Ο βίος του Οσίου Αθανασίου Αγιολαυριώτη
Όσιος Αθανάσιος ο Αγιολαυριώτης ( 1891-17 Αυγούστου 1967
Η γέννηση και τα παιδικά του χρόνια
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που νομίζουν ότι μάρτυρες και αγίους ανέδειξε η Εκκλησία μας σε πολύ μακρινούς χρόνους, ιδιαίτερα μάλιστα κατά την περίοδο των διωγμών. Αληθεύει, βέβαια, πως όταν εξωτερικοί εχθροί διώκουν την πίστη η αιρετικοί την απειλούν. Τότε δημιουργούνται μάρτυρες ή ομολογητές. Δεν έλειψαν εντούτοις και σε ειρηνικές περιόδους οι μορφές εκείνες που με την άσκηση, την προσευχή, την ιερατική διακονία, την έντονη λειτουργική, μυστηριακή και ησυχαστική ζωή ευαρέστησαν ενώπιον του μόνου Αγίου Θεού και έλαβαν τον στέφανον της ζωής, τον οποίον έχει υποσχεθεί και πάσι τοίς ήγαπηκόσι τήν επιφάνειαν αυτού (Β’ Τιμ. 4, 8).
Υπάρχουν άλλοι χριστιανοί που έχουν ανάγκη να δουν «ορατές αποδείξεις» της πίστεώς μας, για το λόγο ότι η ελπίδα τους εξασθενεί και θαρρούν πως οι διηγήσεις για τη ζωή, τη διδασκαλία, τα θαύματα των παλαιών Αγίων, λίγο απέχουν από την υπερβολή και το μύθο… Κι όμως! Οι όσιοι και άγιοι δεν έλειψαν ούτε θα λείψουν ποτέ από τη ζωή και την ιστορία της Εκκλησίας μας. Και στους καιρούς μας εμφανίζονται τέτοιες μορφές. Μερικές από αυτές παραμένουν άγνωστές στους πολλούς. Κάποιες γίνονται, με τη ζωή και το έργο τους, ευρύτερα γνωστές, όχι επειδή το επιδιώκουν οι ίδιες, αλλά διότι εκείνοι που είχαν την ευλογία να ζήσουν κοντά τους ή να είναι πνευματικά τους παιδιά, διαλάλησαν και φανέρωσαν τον κρυμμένο θησαυρό αυτών των μορφών, που είχαν τα γνωρίσματα των αγίων του Θεού. Μία τέτοια, σύγχρονη μορφή, υπήρξε και ο ιερομόναχος Αθανάσιος Χαμακιώτης, τον συνοπτικό βίο του οποίου παρουσιάζουμε.
Γήινη πατρίδα του υπήρξε το μικρό ορεινό χωριό Τουρλάδα της επαρχίας Καλαβρύτων. Έτος γέννησης το 1891. Γονείς του οι απλοί, σχεδόν αγράμματοι, Βασίλειος και Κωνσταντίνα Χαμακιώτη, που είχαν τέσσερα συνολικά τέκνα: Τον Γεώργιο (μετέπειτα Αθανάσιο ιερομόναχο), τον Αθανάσιο (μετέπειτα ιερομόναχο Χαρίτωνα-ηγούμενο της Μονής Ζωοδόχου Πηγής Πόρου), το Θεόδωρο και την Αικατερίνη. Η ζωή την εποχή εκείνη στα μικρά ορεινά χωριά ήταν απλή και δύσκολη. Η ατμόσφαιρα στις οικογένειες ήρεμη, το πνεύμα κατανόησης και αλληλοβοήθειας εμφανές, ιδιαίτερα σε όσες υπήρχε σύμπνοια μεταξύ των αντρογύνων, πίστη στον Θεό και αγάπη προς τα τέκνα τους. Τα οποία έδειχναν σεβασμό και υπακοή προς τους γονείς και τους μεγαλυτέρους τους. Παρά τα λίγα γράμματα που είχε μάθει ο πατέρας Βασίλειος, ως κύριο ανάγνωσμά του είχε την «Όκτώηχο», την οποία μελετούσε με ευλάβεια όταν έβρισκε λίγη ώρα, κάνοντας διάλειμμα στις εργασίες του. Η εικόνα αυτή του πατέρα να διαβάζει την «’Οκτώηχο» επιδρούσε ευεργετικά στα παιδιά του.
Άλλος σημαντικός λόγος της θετικής επίδρασης ήταν το γεγονός ότι ακόμα δεν είχε ξεχαστεί η φήμη και ο λόγος του μοναχού Χριστοφόρου Παπουλάκου, που είχε την καταγωγή του από το χωριό Άρμπουνα Κλειτορίας. Ο μικρός Γεώργιος συχνά άκουγε από το στόμα των συγχωριανών του να γίνεται αναφορά στο εγερτήριο κήρυγμα του φλογερού αυτού μοναχού και ονειρευόταν, όταν μεγαλώσει, να του μοιάσει. Γι’ αυτό και σύχναζε όχι μόνο στον ενοριακό ναό Αγίου Ανδρέου του χωριού, αλλά και στα διάσπαρτα εξωκκλήσια, όπου του άρεσε να ανάβει τα καντήλια, να προσεύχεται, να ψάλλει ό,τι ήξερε και να ονειρεύεται… Έτσι εξηγείται, γιατί οι συγχωριανοί του έλεγαν πως θα γίνει παπάς και νέος Παπουλάκος, ενώ συμβούλευαν τα παιδιά τους να γίνουν σαν το Γεώργιο (συνετά, σεμνά και με καλοσύνη).
Παρόλο που ο πατέρας του Βασίλειος πέθανε σχετικά νωρίς από πνευμονία, σε ηλικία 58 ετών, η μητέρα Κωνσταντίνα, αν και η ίδια δεν είχε καλή υγεία (τυφλώθηκε μάλιστα αργότερα), επιθυμούσε να ιδεί τα παιδιά της μορφωμένα, γιατί όπως έλεγε, «μπορεί να γίνουν παπάδες». Και αξιώθηκε να δει τα δύο άπ’ αυτά. Το Δημοτικό σχολείο τελείωσε ο Γεώργιος στο χωριό του. Η επιθυμία της μητέρας και του ίδιου να συνεχίσει στο Γυμνάσιο φαινόταν άπιαστη. Υπήρχε όμως. Και όχι μόνο δεν έσβησε, αλλά περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιηθεί.
Δόκιμος μοναχός, μαθητής Γυμνασίου, Ιεροσπουδαστής
Στην περιοχή των Καλαβρύτων, με το προνόμιο να φιλοξενεί πολλά και ιστορικά Μοναστήρια (Αγίας Λαύρας, Μεγάλου Σπηλαίου, Αγίων Θεοδώρων Αροανίας, Μακελλαριάς κ.ά.), αποτελούσε ανέκαθεν ένα μαγνήτη πνευματικό και εύκολη λύση για τους νέους που αναζητούσαν υπήνεμο λιμάνι και τόπο καταφυγής για την ολοκληρωτική αφιέρωσή τους στον Θεό. Και ο Γεώργιος, σε ηλικία 15 χρόνων, με δική του απόφαση και τη συγκατάθεση και ευχή των γονέων του, πήρε το δρόμο της αφιέρωσης. Επέλεξε τη φημισμένη Αγία Λαύρα, στην οποία μόναζε και ο αδελφός της μητέρας του. Ιερομόναχος Χαρίτων. Στις 20 λοιπόν Ιουλίου του 1906 άφησε το χωριό του και συνοδευόμενος από τους αγαπημένους του γονείς έφτασε, μετά από εξάωρη οδοιπορία, στο Μοναστήρι. Τον υποδέχθηκε ο θείος του Χαρίτων και με την ευλογία του τότε ηγουμένου Αθανασίου έγινε δεκτός ως δόκιμος μοναχός. Του διάβασαν την καθιερωμένη ρασοευχή και περιβλήθηκε το τίμιο ράσο, με το οποίο διήνυσε την υπόλοιπη, ως την κοίμησή του, ζωή. Αν και έφηβος ακόμα, είχε πάρει πολύ στα σοβαρά την μοναχική και ασκητική ζωή. Σταδιακά εξοικειώθηκε με τους μοναστικούς κανόνες, το πυκνό λατρευτικό πρόγραμμα, τις νηστείες, τις αγρυπνίες, την υπακοή, τα διακονήματα.
Ο ηγούμενος και οι πατέρες της Αγίας Λαύρας μερίμνησαν και για τη μόρφωσή του, εκτιμώντας το ήθος και τη φιλομάθειά του. Έτσι τον έγραψαν στο
Γυμνάσιο των Καλαβρύτων, στη συνέχεια δε του έδωσαν την ευχή και ευλογία τους και πήρε μεταγραφή στην Ιερατική Σχολή της Άρτας, στην οποία φοίτησε από το 1911 ως το 1913, οπότε και έλαβε το απολυτήριό του. Επιστρέφοντας στη Μονή της μετάνοιας του ήταν πλέον έτοιμος να δεχθεί την κουρά του σε μοναχό, αφού ήδη είχε συμπληρώσει επταετία στην τάξη των δοκίμων. Και πράγματι, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους (1913) εκάρη μοναχός στο καθολικό της Μονής της Αγίας Λαύρας, με το όνομα Αθανάσιος. Οι μοναχικές υποσχέσεις που έδωσε κατά την κατανυκτική στιγμή της κουράς του (για υπακοή, παρθενία, ακτημοσύνη), συνοδεύονταν και από την απόφασή του να σηκώσει με προθυμία τον σταυρό του Χριστού, πάνω στον οποίο να καρφώσει τα πάθη και τις αδυναμίες του, αλλά και να λιώσει σαν τη λαμπάδα που κρατούσε για την αγάπη του Χριστού και την υπηρεσία των ανθρώπων. Απόφαση που, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια, τηρήθηκε στο ακέραιο με συνέπεια.
Αγώνες ασκητικοί και χειροτονία σε Διάκονο
Ο μοναχός πλέον ο Αθανάσιος επιδόθηκε σε επίπονους ασκητικούς αγώνες, κάτω από την εποπτεία και καθοδήγηση του γέροντος του. Και αναδείχτηκε άξιος υποτακτικός. Σύντομα ξεπέρασε στην εφαρμογή των μοναχικών κανόνων τους λοιπούς αδελφούς, όπως ομολογούσαν οι ίδιοι: Ήταν τακτικότατος στις ιερές Ακολουθίες του Μοναστηριού. Κατέβαινε στο ναό πριν από όλους και ώσπου να συγκεντρωθούν οι άλλοι μοναχοί εκείνος προσευχόταν απερίσπαστος. Στο κελί του συνέχιζε τη μελέτη της Αγίας Γραφής ή των Πατέρων της Εκκλησίας. Με τη μελέτη αυτή, που συνέχισε σ’ ολόκληρη τη ζωή του, κατόρθωσε όχι μόνο να κατανοήσει το λόγο του Θεού αλλά και να συμπληρώσει τις θεολογικές του γνώσεις, τόσο απαραίτητες στη μετέπειτα ιερατική του διακονία.
Πλην των πατέρων της Μονής της Αγίας Λαύρας που άσκησαν ωφέλιμη επιρροή στην προσωπικότητα του μοναχού Αθανασίου, σημαντική επίδραση είχε σ’ αυτόν και ο μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Τιμόθεος Αναστασίου (1861-1936), γνωστός για το ήθος και την αγιότητά του. Όταν γνώρισε τον Αθανάσιο τον ξεχώρισε για την πνευματικότητά του και στον αργότερα, μητροπολίτη Αργολίδος Χρυσόστομο (Ταβλαδωράκη) έλεγε πως «είναι εκ κοιλίας μητρός ήγιασμένος», του υπέδειξε μάλιστα να διατηρεί επαφή μαζί του. Και πράγματι ο αείμνηστος Αργολίδος Χρυσόστομος και όταν έγινε μητροπολίτης Πειραιώς (1965), και μέχρι την εν Κυρίω κοίμηση τού Αθανασίου (1967) τον είχε εξομολόγο του.
