Ο βίος του Οσίου Νικάνωρ, το μοναστήρι και τα θαύματα του.
Καταγωγή, θαυμαστή γέννηση και ανατροφή του.
Ο Όσιος Νικάνορας γεννήθηκε το 1491 και πέθανε το 1549 και τιμάται η μνήμη του στις 7 Αυγούστου. Διαβάστε για τον Ιερό Ναό που του έχει αφιερωθεί στην Καστοριά.
Εκατό περίπου χρόνια είχαν περάσει από το έτος 1385 που και η Δυτική Μακεδονία βρισκόταν κάτω από το βάρβαρο οθωμανικό ζυγό. Σκλαβωμένη ήταν και η Θεσσαλονίκη, η νύφη του Θερμαϊκού, η συμπρωτεύουσα της πάλαι ποτέ κραταιάς βυζαντινής αυτοκρατορίας, όταν στα τέλη του 15ου αιώνα, το 1491, γεννήθηκε στην πόλη αυτή ένα αγόρι, με τρόπο θαυμαστό.
Και να πως έγινε αυτό:
Ζούσε στη Θεσσαλονίκη, στη συνοικία του Αγίου Μηνά κατά το νοτιοδυτικό άκρο της πόλης, ένα αντρόγυνο, ο Ιωάννης και η Μαρία. Διακρίνονταν για την ευσέβεια και την αρετή τους. Όλοι τους καλοτύχιζαν όχι μόνο για τα πλούτη που είχαν, αλλά και για την ευγένεια, την καλοσύνη και τη θεάρεστη ζωή τους, που αποτελούσε παράδειγμα μίμησης για τους καλοπροαίρετους, αλλά και ελέγχου για τους απρόσεκτους. Εκείνοι όμως είχαν μέσα στην καρδιά τους ένα βουβό πόνο, επειδή ήταν άτεκνοι και σκέφτονταν ότι θα έμεναν χωρίς στήριγμα στα γηρατειά τους και χωρίς κληρονόμο για την περιουσία τους.
Γι’ αυτό δεν έπαυαν να δίνουν καθημερινά ελεημοσύνη στους φτωχούς, να νηστεύουν με πίστη και ταπείνωση, να προσεύχονται με δάκρυα και να παρακαλούν να τους χαρίσει ο Θεός ένα παιδί. Και ο Κύριος εισάκουσε την προσευχή τους και έδωσε τη θαυμαστή απάντησή του. Μια μέρα η Μαρία, μετά από αυστηρή νηστεία, πήγε να προσευχηθεί στην εκκλησία του Αγίου Μηνά. Γονατιστή και με δάκρυα στα μάτια παρακαλούσε με θερμή πίστη να της δώσει ο Κύριος παιδί. Κάποια στιγμή, όταν κάθισε για λίγο, την πήρε ο ύπνος. Τότε ξαφνικά βλέπει το μεγαλομάρτυρα Μηνά να βγαίνει από το Άγιο Βήμα, συνοδευόμενος από δύο λευκοφορεμένους άντρες, και να της λέει: «Γυναίκα, ό Θεός ακούσε τή δέησή σου, όπως τότε τής προφήτιδας Άννας καί έλυσε τή στείρωσή σου. Πήγαινε στό σπίτι σου καί θά συλλάβεις γιό, πού θά γίνει “δοχεϊον καθαρόν τού Αγίου Πνεύματος” καί μέ τήν άγγελική καί άγια ζωή του θά οδηγήσει πολλούς στόν Κύριο».
Μετά από λίγες ημέρες η Μαρία έμεινε έγκυος, σύμφωνα με την αποκάλυψη του Αγίου Μηνά. Όταν πέρασε ο καθορισμένος καιρός έφερε στον κόσμο ένα γιό που βαπτίζοντας τον ονόμασαν Νικόλαο.
Οι ευτυχείς πλέον γονείς, χωρίς να παύουν να δοξολογούν τον Θεό για την ευεργεσία του, αφοσιώθηκαν στην «έν παιδεία καί νουθεσία Κυρίου» ανατροφή του Νικολάου. Έτσι μόλις έγινε πέντε χρονών, ανέθεσαν σε κάποιον ενάρετο διδάσκαλο να του διδάξει τα ιερά γράμματα. Ό Νικόλαος από την ηλικία αυτή έδειξε ποιος επρόκειτο να γίνει καθώς θα μεγάλωνε.
Όντας ιδιαίτερα ευφυής, σύντομα άρχισε να διαβάζει, κατά προτίμηση τα ιερά βιβλία. Δεν του άρεσαν τα παιχνίδια των συνομηλίκων του. Όπως γράφει ο συναξαριστής του «όπου έβλεπε φρονίμους άνθρώπους καί γέροντας όπού συνομιλούσαν, έκει έπήγαινε καί αύτός, διά νά άκούση κανένα λόγον ψυχωφελή, καί νά συνάζη ως σοφή μέλισσα τό νέκταρ άπό τά εύώδη άνθη, μέ τό όποιο έμελλε νά κατασκευάση τό γλυκύτατον μέλι των άρετών». Οι γονείς του τον εκαμάρωναν, μη παύοντες να ευχαριστούν τον Θεό από την καρδιά τους για το μεγάλο αυτό δώρο που τους είχε χαρίσει.
Θάνατος των γονέων, διανομή της περιουσίας
Ήταν έφηβος ακόμα ο Νικόλαος όταν έκρινε ο Θεός ότι έπρεπε να καλέσει πλησίον του τον ευσεβή και ενάρετο πατέρα του, τον’ Ιωάννη. Ο νέος έμεινε με τη μητέρα του Μαρία και αγωνιζόταν ακόμα περισσότερο για την κατάκτηση της αρετής. Με νηστεία και εγκράτεια νικούσε τα πάθη, χαλιναγωγούσε τις άτακτες ορμές του σώματος, αγρυπνούσε προσευχόμενος, μελετούσε τις θείες Γραφές και ιδιαίτερα τους βίους και τις πράξεις των όσιων πατέρων της Εκκλησίας μας. Έτσι άναψε μέσα του ο ιερός πόθος να γίνει μιμητής των ασκητικών αγώνων τους, για να απολαύσει μαζί τους και το στεφάνι της ισάγγελης πολιτείας.
