχειρων διαγνώσεων της ασθέ­νειας και των σεξουαλικών παρενοχλήσεων των γυναικών από τους άνδρες. Τόνιζε την ανυπαρξία αστυνομικού ελέγχου και την ύπαρξη αποδράσεων και αυτοκτονιών. Ο καθηγητής Νικόλ πρότεινε το κλείσιμο του ιδρύματος ως το μόνο ουσιαστικό και αποτελεσματικό μέσο βελτίωσης της κατάστασης των ασθενών:

«Η μοίρα, η οποία έχει την τέχνη να επιδεινώνει τα βασανιστήρια της, προσθέτει εις την τραγωδία της αρρώστια την τραγωδία της πλήξεως. Γιατί να εργασθούν οι λεπροί; Κανένα αντικείμενο δεν μπορεί να εξέλθει από το νησί, και κάθε λεπρός πληρώνεται 25 δραχμάς την ημέρα, εκτός των βοηθημάτων που λαμβά­νει από την οικογένεια του, αν αυτή είναι εύπορος εννο­είται. Τρία καταστήματα, τα οποία ανανεώνουν τας προ­μήθειας των διά θαλάσσης, αυστηρώς κλειδωμένα, ανοίγουν ωρισμένας ημέρας εις την προκυμαίαν και οι λεπροί αγοράζουν ότι χρειάζονται. […] Ως μόνη διασκέδασι και απασχόλησι, ελλείψει εργασίας, κοιτάζουν την θάλασσα, παίζουν μερικά παιχνίδια, μερικά όργανα μουσικής. Τον περισσότερο όμως καιρό καταριούνται την τύχη τους, πίνουν μεθούν, τσακώνονται και αγα­πούν. Όταν επεσκεφθήκαμε το νησί, δεν εγένετο ούτε της λέπρας κάν συστηματική νοσηλεία. Στον τραγικό αυτόν τόπο, ενώ περπατούμε, ακολουθούμενοι, περιστοιχιζόμενοι από όλον τον απρόβλητον πληθυσμόν, δύο ερωτή­ματα προβάλλουν εις την συνείδηση μας: και αν από απροσεξία υπάρχει μεταξύ των εγκάθειρκτων αυτών και κανένας υγιής; Ποια θα είνε η ζωή του και πόση η απελ­πισία του, αν το ξεύρη! Και μεταξύ των ελαφρότερα προσβεβλημένων (διότι αι πρώται εκδηλώσεις της λέπρας είναι ελαφραί) πόσοι δεν θεωρούν τους εαυτούς των αδίκως κλεισμένους εις το νησί, καταδικασμένους να περάσουν όλη των την ζωή εκεί μέσα! Και φανταζόμεθα τις νύκτες στο νησί, τους τρόμους και τις επαφές της. Δεν πρόκειται περί φαντασιώσεων. Ευρήκαμε έναν άνδρα, πιθανώτατα απρόσβλητον, και μας εψιθύρισε, ότι μία νεαρή γυναίκα ηυτοκτόνησε, μόλις προσβεβλη­μένη απ’ την αρρώστια, τρομαγμένη από ωρισμένας καταδιώξεις. Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα και επνίγηκαν για να γλυτώσουν από την φριχτήν φυλακή, αλλά και μερικοί κατόρθωσαν κολυμβώντες να φύγουν. Είνε καιρός, προς τιμήν της Ελλάδος, ευγενούς και δραστή­ριου έθνους, η οποία αξίζει την φιλίαν και την εκτίμησίν μας, να εξάλειψη το αίσχος της Σπιναλόγκας» (Νικόλ Κ., «Σπιναλόγκα: Η Νήσος των Λεπρών», όπως παρα­τίθεται στο Καταπότης 1933β: 73-74).

Μετά από τις εκθέσεις, ειδικότερα μετά το 1928, ξεκίνησαν κάποιες ουσιαστικές προσπάθειες βελτίω­σης των συνθηκών διαβίωσης. Ανεγέρθηκαν νέα κτί­ρια που όμως δεν λειτούργησαν πλήρως. Παράλληλα επιχειρήθηκε μια προσπάθεια πλήρους ιατρικοποίησης του ζητήματος της λέπρας. Για παράδειγμα, η συζήτηση για την ανέγερση κλινικού και πειραματι­κού επιστημονικού εργαστηρίου για την καταπολέμη­ση της νόσου του Χάνσεν στην κοινότητα Πλάκας, η οποία βρίσκεται απέναντι από τη Σπιναλόγκα, ξεκί­νησε τη χρονική περίοδο 1928-1929. Το κλινικό εργα­στήριο, τελικά, για λόγους ιατρικών σκοπιμοτήτων και πιέσεων από τις εύπορες οικογένειες των Αθηνών εγκαινιάστηκε στις 13 Απριλίου 1929 στην Αθήνα (Βοπιο 1993: 150 & Ζερβογιάννης 1994β: 114-115).

Τη δεκαετία του 1930 η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπάθησε να δημιουργήσει, σε συνεργασία με κάποια Αντιλεπρικά Ινστιτούτα του εξωτερικού, επι­στημονικές επιτροπές από Έλληνες και αλλοδαπούς επιστήμονες (δερματολόγους, αφροδισιολόγους κτλ.). Οι ερευνητές θα διερευνούσαν κλινικά και εργαστηριακά τη λέπρα και θα οργάνωναν ένα Αντιλεπρικό κλινικό εργαστήριο στην κοινότητα της Πλά­κας, η οποία βρίσκεται απέναντι από τη νησίδα Σπιναλόγκα. Αντί για το εργαστήριο, το οποίο ουδέποτε ιδρύθηκε, το 1929 δημιουργήθηκε ο Αντιλεπρικός Σταθμός Αθηνών (Ζερβογιάννης 1994β: 114-115).

Οι συνθήκες ζωής, σίτισης, στέγασης και επικοινωνίας με τον έξω κόσμο και κατά δεύτερο λόγο οι συνθήκες υγειονομικής φροντίδας ή θεραπείας των ασθενών φαίνεται ότι ξεκίνησαν να βελτιώνονται αισθητά μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Στις συντελούμενες αλλαγές πιθανότατα συνεισέφερε ο ερχομός στο νησί ενός λεπρού δικηγόρου από σχετι­κά πλούσια οικογένεια της περιοχής, του Ε. Ρεμουντάκη. Ο νεαρός επιστήμονας προσπάθησε και με τη βοήθεια των άλλων, κυρίως ανδρών, συνασθενών του κατάφερε να συμβάλλει στη συγκρότηση μιας πολιτικής κοινότητας με εκλογές, αντιπροσώπους και συνδικαλιστικά όργανα.10 Το εγχείρημα της επικοινω­νίας των λεπρών με τον έξω κόσμο συμπορεύτηκε με την ταυτόχρονη προσπάθεια συγκρότησης μιας κοι­νότητας με κοινή αίσθηση του «ανήκειν και του αγωνίζεσθαι» για συλλογικούς σκοπούς. Το ενδιαφέρον για την παρουσίαση ενός φυσιολογικού εαυτού προς τους «έξω» φαίνεται ότι επικράτησε ως μια από τις πρώτες προτεραιότητες της κοινότητας των ασθενών.