Ο Καλαβρύτων, λοιπόν, και Αιγιαλείας Τιμόθεος όχι μόνο χειροτόνησε Διάκονο τον μοναχό Αθανάσιο (το 1916), αλλά τον τοποθέτησε στη θέση του αρχιδιακόνου και γραμματέως της Μητροπόλεώς του. Από τον άγιο αυτό επίσκοπο ο νεαρός Διάκονος διδάχθηκε πολλά: τη ζέουσα πίστη, την ανυπόκριτη αγάπη, την χωρίς διακρίσεις φιλοπτωχία, το διαρκές ενδιαφέρον για τους χριστιανούς του και τον ακάματο ζήλο για τα έργα της ιεραποστολής (κήρυγμα, εξομολόγηση, διάδοση του γραπτού λόγου του Θεού κ.λπ.). Παρά την αγιότητα βίου του προστάτη του επισκόπου και την έμφυτη «αποστροφή» προς τα αξιώματα, έκαναν τον Αθανάσιο να ζητήσει από τον μητροπολίτη Τιμόθεο την ευλογία να επιστρέψει στη Μονή της μετάνοιας του, για να συνεχίσει τους ασκητικούς του αγώνες. Η άδεια δόθηκε και γύρισε στην Αγία Λαύρα, ένα μόλις χρόνο μετά τη χειροτονία και την υπηρεσία του στη Μητρόπολη (Αίγιο). Ο ηγούμενος και το Συμβούλιο τον υποδέχθηκαν με χαρά και, εκτιμώντας τις ικανότητές του, του ανέθεσαν τα καθήκοντα του Γραμματέως της Αγίας Λαύρας, καθήκοντα ιδιαίτερα υπεύθυνα και δύσκολα. Τα ανέλαβε κάνοντας υπακοή, όπως οφείλει κάθε μοναχός. Επί τέσσερα χρόνια συνεχίζει με ζήλο, ταπεινό φρόνημα και εργατικότητα να προσφέρει αυτήν την υπηρεσία, ενώ παράλληλα διακρίνεται και στην επιτέλεση των μοναχικών του υποσχέσεων.
Ιερομόναχος και εξομολόγος
Η πνευματική του πρόοδος ήταν σε όλους εμφανής. Φυσικά και στον Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Τιμόθεο. Ο οποίος, όταν ο Διάκονος Αθανάσιος έγινε 30 ετών, τον χειροτόνησε Πρεσβύτερο, την ήμερα της εορτής Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτ. 1921). Ο ταπεινός μοναχός δέχεται τη χειροτονία ως μεγάλη δωρεά του Θεού, παρά τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας και αναξιότητάς του. Ως ιερέας πλέον και επί δέκα ολόκληρα χρόνια τελεί τις θείες Λειτουργίες και τις καθιερωμένες Ακολουθίες στην Αγία Λαύρα, προσφέρει τις υπηρεσίες του και ως ηγουμενοσύμβουλος της Μονής, μετά την εκλογή του το 1922, και δεν μειώνει καθόλου τον πνευματικό του αγώνα για τον προσωπικό αγιασμό διά της προσευχής, της νηστείας, της αγρυπνίας, της υπακοής και της ταπείνωσης. Το γεγονός της χειροτονίας του έδωσε πολύ μεγάλη χαρά, όπως χρόνια μετά εκμυστηρευόταν σε πνευματικά του παιδιά, λέγοντάς τους ότι η λέξη ιερομόναχος τον τέρπει.
Η πνευματική και ιερατική του πορεία προσέλκυε πάντοτε την προσοχή και το ενδιαφέρον του μητροπολίτη του Τιμοθέου. Και αυτός, στις 18 Ιανουάριου του 1930, τον χειροθέτησε πνευματικό (εξομολόγο), εφοδιάζοντάς τον με το καθιερωμένο «Ενταλτήριον Γράμμα». Με βάση αυτό ο π. Αθανάσιος είχε πλέον την επισκοπική άδεια και ευλογία να δέχεται την εξομολόγηση των αμαρτιών των χριστιανών, να έρευνα τα βάθη της ψυχής τους, να νουθετεί, να συγχωρεί, σύμφωνα με την εντολή του
Κυρίου προς τους Μαθητές του και τους διαδόχους εκείνων: Σας διαβεβαιώνω πως ό,τι κρατήσετε ασυγχώρητο στη γη, θα είναι, ασυγχώρητο και στον ουρανό· και ό,τι συγχωρήσετε στη γη θα είναι συγχωρημένο και στον ουρανό (Ματθ. 18, 18). Όπως και ως ιερέας φάνηκε άξιος της κλήσεως και της αποστολής του, έτσι και ως εξομολόγος άφησε φήμη αγαθή στις χιλιάδες των χριστιανών που τον είχαν πνευματικό τους επί δεκαετίες, τόσο στα Καλάβρυτα, όσο και προπαντός στην Αττική.
Προκειμένου να παροτρύνει τους χριστιανούς να προσέρχονται στο Μυστήριο της εξομολογήσεως, πολλές φορές στα κηρύγματά του χρησιμοποιούσε απλές και κατανοητές εκφράσεις και εικόνες από την Αγία Γραφή: Των δύο ληστών πάνω στο Γολγοθά. που ο ένας βλάσφημα και ο άλλος ζητά το έλεος του Κυρίου, αναγνωρίζοντας την αμαρτωλότητά του και λαμβάνοντας την άφεση. Του άσωτου υιού, που μετανοημένος επιστρέφει στον πατέρα για να πει το «ήμαρτον…» και να λάβει τη συγχώρεση κ.ά. Ως εξομολόγος ήταν ταυτόχρονα και παιδαγωγός, φωτισμένος από τη χάρη τού Θεού. Δεχόταν τους χριστιανούς με καλοσύνη, αγάπη και ηρεμία. Τους άκουγε προσεκτικά, τους ενθάρρυνε να αποκαλύψουν όσα τους βάραιναν. Τους νουθετούσε και τους στήριζε στον πνευματικό τους αγώνα. Δεν επικαλέστηκε ποτέ την κούραση του, το προχωρημένο της ώρας, το πλήθος εκείνων που ανέμεναν τη σειρά τους για να εξομολογηθούν. Δεν σταματούσε αν δεν δεχόταν και τον τελευταίο, παρόλο που ενίοτε δεν ένιωθε καλά είτε από αρρώστια είτε από κούραση.
Ανάμεσα στους εξομολογούμενους περιλαμβάνονταν και σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων, της πολιτικής, του στρατού, των θετικών επιστημών, του ιερού κλήρου, καθώς και φημισμένοι Γέροντες όπως οι Φιλόθεος Ζερβάκος, Αμφιλόχιος Μακρής κ.ά., αλλά και μητροπολίτες.
Για να χειρίζεται σωστά τους εξομολογούμενους συνδύαζε με άριστο τρόπο την αυστηρότητα με την οικονομία (επιείκεια). Η αυστηρότητα δεν σήμαινε σε καμιά περίπτωση σκληρότητα. Και η επιείκεια δεν σήμαινε αδιαφορία. Αυστηρότητα και οικονομία είχαν τεθεί κάτω από τη σκέπη της φιλανθρωπίας. Ακόμα και όταν έδειχνε αυστηρότητα, το έκανε με τρόπο γλυκό και γεμάτο αγάπη. Καταδίκαζε την αμαρτία, όχι τον αμαρτήσαντα. Ειδικά, όταν διαπίστωνε τη μετάνοια του εξομολογούμενου ήταν επιεικής, γιατί σκοπός του δεν ήταν η «τιμωρία» του χριστιανού, αλλά η μη εκ νέου διάπραξη της αμαρτίας. Για να τον βοηθήσει ως προς αυτό, του έλεγε «να κάνει κάποια πράγματα, κάποιον αγώνα» και να προσέλθει εκ νέου στην εξομολόγηση. Προσπαθούσε να προλάβει η να διώξει το αίσθημα της απόγνωσης από την ψυχή του χριστιανού. Και όταν ακόμη όριζε κάποιο επιτίμιο, π.χ. να μην κοινωνήσει ο εξομολογούμενος για κάποιο χρονικό διάστημα, όταν διαπίστωνε ειλικρινή μετάνοια, περιόριζε το διάστημα αυτό. Ένα από τα πνευματικά του παιδιά, αργότερα και το ίδιο ιερέας, περιέγραψε με τα εξής λόγια τον π. Αθανάσιο ως εξομολόγο και γενικά ως κληρικό:
«Συνδύαζε ο Γέροντας το γλυκό με το αυστηρό, το ταπεινό με το ηγεμονικό, το μοναχικό με το κοινωνικό. την απλότητα με τη σοφία. Ένιωθες άνετα κοντά του, αλλά συγχρόνως η παρουσία του ήταν μια ζώσα επιταγή να ανεβείς ψηλά, προκειμένου να τον συναντήσεις. Η εμφάνιση του Γέροντα ήταν ολόφωτη και “παραδοσιακή”. Ήταν τρομερά ελκυστική, αλλά κρατούσε και τις αποστάσεις. Υπήρξε ο αυστηρός εις τον εαυτό του ιερομόναχος που λειτουργούσε συνάμα ως στοργικός “ένοριακός” και υπερενοριακός πατέρας».
Άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμά του ως εξομολόγου ήταν η προσήλωσή του στην εφαρμογή των ιερών κανόνων της Εκκλησίας μας. αλλά πάντοτε με διάκριση και φιλανθρωπία, διότι πίστευε ότι και οι κανόνες θεσπίσθηκαν για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για τους κανόνες. Δεν ήταν νεωτεριστής, ούτε τυπολάτρης. Δεν θα μπορούσε να τον κατατάξει κανείς ούτε στους φανατικούς, ούτε στους χλιαρούς. Για όλα τα θέματα που αφορούσαν στην εξομολόγηση και την εν γένει ζωή των χριστιανών, είχε τεκμηριωμένες στην Αγία Γραφή και τους άγιους Πατέρες θέσεις.
Συνέπασχε με τους εξομολογούμενους καθώς άκουγε τις αμαρτίες που εναπέθεταν στο ιερό πετραχήλι του. Πολλοί μάλιστα δεν αρκούνταν στο να εξαγορεύσουν τα κρίματά τους. Έχοντας υπόψη τη συμπόνια του, του εμπιστεύονταν τα βάσανα, τις αρρώστιες, τις δυσκολίες της ζωής τους. Εκείνος δεν τα άκουγε Αδιάφορος. Συμμετείχε στον πόνο τους, τους συμβούλευε, συμπαραστεκόταν και υλικά, στο μέτρο του δυνατού, όπως θα εκτεθεί και στο οικείο κεφάλαιο. Όχι λίγες φορές δάκρυζε, θεωρώντας δικές του τις αμαρτίες των άλλων και λέγοντας· «τώρα τί κάνουμε;»
Στην εκτενή βιογραφία του αναφέρονται λεπτομερώς (βλέπε σελ. 25 εξ. του παρόντος) πολλά περιστατικά ανθρώπων που άλλαξαν τρόπο ζωής μετά από την πρώτη εξομολόγησή τους στον Γέροντα Αθανάσιο. Όλα αυτά, βεβαιωμένα από αξιόπιστους μάρτυρες, παρουσιάζουν το μέγεθος της προσφοράς του στον τομέα της εξομολογήσεως και της καθοδηγήσεως αναρίθμητων ψυχών, επί σειράν ετών, κυρίως στη Νερατζιώτισσα Αμαρουσίου, όπου υπηρέτησε επί δεκαετίες.
Εφημέριος σε ναούς της Αττικής
Ενώ πολλοί μοναχοί είχαν επιλέξει, μετά λόγου γνώσεως, να παραμείνουν για όλη τους τη ζωή στον τόπο της αφιερώσεώς τους, μερικές φορές διαφορετικά αποφασίζει ο Θεός. Άλλωστε, «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει». Και τούτο επειδή εκείνος γνωρίζει ποιό είναι το πνευματικό συμφέρον του μοναχού και των χριστιανών στον κόσμο. Και η αφορμή δίνεται πότε με κάποια καθαρή κλήση, πότε έμμεσα με κάποιο λόγο υγείας, όπως συνέβη στην περίπτωση του π. Αθανασίου: Είχε προσβληθεί από πλευρίτιδα, εξαιτίας της οποίας υπέφερε. Για την ίασή του δεν βοηθούσε το κλίμα της περιοχής των Καλαβρύτων. Έτσι αναγκάσθηκε να αφήσει τη Μονή της μετάνοιας του, την Αγία Λαύρα, έπειτα από 25 χρόνια, και να αναζητήσει το κατάλληλο για την πάθησή του κλίμα της Αττικής. Έφτασε στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1931 και αρχικά ανέλαβε εφημεριακά καθήκοντα στην Ανάληψη του Κυρίου Βύρωνα, που είναι Μετόχι της Μονής Σίμωνος Πέτρας. Όπως και σήμερα, το Μετόχι αυτό αποτελούσε και τότε κέντρο φιλακόλουθων χριστιανών, με ιδιαίτερη αγάπη στο Άγιον Όρος. Συνέπεσε μάλιστα την περίοδο εκείνη να έρχεται από το Όρος περιστασιακά και ο Γέροντας Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, πράγμα που αποτέλεσε αφορμή να συνδεθούν μεταξύ τους πνευματικά οι δύο άνδρες.