Ενώ όμως ο Νικόλαος αυτά στοχαζόταν και ποθούσε, η μητέρα του σκεπτόταν να του βρει μια ενάρετη κόρη, να τον νυμφεύσει, ώστε ν’ αφήσει κληρονόμο της γενιάς της. Εκείνος, για να μη τη στενοχωρήσει, ανέβαλε όσο μπορούσε, μέχρι που να φέρει ο Θεός έτσι τις περιστάσεις, για να αφήσει τον κόσμο και ν’ ακολουθήσει τη «στενή καί τεθλιμμένη όδό» της μοναχικής ζωής, της όποιας όμως το τέρμα είναι πλατύ και ευλογημένο. Όταν λοιπόν η μητέρα του θεώρησε ότι βρήκε την κατάλληλη για το γιό της νύφη, μια ωραία, ενάρετη και πλούσια νέα, ήταν αποφασισμένη να κάνει το γάμο του έστω και μετά από σχετική πίεση, τότε ο καρδιογνώστης Θεός την κάλεσε κοντά του και άφησε το Νικόλαο ελεύθερο για να ακολουθήσει το δρόμο που αβίαστα είχε επιλέξει.
Αφού, ως φιλόστοργος υιός, έπραξε ό,τι ήταν καθορισμένο για την ταφή της μητέρας του, επιδόθηκε με μεγαλύτερο ζήλο στον αγώνα για την ηθική και πνευματική τελείωσή του. Σταδιακά διένειμε την πατρική περιουσία στους φτωχούς και τα ορφανά, για να τα «δανείσει στόν Θεό» και να θησαυρίσει στον ουρανό, όπου τα πλούτη είναι ασφαλή και δεν κινδυνεύουν από κλέφτες η σκουριά, καθώς είχε βεβαιώσει ο Κύριος. Έτσι σιγά σιγά ξεπέρασε την αγάπη για τα υλικά αγαθά και απέκτησε την αρετή της ακτημοσύνης.
Ήταν πλέον κατά την ηλικία και την πνευματική ωριμότητα έτοιμος να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Εκάρη μοναχός και από Νικόλαος πήρε το όνομα Νικάνωρ, δηλώνοντας μ’ αυτό τη βούλησή του να άρει το σταυρό του Κυρίου, με τον όποιο θα αγωνιζόταν σ’ όλη του τη ζωή να νικήσει τον παλαιό εαυτό του, τον αμαρτωλό κόσμο και τον ανθρωποκτόνο διάβολο.
Όταν η φήμη του Νικάνορα άρχισε να απλώνεται στη Θεσσαλονίκη, έφτασε και στον μητροπολίτη της πόλης, ο όποιος τον προσκάλεσε κοντά του και του πρότεινε να τον χειροτονήσει ιερέα. Ο μοναχός όμως, όντας ταπεινός, έκρινε τον εαυτό του ανάξιο για το υψηλό τούτο λειτούργημα και αρνιόταν. Γεγονός που εκτίμησε ακόμα περισσότερο ο μητροπολίτης Μάξιμος και τον «έχειροτόνησε στανικώς», κατά το συναξαριστή, πρώτα Διάκονο και λίγο αργότερα Πρεσβύτερο, του ανέθεσε δε και τα καθήκοντα του Τυπικαρίου, λόγω της εμπειρίας του, για να επιμελείται τα σχετικά με την ευκοσμία στην τήρηση του λειτουργικού Τυπικού. Ο Νικάνορας έκαμε υπακοή και τόση επιμέλεια και ζήλο έδειξε ως Διάκονος, Πρεσβύτερος και Τυπικάριος, που πραγματικά εντυπωσίασε τους πάντες.
Δεν έπαψε όμως να επιθυμεί την πραγμάτωση του νεανικού πόθου του: Να ζήσει μακριά από τα του κόσμου, ν’ άφοσιωθεί πλήρως στην άσκηση και την προσευχή, για να επιτύχει τη θέωση. Διαρκώς παρακαλούσε τον Θεό να του αποκαλύψει πως θα εκπληρώσει το ποθούμενο. Εκείνος λοιπόν που είπε «αιτείτε, καί δοθήσεται ύμϊν, ζητείτε, καί εύρήσετε, κρούετε, καί άνοιγήσεται ύμϊν» (Ματθ. 7,7), δεν ήταν δυνατό να μην εισακούσει τη θερμή ικεσία του Νικάνορα. Έτσι μια νύχτα, την ώρα που προσευχόταν, άκουσε μια φωνή που του έλεγε:
«Νικάνορ, έξελθε έκ τής γης σου, καί εκ τής συγγένειας σου (πρβλ. Γεν. 12,1) καί πορεύου εις τό τοϋ Καλλιστράτου όρος, καί άγωνίζου έκει καλώς- καί έγώ έσομαι μετά σοϋ, τοϋ διαφυλάττειν σε πάσας τάς ημέρας τής ζωής σου, καί άκουστόν ποιήσω τό όνομά σου, καί δοζάσω σε εις πάντας τούς αιώνας».
Ο Νικάνορας ακούγοντας τη φωνή αυτή με χαρά μαζί και φόβο ευχαριστούσε με δάκρυα στα μάτια τον Κύριο, έλαβε δε την οριστική απόφαση να αναχωρήσει από τον κόσμο και ν’ αναζητήσει
την κατά Θεόν ησυχία, στο σημείο που του είχε υποδείξει η ουράνια φωνή. Ήταν, όταν συνέβη το γεγονός τούτο, 27 ετών.
Ασκητής και ιδρυτής της Μονής Μεταμορφώσεως
Μία ακόμα συγκυρία φαίνεται ότι ευνόησε την αναχώρησή του από τη Θεσσαλονίκη. Το έτος 1515 είχε αποβιώσει ο μητροπολίτης Μάξιμος και ως το 1517 που εκλέχθηκε ο διάδοχός του μητροπολίτης Μακάριος, υπήρξε ένα διάστημα χωρίς ποιμενάρχη, πράγμα που διευκόλυνε το Νικάνορα. Διαφορετικά, αν υπήρχε μητροπολίτης, ασφαλώς θα προέβαλε εμπόδια η και θ’ απαγόρευε την αναχώρηση από την πόλη ενός τόσο καλού κληρικού. Φεύγοντας από τη Θεσσαλονίκη κατευθύνθηκε δυτικά, προς την περιοχή των Γρεβενών. Σε κάθε χωριό που περνούσε κήρυττε με απλά λόγια στους χριστιανούς να έχουν ευσέβεια. Όταν έφτασε στη Σαρακίνα, οι κάτοικοι του όποιου κινδύνευαν να εξισλαμιστούν, παρέμεινε για αρκετό διάστημα και, όπως αργότερα ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, με το παράδειγμά του, το κήρυγμα και τα θαυμαστά σημεία που έκανε, συγκράτησε τους Σαρακιναίους στην ορθόδοξη πίστη. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο Συναξάρι του πως όταν ο Νικάνορας έφτανε στο χωριό τον συνάντησε ένας δαιμονισμένος κάτοικός του, που άρχισε να φωνάζει στους συγχωριανούς του: «Διώξτε τό Νικάνορα άπ εδώ, ότι δεινώς μέ βασανίζει ό έρχομός του»! Το γεγονός έκαμε τους κατοίκους να τον υποδεχτούν με χαρά και να τον παρακαλέσουν να απαλλάξει τον ασθενή από το δαιμόνιο που τον είχε καταλάβει. Πράγμα που έγινε από το Νικάνορα, μετά από θερμή ικεσία προς τον Κύριο. Στη Σαρακίνα θεράπευσε επίσης μια γυναίκα αιμορροούσα και έναν παράλυτο.
