1 Μαΐου 2024

www.ipy.gr

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

Κρητική ιστορία

Η Κρητική επανάσταση 1866-1869

Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1866-1869

Είς μνήμην Μάρκου Ρενιέρη

ΤΑ ΑΙΤΙΑ

Ή Επανάσταση τού 661 άποτελεΐ κεφάλαιο του κρητικοΰ ζητήματος, τό όποιο ήταν ζήτημα έθνικό. “Άν χρειάζεται καί άπόδειξη για το χαρακτήρα αύτό του κρητικοΰ ζητήματος, μάς την παρέχει τό γεγονός ότι μετά την ένωση τής Κρήτης μέ τον έθνικό κορμό τό κρητικό ζήτημα έπαψε να ύπάρχη. ’Ι­διαίτερα πρέπει νά τονιστή ότι οί Χριστιανοί τής Κρήτης είχαν πλήρη συνείδηση τού έθνικοΰ σκοπού των άγώνων τους. Τού­το προκύπτει όχι μόνο άπό τήν πολιτεία τους, άλλα καί άπό τά άναρίθμητα ύπομνήματα καί μανιφέστα πού κατά καιρούς συνέταξαν οί άρχηγοί τους. Ό έθνικός χαρακτήρας τού κρητικού ζητήματος δέ μπορεί νά άμφισβητηθή άπό τό γεγονός ότι οί περισσότεροι Τουρκοκρητικοί ήταν ελληνικής καταγωγής, ντόπιοι πού είχαν άσπαστή τό μωαμεθανισμό, πού διατήρη­σαν όμως τίς ίδιες περίπου συνήθειες μέ τούς Χριστιανούς τού νησιού καί μιλούσαν την ελληνική γλώσσα.2 ‘”Αν ή ψυχολογία τού έξωμότη, ή έξασφάλιση προνομίων καί άλλα συμφέροντα

Σημείωση. ‘Όλες οί ήμερομηνίες δίδονται σύμφωνα μέ τό παλιό ή ίουλιανό ημερολόγιο, πού ϊσχυε τήν έποχή έκείνη στήν Ελλάδα, γιατί έτσι έχουν περάσει στη μνήμη του έθνους. ‘Όπως είναι γνωστό, προκειμένου για τό ΙΘ’ αιώνα, προσθέτοντας κανείς δώδεκα μέρες στις ημερομηνίες του ίουλιανοΰ ήμερολογίου βρίσκει τις ημερομηνίες του γρηγοριανοΰ.

συνέδεσαν τούς Μουσουλμάνους της Κρήτης μέ τύν καταχτη­τή καί τούς έφεραν σε άντίθεση μέ τούς Χριστιανούς συμπα­τριώτες τους, αύτό δεν άποδεικνύει ότι οι άγώνες των τελευ­ταίων δεν είχαν χαρακτήρα έθνικό και ότι ή ιδέα γιά την οποία άγωνίζονταν καί έχυναν τό αϊμα τους καί ή οποία συνοψίζεται στό σύνθημα «ένωση ή θάνατος» ήταν μια αύταπάτη. Αύτο πού άποδεικνύεται άπό τα παραπάνω είναι ότι, πέρα άπό τήν καταγωγή, τή γλώσσα κ.τ.ό., ή εθνική ιδέα είναι ζήτημα συν­είδησης.

‘Η Κρήτη παρά τήν ενεργό συμμετοχή της στήν Επανά­σταση του 21 καί τούς μετέπειτα άγώνες της δεν κατάφερε ως το 1866, γιά λόγους γενικότερους, εύρωπαϊκής κυρίως πολι­τικής, νά κερδίση τήν έλευθερία της. Κατά τήν περίοδο αύτή συντελέστηκαν ωστόσο στήν Κρήτη ορισμένες κοινωνικοοικονομικές καί πολιτικές διαφοροποιήσεις πού άποτέλεσμά τους ήταν νά ένισχυθή ή χριστιανική κοινότητα του νησιού. Επι­σημαίνουμε τις σπουδαιότερες:

  1. Οι Χριστιανοί, το δυναμικότερο βιολογικώς στοιχείοτού νησιού, πλήθυναν, ενώ οί Μουσουλμάνοι λιγόστεψαν.3 Στά 1866 τό νησί κατοικεϊται, κατά μαρτυρία τού ‘Έλληνα Πρό­ξενου Νικόλαου Σακόπουλου,4 άπό 200 χιλιάδες καί άνω Χριστιανούς καί άπό 50-60 χιλιάδες Μουσουλμάνους.     _
  1. Πολλές άπό τίς μεγάλες έγγειες περιουσίες πέρασαν ά­πό τά χέρια τών οκνηρών Μουσουλμάνων στά χέρια τών Χριστιανών. Ή άλλαγή αύτή οφείλεται κυρίως στήν πολιτική πού άμέσως μετά τήν Επανάσταση τού 21 άκολούθησε ό επί δυο σχεδόν δεκαετίες διοικητής τού νησιού ’Αλβανός Μουσταφα Πασάς, ό όποιος γιά νά είρηνεύση τήν Κρήτη περιόρισε τις αύθαιρεσίες τών βέηδων καί χρησιμοποίησε στή διοίκηση ’Αλβανούς. Πολλοί άπο τούς βέηδες, πού ζούσαν άπό τήν παράνομη φορολογία καί τις αρπαγές, άναγκάστηκαν τότε νά που­λήσουν τις περιουσίες τους στούς Χριστιανούς.6
  2. Με τό Χάττι Χουμαγιούν6 του 1856—τό διάταγμα μέ τό οποίο ό Σουλτάνος άναγκάστήκε μετά” τόν κριμαϊκό πόλεμο νά δώση ορισμένα δικαιώματα στούς ύπηκόους του—καί μέ τό Φιρμάνι του 1858,7 άποτέλεσμα της έπανάστασης πού έγινε στην Κρήτη τό έτος εκείνο, οι Χριστιανοί του νησιού πέτυχαν ορισμένα προνόμια, θρησκευτικά, φορολογικά, δικαστικά, το δικαίωμα να έχουν όπλα στά σπίτια τους κ.τ.ό., πού όσο κι αν ήταν περιορισμένα κι όσο κι αν τα καταπατούσαν—ή μάλλον έπειδή τά καταπατούσαν—οι τουρκικές άρχές τού νησιού, ή πολιτική τους σημασία δέν ήταν μικρή.
  3. Χαρακτηριστικό είναι ότι μια άπό τις άφορμές τής Έπανάστασης τού 66 ήταν ή έπιβολή φόρων άντίθετα άπό τις διατάξεις τού Φιρμανίου τού 1858. ’Άλλες άφορμές για δυσαρέσκεια είχε δημιουργήσει ή κακοδιοίκηση καί ή διπρόσωπη πο­λιτική τού Γενικού Διοικητή ή Βαλή ’Ισμαήλ Πασά καί ειδικότερα ή αύθαίρετη άνάμειξή του στό λεγόμενο μοναστηριακό ζήτημα,8 πού είχε δημιουργηθή στήν άνατολική Κρήτη άπό τή διαφωνία των Χριστιανών μεταξύ τους ώς πρός τήν ενίσχυ­ση τής παιδείας άπό τις προσόδους τής μοναστηριακής περιου­σίας.

    Για τα αίτια, τις άφορμές καί το σκοπό τής Έπανάστασης τού 66 πολύ διαφωτιστικό είναι τό εξής άπόσπασμα άπό τήν ύπ’ άριθ. 232 έμπιστευτική έκθεση τής 9 ’Απριλίου 1866 τού Σακόπουλου πρός το ‘Υπουργείο των Εξωτερικών:9

    «Γνωσταί είσιν εις τήν ‘Υμετέραν Εξοχότητα αί ίδέαι καί τά αισθήματα τών Κρητών. Ό διακαέστερος αύτών πόθος, ώς πολλάκις άπέδειξαν, είναι να ένωθώσι μετά τής Ελλάδος, καί πρός πραγματοποίησιν αύτοΰ έτοιμοι είναι εις πάσαν στι­γμήν νά θυσιάσωσι τά πάντα. Καί αν συνεχέστερον δέν έκδηλούσι τά αίσθήματά των διά σπουδαίων πράξεων, τούτο άποδοτέον εις τό ότι άναχαιτίζονται ύπό περιεσκεμμένων τινών άνδρών έν Έλλάδι. 