Αντί όμως για βελτίωση της υγείας του, συνέβη αυτή να επιδεινωθεί. Η πλευρίτιδα εξελίχθηκε σε βρογχοπνευμονία. Για μερικούς μήνες ο π. Αθανάσιος υπέφερε. Στο διάστημα αυτό πρόσφερε εφημεριακές υπηρεσίες στη Γλυφάδα, επέστρεψε για λίγο στο Βύρωνα και το Φεβρουάριο του 1933 τοποθετήθηκε στο Βιλλιαρί, κοντά στη Μάνδρα Αττικής, στον ιερό ναό Μεταμορφώσεως του Κυρίου, όπου υπηρέτησε για τρία χρόνια. Έχοντας θεραπευθεί από τη βρογχοπνευμονία, επιδόθηκε με ένθεο ζήλο στα λειτουργικά, κηρυκτικά και εξομολογητικά του καθήκοντα, με αποτέλεσμα πολύ σύντομα να κερδίσει την αγάπη και εμπιστοσύνη των ενοριτών, αλλά και των διερχόμενων οδηγών από την παλαιά εθνική οδό Αθηνών-Θηβών. Παράλληλα, φρόντιζε πάντοτε να είναι συνεπής και προς τα μοναχικά του καθήκοντα, νηστεύοντας, προσευχόμενος, μελετώντας και καταρτιζόμενος εν Κυρίω. Ώσπου ο τότε μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος τον Οκτώβριο του 1936 τον τοποθέτησε ως εφημέριο σε ένα εκκλησάκι του Αμαρουσίου, την Παναγία τη Νερατζιώτισσα, χτισμένο στις αρχές του 17ου αιώνα, που ανήκει στο ταμείο Ασφάλισης των Κληρικών Ελλάδος. Σ’ αυτό υπηρέτησε επί 27 χρόνια, όπως στη συνέχεια εκθέτουμε.
Πνευματικό έργο με κέντρο το εκκλησάκι
Παναγίας της Νερατζιώτισσας
Με την τοποθέτησή του στη Νερατζιώτισσα αρχίζει η πιο δημιουργική πνευματική περίοδος της ζωής του Γέροντος Αθανασίου, που απέδωσε εύχυμους και αγλαούς καρπούς. Και τούτο σε μια εποχή και έναν τόπο που «υπήρχε νέκρα πνευματική». Κατά τα πρώτα χρόνια συνεφημέρευσε με τον ιερομόναχο Πανάρετο Δουληγέρη, αδελφό του Μεγάλου Σπηλαίου και επί τριετία (1903-06) ηγούμενο της Μονής Πεντέλης, ο οποίος συμπαραστάθηκε με αγάπη και διάθεση βοήθειας στον π. Αθανάσιο, ενώ ο ίδιος υπήρξε λαοφιλής και δραστήριος ιεροκήρυκας στην Αθήνα και ανά την Ελλάδα, αγωνιζόμενος ιδιαίτερα για την εκκλησιαστική ενότητα. Κατόπιν ο Γέρων Αθανάσιος έμεινε μόνος εφημέριος στη Νερατζιώτισσα. Ας δούμε λοιπόν πως εργάστηκε σ’ αυτήν.
Καταρχήν τήρησε τις μοναχικές του υποσχέσεις, παρόλο που βρισκόταν μακριά από τη Μονή της μετάνοιας του. Για το σκοπό αυτό τελούσε με ευλάβεια τις νυχθήμερες Ακολουθίες και πολύ συχνά τη θεία Λειτουργία. Παραστεκόταν στο άγιο Θυσιαστήριο, ακολουθώντας πιστά το «παράγγελμα του Μεγάλου Βασιλείου προς ιερέα», που ορίζει να μη «περιβλέπει ένθεν κάκείθεν…», να μην επισπεύδει «δια θεραπείαν ανθρωπίνην τας ευχάς», να μη τις συντομεύει, ούτε να
λαμβάνει υπόψη του το ποιοι συμμετέχουν, αλλά να βλέπει «προς μόνον τον προκείμενον Βασιλέα (Χριστόν) και τας περιεστώσας κύκλω Δυνάμεις».
Πλην των ιερών Ακολουθιών που τελούσε στο εκκλησάκι, δεν παρέλειπε να προσεύχεται εκτενώς και στο κελί του – μικρό χώρο δίπλα στη Νερατζιώτισσα. Να μελετά τη Γραφή και τους Πατέρες. Να νηστεύει. Να αγρυπνεί. Και να φροντίζει, με τη βοήθεια χριστιανών, να ευτρεπίζει τον ιερό ναό και τον περιβάλλοντα χώρο. Ιδιαίτερη επιμέλεια έδειχνε για τη σωστή προετοιμασία και το λαμπρό πανηγυρισμό της 8ης Σεπτεμβρίου, οπότε τιμάται το Γενέθλιον της Υπεραγίας Θεοτόκου, στο οποίο είναι αφιερωμένη η Νερατζιώτισσα. Φρόντιζε να φορτίζει συναισθηματικά το εκκλησίασμα κατά τις μυσταγωγικές Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδος. Δάκρυζε ο ίδιος όταν έλεγε το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…», και μαζί του έρχονταν λυγμοί και τους χριστιανούς, που βίωναν καρδιακά το γεγονός της Σταυρώσεως. Κατά την τελετή της Αναστάσεως προέτρεπε τους εκκλησιαζόμενους να μην αποχωρήσουν, «όπως ο Ιούδας» από το Μυστικό Δείπνο, μόλις ακουστεί το «Χριστός Ανέστη». Και κατάφερε να τους πείσει, με αποτέλεσμα να μένουν ως το τέλος της πασχαλινής Λειτουργίας.
Επίκεντρο όμως της ζωής του ήταν η θεία Λειτουργία. Αυτή «υπήρξε η σκέψις του, η επιθυμία της ψυχής του, το είναι του, υπήρξε το παν δι’ αυτόν… Μεταρσιώνετο κυριολεκτικά, όταν λειτουργούσε». Προηγουμένως έκανε την απαιτούμενη προετοιμασία, με μελέτη, νηστεία και προσευχή. Διάβαζε την Ακολουθία της θείας Μεταλήψεως τρεις φορές. Πήγαινε στο ναό πριν από το νεωκόρο, ασπαζόταν όλες τις εικόνες, διότι «ήθελε κατά κάποιο τρόπο να πάρει ευχή και ευλογία, η να ζητήσει συγχώρηση και να συμφιλιωθεί μαζί τους». Στην Προσκομιδή διάβαζε αμέτρητα ονόματα ζώντων και τεθνεώτων, όχι τυπικά αλλά με την καρδιά του. Είχε εμπνεύσει και στους ψάλτες να συμπορεύονται μαζί του ώστε να τελείται η θεία Λειτουργία κατανυκτικά, σχετικά σύντομη, χωρίς όμως να παραλείπεται τίποτε. Ο ίδιος, γεμάτος ιεροπρέπεια, ευλάβεια και φόβο Θεού, με ταπεινό βλέμμα και απλά αλλά καθαρά άμφια έδινε σε όλα τον τόνο, ενώ η φωνή του «φαινόταν η πιο ωραία του κόσμου…, γιατί ήταν μια φωνή που έβγαινε από καρδιά που αγαπούσε πολύ τον Χριστό», όπως ομολογούσε κάποιος κληρικός. Είχε μάλιστα την καλή συνήθεια να τονίζει ιδιαίτερα ή να χρωματίζει κάποιες λέξεις ή φράσεις των ευχών ή των εκφωνήσεων, προκειμένου να δημιουργεί κατάνυξη ή εγρήγορση στις ψυχές των εκκλησιαζομένων. Υπήρξαν και κάποιοι -παιδιά ή ενήλικες- που τον είδαν εν ώρα θείας Λειτουργίας να μη πατάει στο έδαφος, αλλά να βρίσκεται ψηλότερα κατά μισό μέτρο, σαν να τον κρατούσαν φτερά. Όχι σπάνια αλλοιωνόταν η όψη του, έτρεμαν τα χέρια του και δάκρυζαν τα μάτια του. Τόσο πολύ δινόταν στην τέλεση της ιεράς Μυσταγωγίας, και φυσικά, από την κατάνυξή του αυτή επηρεαζόταν και το εκκλησίασμα.
Δεν παρέλειπε να διαπαιδαγωγεί σωστά και τα παιδιά που τον βοηθούσαν στο Ιερό Βήμα. Με το λόγο και το άγιο παράδειγμά του τα δίδασκε να στέκονται ή να κινούνται με προσοχή και ευλάβεια, να μη μιλούν μεταξύ τους, να κοινωνούν συχνά. Προτού καλέσει τους χριστιανούς για θεία Κοινωνία («Μετά φόβου Θεού…), τους απηύθυνε πάντοτε λίγα λόγια με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Προσέξτε παιδιά. Να μην πλησιάσετε αν δεν είσαστε έτοιμοι, αν είσαστε αξομολόγητοι. Μην πλησιάσετε όπως ό Ιούδας. Η θεία Κοινωνία είναι φωτιά… Σας το λέω για να μην έχω ευθύνη και για να μην πάθουμε κανένα κακό. Γι’ αυτό, δοκι,μαζέτω άνθρωπος εαυτόν, καί ούτως έκ τοΰ άρτου έσθι,έτω καί έκ τοΰ ποτηρίου πινέτω» (Α’ Κορ. 11, 28).
Ένας τόσο ευλαβής λειτουργός δεν είναι παράδοξο που «αγγέλους είχε συλλειτουργούντας», κατά τη μαρτυρία αυτοπτών μαρτύρων. Έχοντας μάλιστα εμπνεύσει στους εκκλησιαζόμενους την τάξη, την ευκοσμία και την ευλαβική συμμετοχή (όχι παρακολούθηση), τους δίδαξε ότι δεν πρέπει ποτέ να χάνει κανείς τη θεία Λειτουργία «για εκδρομή, ταξίδι, εργασία, μαθήματα κ.λπ. Δεν το δεχόταν με τίποτα και ήταν απόλυτος».
Με τον βίο και τη θεοφιλή του δράση στην Παναγία τη Νερατζιώτισσα, στο Μαρούσι και στην ευρύτερη περιοχή σύντομα αναδείχθηκε,
Ποιμένας και παιδαγωγός
Ο τίτλος και χαρακτηρισμός αυτός του είχε έγκαιρα δοθεί, ήδη από το έτος 1954, όταν στο περιοδικό «Κιβωτός», λόγιος κληρικός, ο π. Χρυσόστομος Μουστάκας, έγραψε μεταξύ άλλων: «Εις τον μυστικοπαθή τούτον ιερόν ναόν [της Νερατζιώτισσας] εφημερεύει ο γνωστός Γέρων και έμπειρος πνευματικός πατήρ Αθανάσιος. Ούτος είναι 63 ετών, λευκόθριξ, μέτριου αναστήματος, πράος, μειλίχιος, αδιάχυτος, μελετημένος και ηγεμονικός εις το θεωρητικόν και εις το μυστικόν πνεύμα… Πλησίον του εξωκκλησίου υπάρχει το κελλίον, εντός του οποίου ο πατήρ Αθανάσιος εξομολογεί αναριθμήτους ψυχάς, οδηγών αυτάς εις αληθή θεογνωσίαν, εις την ευθείαν οδόν και εις την αιωνίαν απολύτρωσιν και ζωήν».