Περνώντας ο Νικάνορας και από την Κλεισούρα έφτασε στο όρος του Καλλιστράτου η Καλλίστρατον όρος, για το οποίο τον προετοίμαζε ο Θεός. Ήταν δε τόση η ερημία και η ησυχία του τόπου που η ψυχή του πλημμύρισε από ευφροσύνη, στη σκέψη ότι βρήκε εκείνο που παιδιόθεν ποθούσε. Αναρριχήθηκε με μεγάλη δυσκολία στον απόκρημνο βράχο του όρους του Καλλιστράτου, προς την πλευρά του Αλιάκμονα ποταμού, και εγκαταστάθηκε μέσα στη σπηλιά του, όπου υπήρχε παλαιότερα το μικρό ασκηταριό κάποιου Καλλίστρατου (άπ’ τόν όποιο πήρε και τ’ όνομα το όρος) και ανακαίνισε το ναΐσκο του Αγίου Γεωργίου.
Η φήμη του ως ασκητού δεν άργησε να διαδοθεί στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι σύντομα τον πλαισίωσαν αρκετοί άντρες που ήθελαν να ασκηθούν μαζί του, κάτω από τη σοφή καθοδήγηση και το λαμπρό παράδειγμά του, που είχε να κάνει με αυστηρές νηστείες, ολονύκτιες προσευχές, ύπνο στο πάτωμα και κάθε είδους αρετή.
Ο συναξαριστής του αναφέρει ότι ο διάβολος, βλέποντας τους πνευματικούς αγώνες, του προξενούσε διάφορους πειρασμούς: Μιά νύχτα, καθώς προσευχόταν ο Νικάνορας, μετασχηματίστηκε σε αγριωπό αράπη και μ’ ένα γυμνωμένο σπαθί τον φοβέριζε πως θα τον σκοτώσει αν δεν φύγει άπ’ τον τόπο εκείνο. Ο όσιος, ξέροντας τις παγίδες του εχθρού, έκανε το σημείο του σταυρού κι ο διάβολος εξαφανίστηκε. Άλλη φορά ξαναπήγε, συνοδευόμενος από πολλά δαιμόνια και τον απειλούσαν πως θα γκρεμίσουν το κελί, η μεταμορφώνονταν σε κοράκια και προσπαθούσαν να κάμψουν το ασκητικό του φρόνημα με διαπεραστικούς κρωγμούς. Εκείνος όμως δεν επτοείτο, επικαλούμενος πάντοτε με πίστη τη θεία δύναμη.
Την ίδια ακριβώς περίοδο ένας άλλος διάσημος ασκητής και φίλος του Νικάνορα, ο Διονύσιος, επίσης Θεσσαλονικέας, διέπρεπε στο όρος Όλυμπος, κοντά στη Βέροια, στη σημερινή ομώνυμη Μονή του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω.
Οι μαθητές του άκουγαν και θαύμαζαν το Νικάνορα για τη μεγάλη του ταπείνωση, ο δε Διονύσιος τους είπε κάποτε: «Βλέπετε, αδελφοί, μέγαν θησαυρόν κρύπτει υποκάτω τό ευτελές τριβώνιον» (ράσο), το όποιο φορούσε ο ασκητής του Καλλίστρατου όρους.
Τη φράση αυτή άκουσαν και δύο προσκυνητές, πού παρευρίσκονταν εκεί, πολύ ευσεβείς αλλά και πλούσιοι. Όταν ρώτησαν και έμαθαν λεπτομέρειες για το Νικάνορα, πήγαν και τον βρήκαν, με απόφαση να μείνουν κοντά του.
Ο όσιος, με το προορατικό χάρισμά του, γνώριζε ότι θα τον επισκεφθούν οι δύο αυτοί πλούσιοι χριστιανοί γι’ αυτό και βγαίνοντας να τους προϋπαντήσει τους είπε: έμέ τόν ευτελή τοΰ Δεσπότου Χριστού δοϋλον ήλθετε, τέκνα, αφέντες τόν πολύν έν αρετή Διονύσιον; Δέν έχει τούτο τό ευτελές μου ίμάτιον καμίαν αρετήν κεκρυμμένην, ώς παρ’ έκείνου ήκούσατε- μόνον υπάγετε πρός έκεινον τόν όντως όσιον καί ένάρετον». Λέγοντας αυτά μπήκε στο κελί του και έκλεισε την πόρτα. Εκείνοι όμως παρέμειναν απέξω και παρακαλούσαν επίμονα να τους κρατήσει πλησίον του. Βλέποντας ο όσιος την υπομονή και τον πόθο τους, τους κράτησε, τους είπε όσα έπρεπε να γνωρίζουν για τη μοναχική ζωή και αργότερα τους έκειρε μοναχούς.
Ο Θεός όμως ήθελε να σώσει πολύ περισσότερους, χρησιμοποιώντας ως όργανό του το Νικάνορα. Έτσι μιά νύχτα, την ώρα της προσευχής, άκουσε από την εικόνα του Εσταυρωμένου που είχε μπροστά του, μιά φωνή να του λέει: «Νικάνωρ, άνάβηθι ταχέως εις τήν κορυφήν τού όρους καί έκει θέλεις εϋρει τήν εικόνα μου έν τή γή κεκρυμμένην καί κτίσον έκκλησίαν έκει είς τό έμόν όνομα, καί κελία, ότι λαόν θέλεις μού ποιμάνει περιούσιον».
Πολύ παραστατικά περιγράφει ο ίδιος στη Διαθήκη του την εύρεση της εικόνας και την ανέγερση της μέχρι και σήμερα ξακουστής Μονής της Μεταμορφώσεως του Κυρίου (το απόσπασμα παρατίθεται όπως έχει στο πρωτότυπο): «…καί από τοΰ καλληστράτου, έρχόμενος άπάνου, εις τήν κορηφήν τοΰ βουνού εϋρον πεπαλαιωμένο καί χαλασμένο θεμέλλιω, καί τόπος δίσβατος, καίλόνγκος πόλης, καί διαποκάλιψην Θεού έρχομένον μου άπάνου εϊς τω ώρος, καί δουλέβοντας τόν τόπων, εύρόν τήν οικόνα τοΰ σωτύρος Χριστού τής Μεταμορφώσεως, κακί μέ πολούς κόπους καί μόχθους, άνίγυρα των ναών τού σωτύρος Χριστού τής μεταμορφώσεως, μετά των κελιών καί τράπεζαν, καί άρχωνταρίκην, καί μανγκιπίων, καί άμπελικές, καί τά μετόχηα κ.λπ.».