  4. Φαίνεται ότι πρό πολλού, βλέποντες αΰξουσαν τήν έπιρροήν ήν ό νυν Γενικός Διοικητής έπί του τόπου έξασκεΐ και φρονούντες ότι αύτη θέλει άποβή εις τό μέλλον έπιβλαβής διά τόν τόπον, διότι διά τής έπιτηδειότητος καί τής πανουργίας του έφερε μεταξύ αύτών την διαίρεσιν, διότι έξαπατα τούς μέν, δολιεύεται τούς δέ καί τούς μεταχειρίζεται όργανα προς έπιτυχίαν των σκοπών του καί κυρίως διότι θεωρούσιν αύτόν κατά μέγα μέρος αίτιον τής επιβολής των νέων φόρων, δι’ ών ό λαός καταπιέζεται, προς δέ διότι ύπάρχοντος τού νυν Διοικητού δύσκολον θά ήτο έν δεδομένη περιστάσει νά έργασθώσι προς μεταβολήν τής τύχης των, καθότι λέγουσιν ότι αύτός ι­κανός είναι τά πάντα ν’ άνακαλύψη καί τά πάντα νά ματαίω­ση, βλέποντες ταύτα πάντα, άτινα έν μέρει ίσως έξογκούνται, θεωρούσιν ότι συμφέρει αύτοΐς νά ένεργήσωσιν ή όπως άπαλλαχθώσι τοιούτου Διοικητού, ή όπως καταργηθώσιν οι έναντίον τού κατά τό 1858 έκδοθέντος φιρμανίου έπιβληθέντες αύ­τοΐς φόροι.

    ’Ιδόντες δ’ εσχάτως ότι έπηπειλήθη έκρηξις πολέμου με­ταξύ Πρωσσίας καί Αύστρίας καί πρό πάντων ότι συνήλθε τό έν Παρισίοις συμβούλιον πρός λύσιν τού άφορώντος τάς Παραδουνάβιους ‘Ηγεμονίας ζητήματος, φρονούντες δ’ ότι τό συμβούλιον τούτο ήδύνατο ’ίσως νά έπιληφθή καί τού κρητικού, έάν έπαρουσιάζετο ήδη, έκριναν ότι εύκαιρος περίστασις ύπάρχει νά πράξωσί τι γενικώτερον. Τόσω δ’ ισχυρός είναι ό πόθος των τού νά ένωθώσι μετά τής Ελλάδος, ώστε προσπαθούσι νά πείσωσιν έαυτούς ότι αί σημεριναί περιστάσεις είναι πρός τούτο πρόσφοροι. ’Έπειτα, λέγουσι, πάσα [γρ. παν] κίνημα αύτών είναι νέα διαμαρτύρησις τείνουσα πρός άπελευθέρωσίν των.

    »Τΐνές λοιπόν έκ τών έπισημοτέρων Κρητών καί τών έξασκούντων έπιρροήν έν ταΐς έπαρχίαις συνεννοηθέντες συνήλθον κρυφίως έπί τό αύτό διά νά συσκεφθώσι. Καί άλλοι μέν

    νούσιν ότι πρέπει διά μιας νά σηκωθή ό λαός εις τα όπλα καί νά ζητήση άπροκαλύπτως τήν μετά τής Ελλάδος ένωσιν τής Κρήτης, άπευθύνων ύπομνήματα εις τάς δυνάμεις. ’Άλλοι δέ, θεωροΰντες τούτο άκατόρθωτον ήδη, νά ζητήσωσι νά κηρυχθή ή νήσος ηγεμονία ύποτελής, ύπό την διοίκησιν ήγεμόνος Χριστιανού, φρονούντες ότι τούτο έσεται εν μέγα βήμα προς την εντελή άπελευθέρωσιν.[… ] Έν περιπτώσει δέ καθ’ ήν ιδωσιν ότι δεν συμφέρει ούτε τό εν ούτε τό άλλο νά ένεργήσωσι, τότε νά περιορισθώσιν εις τό νά ζητήσωσι την άπαλλαγήν των άπό τούς έπιβληθέντας νέους φόρους καί την άνάκλησιν τού Γ. Δι­οικητοΰ. Δέν λείπουσι δέ καί οί ρίπτοντες την ιδέαν, έν άμηχανία καί έν άγνοία των πραγμάτων εύρισκόμενοι, νά ζητηθή ή προστασία καμμιάς των δυτικών δυνάμεων καί ιδίως τής Αγ­γλίας. Ή τελευταία όμως ιδέα εύτυχώς ούτε σπουδαία είναι, ούτε οπαδούς εύρίσκει.

    »Τί λοιπόν θά πράξωσι καί τίνι τρόπω δέν είναι είσέτι ώρισμένον. Θέλουσι μέν μεταβολήν τής τύχης, άλλ’ άγνοούσι τί τό κατορθωτόν σήμερον, πρό πάντων δέ στερούνται άνθρώπων πεφωτισμένων καί ικανών νά τούς χειραγωγήσωσιν.»

    Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 66
    ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

    Το παραπάνω άπόσπασμα, τό όποιο προδιαγράφει, όπως θά δούμε, την πολιτική πού, άνάλογα μέ τις περιστάσεις, θά άκολουθήση ή ηγεσία τής έπανάστασης, μάς δίνει άφορμή νά τονίσουμε ότι τό κρητικό ζήτημα δέν ήταν ύπόθεση μόνο κρητική άλλά, φυσικά, και ελληνική καί βαλκανική καί τουρκική καί εύρωπαική. Άπό όλες αύτές τις πλευρές καί μέσα στά πλαίσια τού άνατολικού ζητήματος πρέπει νά ρίξουμε έ’στω καί άμυδρό φώς στά γεγονότα τών έτών 1866-1869 γιά νά νη καλύτερα νοητή όχι μόνο ή άφετηρία, άλλα και ή πορεία καί ή κατάληξη τής έπανάστασης. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Κρητικοί γνωρίζουν πώς ή λύση του προβλήματος τους δεν έξαρτάται μόνο άπό τις θυσίες τους, άλλα καί άπό τη διεθνή κατάσταση. Γι’ αύτό καί τό άνακινοΰν όταν νομίζουν ότι ή κατάσταση αύτή είναι πρόσφορη, γι’ αύτό καί πάντα παράλληλα με τον ένοπλο άγώνα κατά τού κατακτητή διεξάγουν καί ένα άγώνα διπλωματικό με ύπομνήματα καί προσφυγές προς τις εύρωπαϊκές δυνάμεις.

    ‘Η Επανάσταση του 66 άνήκει σέ μιά φάση τού άνατολικου ζητήματος πού, εϊτε θετικά είτε άρνητικά, χαρακτηρίζεται ά­πό τις συνέπειες του κριμαϊκού πολέμου καί τής συνθήκης των Παρισίων τού 1856, με την οποία ό πόλεμος αύτός τερματίστηκε. ‘Υπενθυμίζω ότι στόν πόλεμο αύτό νικήθηκε ή Ρωσία άπό την Τουρκία καί τούς συμμάχους της, ’Αγγλία, Γαλλία καί Πεδεμόντιο, καί ότι με τη συνθήκη των Παρισίων κατο­χυρώθηκε ή άκεραιότητα τής ’Οθωμανικής Αύτοκρατορίας, ούδετεροποιήθηκε ό Ευξεινος Πόντος καί καταργήθηκε τό δικαίωμα τής Ρωσίας νά έπεμβαίνη στά εσωτερικά ζητήματα τής Τουρκίας καί νά προστατεύη τούς ορθοδόξους.

    ‘Η συνθήκη των Παρισίων εϊχε, επομένως, δημιουργήσει ένα καθεστώς πού ή νικημένη Ρωσία έπιζητοΰσε με διάφορα μέσα νά τό άνατρέψη. Στά 1866 ή Ρωσία παρουσιάζεται ύποστηρικτής των Χριστιανών τής Κρήτης, τούς οποίους ύποκίνησε σέ έπανάσταση μέ τούς έκεϊ πράκτορές της, τον πρόξενό της στά Χανιά Σπυρίδωνα Δενδρινό καί τον ύποπρόξενό της στο ‘Ηράκλειο ’Ιωάννη Μιτσοτάκη. Μέ τον τρόπο αύτό έπεδίωκε νά δημιουργήση εστίες φθοράς στην ’Οθωμανική Αύτοκρατορία.

    ‘Όταν ξέσπασε ή Έπανάσταση τού 66, οί άλλες μεγάλες εύρωπαϊκές δυνάμεις τήρησαν γενικά στάση δυσμενή άπέναντί της, μή επιθυμώντας νά θέσουν σέ κίνδυνο τήν Τουρκία καί τό status quo στην ’Ανατολή. ‘Η ’Αγγλία ειδικότερα, πιστεύοντας την έποχή εκείνη ότι ό καλύτερος τρόπος νά έμποδίση την είσοδο τής Ρωσίας στή Μεσόγειο ήταν ή διατήρηση καί ή ένίσχυση τής ’Οθωμανικής Αύτοκρατορίας, κράτησε ώς το τέλος, μέ άσήμαντες διακυμάνσεις, έχθρική στάση προς την επανά­σταση.