Ως έμπειρος λοιπόν πνευματικός, αληθινός ποιμένας λογικών προβάτων, τα οδηγούσε στη γνήσια θεογνωσία, τη στενή και τεθλιμμένη πύλη (Ματθ. 7, 13-14) και την οδό που οδηγεί στη μετάνοια και σωτηρία. Η μέθοδός του απλή, κατά μίμηση του αληθινού Ποιμένα, Ιησού Χριστού. Όπως εκείνος ήρθε για ν’ αναζητήσει και να σώσει, αυτούς που έχουν χάσει το δρόμο τους (Λουκ. 19, 10), έτσι και ο π. Αθανάσιος ως πρώτιστο μέλημα της ποιμαντικής του αποστολής θεωρούσε το να πλησιάζει, να στηρίζει και να φέρνει στο δρόμο του Θεού όσους είχαν απομακρυνθεί από την Εκκλησία, ή τους ταλαιπωρούσε η αμφιβολία της πίστεως, η άρνηση, η αίρεση, η αδιαφορία, η αμαρτία. Νοιαζόταν για όλους αυτούς, αλλά και για εκείνους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, που εκκλησιάζονταν τακτικά και εξομολογούνταν στο πετραχήλι του. Ο αγώνας του να διακονήσει τους χριστιανούς ήταν διαρκής, όπως φαίνεται και από σημειώματά του, με προσευχές. Σε μία από αυτές αναφέρει και τα εξής: «Κύριε ό Θεός μου…, δός μοι νά πάσχω καί έγώ εξ άγάπης μαζί μέ τούς θλιβομένους, νά συμβουλεύω τά πρέποντα εις όσους ή άμαρτία εξαπατά καί παρασύρει εις τό κακόν, νά
έρχωμαι βοηθός εις τούς κακοπαθούντας καί πάσχοντας, νά συντρέχω τούς εύρισκομένους εις άνάγκας καί στερήσεις, νά άνακουφίζω τούς στενοχωρημένους καί ύποφέροντας, νά παρηγορώ τούς πτωχούς, νά διασκεδάζω τούς χύνοντας δάκρυα». Για όλες τις κατηγορίες των ανθρώπων μεριμνούσε. Και τις περισσότερες φορές δεν τους περίμενε να έρθουν εκείνοι κοντά του, στη Νερατζιώτισσα. Έβγαινε ο ίδιος σε αναζήτησή τους. Ήταν κυριολεκτικά «κυνηγός ψυχών», γιατί πίστευε ότι «οι ψυχές έρχονται και φεύγουν» και πρέπει ο καλώς ποιμένας να τις αναζητά παντού.
Για να πετύχει το αποτέλεσμα που ήθελε, χρησιμοποιούσε διάφορους τρόπους: Πότε συναντούσε τάχα τυχαία στο δρόμο ανθρώπους που αμελούσαν τον εκκλησιασμό ή την εξομολόγηση, πότε περνούσε. βαδίζοντας αργά, έξω από το σπίτι τους για να τον δουν, πότε έλεγε λίγα καλοσυνάτα λόγια στους παρεκτρεπόμενους (που τσακώνονταν μεταξύ τους ή βλασφημούσαν), πότε αρκούσε η απλή παρουσία η η θέα του να ειρηνεύσει ταραγμένες ψυχές. Ιδιαίτερη ήταν η μέριμνά του για τους ασθενείς και τους ανήμπορους· προσπαθούσε να τους ενδυναμώσει στην πίστη, την υπομονή, την προσευχή και τη συμμετοχή στη θεία Κοινωνία, ενώ δεν παρέλειπε να επισημαίνει ότι αυτές οι δυσκολίες αγιάζουν τους πιστούς, εφόσον τις δέχονται αγόγγυστα και με ταπεινό φρόνημα.
Ο Γέρων Αθανάσιος αναδείχθηκε και σπουδαίος παιδαγωγός. Αναρίθμητες ψυχές, όλων των ηλικιών και των κοινωνικών τάξεων, βρήκαν κοντά του τον σοφό χειραγωγό, τον συνετό σύμβουλο, τον στοργικό πατέρα. Από αξιόπιστες μαρτυρίες και από διασωθείσες επιστολές του πρός πνευματικά τέκνα, καταδεικνύεται η φωτισμένη του σκέψη και η μέθοδος με την όποια γνώριζε να παιδαγωγεί εκείνους που ζητούσαν τη συμπαράστασή του. Ιδού μερικά χαρακτηριστικά περιστατικά:
Κάποια νέα, 15 ετών, του παραπονέθηκε γιατί να υποφέρει από σοβαρή ασθένεια. Συμπάσχοντας εκείνος για τη δοκιμασία της. της ενίσχυσε την ασθενή πίστη, φέρνοντάς της το παράδειγμα της αγίας Συγκλητικής, η οποία ενώ ήταν γεμάτη πληγές, δεν έπαυε να δοξάζει τον Θεό. Διότι οι άνθρωποι στη θλίψη τους αναζητούν τον Θεό (Ήσ. 26, 16). Έπειτα προσευχόταν και την ευλογούσε. «Και σιγά-σιγά με τις ευχές του» θεραπεύτηκε τελείως, όπως βεβαίωνε η ίδια.
Άλλη γυναίκα, του μιλούσε για τα βάσανά της. Εκείνος την άκουγε με υπομονή. Όταν αυτή τελείωσε κάποια στιγμή, της είπε: «Άχ παιδί. Εσύ θέλεις να κάθεσαι σταυροπόδι και να πας και στον παράδεισο! »
Σε πνευματικό του τέκνο, που του έγραφε πως δεν βελτιώνεται η υγεία του, απάντησε: «Δόξαζε τον Κύριον τακτικά– έφ’ όσον εκείνος επιτρέπει τα πάντα προς το συμφέρον της ψυχής μας, θέλει να μας καθαρίσει και να μας ετοιμάσει δια την αιώνιον ζωήν».
Σε άλλο σημείωνε: «Επειδή δεν γνωρίζομεν ούτε την ώραν… κατά την οποίαν θα μας καλέσει ο Κύριος, πρέπει η ζωή μας να είναι όσον το δυνατόν ειρηνική, επειδή θα μας κρίνει ο Κύριος όπως μας εύρη την τελευταίαν στιγμήν του βίου μας…».
Συνιστούσε, ως έμπειρος παιδαγωγός των ψυχών, οι Ακολουθίες να μη γίνονται με βιασύνη, για να ωφελούνται οι χριστιανοί– να μην απογοητεύονται από τις δοκιμασίες της υγείας τους, επειδή «αυτό είναι ζήτημα του Κυρίου, ο οποίος τα πάντα προς το του πλάσματος συμφέρον οικονομεί». Προέτρεπε να υπομένουν ως το τέλος τα δυσάρεστα, διότι «διά της υπομονής θα κερδίσωμεν την ψυχήν μας», γι’ αυτό και πρέπει να προσευχόμαστε, ώστε να μη λιγοστέψει η πίστη μας και «πάθωμεν ναυάγιον εγγύς ευρισκόμενοι του λιμένος». Εξηγούσε ότι ο Κύριος ευαρεστείται, όταν είμαστε έτοιμοι «διά της εξομολογήσεως και της συχνής θείας Κοινωνίας, το οποίον κατορθώνει η ευλάβειά μας». Υποδείκνυε τη συχνή, μετά από προετοιμασία, συμμετοχή στη θεία Κοινωνία και την απόκτηση των ευαγγελικών αρετών, που είναι το εισιτήριό μας «δια το μεγάλον ταξείδιον μας εις τους ουρανούς».
Ποιμένας, παιδαγωγός και αληθινός πατέρας υπήρξε ο Γέρων Αθανάσιος όχι μόνο των εκκλησιαζομένων στη Νερατζιώτισσα και εκείνων που εξομολογούνταν σ’ αυτόν, αλλά και των κατοίκων του Αμαρουσίου. «Περνάει ο πατέρας» έλεγαν όταν τον έβλεπαν στο δρόμο, «και σηκώνονταν όλοι από ευλάβειά». Διότι με τη ζωή και το έργο του είχε κερδίσει την αγάπη και το σεβασμό τους.
Κήρυκας του λόγου του Θεού
Παρόλον ότι ο π. Αθανάσιος δεν υπήρξε «ιεροκήρυκας» με τη σημερινή έννοια του όρου, ούτε δεινός ομιλητής, εντούτοις είχε εκτιμήσει βαθιά τη σημασία του κηρύγματος. Γι’ αυτό και συνιστούσε στα πνευματικά του παιδιά «να παρακολουθούν τους φημισμένους μεγάλους ιεροκήρυκες της εποχής του», ενώ φρόντιζε να καλεί τις Κυριακές και εορτές ομιλητές και στο ναό του (κληρικούς ή λαϊκούς θεολόγους). Αν αυτό δεν ήταν δυνατόν, ο ιεροψάλτης συνήθως αναλάμβανε να διαβάσει το Συναξάρι της ημέρας ή σχετικό κείμενο από Κυριακοδρόμιο ή Εορτοδρόμιο. Η εντολή του όμως ήταν αυστηρή: Το κήρυγμα έπρεπε να ολοκληρωθεί μέχρι που ο ίδιος θα τελείωνε τη θεία Μετάληψη και τη «συστολή», αλλιώς διέκοπτε τον ομιλητή. Το ίδιο έκανε και στην περίπτωση που αυτός ξέφευγε από το ευαγγελικό η αποστολικό θέμα και τυχόν πολιτικολογούσε (ήταν άλλωστε ταραγμένα εκείνα τα χρόνια και τα πάθη των αντίπαλων παρατάξεων οξυμένα). Έτσι μια φορά που συνέβη αυτό, βγήκε στην Ωραία Πύλη, διέκοψε τον πολιτικολογούντα και είπε: «Παρακαλώ, ησυχάστε. Ούτε ό τόπος, ούτε ό χρόνος είναι ό κατάλληλος για τέτοιες συζητήσεις. Μας ενδιαφέρει να ακούσουμε τι λέει το Ευαγγέλιο. Τίποτα παραπέρα».
Όμως και ο ίδιος αξιοποιούσε, κατά τον επωφελέστερο για τους χριστιανούς, τρόπο τη δυνατότητα να κηρύττει για λίγα λεπτά, στο τέλος της θείας Λειτουργίας. Είτε διαβάζοντας αποσπάσματα πατερικών λόγων σε ελεύθερη απόδοση στη νεοελληνική, είτε απευθύνοντας σύντομες σκέψεις του, που ήταν εμπειρίες και απαύγασμα του προσωπικού πνευματικού του αγώνα. Ακριβώς για το λόγο αυτό άγγιζαν τις καρδιές των ακροατών του, ολιγογράμματων ή μορφωμένων. Συνήθως τους μιλούσε για τη φιλανθρωπία και τη μετάνοια, με παραδείγματα ευαγγελικά, του συναξαριού ή της καθημερινής ζωής. Και παρόλο που «το κήρυγμά του ήταν στερεότυπο, ποτέ δεν κούραζε, γιατί όλοι ήξεραν ότι είναι το ξεχείλισμα των βιωμάτων του και της ελεήμονος καρδιάς του», όπως έγραφε ένας ακροατής του. Τα απλά, χωρίς επίδειξη ανθρώπινης σοφίας, λόγια του, «αποθησαυρίζονταν στις καρδιές των ακροατών του». Γιατί συνέβαινε αυτό; Την εξήγηση έδωσε κάποιος κληρικός που μία Κυριακή συλλειτουργούσε με τον Γέροντα:
Όταν ο ίδιος πήγε να καταλύσει, είδε τον π. Αθανάσιο να αποσύρεται στην άλλη πλευρά του Ιερού και να ψιθυρίζει: «Μίλησε… μίλησε… μίλησε…», και λίγο δυνατότερα «Μίλησε, Κύριε!» Τότε κατάλαβε ο συλλειτουργών: «Ετοιμαζόταν να βγει για την απόλυση και όπως πάντα θα έκανε το σύντομο κήρυγμά του. Προσευχόταν, λοιπόν, μ’ αυτό τον τόσο απλό, παιδικό και χαριτωμένο τρόπο στον Κύριο, σα να του έλεγε: Μίλησε Εσύ Κύριε, όχι εγώ. Εγώ δανείζω τη γλώσσα μου». Η στάση αυτή του Γέροντος δείχνει πόσο είχε ενστερνισθεί το παράγγελμα του Ιησού Χριστού προς τους μαθητές του και τους συνεχιστές του έργου τους: …μην αγωνιάτε για το τι θα πείτε ή πως θα το πείτε. Ο Θεός θα σας φωτίσει, εκείνη την ώρα τι να πείτε, γιατί δεν θα είστε εσείς που θα μιλάτε, αλλά το Πνεύμα του Πατέρα σας που θα μιλάει μέσα σας (Ματθ. 10, 19-20).
Ο τρόπος του κηρύγματος του έγινε ευρύτερα γνωστός και αρκετοί κληρικοί ή λαϊκοί ιεροκήρυκες πήγαιναν στη Νερατζιώτισσα για να μαθητεύσουν ή καθηγητές Θεολογίας έστελναν τους φοιτητές τους για να μάθουν «πως λειτουργεί και πως κηρύττει». Ο λόγος του, απαύγασμα της αρετής του, επιδρούσε στους ακροατές. Γιατί ήξεραν καλά ότι εφάρμοζε στη ζωή του το «ό ποιήσας καί διδάξας». Αν τους μιλούσε για την ελεημοσύνη, γνώριζαν πόσο άνθρωπος της ελεημοσύνης ήταν. Αν τούς έλεγε για μετάνοια, δεν αμφέβαλαν ότι ο ίδιος αγωνιζόταν διά βίου να ζει εν μετανοία. Αν τους παρότρυνε να νηστεύουν, να προσεύχονται, να κοινωνούν, τον έβλεπαν και ήξεραν ότι ο ίδιος μετέχει σ’ αυτά «όλη ψυχή και καρδία».