Μαρτυρία για την ανέγερση της Μονής αποτελεί και η εντοιχισμένη πλάκα στο κωδωνοστάσιο του καθολικού, που αναφέρει:
«ήγειρε ναόν έκ βάθρων τω σωτήρι Νικάνωρ προστάτης τε μονής τής θείας σύν τή άδελφότητι ψυχής έκ πόθου τούτοις Λόγε δώρησε πταισμάτων λύσιν. έν έτετζμβ Ινδικτιώνος β». (δηλ. το 1534)
Η δράση του οσίου και η ακτινοβολία του Μοναστηριού του
Όταν με την προσωπική εργασία του ίδιου, των μοναχών του, άλλα και των κατοίκων της περιοχής, ιδιαίτερα δε με τη συνδρομή των δύο πλουσίων χριστιανών που είχαν έρθει από το Διονύσιο τον εν Ολύμπω και μόναζαν έκτοτε μαζί με το Νικάνορα, ολοκληρώθηκαν τα έργα της Μονής, άρχισαν να καταφθάνουν πλήθη χριστιανών για να προσκυνήσουν την ευρεθείσα εικόνα της Μεταμορφώσεως και ν’ ακούσουν τα μελίρρυτα λόγια του όσιου. Μερικοί απ’ αυτούς εκδήλωναν και την επιθυμία να μονάσουν εκεί. «Εκαστος δέ έλάμβανε τό προσφυές άντίδοτον πάσης ψυχικής καί σωματικής άσθενείας».
Το Συναξάρι του αναφέρει ότι ο άγιος τους συμβούλευε με ψυχωφελή λόγια και τους ευεργετούσε με διάφορες ιατρειές: άλλους με μόνο την αφή της άγιας του δεξιάς, άλλους με το άγγιγμα της ράβδου του και άλλους μόνο με το λόγο του. Μερικούς αμέσως και μερικούς σταδιακά, κάθε έναν καθώς απαιτούσε η πίστη του και η μετάνοιά του. Έτσι ο όσιος Νικάνορας απέβη «κοινός ευεργέτης καί ιατρός άμισθος… διά τήν των πολλών ψυχικήν ωφέλειαν».
Το Μοναστήρι του σύντομα έγινε κέντρο ιεραποστολικό και εθνικό για ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία και τις πλησιέστερες περιοχές της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Ο ίδιος περιόδευε συχνά και στερέωνε τους χριστιανούς στην πίστη και στην ελληνικότητά τους. Επίσης μερίμνησε για τους μοναχούς του να μαθαίνουν γράμματα, αφού σύστησε στη Μονή ένα είδος σχολείου.
Όπως συνέβη σχεδόν με όλα τα Μοναστήρια, και αυτό γνώρισε περιόδους ακμής αλλά και παρακμής. Άλλοτε είχε πολλούς και άλλοτε λίγους μοναχούς. Κατά καιρούς χρησίμευε ως κέντρο για τον καταρτισμό ιερέων και ψαλτών της ευρύτερης περιοχής. Χρηματοδοτούσε σχολεία για τη μόρφωση των ελληνοπαίδων, ανέδειξε ιεράρχες (μεταξύ αυτών και τον αδελφό της Μονής Νικηφόρο Παπασιδέρη από το Δισπηλιό, που έγινε μητροπολίτης Καστοριάς, 1958).
Ενώ ακόμα ζούσε ο όσιος Νικάνορας πολλοί χριστιανοί είτε επειδή ήταν άτεκνοι είτε από ευγνωμοσύνη γιατί είχαν θεραπευθεί με τη χάρη του από κάποια αρρώστια, αφιέρωναν τα κτήματά τους στο Μοναστήρι, για να μνημονεύονται μετά το θάνατό τους. Μερικοί για να τα γλιτώσουν από την αρπακτική μανία των κατακτητών Τούρκων. Αλλά δωρεές έκαναν και οι Τούρκοι βαλαάδες (χριστιανοί που είχαν με τη βία αρνηθεί την πίστη τους), με αποτέλεσμα το Μοναστήρι να γίνει ιδιοκτήτης μεγάλων εκτάσεων. Οι βοσκότοποί του κάποτε «έφταναν τις 60.000 στρέμματα. Είχε γιδοπρόβατα 5-6 χιλιάδες, γελάδια 300, άλογα 150, μουλάρια 80, γαϊδούρια 20».
Έτσι εξηγείται γιατί σε παλαιό Κώδικα της Μονής αναφέρονται αφιερωτές που έδωσαν ονόματα μελών της οικογένειάς τους για αιώνιο μνημόσυνο, καταγόμενοι, πλην της Δυτικής Μακεδονίας και από τις περιοχές Ηπείρου και Βορείου Ηπείρου, Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδος, Μεσσηνίας, Μοναστηριού, Βέροιας, Θεσσαλονίκης, Ανατολικής Θράκης, Κωνσταντινουπόλεως, Μικράς Ασίας, Φιλιππουπόλεως, Σερβίας και Ρουμανίας. Στο κειμηλιοφυλάκιο της Μονής σώζονται επίσημα έγγραφα στην αραβική και ιδίως στε σέρβική γλώσσα, που προτρέπουν συνήθως τους χριστιανούς να έλθουν αρωγοί στην ιερά Μονή, της όποιας απεσταλμένοι γύριζαν με τα λείψανα του Αγίου συγκεντρώνοντας «έλεημοσύνες», όταν δυσπραγούσε και δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στις βαρύτατες απαιτήσεις της φορολογίας που επέβαλαν οι Οθωμανοί. (Τα έγγραφα αυτά μεταφρασμένα περιέλαβε ο μητροπολίτης Γρεβενών Σέργιος στο έργο του: Η Ί. Μονή του οσίου Νικάνορος και το Κειμηλιοφυλάκιον αυτής, Γρεβενά 1991).
Σήμερα βέβαια η Μονή του Όσιου Νικάνορος έχει σχεδόν αποψιλωθεί από τη μεγάλη εκείνη περιουσία του, είτε διότι έχει απαλλοτριωθεί για την εγκατάσταση προσφύγων μετά το 1922, είτε δημευθεί.
