Σπίνα-Λόγκα το νησί των λεπρών
Η Σπίνα-Λογκα είναι ένα μικρό νησάκι στην είσοδο του κόλπου του Μεραμπελου στον Νομό Λασιθίου, το όνομα του το πίρε από τους Βενετούς, σπίνα σημαίνει αγκάθι και Λόγκα Μακριά, spina lunga, και είναι γεγονός, το νησί είναι γεμάτο με αγκάθια.
Λόγω της στρατηγικής του θέσης, χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα ως φρούριο αποτροπής των εισβολέων, κάποτε προστάτευε την αρχαία Ολούς την σημερινή Ελούντα.
Το 1579 οι Βενετοί αποπεράτωσαν στο νησί ένα από τα πιο δυνατά και απόρθητα φρούρια στην Κρήτη, το φρούριο ήταν τόσο δυνατό που άντεξε στον Ενετοτουρκικό πόλεμο, το νησί έμεινε στην κατοχή των Βενετών για αρκετά χρόνια μετά την ολοκληρωτική κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669, η Σπίνα Λόγκα απετέλεσε καταφύγιο για τους καταδιωκόμενους Χριστιανούς, το 1715 το νησί πέρασε στα χέρια των Τούρκων μετά από διμερή συμφωνία.
Το 1903 επί Κρητικής πολιτείας έγινε χώρος απομόνωσης των Λεπρών της Κρήτης, γιατί τότε πίστευαν ότι η λέπρα είναι μεταδοτική, την χρήση αυτή διατήρησε από το 1903 μέχρι το 1957 όπου έκλεισε, και οι τελευταίοι λεπροί μεταφέρθηκαν σε θεραπευτικά κέντρα της Αθήνας, η επιστήμη είχε πια προχωρήσει και η λέπρα έπαψε να είναι ανίατη ασθένεια.
Τώρα είναι ένα ακόμα τουριστικό αξιοθέατο έτσι απλά.
Για το νησί αυτό έχουν γραφτεί πολλά βιβλία, συγκινητικές ιστορίες, αφηγήσεις, Ανθρώπων που τους πέταξε εκεί η κοινωνία, ξαφνικά δεν είχαν συγγενείς, φίλους, και με ένα φοβερό στίγμα για την εποχή, υπήρξαν περιπτώσεις που λεπροί παντρεύτηκαν στο νησάκι αυτό, έκαναν υγιεί παιδιά και συνέχισαν την ζωή τους εκεί.
Το παρακάτω κείμενο αντλήθηκε από το έντυπο περιοδικό Ελούντα, 2007. Γράφει ο Μάνος Σαββάκης, Διδάσκων Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου & ΑΤΕΙ Κρήτης
ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ, ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΓΕΙΑ:
ΤΟ ΛΕΠΡΟΚΟΜΕΙΟ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑΣ (1903-1957)
Το εγχείρημα αστικού εκσυγχρονισμού της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913) ήταν πολύπλευρο και αφορούσε αρκετούς τομείς και πεδία της κοινωνικής ζωής (εκπαίδευση, δημόσια διοίκηση, έργα, μεταφορές, οικονομία, δημόσια υγεία κτλ). Κεντρική συνιστώσα της συνολικότερης προσπάθειας φαίνεται ότι αποτελούσε ο σχετικός εξωραϊσμός των στοιχείων της οθωμανικής περιόδου και η δημιουργία ενός πολιτειακού μορφώματος με πιο δυτικά χαρακτηριστικά. Ένα άλλο βασικό γνώρισμα ήταν η ανάδειξη μιας περισσότερο «μοντέρνας» οργανωτικής λογικής με στοιχεία εξορθολογισμένης οργάνωσης και η δημιουργία πληθώρας καινούργιων θεσμικών ρυθμίσεων.
Ειδικότερα, στον τομέα της δημόσιας υγείας, η Κρητική Πολιτεία κατέβαλλε σημαντικές προσπάθειες εξευρωπαϊσμού και εκσυγχρονισμού των θεσμών και των αντιλήψεων των κατοίκων της πόλης, αλλά κυρίως της υπαίθρου, περί δημόσιας υγιεινής και καθαριότητας. Η συνολικότερη προσπάθεια είχε ως τελικό αποτέλεσμα την επικράτηση της ιατρικής επιστήμης και αστυνομίας, την ίδρυση νοσοκομείων (π.χ. Πανάνειο Νοσοκομείο Ηρακλείου, Λεπροκομείο Σπιναλόγκας) και την εφαρμογή πλήθους νομοθετικών οδηγιών.
Οι συγκεκριμένες κανονιστικές παρεμβάσεις έτειναν να εμφορούνται από ένα πνεύμα αυξημένης πειθαρχίας και αυστηρότητας και δυνητικά ποινικοποιούσαν και ηθικοποιούσαν μια σειρά από ζητήματα και κοινωνικές συμπεριφορές. Στην εν λόγω απόπειρα, όπως θα καταδειχθεί από την πραγμάτευση διαφορετικού τύπου εμπειρικού υλικού, ο τοπικός τύπος της εποχής και η ανερχόμενη πνευματική και οικονομική ελίτ στάθηκαν προνομιακοί συνομιλητές και σύμμαχοι της κεντρικής πολιτικής εξουσίας. Η εργασία θα συζητήσει το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας (1903-1957) ως παράδειγμα αντιμετώπισης της ασθένειας για να καταδείξει τις διαφορές στους πρακτικούς τρόπους αντιμετώπισης και τα ερμηνευτικά σχήματα γύρω από τη νόσο του Χάνσεν και τα (φερόμενα) ως πάσχοντα υποκείμενα. Η συνεισφορά θα αναλύσει διεξοδικά τη ζωή στην κοινότητα ασθενών σε διάφορες φάσεις εξέλιξης του θεσμού από την αρχή μέχρι τον τερματισμό της λειτουργίας του.
Η Περίοδος της Κρητικής Πολιτείας
(1998-1913)
Η ζωή των ασθενών δεν είχε ούτε τα ίδια χαρακτηριστικά ούτε την ίδια ποιότητα σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του λεπροκομείου Σπιναλόγκας. Μέχρι την ενσωμάτωση της Κρήτης στην υπόλοιπη Ελλάδα (1913) η υγειονομική κατάσταση των λεπρών και οι συνθήκες διαβίωσης, στέγασης, σίτισης και διατροφής εμφανίζονταν εξαιρετικά υποβαθμισμένες. Οι πάσχοντες, που αρχικά εγκλείστηκαν ήταν βασικά αναλφάβητοι Κρητικοί που προέρχονταν από τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα της υπαίθρου. Στο παρακάτω λογοτεχνικό απόσπασμα, τονίζονται οι προβληματικές και άσχημες συνθήκες ζωής των ασθενών:
«Μόνον άποροι λεπροί είναι πεταμένοι εκεί. Όσοι έχουνε τον τρόπο τους είναι βολεμένοι κάπου αλλού, που υπάρχει δροσιά, πρασινάδα, νερό, στοργή, και […] σεντόνι νοσοκομείου. Αυτοί που δουλέψανε σ’ όλη τους τη ζωή, χωρίς να χορτάσουν ψωμί, βρίσκονται τώρα στην αρρώστια τους, πεταμένοι σαν κοπριά σ’ ένα κοπρόλακκο βρωμερό που λέγεται Σπιναλόγκα. Η λέπρα που τους διαλύει δεν είναι το χειρότερο κακό. Πείνα, δίψα, ψείρα! Να, τι θα πει λεπρός Σπιναλογκίτης» (Κορνάρος 1956: 92).
Οι αστυνομικές αρχές συλλάμβαναν τους υπόπτους, οι οποίοι συχνά υποβάλλονταν σε μια γρήγορη και πολλές φορές πρόχειρη ιατρική εξέταση του νομίατρου. Μετά την τυπική επιβεβαίωση της νόσου οδηγούνταν σιδηροδέσμιοι ως κοινοί ποινικοί κρατούμενοι, με τη συνοδεία αστυνομικών αρχών, στην Πλάκα και από εκεί με βάρκα στη Σπιναλόγκα: «Στα χέρια τους και τα πόδια τους ήσαν σφιχτοδεμένες χοντρές αλυσίδες και η άλλη τους άκρη ήταν δεμένη και κλειδωμένη με λουκέτο γύρω από τον κορμό του δέντρου. Τα αρνιά μέσα στη μάντρα βελάζανε μα ήταν καλύτερα από αυτούς τους δυστυχισμένους» (Δανδουλάκης 1993: 129-134).
Μετά από μερικές τυπικές διατυπώσεις και έγγραφα ο επιστάτης του ιδρύματος τακτοποιούσε τους νεοφερμένους ασθενείς σε κάποιο από τα σπίτια του νησιού μαζί με τους υπόλοιπους λεπρούς, που βρίσκονταν ήδη στη νησίδα:
«Ο ασβέστης απούσιαζε εντελώς από τα σπίτια και τις προσόψεις και στο άθλιο δρομάκι έπρεπε να έχεις πάντα την προσοχή σου τεταμένη για να μην γλιστρήσεις. Έβλεπες παντού ερείπια, μια πόλις ρημαγμένη. Παντού μονόροφα και διόροφα σπίτια χωρίς στέγες και πατώματα, τοίχοι μισογκρεμισμένοι, γωνίες που έστεκαν, πόρτες και παράθυρα δυόροφων σπιτιών φανέρωναν την ερήμωσιν και την εγκατάλειψιν» (Ρεμουντάκης’ 1973: 126).
Τα σπίτια του νησιού δεν επαρκούσαν για όλους και πολύ συχνά οι ασθενείς ήταν υποχρεωμένοι να μένουν κατά ομάδες ή οικογένειες σε σπιτάκια που κανονικά χωρούσαν μονάχα δυο με τρία άτομα. Τα μικρά οικήματα, συνήθως, είχαν συνολικά ένα δωμάτιο και οι λεπροί τα διαμόρφωσαν με τέτοιο τρόπο ώστε ικανοποιούσαν τις ανάγκες διαβίωσης, μαγειρέματος και ύπνου. Δε διέθεταν τουαλέτα ή άλλους βοηθητικούς χώρους και οι φυσικές ανάγκες λάμβαναν χώρα στους εξωτερικούς χώρους, με αποτέλεσμα η δυσοσμία και η αποφορά να είναι κατά περιόδους εξαιρετικά έντονη:
«Υπήρχε πρωτόγονον αποχωρητήριον που επάνω από το βόθρο είχαν τοποθετηθή μερικά σανίδια επί των οποίων είχε στηθή μια ξύλινη δήθεν λεκάνη από τα ίδια σανίδια. Μια απαίσια μυρωδιά αναδύετο και ο περαστικός την ένιωθε με αηδία. Πριν όμως απομακρυνθή συναντούσε και άλλο όμοιο και άλλο και άλλο. Σωροί από σκουπίδια βρισκόταν στα παραγόνια του δρόμου και οι κότες κυκλοφορούσαν ελεύθερες. Μου έλεγαν οι ψαράδες ότι όταν ο δρόμος τους έφερνε κοντά στη Σπιναλόγκα σε απόσταση 300 μέτρων από το φρούριο έφθανε μια απαίσια μυρωδιά» (Ρεμουντάκης 1973: 125).
Οι άσχημες συνθήκες υγιεινής εντείνονταν ακόμα περισσότερο εξαιτίας της έλλειψης τρεχούμενου νερού. Οι ασθενείς διαβιούσαν στο νησί χωρίς ιδιαίτερη ιατρική φροντίδα, νερό και άλλα απαραίτητα είδη πρώτης ανάγκης, όπως επιδέσμους, γάζες, τροφή κτλ. Η απουσία επιδέσμων ιατρικής περιποίησης, πόσιμου νερού και ιατροφαρμακευτικού υλικού ήταν σύνηθες φαινόμενο για τους ασθενείς: «Το επιδεσμικό υλικό απούσιαζε από το φαρμακείον και οι άρρωστοι επέδεναν τα τραύματα τους με πανιά προερχόμενα από παλαιά εσώρουχα των που με το πλύσιμο και τη φθορά εγίνοντο λεπτά και μαλακά και δεν προσέφεραν τίποτα, στην ουσία, χειροτέρευαν τα τραύματα τους. Κατά τις εννέα το πρωί ήλθαν οι φίλοι μου και με παρεκάλεσαν να τους ακολουθήσω με σκοπό να πάμε σ’ ένα από τα τρία καφενεία, στα οποία οι ασθενείς συγκεντρώνονταν τις ατελείωτες ώρες που δεν είχαν ούτε σκοπό ούτε απασχόληση. Πράγματι κατεβήκαμε από κάτι δρομάκια με ολισθηρές επιφάνειες. Τέλος, κατεβήκαμε στον κεντρικό δρόμο, ο οποίος διέσχιζε τη δυτική περιοχή του νησιού και ο οποίος είχε το εξής περίεργο. Χωρισμένος στη μέση, οι δυο πλευρές κατέληγαν στο κέντρο σε ένα μικρό ρυάκι για να συγκεντρώνει τα νερά της βροχής, τα οποία οδηγούσε σε δυο μεγάλες δεξαμενές, το νερό των οποίων εχρησιμοποιείτο για την πλύσι των ρούχων και των επιδέσμων» (Ρεμουντάκης 1973: 131).
Κάποιοι από τους χανσενικούς φαίνεται ότι ψάρευαν, παρ’ όλο που απαγορευόταν η αλιεία σε απόσταση διακοσίων μέτρων από την ακτή της νησίδας. Οι πάσχοντες, στους οποίους η ασθένεια δεν είχε προχωρήσει και δεν είχαν ακρωτηριασμένα άκρα, βοηθούσαν τους συνασθενείς τους σε ζητήματα πρακτικής διαχείρισης της καθημερινότητας, επικοινωνίας και συντροφιάς.
Στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, αναφέρονται συχνές προσπάθειες απόδρασης των ασθενών. Τα εγχειρήματα απόδρασης κινητοποιούσαν ολόκληρο τον αστυνομικό μηχανισμό της περιοχής για τον εντοπισμό και τη σύλληψη του λεπρού δραπέτη και την επιστροφή του στη Σπιναλόγκα. Επίσης, ανιχνεύονταν κάποιες απόπειρες αυτοκτονίας ιδίως από νεοφερμένους (Καταπότης 1933β: 73-77 & 1937: 127-128). Οι προσπάθειες απόδρασης και αυτοκτονίας αναδεικνύουν τη συνολικότερη άσχημη κατάσταση που επικρατούσε στο νησί και την απελπισία που αρκετοί πάσχοντες ένιωθαν στο λεπροκομείο:
«Ο θάνατος! Στη Σπιναλόγκα όλοι βάδιζαν προς το θάνατο γιατί δεν υπήρχε το πνεύμα της δημιουργίας. Γι ’ αυτό και συνήθιζαν διαφορετικά από τους άλλους ανθρώπους. Εμάς μας απασχολούσε κυρίως η προετοιμασία του θανάτου. Γι ’ αυτό λέγαμε: αυτός πέθανε, ξεκουράστηκε» (μαρτυρία ανώνυμου ασθενή της Σπιναλόγκας, όπως παρατίθεται στο Βοτηο 1993: 193).
Η Περίοδος από την Ενσωμάτωση μέχρι το
Τέλος της Κατοχής (1913-1944)
Μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, το λεπροκομείο Σπιναλόγκας προσαρμόστηκε στο θεσμικό πλαίσιο για τη δημόσια υγεία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.2 Στην Ελλάδα, μέχρι τη δεκαετία του 1920, η πολιτική στο χώρο της υγείας φαίνεται ότι ήταν κυρίως αποτέλεσμα φιλανθρωπίας και ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Η μεγάλη πρόκληση ήλθε με την άφιξη των προσφύγων, μετά την ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο του 1922. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η ελληνική κυβέρνηση επιχείρησε να συγκροτήσει θεσμικό πλαίσιο και οργανωτικές αρχές που θα έβαζαν σε σχετική τάξη το ζήτημα της δημόσιας υγείας (Πλουμπίδης 1983: 21-29, Κορασίδου 1992: 385-404 & Κοκκινάκης 2007). Οι εν λόγω κανονιστικές ρυθμίσεις επηρεάστηκαν σημαντικά από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής, δηλαδή τη σχετική ρήξη με τις παραδοσιακές ρίζες και την έντονη τάση εκβιομηχάνισης.
Στο πλαίσιο που αδρά σκιαγραφήθηκε παραπάνω, ξεκίνησαν κάποιες προσπάθειες βελτίωσης της κατάστασης. Επίσης, αναδείχθηκε μια ολοένα αυξανόμενη τάση συστηματικής εκχώρησης της αρμοδιότητας των αποφάσεων που αφορούσαν το λεπροκομείο Σπιναλόγκας στην κεντρική διοίκηση και στην ιατρική επιστήμη. Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1910 η κυβέρνηση Βενιζέλου επισκεύασε κάποια από τα σπίτια του νησιού και αύξησε το μηνιαίο επίδομα των λεπρών. Τότε ξεκίνησε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η λέπρα με ιατρικά και διοικητικά μέτρα και προτάσεις και συγκροτήθηκε μια επιτροπή από διαπρέπεις ιατρούς καθηγητές (1918). Προτάθηκαν μια σειρά από κανονιστικές ρυθμίσεις για τη βελτίωση της κατάστασης των λεπρών στη Σπιναλόγκα και για τη συνολική εξαφάνιση της λέπρας από την Κρήτη. Την επιτροπή αποτελούσαν οι καθηγητές Φωτεινός, Γεωργιάδης, Μαλανδρίνος και Αραβαντινός.
Στην κίνηση της κυβέρνησης Βενιζέλου, ανιχνεύονταν κάποιες προσπάθειες της συντεταγμένης ελληνικής πολιτείας να εφαρμόσει μια ιατρικοκεντρική πολιτική αναθέτοντας την αρμοδιότητα επίλυσης του ζητήματος της λέπρας στην κοινότητα των ντόπιων γιατρών. Μετά από τις επιστολές της επιτροπής των τεσσάρων καθηγητών (1919) η επιλογή της νησίδας έγινε αντικείμενο προβληματισμού και κριτικής. Αναφέρθηκε ρητά το κλείσιμο του λεπροκομείου και η μεταφορά του σε άλλο μέρος με την παράλληλη υιοθέτηση άλλων κριτηρίων απομόνωσης των λεπρών. Στη σχετική επιστολή (1919), οι ιατροί έγραφαν μεταξύ άλλων:
«[…] Πρέπει να ομολογηθή, ότι δια την κατάστασι αυτήν τα μέγιστα συμβάλλει και το ακατάλληλον του τόπου εις τον οποίον έχει ιδρυθή το Λεπροκομείον. Η Σπιναλόγκα είνε εντελώς ακατάλληλος δια Λεπροκομείον, διότι όχι μόνον λείπουν τα μέσα ποιάς τίνος ανέσεως, αλλά και τα στοιχειώδη μέσα, τα αναγκαία δια να καταστήσουν την διαμονή άξιαν ανθρώπων. Επιβάλλεται η ίδρυσις νέου Λεπροκομείου εις κατάλληλον μέρος, εις το οποίον, λειτουργούν υπό μορφήν σανατορίου, θα εισάγωνται προς θεραπείαν όλα τα πρόσφατα περιστατικά. Η Σπιναλόγκα οσονδήποτε και εάν βελτιωθή και μεταρρυθμισθή ουδέποτε θα δυνηθή να αποτελέση αποικίαν λεπρών. Η σκοπιμότητα ενός τοιούτου μέτρου είνε διπλή. Πρώτον, διότι θα λειτουργήσει συμφώνως προς τα συγχρόνους απαιτήσεις της επιστήμης και της φιλανθρωπίας και δεύτερον διότι οι προσφάτως ανακαλυπτόμενοι λεπροί μετ’ ευχαριστήσεως θα καταφεύγουν προς θεραπείαν εις αυτό, επειδή δεν θα το θεωρούν, ως είνε πράγματι η Σπιναλόγκα, φυλακή καταδίκων, και διότι δια την περίπτωσιν της λέπρας ισχύει ό,τι και δια την φυματίωσιν. Υπάρχει δηλαδή η κλειστή και η ανοικτή λέπρα. Δια τη πρώτην χρειάζονται ιατρεία και σανατόρια, δια την δευτέραν άσυλα εις τα οποία εγκλείονται οι κολοβωμένοι και ανάπηροι διότι λεπροί, εφόσον δεν επηρεάζονται υπό της θεραπείας» {Επιστολή των Καθηγητών Γεωργιάδη, Μαλανδρίνου και Αραβαντινού προς τον κ. Βενιζέλον, όπως αναφέρεται στο Καταπότης Μ., 1933β: 50).
Η επιτροπή των ιατρών σε άλλες της επιστολές προς την ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών και Υγιεινής επεσήμανε την ακαταλληλότητα της νησίδας σημειώνοντας:
«Η Σπιναλόγκα είνε βράχος άνυδρος και ξηρός, εντελώς ακατάλληλος ως Λεπροκομείον, του εν αυτώ σημερινού τοιούτου ευρισκόμενου εν οικτρά καταστάσει και έχοντος ανάγκην σημαντικής βελτιώσεως» {Επιστολή των Καθηγητών Γεωργιάδη, Μαλανδρίνου και Αραβαντινού προς τον κ. Βενιζέλον, όπως αναφέρεται στο Καταπότης 1933β: 82).