Ένα άλλο σημείο, στο οποίο υπήρξε πραγματικά πρωτοπόρος για την εποχή του, ήταν οι μετά τη θεία Λειτουργία συναντήσεις αρκετών εκκλησιαζομένων: Στον ιερό ναό, μετά το αντίδωρο, έμεναν αρκετοί χριστιανοί, περιμένοντας τον Γέροντα να «καταλύσει». Προσφερόταν καφές, νερό, γλυκό, κουλουράκια και συνεχιζόταν το «κήρυγμα» του π. Αθανασίου, με μορφή συζήτησης, στην οποία συμμετείχαν οι παρευρισκόμενοι, όπως σήμερα γίνεται σε πολλές ενοριακές αίθουσες μετά τη θεία Λειτουργία, η στο αρχονταρίκι των ιερών Μοναστηριών. Στη Νερατζιώτισσα το μεν καλοκαίρι κάθονταν στη σκιά των πεύκων, το δε χειμώνα μες στο ναό. Συζητώντας, ικανοποιούσαν και την ανάγκη της μεταξύ τους επικοινωνίας, ενώ είχαν την ευκαιρία να ακούν τα σοφά λόγια του Γέροντος και να χτίζουν στέρεες φιλίες και υγιείς, εν Χριστώ, σχέσεις. Έτσι εξηγείται, και η διαπίστωση – προβληματισμός και συνάμα παράπονο κάποιων ιερέων του Αμαρουσίου που έλεγαν: «Λειτουργεί το παρεκκλήσι [της Νερατζιώτισσας] και αδειάζουν οι ενορίες μας!»
Άνθρωπος της προσευχής και των καλών έργων
Για τον κάθε χριστιανό, ιδιαίτερα όμως για τον μοναχό που απαρνήθηκε τα εγκόσμια για ν’ αφιερωθεί στον ουράνιο Νυμφίο Χριστό, η προσευχή πρέπει να αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα μελήματά του. Προσευχή είναι η κάθε πράξη επικοινωνίας του με τον Θεό, έχει δε διάφορες μορφές: Μπορεί να είναι ιδιωτική (προσωπική, οικογενειακή) η δημόσια (σε ναό). Να είναι νοερή ή μεγαλόφωνη. Να είναι αυτοσχέδια ή με βάση καθορισμένα κείμενα. Να είναι εξομολόγηση ή μετάνοια, δοξολογία ή ευχαριστία, αίτηση ή ικεσία.
Η προσευχή, όντας επικοινωνία του ανθρώπου με τον άπειρο Δημιουργό του, προκαλεί το θρησκευτικό βίωμα που εκφράζεται ως μία κοινωνία αγάπης, θερμότητος, δυνάμεως, ανακουφίσεως, εμπνεύσεως και καθοδηγήσεως. Αυτονόητη είναι και η αναγκαιότητά της. Ο μεν άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συνιστά το «μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή άναπνευστέον», ο Μέγας Αντώνιος παροτρύνει «τον Χριστόν άναπνέετε», ο δε ιερός Χρυσόστομος διαλαλεί: «Όλοι οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη της προσευχής περισσότερο άπ” ό,τι τα δέντρα από το νερό. Διότι ούτε τα δέντρα μπορούν να καρποφορήσουν αν δεν ποτίζονται, ούτε εμείς μπορούμε να παράξουμε τους πολύτιμους καρπούς της ευσέβειας, αν δεν ποτιζόμαστε με τις αρετές. Γι’ αυτό πρέπει και όταν σηκωνόμαστε το πρωί από το κρεβάτι, να προφταίνουμε πάντοτε τον ήλιο Με τη λατρεία του Θεού– και όταν καθόμαστε στο τραπέζι να γευματίσουμε- και όταν πρόκειται να κοιμηθούμε. Μάλλον δε κάθε ώρα να προσφέρουμε και μία προσευχή στον Θεό…».
Ο Ιησούς Χριστός μας υποδεικνύει να προσευχόμαστε ταπεινά και όχι επιδεικτικά, με πίστη, χωρίς πολυλογίες, ακόμα και για τους εχθρούς μας. Ο δε απόστολος Παύλος εν παντί καιρω καί πνεύματά (Έφεσ. 6, 18), άδι,αλείπτως (Α’ Τιμ. 5, 17). Καί ό άδελφόθεος Ιάκωβος νά προσευχόμαστε όταν κακοπάθουμε καί υπέρ άλλήλων (5, 3· 16).
Αυτά είχε ενστερνισθεί και ο Γέρων Αθανάσιος, εκ νεότητάς του, γι’ αυτό και αγωνίσθηκε να φτάσει στα μέτρα της καθαράς προσευχής. Τί είναι η καθαρά προσευχή; Είναι εκείνη κατά την οποία ο προσευχόμενος δεν βαττολογεί (φλυαρεί), δεν ζητάει επίγεια πράγματα, δεν προσέρχεται στις Ακολουθίες με οργή και ταραγμένους λογισμούς (Ωριγένης), όταν «πριν άπ’ όλα και πριν από την ψυχή του, προσευχηθεί υπέρ των εχθρών του» (Γεροντικόν), όταν επικαλείται τον Θεό «μή ραθύμως, μη μετεωριζομένω τω νω ώδε κακείσε» (Μέγας Βασίλειος), όταν «απαρνηθεί προηγουμένως τα πάντα, για να κληρονομήσει το πάν» (Ευάγριος ο Ποντικός), όταν είναι παρούσα η ενέργεια του Πνεύματος και συνεφάπτονται οι άγιοι αγώνες (ιερός Χρυσόστομος). Και τέλος, όταν έχουμε υπόψη μας ότι «ο εκτός προσευχής ποιων τι ή φροντίζων. ούκ εύοδούται επί τω τέλει τού πράγματος. Και τούτο εστίν ο είπεν ο Κύριος- ού δύνασθε χωρίς εμού ποιείν ούδέν» (Μάρκος ό άσκητής, καί Ίω. 15, 5).
Ο π. Αθανάσιος, πλην των άλλων αρετών του, υπήρξε και άνθρωπος προσευχής. Άλλωστε, χωρίς αυτήν, δεν θα μπορούσε να είναι υπόδειγμα βίου και σωστός ιερουργός των Μυστηρίων του Θεού. Η προσευχή του δεν περιοριζόταν στις ώρες που τελούσε τις εκκλησιαστικές Ακολουθίες και τη θεία Λειτουργία. Διαρκώς είχε στα χείλη του είτε τη μονολόγιστη ευχή (Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό), είτε το «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου, δόξα Σοι», είτε άλλες σύντομες επικλήσεις και προσευχές. Όχι λίγες φορές οι κατά καιρούς υπηρετήσαντες ως νεωκόροι στη Νερατζιώτισσα, τον έβλεπαν που έβγαινε τη νύχτα από το κελί του, θυμιάτιζε το ναό και γονατιστός κάτω από κάποια νεραντζιά ή ένα πεύκο, ύψωνε τα χέρια του και προσευχόταν μες στη σιγαλιά της νύχτας. Για ποιούς προσευχόταν; Για όλους και για όλα. Κυρίως όμως για τα πνευματικά του παιδιά, τα εγγύς και τα μακράν. Και δεν ήταν λίγα αυτά που είχε γνωρίσει ως εξομολόγος και ήξερε τις δυσκολίες του καθενός. Στα χρόνια που ο πόλεμος ταλαιπωρούσε την Ελλάδα, προσευχόταν θερμά για την κατάπαυσή του, ενώ κάθε Παρασκευή τελούσε την Παράκληση «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου».
Άνθρωπος προσευχής ο ίδιος, φυσικό ήταν να διδάσκει να κάνουν το αυτό και τα πνευματικά του παιδιά, αλλά και οι εκκλησιαζόμενοι στην Παναγία τη Νερατζιώτισσα, λέγοντας ότι η προσευχή είναι το καταφύγιο του χριστιανού. Στις δυσκολίες τους, συμβούλευε: «Κάνε εσύ προσευχή, θα κάνω κι εγώ και θα δείξει ο Θεός». Προϋπόθεση για να εισακούονται οι προσευχές μας, έλεγε, είναι η ταπείνωση, η μεγίστη των αρετών, η βάση και το κορύφωμά τους.
Όταν τα πνευματικά του παιδιά τον ρωτούσαν πως να προσεύχονται, γιατί δυσκολεύονταν, εκείνος με τρόπο φυσικό σηκωνόταν από την καρέκλα του, γονάτιζε και υψώνοντας τα χέρια ψηλά, έλεγε: «Να έτσι, έτσι παιδί, να προσεύχεσαι». Σε πολλούς συνιστούσε την ανάγνωση του βιβλίου «01 περιπέτειες ενός προσκυνητού», αλλά τους απέτρεπε από το να κάνουν υπερβολές, λέγοντάς τους ότι «ό προσκυνητής δεν είχε τις δουλειές» που είχαν οι εν τω κόσμω χριστιανοί. Ήταν διακριτικός Γέροντας.
Όπως γενικά οι μοναχοί, έτσι και ο ιερομόναχος Αθανάσιος έδειχνε μεγάλη αγάπη και αφοσίωση στην Υπεραγία Θεοτόκο και από τους Αγίους στην αγία Άννα, μητέρα της Παναγίας, και τον Τίμιο Πρόδρομο, που προσφωνούσε «αφέντη». Τη Θεοτόκο αποκαλούσε «Κυρούλα μου», ή «Μανούλα μου» και όταν επεκαλείτο τις πρεσβείες και την προστασία της, της μιλούσε με σεβασμό αλλά και μεγάλη οικειότητα. Εκτός από τις έντυπες ευχές, τις διάσπαρτες στα λειτουργικά βιβλία και τους άγιους Πατέρες, ο ίδιος είχε ερανίσει μικρές προσευχητικές φράσεις, τις είχε αντιγράψει και τις χρησιμοποιούσε κατά περίπτωση. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Συ Κύριε, ό οδηγός μου, εύδόκησε νά άπομα- κρύνης άπό εμέ πάσαν ματαίαν σκέψιν καί πρά- ξιν. Άποδίωξε άπ’ εμού την ακαταστασίαν καί τό εύμετάβλητον της διανοίας, την άπασχόλησιν της καρδίας εις επιθυμίας ματαίας καί άμαρτωλάς, την πολυλογίαν καί περιττολογίαν του στόματός μου, την άλαζονείαν των οφθαλμών, την άχόρταγον της κοιλίας επιθυμίαν, την κατάκρισιν καί τόν έξευτελίσμόν τού πλησίον, την άπρεπη καί παράνομον κατά τών άλλων καταλαλιάν, άπάλλαξέ με άπό τόν έρεβι,σμόν της περιεργείας, άπό την όρεξι,ν τού πλουτισμού, άπό τόν πόθον της ματαίας παρά των άνθρώπων δόξης, άπό την πονηρίαν της υποκρισίας, άπό την πανουργίαν της κολακείας. Άποδίωξε άπ’ εμού την άδιαφορίαν διά τούς πτωχούς, την καταπίεσήν των άδυνάτων, την φλογέράν δίψαν της φιλαργυρίας, τό δηλητήριον τού φθόνου καί την θανατηφόρον βλασφημίαν».
Μέσα σε λίγες φράσεις είχε περικλείσει όλα εκείνα τα αιτήματα προσευχής που αποκαλύπτουν έναν αγωνιστή ιερομόναχο, ενδιαφερόμενο για τον αγιασμό του μέσω της πίστεως, της καταπολέμησης των παθών, της καλλιέργειας των αρετών και της προς τον πλησίον αγάπης. Αυτός ήταν ο προσευχόμενος π. Αθανάσιος.
Ήταν όμως και άνθρωπος των καλών έργων. Εκτός από την κατάρτιση των εκκλησιαζομένων και των πολλών πνευματικών του τέκνων, ενδιαφερόταν ζωηρά και έμπρακτα και για την αντιμετώπιση των βιοτικών τους προβλημάτων, που στην εποχή του ήταν και πολλά και δύσκολα. Δεν είναι λίγα τα περιστατικά που δείχνουν αυτό το ενδιαφέρον του. Σταχυολογούμε -συνοπτικά εδώ- κάποια από αυτά:
Διαπίστωσε ότι ένα από τα πνευματικά του παιδιά ήταν στενοχωρημένο μετά τη θεία Λειτουργία. Το ρώτησε με καλοσύνη τι του συμβαίνει. Όταν έμαθε ότι αιτία της λύπης του ήταν η ειδοποίηση που είχε λάβει από την Εφορία για να πληρώσει σεβαστό ποσό που όμως δεν διέθετε, του είπε: Μη στενοχωριέσαι, θα βρεθεί λύση. Περίμενε λίγο. Δεν πέρασε πολλή ώρα και μία κυρία έδωσε στον π. Αθανάσιο φακελάκι με χρήματα. Αυτός, χωρίς να το ανοίξει, το πρόσφερε στο πνευματικό του τέκνο. Εκείνο ευχαρίστησε με ευγνωμοσύνη και έφυγε. Ανοίγοντας αργότερα το φακελάκι, είδε ότι περιείχε ακριβώς το ποσό της οφειλής του στην Εφορία!
Άλλος πάλι, όταν βρέθηκε σε οικονομική ανάγκη, ζήτησε, δανεικά από φίλο του, που όμως αρνήθηκε να τον διευκολύνει. Κατέφυγε στενοχωρημένος στον Γέροντα και τον ενημέρωσε σχετικά. Ο π. Αθανάσιος φώναξε το φίλο του και του είπε: Αφού ο αδελφός μας έχει άμεση ανάγκη πρέπει να τον βοηθήσουμε. Εγώ χρήματα δεν έχω. Αναλαμβάνω όμως έγγυητής. Αν δεν σου επιστρέφει το ποσόν, θα σοο το δώσω εγώ. Έτσι κι έγινε, γιατί «ποιος μπορούσε να παρακούσει τον παπούλη;» Σε λίγο καιρό επιστράφηκαν τα δανεικά.
Κάποτε ρώτησε μια χριστιανή που εξομολογούσε, γιατί ο άντρας της δεν ερχόταν στην εκκλησία. Στην απάντησή της, πως είναι φτωχοί κι ο άντρας της δεν έχει ένα καλό ρούχο να φορέσει γι’ αυτό και ντρέπεται, ο Γέροντας της έδωσε κάποιο ποσό, λέγοντας της: Πάρτα, να του αγοράσεις ένα κουστούμι. Αυτή η αγάπη του, έκανε τον άντρα να εκκλησιάζεται έκτοτε ανελλιπώς.
Μεριμνούσε ιδιαίτερα για τους νέους και τις νέες, βοηθώντας τους να βρουν εργασία, να μάθουν τέχνη κ.λπ. Συμπαραστεκόταν στους, συνήθως, νέους Ιεροψάλτες της Νερατζιώτισσας που ήταν φοιτητές ή εργαζόμενοι. Έναν από αυτούς, μετέπειτα δικηγόρο, που δεν μπορούσε να καλύπτει τα έξοδα των σπουδών του, τον ενίσχυε οικονομικά, με διακριτικότητα, αφήνοντάς του στο αναλόγιο ένα φακελάκι με χρήματα. Ακόμα κι όταν δεν έψαλε σε κάποιο μυστήριο μεσοβδόμαδα -λόγω των σπουδών του- ο Γέροντας του έδινε το μερίδιο που του αναλογούσε από τα λεγόμενα «φιλότιμα» των χριστιανών. Με τον ίδιο τρόπο ενίσχυε και άλλον νέο, ιεροψάλτη, μετέπειτα στρατηγό, ο οποίος έλεγε: «Χάρη σ’ αυτό το βοήθημα μπόρεσα να σπουδάσω και ό,τι έγινα σ’ αυτόν το οφείλω».
Φρόντιζε για την αποκατάσταση φτωχών κοριτσιών όχι μόνο οικονομικά αλλά και μεριμνώντας να μάθει αν ο υποψήφιος γαμπρός είναι «καλό» και σοβαρό παιδί. Οι νέες τον εμπιστεύονταν πολύ και ζητούσαν πάντοτε τη συμβουλή και την ευλογία του, προκειμένου να έλθουν σε γάμου κοινωνία.
Δεν υπολόγιζε τον εαυτό του προκειμένου να φανεί χρήσιμος στους άλλους. Γ αυτό είχε δώσει εντολή στο νεωκόρο να τον ειδοποιεί χωρίς καθυστέρηση, ακόμα και νύχτα, αν αντιλαμβανόταν κάποιον σε μεγάλη ανάγκη. Αυτό συνέβη κάποτε μεσάνυχτα που ο νεωκόρος είδε ένα νέο, έτοιμο να αυτοκτονήσει, πέφτοντας στις γραμμές του τρένου. Ξύπνησε τον Γέροντα, τον ενημέρωσε, κάλεσαν το νέο στο κελί, συζήτησε μαζί του με καλοσύνη, έμαθε το λόγο και έδωσε την ενδεδειγμένη λύση. Ο νέος σώθηκε!
Καθοδηγούσε κάποια πνευματικά του παιδιά πως να συμπαραστέκονται στους φυλακισμένους και πως να γίνουν εκεί μέσα «κυνηγοί ψυχών». Συγκέντρωναν χρήματα και αποφυλάκιζαν κρατουμένους για χρέη, ενώ μεριμνούσε και για την επανένταξή τους στην κοινωνία, καθώς και για την πνευματική τους αναγέννηση και προκοπή με την εξομολόγηση και τη λατρευτική ζωή.
Τα μακράν ευρισκόμενα πνευματικά του τέκνα στήριζε και καθοδηγούσε με την αλληλογραφία, ώστε να επιτελούν τη διακονία τους με χριστιανική αγάπη, αποβλέποντας στο του Σολομώντος: «αν κάνεις το καλό, βλέπε για ποιόν το κάνεις», που όπως το ερμηνεύει ο Μέγας Αθανάσιος «δεν το είπε αυτό για τον φτωχό άνθρωπο. Αλλά βλέπε για ποιόν το κάνεις, δηλαδή ότι για τον Θεό το κάνεις».
Ακτημοσύνη, αγάπη, φιλοξενία
Τον Γέροντα Αθανάσιο κοσμούσαν, επιπλέον, και οι αρετές της ακτημοσύνης. της χωρίς όρια αγάπης και της φιλοξενίας. Ειδικότερα:
Η ακτημοσύνη του υπήρξε παροιμιώδης. Τι σημαίνει ακτημοσύνη; Έλλειψη κτηματικής περιουσίας. Προκειμένου όμως περί των μοναχών, είναι η έλλειψη κάθε μορφής περιουσίας προσωπικής (παρθενία, υπακοή, ακτημοσύνη: οι τρεις απαραίτητες και κύριες μοναχικές υποσχέσεις και αρετές). Πρότυπό του και στο θέμα αυτό υπήρξε ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος διεκήρυξε οι αλεπούδες έχουν καταφύγιο, και τα πουλιά
έχουν φωλιές. Ο Υιός όμως του Ανθρώπου δεν έχει, που να γείρει το κεφάλι (Ματθ. 8, 20. Λουκ. 9, 58). Το ύψος της ακτημοσύνης εξύμνησαν πολλοί Πατέρες. Ευάγριος ό Ποντικός, για παράδειγμα, στο Λόγο του προς Ευλόγιον μοναχόν παρατηρεί: «Ακτημοσύνη εστίν φιλαργυρίας εκρίζωμα, αφιλαργυρίας δε ρίζωμα– καρπός αγάπης και σταυρός ζωής– ανώδυνος βίος, ανεπίφθονος και αμέριμνος θησαυρός, απερίσπαστος ήλιος, αμέτρητος ύλη, ακατάληπτος πλούτος, μερίμνης δρέπανον, Ευαγγελίων πράξις, άλυπος κόσμος, οξύδρομος αγωνιστής» (PG 79, 1133).
Για την επίτευξή της ακολουθούσε τη συμβολή του αββά Ιωάννη, που απαντώντας στο ερώτημα «θέλεις ακτήμων είναι;» έλεγε: «Μίσησον την ύλην» (PG 87, 3056). Και φυσικά του οσίου Ιωάννη, συγγραφέα της «Κλίμακος», που περιγράφει επιγραμματικά την ακτημοσύνη και τον ακτήμονα με τούτα τα λόγια: «Ακτημοσύνη είναι απώθηση των φροντίδων, αμεριμνησία του βίου, ανεμπόδιστη οδοιπορία, εμπιστοσύνη στις εντολές. απομάκρυνση από τις λύπες. Ο ακτήμονας μοναχός είναι κύριος του κόσμου, εμπιστευόμενος τη φροντίδα του στον Θεό, και με την πίστη του είναι σαν να ’χει υπηρέτες τους πάντες– δεν λέει σε άνθρωπο για τις ανάγκες του. ενώ ό,τι του προσφέρεται το δέχεται σαν από το χέρι του Κυρίου… Αν για κάτι λυπάται, σημαίνει πως δεν έγινε ακόμα ακτήμονας» (PG 88, 928).
Η λιτότητα ήταν το κύριο γνώρισμα της ασκητικής του ζωής. Ουδέποτε στη ζωή του επεθύμησε ή επεδίωξε να αποκτήσει τίποτε, πέρα από τα απολύτως στοιχειώδη, κατά το παράγγελμα του αποστόλου Παύλου: Όταν έχουμε τροφές και ενδύματα. θα αρκεστούμε σ’ αυτά (Α’ Τιμ. 6, 8). Αντίθετα με τους πολλούς που επιδιώκουν ν’ αποκτήσουν όλο και περισσότερα, εκείνος προσευχόταν για το αντίθετο: «Κύριε, απάλλαξε με από την δρέξιν του πλουτισμού. Αποδίωξε απ’ έμοϋ την φλογεράν δίψαν της φιλαργυρίας». Ενώ κοιμόταν φτωχός, όπως έλεγε, ξυπνούσε πλούσιος. Γιατί; Διότι τα πολλά πνευματικά του παιδιά του έδιναν χρήματα, επειδή γνώριζαν ότι αμέσως θα τα πρόσφερε σ’ αυτούς που ήξερε πως έχουν ανάγκη. Δεν τα κρατούσε ούτε για ένα 24ωρο πάνω του. Επιθυμούσε αν ήταν δυνατόν, ούτε στα χέρια του να τα πιάνει, ούτε την καταμέτρηση που έκαναν οι επίτροποι των χρημάτων του παγκαριού ήθελε να βλέπει. Δεν ένιωθε καλά όταν αντιλαμβανόταν φιλαργυρία, τσιγκουνιά, σπατάλη ή πολυτέλεια.
Και για την αρετή του αυτή, όσοι έλαβαν γνώση -χωρίς ο ίδιος να το επιδιώκει- έχουν να αφηγηθούν πολλά περιστατικά της αφιλοχρηματίας και της ακτημοσύνης του, μερικά από τα οποία παραθέτουμε επιγραμματικά:
Κάποια γυναίκα φτωχή ζήτησε την ελεημοσύνη του. Είχε στην τσέπη του όλες κι όλες 50 δραχμές. Της έδωσε αμέσως το ποσό. Μόλις έφυγε εκείνη, αφού τον ευχαρίστησε, ο ίδιος σκέφθηκε πως οι 50 δραχμές ήταν πολύ λίγες. Την πρόλαβε πριν απομακρυνθεί από το ναό, τη φώναξε να γυρίσει πίσω, πήγε στο κελί του, έψαξε παντού και βρήκε κάπου ξεχασμένες ακόμα 50 δραχμές. Γεμάτος χαρά τις έδωσε και της ευχήθηκε να πάει στο καλό.
Άλλη φορά, μια χήρα κατέφυγε στον Γέροντα, διεκτραγωδώντας την κατάστασή της: Χρωστούσε κάποιο ποσό για ενοίκια, κι επειδή δεν το είχε, κινδύνευε με έξωση. Εκείνος κατάλαβε τον πόνο της. Χρήματα δεν είχε, διέθετε όμως πίστη. Της είπε να περιμένει για λίγο στην αυλή. Ο ίδιος κατέφυγε σε θερμή προσευχή προς τον Κύριο και την Παναγία. Και το θαύμα έγινε. Κάποια πλούσια γυναίκα ήρθε να προσκυνήσει στο ναό και του έδωσε φάκελο κλειστό. Το πήρε ο Γέροντας και χωρίς να τον ανοίξει το παρέδωσε στη χήρα. Όταν αυτή άνοιξε το φάκελο, με θαυμασμό διαπίστωσε πως περιείχε ακριβώς το ποσό της οφειλής της για τα ενοίκια!