Στην αίγλη και τη δύναμη κυρίως αυτού του Μοναστηριού, αλλά και στα πολλά θαύματα που επιτελούσε ο όσιος Νικάνορας οφείλεται κατά μεγάλο μέρος το γεγονός ότι οι εξισλαμισμοί κατά τον 18ο αιώνα που σε άλλες περιοχές ήταν αθρόοι, στη Δυτική Μακεδονία περιορίστηκαν αισθητά. Σημαντική εξάλλου επί αιώνες ήταν η συμβολή του και στην οικονομία της γύρω περιοχής, «γιατί πολλοί χριστιανοί άπό τά γειτονικά χωριά εϋρισκαν έργασία στά κτήματα καί τά κοπάδια του καί τρώγανε ψωμί στή δούλεψή του, άφοϋ εκείνα τά χρόνια άπασχολοϋσε μεγάλον άριθμό εργάτες, χώρια τούς μισθωτούς ύπαλλήλους (τσοπάνηδες, άμπελουργούς, άγροφύλακες, μυλωνάδες, κ.λπ.), που έφταναν τους εκατό, ενώ μεγάλο μέρος από τα εισοδήματά του άπορροφοϋσε ή έλεημοσύνη καί ή φιλοξενία των προσκυνητών καί διερχομένων, πού ήταν παράδοση ιερή άπό τόν καιρό τού Άγιου».
Σπουδαία, αλλά η ανάπτυξή της εκφεύγει από το σκοπό του παρόντος, υπήρξε η συμβολή του Μοναστηριού κατά το Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908), τον απελευθερωτικό πόλεμο της Μακεδονίας (1912-13), τον Ελληνοϊταλικό (1940-41) και τον εμφύλιο (1947-49). Πρόσφερε όχι μόνο στήριξη οικονομική και φιλοξενία στους αγωνιζόμενους, αλλά πλήρωσε και με το φόρο του αίματος αρκετών μοναχών του.
Τέλος ας αναφερθεί, για λόγους ιστορικούς, ότι κατά τους σεισμούς του Μαΐου του έτους 1995 οι παλαιές κτιριακές εγκαταστάσεις έπαθαν τόσο μεγάλες ζημιές που έπρεπε να κατεδαφιστούν και να ανεγερθούν νέες, εκ θεμελίων. Έργο τιτάνιο που ανέλαβε ο μητροπολίτης Γρεβενών Σέργιος (Σιγάλας) και έφερε σύντομα σε πέρας, ανοικοδομώντας νέα λαμπρά οικοδομήματα, σε μακεδονικούς μοναστηριακούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς. Τραυματισμένος βαρύτατα παραμένει από το 1995 ο κεντρικός ναός (Καθολικό), διότι την αρμοδιότητα γι’ αυτόν έχει η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων…
Το μακάριο τέλος και η Διαθήκη του οσίου
Ας επανέλθουμε όμως στον όσιο Νικάνορα, ο οποίος πάνω εκεί στην κορυφή του όρους του Καλλιστράτου ζούσε, με την εν Χριστώ συνοδεία του, με κόπους και αγώνες πνευματικούς, με νηστείες και προσευχές, ευεργετώντας ηθικά και υλικά, θεραπεύοντας σωματικές και ψυχικές ασθένειες, στηρίζοντας τους υπόδουλους χριστιανούς στην Πίστη.
Ακολουθώντας όμως την κοινή πορεία των θνητών, προαισθάνθηκε ότι εγγίζει το γήινο τέλος του. «Καί συνάξας όλους τούς μαθητάς του, τούς είπεν, ότι μετά τρεις ημέρας τελειώνει ό δρόμος τής ζωής του, καί ύπάγει πρός τό ποθούμενον». Οι μοναχοί ακούγοντας τούτα τα λόγια άρχισαν να κλαίνε και να οδύρονται απαρηγόρητα, γιατί θα έχαναν τον πνευματικό τους πατέρα και καθοδηγητή. Εκείνος τους στήριζε και τους παρηγορούσε, λέγοντάς τους μεταξύ άλλων:
«Μή λυπάστε, τέκνα μου αγαπητά, γιά τό θάνατό μου, διότι αύτό τό πικρό ποτήριο τοΰ θανάτου είναι κοινό καί δέν μπορεί νά τό άποφύγει κανένας. Μόνο σάς συμβουλεύω νά φυλάξετε άκλόνητα όσα περιλαμβάνει ή Διαθήκη μου, έφόσον ένδιαφέρεστε γιά τήν σωτηρία σας.
Νά έχετε πρώτα πρώτα τήν άγάπη πρός τόν Θεό καί τήν εύσέβεια, έπειτα τήν μεταξύ σας άγάπη καί ομόνοια. Νά φυλάξετε άκριβώς τήν παράδοση τών άγιων Πατέρων, τήν έκκλησιαστική τάξη καί άρετή. Αργός νά μή κάθεται ποτέ κανένας σας, άλλά ή νά προσεύχεται στό κελί του ή νά μελετά τις θεόπνευστες Γραφές ή νά έργάζεται· άλλος στό άμπέλι, άλλος στόν κήπο καί άλλος σέ άλλη υπηρεσία. Νά μή έχετε μεταξύ σας μνησικακία καί έχθρα, αλλά αγάπη, ύπομονή καί ταπείνωση. Άν μάλιστα κάποιος δέν τηρήσει τις παραγγελίες μου αυτές, άς διωχτεί άπό τό Μοναστήρι σάν ψωριάρικο πρόβατο, γιά νά μή μολυνθοϋν καί τά ύπόλοιπα πρόβατα τής μάντρας τοΰ Χριστού. Καί άν συμβεϊ καμιά φορά νά σκανδαλισθεϊ ό ένας μέ τόν άλλον, άς συμφιλιώνονται πριν άπό τήν δύση τού ήλιου, γιά νά μή μένουν στήν έχθρα καί βρει ό διάβολος άφορμή γιά νά τούς ρίξει σέ μεγαλύτερα παραπτώματα. Άν αύτά πού σάς είπα καί όσα γράφω στή Διαθήκη μου τά φυλάξετε, θά άξιωθεϊτε τής βασιλείας των ούρανών καί θά εύφραίνεσθε μαζί μέ τούς δικαίους. Άν όμως δέν τά έφαρμόσετε, θά λάβετε τό μισθό τής παρακοής καί θά τιμωρεΐσθε στήν αιώνια κόλαση».
Έτσι παρηγορούσε καί τόνωνε τήν πίστη τών μοναχών τής συνοδείας του ό όσιος Νικάνορας.