Η τοπική εφημερίδα Ανατολή” φιλοξένησε ευχαριστήριο άρθρο των ασθενών, υπογεγραμμένο από τον Ε. Ρεμουντάκη, πρόεδρο της Επιτροπής Λεπρών Σπιναλόγκας, στο οποίο ευχαριστούσαν το νέο Διοικητικό Συμβούλιο του λεπροκομείου και το νομάρχη Λασιθίου για το ενδιαφέρον τους και την ακρόαση των αιτημάτων τους. Σε άλλο άρθρο της ίδιας εφη­μερίδας, που υπογράφονταν από τον Ν. Μπαρούνη, μέλος της Επιτροπής Λεπρών Σπιναλόγκας, το μοτίβο ήταν ανάλογο:

«Ευχαριστούμε θερμά την τοπική κοινωνία του Αγίου Νικολάου, τις αρχές και μερικούς ιδιώτες για την συγκινητική τους επίσκεψη που μας έκανε από ζωντανούς- νεκρούς μέσα στον απαίσιο τάφο μας να χαμογελάσου­με και να ευφρανθούμε λόγω της συμπόνιας, του βάλσαμου και της στοργής που μας έδειξαν. Η ορφάνια, η κοινωνική απομόνωσις-θάνατος, το αξιοθρήνητο κατάντημα μας, το ψυχικό μας μαρτύριο απαλύνθηκε και μειώθηκε από την χριστιανική χαρά που μας γέμισε η επίσκεψη».11

Η εφημερίδα Ανατολή δημοσίευσε και άλλες ευχαριστήριες καταχωρήσεις, που τόνιζαν τη φιλάνθρωπη επίσκεψη της συζύγου του νομάρχη, των στρατιωτικών και αστυνομικών αρχών και την εκμάθηση της χρήσης ραδιόφωνου. Στις σχετικές καταχωρήσεις εντύπωση προκαλούσε η πληθώρα των επαινετικών σχολίων και των ευγενικών χαρακτηρι­σμών («άφθαρτος ευγνωμοσύνη», «στοργικό κρατικό ενδιαφέρον») προς τις διοικητικές αρχές και η εμπιστοσύνη προς τους κρατικούς φορείς.13

Η κατοχή

Η έλευση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου14 και η ιταλογερμανική κατοχή ανέστρεψαν και βασικά ακύρωσαν τις προηγούμενες προσπάθειες. Το κυριότερο μέλη μα των ασθενών έγινε ξανά η φυσική επι­βίωση και η προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Το κρατικό επίδομα διακόπηκε και οι εμπορικές συναλ­λαγές με την έξω κοινότητα σταμάτησαν ή γινόταν κυρίως σε είδος. Οι Ιταλοί επέδειξαν μια σχετικά μικρή ανοχή στους ασθενείς, οι οποίοι κολυμπώντας έβγαιναν απέναντι στην Πλάκα και ζητιάνευαν. Η κατάσταση ήταν αρκετά δύσκολη και οι ασθενείς διεκδίκησαν να συμπεριληφθούν στη δύναμη των στρατευμάτων κατοχής ώστε να εξασφαλίζουν του­λάχιστον την αναγκαία ποσότητα τροφής. Το αίτημα των ασθενών ικανοποιήθηκε, αφού πρώτα προηγήθηκε η επίσκεψη Ιταλών και Ελλήνων αξιωματούχων στο νησί για να διερευνηθεί η κατάσταση (Ρεμουντάκης 1973: 150-155 & Οτΐνεί 2002: 74-76).

Με την έλευση των Γερμανών οι συνθήκες διαβίωσης των ασθενών φαίνεται ότι δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο. Το φρουραρχείο Κρήτης κοινο­ποίησε διαταγή με την οποία σημειωνόταν με έμφα­ση ότι ο οποιοσδήποτε δραπέτης χανσενικός θα εκτελούνταν με τουφεκισμό (Ρεμουντάκης 1973: 157 & Ζοτδαδ 1999: 45). Οι ασθενείς μάλλον αφέθηκαν στη τύχη τους και κάποιοι από αυτούς εκτελέστηκαν, όταν βγήκαν να ζητιανέψουν. Κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής ο υποσιτισμός των ασθενών ήταν διαρκής και κάποιοι από τους λεπρούς δεν άντεξαν και υπέκυψαν. Προκειμένου να επιβιώσουν οι χανσενικοί κατέφυγαν στην ανταλλαγή με είδος. Έτσι τα κρεβάτια που απέμεναν στα ακατοίκητα σπί­τια ανταλλάσσονταν με λάδι ή τροφή. Οι λεπροί παρασκεύαζαν επίσης σαπούνι με στάχτη και ελαιό­λαδο, σε ποσότητα ικανή να προμηθεύσει όλη την περιοχή (Ζοτύαδ 1999: 45 & Οτίνοί 2002: 74-76).

Το 1942 οι ασθενείς αποφάσισαν να βγάλουν όλα τα υγιή παιδιά στη στεριά και να βάλουν φωτιά στο νησί διαμαρτυρόμενοι για άλλη μια φορά για τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης. Οι δυνάμεις κατοχής μοίρασαν εκ νέου τρόφιμα στους λεπρούς για να μην πραγματοποιήσουν την απειλή τους. Οι έγκλειστοι προσπάθησαν ξανά να διαπραγματευθούν με τις δυνάμεις κατοχής την ένταξή τους στη δύναμη των στρατευμάτων κατοχής για λόγους επιβίωσης. Τελι­κά το κατόρθωσαν μετά το Μάρτιο του 1943 και κάποιοι από αυτούς κατάφεραν να επιβιώσουν (Ρεμουντάκης 1973: 157 & Ζοιό&δ 1999: 45 & Οτΐνεί 2002: 74-76).

Ολοκληρώνοντας την παρούσα ενότητα, υπογραμμίζεται ότι μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα (1913) υπήρξαν αλλαγές στο λεπροκομείο Σπιναλόγκας (επιδιόρθωση ζημιών, προσθήκη και ανέγερση κτιρίων, αύξηση επιδομάτων κτλ.). Οι αλλαγές κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της αύξη­σης της ιατρικής εξουσίας, αλλά δε φαίνεται να μετασχημάτισαν ριζικά την κατάσταση ιατρικής φροντίδας, διαβίωσης και σίτισης που επικρατούσε στην κοινότητα. Την περίοδο 1913-1944 το λεπρο­κομείο εξακολουθούσε να κινείται περισσότερο στην κατεύθυνση του εγκλεισμού και της κοινωνικής απο­μόνωσης και λιγότερο στην κατεύθυνση παροχής σοβαρής ιατρικής φροντίδας και νοσηλευτικής αρω­γής στους πάσχοντες. Καταβλήθηκαν προσπάθειες ενίσχυσης και βελτίωσης του ιδρύματος, κυρίως σε επίπεδο υποδομών και εγκαταστάσεων και διαφάνη­κε μια συνολικότερη τάση προόδου σχετικά με το ζήτημα της διαβίωσης αλλά όχι της θεραπείας. Οι διαδικασίες που άρχισαν, στις οποίες οι ασθενείς ξεκίνησαν να έχουν ενεργό ρόλο από τα τέλη της δεκαετίας του 1930, ακυρώθηκαν από τον πόλεμο και την κατοχή.

Η Περίοδος από την Απελευθέρωση μέχρι το
Κλείσιμο του Λεπροκομείου (1944-1957)

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 (1948-1949) και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η κατάσταση στο λεπροκομείο ξεκίνησε να βελτιώνεται στο επίπεδο των κτιριακών υποδομών αλλά όχι στο επίπεδο παροχής ιατρικής φροντίδας και νοσοκομειακής περίθαλψης προς τους πάσχοντες. Η καταβολή του επιδόματος επανήλθε σταδιακά έστω και αν η αξία του είχε μειωθεί δραματικά λόγω υψηλού πληθωρι­σμού. Μετά από προσπάθειες τόσο της διοίκησης όσο και της κοινότητας ασθενών έφθασαν στο νησί δύο ασθενοφόρα για τη μεταφορά των λεπρών σε νοσοκομεία της περιοχής και μια γεννήτρια για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος (Οτΐνεί 2002: 76-78). Το 1948 χτίστηκαν δύο καινούργιες πτέρυγες για τη φιλοξενία των χανσενικών και τα περιοριστικά μέτρα φαίνεται να χαλάρωσαν ελαφρώς, αφού η φυλακή φιλοξενούσε κυρίως το σωματείο των λεπρών (Ζερβογιάννης 19956: 83-93).

Η ζωή στο ίδρυμα έγινε κάπως καλύτερη από άποψη διαβίωσης και σίτισης αλλά το μεγάλο πρό­βλημα εξακολουθούσε να παραμένει η θεραπεία και η ιατρική φροντίδα, η οποία παρέμεινε ανεπαρκής όλα τα χρόνια λειτουργίας του λεπροκομείου. Η διεύθυνση του θεσμού αποδέχτηκε το αίτημα των ασθενών και τους επέτρεψε να κατασκευάσουν μικρές βάρκες για να ψαρεύουν και να κάνουν λεμ­βοδρομίες γύρω από τη νησίδα (Ζερβογιάννης 1992: 3-36 & Βοτηε: 1993: 235).

Οι βάρκες χρησιμοποιήθηκαν για νυχτερινές αποδράσεις, αλλά και για τη μυστική επικοινωνία με εκπροσώπους του τοπικού Τύπου (Ζερβογιάννης 1992: 3-36 & Καταπότης 1993: 11-19). Ένα εξαιρε­τικά σημαντικό γεγονός στη ζωή της κοινότητας ασθενών Σπιναλόγκας υπήρξε η ανακάλυψη και η εφαρμογή των αντιλεπρικών φαρμάκων’ μετά το 1940 και η ουσιαστική εφαρμογή τους μετά τον Ιανουάριο του 1948, οπότε σταδιακά άρχισε και η χορήγηση εξιτηρίων στους δικαιούχους15 (Ζερβόγιάννης 1992: 3-36 & Βοτπο: 1993: 235). Η εκ νέου εξέταση κάποιων θεωρούμενων ως λεπρών προκειμένου να χορηγηθούν εξιτήρια αποκάλυψε ότι υπήρ­χαν άτομα που είτε είχαν εγκλειστεί κατά λάθος χωρίς να έχουν ποτέ προσβληθεί από την ασθένεια είτε υπήρχαν περιστατικά φυματιώδους μη μεταδοτι­κής λέπρας, για τα οποία δεν υπήρχε λόγος απομό­νωσης στο λεπροκομείο.16 Τελικά μέσα σε έξι μήνες, 230 χανσενικοί με τη βοήθεια φαρμακευτικής αγω­γής και καλής διατροφής αποθεραπεύτηκαν (Ρεμουντάκης 1973: 161 & Καταπότης 1993: 11-19).

Παρ’ όλη τη βελτίωση της κατάστασης οι ασθε­νείς συνέχισαν να διαμαρτύρονται διεκδικώντας αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής, φάρμακα και θεραπευτι­κή αγωγή. Από το Σεπτέμβριο του 1952 η ελληνική κυβέρνηση προώθησε τη σταδιακή κατάργηση όλων των λεπροκομείων και λωβοκομείων και αποφάσισε την ανέγερση ενός κεντρικού θεραπευτικού ιδρύμα­τος κοντά στην Αθήνα που θα συνεργαζόταν στενά με την Ιατρική Σχολή και στο οποίο θα διεξαγόταν επιστημονική έρευνα. Στις 20 Ιανουάριου 1953 τριά­ντα λεπροί εξεγέρθηκαν, άρπαξαν τη λέμβο υπηρε­σίας και βγήκαν στην Πλάκα για συναντήσουν τις αρχές και να εκθέσουν τα αιτήματα της κοινότητας ασθενών (Βοτηο 1993: 85). Στις 29 Ιανουάριου 1953, ο υπουργός Υγείας αύξησε το επίδομα των ασθενών σε 15000 δραχμές, γεγονός το οποίο δεν ικανοποιού­σε παρά ένα ελάχιστο μέρος των αιτημάτων που είχαν υποβάλει οι ασθενείς (Βοτηε 1993: 255). Στις 13 Φεβρουάριου 1953 οι ασθενείς ξεκινούν απεργία πείνας για να τεθεί ο θεμέλιος λίθος σε ένα καινούρ­γιο θεραπευτικό κέντρο στην Αθήνα. Στις 16 Φεβρουάριου 1953 ο γιατρός του ιδρύματος επεσήμανε σε έκθεση του στο Υπουργείο Υγείας:

«Μας στείλατε πάλι αναρχικούς λεπρούς από την Αθήνα. Οι δυο καινούργιοι με τη βοήθεια του υφιστά­μενου πυρήνα διεγείρουν τα πνεύματα [….] Πρέπει να απομακρυνθούν από εδώ πάση θυσία γιατί αλλιώς θα αντιμετωπίσουμε νέα προβλήματα (Εκθεση Ιατρού Λεπροκομείου Σπιναλόγκας προς το Υπουργείο Υγιει­νής», όπως παρατίθεται στο Οήνβί 2002: 86).