    Μεγάλες διακυμάνσεις παρουσίασε, άντίθετα, ή πολιτική τής Γαλλίας, ή όποια, ένώ στην άρχή άνεπιφύλακτα άποδοκίμασε την έπανάσταση, κατόπιν μεταστράφηκε σε ένθερμο ύποστηρικτή της, για να μεταστραφή άργότερα καί πάλι σέ έχθρό της. Το αίτιο; ‘Η νίκη τής Πρωσσίας κατά τής Αύστρίας τόν ’Ιούνιο του 1866 (π.ή.) καί τα άνταλλάγματα πού ή Γαλ­λία προσωρινώς έλπισε ότι, προσεγγίζοντας τη Ρωσία στην ’Ανατολή, θά έξασφάλιζε στό Βέλγιο καί στό Λουξεμβούργο.10

    Στά Βαλκάνια ή κατάσταση χαρακτηρίζεται άπό την τάση των λαών πού κατοικούσαν σ’ αύτά νά άνακτήσουν ή νά ολοκληρώσουν την εθνική τους άνεξαρτησία, άνατρέποντας την οθωμανική κυριαρχία. Οι αντιθέσεις των βαλκανικών λαών δεν έχουν πάρει άκόμα την οξύτητα πού δημιούργησε τό έξαρχικό καί τό μακεδονικό ζήτημα λίγο κατόπιν. Στά χρόνια πού μάς άπασχολούν έγιναν μάλιστα σοβαρές προσπάθειες γιά σύμ­πραξη τών βαλκανικών λαών κατά τής Τουρκίας. Τις προσπά­θειες αύτές τις ένίσχυε ή Ρωσία. Τά σπουδαιότερα ζητήματα πού είχαν άνακινηθή στά Βαλκάνια στην άρχή τού 1866 ήταν τό σερβικό ζήτημα καί τό ζήτημα τών Παραδουνάβιων ‘Ηγε­μονιών, δηλαδή τής Ρουμανίας.

    Οί Σέρβοι ζητούσαν νά άποσυρθοΰν οι τουρκικές φρουρές άπό τά κάστρα τής Σερβίας, ηγεμονίας πού ήταν άκόμα ύποτελής στό Σουλτάνο. Τό ζήτημα αύτό λύθηκε μέ ύποχώρηση τής Πύλης τό Φεβρουάριο τού 1867.

    Τό ζήτημα τών Παραδουνάβιων ‘Ηγεμονιών, πού στά 1859 εϊχαν πραγματοποιήσει την ένωσή τους μέ την έκλογή κοινού ηγεμόνα, τού ’Αλεξάνδρου Κούζα, προέκυψε άπό την άνατροπή τού ηγεμόνα αύτού τό Φεβρουάριο τού 1866 άπό τούς πο­λιτικούς του άντιπάλους και την έκλογή με δημοψήφισμα νέου ηγεμόνα, κληρονομικού, τού Πρίγκιπα Καρόλου. Επειδή ή Πύλη δεν ήταν διατεθειμένη νά άναγνωρίση την έκλογή καί συγκέντρωνε στρατό στα σύνορα τής Βλαχίας, άντιπρόσωποι των μεγάλων δυνάμεων συνήλθαν στο Παρίσι τό Μάρτιο τού 1866 για νά διευθετήσουν τό ζήτημα. Στή διάσκεψη αύτή ή­θελαν οί Κρητικοί, όπως είδαμε, νά ύποβάλουν καί τά δικά τους αιτήματα. eH διάσκεψη των Παρισίων, ωστόσο, διαλύ­θηκε χωρίς νά πάρη καμιά άπόφαση, ενώ ή Πύλη, άπασχολημένη μέ τό κρητικό ζήτημα, άναγκάστηκε τελικά, τον ’Οκτώβριο τού 1866, νά άναγνωρίση τήν έκλογή τού Καρόλου.12

    Ό ελληνικός παράγοντας σέ σχέση μέ τήν Επανάσταση τού 66 πρέπει νά έξεταστή άπό άποψη έπιδιώξεων καί άπό άποψη δυνατοτήτων. Οί έπιδιώξεις τής Ελλάδας στήν έξωτερική πολιτική στά 1866 είναι σαφείς καί όμολογημένες: δεσπόζει ή μεγάλη ιδέα, ή όποια περιελάμβανε φυσικά καί τήν ένωση τής Κρήτης μέ τήν Ελλάδα. Τι ήταν όμως ή Ελλάδα καί τι μπορούσε τό 1866; Πληθυσμός: 1.500.000 περίπου, έκταση: κάτι περισσότερο άπό τό 1 /3της σημερινής* οίκονόμικά άθλια* στρατός; 6-7 χιλιάδες άνδρες, πολεμικό ναυτικό: σχεδόν ανύπαρκτο.13’Επί πλέον ή νέα δυναστεία δεν εΐχε άκόμα στεργιώσει καί ή πολιτική κατάσταση πλησίαζε τήν άναρχία άπό τις συχνές άλλαγές των κυβερνήσεων. Οί κομματικές άντιθέσεις είχαν φέρει στήν έξουσία άπό τον ’Ιανουάριο τού 1866 κυβέρνηση ύπό τον Μπενιζέλο Ροΰφο, πού τήν άποτελοΰσαν έξωκοινοβουλευτικοί ύπουργοί.14 Στο ύπουργεΐο έξωτερικών ήταν ό Σπυρίδων Βαλαωρίτης, ό όποιος δέν ένεθάρρυνε τά έπαναστατικά σχέδια των Κρητικών.15

    Ό Βασιλιάς Γεώργιος, βλέποντας τήν κατάσταση τού τό­που, δέν εύνοούσε έξωτερικές περιπέτειες16 καί γιά τον ’ίδιο λόγο ούτε την άνακίνηση του κρητικού. Άπό τούς πολιτικούς· άρχηγούς ό Βούλγαρης, μέ ροπές φιλοαγγλικές, ήταν έπίσης διατακτικός στο κρητικό ζήτημα. Ό Κουμουνδοΰρος, μέ ρο­πές φιλορωσικές, ήταν τολμηρότερος. ’Ανάμεσα στούς δυο ή­ταν ό Δεληγεώργης. Έδώ πρέπει να σημειωθή, ωστόσο, ότι την πολιτική τους δέν την καθόριζαν μόνο έθνικά άλλα καί κομματικά κριτήρια, γιατί ή προβολή τού κρητικού ζητή­ματος, το οποίο συγκινούσε τό λαό, εξασφάλιζε κομματικά κέρδη.

    Μένει νά έπισημάνουμε τις ενέργειες των Κρητικών πού άπό την έλεύθερη Ελλάδα συμβούλευαν καί άποφασιστικά έπηρέαζαν τούς άδελφούς τους στό νησί. Ξεχωριστή θέση άνάμεσά τους κατέχει ό κρητικής καταγωγής Διοικητής τής Εθνικής Τραπέζης τής Ελλάδος Μάρκος Ρενιέρης (1815- 1897), σπουδαίος νομομαθής καί φιλόλογος, άκάματος άγωνιστής τής έθνικής ιδέας, καί ψυχή τής Κεντρικής ύπέρ των Κρητών Επιτροπής, πού ιδρύθηκε τό 1866 στην ’Αθήνα γιά νά βοηθήση την έπανάσταση μέ πολεμοφόδια, τρόφιμα καί έμ­ψυχο ύλικό (έθελοντές).

    ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

    “Ας έλθουμε τώρα στά γεγονότα τής Κρήτης.17

    Ως τά μέσα περίπου Μαίου τού 1866 πληρεξούσιοι άπ’ ό­λες τις έπαρχίες τού νησιού (έκτός άπό δυό) καί πολύς λαός είχαν συναθροιστή στά Μπουτσουνάρια, θέση πρός τά νότια των Χανιών. Άπό έκεϊ η συνάθροιση μεταστάθμευσε στην”‘ Αγία Κυριακή, μετόχι τής Μονής Χρυσοπηγής, όπου οί άντιπρόσωποι τού λαού στις 14 Μαΐου έκαμαν τό πρώτο επίσημο βήμα, πού, αν καί καθεαυτό δέν άποτελούσε πράξη επαναστα­τική, έμελλε τελικά νά οδηγήση στην έπανάσταση: ύπόγραψαν μιά άναφορά πρός τό Σουλτάνο μέ την όποια «εύσεβάστως» ζητούσαν κατάργηση των φόρων πού παράνομα είχαν έπιβληθή μετά τό 1858, μέριμνα για τη συγκοινωνία, σύσταση δα­νειστικής τράπεζας, άναδιοργάνωση των δικαστηρίων, σεβα­σμό τής προσωπικής έλευθερίας, άνεξιθρησκεία, άδιάβλητες εκλογές δημογερόντων και συμβούλων κλπ. Την αναφορά αύτή την κοινοποίησαν καί στούς προξένους των δυνάμεων συνοδεύοντάς την με ένα έπεξηγηματικο ύπόμνημα. Τά ύπομνήματα πού έπιδόθηκαν στούς προξένους τής ’Αγγλίας, τής Γαλ­λίας και τής Ρωσίας είχαν έπι πλέον και μιά έμπιστευτική πα­ράγραφο στην οποία έμμεσα γινόταν ύπαινιγμος γιά την άνακήρυξη τής Κρήτης σε ηγεμονία.18 Και σάν νά μην έφτανε ή άπόκλιση αύτή άπο το σκοπό πού τέθηκε στην άναφορά πρός το Σουλτάνο, στις 15 Μαΐου οι περισσότεροι άπο τούς πληρε­ξουσίους ύπέγραψαν καί ένα μυστικό ύπόμνημα πρύς τούς μο­νάρχες των τριών αύτών δυνάμεων ζητώντας μ’ αύτο την ένω­ση τής Κρήτης με την Ελλάδα.19 ‘Η έλλειψη ενότητας στη δια­τύπωση τού σκοπού τού άγώνα ήταν πολιτικό σφάλμα, πού οφείλεται κυρίως στην άπουσία γενικού άρχηγού. Χαρακτη­ριστικό είναι ότι μέχρι καί σήμερα μόνο εικασίες έχουν διατυπωθή ως προς τό ποιος ήταν ό συντάκτης καί ό ύπεύθυνος γιά την ύποβολή τού μυστικού ύπομνήματος.20 Μετά την ύποβολή τής άναφοράς πρός τό Σουλτάνο ή συνάθροιση δια­λύθηκε, έμεινε όμως μιά Επιτροπή, πού γιά άσφάλεια άποσύρθηκε νοτιότερα, σε μέρη πιό ορεινά, περιμένοντας άπάντηση.

    Στό μεταξύ ή Πύλη άρχισε νά συγκεντρώνη στρατό στό νησί, ενώ στην Ελλάδα σχηματίστηκε κυβέρνηση Βούλγαρη- Δεληγεώργη (’Ιούνιος 1866) μέ τό δεύτερο στό ‘Υπουργείο τών Εξωτερικών καί μέ τον Κρητικό Χαράλαμπο Ζυμβρακάκη στό Υπουργείο Στρατιωτικών, ή οποία άρχισε νά δείχνε­ται λιγότερο έπιφυλακτική στό ζήτημα τής Κρήτης.

    ‘Η άπάντηση τής Πύλης στην άναφορά τής 14 Μαΐου έφτασε στην Κρήτη στα μέσα ’Ιουλίου καί ήταν άπορριπτική καί απειλητική: οί συναθροισμένοι έπρεπε νά διαλυθούν, έλεγε, καί νά δηλώσουν έγγράφως ύποταγή* άλλιώς ό στρατός θά τούς διέλυε μέ τη βία.21 Μέ βία στη βία άποφάσισαν τότε νά άπαντήσουν οί πληρεξούσιοι τού κρητικού λαού, πού είχαν ξανά συγκεντρωθή καί βρίσκονταν στο Μπρόσνερο του Αποκόρωνα Ανακοινώνοντας την άπόφασή τους στούς προξένους των δυνάμεων, τούς έγραφαν στις 20 ’Ιουλίου: «Οί εύσεβάστως ύπογεγραμμένοι άντιπρόσωποι τού χριστιανικού λαού τής Κρή­της, ύπό τόν τίτλον ή Γενική Συνέλευσις των Κρητών, θεωρούμεν άναπόδραστον ημών καθήκον νά έπικαλεσθώμεν ύμάς μάρτυρας τής βίας τής καταναγκαζούσης ημάς άκοντας νά άρωμεν τά όπλα δικαιώματι άμύνης.»22 Τά δυο σύνοικα στοι­χεία άρχισαν τότε άμέσως νά χωρίζωνται άπό άμοιβαΐο φό­βο: οί Μουσουλμάνοι κλείνονταν στα κάστρα, όπου είχαν την προστασία τού στρατού, οί Χριστιανοί άποσύρονταν στα βου­νά, μακριά άπό τον κίνδυνο ομαδικών σφαγών. Σ’ όλο τό νησί άρχισαν νά γίνωνται ένοπλες συναθροίσεις καί νά συγκροτούν­ται τοπικές έπιτροπές καί έπαναστατικά σώματα, συγκρού­σεις όμως δέν έγιναν παρά μετά τά μέσα Αύγούστου, άφού έ­φτασαν τά πρώτα πολεμοφόδια άπό την Ελλάδα. Ή οριστική καί έπίσημη ρήξη έπήλθε μέ την κήρυξη τής ένωσης άπο τη Γενική Συνέλευση στ’ Άσκύφου στις 21 Αύγούστου 1866.23

    Λίγες μέρες άργότερα, στο τέλος Αύγούστου, οί έπαναστάτες κέρδισαν καί την πρώτη μεγάλη τους νίκη στις Βρύσες τού ’Αποκόρωνα, όπου πολιόρκησαν καί άνάγκασαν σέ σύνθήκολόγηση ένα τμήμα από τις αιγυπτιακές δυνάμεις πού είχαν σταλή στην Κρήτη γιά νά βοηθήσουν τό σουλτανικο στρατό ή νά συντελέσουν στην έπάνοδο τού νησιού ύπό την αιγυπτια­κή κυριαρχία, σύμφωνα μέ ένα γαλλοαιγυπτιακό σχέδιο24 όχι άσχετο μέ την έπικείμενη διάνοιξη τής διώρυγας τού Σουέζ (1869).

    ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ

    Γιά νά γίνη νοητή ή έξέλιξη του άγώνα, πρέπει έστω καί μέ λίγα λόγια νά έξετάσουμε την οργάνωση, τα στρατιωτικά μέ­σα καί την τακτική των επαναστατών σέ σύγκριση μέ τις δυ­νάμεις των Τούρκων.

    Ώς πρός τήν οργάνωση, είπαμε ότι κατά τήν προετοιμασία τού άγώνα δεν ύπήρχε γενικός άρχηγός. Άλλ’ ούτε κατόπιν κατορθώθηκε νά έκλεγή ένας άρχηγός γιά όλη τήν Κρήτη. Ό Δημήτριος Καλλέργης, στον όποιο είχε προταθή ή θέση αύτή, δεν τή δέχτηκε, γιά νά μήν έκθέση τό Βασιλιά Γεώργιο, τού οποίου ήταν τότε Μέγας Σταυλάρχης.25 Μετά τήν κήρυξη της ένωσης, τήν άνώτατη επαναστατική εξουσία τήν άποτελούσε ή Γενική Συνέλευση στο όνομα τού Βασιλέα των Ελ­λήνων, ή οποία δεν είχε ούτε σταθερή έδρα ούτε σταθερό άριθμό μελών. Στήν άρχή μάλιστα ή εξουσία αύτή ήταν άδιαφοροποίητη, ώς τό Φεβρουάριο τού 1867, οπότε οριστικά σχη­ματίστηκε καί ή Προσωρινή Κυβέρνηση, ώς σώμα έκτελεστικό. Επίσης ιδρύθηκαν καί τμηματικές έπιτροπές κατά περιοχές·26

    Ή στρατιωτική ήγεσία στο τμήμα Χανίων (εκτός άπό τά Σφακιά) άνατέθηκε στον άδελφό τού ‘Υπουργού τών Στρατιωτικών τής Ελλάδας καί ταγματάρχη τού ελληνικού στρατού ’Ιωάννη Ζυμβρακάκη, ό όποιος άποβιβάστηκε στά Σφα­κιά στά τέλη Σεπτεμβρίου μέ 4 κανόνια, πυρομαχικά καί 250- 300 εθελοντές* στο τμήμα Ρεθύμνου στο συνταγματάρχη Πάνο Κορωναΐο, πού κατέβηκε κι αύτός στό νησί ώς εθελοντής* καί στό τμήμα ‘Ηρακλείου στον έμπειρο οπλαρχηγό Μιχαήλ Κόρακα. ’Αργότερα έπικεφαλής τών Σφακιών άναγνωρίστηκε ό Σταμάτιος Χιονουδάκης. Ό Ζυμβρακάκης, ό Κορωναϊος καί ό Κόρακας είχαν τον τίτλο τού γενικού άρχηγού. Κάτω άπ’ αύτούς άκολουθούσε ολόκληρη κλίμακα άπό άρχηγούς κατά έπαρχίες, ύπαρχηγούς, οπλαρχηγούς κλπ. Ή δράση ορισμέ­νων άπ’ αύτούς θά άξιζε ν’ άποτελέση άντικείμενο ξεχωριστής μελέτης. ’Αναφέρουμε μερικούς άπό τούς σπουδαιότερους: τον Κωνσταντίνο Κριάρη, παλαίμαχο άγωνιστή άπό το Σέλινο, το θρυλικό Χατζήμιχάλη Γιάνναρη άπό τούς Λάκκους τής Κυδωνίας, τό γερο-Κωσταρό Βολουδάκη, αρχηγό του ’Αποκόρωνα, τούς δυο Παρθένιους, πρωτεργάτες τού άγώνα (τον Παρθένιο Περίδη καί το μαθητή του Παρθένιο Κελαϊδή), τό Μιχαήλ Τσουδερο άπό τον ‘Άγιο Βασίλειο, τό Μιχαήλ Σκουλά άπό τό Μυλοπόταμο, τον Παύλο Ντεντιδάκη άπό τό Μαλεβίζι.27 Άλλους, Κρητικούς ή έθελοντές άπό τήν Ελλάδα, θά άναφέρουμε παρακάτω.

    Οι έπαναστάτες ήταν έμπειροι στο ντουφέκι, τολμηροί, λιτοδίαιτοι καί γνώστες τού τόπου’ ήταν όμως οπλισμένοι με όπλα παλιού τύπου, δύσχρηστα καί με βεληνεκές μικρότερο ά­πο τό βεληνεκές των οπλών τού έχθρού. Τά πυρομαχικά τους ήταν συνήθως περιορισμένα. Τήν τροφή τους ήταν ύποχρεωμένοι νά τή φροντίζουν μόνοι, σκορπίζοντας κάθε τόσο καί άφήνοντας άφύλακτες τις θέσεις τους. Επίσης είχαν καί τή φροντίδα ή τήν άγωνία γιά τις οίκογένειές τους, πού είχαν καταφύγει στά βουνά καί τις άποδεκάτιζε τό κρύο καί ή πείνα. Ή τύχη αύτών των οικογενειών στάθηκε ένα άπό τά μεγα­λύτερα προβλήματα τής έπανάστασης. Πολλές άπό αύτές, ό­σες δέν έγινε δυνατό νά μεταφερθούν στήν Ελλάδα, χρειά­στηκε άργότερα νά ξαναγυρίσουν στά καμένα τους χωριά καί νά δηλώσουν ύποταγή.

    ’Απέναντι στις δυνάμεις τών έπαναστατών ήταν οί πολλαπλάσιες δυνάμεις τού τουρκοαιγυπτιακού στρατού, καλύτερα έξοπλισμένες καί έφοδιασμένες, καί οί άτακτοι Τουρκοκρητικοί πού συνεργάζονταν μαζί τους. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1866 ό Σακόπουλος ύπολογίζει τις τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις σέ 42-45 χιλιάδες.28 ’Εδώ πρέπει ν’ άναφέρουμε καί τον τουρκικό στόλο πού είχε άποκλείσει τό νησί έμποδίζοντας, αν καί χω­ρίς άποτέλεσμα, τον άνεφοδιασμό των επαναστατών.

    Οί συγκρούσεις των επαναστατών μέ τις τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις δέν έχουν χαρακτήρα τακτικής μάχης. Οί επα­ναστάτες, οργανωμένοι σέ άτακτα σώματα, πολεμούν ύποχωρώντας στα ορεινά, για νά έπανέλθουν κατόπιν καί νά προσβά­λουν τα πλευρά καί την οπισθοφυλακή τού εχθρού. Το είδος αύτό τού πολέμου, πού το επέβαλαν τα πράγματα, είχε για τούς έπαναστάτες καί τά ύπέρ καί τά κατά. ’Από τά ύπέρ ήταν ότι οί Τούρκοι δέν μπορούσαν εύκολα νά κερδίσουν μιά μάχη άποφασιστική καί οριστική καί ότι οί άπώλειές τους ήταν πάν­τα πολλαπλάσιες άπο τις άπώλειες τών επαναστατών. ’Από τά κατά ήταν ότι οί έπαναστάτες δέν μπορούσαν νά κρατή­σουν τον έλεγχο τών κάτοικουμένων καί μάλιστα τών πεδινών μερών, πού δ έχθρός, γιά νά τούς άναγκάση νά καταθέσουν τά όπλα, τά λεηλατούσε καί τά πυρπολούσε, δημιουργώντας έτσι άλυτο πρόβλημα γιά τήν επιβίωση τών χριστιανικών οι­κογενειών.

    Ύπό τίς προϋποθέσεις αύτές ή έπανάσταση άποτέλεσε τεράστιο στρατιωτικό καί οικονομικό πρόβλημα γιά τήν ’Οθωμανική Αύτοκρατορία, άλλά καί τραγωδία γιά τό χριστιανικό λαό τής Κρήτης, μιά τραγωδία όμως πού δέν τον αίφνιδίασε καί ούτε τον εμπόδισε νά κρατήση τόν άγώνα τρία σχεδόν χρό­νια.

    Ο ΑΓΩΝΑΣ

    Τό δύσκολο έργο τής καταστολής τής έπανάστασης άνέθε- σε ό Σουλτάνος πρώτα στο Μουσταφά Πασά, πού, δπως εί­παμε, έπί χρόνι είχε κάμει διοικητής τής Κρήτης καί γνώ­ριζε καλά τό νησί. Ό Μουσταφάς έφτασε στά Χανιά στις 30 Αύγούστου. ’Αφού είδε ότι, παρά τήν ύπόσχεσή του ότι θά ικανοποιούσε τά δίκαια άπό τά αιτήματα των επαναστατών, αυτοί έπέμειναν νά συνεχίσουν τόν άγώνα, άποφάσισε νά καταφύγη στη βία. Χρησιμοποιώντας μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις, λευτέρωσε πρώτα τούς Τουρκοκρητικούς πού πολιορκοΰνταν άπο τούς έπαναστάτες στην Κάντανο (Σέλινο), και κατόπιν χτύπησε τις σπουδαιότερες εστίες τής επανάστασης στά χανιώτικα καί στά ρεθεμνιώτικα: έκαψε τούς Λάκκους, τό Θέρισο, τούς Κάμπους κι όσα άλλα χωριά δέ δήλωναν ύποταγή, νίκησε τούς έπαναστάτες και τούς έθελοντές πού ύπο τήν άρχηγία τού Ζυμβρακάκη προσπάθησαν νά τόν άναχαιτίσουν στο Βαφέ τού ’Αποκόρωνα στις 12 ’Οκτωβρίου, καί στις 8 Νοεμβρίου οί δυνάμεις του, 15 χιλιάδες περίπου άνδρες καί 30 κανόνια, έζωσαν τό Άρκάδι, έδρα τής τμηματικής επαναστατικής έπιτροπής Ρεθύμνου. Έκτος άπο τούς μοναχούς, στο μοναστήρι, τόπο σχετικά οχυρό γιά συνηθισμένες περιστάσεις, είχαν συγκεντρωθή γύρω στά 600 γυναικόπαιδα καί καμιά τρακοσαριά οπλοφόροι ύπό τήν άρχηγία τού εθελοντή άνθυπολοχαγού ’Ιωάννη Δημακόπουλου, φρούραρχου τής μονής. Ψυχή τών πολιορκουμένων ήταν ό ‘Ηγούμενος Γαβριήλ (Μαρινάκης), ένας γίγαντας στό σώμα καί στήν καρδιά, άφιερωμένος στήν ιδέα τής πατρίδας. Παρά τις τεράστιες δυνάμεις τους οί Τούρκοι δέ μπόρεσαν νά πατήσουν τό μοναστήρι τήν ’ίδια μέρα. Χρειάστηκε γι’ αύτό νά μεταφέρουν άπο τό Ρέθυ­μνο κι άλλες δυνάμεις καί μεγαλύτερα κανόνια, φρουριακά. “Ενα άπ’ αύτά, ή περίφημη «μπουμπάρδα κουτσαχείλα», τσά­κισε τήν επομένη, 9 Νοεμβρίου, τή δυτική πύλη τής μονής καί άνοιξε τό δρόμο στό στρατό. Μέσα στό μοναστήρι ό άγώνας συνεχίστηκε, αν καί ό Γαβριήλ είχε ήδη σκοτωθή, καί κορυφώθηκε μέ τήν άνατίναξη τής πυριτιδαποθήκης άπό τον Κων­σταντίνο Γιαμπουδάκη ή άπό τόν Άνωγειανό δάσκαλο Εμ­μανουήλ Σκουλά, όπως το θέλει τό δημοτικό τραγούδι. Χρι­στιανοί καί Τούρκοι, μάχιμοι καί γυναικόπαιδα καταπλακώθηκαν κάτω άπό τά έρείπια. Άπό τούς 950 περίπου πολιορκημένους, 114 αιχμαλωτίστηκαν, 3 ή 4 διέφυγαν, όλοι οι άλ­λοι σκοτώθηκαν. Αύτός ήταν για τούς Χριστιανούς ό άπολογισμός σέ θύματα άπό την πολιορκία, τις άνατινάξεις και άπό τη σφαγή και τά όργια πού άκολούθησαν. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν 1.500 περίπου νεκροί καί τραυματίες. Ή ιερά Μονή πατήθηκε, άλλ’ ή Επανάσταση τού 66 άπέκτησε τό Μεσολόγγι της. Τό Άρκάδι έγινε ιδέα, άπό τις ιδέες έκεϊνες πού γονιμοποιούν την ιστορία καί στην άμεση πραγματικότητα, όπως θά δούμε, καί στη μνήμη των λαών.29