Σε άλλο σημείο της η ίδια έκθεση-επιστολή πρότεινε ως βελτιωτικά μέτρα, σε περίπτωση μη μεταφοράς του λεπροκομείου, τα παρακάτω:
«Πρέπει να ανεγερθώσι: 1) Διευθυντήριον μετά κατοικίας του ιατρικού προσωπικού. 2) Κατοικία δια το υγιές κατώτερον προσωπικόν. 3) Κατοικία δια το προσωπικόν των φυλάκων. 4) Θεραπευτήριον μετά Φαρμακείου. 5) Οίκημα προς εγκατάστασιν κλιβάνου απολυμαντικού. 6) Κτίρια δι’ εγκατάστασιν επαγγελματικών εργαστηρίων, ήτοι ξυλουργείου, σιδηρουργείου, Ραφείου, υποδηματοποιείου και άλλων. Εν τούτοις θα εργάζονται οι λεπροί, οίτινες και μόνοι θα χρησιμοποιώσι τα προϊόντα της εργασίας αυτών. 7) Κοινόν μαγειρείον μετ’ αποθηκών δια τρόφιμα. 8) Οίκημα δια το γενικόν συσσίτιον των λεπρών. 9) Διάφορα οικήματα προς κατοικίαν των λεπρών. Τούτων έκαστον πρέπει να έχη δύο ορόφους, ως εκάτερος προορίζεται δι’ άνετον κατοικίαν 24 ατόμων μετά δύο αποχωρητηρίων και των σχετικών παραρτημάτων και μικρού προχείρου μαγειρείου. 10) Ανάγκη προς τούτους να εγκατασταθή τηλέφωνον συνδεόμενον δια καλωδίου μετά της νήσου Κρήτης. 11) Πρέπει να ληφθή μέριμνα περί καλλιέργειας αγρών και ιδίως λαχανόκηπων» {Επιστολή των Καθηγητών Γεωργιάδη, Μαλανδρίνου και Αραβαντινού προς τον κ. Βενιζέλον, όπως αναφέρεται στο Καταπότης 1933β: 82).
Ο υπουργός Υγιεινής Ρακτιβάν με απαντητική του επιστολή στις 20 Σεπτεμβρίου 1920,3 παρακαλούσε την επιτροπή να μεταβεί στις Διονυσάδες και να επιθεωρήσει την καταλληλότητα της νησίδας για να μεταφερθεί το ίδρυμα από τη Σπιναλόγκα σε κάποιο άλλο περισσότερο κατάλληλο μέρος (Καταπότης 19330: 43). Τελικά, τόσο η μεταφορά του λεπροκομείου από τη Σπιναλόγκα στις Διονυσάδες όσο και η δημιουργία αντιλεπρικού κλινικού εργαστηρίου στην Πλάκα ματαιώθηκαν. Η παρουσία του λεπροκομείου στη Σπιναλόγκα ως ανεπαρκούς κρατικού θεσμού κοινωνικής πρόνοιας και ιατρικού ελέγχου προβληματοποιήθηκε από κάποια άρθρα στον τοπικό Τύπο της εποχής.
Τα άρθρα του τοπικού Τύπου δεν επέκριναν συνολικά το ίδρυμα ως θεσμό πρακτικής αντιμετώπισης της ασθένειας. Αντίθετα, διαφωνούσαν με τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούσαν στη Σπιναλόγκα, κυρίως για ανθρωπιστικούς λόγους. Η εφημερίδα Ελπίς σε κεντρικό της άρθρο, το οποίο υπέγραφε ο ιατρός Ν. Κεφαλογιάννης, σχολίαζε επικριτικά τις συνθήκες ζωής των έγκλειστων. Επίσης, αναρωτιόταν αν ήταν δυνατόν ανθρώπινα όντα να επιφυλάσσουν σε συνανθρώπους τους που δεν ήταν εγκληματίες αλλά ασθενείς και άτυχοι τόσο σκληρή και απάνθρωπη μεταχείριση:
«[…] Η απόφασις της αντιπροσωπείας του Κρητικού λαού έρριψε τριακόσια ανθρώπινα πλάσματα ακριβώς όπως οι οδοκαθαρισταί ρίπτωσι εκάστην πρωίαν τα σκουπίδια έξω της πόλεως. Η τελική εξέλιξις και τούτων και εκείνων η αυτή με μόνην τη διαφοράν ότι τα πρώτα είχον το ατύχημα να συναισθάνωνται την ρακώδη μεταμόρφωσιν τω. […] Ευρέθημεν προ μιας μάζης όντων άτινα ουδέ ζώα είνε αλλά ουδέ άνθρωποι, άκρα πεσμένα και πυρορρούντα, πρόσωπα απαίσια ως και αι μάλλον αποτρόπαιοι μάσκαι των απόκρεω, πόδες τυμπανιαίοι απέναντι των οποίων οι του ελέφαντος είνε αριστούργημαν καλλιτεχνικόν […]».“
Στην ίδια εφημερίδα σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου από τον ίδιο ιατρό, σχολιαζόταν επιτιμητικά ότι το λεπροκομείο αδυνατούσε να εκπληρώσει τόσο το φιλανθρωπικό όσο και το επιστημονικό του έργο. Σε ένα επόμενο στάδιο, η ασθένεια παρουσιάζονταν ως άκρως μεταδοτική και προτεινόταν να ληφθούν επιπρόσθετα προφυλακτικά μέτρα. Ο λόγος που επικαλούταν ήταν ότι ακόμα και αν ένας ασθενής παρέμενε εκτός ιδρύματος θα αποτελούσε σοβαρή εστία μόλυνσης και κινδύνου για ολόκληρο το χωριό ή την πόλη που κατοικούσε:
«Λεν πρέπει όθεν να μείνει ουδεμία αμφιβολία περί της μεταδοτικότητας του νοσήματος, και συνεπώς οφείλομεν πάντες παρ ’ όλον το σκληρόν του ζωντανού ξεχωρισμού να συνδράμωμεν την-πολιτείαν όπως περισυλλέξη όλους τους πάσχοντας ίνα εφάπαξ τελειώση η φοβερά αυτή τραγωδία».5
Στο άρθρο υποστηριζόταν ότι μονάχα μια επισταμένη, συστηματική και συχνή ιατρική έρευνα θα μπορούσε να ανακαλύψει τους χανσενικούς που βρίσκονταν στο πρώτο στάδιο της ασθένειας, οι οποίοι ήταν, σύμφωνα με το συντάκτη, οι πλέον επικίνδυνοι. Οι ασθενείς του πρώτου σταδίου δεν λάμβαναν καμιά προφύλαξη και ήταν εν αγνοία τους οι πλέον μολυσματικοί. Παράλληλα υποστήριζε το κλείσιμο του λεπροκομείου στη Σπιναλόγκα και τη μεταφορά του σε κάποιο άλλο χώρο με ασφαλέστερες και μεγαλύτερες εγκαταστάσεις, όπου οι αποδράσεις θα ήταν αδύνατες και η ιατρική επιστήμη κυρίαρχη. Το συγκεκριμένο άρθρο τόνιζε χαρακτηριστικά:
«Αλλά προς πλήρην επιτυχίαν του σκοπού τούτου πρέπει να γίνει πλήρης αναδιοργάνωσις του Λεπροκομείου και προς παντός να εζευρεθεί άλλος τόπος εγκαταστάσεως[…] που θα δυνηθή να χωρέση όλους τους λεπρούς όταν αυστηρώς περισυλλεχθούν διότι σήμερον ευρίσκονται εν μέσω ημών περισσότεροι ή όσοι είνε εν Σπιναλόγκα».6
Μετά το 1921 πραγματοποιήθηκαν κάποια βελτιωτικά έργα που δε φαίνεται να μετασχημάτισαν ριζικά την κατάσταση που επικρατούσε στο λεπροκομείο Σπιναλόγκας. Απόρροια αυτής της άσχημης κατάστασης ήταν μια μαζική εξέγερση των ασθενών (1923), οι οποίοι απείλησαν ότι θα εισέβαλλαν στην ενδοχώρα με ομαδικές εξόδους και αποδράσεις (Βογπο 1992: 108 & Οτίνοί 2002: 57). Το ελληνικό κράτος σύστησε μια επιτροπή στην οποία ο διευθυντής της Σπιναλόγκας Μαυρικίδης μετέφερε τις απόψεις του για την κατάσταση (1923):
«Η ίδρυσις ενός λεπροκομείου ήτο απαραίτητος πλην όμως εάν θέλωμεν η απομόνωσις των λεπρών και η επιτήρησης της μη επικοινωνίας των με τους υγιείς να μην αποβη άκαρπος, δέον όπως μη θεωρηθή ως πάρερ- γον, το οποίο απαιτεί απλώς μίαν μικρόν προσπάθειαν άνευ αποτελέσματος δέον όπως εζουδετερωθώσι τα αίτια της μολύνσεως δια της πλήρους απομονώσεως των λεπρών. Τούτο αποτελεί δικαίωμα και καθήκον του Κράτους, οφείλομεν να υπερασπισθώμεν και να προ- στατεύσωμεν την υγείαν της κοινωνίας (Επιστολή του κ. Μαυρικίδη προς την Επιτροπήν Λεπροκομείου Σπιναλόγκας», (όπως αναφέρεται στο Ότίνοί 2002: 57).
Από το ανωτέρω χωρίο αναδεικνύεται η αντίληψη ότι η πλήρη απομόνωση των λεπρών από την υπόλοιπη κοινωνία θεωρήθηκε από τους αρμόδιους θεσμικά επιβεβλημένη. Οι εργασίες της επιτροπής κατέληξαν το 1925 στην ψήφιση ενός νομοθετικού διατάγματος,7 το οποίο αποσκοπούσε στη μετατροπή του νησιού σε τόπο παροχής νοσοκομειακής περίθαλψης και ιατρικής φροντίδας αλλά δεν τροποποιούσε ουσιαστικά καμιά από τις κανονιστικές ρυθμίσεις που ήδη ίσχυαν.
Όμως, φρόντιζε να υπενθυμίσει μια σειρά από απαγορεύσεις, κυρώσεις και περιορισμούς στην επικοινωνία και την κυκλοφορία των ασθενών. Ο καθηγητής Ζεϋφάρτ8 περιέγραφε με τα μελανότερα χρώματα τις συνθήκες διαβίωσης στο λεπροκομείο, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του το 1925. Ο συγκεκριμένος ιατρός στηλίτευε τη λειτουργία του λεπροκομείου Σπιναλόγκας ως απομονωτηρίου και τόνιζε την ανάγκη της μετατροπής του σε θεραπευτήριο και όχι κολαστήριο ασθενών:
«Είναι ανάγκην εντός της πόλεως Σπιναλόγκας να ανεγερθή εν μικρόν νοσοκομείον με φαρμακείον και μικροβιολογικόν εργαστήριον. Το προσωπικόν δια την ιατρική περίθαλψην των 200 περίπου λεπρών πρέπει τουλάχιστον να αποτελήται από δύο έως τρεις ιατρούς, εκ πέντε φυλάκων και πέντε νοσοκόμων. Ως πρώτον βήμα βελτιώσεως της κατάστασεως, είναι ανάγκη να διαρρυθμισθώσιν εκ των υπαρχόντων οικιών 1-2 δωμάτια τα οποία να χρησιμεύουν ως ιατρείον εξετάσεως των λεπρών και δια επιδέσεις και αλλαγάς των ασθενών τούτων. Επίσης είναι ανάγκη να εφοδιασθή με έν μικροσκόπιον και τα απολύτως αναγκαία αντιδραστήρια προς επιστημονικήν διάγνωσιν των εισαγομένων λεπρών και αποφυγήν ούτω διαγνωστικών σφαλμάτων. Οι ιατροί του Λεπροκομείου κατά καιρούς να μεταβαίνουν εις Αθήνας να παρακολουθούν τας προόδους της επιστήμης […] Θεραπεία των λεπρών πρέπει να αρχίση και να εφοδιασθή το Λεπροκομείον με επιδεσμικόν υλικόν και φάρμακα […]. Πρό παντός όμως και κυρίως έχει μεγάλην αξίαν δια τους δυστυχισμένους αυτούς ασθενείς η ψυχική εντύπωσις μίας τοιαύτης προσπάθειας προς θεραπείαν. Εξ’ άλλου τοιουτοτρόπως θα μετέβαινον ευχαρίστως και αυτοβούλως οι διάφοροι λεπροί, οι διαμένοντες και αποκρυπτόμενοι εν Κρήτη και τη λοιπή Ελλάδι αυτόσε, όταν εγνώριζον, ότι θα υπεβάλλοντο εις ειδική θεραπείαν» (Έκθεσις του Καθηγητού Ζεϋφάρτ περί του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας, όπως αναφέρεται στο Καταπότης 1933β: 78-79).