Στις 6 Αυγούστου που πανηγύριζε η Μονή συγκεντρώθηκαν πολλοί χριστιανοί για να τιμήσουν τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και να λάβουν την ευλογία του Ηγουμένου. Αυτός τους υποδέχτηκε πατρικά και αφού μετά τη Θεία Λειτουργία τους φίλεψε πλουσιοπάροχα, τους ευλόγησε και τους ξεπροβόδισε. Ύστερα μπήκε στο κελί του και τον κυρίεψε υψηλός πυρετός. Την επόμενη μέρα, 7 Αυγούστου, πήγε με κόπο στο καθολικό της Μονής, τέλεσε τη Θεία Λειτουργία, κοινώνησε τα άχραντα Μυστήρια και είπε και πάλι προς τους μοναχούς του:
«Ηρθε τώρα, τέκνα μου, ή ώρα γιά νά πηγαίνω πρός τόν ποθούμενο Δεσπότη μου Κύριο. ’Εσείς συνεχίστε νά άγωνίζεσθε, όσο μπορείτε, γιά νά φανείτε εύάρεστοι στόν Θεό καί αύτός θά σάς κυβερνά πνευματικά καί σωματικά, άν έχετε σ’ αύτόν όλη τήν έλπίδα σας. Καί μή λυπάστε πού έγώ άποχωρίζομαι σωματικά άπό έσάς, διότι πνευματικά δέν θά σάς άποχωριστώ ποτέ. Καί άν ό Δεσπότης Χριστός πάρει κοντά του έμένα τόν άνάξιο, δέν θά πάψω ποτέ νά τόν ικετεύω γιά τήν σωτηρία σας».
Λέγοντάς τους αυτά ο άγιος, ευλόγησε και πάλι όσους βρίσκονταν γύρω του και αφού πλάγιασε στην κλίνη του, παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού. Ήταν η 7η Αυγούστου του 1549. Την μεν ευλογημένη ψυχή του παρέλαβαν οι άγγελοι και την πήγαν στην άνω Ιερουσαλήμ, με ύμνους και δοξολογίες. Το δε αγιασμένο από την άσκηση και την προσευχή σώμα ενταφίασαν, με υμνωδίες και δάκρυα, στο παρεκκλήσιο του Τιμίου Προδρόμου. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια σωζόταν το παρεκκλήσιο αυτό, συνεχόμενο στη νότια πλευρά του καθολικού της Μονής. Έχει όμως αποξηλωθεί και διατηρείται μόνον ο τάφος του όσιου Νικάνορα.
Η Διαθήκη του όσιου Νικάνορα διασώθηκε σε χειρόγραφη μορφή στην Ιερά Μονή του, γραμμένη σε δύο κείμενα επί χάρτου. Το πρώτο έχει διαστάσεις 0,41×0,73 μ., είναι το πρωτότυπο και αποτελείται από 82 στίχους. Αντί για τίτλο η άλλη ένδειξη υπάρχει η εξής πατριαρχική επιγραφή: «νεόφυτος έλέω Θεού αρχιεπίσκοπος τής a’ Ίουστινιανής, πάσης βουλγαρίας, σερβίας, άλβανίας καί τόν ληπόν», συνεχίζει δέ ώς άκολούθως: «νικάνωρας ιερομόναχος, τάχα καί πνευματικός πατήρ, καί ηγούμενος τής εν τη μονι τής σεβάσμιας του σωτύρος χριστού, ώ γέγονας, καί κτήτωρ τής αυτής μονής…» κ.λπ. Σημειώνεται ότι η Διαθήκη είναι γραμμένη με αρκετές ασυνταξίες και ορθογραφικά λάθη. Το έτος 1692 ο «Ιωάννης Ζωγράφος από τα Γιάννινα» την αντέγραψε στον Κώδικα της Μονής από το πρωτότυπο, το δε 1959 ανευρέθη ο Κώδικας από τον Νικ. Δελιαλή και πρωτοδημοσιεύθηκε στα «Μακεδονικά» τόμ. Δ’ (1955-1960), αργότερα δε και στον Θ’ τόμο των «Μακεδονικών», μετά την ανεύρεση και του χειρογράφου από τον καθηγητή Λίνο Πολίτη.
Πέρα των άλλων, ο όσιος Νικάνορας ως ηγούμενος και πνευματικός πατέρας παρέδωσε με τη Διαθήκη του συμβουλές και κανόνες για τη μοναχική ζωή και τον τρόπο διοίκησης της Μονής του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1540 ο Νικάνορας είχε συντάξει και άλλη συνοπτική Διαθήκη για τα περιουσιακά στοιχεία της Μονής, γραμμένη σε χαρτί 0,16×0,12 μ. που λέει τα έξης:
Εγώ ό ήγούμενος ό νικάνορας άπό τόν άγιον Γεώργιον, άπό τή ζάμπουρδα εις τό κατιλίκι τοΰ γρεβενοΰ καί εις τό φλάμπουρω τοϋ γιάννινου άφικα τήν έκκλησίαν μου μέ ότι ευρίσκονται άρχ(αϊα) ευαγγέλια- καί άλλα χαρτία, όσα, καί αν ευρίσκονται, καταπώς τά έχουν τά μοναστήρια, καί μέ τά ιερά της καθόλου, ότι ευρίσκονται καί άμπέλια όσα ευρίσκονται. καί χωράφια όσα ευρίσκονται καί κίπους καί μύλους καί πρόβατα καί γίδια- καί άγελάδια καί μελίσια καί άλογα- καί μουλάρια καί τά χωράφια όπου έχω εις τό μπουζομάδι καί τά άμπέλια- καί τά περιβόλια- έτοις, ,ζωή’ (7048-5508 = 1540).
Θαύματα του Αγίου
Όπως είχε υποσχεθεί, ο άγιός μας δεν αποχωρίστηκε μετά το θάνατό του τους χριστιανούς. Διότι μ’ αυτόν τον τρόπο ξέρει ο Θεός να αντιδοξάζει αυτούς που τον δόξασαν: Τις μεν ψυχές τους συναριθμοί με τους αγγέλους και τους δικαίους, τα δε τίμια λείψανά τους καθιστά πηγές ιαμάτων «καί νόσων πολυτρόπων φυγαδευτήρια» Έτσι λοιπόν και ο όσιος Νικάνορας επιτελούσε και επιτελεί με τη χάρη του Θεού πολλά θαύματα. Από τα οποία παραθέτουμε ελάχιστα και περιληπτικά.
Κάποτε, γύρω στα 1725, η Μονή βρέθηκε σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση εξαιτίας της βαρύτατης φορολογίας που είχαν επιβάλει οι οθωμανοί κατακτητές. Οι μοναχοί αποφάσισαν να μεταφέρουν την τιμία κάρα του Όσιου στα Σέρβια, για δύο λόγους· αφενός για να απαλλαγεί η πόλη από επιδημία πανούκλας που θέριζε τους κατοίκους και αφετέρου να συγκεντρωθούν χρήματα από την ελεημοσύνη των χριστιανών για να σωθεί και το Μοναστήρι. Πήραν λοιπόν την τιμία κάρα δύο ιερομόναχοι -ο ηγούμενος Δαβίδ και ο πνευματικός Νεόφυτος- και το βράδυ έφτασαν στο χωριό Καισαρία. Εκεί τους προϋπάντησε ένας ευλαβής χριστιανός, ο Νικόλαος, που με χαρά τους κάλεσε να φιλοξενηθούν στο σπίτι του.
Το πρωί τους παρακάλεσε να ψάλουν Αγιασμό στο σπίτι του και ο ίδιος έτρεξε να ειδοποιήσει τους γείτονες να έλθουν στον Αγιασμό και να ασπασθούν την κάρα του Αγίου. Σε λίγο γέμισε το σπίτι από χριστιανούς. Μετά τον Αγιασμό άρχισαν να ασπάζονται όλοι την τιμία κάρα. Ανάμεσά τους πλησίασε να κάνει το ίδιο και μιά νέα γυναίκα, «άσεμνος καί ακάθαρτος, καί παρευθύς έπεσεν εις τήν γην ώς αποθαμένη». Όταν μετά από λίγο συνήλθε, τη ρώτησαν τί συνέβη. Και με φανερό φόβο εκείνη είπε: «Καθώς πλησίαζα στην τιμία κάρα, ένας καλόγερος κοκκινογένης μοϋ έδωσε δυνατό ράπισμα στό πρόσωπο καί μέ θυμό μοϋ εϊπε- έγώ αυτή τήν ώρα ήθελα, άδιάντροπη, νά σέ θανατώσω, έπειδή αν καί είσαι τόσο άμαρτωλή καί άκάθαρτη τόλμησες νά μέ πλησιάσεις. “Ομως έζαιτίας τής εύλάβειας αυτού έδώ τού Νικολάου, σοϋ χαρίζω τή ζωή. Καί πρόσεξε νά μή πλησιάσεις άναξίως στό έξης τά ιερά, γιά νά μή πάθεις τίποτε χειρότερο».
Όταν οι πατέρες έφτασαν στα Σέρβια, έκαναν Αγιασμούς για να απαλλαγεί η πόλη από την πανούκλα. Το θαύμα δεν εβράδυνε να γίνει. Και το έδειξε ο Άγιος με το ότι όταν ετελείτο ο Αγιασμός η τιμία κάρα του έτριζε μέσα στο ιερό κιβωτίδιο που ήταν τοποθετημένη, «ή δέ λοιμώδης καί φθοροποιός νόσος έξωστρακίζετο» από την πόλη. Και μέσα σε λίγες μέρες είχε περάσει τελείως.
Βλέποντας το εξαίσιο αυτό θαύμα οι οθωμανοί οργίστηκαν, και έλεγαν πως δεν ήταν θαύμα του Αγίου αλλά μαγεία. Και δύο φανατικοί γενίτσαροι αποφάσισαν να αρπάξουν από τους πατέρες την τιμία κάρα, όταν περνούσαν από κανένα στενό δρόμο και να την κομματιάσουν.
Ο Θεός όμως δεν τους άφησε να πράξουν το ανοσιούργημα: Το βράδυ ο ένας από τους δύο πέθανε από την πανούκλα, ενώ στον άλλο εμφανίστηκε ο Άγιος σε όραμα και του είπε: «Τί ήταν αύτό τό πονηρό πού σκύφτηκες νά κάνεις μαζί μέ τό σύντροφό σου; Έγώ έλαβα άπό τόν Θεό τήν έντολή νά σέ θανατώσω αύτή τή νύχτα, όπως καί τό φίλο σου. Άλλά σέ έλέησα γιά νά διαλαλήσεις τή δική σου σωτηρία καί τού συντρόφου σου τή συμφορά». Έντρομος ξύπνησε, έμαθε τά καθέκαστα γιά τό φίλο του καί τό πρωί έλεγε μέ παρρησία σέ όλους τί συνέβη· καί δόξαζε τόν Άγιο καί τόν Θεό γιά τήν εύεργεσία τους.
Μ- Σωστικές επεμβάσεις του όσιου Νικάνορα για απαλλαγή από την πανούκλα που μάστιζε παλαιότερα τους ανθρώπους, αναφέρονται κατά τα έτη 1812 και 1826 στην Ήπειρο, ειδικότερα δε και στην Κόνιτσα το 1816 και δύο χρόνια αργότερα. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι κοντά στην Κόνιτσα υπάρχει και χωριό με τ’ όνομα Νικάνορας.
Ή προφορική παράδοση διασώζει πολλές μαρτυρίες, κυρίως κτηνοτροφών της περιοχής, για απαλλαγή των ζώων και των ποιμνίων τους από διάφορες αρρώστιες με τη χάρη του Αγίου. Έτσι δικαιολογημένα θεωρείται «ό κατ’ έξοχήν άγιος καί προστάτης των άγροτοποιμένων καί των πολυάριθμων ζώων τους» και εξηγείται γιατί την ιερή Ακολουθία του συνοδεύουν τρεις περιστατικές ευχές «είς άγιασμόν ϋδατος», «είς κίνδυνον βοών καί προβάτων» καί «έτέρα εύχή», η όποια καταλήγει ως έξης: «… Εύλόγησον, Κύριε, ι’ασον καί τά ποίμνια ταύτα τού δούλου σου (δεινός). Άγιε Ζώσιμε, άγιε Σώζων, άγιε Νίκανορε, άγιε Κοσμά, άγιε Εύτύχιε, άγία Ελένη ή φανερώσασα τά τίμια ξύλα τού τίμιου καί ζωοποιού Σταυρού, άγιε πατέρα ημών Νικάνορ θαυματουργέ, πρεσβεύσατε πρός Κύριον υπέρ τού δι- αφυλαχθήναι τήν ποίμνην ταύτην τού δούλου τού Θεού (δεινός), είς τό όνομα τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος, νύν καί άεί καί είς τούς αιώνες τών αιώνων. Αμήν».
Ή ιστορική πόλη της Καστοριάς και η περιοχή της είχαν ανέκαθεν πνευματικούς δεσμούς με τον όσιο Νικάνορα και τη Μονή του. Από τον «Κώδικα» της Ζάβορδας 1534/1692 εξάγεται ότι στην πόλη και τα χωριά της περιφέρονταν κατά καιρούς τα λείψανα του Αγίου προς ευλογίαν, αποτροπή επιδημιών και συγκέντρωση ελεημοσυνών. Σώζονται επίσης και αρκετές «ενθυμήσεις» (σημειώσεις) σε εκκλησιαστικά λειτουργικά βιβλία, όπως εκείνη του 1814 που αναφέρει (ανορθόγραφα):
«1814 τόν Αύγουστο άκολούθισεν ή πανούκλα στιν Καστοριά».
Άλλη πού λέει:
«Ίον άγιο Κάνορα τόν έχουμε φέρει κι’άμα ήρθε κόπηκαν οί ασθένειες. Πριν πεθένισκαν κάθε μέρα».
Γύρω στο έτος 1760 έπεσε θανατηφόρα επιδημία στον Γέρμα. Αμέσως οι ευσεβείς κάτοικοί του, για να γλιτώσουν, ζήτησαν από την Ιερά Μονή Ζάβορδας να μεταφερθεί στο χωριό τους η τιμία κάρα του Οσίου, πράγμα που έγινε. Το βράδυ της ημέρας που κομίστηκε η κάρα στον Γέρμα, ο ιερέας του χωριού είδε στο όνειρό του μιά πανάσχημη γριά (την επιδημία) να τριγυρίζει στα σοκάκια και να μπαίνει στα σπίτια του χωριού. Ξαφνικά εμφανίστηκαν δύο άγιοι μοναχοί (οι όσιοι Νικάνορας και Διονύσιος ο εν Ολύμπω) κι έδιωξαν τη γριά απ’ το χωριό, κυνηγώντας την με τα ραβδιά τους.
Το πρωί ο ιερέας ανακοίνωσε χαρούμενος στους ενορίτες του το σημαδιακό όνειρο και πρόβλεψε την άμεση απαλλαγή τους από τη επιδημία, πράγμα που έγινε. Οι κάτοικοι του Γέρμα από ευγνωμοσύνη φιλοτέχνησαν δύο εικόνες για τους άγιους Νικάνορα και Διονύσιο που σώζονται ως σήμερα στον ενοριακό ναό του Αγίου Γεωργίου.
Κατά το έτος 1908 η Καστοριά υπέφερε από βαριάς μορφής οστρακιά, με αποτέλεσμα να πεθαίνουν πολλά μικρά παιδιά. Τότε εστάλη από την πόλη στη Μονή της Ζάβορδας ο Μανάς, με την παράκληση να σταλούν στην Καστοριά τα λείψανα του άγιου Νικάνορα. Οι πατέρες ικανοποίησαν το αίτημα. Έστειλαν τα λείψανα με συνοδό τον αδελφό της Μονής νεαρό τότε Διάκονο Νικηφόρο (Παπασιδέρη), που καταγόταν από το Δισπηλιό, και αργότερα έγινε μητροπολίτης Καστοριάς (1958). Μόλις τα λείψανα έφτασαν στην πόλη, αμέσως έπαψε το θανατικό και κατά την έκφραση των τότε καστοριανών «ή αρρώστια κόπηκε με το μαχαίρι».
Κατά την επίσκεψη αυτή των λειψάνων κρατήθηκε τμήμα τους μέσα σε ωραία λειψανοθήκη, που μεταφέρεται στις 6 Αυγούστου κατά τον εσπερινό της μνήμης του όσιου Νικάνορα στον ιερό ναό της Αγίας Παρασκευής ενορίας Οικονόμου, το ένα προσκυνητάρι του όποιου είναι αφιερωμένο στον Όσιο, η δε εικόνα φέρει την επιγραφή: «Άγιος Νικάνωρ ό θαυματουργός, ό έν τω Καλλιστράτω όρει άναλάμψας» (έργο του καστοριανού αγιογράφου Αθανασίου Παναγιώτου – 26.2.1897).
Στις αρχές του 20ου αιώνα φοβερή αρρώστια αφάνιζε τα μικρά παιδιά του Βογατσικού. Οι κάτοικοι ζήτησαν και ήρθαν στο χωριό τους τα τίμια λείψανα του Οσίου από το Μοναστήρι του και η επιδημία πέρασε. Οι χριστιανοί από ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία των παιδιών τους φιλοτέχνησαν δύο εικόνες προς τιμήν του Οσίου, αργότερα δε ανήγειραν και πετρόκτιστο ναό, σε ρυθμό βασιλικής, όπου τις τοποθέτησαν (μία στο νάρθηκα, την άλλη στο τέμπλο).
Σε τοπική εφημερίδα αναγράφεται: Ζαγορίτσανη, μεγάλη ανομβρία. Ήρθε ο ηγούμενος που έφερε τα λείψανα του άγιου Νικάνορα και πράγματι την άλλη μέρα έβρεξε. (Υπήρχε φοβερό πρόβλημα ανομβρίας το οποίο και δημιουργεί φοβερό πρόβλημα στη σοδειά – 7.8.1927).
Λαογραφικές παραδόσεις για τον όσιο Νικάνορα
Όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους άντρες (πολιτικούς, στρατιωτικούς, φιλοσόφους) και για τους άγιους που διακρίθηκαν στην άσκηση, την προσευχή, τη θαυματουργία, υπάρχουν πλήθος λαϊκών παραδόσεων που μεταδίδονται από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά. Για τον όσιο Νικάνορα παραδίδονται και τα επόμενα:
Στην τοποθεσία Πετρωτός κοντά στο χωριό Παλιουριά, στο δρόμο που πήγαινε ο άγιος μέ τ’ άλογό του, πάνω σε βράχο φαίνεται η πατημασιά του άλογου του.
Όταν έχτιζαν το ασκηταριό του Αγίου Γεωργίου, ο Νικάνορας έδειξε το θαύμα του. Ο βράχος είναι κοφτός και από κάτω το ποτάμι του Αλιάκμονα. Φοβόταν ο μάστορας ν’ ανεβεί πάνω. Τότε ο άγιος έσπρωξε το μάστορα, έπεσε στο ποτάμι από πολύ ψηλά, αλλά στάθηκε όρθιος! Εκείνος πήρε θάρρος αφού είδε τη δύναμη του Θεού και κτίσθηκε το ασκηταριό.
Όταν έχτιζαν την εκκλησία του Αγίου Νικάνορα οι μαστόροι είχαν κι ένα μουλάρι που κουβαλούσε τις πέτρες. Ένας λύκος όμως το έφαγε. Οι μαστόροι δεν ήξεραν τι να κάνουν. Τότε ονειρεύτηκαν να χρησιμοποιήσουν την αρκούδα που θα εμφανιζόταν την άλλη μέρα. Πραγματικά, το πρωί που ξύπνησαν, βρήκαν μια αρκούδα που έστειλε ο άγιος. Της έβαλαν σαμάρι κι αυτή κουβαλούσε τις πέτρες για να τελειώσει το έργο.
Κάποτε είχε πέσει τόση ακρίδα στο χωριό Ελάτη που όταν θέριζαν εκείνες έτρωγαν τα ρούχα των γεωργών. Οι χωρικοί πήγαν στο Μοναστήρι, πήραν τα τίμια λείψανα του Αγίου κι όταν πέρασαν τον Αλιάκμονα έφυγαν οι ακρίδες, έπεσαν στο ποτάμι και πνίγηκαν.
Το κείμενο και η εικόνα αντλήθηκαν από το βιβλίο που πωλείται στον Ιερό Ναό του Οσίου Νικάνορα στην Καστοριά.
Ενημέρωση για αγιο Νικανορα. Πολύ κατατοπιστικη
Ευχαριστουμε
Και εγώ ευχαριστώ!