Από τα ελάχιστα χρήματά του διέθετε και τον τελευταίο όβολό για να εξασφαλίζει το ψωμί και το γάλα σε πολυμελείς και φτωχές οικογένειες, ν’ αντικατασταθεί ένα σπασμένο τζάμι κ.λπ., ενώ σε πνευματικά του παιδιά συνιστούσε να μη ξεχνούν την ελεημοσύνη, ακόμα και από το υστέρημά τους. Για το σκοπό αυτό είχε τοποθετήσει στη Νερατζιώτισσα ένα «κιβώτιο πενήτων», που γρήγορα γέμιζε από τις αυτοπροαίρετες προσφορές των χριστιανών και το ποσό το διέθετε για την ανακούφιση όσων είχαν ανάγκη. Έτσι, «αν και ο ίδιος δεν είχε ποτέ χρήματα [ως εντελώς ακτήμων], η Νερατζιώτισσα είχε γίνει ένα φιλανθρωπικό κέντρο». Μία από τις προσφιλείς του φράσεις για την άξια της ελεημοσύνης ήταν: Δίνει ο κόσμος κουρελόχαρτα [χαρτονομίσματα] και αγοράζει παράδεισο!
Η αγάπη προς το ποίμνιό του ήταν χωρίς όρια, αλλά και πάντοτε με μεγάλη διακριτικότητα. Έχοντας υπόψη το Γραφικό «ίδρωσάτω ή ελεημοσύνη σου εν τη χειρί σου», ήθελε να είναι βέβαιος ότι βοηθούσε τους έχοντες πραγματική ανάγκη. Καμιά φορά όμως «ή καλοσύνη του υπερίσχυε της λογικής» και μερικοί επιτήδειοι κατάφερναν να εκμεταλλεύονται την άδολη αγάπη του. Τα πνευματικά του παιδιά του εφιστούσαν την προσοχή. Εκείνος τους απαντούσε με παιδική αφελότητα: Δεν πειράζει, λίγα τους έδωσα…
Για να επιτελεσθεί το διαρκώς διευρυνόμενο έργο της αγάπης του επεστράτευε όσα από τα παιδιά του μπορούσαν να βοηθήσουν, με ποικίλους τρόπους: Να προσφέρουν χρήματα, τρόφιμα ή άλλα είδη να τα μεταφέρουν στους εμπερίστατους να επισκέπτονται άρρωστους ή φυλακισμένους· να ανακαλύπτουν εγκαταλειμμένους, γέροντες, φτωχούς. Μερικές και μερικοί από τους συνεργάτες του, όταν τους έστελνε στο σπίτι φτωχών, ασθενών κ.λπ. για να μεταφέρουν τη βοήθεια ή να τους περιποιηθούν, έπρεπε να ξεπεράσουν και φόβους προσωπικούς (μήπως κολλήσουν μεταδοτικές ασθένειες, συνηθισμένες τα χρόνια εκείνα, μήπως δεχθούν την επίθεση σκυλιών στο δρόμο – το Μαρούσι τότε δεν ήταν όπως σήμερα, κ.ά.). Ο Γέροντας με το χάρισμα που είχε, τους διαβεβαίωνε ότι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε. Έτσι και γινόταν, όπως ομολογούσαν αργότερα οι συνεργάτες του στο έργο της αγάπης.
Εκτός από τα μεμονωμένα άτομα και τις οικογένειες, η μέριμνα του π. Αθανασίου είχε αγκαλιάσει και διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα, όπως γηροκομεία, ορφανοτροφεία και τον οίκο τυφλών που είχε δημιουργηθεί στο Μαρούσι. Έστελνε πνευματικά του παιδιά και πρόσφεραν σ’ αυτά εθελοντική εργασία, μία φορά δε το μήνα περιέφερε ειδικό δίσκο στο ναό του για τον οίκο τυφλών. Η αγάπη του δεν είχε όρια. Μετά την κοίμησή του (1967) έγιναν γνωστά περιστατικά που μας αφήνουν έκπληκτους (ενόσω ζούσε είχε απαγορεύσει στους ευεργετηθέντες να κάνουν λόγο γι’ αυτά): Πήγαινε νύχτα στο σπίτι μιας παράλυτης μοναχικής ηλικιωμένης γυναίκας που ζούσε στο Μαρούσι. Καθάριζε ο ίδιος το σπίτι, έπλενε και σιδέρωνε τα ρούχα, της ετοίμαζε φαγητό και επέστρεφε στο κελί του. Το ίδιο έκανε και για μια άλλη, επίσης παράλυτη, της οποίας ο άντρας ήταν μέθυσος. Αναφέρονται ακόμη τρία παρόμοια περιστατικά, που ο Γέροντας περιποιόταν. καθάριζε τα σπίτια τους, έπλενε τα ρούχα, μαγείρευε και τους τάιζε!
Η συμβολή του πάλι στην προστασία και βοήθεια των φυματικών, που εκδιώχθηκαν από το Σισμανόγλειο Νοσοκομείο όταν μπήκαν στην Αθήνα οι Γερμανοί το 1941, και τριγυρνούσαν ρακένδυτοι και απομονωμένοι, για το φόβο μετάδοσης της αρρώστιας τους, είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Φρόντιζε να τους εξασφαλίζει ρούχα, λίγη τροφή, στέγη. Και φυσικά να τους ενθαρρύνει με το λόγο, την εξομολόγηση, την ελπίδα. Πόσοι δεν σώθηκαν τότε, και στη διάρκεια της Κατοχής, από την έμπρακτη αγάπη του! Πολλοί το ομολογούσαν με δάκρυα στα μάτια: «Αυτός μας έσωσε… Αν δεν ήταν ο π. Αθανάσιος, θα είχαμε πεθάνει τότε…».
Η φιλοξενία του επίσης υπήρξε παροιμιώδης. Συμμορφωνόταν προς την Παύλεια προτροπή: να επιδιώκετε να φιλοξενείτε τους αδελφούς (Ρωμ. 12,
13) και μην ξεχνάτε τη φιλοξενία, γιατί μ’ αυτήν μερικοί, χωρίς να το ξέρουν, φιλοξένησαν αγγέλους (Έβρ. 13, 2). Μέσα δεν διέθετε για να προσφέρει φιλοξενία στα μέτρα που την εννοούμε οι σημερινοί άνθρωποι. Άφηνε όμως να εκδηλώνεται με τρόπο φυσικό και ανεπιτήδευτο το πνεύμα της φιλοξενίας προς όλους. Έτσι, μετά από κάθε θεία Λειτουργία, είχε κανονίσει να προσφέρεται «κέρασμα» σε όσους είχαν συμμετάσχει σ’ αυτήν. Το κέρασμα ήταν συνήθως γλυκό νεράντζι, τό όποιο έφτιαχνε ο ίδιος: Μάζευε τα νεράντζια που αφθονούσαν στην περιοχή (εξ ου και η ονομασία Νερατζιώτισσα), ετοίμαζε μεγάλη ποσότητα γλυκού, το φύλαγε σε κιούπια και πρόσφερε στον κόσμο. Οι νεραντζιές γύρω από την εκκλησία φυτεύτηκαν από τον Γέροντα.
Περιποιόταν ιδιαίτερα και τους ξένους που τον επισκέπτονταν προσωπικά ή περνούσαν για να προσκυνήσουν στον ιερό ναό. Το καθήκον της φιλοξενίας δίδασκε όχι μόνο με το παράδειγμα αλλά και με τις νουθεσίες του σε όλα τα πνευματικά του παιδιά, ενώ μία από τις τελευταίες υποθήκες του προς τις μοναχές του Ησυχαστηρίου που ίδρυσε ήταν η άσκηση της φιλοξενίας.
Μεγαλόσχημος μοναχός και Ιδρυτής Ησυχαστηρίου
Από το έτος 1913 ήδη ό π. Αθανάσιος ήταν μοναχός Είχε κληθεί όμως να προσφέρει επί πολλά χρόνια τη διακονία του μες στον κόσμο, ως εφημέριος. Καθώς πλησίαζε προς το τέλος της ζωής του, φούντωνε στην ψυχή του ο πόθος να αποσυρθεί, να αφιερωθεί ολοκληρωτικά, εί δυνατόν, στην επιτέλεση των μοναχικών του υποσχέσεων. Αυτό θα επιτυγχανόταν μόνο σε Μοναστήρι. Έτσι αναζήτησε αρχικά και κατέληξε να αποσύρεται, για πνευματική ανανέωση, στη Μονή Ευαγγελισμού (γνωστή ως του οσίου Εφραίμ) στη Νέα Μάκρη Αττικής. Ήταν τότε τα πρώτα χρόνια που γινόταν η επανασύσταση της Μονής και ο ίδιος τη βοήθησε, όσο μπορούσε, ηθικά και υλικά. «Έστιν ότε» λοιπόν, όπως έγραφε σε πνευματικό του παιδί, πήγαινε στη Μονή «διά πνευματικά καθήκοντα και διά ξεκούρασιν…».
Σε ηλικία 65 ετών το 1956, ζήτησε να ικανοποιήσει μία παλαιά επιθυμία του: Να γίνει μεγαλόσχημος μοναχός, για τον πρόσθετο λόγο ότι κυοφορούσε μέσα του την ιδέα να ιδρύσει Ησυχαστήριο, στο οποίο να μονάσουν πρόσωπα που ήδη ήταν έτοιμα για αφιέρωση. Παρακάλεσε λοιπόν τον φίλο του αρχιμανδρίτη Φιλόθεο Ζερβάκο, ηγούμενο της Λογγοβάρδας Πάρου, να τελέσει την κουρά του σε μεγαλόσχημο μοναχό. Η σχετική Ακολουθία έγινε στο ναό της Παναγίας Νερατζιώτισσας και ο π. Αθανάσιος «χάρηκε αφάνταστα για τη μοναχική αυτή αναβάθμιση, προέτρεπε μάλιστα τους ιερομονάχους που εξομολογούσε να γίνουν κι αυτοί μεγαλόσχημοι».
Ο ναός στη Νερατζιώτισσα μέχρι τότε ήταν ένας τόπος με στοιχεία ησυχαστικού μέρους. Η παλιά σιδηροδρομική γραμμή Πειραιώς-Κηφισιάς που περνούσε μπροστά του, είχε τεθεί εκτός λειτουργίας.
Γύρω στα 1955 όμως άρχισε να εκσυγχρονίζεται και το 1958 ο ΗΣΑΠ έθεσε εκ νέου τη γραμμή σε κυκλοφορία, γεγονός που με τον έντονο θόρυβο του τρένου διατάραξε την ηρεμία του ναού και του κελιού του Γέροντος. Στο μεταξύ ξεκίνησε και στην περιοχή αυτή η γρήγορη και σχετικά άναρχη ανοικοδόμηση, που κατέστρεψε τελείως το ως τότε ήρεμο και γραφικό περιβάλλον. (Για την τωρινή κατάσταση με την Αττική Οδό, το Σταθμό της Νερατζιώτισσας, τους τόνους του μπετόν και των μεγαθηρίων που ξεφύτρωσαν στην περιοχή, καλύτερα να μη γίνει λόγος…). Η Παναγία, το γραφικό εκκλησάκι, έχασε την αλλοτινή γαλήνη. Και ο Γέροντας άρχισε να αναζητεί τόπον ησυχίας.
Απευθύνθηκε στους ηγουμένους των Μονών Πεντέλης και Πετράκη, στις οποίες ανήκαν από αιώνων διάσπαρτα μετόχια, με μικρούς ναούς, σε διάφορα σημεία της βορειοανατολικής Αττικής. Η αναζήτηση κράτησε 8 χρόνια. Αρχικά γύρω από τη Νέα Μάκρη και το Μαραθώνα. Επεσήμαναν τον Άγιο Γεώργιο «Βρανά», μετόχι της Μονής Πετράκη. Ο τότε ηγούμενός της Αρχιμανδρίτης Νικόδημος (μετέπειτα μητροπολίτης Ζιχνών και στη συνέχεια Πατρών), συγκατένευσε στην παραχώρηση, άλλ’ ό Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Β’ (1890-1962) δεν την ενέκρινε, άγνωστο για ποιό λόγο. Η αναζήτηση συνεχιζόταν, ώσπου ένα βράδυ που ο Γέροντας προσευχόταν κάτω από μιά νεραντζιά, ένιωσε ένα ελαφρό χτύπημα στον ώμο. Γυρίζοντας το κεφάλι του είδε άγνωστο μοναχό, μακρυγένη. Τον ρώτησε ποιος είναι· Λαυρέντιος, του είπε. Μη φοβάστε. «Προς την Κηφισιά θα Ανοίξετε το μοναστήρι…». Ύστερα εξαφανίστηκε. Ήταν ο άγιος Λαυρέντιος.
Λίγο καιρό αργότερα βρέθηκε ο τόπος, πιο πάνω από την Κηφισιά, στην Ροδόπολη Σταμάτας. Εκεί υπήρχε μικρός ναός, του αγίου Γεωργίου, δύο κελιά και πηγάδι νερού. Ο τόπος ήσυχος και κατάλληλος για το σκοπό που τον ήθελαν. Το αγόρασαν από την ομάδα των παλαιοημερολογιτών στην οποία ανήκε και με τη βοήθεια πνευματικών του παιδιών και την αποφασιστική συμβολή του τότε μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος Ιακώβου, εκδόθηκε το απαιτούμενο βασιλικό διάταγμα για τη νομότυπη σύσταση του Ησυχαστηρίου (1961). Εκεί λοιπόν εγκαταστάθηκε η ηγουμένη Μακρίνα και η μικρή συνοδεία της, με επικεφαλής τον πνευματικό τους Γέροντα Αθανάσιο. Αμέσως άρχισε η ανοικοδόμηση νέου ναού -του καθολικού- προς τιμήν της Παναγίας Φανερωμένης. Αργότερα το παρεκκλήσιο της Αγίας Μακρίνας, με ωραίο ξυλόγλυπτο τέμπλο, εικόνες και τοιχογραφίες, έργο μοναχής-αγιογράφου του Ησυχαστηρίου. Το 1975 προσφέρθηκε στο παρεκκλήσιο αυτό εικόνα της Αγίας Τριάδος, που βρέθηκε να επιπλέει στη θάλασσα, αφού χτυπήθηκε από τούρκικο τσεκούρι στη Σμύρνη, σώθηκε δε Έλληνας ναυαγός κρατώντας την ως σωσίβιο. Τώρα φυλάσσεται σε ειδικό προσκυνητάρι προς ευλογία των πιστών την εορτή της Αγίας Τριάδος.
Στο μεταξύ ο π. Αθανάσιος, αφού φρόντισε να βρει το κατάλληλο πρόσωπο ιερέα για να τον αντικαταστήσει στην Παναγία Νερατζιώτισσα, κατά την τελευταία Λειτουργία που τέλεσε εκεί (Σεπτέμβριος του 1963), με έντονα συναισθήματα και δάκρυα στα μάτια αποχαιρέτησε το αγαπημένο του ποίμνιο, που διακόνησε με αφοσίωση και ζήλο επί 27 χρόνια. Έτσι ξεκίνησε γι’ αυτόν το τελευταίο, ησυχαστικό πλέον, στάδιο της εδώ ζωής του, με προσευχή, θείες Λειτουργίες, αγαθοεργίες, όπως και πριν. Αξιώθηκε μάλιστα να πραγματοποιήσει και μία παλαιά του επιθυμία: Επισκέφθηκε το ιερό νησί της Πάτμου, μαζί με τις μοναχές του Ησυχαστηρίου. Προσκύνησε στο Σπήλαιο της Αποκαλύψεως, την Ιερά Μονή του Αγίου Ίωάννου του Θεολόγου και συναντήθηκε με τον αγαπητό του Γέροντα Αμφιλόχιο Μακρή.
Η οσιακή κοίμησή του
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Γέροντας όχι μόνο τηρούσε τις μοναχικές του υποσχέσεις και τα καθήκοντα με ευλάβεια, αλλά περνούσε το πνεύμα αυτό και στις μοναχές του Ησυχαστηρίου. Τις συμβούλευε να προσεύχονται «εκτενώς», να μην αργολογούν, να έχουν στην καρδιά και το στόμα τους, την «ευχή», να τιμούν την ημέρα της Κυριακής και των εορτών, ενώ «ώρες ώρες γινόταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικός», με το προορατικό χάρισμα με το οποίο είχε προικισθεί από τον Θεό, όπως βεβαίωναν πνευματικά του τέκνα. Ο ίδιος πολλές φορές, λέγοντας την «ευχή», πήγαινε πιο πάνω από το Ησυχαστήριο, όπου βρισκόταν το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη, «του αφέντη» όπως τον έλεγε, ένα κτίσμα του 10ου αιώνα. Εκεί προσευχόταν, συνήθως μεγαλόφωνα, «για ν’ ακούνε και τα αυτιά– όχι να λες την προσευχή και να φεύγεις αλλού», όπως απάντησε μια φορά σε σχετική ερώτηση της ηγουμένης.
Παράλληλα, δεν έπαυσε να δέχεται πλήθος από τα πνευματικά του παιδιά της Νερατζιώτισσας και από άλλα σημεία της Αττικής, να αλληλογραφεί, να εξομολογεί. Ζούσε ο ίδιος με άκρα λιτότητα και ταπείνωση, ενώ φερόταν στις μοναχές με διάκριση. Παρά τις πιέσεις που του ασκούσαν τα πνευματικά του παιδιά να εισηγηθούν στον μητροπολίτη να τον προχειρήσει σε αρχιμανδρίτη, ο π. Αθανάσιος το αρνήθηκε μέχρι τέλους. Έμεινε απλά ο «Ιερομόναχος Αθανάσιος».
Ο Γέροντας άρχισε από τα τέλη του 1966 να έχει θεία μηνύματα ότι εγγίζει το επίγειο τέλος του. Ήδη, ξημερώματα της πρώτης του έτους (1967) είχε κοιμηθεί και ο κατά σάρκα αδελφός του π. Χαρίτων, από το 1933 ηγούμενος της Ζωοδόχου Πηγής Πόρου, εξαιρετικά δραστήριος, φιλάνθρωπος και αγαπητός στους κατοίκους του νησιού. Την ημέρα της ονομαστικής του εορτής (18 Ιανουαρίου) ο π. Αθανάσιος, σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, δεν επιθυμούσε να τη γιορτάσει. Μπροστά στην επιμονή της ηγουμένης και των μοναζουσών είπε: Έ, ας κάνουμε. Είναι η τελευταία μου γιορτή!
Και πράγματι. Γιατί άρχισε να εξασθενεί. Ήταν ήδη 76 ετών και οι σωματικές του δυνάμεις σταδιακά τον εγκατέλειπαν. Στις 17 Μαρτίου τέλεσε με δυσκολία την καθιερωμένη αγρυπνία προς τιμήν του αγίου Αλεξίου, «του ανθρώπου του Θεού», που τιμάται ιδιαίτερα στην περιοχή των Καλαβρύτων, η δε τιμία του κάρα φυλάσσεται στη Μονή της μετάνοιας του π. Αθανασίου, την Αγία Λαύρα. Γράφει προς πνευματικό του τέκνο:
«…Η υγεία μου είναι κλονισμένη· …ευχαριστώ τον Κύριόν μας διότι με αξιώνει να βηματίζω έστω και με κόπον και να λειτουργώ τάς Κυριακάς και εορτάς…».
Λίγο πριν το Πάσχα του 1967: «…Η υγεία του πνευματικού σας πατρός όλοέν φθίνει… Βαδίζομε» προς το τέλος· ολίγον ακόμη και θα φθάσωμεν εις τον λιμένα της σωτηρίας…».
Στις αρχές Μαΐου του 1967, έχοντας με το προορατικό του χάρισμα την πληροφορία ότι επίκειται το τέλος, γιατί επιδεινωνόταν και η υγεία του, ζήτησε να δει «πρώτα τον πνευματικό και μετά το γιατρό». Την ίδια πληροφορία είχε και ο πνευματικός του Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, που απρόσκλητος τον επισκέφθηκε στο Ησυχαστήριο και μόλις συναντήθηκαν του είπε: «Αδελφέ Αθανάσιε, σου φέρνω μήνυμα χαράς, μήνυμα αγγελικό, μήνυμα Κυρίου· να ετοιμασθείς, διότι ο Κύριος θα σε πάρει». Ακολούθησε πνευματική συζήτηση που «αφορούσε την προετοιμασία δια τον θάνατον», ενώ η χαρά καθρεφτιζόταν στο πρόσωπο του π. Αθανασίου. Όταν τελείωσαν, αλληλοασπάσθηκαν οι δύο Γέροντες και είπαν: «Και εις την επουράνιον Βασιλείαν. Γένοιτο, γένοιτο!»
Ενώ ο π. Αθανάσιος υπέφερε επί αρκετά χρόνια από διάφορες αρρώστιες, το περιβάλλον του δεν το γνώριζε, αφού ο ίδιος ουδέποτε παραπονιόταν. Τελευταία όμως είχε προσβληθεί και από τη νόσο του Πάρκινσον, καθώς και από ουρολοίμωξη. Αποφάσισαν και στις 22 Μαΐου 1967 τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Το νέο μαθεύτηκε. Άρχισαν να τον επισκέπτονται πολλά πνευματικά του παιδιά. Από τους πρώτους και ο νέος τότε αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, που έσκυψε με σκοπό να φιλήσει το χέρι του Γέροντα. Όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις δεν έπαυσε να δέχεται τους επισκέπτες, να τους νουθετεί, να τους ευλογεί. Ιδιαίτερα εκδήλωνε τις ευχαριστίες, την αγάπη και το ενδιαφέρον του προς τις μοναχές που του συμπαραστεκόταν. Υποσχόταν μάλιστα πως αν βρει παρρησία στον Θεό, «θα πρεσβεύει πολύ για το μοναστηράκι και δεν θα τους λείψει τίποτα».
Η μοναχή που τον φρόντιζε στον «Ευαγγελισμό» αφηγήθηκε με λεπτομέρειες τις τελευταίες ώρες του Γέροντα κατά την ημέρα της μεγάλης εορτής Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπως περιγράφονται στην εκτενή βιογραφία του, και μάλιστα τον θαυμαστό τρόπο της θείας Μεταλήψεώς του. Και ξημερώματα της 17ης Αυγούστου του 1967 παρέδωσε την ψυχή του, από πνευμονικό οίδημα. Τον ετοίμασαν κατά τα καθιερωμένα για τους ιερομονάχους, τοποθέτησαν τη σορό του σε νεκροφόρα και η πομπή, από πολυάριθμα πνευματικά του παιδιά, κληρικούς, μοναχές και λαϊκούς, κατευθύνθηκε προς το Μαρούσι. Έκανε στάση στη Νερατζιώτισσα, ενώ οι συμμετέχοντες διαρκώς πολλαπλασιάζονταν, επιθυμώντας να τον προπέμψουν.
Τη 17η Αυγούστου το σκήνωμά του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο ιερό Ησυχαστήριο της Παναγίας Φανερωμένης-Ροδόπολης. «Όλες αυτές τις ώρες, αλλά και κατά την ώρα της κηδείας, ήταν δύσκολο να βρεις πρόσωπο στεγνό από δάκρυα». Το βράδυ τελέσθηκε Αγρυπνία και στις 18 Αυγούστου του 1967 οι μητροπολίτες Αττικής Ιάκωβος, Πειραιώς Χρυσόστομος και Ύδρας ‘Ιερόθεος προέστησαν της εξοδίου Ακολουθίας, με τη συμμετοχή δεκάδων ιερέων και διακόνων και πλήθους χριστιανών. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Πειραιώς, εστιάζοντας στην πρώτη του γνωριμία με τον Γέροντα και στις αρετές του. Έπειτα το σκήνωμά του, «ζεστό και εύκαμπτο» μετά από τόσες ώρες, εναποτέθηκε στον τάφο, δίπλα στο καθολικό του Ησυχαστηρίου. Στη μαρμάρινη πλάκα, πλην του Σταυρού, έχουν χαραχθεί:
Αθανάσιος Χαμακιώτης
ετών 76, 17-8-1967
Ιερομόναχος
εκ Τουρλάδας Καλαβρύτων.
«Αναστήσονται οι νεκροί
και εγερθήσονται οι εν τοίς
μνημείοις» (Ήσΐου 26,19)
Αυτή η βαθιά πίστη στην Ανάσταση ήταν που φώτιζε την αγλαόκαρπη ζωή του όσιου Γέροντος Αθανασίου. Ας έχουμε την ευχή του.
Η αγιοκατάταξη του
Ξεχωριστή θέση στην νεώτερη Ιστορία της παλαιφάτου και ιστορικής Μονής της Αγίας Λαύρας κατέχει αναμφισβήτητα η παρουσία του εν Αγίοις Πατρός ημών Όσιου Αθανασίου του επονομαζόμενου και Αγιολαυριώτου, ο οποίος εγκαταβίωσε στην Μονή της μετάνοιας του μεταξύ 1906 και 1931. Η αγιοκατάταξη του την 16η Νοεμβρίου του 2023 από το σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σκόρπισε ρίγη συγκίνησης και απερίγραπτη πνευματική χαρά όχι μόνο στους σύγχρονους Λαυριώτες πατέρες αλλά και στον ευλαβή λαό της επαρχίας των Καλαβρύτων.
Το κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο: Ιερά και ιστορική Μονή Αγίας Λαύρας. Όσιος Αθανάσιος Αγιολαυριώτης. Ο Άγιος του Θεού (1891-1967) Καλάβρυτα 2024.