Λίγο αργότερα, ο Νομάρχης Λασιθίου (1927) ανέφερε στο Βενιζέλο σχετικά με την ακαταλληλότητα του λεπροκομείου Σπιναλόγκας:
«Ξηρός και απότομος βράχος εν τη θαλάσση, περιτειχισμένος με ολίγας κατοικίας ως τρώγλας εντός του βράχου, δεν δύναται να εξυπηρετήσει έστω και κατ ελάχιστον τας ανάγκας τοιούτου ιδρύματος. Και ως ειρκτήν καταδίκων και ως τάφος ακόμη είναι ανεπαρκής. […] Μόνο η μεγάλη φαντασία του Δάντη θα ηδύνατο να περιγράψη, ότι υπέρ τα διακόσια άθλια ανθρώπινα πλάσματα […] έχουν εκεί εγκαθειρχθή εν πλήρει απογνώσει, άνευ συναισθήσως ηθικών ή και γραπτών νόμων» {Επιστολήν του Νομάρχη Λασηθίου κ. Αναγνωστάκη προς το Υπουργείον Υγιεινής Προνοίας και Αντιλήψεως, όπως παρατίθεται στο Καταπότης 1933β: 76).
Ο Γάλλος ιατρός Κάρολος Νικόλ9 (1927) επεσήμαινε κυρίως το πρόβλημα της ομογενοποιητικής λογικής και των πρόχειρων διαγνώσεων της ασθένειας και των σεξουαλικών παρενοχλήσεων των γυναικών από τους άνδρες. Τόνιζε την ανυπαρξία αστυνομικού ελέγχου και την ύπαρξη αποδράσεων και αυτοκτονιών. Ο καθηγητής Νικόλ πρότεινε το κλείσιμο του ιδρύματος ως το μόνο ουσιαστικό και αποτελεσματικό μέσο βελτίωσης της κατάστασης των ασθενών:
«Η μοίρα, η οποία έχει την τέχνη να επιδεινώνει τα βασανιστήρια της, προσθέτει εις την τραγωδία της αρρώστια την τραγωδία της πλήξεως. Γιατί να εργασθούν οι λεπροί; Κανένα αντικείμενο δεν μπορεί να εξέλθει από το νησί, και κάθε λεπρός πληρώνεται 25 δραχμάς την ημέρα, εκτός των βοηθημάτων που λαμβάνει από την οικογένεια του, αν αυτή είναι εύπορος εννοείται. Τρία καταστήματα, τα οποία ανανεώνουν τας προμήθειας των διά θαλάσσης, αυστηρώς κλειδωμένα, ανοίγουν ωρισμένας ημέρας εις την προκυμαίαν και οι λεπροί αγοράζουν ότι χρειάζονται. […] Ως μόνη διασκέδασι και απασχόλησι, ελλείψει εργασίας, κοιτάζουν την θάλασσα, παίζουν μερικά παιχνίδια, μερικά όργανα μουσικής. Τον περισσότερο όμως καιρό καταριούνται την τύχη τους, πίνουν μεθούν, τσακώνονται και αγαπούν. Όταν επεσκεφθήκαμε το νησί, δεν εγένετο ούτε της λέπρας κάν συστηματική νοσηλεία. Στον τραγικό αυτόν τόπο, ενώ περπατούμε, ακολουθούμενοι, περιστοιχιζόμενοι από όλον τον απρόβλητον πληθυσμόν, δύο ερωτήματα προβάλλουν εις την συνείδηση μας: και αν από απροσεξία υπάρχει μεταξύ των εγκάθειρκτων αυτών και κανένας υγιής; Ποια θα είνε η ζωή του και πόση η απελπισία του, αν το ξεύρη! Και μεταξύ των ελαφρότερα προσβεβλημένων (διότι αι πρώται εκδηλώσεις της λέπρας είναι ελαφραί) πόσοι δεν θεωρούν τους εαυτούς των αδίκως κλεισμένους εις το νησί, καταδικασμένους να περάσουν όλη των την ζωή εκεί μέσα! Και φανταζόμεθα τις νύκτες στο νησί, τους τρόμους και τις επαφές της. Δεν πρόκειται περί φαντασιώσεων. Ευρήκαμε έναν άνδρα, πιθανώτατα απρόσβλητον, και μας εψιθύρισε, ότι μία νεαρή γυναίκα ηυτοκτόνησε, μόλις προσβεβλημένη απ’ την αρρώστια, τρομαγμένη από ωρισμένας καταδιώξεις. Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα και επνίγηκαν για να γλυτώσουν από την φριχτήν φυλακή, αλλά και μερικοί κατόρθωσαν κολυμβώντες να φύγουν. Είνε καιρός, προς τιμήν της Ελλάδος, ευγενούς και δραστήριου έθνους, η οποία αξίζει την φιλίαν και την εκτίμησίν μας, να εξάλειψη το αίσχος της Σπιναλόγκας» (Νικόλ Κ., «Σπιναλόγκα: Η Νήσος των Λεπρών», όπως παρατίθεται στο Καταπότης 1933β: 73-74).
Μετά από τις εκθέσεις, ειδικότερα μετά το 1928, ξεκίνησαν κάποιες ουσιαστικές προσπάθειες βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης. Ανεγέρθηκαν νέα κτίρια που όμως δεν λειτούργησαν πλήρως. Παράλληλα επιχειρήθηκε μια προσπάθεια πλήρους ιατρικοποίησης του ζητήματος της λέπρας. Για παράδειγμα, η συζήτηση για την ανέγερση κλινικού και πειραματικού επιστημονικού εργαστηρίου για την καταπολέμηση της νόσου του Χάνσεν στην κοινότητα Πλάκας, η οποία βρίσκεται απέναντι από τη Σπιναλόγκα, ξεκίνησε τη χρονική περίοδο 1928-1929. Το κλινικό εργαστήριο, τελικά, για λόγους ιατρικών σκοπιμοτήτων και πιέσεων από τις εύπορες οικογένειες των Αθηνών εγκαινιάστηκε στις 13 Απριλίου 1929 στην Αθήνα (Βοπιο 1993: 150 & Ζερβογιάννης 1994β: 114-115).
Τη δεκαετία του 1930 η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπάθησε να δημιουργήσει, σε συνεργασία με κάποια Αντιλεπρικά Ινστιτούτα του εξωτερικού, επιστημονικές επιτροπές από Έλληνες και αλλοδαπούς επιστήμονες (δερματολόγους, αφροδισιολόγους κτλ.). Οι ερευνητές θα διερευνούσαν κλινικά και εργαστηριακά τη λέπρα και θα οργάνωναν ένα Αντιλεπρικό κλινικό εργαστήριο στην κοινότητα της Πλάκας, η οποία βρίσκεται απέναντι από τη νησίδα Σπιναλόγκα. Αντί για το εργαστήριο, το οποίο ουδέποτε ιδρύθηκε, το 1929 δημιουργήθηκε ο Αντιλεπρικός Σταθμός Αθηνών (Ζερβογιάννης 1994β: 114-115).
Οι συνθήκες ζωής, σίτισης, στέγασης και επικοινωνίας με τον έξω κόσμο και κατά δεύτερο λόγο οι συνθήκες υγειονομικής φροντίδας ή θεραπείας των ασθενών φαίνεται ότι ξεκίνησαν να βελτιώνονται αισθητά μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Στις συντελούμενες αλλαγές πιθανότατα συνεισέφερε ο ερχομός στο νησί ενός λεπρού δικηγόρου από σχετικά πλούσια οικογένεια της περιοχής, του Ε. Ρεμουντάκη. Ο νεαρός επιστήμονας προσπάθησε και με τη βοήθεια των άλλων, κυρίως ανδρών, συνασθενών του κατάφερε να συμβάλλει στη συγκρότηση μιας πολιτικής κοινότητας με εκλογές, αντιπροσώπους και συνδικαλιστικά όργανα.10 Το εγχείρημα της επικοινωνίας των λεπρών με τον έξω κόσμο συμπορεύτηκε με την ταυτόχρονη προσπάθεια συγκρότησης μιας κοινότητας με κοινή αίσθηση του «ανήκειν και του αγωνίζεσθαι» για συλλογικούς σκοπούς. Το ενδιαφέρον για την παρουσίαση ενός φυσιολογικού εαυτού προς τους «έξω» φαίνεται ότι επικράτησε ως μια από τις πρώτες προτεραιότητες της κοινότητας των ασθενών.
Η τοπική εφημερίδα Ανατολή” φιλοξένησε ευχαριστήριο άρθρο των ασθενών, υπογεγραμμένο από τον Ε. Ρεμουντάκη, πρόεδρο της Επιτροπής Λεπρών Σπιναλόγκας, στο οποίο ευχαριστούσαν το νέο Διοικητικό Συμβούλιο του λεπροκομείου και το νομάρχη Λασιθίου για το ενδιαφέρον τους και την ακρόαση των αιτημάτων τους. Σε άλλο άρθρο της ίδιας εφημερίδας, που υπογράφονταν από τον Ν. Μπαρούνη, μέλος της Επιτροπής Λεπρών Σπιναλόγκας, το μοτίβο ήταν ανάλογο:
«Ευχαριστούμε θερμά την τοπική κοινωνία του Αγίου Νικολάου, τις αρχές και μερικούς ιδιώτες για την συγκινητική τους επίσκεψη που μας έκανε από ζωντανούς- νεκρούς μέσα στον απαίσιο τάφο μας να χαμογελάσουμε και να ευφρανθούμε λόγω της συμπόνιας, του βάλσαμου και της στοργής που μας έδειξαν. Η ορφάνια, η κοινωνική απομόνωσις-θάνατος, το αξιοθρήνητο κατάντημα μας, το ψυχικό μας μαρτύριο απαλύνθηκε και μειώθηκε από την χριστιανική χαρά που μας γέμισε η επίσκεψη».11
Η εφημερίδα Ανατολή δημοσίευσε και άλλες ευχαριστήριες καταχωρήσεις, που τόνιζαν τη φιλάνθρωπη επίσκεψη της συζύγου του νομάρχη, των στρατιωτικών και αστυνομικών αρχών και την εκμάθηση της χρήσης ραδιόφωνου. Στις σχετικές καταχωρήσεις εντύπωση προκαλούσε η πληθώρα των επαινετικών σχολίων και των ευγενικών χαρακτηρισμών («άφθαρτος ευγνωμοσύνη», «στοργικό κρατικό ενδιαφέρον») προς τις διοικητικές αρχές και η εμπιστοσύνη προς τους κρατικούς φορείς.13
Η κατοχή
Η έλευση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου14 και η ιταλογερμανική κατοχή ανέστρεψαν και βασικά ακύρωσαν τις προηγούμενες προσπάθειες. Το κυριότερο μέλη μα των ασθενών έγινε ξανά η φυσική επιβίωση και η προσαρμογή στις νέες συνθήκες. Το κρατικό επίδομα διακόπηκε και οι εμπορικές συναλλαγές με την έξω κοινότητα σταμάτησαν ή γινόταν κυρίως σε είδος. Οι Ιταλοί επέδειξαν μια σχετικά μικρή ανοχή στους ασθενείς, οι οποίοι κολυμπώντας έβγαιναν απέναντι στην Πλάκα και ζητιάνευαν. Η κατάσταση ήταν αρκετά δύσκολη και οι ασθενείς διεκδίκησαν να συμπεριληφθούν στη δύναμη των στρατευμάτων κατοχής ώστε να εξασφαλίζουν τουλάχιστον την αναγκαία ποσότητα τροφής. Το αίτημα των ασθενών ικανοποιήθηκε, αφού πρώτα προηγήθηκε η επίσκεψη Ιταλών και Ελλήνων αξιωματούχων στο νησί για να διερευνηθεί η κατάσταση (Ρεμουντάκης 1973: 150-155 & Οτΐνεί 2002: 74-76).
Με την έλευση των Γερμανών οι συνθήκες διαβίωσης των ασθενών φαίνεται ότι δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο. Το φρουραρχείο Κρήτης κοινοποίησε διαταγή με την οποία σημειωνόταν με έμφαση ότι ο οποιοσδήποτε δραπέτης χανσενικός θα εκτελούνταν με τουφεκισμό (Ρεμουντάκης 1973: 157 & Ζοτδαδ 1999: 45). Οι ασθενείς μάλλον αφέθηκαν στη τύχη τους και κάποιοι από αυτούς εκτελέστηκαν, όταν βγήκαν να ζητιανέψουν. Κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής ο υποσιτισμός των ασθενών ήταν διαρκής και κάποιοι από τους λεπρούς δεν άντεξαν και υπέκυψαν. Προκειμένου να επιβιώσουν οι χανσενικοί κατέφυγαν στην ανταλλαγή με είδος. Έτσι τα κρεβάτια που απέμεναν στα ακατοίκητα σπίτια ανταλλάσσονταν με λάδι ή τροφή. Οι λεπροί παρασκεύαζαν επίσης σαπούνι με στάχτη και ελαιόλαδο, σε ποσότητα ικανή να προμηθεύσει όλη την περιοχή (Ζοτύαδ 1999: 45 & Οτίνοί 2002: 74-76).
Το 1942 οι ασθενείς αποφάσισαν να βγάλουν όλα τα υγιή παιδιά στη στεριά και να βάλουν φωτιά στο νησί διαμαρτυρόμενοι για άλλη μια φορά για τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης. Οι δυνάμεις κατοχής μοίρασαν εκ νέου τρόφιμα στους λεπρούς για να μην πραγματοποιήσουν την απειλή τους. Οι έγκλειστοι προσπάθησαν ξανά να διαπραγματευθούν με τις δυνάμεις κατοχής την ένταξή τους στη δύναμη των στρατευμάτων κατοχής για λόγους επιβίωσης. Τελικά το κατόρθωσαν μετά το Μάρτιο του 1943 και κάποιοι από αυτούς κατάφεραν να επιβιώσουν (Ρεμουντάκης 1973: 157 & Ζοιό&δ 1999: 45 & Οτΐνεί 2002: 74-76).
Ολοκληρώνοντας την παρούσα ενότητα, υπογραμμίζεται ότι μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα (1913) υπήρξαν αλλαγές στο λεπροκομείο Σπιναλόγκας (επιδιόρθωση ζημιών, προσθήκη και ανέγερση κτιρίων, αύξηση επιδομάτων κτλ.). Οι αλλαγές κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της αύξησης της ιατρικής εξουσίας, αλλά δε φαίνεται να μετασχημάτισαν ριζικά την κατάσταση ιατρικής φροντίδας, διαβίωσης και σίτισης που επικρατούσε στην κοινότητα. Την περίοδο 1913-1944 το λεπροκομείο εξακολουθούσε να κινείται περισσότερο στην κατεύθυνση του εγκλεισμού και της κοινωνικής απομόνωσης και λιγότερο στην κατεύθυνση παροχής σοβαρής ιατρικής φροντίδας και νοσηλευτικής αρωγής στους πάσχοντες. Καταβλήθηκαν προσπάθειες ενίσχυσης και βελτίωσης του ιδρύματος, κυρίως σε επίπεδο υποδομών και εγκαταστάσεων και διαφάνηκε μια συνολικότερη τάση προόδου σχετικά με το ζήτημα της διαβίωσης αλλά όχι της θεραπείας. Οι διαδικασίες που άρχισαν, στις οποίες οι ασθενείς ξεκίνησαν να έχουν ενεργό ρόλο από τα τέλη της δεκαετίας του 1930, ακυρώθηκαν από τον πόλεμο και την κατοχή.
Η Περίοδος από την Απελευθέρωση μέχρι το
Κλείσιμο του Λεπροκομείου (1944-1957)
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 (1948-1949) και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η κατάσταση στο λεπροκομείο ξεκίνησε να βελτιώνεται στο επίπεδο των κτιριακών υποδομών αλλά όχι στο επίπεδο παροχής ιατρικής φροντίδας και νοσοκομειακής περίθαλψης προς τους πάσχοντες. Η καταβολή του επιδόματος επανήλθε σταδιακά έστω και αν η αξία του είχε μειωθεί δραματικά λόγω υψηλού πληθωρισμού. Μετά από προσπάθειες τόσο της διοίκησης όσο και της κοινότητας ασθενών έφθασαν στο νησί δύο ασθενοφόρα για τη μεταφορά των λεπρών σε νοσοκομεία της περιοχής και μια γεννήτρια για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος (Οτΐνεί 2002: 76-78). Το 1948 χτίστηκαν δύο καινούργιες πτέρυγες για τη φιλοξενία των χανσενικών και τα περιοριστικά μέτρα φαίνεται να χαλάρωσαν ελαφρώς, αφού η φυλακή φιλοξενούσε κυρίως το σωματείο των λεπρών (Ζερβογιάννης 19956: 83-93).
Η ζωή στο ίδρυμα έγινε κάπως καλύτερη από άποψη διαβίωσης και σίτισης αλλά το μεγάλο πρόβλημα εξακολουθούσε να παραμένει η θεραπεία και η ιατρική φροντίδα, η οποία παρέμεινε ανεπαρκής όλα τα χρόνια λειτουργίας του λεπροκομείου. Η διεύθυνση του θεσμού αποδέχτηκε το αίτημα των ασθενών και τους επέτρεψε να κατασκευάσουν μικρές βάρκες για να ψαρεύουν και να κάνουν λεμβοδρομίες γύρω από τη νησίδα (Ζερβογιάννης 1992: 3-36 & Βοτηε: 1993: 235).
Οι βάρκες χρησιμοποιήθηκαν για νυχτερινές αποδράσεις, αλλά και για τη μυστική επικοινωνία με εκπροσώπους του τοπικού Τύπου (Ζερβογιάννης 1992: 3-36 & Καταπότης 1993: 11-19). Ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός στη ζωή της κοινότητας ασθενών Σπιναλόγκας υπήρξε η ανακάλυψη και η εφαρμογή των αντιλεπρικών φαρμάκων’ μετά το 1940 και η ουσιαστική εφαρμογή τους μετά τον Ιανουάριο του 1948, οπότε σταδιακά άρχισε και η χορήγηση εξιτηρίων στους δικαιούχους15 (Ζερβόγιάννης 1992: 3-36 & Βοτπο: 1993: 235). Η εκ νέου εξέταση κάποιων θεωρούμενων ως λεπρών προκειμένου να χορηγηθούν εξιτήρια αποκάλυψε ότι υπήρχαν άτομα που είτε είχαν εγκλειστεί κατά λάθος χωρίς να έχουν ποτέ προσβληθεί από την ασθένεια είτε υπήρχαν περιστατικά φυματιώδους μη μεταδοτικής λέπρας, για τα οποία δεν υπήρχε λόγος απομόνωσης στο λεπροκομείο.16 Τελικά μέσα σε έξι μήνες, 230 χανσενικοί με τη βοήθεια φαρμακευτικής αγωγής και καλής διατροφής αποθεραπεύτηκαν (Ρεμουντάκης 1973: 161 & Καταπότης 1993: 11-19).
Παρ’ όλη τη βελτίωση της κατάστασης οι ασθενείς συνέχισαν να διαμαρτύρονται διεκδικώντας αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής, φάρμακα και θεραπευτική αγωγή. Από το Σεπτέμβριο του 1952 η ελληνική κυβέρνηση προώθησε τη σταδιακή κατάργηση όλων των λεπροκομείων και λωβοκομείων και αποφάσισε την ανέγερση ενός κεντρικού θεραπευτικού ιδρύματος κοντά στην Αθήνα που θα συνεργαζόταν στενά με την Ιατρική Σχολή και στο οποίο θα διεξαγόταν επιστημονική έρευνα. Στις 20 Ιανουάριου 1953 τριάντα λεπροί εξεγέρθηκαν, άρπαξαν τη λέμβο υπηρεσίας και βγήκαν στην Πλάκα για συναντήσουν τις αρχές και να εκθέσουν τα αιτήματα της κοινότητας ασθενών (Βοτηο 1993: 85). Στις 29 Ιανουάριου 1953, ο υπουργός Υγείας αύξησε το επίδομα των ασθενών σε 15000 δραχμές, γεγονός το οποίο δεν ικανοποιούσε παρά ένα ελάχιστο μέρος των αιτημάτων που είχαν υποβάλει οι ασθενείς (Βοτηε 1993: 255). Στις 13 Φεβρουάριου 1953 οι ασθενείς ξεκινούν απεργία πείνας για να τεθεί ο θεμέλιος λίθος σε ένα καινούργιο θεραπευτικό κέντρο στην Αθήνα. Στις 16 Φεβρουάριου 1953 ο γιατρός του ιδρύματος επεσήμανε σε έκθεση του στο Υπουργείο Υγείας:
«Μας στείλατε πάλι αναρχικούς λεπρούς από την Αθήνα. Οι δυο καινούργιοι με τη βοήθεια του υφιστάμενου πυρήνα διεγείρουν τα πνεύματα [….] Πρέπει να απομακρυνθούν από εδώ πάση θυσία γιατί αλλιώς θα αντιμετωπίσουμε νέα προβλήματα (Εκθεση Ιατρού Λεπροκομείου Σπιναλόγκας προς το Υπουργείο Υγιεινής», όπως παρατίθεται στο Οήνβί 2002: 86).
Την Πρωτομαγιά του 1953 οι απείθαρχοι ασθενείς μεταφέρθηκαν στη Σάμο και τη Χίο. Η κατάσταση δεν εκτονώθηκε και η αντιπαράθεση ανάμεσα σε διοίκηση και μερίδα των ασθενών που επιζητούσαν την κατάργηση του λεπροκομείου συνεχίστηκε. Μετά από τις συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις, ο υπουργός Υγιεινής Πολυζωγόπουλος με το νόμο 3369 «Περί Μέτρων προς Καταπολέμησιν της Λέπρας»17 (23 Σεπτεμβρίου 1955) επέτρεψε την κατ’ οίκον18 νοσηλεία των ασθενών (Βοτπε 1993: 255-256 & Όπνεί 2002: 84-86). Το Μάρτιο του 1956 αντιπροσωπεία του Υπουργείου Υγιεινής με επικεφαλής τον υπουργό Πολυζωγόπουλο και μέλη τους βουλευτές, τους νομάρχες και τους νομίατρους του νησιού έφθασαν στη Σπιναλόγκα.
Στη νησίδα Αντιπροσωπεία ασθενών19 με επικεφαλής τον Ε. Ρεμουντάκη δήλωσαν ότι το μοναδικό τους αίτημα ήταν να φύγουν από τη Σπιναλόγκα «ζωντανοί και πεθαμένοι» (Ρεμουντάκης 1973: 163). Τελικά, τον Ιούλιο του 1957 οι τελευταίοι περίπου τριάντα λεπροί μεταφέρθηκαν υποχρεωτικά στον Αντιλεπρικό Σταθμό του (τότε) Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων20 στην Αθήνα, όπου οι συνθήκες, τουλάχιστον αρχικά, δεν ήταν πολύ καλύτερες από τη Σπιναλόγκα21 (Βοτηε 1993: 257 & Οτΐνβΐ 2002: 101-102).
Συμπεράσματα
Στο κεφάλαιο που προηγήθηκε, παρουσιάστηκε με συνοπτικό τρόπο ο τρόπος ζωής των χανσενικών στα διάφορα χωριά, στα οποία διαβιούσαν, πριν τη δημιουργία του λεπροκομείου Σπιναλόγκας. Στη συνέχεια εκτέθηκε αναλυτικά το ζήτημα της ίδρυσης του θεσμού και περιγράφηκε η ζωή των ασθενών στις διάφορες φάσεις της λειτουργίας του. Από την ανάλυση του εμπειρικού υλικού αναδείχθηκε ότι ο βασικότερος λόγος εγκατάστασης του ιδρύματος στη Σπιναλόγκα ήταν οι οικονομικοί περιορισμοί που αντιμετώπιζε η νεοσύστατη Κρητική Πολιτεία. Παράλληλα διαφάνηκε μια συμπληρωματική πρόθεση χωρικής εκδίωξης των Μουσουλμανικών οικογενειών και ένα ξεκάθαρο αίτημα κοινωνικής απομόνωσης των λεπρών από την υπόλοιπη υγιή κοινότητα.
Όταν ιδρύθηκε το λεπροκομείο αποτελούσε σε επίπεδο ιδρυτικών διακηρύξεων και προγραμματικής ρητορείας ένα σαφές εγχείρημα εκσυγχρονιστικής και ιατρικοκεντρικής διαχείρισης της ασθένειας και των φορέων της. Η προσπάθεια ήταν εναρμονισμένη με τους θεσμούς και τις πρακτικές που επικρατούσαν την ίδια περίοδο στην Ευρώπη.22 Στην πράξη το λεπροκομείο απείχε αρκετά από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά ιδρύματα σε επίπεδο ιατρικής φροντίδας, νοσηλευτικής περίθαλψης, κλινικού πειραματισμού και συνθηκών διαβίωσης για τους ασθενείς. Το ίδρυμα δεν είχε τα ίδια χαρακτηριστικά σε όλα τα χρόνια της λειτουργίας του. Ενώ στο επίπεδο της θεωρίας και των διακηρύξεων συγκρότησε ένα νεωτερικό θεσμικό μόρφωμα, στο επίπεδο της λειτουργίας του συνυπήρχαν όψεις τόσο παραδοσιακών όσο και νεώτερων αντιλήψεων για την ασθένεια και τους φορείς της. Η ενδιαφέρουσα συνύπαρξη του «παλαιού» με το «καινούργιο» αποτυπώθηκε περισσότερο έντονα μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του 1930, αλλά εξακολουθούσε να ανιχνεύεται σε όλα τα χρόνια της λειτουργίας του.
Το λεπροκομείο Σπιναλόγκας αποτέλεσε σημείο θεσμικής κρυστάλλωσης μιας διαδικασίας σταδιακής εκχώρησης της αρμοδιότητας διαχείρισης της ασθένειας και των φορέων της από την παραδοσιακή κοινότητα στους κρατικούς θεσμούς. Στο εσωτερικό του, δημιουργήθηκε ένας διατεταγμένος κοινωνικός κόσμος που είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια του μισού αιώνα της λειτουργίας του. Η κοινότητα ασθενών φαίνεται ότι, ειδικότερα μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930, ενεργοποιήθηκε περισσότερο. Παράλληλα ξεκίνησε να διεκδικεί πιο δυναμικά και αποτελεσματικά αξιοπρεπείς συνθήκες ιατρικής φροντίδας, νοσηλευτικής αρωγής και καθημερινής διαβίωσης.23 Έτσι στη νησίδα του αποκλεισμού και της απαξίωσης, δημιουργήθηκε ένα ζωντανό δίκτυο κοινωνικών σχέσεων, διαντιδράσεων και επαφών με πολλαπλά επίπεδα τυπικών και άτυπων δραστηριοτήτων.
Βιβλιογραφία
Άμποτ Γ. Ν., 2003, Γη και Νερό, Αθήνα, Πόλις.
Δανδουλάκης Κ., 1993, Τα Δέκα Χρυσά Δουκάτα της Σπιναλόγκας, Άγιος Νικόλαος.
Ευαγγέλου X., 1948, «Η Λέπρα εν Ελλάδι», Αρχεία Υγιεινής, 1-6: 1-21.
Ευσταθιάδης Μ., 1958, «Κατά της Λέπρας και όχι κατά των Λεπρών», Ανακοίνωση στη 5η Παγκόσμια Μέρα Χανσενικών εις της Ελλάδα, Σύνδεσμος Χανσενικών, Αθήνα.
Ζερβογιάννης Ν., 1992, «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα», Αμάλθεια, 23, (90-93): 3- 36.
Ζερβογιάννης Ν., 1993, «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα», Αμάλθεια, 24, (94-97): 3- 44.
Ζερβογιάννης Ν., 1994α, «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα», Αμάλθεια, 25, (98-99): 3-39.
Ζερβογιάννης Ν., 1994β, «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα», Αμάλθεια, 25, (100- 101): 103-120.
Ζερβογιάννης Ν., 1995α, «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα», Αμάλθεια, 26, (102- 103): 3-15.
Ζερβογιάννης Ν., 1995β, «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα», Αμάλθεια, 26, (104- 105): 83-93.
Ζερβογιάννης Ν., 1996, «Η Ιστορία της Σπιναλόγκα», Αμάλθεια, ΣΊ, (108-109): 107- 126.
Καζαντζάκη Γ., 1981, Οι Αεπροί. Η Άρρωστη Πολιτεία, Θεσσαλονίκη.
Κάραλης Γ., 1975, «Η Σπιναλόγκα Ρημάζει Μέσα στην Ερημιά της, Ταχυδρόμος, 36 (1118): 53-61.
Καταπότης Γ., 1993, «Ζωντανοί-νεκροί ήταν οι Λεπροί στη Σπιναλόγγα», Κρήτη, 201: 11-19.
Καταπότης Μ., 1933α, «Η Σπιναλόγκα», Μέσων, Β’: 1-36.
Καταπότης Μ., 1933β, «Η Λέπρα εν Κρήτη», Μέσων, Β’: 37-194.
Καταπότης Μ., 1937, «Δια την Ιστορίαν της Λέπρας εν Κρήτη», Μέσων, ΣΤ’: 127-128.
Κοκκινάκης I., 2007, «Πρόνοια και Φιλανθρωπία στην Ελλάδα τον 19ο Αιώνα», στο: Δίκαιος Κ., (επιμ.), Ιστορία της Κοινωνικής Πρόνοιας, Αθήνα, Δαρδανός, (Υπό Έκδοση).
Κορασίδου Μ., 1992, «Οι Φιλάνθρωποι Μιλούν για τους Φτωχούς», Ιστορικά, 17: 385-404.
Κορασίδου Μ., 2002, Όταν η Αρρώστια Απειλεί. Επιτήρηση και Έλεγχος της Υγείας του Πληθυσμοέ στην Ελλάδα του 19ου Αιώνα, Αθήνα, Τυπωθήτω.
Κορνάρος Θ., 1956, «Αά Πίασι», Σπιναλόγκα, Αθήνα, Άτλας.
Μοσχόβη Γ., 2005, Σπιναλόγκα, Αθήνα, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και
Απαλλοτριώσεων.
Μπουρνόβα Ε., 1998, «Λεπροί και Λεπροκομείο» στο Ιστορικό & Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνης (επιμ.), Ρέθυμνο 1898-1913. Από την Αυτονομία στην Ένωση, Ρέθυμνο, Ιστορικό & Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνης: 67-78.
Πλουμπίδης Δ., 1983, «Εισαγωγικά γύρω από την Εγκατάσταση της Ψυχιατρικής στην Ελλάδα», Σύγχρονα Θέματα, 19 (Οκτ.-Δεκ.): 21-29.
Ρεμουντάκης Ε., 1973, Αϊτός Χωρίς Φτερά, Αυτοβιογραφία, Αθήνα.
Σαββάκης Μ., 2007, «Νόσος του Χάνσεν και Κοινωνικός Μετασχηματισμός», Σύναψις, 5: 70-84.
Σαββάκης Μ., 2006, Εγκλεισμός, Στίγμα, και Βιογραφικές Διαδρομές. Το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας ως Κοινωνικός Θεσμός και η Ασθένεια ως Βιωμένη Εμπειρία, Ρέθυμνο, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Τμήμα, Κοινωνιολογίας.
Σαββάκης Μ., 2003, «Η Βιογραφική Έρευνα ως Εναλλακτικό Ερευνητικό Εγχείρημα και ως Μεθοδολογικό Διάβημα: Πλεονεκτήματα και Όρια», Δοκιμές, 11-12: 65-87.
Σαββάκης Μ., & Τζανάκης Μ., 2006, «Βιογραφική Ρήξη και Ιδρυματισμός: Θεσμικές και Αφηγηματικές Διαστάσεις μιας Κοινωνικής Διαδικασίας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 120 Β’: 37-64.
Σαββάκης Μ. & Τζανάκης Μ., 2002, «Ιδρυματικοί Κοινωνικοί Θεσμοί, Συγκρότηση Μεθορίων και Διαδικασίες Προβληματικοποίησης. Το Ψυχιατρείο Λέρου και το Λεπροκομείο Σπιναλόγκας», Τετράδια Ψυχιατρικής, 79: 62-77.
Τζαβάρας Θ., 2007, «Σπιναλόγκα», Σύναψις, 5: 86-91.
Τζανάκης Μ., 2006, «Τεχνικές του Σώματος, Τεχνικές του Εαυτού. Η Ηθική Διάσταση της Χρόνιας Ασθένειας», Ουτοπία, 72: 67-80.
ΒοηαΓο I. Ε., 1985, «ΤΙιο ΗΪ8ίοτγ ο£ΕερΓθδγ», Αεία ΤβρΓοΙοξίεα, Σ. 95-100 Βοτηο Μ., 1993, Τα (ΜηβΓβ Ιη/βοΐίβιιεβ, ΕΆίεβ, Υβνβγ
Βουτηονα Ε., 1996, «8ηηίό Ριώΐίφίο εΐ Θοτρδ Μέύΐεαΐ εη Τταηδΐάοη: Εε Θ38 άε 1π θείε ηιι Όεόιιΐ άιι ΧΧε δΐεείε», ΑηηαΙβε άβ Οέπιο^εαρύΐε ΗΕίοήηιιε’. 119-136.
Εοιιε3ΐι1ΐ Μ., 1984, «Ο£ ΟίΙιεΓ δρ3εε§. ΗεΙετοίορΪ38», ΑηΜβεΐιΐΓβ Οοηΐίηιιίίέ, 3: 23-34.
Οήνεί Ζ., 2002, Η Νόσος του Χάνσεν στην Ελλάδα και στην Κρήτη κατά τον 20° Αιώνα. Ψυχοκοινωνιολογικές Επιπτώσεις, Άγιος Νικόλαος, Κ.ΕΠ.ΑΝ.ΕΛ.
Εεε1ιΐ3ΐ Μ. Ε, 1973, «Ερίάεηιΐο1θβγ ο£ Εερτοδγ ΐη ΐΗε Ε38ί 100 Υε3Γδ», ΙηΐβεηαΙίοηαΙ ΔοιίΓηαΙ ο/Εβρεοεγ, 3: 298-306.
ΖοτΙ)38 V., 1999, 8ρΐηαΙοη%α. ΤΊιε ΙεΙβ ο/θιβ Θαηιηβά, Εοηάοη, Ρεη^ιιΐη.
- Ο δικηγόρος Ρεμουντάκης ήταν τελειόφοιτος της Νομικής Αθηνών που εγκλείστηκε στην νησίδα κοντά στα μέσα της δεκαετίας του 1930 μετά από κυνηγητό από την αστυνομία. Στην αυτοβιογραφία του, η οποία ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ανασυγκροτείται με γλαφυρότητα το βίωμα της ασθένειας και του κοινωνικού εκτοπισμού. Η αυτοβιογραφία του αποκτά ιδιαίτερη σημασία και αποτυπώνει, έστω διαμεσολαβημένα, την εμπειρία του λεπροκομείου μέσα από το βλέμμα ενός μορφωμένου ασθενή. Ο δικηγόρος Ρεμουντάκης, γόνος σχετικά εύπορης οικογένειας της Ανατολικής Κρήτης, εμφανίζει τον εαυτό ως έναν από τους πρώτους έγκλειστους που παρακίνησε αποτελεσματικά την κοινότητα να οργανωθεί. Με τη δημιουργία του συνδέσμου λεπρών, οι ασθενείς κατόρθωσαν σταδιακά να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης τους και να πετύχουν αξιοπρεπέστερους όρους σίτισης, στέγασης και επικοινωνίας, χωρίς πάντως να επιλύσουν το ζήτημα της ιατρικής φροντίδας και θεραπείας. Οι προσπάθειες του Ρεμουντάκη να οργανώσει τους λεπρούς της Σπιναλόγκας φαίνεται ότι αναγνωρίστηκαν από τους συνασθενείς του. Έτσι εκλέχθηκε πρόεδρος του πρώτου συλλόγου που ίδρυσαν οι ασθενείς στη Σπι- ναλόγκα τον Ιούνιο του 1936. Ο σύλλογος ασθενών, ο οποίος ονομάστηκε «Αδελφότης Ασθενών Σπιναλόγκας ο Άγιος Παντελεήμων», είχε καταστατικό, απαιτούσε καταβολή του ποσού των δέκα δραχμών με την εγγραφή και είχε επιπλέον για τα μέλη του μηνιαία συνδρομή ύψους πέντε δραχμών (Ρεμουντάκης 1973: 132). Με συντονισμένες συλλογικές ενέργειες οι ασθενείς κατάφεραν να βελτιώσουν την κατάσταση των σπιτιών τους, να χτίσουν κάποια βοηθητικά κτίρια, να οργανώσουν προμηθευτικούς συνεταιρισμούς τροφίμων, να περιορίσουν τη χαρτοπαιξία και την οινοποσία και να επιτύχουν τη θεσμική αναγνώριση της κοινότητας ασθενών από τη διοίκηση (Ρεμουντάκης 1973: 138). Μέχρι την αποχώρησή του από το λεπροκομείο, όταν τερματίστηκε η λειτουργία του, ο δικηγόρος εκπροσωπούσε τους ασθενείς. Επίσης, αποτέλεσε έναν προνομιακό συνομιλητή της κοινότητας ασθενών με τη διοίκηση του θεσμού τις δυνάμεις κατοχής και τις ελληνικές κρατικές αρχές.
- Το ελληνικό κράτος είχε ήδη λάβει περιοριστικά μέτρα για τους λεπρούς με το διάταγμα «Περί Εμποδισμού της Μετάδοσης των Μολυσματικών Ασθενειών» της 31ης Δεκεμβρίου 1836 (31/12/1936, Φ.Ε.Κ. 83 Α’-12/1/1837). Εκτός από τη Σπιναλόγκα, λεπροκομεία υπήρχαν στη Χίο από το 1874 και στο Καρλόβασι Σάμου από το 1896 (Ανδριώτης 2006: 250). Σύμφωνα με την έκθεση του Ειδικού Υγειονομικού Επιθεωρητή Αφροδισίων και Δερματικών Νόσων του Υπουργείου Υγείας X. Ευαγγέλου, η πρώτη εισαγωγή ασθενή στο λωβοκο- μείο Χίου, το οποίο λειτουργούσε από την εποχή της Ενετοκρατίας, καταγράφθηκε το 1878. Το σύνολο των νοσηλευθέντων κατά την περίοδο λειτουργίας του (1874-1947) ανήλθε σε 228 πάσχοντες, εκ των οποίων 152 ήταν άνδρες και 76 γυναίκες. Το λωβοκομείο Σάμου Άγιοι Ανάργυροι ιδρύθηκε στις 23 Ιουνίου 1896 με το Νόμο 394 «Περί Συστάσεως Λωβοκομείου» (10/9/1886), της Σαμιακής Πολιτείας. Ακολούθησαν οι Νόμοι 508 «Περί Λωβών» (30/5/1890) και 783 «Περί Συντηρήσεως Λωβοκομείου» (18/3/1896), οι οποίοι ρύθμιζαν διοικητικά και άλλα τρέχοντα ζητήματα της λειτουργίας του ιδρύματος. Μετά την ενσωμάτωση της Σάμου στην Ελλάδα ακολούθησε το διάταγμα 39 «Περί Εισαγωγής Λωβιώντων εις το Λωβοκομείο Σάμου» (21/10/1917, Φ.Ε.Κ. 237 Α’-15/11/1917). Το σύνολο των νοσηλευθέντων στο λωβοκομείο Σάμου κατά τη διάρκεια λειτουργίας του (1896-1947) ήταν 297 πάσχοντες, εκ των οποίων 176 άνδρες και 119 γυναίκες (Ευαγγέλου 1948: 1-21).
- Το ελληνικό κράτος θέσπισε στις 24 Ιουλίου 1920 το Νόμο 2450 «Περί Μέτρων προς Περιστολήν της Λέπρας» (Φ.Ε.Κ. 182 Α’-18/2/1920) που ρύθμιζε τις υποχρεώσεις των λεπρών. Η ρύθμιση απαγόρευε τους γάμους μεταξύ λεπρών ή μεταξύ λεπρών και υγιών, τη φοίτηση σε σχολεία, την επικοινωνία με τους υγιείς και επέβαλλε την απασχόληση τους σε διάφορες εργασίες ανάλογα με το βαθμό σωματικής τους ικανότητας.
- «Το εν Σπιναλόγκα Λεπροκομείον», Ελπίς, 28/4/1921.
- «Το εν Σπιναλόγκα Λεπροκομείον», Ελπίς, 5/5/1921.
- «Το εν Σπιναλόγκα Λεπροκομείον», Ελπίς, 5/5/1921.
- «Περί Οργανώσεως του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας εις Εκτέλεσιν Γνω- μοδοτήσεως της Επιτροπής Οικονομιών», Φ.Ε.Κ. 203 Α’-31/7/1925).
- Ο Ζεϋφάρτ ήταν ένας Γερμανός ειδικός που προσκλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση για να προσφέρει τις γνώσεις του και να συνεισφέρει στην προσπάθεια ελέγχου της λέπρας.
- Ο Νικόλ ήταν διευθυντής του ινστιτούτου Παστέρ της Τύνιδας.
- Η Αδελφότητα Χανσενικών ήταν το σωματείο που προσέφερε βήμα λόγου στους πάσχοντες, αποτελούσε έναν τρόπο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο και μια ευκαιρία διεκδίκησης καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Ο σύλλογος, παρ’ όλες τις δυσκολίες που αρχικά συνάντησε, κατάφερε να συσπειρώσει τους λεπρούς και φαίνεται ότι συνεισέφερε αποτελεσματικά στις προσπά- θειές τους να αντιμετωπίσουν την απελπισία και να οργανώσουν καλύτερα τη ζωή τους. Ενδεικτικό της αλλαγής που επέφερε στις αντιλήψεις των ασθενών για την κατάσταση τους και της ικανότητας τους να βελτιώσουν τις συνθήκες, είναι το γεγονός ότι διαφοροποιήθηκε η στάση τους απέναντι στο θάνατο. Η άγνοια και η αδιαφορία φαίνεται ότι παραχώρησαν τη θέση τους στη συλλογική διεκδίκηση, τη συνεύρεση και την αλληλεγγύη (Ρεμουντάκης 1973: 123- 132 & Οπνοί 2002: 71).
- «Οι Λεπροί Ευχαριστούν», Ανατολή, 12/5/1938.
- «Οι Λεπροί Ευχαριστούν», Ανατολή, 29/12/1938.
- «Οι Λεπροί Ευχαριστούν», Ανατολή, 10/11/1939 & «Οι Λεπροί Ευχαριστούν», Ανατολή, 28/6/1939. Ίσως, όλες αυτές οι προσπάθειες βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης στο ίδρυμα, αλλά και οι ευχαριστήριες καταχωρήσεις στον τοπικό τύπο, να συνδέονται με την ύπαρξη του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και με τη λογοκρισία της εποχής.
- Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος δημιούργησαν ένα πλήθος εξαθλιωμένων πολιτών. Στο εσωτερικό του περιλαμβάνονταν ετερόκλητες κοινωνικές ομάδες όπως φτωχοί, επαίτες, ανάπηροι-θύματα πολέμου, ανήλικοι παραβάτες, πόρνες, αλκοολικοί, ψυχικά νοσούντες, ορφανά και απροστάτευτα παιδιά, άστεγοι και γενικά μια πλειάδα ατόμων ανεπιθύμητων για το κράτος (Πλουμπίδης 1983: 21-29 & Κορασίδου 1992: 385-404).
- Η χορήγηση εξιτηρίων συνάντησε σοβαρά προσκόμματα και ισχυρές αντιδράσεις τόσο από μερίδα των ιατρών, που την έκριναν πρόωρη, όσο από μερίδα της τοπικής κοινωνίας και της εκκλησίας. Ο λόγος ήταν ότι ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας θεωρήθηκε ακόμα υπαρκτός και το σχετικό μέτρο πρόωρο (Ευσταθιάδης 1958: 39).
- Σχετικά με το ζήτημα, η έκθεση του ιατρού Φωτινόπουλου, η οποία αναφέρει τρία συγκεκριμένα περιστατικά εγκλεισμού με απουσία νόσου, φαίνεται εξαιρετικά αποκαλυπτική: «Δίπλα σε περιπτώσεις που δικαιολογούν θεραπευτική αγωγή υπάρχουν μετριοπαθή περιστατικά φυματιώδους λέπρας, μη μεταδοτικής, για τα οποία δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος απομόνωσης τους. Τέλος, ανακαλύψαμε μεγάλο αριθμό τροφίμων οι οποίοι δεν εμφάνιζαν οποιοδήποτε σημείο λέπρας, στο ιστορικό των οποίων δεν περιείχετο οτιδήποτε παρεμφερές και οι οποίοι δε μάθαμε ποτέ πως κατέληξαν και παρέμειναν επί σειρά ετών στο Λεπροκομείο» (Εκθεση Ιατρού Φωτινόπουλου, όπως παρατίθεται στο 6πνο1 2002: 80).
- «Περί Μέτρων προς Καταπολέμησιν της Λέπρας», (Φ.Ε.Κ. 258 Λ 7 23/9/1955). Ο Νόμος 3369 έθεσε τις προϋποθέσεις μιας περισσότερο ανεκτικής πολιτικής απέναντι στους λεπρούς και έγινε δεκτός με αρκετή ικανοποίηση από τους ασθενείς. Το διάταγμα σφράγιζε και τυπικά την πλήρη ιατρικοποίηση της ασθένειας και σηματοδοτούσε την κατάργηση του λεπροκομείου, με τη μορφή που είχε στη Σπιναλόγκα ως χώρου εγκλεισμού και κοινωνικής απομόνωσης των ασθενών. Αυτό που προτάθηκε ήταν ένα ίδρυμα νέας μορφής με έμφαση στην κλινική και πειραματική ιατρική, το οποίο θα ήταν οργανωμένο με περισσότερο ορθολογικό και αποτελεσματικό τρόπο.
- Η κατ’ οίκον νοσηλεία επιτρεπόταν, εφόσον διαπιστωνόταν από τις αρμόδιες αρχές ότι πληρούνταν όλοι οι όροι της δημόσιας υγιεινής. Επίσης, επεκτάθηκε ο θεσμός του εξιτηρίου και των αδειών στους θεωρούμενους ως ακίνδυνους ασθενείς. Ο ίδιος νόμος διατηρούσε ενεργές τις ρυθμίσεις για την υποχρεωτική εισαγωγή των «ύποπτων» περιστατικών στα ειδικά θεραπευτήρια του κράτους (Βογπο 1993: 255-256 & Οήνεί 2002: 84-86).
- Στο ζήτημα του τερματισμού της λειτουργίας του λεπροκομείου η κοινότητα των ασθενών και των υγιών φαίνεται ότι ήταν μοιρασμένη. Οι παλαιότε- ροι ασθενείς και ένα τμήμα της τοπικής κοινωνίας που είχε οικονομικά οφέλη καθώς το ίδρυμα αποτελούσε κεντρική οικονομική πηγή της ευρύτερης περιοχής τάσσονταν υπέρ της συνέχισης της λειτουργίας του. Οι νεότεροι ασθενείς ήταν φανατικά υπέρ του κλεισίματος και της μεταφοράς τους σε ένα αρτιότερο ιατρικό κέντρο στην Αθήνα.
- Το παλαιό Νοσοκομείο Λοιμωδών σήμερα ονομάζεται Γενικό Νομαρχιακό Δυτικής Αττικής Αγία Βαρβάρα. Στους χώρους του, σε κτίρια ξεχωριστά από τα υπόλοιπα, στεγάζεται το Κοινωνικό Κέντρο Αποκατάστασης Χανσενικών, το οποίο φιλοξενεί κάποιους από τους τέως έγκλειστους στο λεπροκομείο Σπιναλόγκας.
- Οι ασθενείς που προέρχονταν από τη Σπιναλόγκα συχνά συνέκριναν την κατάσταση του Αντιλεπρικού Σταθμού Αθηνών με το λεπροκομείο και νοσταλγούσαν τη ζωή στη νησίδα. Ενδεικτικό των πρώτων δυσκολιών που βίωσαν στην Αθήνα και της τάσης νοσταλγίας και εξωραϊσμού της παρελθούσης κατάστασης είναι το παρακάτω απόσπασμα: «Όταν φθάσαμε εκεί (εννοεί στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών) δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο παράγκες, ένα μονώροφο θεραπευτήριο χωρίς τρεχούμενο νερό στις εγκαταστάσεις ούτε ηλεκτρικό ρεύμα. Έπρεπε να ξαναρχίσουμε τη δουλειά. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν πολύ πιο περίπλοκο. Εμάς τους Σπιναλογκίτες δεν μας έβλεπαν με καλό μάτι αυτοί που ήταν από πριν στο Κέντρο. Μας θεωρούσαν κατάλοιπα σαν κάποια άλλη ράτσα λεπρών διαφορετικών από τη νέα τάξη. Το ξεκίνημα, βλέπεις, εδώ δεν ήταν καθόλου το ίδιο. Δεν ήμασταν αφεντικά του εαυτού μας: καντίνα, κοινοί κοιτώνες, δεν είχαμε πια προσωπική ζωή […] Στη Σπιναλόγκα μπορούσες να μαγειρέψεις ότι ήθελες. Εδώ κλείνει πάλι ο κύκλος. Στη Σπιναλόγκα ξέραμε ότι είχαμε νικηθεί. Εδώ, βλέπεις, χτίσανε ένα μεγάλο κτίριο νοσοκομείου με μπετόν που θα στεγάσει όλο τον κόσμο όπως πρέπει. Όλα θα είναι οργανωμένα και ο εγκλεισμός και η αποξένωση. Έτσι σήμερα νοσταλγούμε συχνά τη ζωή στη Σπιναλόγκα. Καλύτερα ήταν στη Σπιναλόγκα», (μαρτυρία ανώνυμου ασθενή, όπως παρατίθεται στο Βογπο 1993: 101-102).
- Η Μπουρνόβα υποστηρίζει ότι το λεπροκομείο Σπιναλόγκας αποτέλεσε αναχρονισμό σε σχέση με όσα συνέβαιναν στην Ευρώπη την ίδια περίοδο, καθώς τα Λεπροκομεία θεωρούνταν ξεπερασμένοι τρόποι αντιμετώπισης της ασθένειας (Βοιιτηονα 1996: 119-136 & Μπουρνόβα 1998: 67-78). Θεωρεί ότι η ίδρυση του θεσμού εντάχθηκε στο πλαίσιο της προσπάθειας της Κρητικής Πολιτείας να εκσυγχρονίσει τους θεσμούς δημόσιας υγείας που ήταν ακόμα ζητούμενο. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, στην οποία συνυπήρχαν όψεις του παλαιού και του νέου, η διοίκηση προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις θεωρούμενες ως κοινωνικές ασθένειες (π.χ. λέπρα, σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, πορνεία, κτλ) πρωτίστως με μια σειρά περιοριστικούς θεσμούς και διοικητικά μέτρα (Βοιιτηονα 1996: 119-136). Σε αντίθεση με την προηγούμενη άποψη, μια σειρά από ερευνητές διατείνονται ότι στην Ευρώπη τα διάφορα λεπροκομεία λειτουργούσαν κανονικά από το 1885 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950, ακόμα και αν τα κρούσματα της ασθένειας είχαν σαφώς περιοριστεί. Άρα εξακολουθούσαν να θεωρούνται οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι θεσμοί αντιμετώπισης της ασθένειας, ακόμα και σε χώρες με σαφώς πιο «εκσυγχρονισμένα» συστήματα δημόσιας υγείας (Εεείιΐαί 1973: 298-306 Βτοχνηο 1975: 485-493 & Βοηαίο 1985: 95-100). Έτσι προτείνεται πως το λεπροκομείο Σπιναλόγκας προγραμματικά ήταν σύγχρονο και διόλου αναχρονιστικό με ότι συνέβαινε στην Ευρώπη την αντίστοιχη περίοδο (1880-1960). Οι λόγοι που ήταν αναποτελεσματικό ήταν: (α) η σχάση σε επίπεδο θεσμικής μορφής, δηλαδή η ανακολουθία ανάμεσα σε θεσμικές διακηρύξεις και πρακτικά αποτελέσματα και (β) το 8ΐιί §εηοπ8 ανθρωπολογικό του περιεχόμενο, δηλαδή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ζωής της κοινότητας ασθενών.
- Το λεπροκομείο Σπιναλόγκας μπορεί να θεωρηθεί ως μια ετεροτοπία (Γουεαυίΐ 1984: 23-34), με την έννοια ότι συγκρότησε έναν «άλλο» τόπο. Στο αλλότριο μέρος η κοινωνική ομάδα των λεπρών τοποθετήθηκε «κάπου αλλού» σε σχέση με την υπόλοιπη υγιή κοινωνία. Η εικόνα της βάρκας που μετέφερε τους ασθενείς από το όριο της υγιούς κοινωνίας στην επικράτεια της ασθένειας, δηλαδή σε κάποιον «άλλο τόπο», αποτελούσε μια κεντρική συνιστώσα της ετεροτοπίας. Παράλληλα, η κοινότητα υπήρξε μια ετεροτοπία, η οποία, όντας «απόβλητη» και εκτός κοινωνικού πλαισίου, κατόρθωνε να ρυθμίσει με έναν μάλλον πιο χαλαρό και αυτόνομο τροπο ζητήματα, όπως η διαχείριση του χρόνου στη νησίδα, η κατανομή και η οικειοποίηση του χώρου, η τοποθέτηση των σωμάτων, η καθημερινή διαβίωση, ο θάνατος, ο γάμος και η δημόσια ή ιδιωτική σφαίρα. Για περισσότερες λεπτομέρειες σε σχέση με την έννοια της ετεροτοπίας, βλ. Εοιιοπιιΐΐ 1984: 23-34.