    Οι έπιχειρήσεις κατά των έπαναστατών συνεχίστηκαν καί μετά την καταστροφή τού Άρκαδιού. Στά χανιώτικα ό ίδιος ό Μουσταφάς οδήγησε τό στρατό του ξανά κατά τής μεσημβρι­νής Κυδωνίας, κατά τού Σέλινου καί κατά των Σφακιών. ’Αποτέλεσμα: οι περισσότερες επαρχίες τού νησιού άναγκάστηκαν νά δηλώσουν ύποταγή, ή έπανάσταση όμως έξακολουθοΰσε (καί έξηγήσαμε παραπάνω πώς ήταν δυνατό νά συμβαίνη αύτό). Την άνοιξη τού 1867 νέες στρατιωτικές δυνάμεις μέ νέο άρχιστράτηγο, τόν Όμέρ Πασά, θά έπιχειρήσουν πάλι την καταστολή της.

    Στό μεταξύ στη διεθνή κοινή γνώμη, στην πολιτική τών δυνάμεων καί στη στάση τής Ελλάδας παρατηρούνται έξελίξεις πού έμελλαν νά έπηρεάσουν τό κρητικό ζήτημα καί πού γι’ αύτό πρέπει μέ λίγα λόγια νά έπισημανθούν.

    Ό άγώνας τής Κρήτης άπό την άρχή δέν είχε άφήσει άδιάφορη τη διεθνή κοινή γνώμη. Τό δράμα όμως τού Άρκαδιού προκάλεσε τόσο έντονο φιλελληνικό ρεύμα στην Εύρώπη καί στην ’Αμερική, πού νά μην είναι δυνατό νά άγνοηθή ούτε άπό τις δυνάμεις ούτε άπό την Πύλη. Καί εκδηλώθηκε τό ρεύμα αύτό μέ τη συγκρότηση φιλελληνικών έπιτροπών, μέ την άποστολή χρημάτων, μέ την άφιξη ξένων εθελοντών στην Κρήτη, μέ δημοσιεύματα σέ έφημερίδες. Ξεχωριστή θέση στις έκδηλώσεις αύτές έχουν οί έπιστολές του Victor Hugo30 γιά τον κρητικδ άγώνα καί για τό Άρκάδι, καί ή φιλοκρητική δράση του ’Αμερικανού Samuel Gridley Howe, γνωστού για τό φιλελληνισμό του ήδη άπό την Επανάσταση τού 21.

    ’Από την πολιτική των δυνάμεων τό σημείο πού πρέπει να τονίσουμε είναι ότι κατά την περίοδο αύτή παρατηρεΐται ή πρώτη μεταστροφή τής Γαλλίας—μιλήσαμε ήδη γι’ αύτή—πού συνίστατο στήν προσωρινή εύθυγράμμιση μέ τή Ρωσία στο κρητικδ ζήτημα. ‘Η Ρωσία είχε διατυπώσει τό Νοέμβριο τού 1866 τή γνώμη ότι ή λύση τού ζητήματος αύτοΰ βρίσκε­ται στήν ένωση της Κρήτης μέ τήν Ελλάδα ή τουλάχιστο στή δημιουργία πολιτείας αύτόνομης, κατά τό παράδειγμα των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, μέ προοπτική τήν ένωση.31 Ή Γαλλία τήν έποχή αύτή (’Ιανουάριος 1867) είναι πρόθυμη νά ύποστηρίξη όχι μόνο τήν ένωση τής Κρήτης άλλά καί τήν προ­σάρτηση τής Θεσσαλίας καί τής ’Ηπείρου στήν Ελλάδα, ύπό τόν όρο όμως ότι τό ύπόλοιπο τής ’Οθωμανικής Αύτοκρατορίας δέ θά θιγόταν. ’Αντίθετα, ή Ρωσία ύποστήριζε τις ελλη­νικές άξιώσεις, όσο στήν ικανοποίησή τους έβλεπε τήν άπαρχή τού διαμελισμοΰ τής ’Οθωμανικής Αύτοκρατορίας.32 Ή Πύλη ούτε τήν ένωση ούτε τήν αύτονομία τής Κρήτης ούτε τή μεταγενέστερη γαλλική πρόταση γιά δημοψήφισμα ήταν πρό­θυμη νά συζητήση. Μή μπορώντας ωστόσο νά άγνοήση τις νέες διπλωματικές συνθήκες, πού προοιώνιζαν έπέμβαση των δυνάμεων, καί τήν κατακραυγή τής διεθνούς κοινής γνώμης έναντίον της, άρχισε νά συζητή γιά διοικητικές παραχωρή­σεις καί γιά τό σκοπό αύτό έστειλε ειδικό πληρεξούσιό της στήν Κρήτη, τό Σερβέρ Έφέντη (’Ιανουάριος 1867). ‘Η άποστολή τού Σερβέρ Έφέντη δέν κατέληξε σέ άποτέλεσμα.

    Στήν Ελλάδα ή κυβέρνηση Βούλγαρη-Δεληγεώργη άναγκάστηκε νά παραιτηθή τό Δεκέμβριο 1866. ‘Η προσπάθειά της νά πείση τις δυνάμεις νά δώσουν δίκαιη λύση στό Κρητικό ζήτημα είχε άποτύχει. Στην έξουσία ήρθε κυβέρνηση του Κουμουνδούρου μέ ‘Υπουργό των Εξωτερικών, για πρώτη φορά, το Χαρίλαο Τρικούπη. Ή νέα κυβέρνηση συνεχίζει την κατ’ έπίφαση ούδετερότητα στο κρητικό ζήτημα, εγκαταλείπει ό­μως την πολιτική του Δεληγεώργη,33 ό όποιος έπεδίωκε λύση του ζητήματος αύτοΰ άνεξάρτητα άπό τό άνατολικδ και γι’ αύτό άπέφευγε τη συνεννόηση μέ τη Σερβία. Ό Κουμουνδούρος καί ό Τρικούπης, άντίθετα, πίστευαν ότι στη λύση τού κρητικοΰ θά βοηθούσε ή δημιουργία καί άλλων εστιών άναταραχής στά Βαλκάνια, καί ή συνεννόηση μέ τούς βαλκανικούς λαούς καί ιδίως τούς Σέρβους. ’Αποτέλεσμα τής πολιτικής αύτής ήταν ή ύπογραφή τής έλληνοσερβικής συνθήκης συμμαχίας στδ Φέσλαου τής Αύστρίας στις 14 Αύγούστου 1867, ή οποία όμως δέν εφαρμόστηκε, για λόγους πού θά ήταν έξω άπό τό θέμα μας νά εκθέσουμε έδώ.34

    Αύτά γιά τις κυριότερες εξελίξεις έξω άπό την Κρήτη ως την άνοιξη τού 1867, όπότε, όπως είπαμε, ή Πύλη έστειλε στό νησί τόν Όμέρ Πασά, τόν καλύτερο στρατηγό της, έξωμότη καί πρώην τυχοδιώκτη, γιά νά καταπνίξη την επανάσταση. Νέα δεινά, φοβερώτερα, περίμεναν τόν κρητικό λαό. Οι κύριοι στόχοι τού Όμέρ ύπήρξαν δύο: τά Σφακιά καί τό Λασίθι. Ή πρώτη του εκστρατεία κατά τών Σφακιών άπέτυχε. ’Έτσι άναγκάστηκε προσωρινά νά παραιτηθή άπό την κατάκτησή τους καί στράφηκε πρός τά άνατολικά. Παρά την άντίσταση τών έπαναστατών, πού τόν άκολουθούσαν άπό κοντά, κατάφερε νά περάση στά ήρακλειώτικα, όπου τόν περίμενε ό Κόρα­κας, άποφασισμένος νά τού κλείση τό δρόμο πρός τό Λασίθι, τό σιτοβολώνα τών άνατολικών έπαρχιών. Μέρος τών δυνά­μεων τού Όμέρ κατάφερε ωστόσο μέ ένα τολμηρό ελιγμό νά ύπερφαλαγγίση τούς έπαναστάτες καί νά μπή στό Λασίθι στις 21 Μαιου 1867. Οι μάχες συνεχίστηκαν εκεί, τελικά όμως επικράτησαν οι άριθμητικά ισχυρότερες δυνάμεις τού Όμέρ.

    Άπό τό Λασίθι, ό στρατός του Όμέρ πέρασε στη Μεσαρά, καί άπό τό Τυμπάκι στις 23 ’Ιουνίου ένα τμήμα του μετα­φέρθηκε με πλοία στα Σφακιά, ενώ δυό άλλα στρατιωτικά τμήματα βάδισαν κατά τής έπαρχίας αύτής διά ξηράς. “Ολα τά τμήματα ενώθηκαν τελικά στ’ Άσκύφου. Ό Όμέρ κατάφερε νά διάσχιση με τις δυνάμεις του ολόκληρο σχεδόν τό νησί, ξεπερνώντας σέ ωμότητες τόν προκάτοχό του Μουσταφά, κατάφερε νά πατήση τό Λασίθι καί τά Σφακιά, δεν κατάφερε όμως ούτε αύτός νά καταπνίξη την έπανάσταση.35

    Ό Σουλτάνος άναγκάστηκε νά δοκιμάση τη συνδιαλλαγή, κάνοντας έτσι καί μιά ύποχώρηση καί πρός τις δυνάμεις καί πρός τη διεθνή κοινή γνώμη, πού βρισκόταν σέ νέο άναβρασμό άπό τις ωμότητες του Όμέρ. Γιά την πραγματοποίηση τής συνδιαλλαγής ό Σουλτάνος κήρυξε στις 5 Σεπτεμβρίου άναστολή των έχθροπραξιών γιά έξι έβδομάδες καί άμνηστία, καί έστειλε τό Μέγα Βεζίρη Άαλή Πασά στην Κρήτη—οπού έφτασε στις 22 Σεπτεμβρίου—κομιστή διοικητικών κ.ά. παραχωρήσεων. Οι παραχωρήσεις αύτές έμελλαν νά άποτελέσουν τό γνωστό 9 Οργανικό Νόμο του 1868, γιά τόν όποιο θά μιλήσουμε παρακάτω. ’Επί πλέον ό Άαλής διεμήνυσε στή Γενική Συνέλευση ότι ήταν έτοιμος να παραχωρήση στο νησί καί ό,τι άλλο θά του ζητούσαν οι άντιπρόσωποί του, έκτός άπό τήν ένωση. Ή άπάντηση τής Γενικής Συνέλευσης ήταν άρνητική. Ή ψευδοσυνέλευση πού ό Άαλής κατάφερε νά συγκρό­τηση στά Χανιά δέν είχε κανένα κύρος. Ό άγώνας έτσι συνε­χίστηκε.

    Η ΚΑΜΨΗ

    Κατά τήν τελευταία φάση τού άγώνα, άπό τά τέλη τού 1867 ως τις άρχές τού 1869, οι Τούρκοι έθεσαν σέ εφαρμογή νέα στρατιωτική ταχτική, πού άποδείχτηκε πιό άποτελεσματική:  κατένειμαν τις δυνάμεις τους στο νησί, έχτισαν πύργους στά πιό επίκαιρα σημεία τής παραλίας καί τής ένδοχώρας καί μέ ορμητήριο τις στρατιωτικές βάσεις πού έτσι δημιούργησαν άρχισαν σιγά-σιγά, παρά την άντίσταση των έπαναστατών, νά έξουδετερώνουν τις έπαναστατικές ομάδες έμποδίζοντάς τους την έπικοινωνία μεταξύ τους καί τον ανεφοδιασμό τους σέ τρόφιμα καί πυρομαχικά άπο τά χωριά καί άπο την Ελλάδα.

    Έκτος άπο την τροπή αύτή πού πήρε ό άγώνας στο στρατιωτικό τομέα, συνθήκες δυσμενείς δημιουργήθηκαν καί στο διπλωματικό τομέα. ‘Η κρίση του Λουξεμβούργου, πού ξέσπασε την άνοιξη του 1867 καί κατέληξε στην ούδετεροποίησή του, άπομάκρυνε τη Γαλλία άπο τη Ρωσία καί σήμανε νέα μεταστροφή τής γαλλικής πολιτικής, δυσμενή τούτη τη φορά, στο κρητικο ζήτημα.36 Ή Ρωσία, βλέποντας ότι οί άλ­λες δυνάμεις δεν ήταν πρόθυμες νά άσκήσουν ούσιαστική πίε­ση στην Πύλη καί διστάζοντας νά καταφύγη μόνη σέ μέσα πιο τολμηρά, άποφάσισε νά άποσυρθή καί κείνη άπο το κρητικο ζήτημα, το όποιο έτσι έγκαταλείφθηκε άπο τις δυνάμεις (’Οκτώβριος 1867 ).37

    ‘Η έξέλιξη αύτή τού κρητικού ζητήματος στο στρατιωτικό καί στο διπλωματικό τομέα ήταν φυσικό νά έχη τις πολιτικές της έπιπτώσεις καί στήν Κρήτη καί στήν Ελλάδα.

    Στήν Κρήτη ό πολιτικός άντίκτυπος έκδηλώθηκε πρώτα μέ ένα μεμονωμένο διάβημα προς τή Βασίλισσα Βικτωρία. ‘Η Γενική Συνέλευση μέ ψήφισμά της (2 ’Ιουλίου 1868) ζήτησε άπο τή Βασίλισσα τής ’Αγγλίας νά «παράσχη τήν άμεσον Αύτής συνδρομήν προς έπίτευξιν των έθνικών αύτοΰ [τού χρι­στιανικού λαού τής Κρήτης] πόθων», δηλαδή τής ένωσης.38 Στο διάβημα αύτό δόθηκε στις άρχές Σεπτεμβρίου ή άπάντηση ότι ή ’Αγγλία δέν άναγνώριζε τήν Προσωρινή Κυβέρνηση, πού διαβίβασε τό ψήφισμα, καί ότι, επομένως, δέ μπορούσε νά έλθη σέ συνεννόηση μαζί της. Συνάμα διευκρινίστηκε άπο τον Dickson, Πρόξενο τής ’Αγγλίας στα Χανιά, ότι όσο οί Κρητι­κοί έπέμεναν στην ένωση, δέν έπρεπε νά περιμένουν μεσολάβηση τής ’Αγγλίας.39 Ή πίεση των πραγμάτων έκαμε τότε τούς «άντιπροσώπους τού χριστιανικού λαού τής Κρήτης», παρά την άντίδραση των άρχηγών των άνατολικών κυρίως έπαρχιών, έγκαταλείποντας προσωρινώς το πρόγραμμα τής ένωσης, να δεχτούν τη λύση τής ύποτελοΰς στην Πύλη ηγεμονίας καί στις 24 Σεπτεμβρίου νά άποταθούν προς τις έξι μεγάλες δυ­νάμεις για την έφαρμογή τής λύσης αύτής.40 Για τη λύση τής ηγεμονίας ήταν όμως πια πολύ άργά. Ή έπανάσταση βρισκό­ταν στα τελευταία της καί ή Πύλη επομένως δέν ήταν πρόθυ­μη για νέες παραχωρήσεις. Έξ άλλου οί Κρητικοί είχαν χω­ριστή σε ένωτικούς καί σέ οπαδούς τής αύτονομίας, πράγμα πού έξασθένιζε το διάβημα για την ήγεμονία, στο όποιο τελικά δέν απάντησαν οί δυνάμεις.

    Στην Ελλάδα από τον ’Ιανουάριο τού 1868 την κυβέρνηση άνέλαβε πάλι ό Βούλγαρης μέ ‘Υπουργό των Εξωτερικών τον Πέτρο Δεληγιάννη, πού προηγουμένως ήταν Πρεσβευτής μας στην Πόλη. Τό πρόγραμμα τού Βούλγαρη ήταν φιλειρηνικό, αλλά χωρίς συνέπεια στην έφαρμογή του, πράγμα πού περισ­σότερο έξόργιζε την Πύλη καί πού τελικά οδήγησε στη δια­κοπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων στις άρχές Δεκεμβρίου τού 1868, ύστερα άπό άπόρριψη τουρκικού τελεσιγράφου,41 σύμφωνα μέ τό όποιο ή Ελλάδα έπρεπε, έκτος άλλων, νά διαλύση τά έθελοντικά σώματα πού είχαν συγκροτηθή στο έδα­φος της καί νά άφοπλίση ή νά άποκλείση από τά ελληνικά λι­μάνια τά θρυλικά καταδρομικά τού άγώνα πού μετέφεραν στην Κρήτη έθελοντές καί πολεμικό ύλικό.

    Ή μεταφορά στην άποκλεισμένη άπο τον τουρκικό στόλο Κρήτη πολεμοφοδίων, τροφίμων καί έθελοντών άποτελεΐ ένα άπο τά πιο ένδοξα κεφάλαια τού κρητικού άγώνα καί τής ναυ­τικής μας ιστορίας. Στην άρχή ή μεταφορά αύτή γινόταν μέ ιστιοφόρα, όταν όμως ό άποκλεισμός έγινε στενότερος καί μερικά άπό τά ιστιοφόρα αύτά έπεσαν στα χέρια του εχθρού, ή Κεντρική ύπέρ των Κρητών Επιτροπή των Αθηνών ήλθε σέ συνεννόηση μέ τήν Ελληνική Άτμοπλοία Σύρου, ή οποία, αν καί έπιχείρηση έμπορική, άνέλαβε να συνέχιση τό έπικίνδυνο αύτό έργο μέ τά άτμοκίνητα πλοία της ‘Ύδρα καί Πανελ­λήνιον, ώσότου φθάσουν τά καταδρομικά πού ή Επιτροπή εί­χε παραγγείλει στό έξωτερικό. Τά καταδρομικά αύτά ήταν τό Άρκάδι, ή Κρήτη καί ή ‘Ένωση, καί κυβερνήτες τους εκ περιτροπής οι τολμηροί θαλασσόλυκοι Άνδρέας Κοτζιάς, Βασίλειος Όρλώφ, ’Αναστάσιος Κουρεντής, Νικόλαος Σουρμελής κ.ά. Τό Άρκάδι άπό τό Φεβρουάριο ώς τόν Αύγουστο τού 1867 διέσπασε 23 φορές τόν άποκλεισμό. Στό 23ο ταξίδι του συγκρούστηκε μέ τουρκικά πολεμικά καί καταστράφηκε στις νότιες άκτές τής Κρήτης. Ή Κρήτη έκαμε δέκα ταξίδια καί ή ‘Ένωση σαράντα έξι.42

    Τό τελευταίο ταξίδι τής ‘Ένωσης μέ κυβερνήτη τό Σουρμελή, έγινε στις τελευταίες μέρες τού Νοεμβρίου 1868. Σκοπός του ήταν ή άποβίβαση μιας ομάδας εθελοντών (τού δευτέρου τμήματος τού σώματος Πετροπουλάκη, πού στάλθηκε στήν Κρήτη γιά νά άναζωογονήση τόν άγώνα), άρτου καί πυρομαχικών στή νότια παραλία τής Κρήτης, στήν έπαρχία ‘Αγίου Βασιλείου. ‘Η άποβίβαση πέτυχε, μολονότι έλάχιστα σημεία τής παραλίας τής Κρήτης είχαν μείνει άφύλακτα άπό τόν τουρ­κικό στρατό καί μολονότι ό στόλος πού περιπολούσε τό νησί βρισκόταν τώρα ύπό τήν ήγεσία ικανού ναυάρχου, τού Hobart Πασά, παλιού άξιωματικοΰ τού βρετανικού πολεμικού ναυ­τικού, ό όποιος είχε σταλή ειδικά άπό τό Σουλτάνο στά νερά τής Κρήτης γιά νά καταστρέψη τά πλοία πού εφόδιαζαν τόν άγώνα καί ιδίως τήν ‘Ένωση. ‘Η ”Ενωση έπιστρέφοντας άπό τήν Κρήτη κατευθύνθηκε στήν Πάρο καί άπό κεϊ, τό πρωί τής 2 Δεκεμβρίου, ξεκίνησε γιά τή Σύρο, έξω άπ τήν οποία τήν περίμενε ό Hobart με τή φρεγάτα-ναυαρχίδα Χουδαβενδικιάρ, τό ΊτζεδΙν και ένα άκόμα καταδρομικό. Ή ‘Ένωση άπάντησε στα πυρά των τουρκικών πολεμικών, κατάφερε νά χτυπήση τον άριστερδ τροχό του ΊτζεδΙν (ήταν πλοίο τροχή­λατο) και κατόπιν, χρησιμοποιώντας το σάν προκάλυμμα στά πυρά τής ναυαρχίδας νά είσέλθη στο λιμάνι τής Σύρου χωρίς καμιά ζημία. Μέσα στο λιμάνι μπήκαν κατόπιν και τά τουρ­κικά πολεμικά, άλλά οι οδηγίες πού είχε πάρει ό Hobart δεν τού έπέτρεπαν νά χρησιμοποίηση έκεΐ βία.43

    Τό έπεισόδιο αύτό συνετέλεσε στην έπιδείνωση τών ελληνοτουρκικών σχέσεων, οί όποιες, όπως είπαμε, διακόπηκαν στις αρχές Δεκεμβρίου. Με την έπέμβαση τών δυνάμεων άποφεύχθηκε ελληνοτουρκικός πόλεμος, δέν άποφεύχθηκε όμως ή ηθική μείωση τής Ελλάδας, ή οποία πειθαρχώντας στις άποφάσεις τών δυνάμεων ούσιαστικά άναγκάστηκε στό τέλος νά δεχτή τούς όρους τού τουρκικού τελεσιγράφου.44

    Ή Επανάσταση τού 66 στάθηκε άγώνας άνισος, όπως τό­σοι καί τόσοι άλλοι, εύτυχέστεροι ωστόσο, ελληνικοί άγώνες. Ή Επανάσταση τού 66 άφησε την Κρήτη σε έρείπια, έρείπια ύλικά, την άφησε μαυροφορεμένη γιά τά τέκνα της πού έχασε, άλλά με τό κεφάλι ψηλά ότι έκαμε τό χρέος της καί μέ ένισχυμένη την άπόφαση νά έπαναλάβη στην κατάλληλη ώρα τόν άγώνα—όπως καί τό έκαμε. ’Έτσι ή Επανάσταση τού 66, αν καί φαινομενικά άπέτυχε, στην πραγματικότητα άποτέλεσε θετικό βήμα πρός την έλευθερία.

    Ή Επανάσταση τού 66 άφησε στό χριστιανικό λαό τής Κρήτης καί ένα πιό άμεσο καί συγκεκριμένο, αν καί περιορι­σμένο, κέρδος, τόν ’Οργανικό Νόμο τού 1868, ό όποιος καθιέ­ρωνε: τή χρησιμοποίηση σέ όρισμένη άναλογία χριστιανών ύπαλλήλων στην κεντρική καί στην επαρχιακή διοίκηση τού νησιού* τή συμμετοχή αιρετών άντιπροσώπων τής χριστιανι­κής κοινότητας στό συμβούλιο τής γενικής διοίκησης καί στά συμβούλια των διοικήσεων (νομών) καί των έπαρχιών δυο έπίσημες γλώσσες, την τουρκική καί την ελληνική’ την ίδρυση μεικτών δικαστηρίων για την έκδίκαση πολιτικών καί ποινι­κών ύποθέσεων’ τήν ίδρυση Γενικής Συνέλευσης με αιρετά μέλη, άλλα μέ περιορισμένες αρμοδιότητες, κλπ.45

    Ό ’Οργανικός Νόμος του 1868, κοντά στούς πολεμικούς άγώνες τής Κρήτης, άνοιξε ένα παράλληλο μονοπάτι μέ επόμενους σταθμούς τη Σύμβαση τής Χαλέπας του 1878, τον Κα­νονισμό του 1896 καί τό Σύνταγμα τού 1899, μονοπάτι πού βοηθητικά οδήγησε έπίσης τά βήματα τών Χριστιανών τού νησιού στο ποθητό τέρμα, τήν ένωση τής Κρήτης μέ τήν Ελλάδα. 

    Διάλεξη πού δόθηκε στήν ‘Ολομέλεια τον Β’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου στις 15 ’Απριλίου 1966, στα Χανιά. Ελευθερίου Πρεβελάκη Διευθηντή του Ιστορικού Αρχείου του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

IBANK Eurobank δωρεών στο ipy.gr GR7802606840000530104411908

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *