Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος
Η ιστορία του κτηρίου
Το Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος στεγάζεται στο ιστορικό Δημοτικό Σχολείο Καλαβρύτων.
Το σχολικό αυτό κτήριο, τετρατάξιο με νεοκλασικά στοιχεία, κατασκευάστηκε στις αρχές του 20°” αιώνα και ανήκει στην ομάδα των Σχολείων Συγγρού, από το όνομα του ευεργέτη Ανδρέα Συγγρό, ο οποίος χρηματοδότησε την ανέγερσή τους.
Το Δημοτικό Σχολείο Καλαβρύτων (που αποκαταστάθηκε μεταξύ των ετών 1989-1994) είναι άμεσα συνδεδεμένο με τα τραγικά γεγονότα της Κατοχής στην Ελλάδα.
Το χρονικό διάστημα 1941-1943 χρησιμοποιήθηκε από τα Ιταλικά στρατεύματα κατοχής σαν στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων.
Εδώ το άραχλο πρωινό της 13ης Δεκεμβρίου 1943 οι Γερμανικές δυνάμεις Κατοχής συγκέντρωσαν τους κατοίκους των Καλαβρύτων και διαχώρισαν κατά τρόπο απάνθρωπο τις οικογένειές τους. Τα μεν γυναικόπαιδα τα κράτησαν έγκλειστα εν ομηρία για αρκετές ώρες στις αίθουσες του σχολείου, τους δε άνδρες και τους έφηβους τους οδήγησαν στο Λόφο του Καπή, όπου και άνανδρα τους εκτέλεσαν.
Το κτήριο του Μουσείου, έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, ο δε χώρος που το περιβάλλει ως ιστορικός τόπος.
Η Δημιουργία του Μουσείου
Το Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος αποτελεί αυτοτελές ΝΠΔΔ του Δήμου της Μαρτυρικής πόλεως των Καλαβρύτων.
Ιδρύθηκε με δύο συστατικές πράξεις τα έτη 1986 και 1994 αντίστοιχα με σκοπό τη συλλογή, τεκμηρίωση, συντήρηση, έκθεση και ερμηνεία του πάσης φύσεως μουσειολογικού υλικού που σχετίζεται με τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην πόλη των Καλαβρύτων και την ευρύτερη περιοχή από τα Γερμανικά Στρατεύματα Κατοχής στο πλαίσιο της «Επιχείρησης Καλάβρυτα» από τις 5 έως και τις 14 Δεκεμβρίου 1943.
Κύριος στόχος του Μουσείου είναι μέσα από την έκθεση των συλλογών του να διατηρήσει ζωντανή στη μνήμη όλων τη θυσία του άμαχου πληθυσμού του Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος.
Το Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος στεγάζεται σ’ ένα χώρο τραυματικής μνήμης, σ’ ένα χώρο εγκλεισμού, αγωνίας και οδύνης, που σήμερα έχει μετατραπεί σε χώρο γόνιμης συγκίνησης και παραγωγικού στοχασμού, σε φωνή διαμαρτυρίας ενάντια στο έγκλημα, στη βία, στον φασισμό και τον ναζισμό, σε σύμβολο ειρήνης και συναδέλφωσης των ανθρώπων και των λαών.
Το Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος εγκαινιάστηκε στις 9 Ιανουάριου 2005 από τον τέως Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο και προστατεύεται από τις διατάξεις του Ν.3028/2002 «για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς». Το 2020, το Μουσείο βραβεύτηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού με το σήμα του «Αναγνωρισμένου Μουσείου».
Κάτοψη Μουσείου
Οι εκθεσιακές αίθουσες καταλαμβάνουν ολόκληρο το ισόγειο του κτηρίου και η μόνιμη έκθεση αναπτύσσεται σε 5 αίθουσες – ενότητες.
Αίθουσα 1″: Περιλαμβάνει πέντε υποενότητες: πληροφορίες για την πόλη των Καλαβρύτων και την ευρύτερη περιοχή, για την ιστορία του κτηρίου και το ρόλο του στα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1943, για την κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης πριν την Κατοχή και τέλος, για τον πόλεμο και την Κατοχή στην Ελλάδα.
Αίθουσα 2η: Παρουσιάζονται σε δύο υποενότητες α) οι συνθήκες ζωής στην ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων κατά τη διάρκεια της Κατοχής και ο τρόπος αντίδρασης και οργάνωσης του πληθυσμού και β) η οργάνωση της γερμανικής «Επιχείρησης Καλάβρυτα». Η ενότητα κλείνει με τις φωτογραφίες των φυσικών, αλλά και των ηθικών αυτουργών της Καλαβρυτινής τραγωδίας.
Αίθουσα 3″: Η Είσοδος του Σχολείου. Υπήρξε ο χώρος διαχωρισμού ανδρών και γυναικόπαιδων. Αναφέρονται οι περιοχές που καταστράφηκαν κατά την «Επιχείρηση Καλάβρυτα».
Αίθουσα 4″: Παρουσιάζονται μέσα από τρεις υποενότητες η άφιξη των Γερμανών στα Καλάβρυτα, η εξόντωση του ανδρικού πληθυσμού και η ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης.
Αίθουσα 5″: Η πέμπτη και τελευταία αίθουσα-ενότητα λειτουργεί ως χώρος ιστορικής μνήμης. Το Πάνθεον των Εκτελεσθέντων και Διασωθέντων (ονόματα και φωτογραφίες), οι φωτογραφίες της Δίκης της Νυρεμβέργης και των κατεστραμμένων Καλαβρύτων, η προβολή εικόνων από την ανείπωτη τραγωδία, οι εικαστικοί πίνακες οι εμπνευσμένοι από το Καλαβρυτινό Ολοκαύτωμα και η αποκαθηλωμένη σημαία του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος που βρίσκεται σε ενδοδαπέδια βιτρίνα στο κέντρο της αίθουσας, ολοκληρώνουν τη μουσειογραφική αφήγηση του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων.
Πληροφορίες και επικοινωνία με το μουσείο
Δημοτικό Μουσείο
Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος
Ώρες Λειτουργίας: 9.00-16.00
Τρίτη έως Κυριακή, Δευτέρα Κλειστό.
A. Συγγρού 1-5
Καλάβρυτα, 25001
Τηλέφωνο: 26920 23646
e–mail: info@dmko.gr
www.dmko.gr
Παρακάτω θα διαβάσετε από κείμενα παρμένα μέσα από το μουσείο, το χρονικό του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, (το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων). καθώς επίσης και άλλα στοιχεία.
Σχετικά με τα Καλάβρυτα
Τα Καλάβρυτα αναγνωρίστηκαν ως Κοινότητα το 1912 με Βασιλικό Διάταγμα. Το 1944 αναβαθμίστηκαν σε Δήμο.
Καθ’ όλη την περίοδο του μεσοπολέμου η πόλη αποτελούσε το κέντρο της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής της ομώνυμης Επαρχίας, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός εντός μίας εικοσαετίας να διπλασιαστεί και το 1940 να προσεγγίσει τους 3000 κατοίκους.
Οι περισσότεροι κάτοικοι ασκούσαν εμπορική δραστηριότητα, ενώ μεγάλος αριθμός ασχολείτο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Στην πόλη είχε αναπτυχθεί ο τριτογενής τομέας, με συγκέντρωση πολλών διοικητικών υπηρεσιών και λειτουργία τραπεζικών καταστημάτων. Ο οικισμός ήταν ηλεκτροφωτισμένος και διέθετε οργανωμένο δίκτυο ύδρευσης και άρδευσης.
Η πόλη των Καλαβρύτων, ως διοικητικό και εμπορικό κέντρο, ήταν συνδεδεμένη σιδηροδρομικός με την βόρεια ακτή της Πελοποννήσου, το Διακοπτό. Επίσης, κατασκευάστηκαν αμαξιτοί δρόμοι για τη σύνδεσή της με την Πάτρα, τον Πύργο και την Τρίπολη, οι οποίοι αποτελούν εναλλακτική λύση οδικής πρόσβασης προς την Κεντρική και Νότια Πελοπόννησο.
Τα Καλάβρυτα είχαν ιδιαίτερα αναπτυγμένη κοινωνική ζωή. Οι κάτοικοι είχαν συστήσει επαγγελματικούς, αθλητικούς και πολιτιστικούς συλλόγους, καθώς και σωματεία με πλούσια φιλανθρωπική δράση. Κάτοικοι και επισκέπτες δεν έχαναν την ευκαιρία να διασκεδάσουν σε γιορτές, εκδηλώσεις και ετήσιες εμποροπανήγυρεις. Τον χειμώνα λειτουργούσε θέατρο για ένα μήνα, ενώ το καλοκαίρι η φιλαρμονική και μικρές ορχήστρες πλαισίωναν τις κοινωνικές εκδηλώσεις.
Μετά την κατάχτηση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, η χώρα βρέθηκε σε δεινή κατάσταση. Για τριάμισι χρόνια (Απρίλιος 1941 – Οκτώβριος 1944) ο ελληνικός λαός δοκιμάστηκε σκληρά από τα Γερμανικά, Ιταλικά και Βουλγάρικα στρατεύματα, που εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Η αγροτική παραγωγή μειώθηκε εντυπωσιακά, το νόμισμα υποτιμήθηκε σημαντικά, η ναυτιλία έχασε τα 3/4 της χωρητικότητάς της. Εκατοντάδες χωριά υπέστησαν μικρές ή μεγάλες καταστροφές. Οι απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό, αποτέλεσμα ενός φοβερού λιμού στις μεγάλες πόλεις, αλλά και των εκτελέσεων και εκτοπίσεων, επέφεραν ισχυρό πλήγμα στις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας.
Στα χρόνια της Κατοχής τη διοίκηση της χώρας ανέλαβε Κυβέρνηση διορισμένη από τους Γερμανούς, ενώ η νόμιμη Κυβέρνηση κατέφυγε στην Αίγυπτο.
Ο πόλεμος, η Κατοχή και οι εσωτερικές έριδες οδήγησαν τη χώρα στην εξουθένωση και σε πλήρη αποδιοργάνωση.
Στις 16 Οκτωβρίου 1943 η Διοίκηση του 749 Συντάγματος Καταδρομών (749 Jager Regiment) έστειλε στην περιοχή Καλαβρύτων το 5/749 μικτό Λόχο με ενενήντα επτά άνδρες υπό τον Αυστριακό λοχαγό Schober. Αποστολή του λόχου ήταν η αναγνώριση της περιοχής και η συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τις κινήσεις των αντάρτικων ομάδων.
Η εξόρμηση της μονάδας πραγματοποιήθηκε χωρίς κατάλληλη προετοιμασία και οργάνωση: απαρτιζόταν από στρατιώτες διαφόρων εθνικοτήτων (Αλσατούς, Γερμανό – Πολωνούς, Αυστριακούς, Γερμανούς), ανεπαρκώς εξοπλισμένους και ασυντόνιστους, χωρίς βαρύ οπλισμό και ασυρμάτους.
Η γερμανική μονάδα συγκρούστηκε στις 16-17 Οκτωβρίου 1943 με το Ανεξάρτητο Τάγμα των Καλαβρύτων υπό τη διοίκηση του Σφακιανού, στην περιοχή Ρωγών – Κερπινής. Τέσσερις Γερμανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στη μάχη, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του λόχου έπεσε στα χέρια των ανταρτών. Ορισμένοι διέφυγαν. Οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν το ίδιο βράδυ στα Καλάβρυτα και στη συνέχεια κρατήθηκαν στα Μαζέικα.
Στις αρχές Νοεμβρίου ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Μεσολαβητής ήταν ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Θεόκλητος. Ο τελευταίος όρισε ως εκπρόσωπό του το βοηθό του Αρχιμανδρίτη Κωνστάντιο Χρόνη, ο οποίος μετέφερε τις προτάσεις μεταξύ των ανταρτών και των Γερμανών. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν επί μακρόν χωρίς τα δύο μέρη να καταλήγουν σε συμφωνία. Εν τω μεταξύ στις 25-11-1943 υπογράφηκε από τον Στρατηγό Karl von Le Suire, διοικητή της 117 Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών (117 Jager Division), η διαταγή της ’Επιχείρησης Καλάβρυτα”. Λίγες μέρες αργότερα, στις 29 – 11 – 1943, βομβαρδίστηκε το αρχηγείο των ανταρτών στο Σκεπαστό. Οι διαπραγματεύσεις είχαν ναυαγήσει.
Στις 7-12-1943, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει η ’’Επιχείρηση Καλάβρυτα”, οι αντάρτες εκτέλεσαν τους Γερμανούς αιχμαλώτους.
Από τον Απρίλιο 1943 παρατηρείται συντονισμένη δράση αντάρτικων ομάδων στην Επαρχία Καλαβρύτων, με κυρίαρχη δύναμη τους μαχητές του ΕΛΑΣ, Ένας από τους στόχους ήταν να επιφέρουν πλήγματα στις οδικές αρτηρίες και στις σιδηροδρομικές γραμμές της Πελοποννήσου, προκειμένου να προσελκύσουν την προσοχή των Γερμανών μακριά από τις περιοχές όπου οι Σύμμαχοι προετοιμάζονταν να κάνουν αποβάσεις, οι οποίες θα καθόριζαν την έκβαση του πολέμου.
Για την οργάνωση της αντίστασης σημαντική υπήρξε η συμβολή του στρατηγείου Μέσης Ανατολής: Έλληνες και Βρετανοί αγωνιστές έφθασαν από το Κάιρο για τον συντονισμό της δράσης, ενώ πολεμικό υλικό στάλθηκε στην Επαρχία Καλαβρύτων για τον εξοπλισμό των αντάρτικων ομάδων. Αρχηγός των αγγλικών αποστολών της Πελοποννήσου ήταν ο συνταγματάρχης John Stevens, ενώ αρχηγός Αχαΐας, Γορτυνίας, Ηλείας ήταν ο ταγματάρχης Antony Andrews.
Οι επιχειρήσεις των ανταρτών συνεχίστηκαν όλο το καλοκαίρι του 1943. Η Βέρμαχτ ανησύχησε και με εκθέσεις (Ιούλιος – Αύγουστος 1943) χαρακτήρισε την περιοχή ως ’’επικίνδυνο αντιστασιακό κέντρο’’, το οποίο έπρεπε να ισοπεδωθεί.
Η διαταγή της «Επιχείρησης Καλάβρυτα» υπογράφηκε στην Κόρινθο στις 25 Νοεμβρίου 1943 από τον στρατηγό Karl von Le Suire, διοικητή της 117 Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών (117th Jager Division).
Σκοπός της εκκαθαριστικής επιχείρησης ήταν «η εξόντωση των συμμοριών που βρίσκονταν στην περιοχή Πατρών-Μαζέικων- Καλαβρύτων-Τρυπιών, η έρευνα στα χωριά για την αναζήτηση κομμουνιστών, όπλων, υλικού προπαγάνδας κλπ., η αναζήτηση του 5/749 Μικτού Λόχου που είχε συλληφθεί στις 17/10/1943 κοντά στους Ρωγούς και η επιβολή αντιποίνων για την εξαφάνισή του».
Σύμφωνα με το σχέδιο της «Επιχείρησης Καλάβρυτα» (ειδική διαταγή Julius Wolfigker 01-12-43), τα γερμανικά στρατεύματα ξεκίνησαν από τρία διαφορετικά σημεία και συνέκλιναν προς την περιοχή των Καλαβρύτων.
Η πρώτη ομάδα ξεκίνησε από τη Μεγαλόπολη και την Τρίπολη (Λ.Α. 116 και 1/737) με διοικητή τον ίλαρχο Albert Gnass.
Η δεύτερη ομάδα ξεκίνησε από την Πάτρα (ΙΙ/749) υπό τις διαταγές του αντισυνταγματάρχη Julius Wolfigker διοικητή του 749 Συντάγματος Καταδρομών (749 Jager Regiment).
Η τρίτη ομάδα Γερμανών (1/749) ξεκίνησε από το Αίγιο υπό τον ταγματάρχη Hans Ebersberger.
Συγχρόνως τμήματα στρατού ξεκίνησαν από τις περιοχές Κορινθίας και Ηλείας με σκοπό να ολοκληρώσουν την κυκλωτική κίνηση της Επαρχίας Καλαβρύτων και να αποτρέψουν τη διαφυγή των αντάρτικων ομάδων.
Την Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου και την επόμενη μέρα, 10 Δεκεμβρίου 1943, τα Γερμανικά στρατεύματα (Ι/749και 11/749 Jager Regiment) μπήκαν στα Καλάβρυτα. .
Οι Γερμανοί διαβεβαίωναν επιτροπή κατοίκων, που είχε σπεύσει να δηλώσει τα φιλειρηνικά αισθήματα των Καλαβρυτινών, ότι δεν είχαν πρόθεση να τους βλάψουν. Εντούτοις απαγόρευσαν ρητά την έξοδο από την πόλη, εκτέλεσαν πέντε κατοίκους, έκαψαν το ξενοδοχείο ’’Χελμός” και τα σπίτια οικογενειών που είχαν μέλη στην αντίσταση, ενώ επέβαλαν απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις4μ.μ.
Ακολούθησε ένα τετραήμερο αγωνιώδους αναμονής για τους κατοίκους οι οποίοι προσπαθούσαν να αξιολογήσουν, αφενός τις πληροφορίες για την ανελέητη καταστροφή των περιοχών από όπου πέρασαν τα Γερμανικά στρατεύματα, αφετέρου τις διαβεβαιώσεις των Γερμανών ότι δεν θα βλάψουν τον άμαχο πληθυσμό. Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά την ανακάλυψη των πτωμάτων των τριών τραυματιών αιχμαλώτων της μάχης Ρωγών – Κερπινής, που είχαν νοσηλευτεί στα Καλάβρυτα και είχαν εκτελεστεί λίγο αργότερα από τους αντάρτες.
Ενώ είχε ξεκινήσει η Επιχείρηση Καλάβρυτα, αντιπροσωπεία αποτελούμενη από μέλη του Γενικού Αρχηγείου του ΕΛΑΣ και εκπροσώπους των προκρίτων της πόλης των Καλαβρύτων απευθύνθηκε στον διευθύνοντα Βρετανό σύνδεσμο της Πελοποννήσου (τον Stevens ή τον Andrews) ζητώντας την επείγουσα ρίψη πυρομαχικών. Μετά από συνεννοήσεις με το Κάιρο, οι Βρετανοί αρνήθηκαν.
Τα ξημερώματα της 13ης Δεκεμβρίου 1943 τη σιγή του πρωινού διέκοψε ο ήχος της καμπάνας: τα στρατεύματα κατοχής καλούσαν τον πληθυσμό των Καλαβρύτων να συγκεντρωθεί στο Δημοτικό Σχολείο με τροφή μιας ημέρας και μια κουβέρτα.
Στο κτήριο έγινε ο διαχωρισμός των γυναικόπαιδων και των ηλικιωμένων από τους άνδρες και τους εφήβους. Μετά τον διαχωρισμό οι τελευταίοι οδηγήθηκαν σε δύο ομάδες ανά δυάδες σ’ έναν αμφιθεατρικό, χέρσο τόπο, τη Ράχη του Καππή.
Ο χώρος ήταν ζωσμένος από στρατιώτες με πολυβόλα. Από τη ράχη του Καππή οι άνδρες των Καλαβρύτων έβλεπαν τη λεηλασία της πόλης.
Νωρίς το μεσημέρι μια κόκκινη προειδοποιητική φωτοβολίδα ξεπήδησε από τη μεριά της πόλης. Λίγο αργότερα μια πράσινη φώτισε τον ουρανό. Ήταν η εντολή εκτέλεσης του ανδρικού πληθυσμού των Καλαβρύτων.
Το έργο της εκτέλεσης μαζί με τη χαριστική βολή κράτησε δύο περίπου ώρες. Ώρα 14.34’ τα όπλα σίγησαν. Τετρακόσια εξήντα πέντε πτώματα κείτονταν στο χώμα. Μόνο 13 άτομα είχαν γλιτώσει τον θάνατο.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1943, το τμήμα la της 117ης μεραρχίας καταδρομών έστειλε στο κεντρικό αρχηγείο του 68ου σώματος στρατού ένα σήμα διά τηλετύπου με το ακόλουθο περιεχόμενο:
Θέμα: Τελική αναφορά σχετικά με τα αντίποινα στο πλαίσιο της επιχείρησης «Καλάβρυτα».
Η Ακόλουθες τοποθεσίες ( 1:1 00.000) καταστράφηκαν: Ρωγοί, Κερπινή, σιδηροδρομικός σταθμός Κερπινής, Ανω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Καλάβρυτα, μονή Μεγάλου Σπηλαίου, μονή Αγίας Λαύρας, Αγία Κυριακή, Αυλές, Βυσοκά, Φτέρη, Κλαπατσούνα, Πυργάκι, Βάλιτσα [Βάλτσα], Μελίσσια, μονή Ομπλού, Ααπαναγοί, Μάξι, Μαζέικα, Παγκράτι, Μορόχωβα, Δερβένι, Βάλτος, Πλανέρου | Πλανητέρο], Καλύβια (4 χλμ. δυτικά των Μαζέικων).
696 Έλληνες εκτελέστηκαν.
117η μεραρχία καταδρομών la αρ. 1595/43 απόρρητο.
{Πηγή. OA-F: RH 24-68 /15, RTB, 14.12.43. // 24-68 /19, and RH 26-117 /16}.
Η εικόνα της ολικής καταστροφής που αντίκρισαν οι γυναίκες, ήταν συγκλονιστική. Μετά τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας άρχισε το οδυνηρό έργο του εντοπισμού και της ταφής των αγαπημένων τους προσώπων. Για τη μεταφορά χρησιμοποιήθηκαν κουβέρτες, σεντόνια και κάθε είδους ρουχισμός. Στο νεκροταφείο ανοίχθηκαν λάκκοι με αιχμηρά αντικείμενα, αυτοσχέδια σκαπτικά εργαλεία, ακόμη και με τα χέρια.
Το τραγικό αυτό καθήκον διήρκεσε επί διήμερο. Οι επόμενες μέρες κύλησαν σε μια προσπάθεια εξεύρεσης τροφής και πρόχειρου καταλύματος για τις γυναίκες και τα παιδιά.
Ο σκληρός αγώνας για την επιβίωση είχε αρχίσει…
Η ιστορία του χρυσού ρολογιού και η σωτηρία αυτού που το κρατούσε
Η Ιστορία
Ρολόι τσέπης του Γεωργίου Γεωργαντά, διασωθέντα της «Επιχείρησης Καλάβρυτα» Απρίλιος 1941. Η Γερμανική προέλαση ξεκινά αναγκάζοντας τον Ελληνικό Στρατό σε οπισθοχώρηση. Μεταξύ των χιλιάδων που υποχωρούν, δύο απλοί στρατιώτες βρίσκουν καταφύγιο κατά τη διάρκεια της νύχτας στο σπίτι ενός βοσκού – σε ένα χωριό βόρεια της Λαμίας – και το πρωί συνεχίζουν το δρόμο της επιστροφής. Ο ένας από τους δύο στρατιώτες συναντά το θάνατο από μια αδέσποτη σφαίρα. Ενώ ξεψυχά δίνει στο σύντροφό του το ρολόι τσέπης του, με την επιθυμία να το στείλει πίσω στην οικογένειά του. Δεν πρόφτασε όμως να του πει που.. Έτσι το ρολόι συνεχίζει το ταξίδι του στα χέρια του Καλαβρυτινού στρατιώτη Παναγιώτη Πανταζή, ο οποίος φτάνει σώος στον τόπο του με την ελπίδα πως με το τέλος του πολέμου θα μπορούσε να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία του νεκρού συντρόφου του.
Νοέμβριος 1943. Το ταξίδι του ρολογιού όμως συνεχίζεται. Έρχεται στα χέρια του Καλαβρυτινού, Γεωργίου Γεωργαντά, αδελφικού φίλου του Παναγιώτη Πανταζή. Ο πρώτος έχοντας στείλει το δικό του ρολόι για επισκευή στην Πάτρα, δανείστηκε το ρολόι του νεκρού στρατιώτη και έμαθε την ιστορία του.
13 Δεκεμβρίου 1943. Οι Καλαβρυτινοί οδηγούνται από τους Γερμανούς στο Λόφο του Καππή και έρχονται αντιμέτωποι με το εκτελεστικό απόσπασμα της Βέρμαχτ. Ξεκινά η μαζική εκτέλεση. Ο Παναγιώτης Πανταζής πέφτει νεκρός, ο Γεωργαντάς επιβιώνει.
Δεύτερη και τελευταία φάση, η χαριστική βολή. Ένας Γερμανός στρατιώτης πλησιάζει και κλωτσάει τον Γεώργιο Γεωργαντά με σκοπό να διαπιστώσει αν είναι νεκρός ή ζωντανός. Παρατηρεί το χρυσό ρολόι στην τσέπη του και θέλει να το κλέψει. Στρέφει το πιστόλι στον κρόταφο του Γεωργαντά και ταυτόχρονα ελέγχει αν τον παρακολουθεί ο αξιωματικός του. Έτσι δίνεται η ευκαιρία στον Γεωργαντά να μετακινηθεί ελαφρά και η σφαίρα δεν τον βρίσκει στον κρόταφο αλλά διαπερνά το λαιμό του. Τραυματίζεται βαριά, αλλά όχι θανάσιμα. Το δανεικό ρολόι παραμένει στην τσέπη του.
Ο Γεώργιος Γεωργαντάς ήταν ένας από τους δεκατρείς Καλαβρυτινούς διασωθέντες και απεβίωσε το έτος 1989. Το ρολόι που του χάρισε τη ζωή συνέχισε το ταξίδι του και βρέθηκε στα χέρια του εγγονού του. Σήμερα εκτίθεται στο Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος.
Τεχνικά Χαρακτηριστικά: Το ρολόι είναι κατασκευής της εταιρείας “ELGIN NATIONAL WATCH COMPANY” από την πόλη Έλγιν, Ιλλινόις, Η.Π.Α. (1864-1968), έχει αριθμό κατασκευής 17939233, και σύμφωνα με την βάση δεδομένων της εταιρείας κατασκευάστηκε το 1914, σε μια σειρά 2.000 ρολογιών από την συνολική παραγωγή των 520.000.
Η δίκη και η “τιμωρία”
Οι επακόλουθες Δίκες της Νυρεμβέργης
Υπόθεση VII
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του Διεθνούς Στρατοδικείου της Νυρεμβέργης, άρχισαν οι δίκες που έμειναν στην ιστορία ως Επακόλουθες Δίκες της Νυρεμβέργης. Οι δίκες αυτές είχαν σαν σκοπό την ποινική δίωξη των κατώτερων αξιωματούχων του ναζιστικού καθεστώτος, οι οποίοι συνέβαλαν με τις πράξεις τους στην διάπραξη εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Στις 10 Μαΐου 1947 ξεκίνησε στη Νυρεμβέργη και η Υπόθεση VII, η «Δίκη του Λίστ» (επίσημος τίτλος: «Οι ΗΠΑ εναντίον Βίλχελμ Λιστ, κ.ά.»), γνωστότερη ως η «Δίκη των ομήρων». Στο εδώλιο του κατηγορουμένου κάθονταν 11 από τους 12 στρατηγούς που κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου στα Βαλκάνια.
(Ο κατηγορούμενος Franz Bohme αυτοκτόνησε στις 29 Μαΐου 1947).
Η δίκη διήρκεσε 117 ημέρες και οι ποινές που επέβαλε το δικαστήριο της Νυρεμβέργης -19 Φεβρουαρίου 1948- ήσαν οι εξής:
- Wilhelm List-ισόβια
- Walter Kuntze – ισόβια
- Hermann Foertsch – αθωώθηκε
- Curt von Geitner – αθωώθηκε
- Maximilian von Weichs (εξαιρέθηκε της δίκης για λόγους υγείας)
- Lothar Rendulic – φυλάκιση 20 ετών
- Ernst Dehner – φυλάκιση 7 ετών
- Ernst von Leyser – φυλάκιση 10 ετών
- Hubert Lanz – φυλάκιση 12 ετών
- Felmy Hellmuth – φυλάκιση 15 ετών
- Wilhelm Speidel – φυλάκιση 20 ετών
- Οι δύο τελευταίοι «τιμωρήθηκαν» ως υπεύθυνοι για τα εγκλήματα που διέπραξε η Βέρμαχτ στην περιοχή των Καλαβρύτων.
- Ο Karl von Le Suire ο «πρωταγωνιστής» και υπεύθυνος αυτής της σφαγής, δεν δικάστηκε ποτέ ως εγκληματίας πολέμου, παρά πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών.
- Όλοι οι καταδικασθέντες -μεταξύ των ετών 1951-1953- αποφυλακίστηκαν.