Την Πρωτομαγιά του 1953 οι απείθαρχοι ασθενείς μεταφέρθηκαν στη Σάμο και τη Χίο. Η κατάσταση δεν εκτονώθηκε και η αντιπαράθεση ανάμεσα σε διοίκηση και μερίδα των ασθενών που επιζητούσαν την κατάργηση του λεπροκομείου συνεχίστηκε. Μετά από τις συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις, ο υπουργός Υγιεινής Πολυζωγόπουλος με το νόμο 3369 «Περί Μέτρων προς Καταπολέμησιν της Λέπρας»17 (23 Σεπτεμβρίου 1955) επέτρεψε την κατ’ οίκον18 νοσηλεία των ασθενών (Βοτπε 1993: 255-256 & Όπνεί 2002: 84-86). Το Μάρτιο του 1956 αντι­προσωπεία του Υπουργείου Υγιεινής με επικεφαλής τον υπουργό Πολυζωγόπουλο και μέλη τους βουλευ­τές, τους νομάρχες και τους νομίατρους του νησιού έφθασαν στη Σπιναλόγκα.

Στη νησίδα Αντιπροσωπεία ασθενών19 με επικεφα­λής τον Ε. Ρεμουντάκη δήλωσαν ότι το μοναδικό τους αίτημα ήταν να φύγουν από τη Σπιναλόγκα «ζωντανοί και πεθαμένοι» (Ρεμουντάκης 1973: 163). Τελικά, τον Ιούλιο του 1957 οι τελευταίοι περίπου τριάντα λεπροί μεταφέρθηκαν υποχρεωτικά στον Αντιλεπρικό Σταθ­μό του (τότε) Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων20 στην Αθήνα, όπου οι συνθήκες, τουλάχιστον αρχικά, δεν ήταν πολύ καλύτερες από τη Σπιναλόγκα21 (Βοτηε 1993: 257 & Οτΐνβΐ 2002: 101-102).

Συμπεράσματα

Στο κεφάλαιο που προηγήθηκε, παρουσιάστηκε με συνοπτικό τρόπο ο τρόπος ζωής των χανσενικών στα διάφορα χωριά, στα οποία διαβιούσαν, πριν τη δημιουργία του λεπροκομείου Σπιναλόγκας. Στη συνέχεια εκτέθηκε αναλυτικά το ζήτημα της ίδρυσης του θεσμού και περιγράφηκε η ζωή των ασθενών στις διάφορες φάσεις της λειτουργίας του. Από την ανά­λυση του εμπειρικού υλικού αναδείχθηκε ότι ο βασι­κότερος λόγος εγκατάστασης του ιδρύματος στη Σπιναλόγκα ήταν οι οικονομικοί περιορισμοί που αντι­μετώπιζε η νεοσύστατη Κρητική Πολιτεία. Παράλ­ληλα διαφάνηκε μια συμπληρωματική πρόθεση χωρι­κής εκδίωξης των Μουσουλμανικών οικογενειών και ένα ξεκάθαρο αίτημα κοινωνικής απομόνωσης των λεπρών από την υπόλοιπη υγιή κοινότητα.

Όταν ιδρύθηκε το λεπροκομείο αποτελούσε σε επίπεδο ιδρυτικών διακηρύξεων και προγραμματικής ρητορείας ένα σαφές εγχείρημα εκσυγχρονιστικής και ιατρικοκεντρικής διαχείρισης της ασθένειας και των φορέων της. Η προσπάθεια ήταν εναρμονισμένη με τους θεσμούς και τις πρακτικές που επικρατούσαν την ίδια περίοδο στην Ευρώπη.22 Στην πράξη το λεπροκομείο απείχε αρκετά από τα αντίστοιχα ευρω­παϊκά ιδρύματα σε επίπεδο ιατρικής φροντίδας, νοσηλευτικής περίθαλψης, κλινικού πειραματισμού και συνθηκών διαβίωσης για τους ασθενείς. Το ίδρυ­μα δεν είχε τα ίδια χαρακτηριστικά σε όλα τα χρόνια της λειτουργίας του. Ενώ στο επίπεδο της θεωρίας και των διακηρύξεων συγκρότησε ένα νεωτερικό θεσμικό μόρφωμα, στο επίπεδο της λειτουργίας του συνυπήρχαν όψεις τόσο παραδοσιακών όσο και νεώτερων αντιλήψεων για την ασθένεια και τους φορείς της. Η ενδιαφέρουσα συνύπαρξη του «παλαιού» με το «καινούργιο» αποτυπώθηκε περισσότερο έντονα μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του 1930, αλλά εξακολουθούσε να ανιχνεύεται σε όλα τα χρόνια της λειτουργίας του.

Το λεπροκομείο Σπιναλόγκας αποτέλεσε σημείο θεσμικής κρυστάλλωσης μιας διαδικασίας σταδιακής εκχώρησης της αρμοδιότητας διαχείρισης της ασθέ­νειας και των φορέων της από την παραδοσιακή κοι­νότητα στους κρατικούς θεσμούς. Στο εσωτερικό του, δημιουργήθηκε ένας διατεταγμένος κοινωνικός κόσμος που είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια του μισού αιώνα της λειτουργίας του. Η κοινότητα ασθενών φαίνεται ότι, ειδικότερα μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930, ενεργοποιήθηκε περισ­σότερο. Παράλληλα ξεκίνησε να διεκδικεί πιο δυνα­μικά και αποτελεσματικά αξιοπρεπείς συνθήκες ιατρικής φροντίδας, νοσηλευτικής αρωγής και καθη­μερινής διαβίωσης.23 Έτσι στη νησίδα του αποκλει­σμού και της απαξίωσης, δημιουργήθηκε ένα ζωντα­νό δίκτυο κοινωνικών σχέσεων, διαντιδράσεων και επαφών με πολλαπλά επίπεδα τυπικών και άτυπων δραστηριοτήτων.

Βιβλιογραφία

Άμποτ Γ. Ν., 2003, Γη και Νερό, Αθήνα, Πόλις.

Δανδουλάκης Κ., 1993, Τα Δέκα Χρυσά Δουκάτα της Σπιναλόγκας, Άγιος Νικό­λαος.

Ευαγγέλου X., 1948, «Η Λέπρα εν Ελλάδι», Αρχεία Υγιεινής, 1-6: 1-21.

Ευσταθιάδης Μ., 1958, «Κατά της Λέπρας και όχι κατά των Λεπρών», Ανακοί­νωση στη 5η Παγκόσμια Μέρα Χανσενικών εις της Ελλάδα, Σύνδεσμος Χαν­σενικών, Αθήνα.

Ζερβογιάννης Ν., 1992, «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα», Αμάλθεια, 23, (90-93): 3- 36.

Ζερβογιάννης Ν., 1993, «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα», Αμάλθεια, 24, (94-97): 3- 44.

Ζερβογιάννης Ν., 1994α, «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα», Αμάλθεια, 25, (98-99): 3-39.

Ζερβογιάννης Ν., 1994β, «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα», Αμάλθεια, 25, (100- 101): 103-120.

Ζερβογιάννης Ν., 1995α, «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα», Αμάλθεια, 26, (102- 103): 3-15.

Ζερβογιάννης Ν., 1995β, «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα», Αμάλθεια, 26, (104- 105): 83-93.

Ζερβογιάννης Ν., 1996, «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα», Αμάλθεια, ΣΊ, (108-109): 107- 126.

Καζαντζάκη Γ., 1981, Οι Αεπροί. Η Άρρωστη Πολιτεία, Θεσσαλονίκη.

Κάραλης Γ., 1975, «Η Σπιναλόγκα Ρημάζει Μέσα στην Ερημιά της, Ταχυδρό­μος, 36 (1118): 53-61.

Καταπότης Γ., 1993, «Ζωντανοί-νεκροί ήταν οι Λεπροί στη Σπιναλόγγα», Κρήτη, 201: 11-19.

Καταπότης Μ., 1933α, «Η Σπιναλόγκα», Μέσων, Β’: 1-36.

Καταπότης Μ., 1933β, «Η Λέπρα εν Κρήτη», Μέσων, Β’: 37-194.

Καταπότης Μ., 1937, «Δια την Ιστορίαν της Λέπρας εν Κρήτη», Μέσων, ΣΤ’: 127-128.

Κοκκινάκης I., 2007, «Πρόνοια και Φιλανθρωπία στην Ελλάδα τον 19ο Αιώνα», στο: Δίκαιος Κ., (επιμ.), Ιστορία της Κοινωνικής Πρόνοιας, Αθήνα, Δαρδανός, (Υπό Έκδοση).

Κορασίδου Μ., 1992, «Οι Φιλάνθρωποι Μιλούν για τους Φτωχούς», Ιστορικά, 17: 385-404.

Κορασίδου Μ., 2002, Όταν η Αρρώστια Απειλεί. Επιτήρηση και Έλεγχος της Υγείας του Πληθυσμοέ στην Ελλάδα του 19ου Αιώνα, Αθήνα, Τυπωθήτω.

Κορνάρος Θ., 1956, «Αά Πίασι», Σπιναλόγκα, Αθήνα, Άτλας.

Μοσχόβη Γ., 2005, Σπιναλόγκα, Αθήνα, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και

Απαλλοτριώσεων.

Μπουρνόβα Ε., 1998, «Λεπροί και Λεπροκομείο» στο Ιστορικό & Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνης (επιμ.), Ρέθυμνο 1898-1913. Από την Αυτονομία στην Ένωση, Ρέθυμνο, Ιστορικό & Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνης: 67-78.

Πλουμπίδης Δ., 1983, «Εισαγωγικά γύρω από την Εγκατάσταση της Ψυχιατρι­κής στην Ελλάδα», Σύγχρονα Θέματα, 19 (Οκτ.-Δεκ.): 21-29.

Ρεμουντάκης Ε., 1973, Αϊτός Χωρίς Φτερά, Αυτοβιογραφία, Αθήνα.

Σαββάκης Μ., 2007, «Νόσος του Χάνσεν και Κοινωνικός Μετασχηματισμός», Σύναψις, 5: 70-84.

Σαββάκης Μ., 2006, Εγκλεισμός, Στίγμα, και Βιογραφικές Διαδρομές. Το Λεπρο­κομείο Σπιναλόγκας ως Κοινωνικός Θεσμός και η Ασθένεια ως Βιωμένη Εμπειρία, Ρέθυμνο, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα, Κοινωνιολογίας.

Σαββάκης Μ., 2003, «Η Βιογραφική Έρευνα ως Εναλλακτικό Ερευνητικό Εγχείρημα και ως Μεθοδολογικό Διάβημα: Πλεονεκτήματα και Όρια», Δοκιμές, 11-12: 65-87.

Σαββάκης Μ., & Τζανάκης Μ., 2006, «Βιογραφική Ρήξη και Ιδρυματισμός: Θεσμικές και Αφηγηματικές Διαστάσεις μιας Κοινωνικής Διαδικασίας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 120 Β’: 37-64.

Σαββάκης Μ. & Τζανάκης Μ., 2002, «Ιδρυματικοί Κοινωνικοί Θεσμοί, Συγκρότηση Μεθορίων και Διαδικασίες Προβληματικοποίησης. Το Ψυχια­τρείο Λέρου και το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας», Τετράδια Ψυχιατρικής, 79: 62-77.

Τζαβάρας Θ., 2007, «Σπιναλόγκα», Σύναψις, 5: 86-91.

Τζανάκης Μ., 2006, «Τεχνικές του Σώματος, Τεχνικές του Εαυτού. Η Ηθική Διάσταση της Χρόνιας Ασθένειας», Ουτοπία, 72: 67-80.

ΒοηαΓο I. Ε., 1985, «ΤΙιο ΗΪ8ίοτγ ο£ΕερΓθδγ», Αεία ΤβρΓοΙοξίεα, Σ. 95-100 Βοτηο Μ., 1993, Τα (ΜηβΓβ Ιη/βοΐίβιιεβ, ΕΆίεβ, Υβνβγ

Βουτηονα Ε., 1996, «8ηηίό Ριώΐίφίο εΐ Θοτρδ Μέύΐεαΐ εη Τταηδΐάοη: Εε Θ38 άε 1π θείε ηιι Όεόιιΐ άιι ΧΧε δΐεείε», ΑηηαΙβε άβ Οέπιο^εαρύΐε ΗΕίοήηιιε’. 119-136.

Εοιιε3ΐι1ΐ Μ., 1984, «Ο£ ΟίΙιεΓ δρ3εε§. ΗεΙετοίορΪ38», ΑηΜβεΐιΐΓβ Οοηΐίηιιίίέ, 3: 23-34.

Οήνεί Ζ., 2002, Η Νόσος του Χάνσεν στην Ελλάδα και στην Κρήτη κατά τον 20° Αιώνα. Ψυχοκοινωνιολογικές Επιπτώσεις, Άγιος Νικόλαος, Κ.ΕΠ.ΑΝ.ΕΛ.

Εεε1ιΐ3ΐ Μ. Ε, 1973, «Ερίάεηιΐο1θβγ ο£ Εερτοδγ ΐη ΐΗε Ε38ί 100 Υε3Γδ», ΙηΐβεηαΙίοηαΙ ΔοιίΓηαΙ ο/Εβρεοεγ, 3: 298-306.

ΖοτΙ)38 V., 1999, 8ρΐηαΙοη%α. ΤΊιε ΙεΙβ ο/θιβ Θαηιηβά, Εοηάοη, Ρεη^ιιΐη.

  • Ο δικηγόρος Ρεμουντάκης ήταν τελειόφοιτος της Νομικής Αθηνών που εγκλείστηκε στην νησίδα κοντά στα μέσα της δεκαετίας του 1930 μετά από κυνηγητό από την αστυνομία. Στην αυτοβιογραφία του, η οποία ολοκληρώθη­κε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ανασυγκροτείται με γλαφυρότητα το βίωμα της ασθένειας και του κοινωνικού εκτοπισμού. Η αυτοβιογραφία του αποκτά ιδιαίτερη σημασία και αποτυπώνει, έστω διαμεσολαβημένα, την εμπει­ρία του λεπροκομείου μέσα από το βλέμμα ενός μορφωμένου ασθενή. Ο δικη­γόρος Ρεμουντάκης, γόνος σχετικά εύπορης οικογένειας της Ανατολικής Κρή­της, εμφανίζει τον εαυτό ως έναν από τους πρώτους έγκλειστους που παρακί­νησε αποτελεσματικά την κοινότητα να οργανωθεί. Με τη δημιουργία του συν­δέσμου λεπρών, οι ασθενείς κατόρθωσαν σταδιακά να βελτιώσουν τις συνθή­κες διαβίωσης τους και να πετύχουν αξιοπρεπέστερους όρους σίτισης, στέγασης και επικοινωνίας, χωρίς πάντως να επιλύσουν το ζήτημα της ιατρικής φροντίδας και θεραπείας. Οι προσπάθειες του Ρεμουντάκη να οργανώσει τους λεπρούς της Σπιναλόγκας φαίνεται ότι αναγνωρίστηκαν από τους συνασθενείς του. Έτσι εκλέχθηκε πρόεδρος του πρώτου συλλόγου που ίδρυσαν οι ασθενείς στη Σπι- ναλόγκα τον Ιούνιο του 1936. Ο σύλλογος ασθενών, ο οποίος ονομάστηκε «Αδελφότης Ασθενών Σπιναλόγκας ο Άγιος Παντελεήμων», είχε καταστατικό, απαιτούσε καταβολή του ποσού των δέκα δραχμών με την εγγραφή και είχε επι­πλέον για τα μέλη του μηνιαία συνδρομή ύψους πέντε δραχμών (Ρεμουντάκης 1973: 132). Με συντονισμένες συλλογικές ενέργειες οι ασθενείς κατάφεραν να βελτιώσουν την κατάσταση των σπιτιών τους, να χτίσουν κάποια βοηθητικά κτίρια, να οργανώσουν προμηθευτικούς συνεταιρισμούς τροφίμων, να περιορί­σουν τη χαρτοπαιξία και την οινοποσία και να επιτύχουν τη θεσμική αναγνώρι­ση της κοινότητας ασθενών από τη διοίκηση (Ρεμουντάκης 1973: 138). Μέχρι την αποχώρησή του από το λεπροκομείο, όταν τερματίστηκε η λειτουργία του, ο δικηγόρος εκπροσωπούσε τους ασθενείς. Επίσης, αποτέλεσε έναν προνομια­κό συνομιλητή της κοινότητας ασθενών με τη διοίκηση του θεσμού τις δυνάμεις κατοχής και τις ελληνικές κρατικές αρχές.
  • Το ελληνικό κράτος είχε ήδη λάβει περιοριστικά μέτρα για τους λεπρούς με το διάταγμα «Περί Εμποδισμού της Μετάδοσης των Μολυσματικών Ασθε­νειών» της 31ης Δεκεμβρίου 1836 (31/12/1936, Φ.Ε.Κ. 83 Α’-12/1/1837). Εκτός από τη Σπιναλόγκα, λεπροκομεία υπήρχαν στη Χίο από το 1874 και στο Καρλόβασι Σάμου από το 1896 (Ανδριώτης 2006: 250). Σύμφωνα με την έκθε­ση του Ειδικού Υγειονομικού Επιθεωρητή Αφροδισίων και Δερματικών Νόσων του Υπουργείου Υγείας X. Ευαγγέλου, η πρώτη εισαγωγή ασθενή στο λωβοκο- μείο Χίου, το οποίο λειτουργούσε από την εποχή της Ενετοκρατίας, καταγρά­φθηκε το 1878. Το σύνολο των νοσηλευθέντων κατά την περίοδο λειτουργίας του (1874-1947) ανήλθε σε 228 πάσχοντες, εκ των οποίων 152 ήταν άνδρες και 76 γυναίκες. Το λωβοκομείο Σάμου Άγιοι Ανάργυροι ιδρύθηκε στις 23 Ιουνίου 1896 με το Νόμο 394 «Περί Συστάσεως Λωβοκομείου» (10/9/1886), της Σαμιακής Πολιτείας. Ακολούθησαν οι Νόμοι 508 «Περί Λωβών» (30/5/1890) και 783 «Περί Συντηρήσεως Λωβοκομείου» (18/3/1896), οι οποίοι ρύθμιζαν διοικητικά και άλλα τρέχοντα ζητήματα της λειτουργίας του ιδρύματος. Μετά την ενσωμάτωση της Σάμου στην Ελλάδα ακολούθησε το διάταγμα 39 «Περί Εισαγωγής Λωβιώντων εις το Λωβοκομείο Σάμου» (21/10/1917, Φ.Ε.Κ. 237 Α’-15/11/1917). Το σύνολο των νοσηλευθέντων στο λωβοκομείο Σάμου κατά τη διάρκεια λειτουργίας του (1896-1947) ήταν 297 πάσχοντες, εκ των οποίων 176 άνδρες και 119 γυναίκες (Ευαγγέλου 1948: 1-21).
  • Το ελληνικό κράτος θέσπισε στις 24 Ιουλίου 1920 το Νόμο 2450 «Περί Μέτρων προς Περιστολήν της Λέπρας» (Φ.Ε.Κ. 182 Α’-18/2/1920) που ρύθμι­ζε τις υποχρεώσεις των λεπρών. Η ρύθμιση απαγόρευε τους γάμους μεταξύ λεπρών ή μεταξύ λεπρών και υγιών, τη φοίτηση σε σχολεία, την επικοινωνία με τους υγιείς και επέβαλλε την απασχόληση τους σε διάφορες εργασίες ανάλογα με το βαθμό σωματικής τους ικανότητας.
  • «Το εν Σπιναλόγκα Λεπροκομείον», Ελπίς, 28/4/1921.
  • «Το εν Σπιναλόγκα Λεπροκομείον», Ελπίς, 5/5/1921.
  • «Το εν Σπιναλόγκα Λεπροκομείον», Ελπίς, 5/5/1921.
  • «Περί Οργανώσεως του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας εις Εκτέλεσιν Γνω- μοδοτήσεως της Επιτροπής Οικονομιών», Φ.Ε.Κ. 203 Α’-31/7/1925).
  • Ο Ζεϋφάρτ ήταν ένας Γερμανός ειδικός που προσκλήθηκε από την ελλη­νική κυβέρνηση για να προσφέρει τις γνώσεις του και να συνεισφέρει στην προσπάθεια ελέγχου της λέπρας.
  • Ο Νικόλ ήταν διευθυντής του ινστιτούτου Παστέρ της Τύνιδας.
  • Η Αδελφότητα Χανσενικών ήταν το σωματείο που προσέφερε βήμα λόγου στους πάσχοντες, αποτελούσε έναν τρόπο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο και μια ευκαιρία διεκδίκησης καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Ο σύλ­λογος, παρ’ όλες τις δυσκολίες που αρχικά συνάντησε, κατάφερε να συσπειρώ­σει τους λεπρούς και φαίνεται ότι συνεισέφερε αποτελεσματικά στις προσπά- θειές τους να αντιμετωπίσουν την απελπισία και να οργανώσουν καλύτερα τη ζωή τους. Ενδεικτικό της αλλαγής που επέφερε στις αντιλήψεις των ασθενών για την κατάσταση τους και της ικανότητας τους να βελτιώσουν τις συνθήκες, είναι το γεγονός ότι διαφοροποιήθηκε η στάση τους απέναντι στο θάνατο. Η άγνοια και η αδιαφορία φαίνεται ότι παραχώρησαν τη θέση τους στη συλλογι­κή διεκδίκηση, τη συνεύρεση και την αλληλεγγύη (Ρεμουντάκης 1973: 123- 132 & Οπνοί 2002: 71).
  • «Οι Λεπροί Ευχαριστούν», Ανατολή, 12/5/1938.
  • «Οι Λεπροί Ευχαριστούν», Ανατολή, 29/12/1938.
  • «Οι Λεπροί Ευχαριστούν», Ανατολή, 10/11/1939 & «Οι Λεπροί Ευχαρι­στούν», Ανατολή, 28/6/1939. Ίσως, όλες αυτές οι προσπάθειες βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης στο ίδρυμα, αλλά και οι ευχαριστήριες καταχωρήσεις στον τοπικό τύπο, να συνδέονται με την ύπαρξη του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και με τη λογοκρισία της εποχής.
  • Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος δημιούργησαν ένα πλήθος εξαθλιωμένων πολιτών. Στο εσωτερικό του περιλαμβάνονταν ετερό­κλητες κοινωνικές ομάδες όπως φτωχοί, επαίτες, ανάπηροι-θύματα πολέμου, ανήλικοι παραβάτες, πόρνες, αλκοολικοί, ψυχικά νοσούντες, ορφανά και απρο­στάτευτα παιδιά, άστεγοι και γενικά μια πλειάδα ατόμων ανεπιθύμητων για το κράτος (Πλουμπίδης 1983: 21-29 & Κορασίδου 1992: 385-404).
  • Η χορήγηση εξιτηρίων συνάντησε σοβαρά προσκόμματα και ισχυρές αντιδράσεις τόσο από μερίδα των ιατρών, που την έκριναν πρόωρη, όσο από μερίδα της τοπικής κοινωνίας και της εκκλησίας. Ο λόγος ήταν ότι ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας θεωρήθηκε ακόμα υπαρκτός και το σχετικό μέτρο πρόωρο (Ευσταθιάδης 1958: 39).
  • Σχετικά με το ζήτημα, η έκθεση του ιατρού Φωτινόπουλου, η οποία ανα­φέρει τρία συγκεκριμένα περιστατικά εγκλεισμού με απουσία νόσου, φαίνεται εξαιρετικά αποκαλυπτική: «Δίπλα σε περιπτώσεις που δικαιολογούν θεραπευτι­κή αγωγή υπάρχουν μετριοπαθή περιστατικά φυματιώδους λέπρας, μη μεταδοτι­κής, για τα οποία δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος απομόνωσης τους. Τέλος, ανακαλύψαμε μεγάλο αριθμό τροφίμων οι οποίοι δεν εμφάνιζαν οποιοδήποτε σημείο λέπρας, στο ιστορικό των οποίων δεν περιείχετο οτιδήποτε παρεμφερές και οι οποίοι δε μάθαμε ποτέ πως κατέληξαν και παρέμειναν επί σειρά ετών στο Λεπροκομείο» (Εκθεση Ιατρού Φωτινόπουλου, όπως παρατίθεται στο 6πνο1 2002: 80).
  • «Περί Μέτρων προς Καταπολέμησιν της Λέπρας», (Φ.Ε.Κ. 258 Λ 7 23/9/1955). Ο Νόμος 3369 έθεσε τις προϋποθέσεις μιας περισσότερο ανεκτικής πολιτικής απέναντι στους λεπρούς και έγινε δεκτός με αρκετή ικανοποίηση από τους ασθενείς. Το διάταγμα σφράγιζε και τυπικά την πλήρη ιατρικοποίηση της ασθένειας και σηματοδοτούσε την κατάργηση του λεπροκομείου, με τη μορφή που είχε στη Σπιναλόγκα ως χώρου εγκλεισμού και κοινωνικής απομόνωσης των ασθενών. Αυτό που προτάθηκε ήταν ένα ίδρυμα νέας μορφής με έμφαση στην κλινική και πειραματική ιατρική, το οποίο θα ήταν οργανωμένο με περισ­σότερο ορθολογικό και αποτελεσματικό τρόπο.
  • Η κατ’ οίκον νοσηλεία επιτρεπόταν, εφόσον διαπιστωνόταν από τις αρμόδιες αρχές ότι πληρούνταν όλοι οι όροι της δημόσιας υγιεινής. Επίσης, επεκτάθηκε ο θεσμός του εξιτηρίου και των αδειών στους θεωρούμενους ως ακίνδυνους ασθενείς. Ο ίδιος νόμος διατηρούσε ενεργές τις ρυθμίσεις για την υποχρεωτική εισαγωγή των «ύποπτων» περιστατικών στα ειδικά θεραπευτήρια του κράτους (Βογπο 1993: 255-256 & Οήνεί 2002: 84-86).
  • Στο ζήτημα του τερματισμού της λειτουργίας του λεπροκομείου η κοινό­τητα των ασθενών και των υγιών φαίνεται ότι ήταν μοιρασμένη. Οι παλαιότε- ροι ασθενείς και ένα τμήμα της τοπικής κοινωνίας που είχε οικονομικά οφέλη καθώς το ίδρυμα αποτελούσε κεντρική οικονομική πηγή της ευρύτερης περιο­χής τάσσονταν υπέρ της συνέχισης της λειτουργίας του. Οι νεότεροι ασθενείς ήταν φανατικά υπέρ του κλεισίματος και της μεταφοράς τους σε ένα αρτιότερο ιατρικό κέντρο στην Αθήνα.
  • Το παλαιό Νοσοκομείο Λοιμωδών σήμερα ονομάζεται Γενικό Νομαρ­χιακό Δυτικής Αττικής Αγία Βαρβάρα. Στους χώρους του, σε κτίρια ξεχωριστά από τα υπόλοιπα, στεγάζεται το Κοινωνικό Κέντρο Αποκατάστασης Χανσενι­κών, το οποίο φιλοξενεί κάποιους από τους τέως έγκλειστους στο λεπροκομείο Σπιναλόγκας.
  • Οι ασθενείς που προέρχονταν από τη Σπιναλόγκα συχνά συνέκριναν την κατάσταση του Αντιλεπρικού Σταθμού Αθηνών με το λεπροκομείο και νοσταλγούσαν τη ζωή στη νησίδα. Ενδεικτικό των πρώτων δυσκολιών που βίωσαν στην Αθήνα και της τάσης νοσταλγίας και εξωραϊσμού της παρελθούσης κατάστασης είναι το παρακάτω απόσπασμα: «Όταν φθάσαμε εκεί (εννοεί στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών) δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο παράγκες, ένα μονώροφο θεραπευτήριο χωρίς τρεχούμενο νερό στις εγκαταστάσεις ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Έπρεπε να ξαναρχίσουμε τη δουλειά. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν πολύ πιο περίπλοκο. Εμάς τους Σπιναλογκίτες δεν μας έβλεπαν με καλό μάτι αυτοί που ήταν από πριν στο Κέντρο. Μας θεωρούσαν κατάλοιπα σαν κάποια άλλη ράτσα λεπρών διαφορετικών από τη νέα τάξη. Το ξεκίνημα, βλέπεις, εδώ δεν ήταν καθό­λου το ίδιο. Δεν ήμασταν αφεντικά του εαυτού μας: καντίνα, κοινοί κοιτώνες, δεν είχαμε πια προσωπική ζωή […] Στη Σπιναλόγκα μπορούσες να μαγειρέψεις ότι ήθελες. Εδώ κλείνει πάλι ο κύκλος. Στη Σπιναλόγκα ξέραμε ότι είχαμε νικηθεί. Εδώ, βλέπεις, χτίσανε ένα μεγάλο κτίριο νοσοκομείου με μπετόν που θα στεγάσει όλο τον κόσμο όπως πρέπει. Όλα θα είναι οργανωμένα και ο εγκλεισμός και η αποξένωση. Έτσι σήμερα νοσταλγούμε συχνά τη ζωή στη Σπιναλόγκα. Καλύτερα ήταν στη Σπιναλόγκα», (μαρτυρία ανώνυμου ασθενή, όπως παρατίθεται στο Βογπο 1993: 101-102).
  • Η Μπουρνόβα υποστηρίζει ότι το λεπροκομείο Σπιναλόγκας αποτέλεσε αναχρονισμό σε σχέση με όσα συνέβαιναν στην Ευρώπη την ίδια περίοδο, καθώς τα Λεπροκομεία θεωρούνταν ξεπερασμένοι τρόποι αντιμετώπισης της ασθένειας (Βοιιτηονα 1996: 119-136 & Μπουρνόβα 1998: 67-78). Θεωρεί ότι η ίδρυση του θεσμού εντάχθηκε στο πλαίσιο της προσπάθειας της Κρητικής Πολιτείας να εκσυγχρονίσει τους θεσμούς δημόσιας υγείας που ήταν ακόμα ζητούμενο. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, στην οποία συνυπήρχαν όψεις του παλαιού και του νέου, η διοίκηση προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις θεω­ρούμενες ως κοινωνικές ασθένειες (π.χ. λέπρα, σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, πορνεία, κτλ) πρωτίστως με μια σειρά περιοριστικούς θεσμούς και διοικητικά μέτρα (Βοιιτηονα 1996: 119-136). Σε αντίθεση με την προηγούμενη άποψη, μια σειρά από ερευνητές διατείνονται ότι στην Ευρώπη τα διάφορα λεπροκομεία λειτουργούσαν κανονικά από το 1885 μέχρι το τέλος της δεκαε­τίας του 1950, ακόμα και αν τα κρούσματα της ασθένειας είχαν σαφώς περιο­ριστεί. Άρα εξακολουθούσαν να θεωρούνται οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι θεσμοί αντιμετώπισης της ασθένειας, ακόμα και σε χώρες με σαφώς πιο «εκσυγχρονι­σμένα» συστήματα δημόσιας υγείας (Εεείιΐαί 1973: 298-306 Βτοχνηο 1975: 485-493 & Βοηαίο 1985: 95-100). Έτσι προτείνεται πως το λεπροκομείο Σπιναλόγκας προγραμματικά ήταν σύγχρονο και διόλου αναχρονιστικό με ότι συνέβαινε στην Ευρώπη την αντίστοιχη περίοδο (1880-1960). Οι λόγοι που ήταν αναποτελεσματικό ήταν: (α) η σχάση σε επίπεδο θεσμικής μορφής, δηλα­δή η ανακολουθία ανάμεσα σε θεσμικές διακηρύξεις και πρακτικά αποτελέ­σματα και (β) το 8ΐιί §εηοπ8 ανθρωπολογικό του περιεχόμενο, δηλαδή τα ιδιαί­τερα χαρακτηριστικά της ζωής της κοινότητας ασθενών.
  • Το λεπροκομείο Σπιναλόγκας μπορεί να θεωρηθεί ως μια ετεροτοπία (Γουεαυίΐ 1984: 23-34), με την έννοια ότι συγκρότησε έναν «άλλο» τόπο. Στο αλλότριο μέρος η κοινωνική ομάδα των λεπρών τοποθετήθηκε «κάπου αλλού» σε σχέση με την υπόλοιπη υγιή κοινωνία. Η εικόνα της βάρκας που μετέφερε τους ασθενείς από το όριο της υγιούς κοινωνίας στην επικράτεια της ασθένει­ας, δηλαδή σε κάποιον «άλλο τόπο», αποτελούσε μια κεντρική συνιστώσα της ετεροτοπίας. Παράλληλα, η κοινότητα υπήρξε μια ετεροτοπία, η οποία, όντας «απόβλητη» και εκτός κοινωνικού πλαισίου, κατόρθωνε να ρυθμίσει με έναν μάλλον πιο χαλαρό και αυτόνομο τροπο ζητήματα, όπως η διαχείριση του χρό­νου στη νησίδα, η κατανομή και η οικειοποίηση του χώρου, η τοποθέτηση των σωμάτων, η καθημερινή διαβίωση, ο θάνατος, ο γάμος και η δημόσια ή ιδιωτι­κή σφαίρα. Για περισσότερες λεπτομέρειες σε σχέση με την έννοια της ετερο­τοπίας, βλ. Εοιιοπιιΐΐ 1984: 23-34.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *