Η ζωή και το έργο του Ρηγα Βελεστινλή-Φεραίου
Διαβάστε για τον εμπνευστή και πρόδρομο της Φιλικής Εταιρίας για την απελευθέρωση της Ελλάδας
Εκείνη την αυγή ροδόβαψε ο ήλιος απάνω στα χιονισμένα Θεσσαλικά βουνά και έλαμψε κάτω στο Βελεστίνο με λάμψη πρωτόφαντη.
Η αρχόντισσα η κυρά Μαρία του Κυριαζή, είχε φέρει στον κόσμο την περασμένη νύχτα ένα ωραίο αγοράκι.
Έχουν να πουν ότι κάθε φορά που γεννιέται άνθρωπος μεγαλόψυχος κι’ αντρειωμένος στον κόσμο, ως κι’ ο ήλιος βγαίνει χαρούμενος.
Το χαρμόσυνο αυτό περιστατικό, που έκαμε ως και τον ήλιο να χαρεί, στάθηκε στα 1762.
Η πιο μαύρη τούρκικη σκλαβιά πλάκωνε την όμορφη χώρα της Θεσσαλίας τότε.
Άγρια μπουλούκια αιμοβόροι Γενίτσαροι, που τους ξέβρασε η Κόλαση, είχαν απλωθεί παντού. Κ’ είχαν πλημμυρήσει χωριά και πολιτείες. Κ’ είχαν κυριαρχήσει σ’ όλη τη Θεσσαλία.
Αυτοί κυβερνούσαν κι’ αυτοί πρόσταζαν. Μισούσαν θανάσιμα τούς Έλληνες χριστιανούς.
Το μίσος τους ξολοθρεμός, χαμός, αφανισμός.
Θεριά πεινασμένα, αν κατέβαιναν, λύκοι λυσσασμένοι αν ορμούσαν, λιγότερη θα προξενούσαν στον τόπο καταστροφή κ’ ερήμωση.
Τιμή, ζωή, περιουσία του χριστιανού, του ραγιά, όλα κάτω από την φτέρνα του Γενίτσαρου.
Άρπαζε, έκλεφτε, έσφαζε, ατίμαζε.
Έκαψε χωριά, ρήμαξε χώρες, γκρέμισε εκκλησιές, μόλυνε ιερά….
Είχαν βαλθεί οι Γενίτσαροι, να εξολοθρέψουν όσο το δυνατόν πιο πολλούς χριστιανούς Θεσσαλούς, με τον πιο άγριο κι’ απάνθρωπο τρόπο.
Για κάθε τους ιδιοτροπία, για ψύλλου πήδημα, ξεθύμαιναν στους δυστυχισμένους σκλάβους.
Άλλους έσφαζαν, άλλους εσούβλιζαν, άλλους έπνιγαν, άλλους εβασάνιζαν, άλλους εκρέμαζαν.
Το πιο σκοτεινό σύγνεφο της πιο μαύρης σκλαβιάς άπλωσε κ’ εσκέπαζε τότε απ’ άκρη σ’ άκρη την άτυχη τη Θεσσαλία.
Η γέννηση του παλικαριού
Τέσσερες ώρες μακριά από το Βόλο, 19 χιλιόμετρα με το Θεσσαλικό σιδερόδρομο, βρίσκεται το Βελεστίνο.
Από τα ωραιότερα χωριά της Θεσσαλίας.
Περιβόλια κατάφυτα, πυκνές δενδροφυτείες, δάση χλοερά αγκαλιάζουν τον χαριτωμένο τόπο ολόγυρα.
Η Υπέρεια κρήνη, το Κεφαλόβρυσο, που τα κρυσταλλένια διάφανα νερά της σχηματίζουν στη μέση μικρή λίμνη, ποτίζει και θεριεύει την ζωηρότατη βλάστηση από την μακρινή αρχαιότητα.
Το Βελεστίνο είναι χτισμένο στους πρόποδες του Χαλκιδώνιου βουνού της Θεσσαλίας.
Στην ίδια τοποθεσία πάνω, πριν από τον Τρωικό πόλεμο βρισκόταν η αρχαία χώρα των Φερών.
Η χώρα αυτή, πολυδοξασμένη πρωτεύουσα τότε της Θεσσαλίας, είχε βασιλεία της τον Άδμητο και λιμένα το Βόλο.
Ο Βασιλιάς των Φερών ο Άδμητος ήταν ένας από τούς Αργοναύτες. Είχε βασίλισσα του αφοσιωμένη την Άλκηστη. Όταν ο Άδμητος αρρώστησε βαριά κ’ έπεσε να πεθάνει, η βασίλισσα προσφέρθηκε ν’ αυτοθυσιαστεί. Πέθανε αυτή κ’έσωσε τον άντρα της.
Στον ίδιον το βασιλέα των Φερών, τον Άδμητο, ζήτησε φιλοξενία ο θεός ο Απόλλωνας, όταν έφυγε εξόριστος από τον Ουρανό,
για το φόνο των Κυκλώπων.
Σ’ αυτόν τον ωραίο κ’ ένδοξο τόπο, που αναστέναζε κάτω από την πιο απάνθρωπη τυραννία του άγριου Γενίτσαρου, θέλησε ο θεός και γεννήθηκε την περασμένη νύχτα ο Ρήγας.
Σαν τον Απόλλωνα ωραίος. Σαν τον Ηρακλή ρωμαλέος. Πρόδρομος και προφήτης και τραγουδιστής της Ελληνικής ελευθερίας.
Ο Βελεστινλής, όπως τον έλεγαν οι Τούρκοι κ’ έτρεμαν. Για τούτο ο ήλιος εκείνη την αυγή ροδόλαμψε ασυνήθιστα χαρούμενος πάνω στο καταπράσινο το Βελεστίνο.
Τον πετροβολούν τα τουρκόπουλα.
Πατέρας του Ρήγα ο προεστός του Βελεστίνου Κυριαζής.
Μητέρα του, καλότυχη, που έφερε στον κόσμο τέτοιο καμάρι, η κυρά Μαρία η αρχόντισσα.
Είχε και μια γλυκειά αδερφούλα ο Ρήγας. Την Ασήμω, την ακριβή, πού τη λάτρευε.
Από μικρός ο Ρήγας έδειξε μεγάλη αγάπη στα γράμματα κι’ αληθινή αφοσίωση στη θρησκεία και στην Πατρίδα.
Από ενωρίς, από τα πρώτα βήματα του στο μικρό σχολειό του Βελεστίνου, αναδείχτηκε αληθινός φωστήρας ανάμεσα στους συνομήλικους του.
Οι άλλοι χριστιανοί Βελεστινιώτες, που είχαν κι’ αυτοί τα παιδιά τους στο ίδιο σκολειό, καλοτύχιζαν τα γονικά του Ρήγα.
- Τόσο προκομμένο παιδί!…
- Από τόσο μικρό δείχνει ότι θα γίνει μεγάλος άνθρωπος !…
- Αυτό το παιδί, έλεγαν, θα δοξάσει τη σκλαβωμένη την Πατρίδα μια μέρα !…
Οι Τούρκοι πάλι οι Βελεστινιώτες, έβλεπαν όχι μόνον με ζήλεια, αλλά μ’ ολοφάνερο μίσος την τόλμη, την αξιάδα και την προκοπή του μικρού του Ρήγα.
Σα να πρόβλεπαν ανήσυχοι ότι ο καλός κι’ άξιος μαθητής του μικρού σκολειού του Βελεστίνου, θα τράνευε μια ημέρα και θα θέριευε. Θα γινόταν ο πιο μεγάλος, ο πιο επικίνδυνος εχτρός για την Τουρκία μια μέρα…
Τα μικρά τα τουρκόπουλα μισούσαν περισσότερο από τους πατεράδες τους το Ρήγα.
Γι’ αυτό τον παραμόνευαν, όταν σκόλαζε από το μάθημά του. Μόλις έβγαινε το καλό το παιδί, να γυρίσει από το σκολειό στο σπίτι του, λυσσασμένα τον πετροβολούσαν και του βρίζαν την πίστη του.
— Γκιαούρη’… Άπιστε Γκιαούρε!.., Σκύλε Γκιαούρη!..
Ο Ρήγας συγκρατούσε με θέληση την οργή του. Συγκρατούσε την ορμή του, όπως τον εσυμβούλευε η μητέρα του.
Έσφιγγε τα δόντια του και τη γροθιά του. Έσφιγγε την όμορφη ψυχή του γεμάτη χολή και αγανάχτηση.
Όταν όμως έφτανε στο σπίτι του, έπεφτε με δάκρυα πύρινα στην αγκαλιά της αγαπημένης μανούλας του.
- Δε βαστώ, μάνα, δε βαστώ !…
Η μητέρα του τον έκλεινε στην αγκαλιά της κ’ έπνιγε στα φιλιά της το πικρό του παράπονο, Ρήγα μου, ακριβέ μου, μην κλαίς και την καρδιά μου ραγίζεις..
Έκρυβε ανήσυχη τον πόνο της. Με τρυφερά παρηγορητικά λόγια, που μόνο της γλυκιάς της μητέρας η γλώσσα ξέρει ν’ αντλεί από την ανεξάντλητη πηγή της μητρικής αγάπης, έσταζε το βάλσαμο και θάρρος στην πικραμένη παιδική ψυχή του Ρήγα, από την άδικη καταφρόνια των Τούρκων.
— Το νου σου, τη λατρεία σου στην πίστη μας και στην Πατρίδα μας. Ρήγα μου 1 . . Θα ’ρθεί, παιδί μου, ο καιρός και για μας ! . . . Θα να’ρθει, γιόκα μου, ο καιρός, που θ’ αφανιστεί ο τύραννος, να λήξουν τα βάσανά μας ! . . Παιδί μου ! .. ‘Υπομονή!. ..
Η ψυχή η ωραία του Ρήγα γλυκαινόταν και γαλήνευε από τα όμορφα λόγια της άγιας του μητέρας.
Έτσι έπαιρνε πάλι θάρρος και δύναμη. Και ξακολουθούσε με περισσότερο ζήλο και επιμονή τα γράμματα και την προκοπή του, εμψυχωμένος από τα ωραία κ’ ενθαρρυντικά λόγια της μητέρας του.
Με τόση στοργή και φροντίδα καλλιεργούσε στην παιδική ψυχή του η μητέρα του τα μεγάλα κ’ ευγενικά αισθήματα, για τη θρησκεία και για την Πατρίδα. Κι’ αυτά όταν αργότερα μεγάλωσε κ’ έγινε άντρας τον έκαμαν ν’ αναδειχτεί ο μεγάλος πρόδρομος για την Ελληνική Αναγέννηση.
Στο Σκολειό της Ζαγοράς.
Έτσι ο Ρήγας με την αγάπη και την ευλογία της μητέρας του και του πατέρα του, που την εφρόντιζαν και τον ενθάρρυναν στον καλό δρόμο της αρετής, έμαθε τα πρώτα γράμματα στο μικρό σκολειό του Βελεστίνου.
Όταν τελείωσε όμως το μικρό σκολειό του χωριού του, δεν είχε άλλο ανώτερο εκεί, για να εξακολουθήσει τα γράμματα.
Ο πατέρας του κ’ η μητέρα του έβλεπαν με υπερηφάνεια το μεγάλο ζήλο, που έδειχνε το παιδί τους για τα γράμματα. Αποφάσισαν, λοιπόν, να τον στείλουν και σ’ ανώτερο σκολειό αλλού να σπουδάσει περισσότερα γράμματα.
Ο Ρήγας θα ήταν τότε δεκαπέντε χρόνων παλληκάρι.
Πρώτη φορά άφηνε το σπίτι του και τα γονικά του για να ξενιτευτεί.
Στην όμορφη και δροσερή Ζαγορά, πάνω στο ΙΙήλιο, ήταν ένα καλό σχολείο ανώτερο, όπου ο πατέρας του Ρήγα έστειλε το αγαπημένο το παλληκάρι του.
Διευθυντής στο σχολείο αυτό ήταν ο Κωνσταντίνος Λογιώτατος. Άλλοι μαζί του δασκάλοι, σοφοί για την εποχή τους.
Η φιλομάθεια και η επιμέλεια του Ρήγα έκαμε ευθύς από την αρχή εντύπωση στους νέους του δασκάλους της Ζαγοράς.
Αλλά εκείνο, που τους έκαμε πιο μεγάλη έκπληξη ήταν η δυσανάλογη για την ηλικία του εξυπνάδα του μικρού Ρήγα, ο βαθυστόχαστος διαλογισμός, η θερμή του νέου αισθαντικότητα.
Από τις πρώτες ημέρες οι δασκάλοι του βεβαιώθηκαν ότι είχαν εμπρός τους έναν ξεχωριστό νέο μαθητή, με ασυνήθιστα χαρίσματα.
Από το πρωί ως το βράδυ σκυμμένος πάνω στα βιβλία του μελετούσε ο Ρήγας τα μαθήματά του.
Όταν τελείωνε την ορισμένη μελέτη στα μαθήματα του σχολείου του, καταγινόταν στη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών.
Όταν κάποτε έπαυε τη μελέτη του, έτρεχε με τους νέους συνομήλικους του όπου χαρές και πανηγύρια.
Μάθαινε μαζί τους και τους νέους Ελληνικούς χορούς και τα δημοτικά τραγούδια, τα κλέφτικα.
Θεσσαλός αρματολός.
- Παιδί μου, κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης, και ν’ αποχτήσης πρόβατα, ζευγάρια κι’ αγελάδες, χωριά μ’ αμπελοχώραφα, κοπελιά να δουλεύουν. . .
- Μάνα μου, εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης, να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους, Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαρύ ντουφέκι, να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια, να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγκους. να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνιων, και να σφυρίζω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους, που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες. Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
- Γεια σας, βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες
- Καλόστο τ’ άξιο το παιδί και τ’ άξιο παλληκάρι. . .
Αγιονόρος
Είχε τελειώσει από καιρό τώρα τα μαθήματα του στο σχολειό της Ζαγοράς ο Ρήγας.
Είχε δείξει τόση προκοπή κ’ είχε ξεπεράσει τόσο τους άλλους συμμαθητές του, ώστε οι δασκάλοι του τον εμεταχειρίζονταν όχι πια σα μαθητή τους, άλλα σα φίλο.
Έκαναν συντροφιά και συζητούσαν μαζί του για όλα τα ζητήματα.
Μα τι να κόμη πια στην Ζαγορά, μια που τελείωσε τα μαθήματα του κ’ εκεί.
Η φιλομάθειά του και το ανήσυχο πνεύμα του τον έσπρωχναν αλλού. Σ’ άλλα, ακόμη ανώτερα σχολεία, για να πλουτίσει το νου του. ‘Όσο προχωρούσε στην ηλικία ο Ρήγας με την ακούραστη μελέτη πλούτιζε τη σκέψη του και δυνάμωνε τα μεγάλα του αισθήματα.
Η μακρόχρονη επιμονή και καλλιέργεια ακόνιζε το νου του και πλημμύριζε την καρδιά του από την πιο ευγενική χαρά για την ζωή, από τον πιο ακοίμητο ενθουσιασμό για την ανάσταση της σκλάβας Πατρίδας.
Είχε ακούσει ο Ρήγας ότι σε κάποια από τα μοναστήρια στ Αγιονόρος ήταν βιβλιοθήκες πλούσιες κ’ ιερωμένοι σοφοί.
Αποφάσισε λοιπόν, να πάει να μαθητέψει στ’ Αγιονόρος.
Ένα καλό πρωί αποχαιρέτησε συγκινημένος τους δασκάλους του και τους συμμαθητές του της Ζαγοράς και ξεκίνησε πεζός για τ’ Αγιονόρος.
Ήταν τότε 17 χρόνων παλληκάρι. Ωραίος με κορμοστασιά αθλητική.
Για να φτάσει από τη Ζαγορά στ’ Αγιονόρος επεζοπόρησε τρία ημερονύχτια και πέρασε από τη Μακεδονία στη Χαλκηδική.
Αλλά δεν εύρηκε στ’ Αγιονόρος τα σχολεία και τη σοφία, που είχε ακούσει. Γύρισε πολλά μοναστήρια. Μα παντού τον περίμενε η καλογερική αμάθεια και η τεμπελιά.
Μόνο στην ξακουστή Μονή του Βατοπεδίου ανακάλυψε τον Ηγούμενο πάτερ—Νικόδημο, Θεσσαλό συντοπίτη του.
Ο Ρήγας βρήκε τον Ηγούμενο σοφό για την εποχή του και ενθουσιασμένο πατριώτη. Και δεν άργησε να τον κάμει φίλο και καθημερινό σύντροφο.
Με τη βοήθεια του Νικόδημου ο Ρήγας διάβασε πολλά ιστορικά χειρόγραφα και άλλα ιστορικά πολύτιμα βιβλία.
Ο Ηγούμενος Νικόδημος τον ανέβασε στην κορφή στ’ Άγιονόρος κατάκορφα.
Από κει απάνω έκαμε το Ρήγα ν’ αγναντέψει τις απέραντες Ελληνικές θάλασσες και τις Ελληνικές χώρες, που σκλαβωμένες τις καταπατούσε ο Τούρκος ο τύραννος.
Καημένη Ρωμιοσύνη ! . ..
Καθισμένος απόξω από την εκκλησούλα της κορφής, την Αγία Μεταμόρφωση, μαζί με τον Ηγούμενο το Νικόδημο, αγνάντευε με πικραμένη την ψυχή ο Ρήγας τους πανέμορφους ολόγυρα τουρκοπατημένους Ελληνικούς κόσμους.
Έβλεπε τις τρεις γλώσσες της Χαλκιδικής που προχωρούν βαθειά μέσα στη θάλασσα.
Ξεχωριστά θαύμαζε τη χερσόνησο του Άθου, κατάφυτη παντού από πυκνά ωραία δάση. Ανάμεσά τους ασπρολογούν άπειρα μοναστήρια, μικρά και μεγάλα, κυκλωμένα από μυρτιές και δάφνες.
Έπειτα αγνάντευε χαμηλά, εκεί κάτω, και δεν εχόρταινε τα δαντελωτά ακρογιάλια. Η θάλασσα έπαιζε με την ξηρά κ’ εσχημάτιζε αναρίθμητα χαριτωμένα λιμανάκια.
Ο Πάτερ-Νικόδημος ύστερα του έδειχνε τα μακρινά Ελληνικά νησιά, τη Χίο και τη Σάμο και τη Λέσβο, και τάλλα νησιά.
Μόλις ξεχώριζαν στο απέραντο βαθυγάλανο διάστημα.
Τα πιο κοντινά νησιά, η Θάσο κοντά στην Καβάλλα, η Σαμοθράκη, κ’ η Λήμνο πιο πέρα και η Ίμβρο φαίνονταν πιο ξάστερα στις κοντινότερες Ελληνικές θάλασσες.
Η μυτερή κορφή του βουνού, σουβλίζει το γαλάζιο στερέωμα. Ολόκληρος ο Άθως με τ’ άσπρα του μοναστήρια του στρογγυλοκάθεται πάνω στις φωτεινές θάλασσες σα μια πελώρια καμπάνα.
Απόβαθα στον ορίζοντα, πέρα από το γαλανό διάπλατο της θάλασσας κάμπο, ξεχώριζε ο θείος Όλυμπος.
Βαθύτερα ακόμη, μέσα σ’ ένα νεφέλωμα η μάζα των άλλων ελληνικών βουνοσειρών.
Έλαμπε καταξάστερος γαλανός ο ουρανός απάνω, κι’ άστραφτε η θάλασσα πλατειά, απέραντη, κάτω, καθρεφτίζοντας η γαλανή χαρά τ’ουρανού.
Όλα γελούσαν μέσα στο ονειρεμένο φώς. Και μονό η ψυχή του αισθαντικού νέου ήταν βυθισμένη σε μια μελαγχολία βουβή.
Ο Ηγούμενος Νικόδημος είπε,
—Όλοι αυτοί οι κόσμοι, παιδί μου, όπου φτάνει, κι’ όπου δε φτάνει το μάτι σου, στεριές και θάλασσες και νησιά και βουνά και κάμποι, ήταν όλα μια φορά, όλα Ελληνικά … Τώρα είναι καταπατημένα από τον Τούρκο… Δεν έχουμε ούτε μια μικρή γωνίτσα ελεύθερη!…
Η αισθαντική ψυχή του Ρήγα πόνεσε βαθιά κι’ αναστέναξε….
—Καημένη Ρωμιοσύνη! είπε ως πότε θα προσκυνάς τον Αγαρηνό, τον αιμοβόρο τον Τούρκο!…., Και τα μάτια του γιόμισαν δάκρυα.
Τόσο πολύ τον συνεπήρε ο πατριωτικός του πόνος, ώστε όταν κατέβηκε πάλι στο μοναστήρι του Βατοπεδιού, δε μπόρεσε να μείνει άλλο.
Αποχαιρέτησε την άλλη αυγή το συντοπίτη του τον καλό Νικόδημο, τον Ηγούμενο, που τον είχε φιλοξενήσει και τον είχε ευκολύνει τόσον καιρό σα δάσκαλος στις μελέτες του, κι’ έφυγε πάλι για τη Θεσσαλία.
Με τους αρματολούς.
Εκείνη την εποχή τα πιο ψηλά βουνά στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία, μάλιστα ο Όλυμπος, ήταν ελεύθερα από τον Τούρκο και ανεξάρτητα.
Στον Όλυμπο απάνω είχαν στήσει τη σημαία της Ελληνικής ελευθερίας όλα τ’ αρματολίκια κι’ όλη η κλεφτουριά.
Έγραφαν κάτω από τα τσαρούχια τους την τυραννική κυριαρχία του Τούρκου στους κάμπους.
Ούτε που τόλμησε ποτέ ο άγριος δυνάστης ν’ ανεβάσει τη μύτη του ως τα γιατάκια και τα καραούλια των κλεφτών στον Όλυμπο.
Τα γενναία και ανυπόταχτα παλληκάρια, που αποτίναξαν του Τούρκου την σκλαβιά, ανέβηκαν κ’ έστησαν τις φωλιές τους τις ελεύθερες πάνω στις απάτητες κορφές του Θείου Ολύμπου.
Κρατούσαν εκεί ψηλά με την ανυποταξία τους και την παλληκαριά τους ακοίμητο το φως της εθνικής ελπίδας, που εμψύχωνε τους σκλάβους του κάμπου.
Οι αρματολοί
Στολίζονται, αρματώνονται με τα χρυσά γελέκια. Ζώνονται τα λαμπρά σπαθιά και παίρνουν τα ντουφέκια. Στον Όλυμπο ξημέρωσαν, στον Όλυμπο στη ράχη. Βρίσκουν εκεί το κρύο νερό και τον παχιών τον ήσκιο. Κάθονται μπαρμπερίζονται, χτενίζουν τα μαλλιά τους. Και στο γιαλί γιαλίζονται και το μουστάκι στρίβουν. Κ’ ένας τον άλλον έλεγαν, και ένας στον άλλο λένε :
- Κεφάλια που χουν’ όμορφα με τα μακριά μαλλιά τους….
Ο Όλυμπος κι’ ο Κίσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν. Το ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι. Ο Κίσαβος ρίχνει βροχή κι’ ο Όλυμπος το χιόνι, Γυρίζει τότε ο Όλυμπος και λέγει του Κισάβου.
- Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, μπρε τουρκοπατημένε, που σε πατάει η Κονιαριά κ’ οι Λαρισινοί οι αγάδες. Εγώ ειμ’ ο γέρο Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος, έχω σαρανταδυό κορφές κ’ εξήντα δυο βρυσούλες, κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης. Κι’ όταν το παίρνει η άνοιξη κι’ ανοίγουν τα κλαδάκια, γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους. Έχω και το χρυσόν αητό, το χρυσοπλουμισμένο, πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει :
«Ήλιε μ’ δεν κρούς τ’ άποταχί, μόν κρούς το μεσημέρι
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου…»
Στις απάτητες κορφές του ξακουσμένου βουνού, όπου άλλοτε είχαν τις κατοικίες τους οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων, τώρα είχαν στημένα τα λημέρια τους οι αρματολοί και οι κλέφτες.
Νέοι θεοί και νέοι πρόδρομοι της ελευθερίας.
Τα νέα παλληκάρια γυμνάζονταν στο πήδημα, στο πάλεμα, στο λιθάρι, στη σκοποβολή και στο σπαθί. Συνέχιζαν την αρχαία Ελληνική παράδοση.
Έπειτα πιάνονταν στο χορό. Όλοι μαζί τραγουδούσαν τα αθάνατα τα κλέφτικα τραγούδια, που διηγούνταν τα παθήματα της φυλής από τον τύραννο, η τα ανδραγαθήματα των αρματολών, εναντίον των Τούρκων.
Σε τέτοια κολυμπήθρα πατριωτισμού επόθησε να λούση την πικραμένη ψυχή του ο Ρήγας, όταν έφυγε απογοητευμένος από τ’ Αγιονόρος.
Πέρασε πάλι πεζός από τη Χαλκηδική στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στην Αικατερίνη και στο Λευτεροχώρι.
Εκεί πήρε από τους χριστιανούς οδηγίες και ανέβηκε στον Όλυμπο, στα λημέρια των κλεφτών.
Ο ύμνος του Ρήγα
Έκαμε ο Θεός και ο πρώτος, που απάντησε φρουρό στο καραούλι έτυχε ο συγγενής του Ρήγα ο Σταύρος ο Ζήρης, ο αρματολός.
Επήρε αμέσως το Ρήγα και τον έφερε στο λημέρι.
Εγνώρισε πρώτα τον καπετάνιο των κλεφτών. Έπειτα γνώρισε και τ’ άλλα παλληκάρια.
Έγινε αμέσως φίλος με όλους αγαπημένος. Τούς διηγήθηκε με πόνο και με συγκίνηση τα βάσανα, που περνούσαν οι Έλληνες ραγιάδες κάτω στους κάμπους. Στις χώρες, στα χωριά και στα μοναστήρια. Την ακοίμητη λύσσα των Τούρκων εναντίον των χριστιανών. Τα βάσανα και τα μαρτύρια, που υπόφερε όλη η φυλή….
Οι αρματολοί και οι κλέφτες έτριζαν τα δόντια εναντίον του αιμοβόρου του Τούρκου.
Τα μάτια του Ρήγα γιόμιζαν δάκρυα από τον πιο αγνό πατριωτικό ενθουσιασμό.
Το γενναίο το παλληκάρι! για πρώτη φορά στη ζωή του αντίκριζε ομόφυλούς του ελεύθερους, να δείχνουν με τόση οργή το μισός τους εναντίον του Τούρκου καταπατητή. Και αναγάλλιαζε η ευγενική ψυχή του.
Έτσι συνταίριαζε ο Ρήγας με τους νέους αρματολούς και κλέφτες πάνω στις βουνοράχες του Όλυμπου, και έζησε μαζί τους καιρό.
Γυμνάστηκε και χόρεψε και γεύτηκε ψημένα στη σούβλα τα αρνιά τους, και τραγούδησε μαζί τους τα κλέφτικα τραγούδια της ελευθερίας. Τα τραγούδια του Μητρομάρα, του Λάμπρου Κατσώνη, του Μπουκουβάλα, του Χρήστου Μηλιώνη και των άλλων καπετανέων.
Άξαφνα μια ημέρα, ενθουσιασμένος ο Ρήγας ανάμεσα στα κλεφτόπουλα του Ολύμπου, τους τραγούδησε κ’ ένα δικό του τραγούδι.
Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμε στα στενά, μονάχοι σα λιοντάρια στις ράχες, στα βουνά ; Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά, να φεύγουμε άπ’ τον κόσμο για την πικρή σκλαβιά ; Να χάνουμε Πατρίδα κι’ αδέρφια και γονείς, τους φίλους τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς ; Καλήτερα μιας ώρας ελεύτερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή !
Τα κλεφτόπουλα ενθουσιάστηκαν με το τραγούδι του Ρήγα. Οι γέροι καπετάνιοι με δάκρυα στα μάτια τον αγκάλιασαν και τον φίλησαν.
Έπειτα το έμαθαν το τραγούδι του Ρήγα όλα τα παλληκάρια. Από στόμα σε στόμα το τραγουδούσαν σ’ όλα τα λημέρια των αρματολών και των κλεφτών. Το αντιλαλούσαν οι πλαγιές κ’ οι λαγκαδιές των βουνών.
Στο τέλος το έμαθαν και στους κάμπους κάτω. . .
Παράδεισος
Όταν άφησε τα λημέρια των κλεφτών ο Ρήγας, για να γυρίσει στα γονικά του στο Βελεστίνο, κατέβηκε από τον Όλυμπο και πέρασε από τα Τέμπη στη Λάρισα.
Ήταν άνοιξη τότε. Κ’ ήταν σωστό μάγεμα το πέρασμα από τα στενά των Τεμπών.
Ο αισθαντικός νέος πρώτη φορά στη ζωή του περνούσε το μέρος εκείνο, από τα πιο όμορφα στολίδια της Πατρίδας του. Και δεν χόρταινε τα κάλλη του.
Πεζός, όπως βάδιζε, είχε όλον τον καιρό να βλέπει και να καμαρώνει παντού, δεξιά κι’ αριστερά του, όλες τις ωραίες τοποθεσίες των στενών.
Τα βραχωτά πλάγια της τεράστιας χαράδρας, χλοϊσμένα δεξιά κι’ αριστερά από την ανοιξιάτικη άνθιση, έπαιρναν από τον ήλιο απάνω ένα γλυκό, χαρούμενο φως.
Σγουροί βαθυπράσινοι κισσοί, λευκανθισμένες φουντωτές αγράμπελες σκέπαζαν τα κρεμαστά βράχια. Αγκάλιαζαν τους κορμούς των δένδρων, υφαίνοντας δίχτυα στον αέρα φανταχτερά.
Με διάφορες αντιφεγγιές και λογής λογιών παιχνιδίσματα κατέβαινε ο ήλιος μέσα από τα πυκνά φυλλώματα των γιγάντιων πλάτανων στα κρουσταλλένια νερά του Πηνειού, που αθόρυβα γλιστρούσαν προς τη θάλασσα.
Θαμπωμένος ο Ρήγας έκανε συχνούς σταθμούς. Όχι γιατί είχε κουραστεί ο ακούραστος πεζοπόρος, αλλά γιατί κάθε τόσο άθελα τον έσταματούσαν τά λογής λογής θεάματα και ακούσματα. Σε κανένα άλλο μέρος δεν τα βλέπει και δεν τ’ ακούει κανείς.
Η βλάστηση εδώ είναι τόσο πυκνή, ώστε πολύ συχνά οι μάζες των δένδρων ενωμένες με κισσούς κι’ αγριοκλήματα σχηματίζουν χλοερά παραπετάσματα.
Αυτά κρύβουν συχνά κι’ από το πιο διαπεραστικό μάτι τα νερά του Πηνειού και τα γλυκύτατα χρωματικά παιγνιδίσματα, που χύνει απάνω στην κρουσταλλένια τους επιφάνεια ο ήλιος αντιχτυπώντας δεξιά κι’ αριστερά στα κρεμαστά των βράχων παραπετάσματα.
Χιλιάδες αηδόνια κρυμμένα μέσα στις απέραντες πυκνές συστάδες των δέντρων και στα δροσερά τους φυλλώματα, γιομίζουν το γλυκό ανοιξιάτικο αέρα από τις πιο μαγικές μελωδίες.
Ο Ρήγας συνεπαρμένος από τις ασύγκριτες ομορφιές του μοναδικού τόπου, που για να τον διαλέξουν κατοικία τους οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων, δεν μπορούσε παρά να είναι Παράδεισος, δάκρυσε στο διαλογισμό ότι τον αληθινό αυτόν Παράδεισο τον έκανε Κόλαση η μαύρη τυραννία των Τούρκων.
Και δεν άργησε να βεβαιωθεί την ίδια ήμερα, που έφτασε στη Λάρισα.
Κόλαση
Μόλις πάτησε ο Ρήγας στην πρωτεύουσα της Θεσσαλίας, βρέθηκε έξαφνα κι ανέλπιστα μπροστά σε μια τρομερή σκηνή.
Τρις Δερβισάδες λυσσασμένοι έσερναν από τα μαλλιά στα χώματα του δρόμου συγκυλισμένο ένα σεβάσμιο γέροντα ιερέα.
Ένα πλήθος Τούρκοι, ρυπαροί και τρομεροί στην όψη, ακολουθούσαν με ουρλιάσματα άγριων θεριών και κλωτσοπατούσαν, με αλαλαγμούς το κορμί του μισοπεθαμένου γέροντα.
Ο Ρήγας με την ψυχή πλημμυρισμένη από οργή και αγανάκτηση ρώτησε να μάθει.
—Τι τάχα ασυχώρετο έγκλημα έκαμε ο πτωχός ο παπάς της χριστιανικής εκκλησίας, για να του κάνουν μια τέτοια απάνθρωπη τιμωρία;…
Κι’ έμαθε ότι εσήμανε την καμπάνα της εκκλησίας του για τον εσπερινό και ξύπνησε τον Τούρκο Διοικητή, που κοιμόταν μεθυσμένος.
Το τρομερό του αυτό κακούργημα θα το πλήρωνε με τη ζωή του.
Οι άγριοι Δερβισάδες και τα θεριεμένα μαζέματα των σκυλότουρκων τον έσερναν τον παπά μισοπεθαμένο στη γέφυρα του Πηνειού, να τον πετάξουν στα «Τσιγγέλια».
Αύτη την πληροφορία πήρε ο Ρήγας για την τιμωρία του παπά.
Μα επειδή δεν εννόησε καλά, τι είδους ποινή ήταν αυτή, αποφάσισε να ακολουθήσει τη βάρβαρη πομπή και το μαρτύριο του γέροντα ως το τέλος.
Ακολούθησε, λοιπόν, από μακριά πίσω το λυσσασμένο το τουρκομάζεμα, που έσερνε τον παπά σε μαρτυρικό θάνατο.
Πόσες φορές μετάνιωσε αργότερα το αισθαντικό παλληκάρι, για τη συμπαθητική του περιέργεια αυτή !. . .
Σ’ όλη τη ζωή του δεν τη λησμόνησε την άγρια, την τρισβάρβαρη, τη φρικαλέα σκηνή, που είδε εκείνη την ημέρα στη γέφυρα του Πηνειού ο Ρήγας.
Του απόμεινε στη μνήμη σαν ένας εφιάλτης τρομερός. . .
Μόλις έφτασαν απάνω στη γέφυρα, οι Δερβισάδες, σήκωσαν ψηλά το μισοπεθαμένο τον παπά. Εζύγιασαν το σώμα του και το πέταξαν στον Πηνειό.
Έτσι πίστεψε ο Ρήγας. Ότι τον έπνιξαν στον ποταμό.
Αλλά όταν είδε τους Δερβισάδες και το μάζεμα των βρωμερών Τούρκων να σκύφτουν έξω από τη γέφυρα, να αλαλάζουν με χαρά άγρια, κ’ έσκυψε όξω κι’ αυτός για να ειδή, παρά λίγο να πέσει ατό τα πόδια του λιπόθυμος.
Τόσο τρομερό ήταν το θέαμα που είδε.
Χτισμένα από τον τοίχο της γέφυρας κρέμονταν στο κενό μεγάλα σιδερένια τσιγγέλια. Και πάνω σ’ αυτά καρφωμένο τώρα σπάραζε στον αέρα το κορμί του γέρου του παπά. . .
Με τέτοια άγρια μαρτύρια τιμωρούσαν τους δυστυχισμένους τους χριστιανούς οι Τούρκοι στη Λάρισα. Οι πιο βάρβαροι και οι πιο φανατικοί από όλους τους σκυλότουρκους, που τυραννούσαν τότε την Ελλάδα.
Πολλές φορές οι χριστιανικές οικογένειες έχαναν άξαφνα τους δικούς τους, χωρίς κανένα λόγο.
Τους περίμεναν και αυτοί δεν γύριζαν στο σπίτι.
Ανησυχούσαν τότε και έτρεχαν στου Πηνειού τη γέφυρα…
Και τους εύρισκαν, αλίμονο, στα απαίσια «τσιγγέλια» κρεμασμένους,..
Για την αγριότητα των αιμοβόρων Τούρκων στη Λάρισα έχει μείνει από τότε, σαν αιματωμένο επίγραμμα, ένα λαϊκό τετράστιχο. Θερίζει, κόφτει το σπαθί κι ο Χάρος σαβανώνει, και το τσιγγέλι τ’ άσπλαχνο, ποτέ του δε στομώνει…
Φίδια για το θεριό
Ο Ρήγας αποτροπιασμένος, με την ψυχή γιομάτη φρίκη από την αγριότητα των Τούρκων στη Λάρισα, έφυγε την άλλη ήμερα αμέσως για το Βελεστίνο.
Κοσμογυριστής τώρα, σε μακρινά μέρη ταξιδεμένος, ξαναγύριζε έπειτα από χρόνια στο σπίτι του, ως είκοσι χρόνων ωραίο παλληκάρι καμάρι των γονιών του και των χωριανών.
Ο γυρισμός του στο Βελεστίνο, έπειτα από τόσο καιρό, γιορτάστηκε από τους δικούς του και από τους χωριανούς του με γενική χαρά.
Όλοι οι χριστιανοί Βελεστινιώτες πήγαν να το καλωσορίσουν το καμαρωμένο παλληκάρι του χωριού, γιατί όλοι το προαισθανόταν ότι θα τίμηση την Πατρίδα πολύ γλήγορα.
Πήγαιναν οι καλοί του πατριώτες και τον καλοδέχονταν στο σπίτι του, κι’ άκουαν από το στόμα του Ρήγα τα όσα είδε κι’ άκουσε στα ταξίδια του τόσα χρόνια. Από τη Ζαγορά στ’Αγιονόρος, κι’ από κι στη Θεσσαλονίκη και έπειτα στον Όλυμπο με τους κλέφτες και τους αρματολούς.
Στη Λάρισα τέλος με τους αιμοβόρους τους Τούρκους.
Με πίκρα πάντα στην ωραία ψυχή του, πολύ συχνά με βουρκωμένα μάτια, τους διηγούνταν ο Ρήγας την τυραννία και τα βάσανα, που υπόφεραν οι σκλάβοι οι Έλληνες κάτω από την βάρβαρη και σκοτεινή κυριαρχία του Τούρκου.
Ήταν αποφασισμένος τώρα να μείνει λίγο καιρό, να ξεκούραση στο Βελεστίνο, κοντά στους δικούς του, που τόσο τους είχε επιθυμήσει στην ξενιτειά, αν δε μεσολαβούσε ένα περιστατικό, που τον αγρίεψε.
Τα Χριστούγεννα, τη μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης, μαζί με τη μητέρα του, τον πατέρα και την αγαπημένη αδερφούλα του, την Ασήμω, ο Ρήγας πήγε στην εκκλησιά.
Κοινώνησαν την άγια μετάληψη κι όταν τελείωσε η λειτουργία, βγήκαν μαζί μ’ όλους τους άλλους χριστιανούς, να πάνε στα σπίτια τους.
Άλλα απόξω από την εκκλησία οι Τούρκοι είχαν φέρει ένα σωρό σακιά γιομάτα σιτάρι, επίτηδες την άγια εκείνη ήμερα.
Αγγάρευαν τους νέους χριστιανούς Βελεστινιώτες, που έβγαιναν από τη χαρμόσυνη γιορτή με τα γιορτινά τους, και τους φόρτωναν από ένα σακί, να το μεταφέρουν στην αποθήκη από την εκκλησιά.
Τελευταίος βγήκε κι ο Ρήγας μαζί με τους δικούς του. Και τόσο τον εξαγρίωσε η βαρβαρότητα αυτή των Τούρκων, ώστε ετοιμάστηκε ν’ αντισταθεί και να χτυπήσει απελπισμένα τους τύραννους, αν δεν προλάβαινε η μητέρα του ν’ ανακόψει την ορμή του.
Έτσι, για να μην παρακούσει την καλή του μητέρα, συγκράτησε τη θύελλα της ανταριασμένης ψυχής του ο Ρήγας. Και δέχτηκε τον εξευτελισμό να φορτωθεί στη ράχη του, και να μεταφέρει το σακί με το σιτάρι, ως την αποθήκη μαζί με τους άλλους Βελεστινιώτες.
Αλλά όταν ξεφορτώθηκε από τη ράχη του το σακί με το σιτάρι στην αποθήκη, φώναξε δυνατά, ώστε ν’ ακουστή από τους Τούρκους.
—Όσα σπυριά σιτάρι έχει μέσα αυτό το σακί, τόσα φίδια θα βάλω μέσα στην κοιλιά του θεριού ! . . .
Έπειτα έφυγε για πάντα, και δεν ξαναγύρισε στο Βελεστίνο ποτέ.
Ταξίδι αγύριστο
Άφησε το σπίτι του και το χωριό του ανταριασμένος ο Ρήγας και κατέβηκε στο Βόλο. Ήταν τότε ένα μικρό σκάλωμα εκεί των χωριών του Πηλίου και της Θεσσαλίας.
Όταν έφτασε στ’ ακρογιάλι, πήρε το πρώτο καράβι, που θα έφευγε για τον Πειραιά, μικρό κι’ ακατοίκητο λιμανάκι τότε.
Από τον Πειραιά ανέβηκε στην Αθήνα.
Η Αθήνα ήταν μια μικρή χώρα, τουρκοπατημένη, με λίγα σπιτάκια γύρω από την Ακρόπολη, πολλά τζαμιά και πιο πολλούς χοτζάδες.
Ο Ρήγας συγκινήθηκε πολύ όταν πρωτοείδε την Ακρόπολη.
Έκλαψε ανάμεσα στα ερείπια του πολιτισμού και της ελευθερίας της αρχαίας Πατρίδος του, που για πρώτη και τελευταία φορά έβλεπε στη ζωή του. Γιατί δεν ξαναγύρισε ποτέ πια στην Αθήνα.
Αφού έμεινε λίγο καιρό στην Αθήνα και είδε όλα τα αρχαία μνημεία, όσα ήταν τότε γνωστά, μπήκε σ’ άλλο καράβι κ’ έφυγε για την Κωνσταντινούπολη.
Πήγε στην Πόλη, γιατί εκεί έμεναν όλοι οι τρανοί σε πλούτο και σε μόρφωση Έλληνες.
Ο Ρήγας τόχε βάλει πια σκοπό της ζωής του, να τριγυρίσει όλα τα κέντρα του Ελληνισμού.
Να ξυπνήσει τους πλούσιους και τους διαβασμένους πατριώτες με το φλογερό του ενθουσιασμό.
Ν’ανάψει από τη μια άκρη ως την άλλη μια μεγάλη πυρκαγιά εναντίον του δυνάστη του Τούρκου.
Πριν φτάσει στην Πόλη ο Ρήγας, είχε μάθει τα πατριωτικά αισθήματα των Ελλήνων, που δούλευαν στην αυλή του Σουλτάνου.
Όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη πήγε αμέσως στο σπίτι του Αλεξάνδρου Υψηλάντη κ’ εζήτησε να τον ειδή.
Ο Υψηλάντης ήταν τότε Μεγάλος Διερμηνέας του Σουλτάνου κ’ είχε ξεχωριστή θέση και εύνοια στο παλάτι.
Όταν άκουσε ότι του ζητεί ακρόαση ένας νέος φερμένος άπ την Αθήνα επίτηδες, πρόσταζε αμέσως να τον αφήσουν να παρουσιαστή.
Πρώτη γνωριμία
Άρχοντα μου, άξιε και τίμιε, του είπε ο Ρήγας με το συνηθισμένο θάρρος του. Τα δεινοπαθήματα και τα μαρτύρια της φυλής μας εκεί κάτω είναι μεγάλα κι’ αδιήγητα. Αυτά με ανάγκασαν να εκπατρισθώ και να φτάσω ως εδώ, στην εξοχότητά σου. . . Δεν το θέλει ο Θεός, άρχοντά μου, άνθρωποι μ’ελεύτερη ψυχή να υπομένουμε κάτω από μια τέτοια άγρια τυραννία . . .
Ο Υψηλάντης από την πρώτη στιγμή συμπάθησε το ωραίο παλληκάρι, με τη λεβέντικη κορμοστασιά. Τον άκουε τώρα με ξεχωριστή προσοχή και συγκίνηση.
Όλοι οι ραγιάδες εκεί κάτω, στη Θεσσαλία, στη Ρούμελη και στο Μωριά έχουν μεγάλα παράπονα για τους τρανούς μας πατριώτες της Πόλης και της Βλαχιάς, ξακολούθησε ο Ρήγας. . . Όλα τα βιλαέτια κι κάτω υποφέρουν τρομερά. . . Υποφέρουν αδιήγητα βάσανα και μαρτύρια από τον άγριο τον τύραννο. . . Τιμή, ζωή, περιουσία του χριστιανού του ραγιά, όλα παιγνίδι είναι στα χέρια του τελευταίου τουρκόγυφτου Γενίτσαρου. . . Ο κόσμος γονάτισε. . . Δεν αντέχει πια ! . . . Τι θα γίνει ; . . . Ως που θα πάει αυτό, άρχοντα μου ; . . .
Ρώτησε ο Ρήγας το Μεγάλο Διερμηνέα, τον Υψηλάντη, και τα μάτια του πετούσαν σπίθες, φλογισμένα από πατριωτικό πυρετό.
Ο Υψηλάντης συγκινήθηκε βαθειά από το ωραίο παράστημα, από τη λεβεντιά, από τον ενθουσιασμό, από τη φλογερή ψυχή του νέου. Έσφιξε θερμά το χέρι του Ρήγα και του είπε:
Νομίζεις, καλό μου παλληκάρι, ότι η δική σου η ψυχή μόνη πονεί για τα κακοπαθήματα και τα μαρτύρια των αδερφιών μας. . . Πονούμε και μείς, υποφέρουμε. . . Πίστεψε, όλοι οι αισθαντικοί κ’ ελεύθεροι πατριώτες πονούμε. . . Πονούμε όσο και σύ. . . Και όλοι, όπως εσύ, ποθούμε, πότε να ρθει η ώρα, ν’ αποτινάξει η φυλή μας τη βάρβαρη σκλαβιά…
Να της ετοιμάσουμε εμείς την Ανάστασή της!… φώναξε τώρα ο Ρήγας, με ασυγκράτητη πατριωτική ορμή.
—Ναι, παιδί μου, να την ετοιμάσουμε είπε γαλήνια ο Υψηλάντης.
Αλλά χρειάζεται ο αρμόδιος καιρός… Χρειάζεται κάποιος τρόπος…. Πρέπει πρώτα να το καλομελετήσουμε…, Να εξασφαλίσουμε τα μέσα…
Ο Ρήγας δεν ήθελε άλλο τίποτε. ’Ενθουσιασμένος από την υποδοχή και τα πατριωτικά αισθήματα του Υψηλάντη, κατόρθωσε να τον παρασύρει με τη φλογερή του ψυχή, με τον ορμητικό πατριωτισμό του, με την τόλμη του και την αξία του, ώστε από την πρώτη γνωριμία έγιναν εγκάρδιοι φίλοι.
Την άλλη ήμερα ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ειδοποίησε το Ρήγα ότι διορίζεται Γραμματέας του Μεγάλου Διερμηνέα.
Δύο καλοί φίλοι
Από τότε ο Υψηλάντης και ο Ρήγας ήταν αχώριστοι, σα δυο φίλοι αδερφικοί.
Ο Ρήγας αφοσιώθηκε στην εργασία του με όλη του τη δραστηριότητα. Έγινε λίγο-λίγο το δεξί χέρι του Μεγάλου Διερμηνέα.
Ο Υψηλάντης τίποτε δεν επιχειρούσε, αν πριν δεν έπαιρνε και τη γνώμη του Ρήγα.
Έτσι ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο και η καθημερινή συνεργασία τους έδωσε καιρό και στους δύο να καταστρώσουν με υπομονή τα σχέδιά τους εναντίον της τούρκικης τυραννίας.
Ο Ρήγας από τη φιλία και τη συνεργασία του με τον Υψηλάντη, έχοντας όλη την εμπιστοσύνη του, έμαθε να συγκρατεί την σκέψη του και την νεανική ορμή του.
Να μην αφήνει τον ενθουσιασμό του και τον πατριωτικό πόνο του να τον παρασύρει σε υπερβολές.
Ο Υψηλάντης πάλι, δίνοντας στο Ρήγα όλη την εμπιστοσύνη και την αγάπη του, μαζί με την πείρα του, επήρε από τον άμαθο του κόσμου και ορμητικό νέο ένα μεγάλο ποσό αισιοδοξίας και ενθουσιασμού για την ανάσταση και για το μέλλον της Ελληνικής φυλής.
Ο Ρήγας όσο έμεινε κοντά στον Υψηλάντη, το μεγάλο του προστάτη, εκαλητέρεψε και τη μόρφωσή του. Έμαθε και τρις ξένες γλώσσες, που δεν τις ήξερε πριν, τα Γαλλικά, τα Γερμανικά και τα Ιταλικά.
Έπειτα η καθημερινή συναναστροφή του με Έλληνες της Πόλης, εμπόρους κι’ άλλους διαβασμένους, που σύχναζαν στον Υψηλάντη, τον έμαθε πολλά πράγματα.
Έτσι περνούσε ο καιρός, κι από τη μια ημέρα στην άλλη κοντά στον Υψηλάντη ο Ρήγας έβλεπε με τη ζωηρή φαντασία του να μεγαλώνει το πατριωτικό του όνειρο. Ν’ αναστηθεί η φυλή απολυτρωμένη από την τουρκική τυραννία.
Ένα πρωί, χωρίς να το περιμένει ο Ρήγας, άκουσε από το στόμα του Υψηλάντη, του αγαπημένου φίλου και προστάτη του, ότι έπρεπε ν’ αφήσει την Πόλη και να πάει γραμματέας στον Μαυρογένη, Ηγεμόνα της Βλαχίας, της σημερινής Ρουμανίας.
Ο Ρήγας, που είχε συνηθίσει τόσα χρόνια τη ζωή κοντά στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, δεν το άκουσε με πολλή ευχαρίστηση.
Ο σπόρος ο καλός
Μόλις έγινε ηγεμόνας της Βλαχίας στα 1790 ο Μαυρογένης, έγραψε αμέσως στον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον παρακάλεσε να του στείλει έναν επιδέξιο γραμματέα.
Ο Ρήγας με την προστασία και τη συνεργασία του Υψηλάντη είχε συμπληρώσει στην Πόλη τη μόρφωση και την ανατροφή του.
Στην αυλή του Ηγεμόνα της Βλαχίας τότε ήταν όλοι οι διαλεχτοί Έλληνες.
Άλλοι διαλεχτοί Έλληνες σ’ όλη τη χώρα, κρατούσαν στα χέρια τους όλη την πολιτική ζωή του τόπου. Ο Γκίκας, οι Σούτσοι, οι Μαυρογένηδες, οι Ραγκαβήδες, οι Κανταρτζήδες, οι Κατακουζηνοί, οι Αργυρόπουλοι και τόσοι άλλοι ακόμη, είχαν στα χέρια τους όλη την κατάσταση εκεί.
Έτσι ο Ρήγας μόλις έφτασε στο Βουκουρέστι, μ΄ένα θερμό συστατικό γράμμα στον Ηγεμόνα το Μαυρογένη από τον Υψηλάντη, βρέθηκε μέσα σ’ ένα κύκλο με καλούς πατριώτες.
Όπως και στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, το ίδιο και στο Μαυρογένη έκαμε αμέσως μεγάλη εντύπωση με το παράστημά του, με την ομορφιά του, με τον ορμητικό του ενθουσιασμό για την απολύτρωση της σκλαβωμένης Πατρίδας.
Από τις πρώτες ημέρες ο ηγεμόνας Μαυρογένης κ’ οι άλλοι Έλληνες αυλικοί δέχτηκαν τον Ρήγα μ’ όλη την εμπιστοσύνη.
Αμέσως τους συνεπήρε με τη φλογερή του ψυχή.
Τους έδωσε θάρρος και πεποίθηση για την ποθητή ανάσταση και για το μέλλον της Ελληνικής φυλής.
Κυκλωμένος από τέτοιους αγνούς πατριώτες ο Ρήγας, από τις πρώτες μέρες, που έφτασε στο Βουκουρέστι, είδε και γνώρισε τα πρόσωπα και τα πράγματα.
Κατάλαβε με χαρά του μεγάλη, ότι ανοιγόταν εμπρός του μεγάλο στάδιο πατριωτικής ενέργειας.
Εκείνον τον καιρό η Ρωσία είχε κηρύξει πόλεμο εναντίον της Τουρκίας.
Ο ενθουσιασμός του Ρήγα άναψε περισσότερο. Ο φλογερός πόθος του για την απολύτρωση της Πατρίδας τον έκανε να βλέπει στον πόλεμο της Ρωσίας την αρχή της Ελληνικής ελευθερίας.
Ο Μαυρογένης τότε, από την αισιοδοξία του Ρήγα παρακινημένος, εκάλεσε όλους τους διαλεχτούς Έλληνες πατριώτες του Βουκουρεστίου, να σκεφτούν για την τύχη της σκλαβωμένης Πατρίδας.
Όταν όλοι μαζευτήκανε, τους μίλησε μ’ όλη την άγια φλόγα της πατριωτικής καρδιάς του ο Ρήγας.
Έχυσε το θάρρος της ορμητικής ψυχής του στην ψυχή των λιγόψυχων. Έσπειρε σ’ όλες τις καρδιές το σπόρο τον καλό, που αργότερα βλάστησε στην Ελληνική Ανάσταση.
Από τότε ο Ρήγας έβαλε τα θεμέλια της «Πατριωτικής Εταιρίας» που στάθηκε αργότερα η μητέρα της «Φιλικής Εταιρίας».
Ο καλός σπορέας
Ο παπάς του χωριού με το τριμμένο ράσο, τ’ άσπρα γένια, τη γαλήνη, περνάει μες το χωράφι τ’ οργωμένο κι απλόχερα το σπόρο γύρω αφήνει. Με κινήματα αργά, σάμπως να δίνει στη μάνα γη ευλογίες, το διαβασμένο σιτάρι του σκορπάει μ’ εμπιστοσύνη στο πατρικό του χώμα το βρεγμένο.
— «Του Κυρίου η γη … κι αργοσαλεύουν σε ψαλμό αληλούϊα, λες, τα χείλη . . .
Χινόπωρο. Στοίβες τα φύλλα ρέουν.
Στα χαντάκια πεσμένα. Μα του Απρίλη το φως μες την ψυχή του ο γέρος φέρνει καθώς, σα βιβλικός λευΐτης, σπέρνει.
Θεοφάνεια. Ο ουρανός πανηγυρίζει. Εν άσπρο περιστέρι φεύγει απάνω.
Μ’ ένα κλωνί ο παπάς δεντρολίβανου αγιασμό το γρασίδι του ραντίζει.
Η δέηση κρίνος μέσα του κι ανθίζει για το δικό του το ψωμί, για του ζητιάνου.
Τα μυστικά τα λόγια μουρμουρίζει, που λένε για το θάμα του Ιορδάνου.
Και πέφτει το νεράκι τ’ αγιασμένο διαμάντια ογρά στο πράσινο χωράφι.
Σε κάθε αυλάκι πέφτει χωσμένο, στα φύτρα, στ’ αγριολούλουδα, στ’ αγκάθι, πέφτει στο νέο σιτάρι και στο βάτο, και στο σκορπιό, που κρύβεται αποκάτω.
Και να, του Θεριστή του μήνα η ώρα των έργων και των κόπων η μητέρα.
Μια χρυσοθάλασσα είναι καρποφόρα ο κάμπος, που γιορτάζει πέρα ως πέρα.
Υγείας κι’ ομορφιάς σχήματα τώρα τα στάχια, που τρεμίζουν στον αγέρα, με υποταγή προσμένουν την ημέρα να δώσουν ιερή θυσία τα δώρα.
Και να ο καλός σπορέας ο γέρος φτάνει κι’ αστράφτει πιο πολύ η μορφή η χιονάτη παρά το καλοτρόχιστο δρεπάνι.
Μα κόβοντας το στάρι και την ήρα, για τον τσιγγάνο το φτωχό θ’ αφήσει κάτι, για το πουλάκι του Θεού και για τη χήρα.
Οι Άγριοι
Εκείνον ίσα-ίσα τον καιρό, που η ψυχή του Ρήγα ήταν ενθουσιασμένη από τις πρώτες πατριωτικές του επιτυχίες στη Βλαχία, του ήρθε τρομερή είδηση από τη Θεσσαλία.
Οι άγριοι Γενίτσαροι, για να εκδικηθούν την έχθρα του Ρήγα αφού βασάνισαν τρομερά την αγαπημένη του αδερφή, την Ασήμω. την κρέμασαν.
Του καλού του πατέρα, του κόψαν τα χέρια και του βγάλαν τα μάτια του.
Η ακριβή του η μητέρα, ύστερα άπ’ αυτά, πέθανε από συγκοπή.
Ο Ρήγας, με την τρομερή αυτή καταστροφή των δικών του: αντί να πέσει σε λύπη και σε μελαγχολία, διπλασίασε το μίσος και τις ενέργειές του εναντίον των Τούρκων.
Είχε αρχίσει τότε ο πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Τουρκίας.
Ο ηγεμόνας Μαυρογένης, για να προλάβει τις αταξίες των τούρκικων στρατών, που θα περνούσαν τον Δούναβη, διόρισε έπαρχο στην παραπόταμη την Κράγιοβα τον Ρήγα τον Βελεστινλή.
Διόρισε ακόμη κι’ άλλους επιστάτες, για να προμηθεύουν τα τρόφιμα στον τούρκικο στρατό.
Ήρθε εποχή και έπεσε βαρυχειμωνιά και πολύ χιόνι, Ο Δούναβης φούσκωσε κι’ η συγκοινωνία σταμάτησε. Δυσκολία μεγάλη να περάσουν τα τρόφιμα για τον στρατό τον τούρκικο από το ένα μέρος στ’ άλλο του αγριεμένου ποταμού.
Ένας από τους καπετανέους, που ήρθαν εκεί σύμμαχοι στον τούρκικο στρατό ήταν και ο Μπέης Πασβάνογλου.
Αρχηγός στο Βιδίνι της Βουλγαρίας, πέρα από το Δούναβη, απέναντι στην Κράγιοβα, που έμενε ο Ρήγας.
Ο Μπέης Πασβάνογλος με 1200 παλληκάρια του πήγε και έκαμε το στρατόπεδό του σ’ ένα χωριό κοντά στο Βουκουρέστι.
Με την άγρια που ξέσπασε βαρυχειμωνιά, άργησαν μια ημέρα να φτάσουν τα τρόφιμα στα παλληκάρια του Πασβάνογλου.
Ο Μπέης του Βιδινιού, οξύθυμος και βάρβαρος στους τρόπους φώναξε τον τροφοδότη και τον έδειρε ο ίδιος τρις ραβδιές στην πλάτη.
Ο τροφοδότης όμως έτυχε να είναι συγγενής του Ηγεμόνα του Μαυρογένη. Πήγε αμέσως στο παλάτι και κατάγγειλε την άγρια πράξη του Πασβάνογλου.
Ο Ηγεμόνας θύμωσε τρομερά. Έβγαλε αμέσως διαταγή να του πάνε τον Μπέη του Βιδινιού ζωντανό η νεκρό.
Ο Πασβάνογλος, μόλις τ’ άκουσε, έβγαλε αμέσως τα χρυσά φανταχτερά του φορέματα, ντύθηκε σαν αγωγιάτης, ανακατώθηκε με τους αμαξάδες και πήγε στην επαρχία του Ρήγα την Κράγιοβα.
Με την ελπίδα να περάσει από κι το Δούναβη και να πάει στο Βιδίνι, στον τόπο του όπου δεν θα τον έφτανε η οργή του Μαυρογένη.
Η Πατριωτική Εταιρεία
Ο Μαυρογένης θύμωσε περισσότερο για την εξαφάνιση του ΙΙασβάνογλου. Έστειλε πεντακόσιους καβαλλάρηδες, να τον εύρουν να τον πιάσουν.
Έβγαλε κι’ άλλη διαταγή στους έπαρχους, που ήταν απάνω στις ακροποταμιές του Δούναβη, να φυλάξουν καλά να μην περάσει πέρα από το ποτάμι.
Τη διαταγή αυτή την πήρε κι’ ο έπαρχος της Κράγιοβας, ο Ρήγας.
Κ επειδή ήξερε ότι θα προσπαθούσε ο Πασβάνογλος να περάσει από το Δούναβη στο Βιδίνι μεταμορφωμένος, έστειλε ο Ρήγας τέσσερις έμπιστους στρατιώτες του, που ήξεραν καλά το Μπέη. Να πάνε, λέει απόξω από την Κράγιοβα, στο πέρασμα του δημόσιου δρόμου, και να εξετάζουν έναν-έναν τους διαβάτες και τους αμαξηλάτες.
Έτσι ο κόπος τους δεν επήγε χαμένος. Ανακάλυψαν τέλος το Μπέη ΙΙασβάνογλο. Κι’ όπως τους είχε διατάξει ο Ρήγας, τον επήραν αθόρυβα και του τον έφεραν, χωρίς να πάρει είδηση κανένας.
Έδωσε ο Ρήγας από δέκα γρόσια δώρο σε κάθε στρατιώτη, και τους απείλησε με θάνατο, αν έλεγαν τίποτε σε κανένα. Έπειτα, όταν έμεινε μόνος με τον Πασβάνογλον, του είπε :
— Δόξασε το Θεό, Μπέη μου, που έπεσες στα δικά μου τα χέρια. Δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς. Εγώ δε θα σε παραδώσω στον Ηγεμόνα. . . Θα σε στείλω αυτή την ίδια νύχτα πέρα από το Δούναβη, στη πατρίδα σου. . . Δόξαζε το Θεό για τη σωτηρία σου, και κρύψου άγνωστος στην πατρίδα σου, ως που ν’ αλλάξουν οι καιροί. . . Αλλιώτικα διατρέχει κίνδυνο η ζωή σου κ’ η δική μου. . .
Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε κ’ οι Ρώσοι προπήραν τον τούρκικο στρατό και μπήκανε στο Βουκουρέστι.
Ο Τούρκικος στρατός, όπου φύγει-φύγει. Τσάκισε και πέρα, και διάβηκε το Δούναβη, να σωθεί. Μαζί με τους Τούρκους αναγκάστηκε τότε να φύγει κι’ ο Ηγεμόνας Μαυρογένης.
Τον ίδιο εκείνον τον καιρό άλλαξε ο Βεζίρης στην Πόλη και χωρίς να πάρει είδηση ο Σουλτάνος, έδωσε κρυφά διαταγή και αποκεφάλισαν τον Ηγεμόνα Μαυρογένη, γιατί είχε καταδιχασμένο άλλοτε τον αδερφό του.
Ο Σουλτάνος μόλις έμαθε το θάνατο του Ηγεμόνα της Βλαχίας Μαυρογένη, θύμωσε τρομερά. Πρόσταξε αμέσως και θανάτωσε το μεγάλο Βεζίρη, που έβγαλε την καταδίκη, χωρίς τη γνώμη του αφέντη του.
Αλλά τι τ’ όφελος για το Ρήγα ;…Αυτός έχασε τον μεγάλο προστάτη του, που σ’ αυτόν είχε αποθέσει, ύστερα άπ’ τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, όλες τις ελπίδες του για την απολύτρωση της Ελλάδος. Απαρηγόρητος για τον άδικο χαμό του Μαυρογένη αφοσιώθηκε στη φιλία και στη συντροφιά του Γιώργη Κανταρτζή, που ήταν εκεί Πρόεδρος στο ανώτατο Δικαστήριο.
Με τή βοήθεια του Κανταρτζή και των άλλων διαλεχτών Ελλήνων της Βλαχία;, σ’ ενθουσιασμό και σε χρήματα, έβανε ολοένα τα θεμέλια της «Πατριωτικής Εταιρείας», που αργότερα γέννησε τη, «Φιλική Εταιρία».
Λευτεριά στα Βαλκάνια
Στο μεταξύ αυτό είχε αναγκασθεί να φύγει από την Πόλη και ο άλλος προστάτης και συνεργάτης του Ρήγα ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.
Οι Τούρκοι τον είχαν υποψιαστεί για τις μυστικές πατριωτικές του ενέργειες. Ο Υψηλάντης το κατάλαβε κ’ έφυγε κρυφά στην Αυστρία.
Έπειτα από αυτό ο Ρήγας αφού στερήθηκε ακόμη και τη συνεργασία την πολύτιμη του Μαυρογένη στο πατριωτικό του έργο, αποφάσισε να φύγει κι’ αυτός και να πάει να εγκατασταθεί στη Βιέννη.
Από κι θα εργαζόταν, όπως πίστευε ελεύθερα, για την ποθητή απολύτρωση της Πατρίδος.
Φανταζόταν την Αυστρία χώρα χριστιανική κ’ ελεύθερη. Εφανταζόταν ότι θα μπορούσε ανεμπόδιστα να τύπωση εκεί τα πατριωτικά βιβλία του, τα επαναστατικά ποιήματά του εναντίον της Τουρκίας, χωρίς καμιά δυσκολία.
Πολύ αργά το κατάλαβε ότι οι Αυστριακοί ήσαν αδερφωμένοι με τους Τούρκους. Κ’ ήταν ακόμη φανατικότεροι χριστιανομάχοι άπ’ αυτούς.
Πριν φύγει από το Βουκουρέστι για την Αυστρία ο Ρήγας, εβάλθηκε να οργανώσει όσο το δυνατό πιο στέρεα τα μυστικά μέλη της «Πατριωτικής Εταιρίας».
Αυτά έμελε να τον βοηθήσουν μ’ όλα τα μέσα στους αγώνες,.
που θ’ άρχιζε από τη Βιέννη για την ανάσταση και την απολύτρωση της Φυλής.
Με τη βοήθεια πάντοτε του πιστού κ’ ενθουσιασμένου φίλου του Γιώργη Κανταρτζή, που ήταν και ποιητής κ’ είχε γράψει και πατριωτικά ποιήματα, ασφάλισε αρκετά χρηματικά βοηθήματα από τους πλούσιους έμπορους της Βλαχίας.
Μέλη μυστικά της «Πατριωτικής Εταιρίας», του δώσαν τα μέσα για να τύπωση στη Βιέννη τα ποιήματα και τα βιβλία του, καθώς και το μεγάλο Χάρτη, που μόνος του τον είχε χαράξει.
Ύστερα από τον τραγικό θάνατο του Μαυρογένη, πριν φύγει από το Βουκουρέστι ο Ρήγας, πέρασε το Δούναβη κ’ πήγε και τον ευρήκε ο Μπέης Πασβάνογλος,
Πλούσια δώρα έφερε μαζί του στο Ρήγα, για να του εκφράσει τη βαθειά του ευγνωμοσύνη, που του είχε σώσει τη ζωή από την οργή του Μαυρογένη.
Ο Ρήγας, περιποιήθηκε τον άρχοντα του Βιδινιού τον Πασβάνογλο και τον κατήχησε στα μεγάλα πατριωτικά όνειρα.
Ο Πασβάνογλος ενθουσιασμένος από τη μεγαλοψυχία του σωτήρα του έγινε ο πιο φανατικός επαναστάτης εναντίον του Σουλτάνου, οδηγημένος πάντοτε σοφά από το Ρήγα, που του ζητούσε κι’ από μακριά τη γνώμη του με γράμματα.
Από τη φιλία του με τον ΙΊασβανογλο, φαίνεται ότι ο Ρήγας προσπαθούσε να παρασύρει σ’ ένα κοινό αγώνα εναντίον της τούρκικης τυραννίας, όσο το δυνατόν περισσότερους από τους υποδουλωμένους λαούς στα Βαλκάνια.
Το μεγάλο του απελευθερωτικό πρόγραμμα για τα Βαλκάνια, που στέναζαν βαριά κάτω από την τυραννική σκλαβιά του βάρβαρου του Τούρκου, φαίνεται πιο καθαρά σ’ ένα θούριο τραγούδι του.
Βουλγάροι κι’Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί, Αράπηδες και Άσπροι, με μια κοινή ορμή για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί, Πως είμαστ’άντρειωμένοι παντού και ξακουστή. Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά, Ως πότε στις σπηλιές σας κοιμάστε σφαλιστά;… Μαυροβούνιού καπλάνια, κι Ολύμπου σταυραετοί, κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γενείτε μια ψυχή,
Σπετσών, Ψαρών και Ύδρας θαλασσινά πουλιά, ο νόμος σας προστάζει να βάλετε φωτιά, Να χάψτε την αρμάδα του Καπετάν Πασά…
Να μπείτε μες την Πόλη και στην Αγιασοφιά….
Στη Βιέννη
Στα 1793 πήγε από τη Θεσσαλία στο Βουκουρέστι, για να ζητήσει εργασία ο Χριστόφορος Περαιβός, νέος είκοσι χρόνων τότε.
Μόλις έφτασε άκουσε να γίνεται πολύς λόγος και με πολλά εγκώμια ν’ αναφέρεται από τους εκεί Έλληνας το όνομα του συντοπίτη του Ρήγα Βελεστινλή.
Δεν έχασε καθόλου καιρό ο ΙΙεραιβός. Πήγε αμέσως και παρουσιάστηκε στο Ρήγα. Με μεγάλη συγκίνηση τον εδέχτηκε το νέο ο Ρήγας, που του έφερε τα θλιβερά της σκλάβας Θεσσαλίας τα χαιρετίσματα:
Ο Περαιβός από την πρώτη ημέρα γοητεύτηκε με τη φιλία του Ρήγα τόσο πολύ, ώστε πήγαινε κάθε μέρα να βλέπει το μεγάλο το πατριώτη και προστάτη του.
Ο Ρήγας όταν βεβαιώθηκε ότι ο Περαιβός ήταν ένας γενναίος κι’ ενάρετος νέος, με βαθύ πατριωτικό αίσθημα, τον αγάπησε περισσότερο. Τον σύστησε στο συνεργάτη και φίλο του τον Κανταρτζή, κι’ αυτός έμπασε τον νεοφώτιστον πατριώτη σ’ όλα τα μυστικά της πατριωτική εργασίας του Ρήγα εναντίον της Τούρκικης τυραννίας.
Από τότε ο Περαιβός αφοσιώθηκε περισσότερο στο Ρήγα. Με τα αρκετά γράμματα, που ήξερε, με τη φυσική εξυπνάδα και την τόλμη του, έγινε γλίγωρα αχώριστος φίλος και συνεργάτης πολύτιμος του Ρήγα, ως την ημέρα, που οι Αυστριακοί τους έπιασαν μαζί στο Τριέστι.
Στη Βιέννη έφτασε ο Ρήγας μαζί με το Χριστόφορο τον Περαιβό και τον Έλληνα γιατρό κι’ αχώριστο φίλο και συνεργάτη του στο Βουκουρέστι, το Δημήτρη το Ζητσαΐο.
Εκεί, ανάμεσα σε τόσους Έλληνες εμπόρους πατριώτες κ’ ενθουσιασμένους νέους φοιτητές, ο Ρήγας διπλασίασε την πατριωτική του ενεργητικότητα.
Δυο και τρις φορές τη βδομάδα προσκαλούσε μυστικά τους πιο έμπιστους Έλληνας της Βιέννης και τους διάβαζε το Ευαγγέλιο του Ελληνικού απολυτρωμού.
Αφοσιωμένοι όλοι τον άκουαν κρεμάμενοι από τα χείλη του.
Δάκρυα ιερά έβρεχαν τα τίμια πρόσωπά τους σε κάθε ομιλία θλιβερή για την τύχη της άτυχης Πατρίδας του ιεραπόστολου της Ελληνικής Ιδέας.
Και όλοι τους πρόσφεραν τα χρηματικά μέσα, που θα χρειαζόταν ο Ρήγας, για να τυπώσει τα βιβλία του και τα πατριωτικά του τραγούδια να τα στείλει εκεί κάτω στην Πατρίδα, να μοιραστούν παντού, σ’ όλα τα μέρη.
Ο πιο φλογερό πατριώτης και πιο ενθουσιασμένος συνεργάτης του Ρήγα στη Βιέννη στάθηκε ο Χιώτη πλούσιος μεγαλέμπορος Στρατής Αργέντης.
Ο Αργέντης όχι μόνον όλη σχεδόν την περιουσία του ξόδεψε για να επιτυχή κάθε πατριωτική προσπάθεια του Ρήγα άλλα τον ακολούθησε πιστά ως το τέλος.
Με τα μέσα, που είχε στη διάθεσή του ο Ρήγας από τέτοιους γενναίους πατριώτες, τύπωσε και σκόρπισε σ’ όλη τη δουλωμένη Ελλάδα, στα Βαλκάνια και στην Ανατολή, τα πατριωτικά βιβλία του, τα τραγούδια και τους χάρτες του.
Σε πολλές χιλιάδες αντίτυπα κυκλοφορούσε στην Ελλάδα ο ύμνος του Ρήγα, «ως πότε παλληκάρια». Πολλά κιβώτια με χάρτες και με βιβλία του έφταναν στην Σμύρνη στο Βουκουρέστι κι’ αλλού.
Ό,τι μπορούσε να ξυπνήσει από το λήθαργο της μαύρης σκλαβιάς το μίσος του ραγιά, που έσκυφτε κάτω από την πιο σκληρή τυραννία του Τούρκου, τόβανε εμπρός ο Ρήγας.
Μόνος του αντίγραψε από το μουσείο της Βιέννης μίαν ωραία εικόνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έγραψε απάνω σύντομα τα κατορθώματα του Μακεδόνα στρατηλάτη την τύπωσε εκεί σ’ ένα λιθογραφείο κ’ έστειλε παντού χιλιάδες αντίτυπα.
Είχε γράψει «Δημοκρατική Προπαίδεια». Ετοίμασε και το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατία;, που ονειρευόταν.
Για το τύπωμα των βιβλίων, εικόνων και χαρτών για τη διασπορά τους σ’ όλη την Ελλάδα και στην Ανατολή, πολύ τον βοήθησε ένας άλλος Χιώτης συνεργάτης του και φίλος ο έμπορος στο Τριέστι Αντώνης Κορωνιός.
Ο Κορωνιός, όπως κι’ ο Αργέντης, στάθηκαν οι δύο πιο καλοί φίλοι και συνεργάτες του. Και οι δύο του μείναν ως το τέλος πιστοί. Αφοσιωμένοι τον ακολούθησαν και στο μαρτυρικό θάνατο.
Τα βιβλία, οι χάρτες, οι εικόνες, τα πατριωτικά εγερτήρια ποιήματα του Ρήγα, είχαν πλημμυρίσει την Ελλάδα και τα Βαλκάνια.
Κυκλοφορούσαν παντού, στα βουνά και στους κάμπους, δυνάμωναν τα αισθήματα της ελευθερίας, ξάναφταν τον ενθουσιασμό στις γενναίες ψυχές των ραγιάδων.
Ο ιερός σηκωμός
«Οι φίλοι μας από το Βουκουρέστι μου γράφουν ανυπόμονοι σα να κάθονται στα κάρβουνα… Όλοι τους, Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Ρουμελιώτες, Μωραΐτες μουγκρίζουν σαν τα λιοντάρια… Έγραψε από τη Βιέννη ο Ρήγας στο Τριέστι του Κορωνιού.
«Δεν είναι καινός για βιβλία» μου γράφουν. Είναι ανάγκη να κατεβείς αμέσως κάτω στην Πατρίδα, με κάθε τρόπο.
Να μας γράψεις την ημέρα του μισεμού σου, για να ξεκινήσουμε και μεις από δω… Να σμίξουμε κει κάτω… Ο Θεός μαζί σου και καλη αντάμωση…»
Από το γράμμα αυτό του Ρήγα, που μαζί με άλλα έγγραφα της «Πατριωτικής Εταιρίας» το έπιασε στα χέρια του Κορωνιού η Αυστριακή αστυνομία, φαίνεται καθαρά ότι ο άγιος ο σπόρος του Ρήγα για την απολύτρωση της φυλής είχε παντού καρποφορήσει.
Είχε ριζώσει στην Ελληνική γη και στην Ελληνική ψυχή. Είχε φουντώσει τους Ελληνικούς πόνους, κ’ είχε θεριέψει τον Ελληνικό ενθουσιασμό, κ’ είχε πετάξει κλώνους και κλαδιά παντού.
Δεν ήταν καιρός για βιβλία τώρα !.. του γράφαν. Τα σαλπίσματα του κατά της τυραννίας είχαν φτάσει κ’είχαν ακουστή και στα τελευταία Ελληνικά ακροβούνια…
Δεν έμενε παρά να κατεβεί ο ίδιος στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο Ρήγας. Ο προφήτης, ο εμπνευστής κι ο αρχηγός. Τότε θα ξεσπάσει θύελλα σωστή, ο ιερός Σηκωμός των Ελλήνων εναντίον της μακρόχρονης σκλαβιάς…
Ο Ρήγας το αποφάσισε
Έκαμε το σταυρό του μια ημέρα, με δάκρυα στα μάτια από τη βαθύτερη πατριωτική συγκίνηση, και τ’ αποφάσισε.
Ευλογημένη η ώρα.
Θα πρωτοκατέβαινε στο Μωριά. Θα βγαίνε από το πλοίο, που θα τον έφερνε, στη Μάνη.
Οι Μανιάτες ήταν οι πιο ανυπόταχτοι από όλους τους Έλληνες στον Τούρκο. Αυτοί στο Μωριά κ’ οι Σουλιώτες στην Ήπειρο.
Θα πήγαινε, λοιπόν, πρώτα στους Μανιάτες. Θα τους εσήκωνε» θα τους συνέπαιρνε με το φλογερό του το κήρυγμα, για την απολύτρωση της Πατρίδας, εναντίον των Τούρκων.
Με τους ορμητικούς κ’ εμπειροπόλεμους Μανιάτες έπειτα θα χτυπούσε τους Τούρκους στη Μεσσηνία, στην Τρίπολη, στην Πάτρα, θα Ελευθέρωνε το Μωριά.
Ύστερα θα περνούσε στη Ρούμελη. Θα τσάκιζε κι’ εκεί τους Τούρκους.
Έπειτα θα περνούσε στην Ήπειρο, για να ενώσει τους Μανιάτες του με τους άλλους ανυπόταχτους εκεί, τους Σουλιώτες.
Αφού θα καθάριζε κι εκεί τον τόπο από τον Τούρκο, μ’ έναν ηνωμένο πλέον, μεγάλο και γενναίο Ελληνικό στρατό θα προχωρούσε.
Θα λευθέρωνε από την τυραννία του Τούρκου την Αλβανία, τη Μακεδονία, τη Θράκη, κι’όλη την άλλη Ελλάδα. Έπειτα θα τα ένωνε όλα αυτά τα μέρη μαζί κάτω από μιά μεγάλη Ελληνική Δημοκρατία.
Μα δε θα σταματούσε πάλι ως εκεί.
Με την ανάσταση της Ελληνικής φυλής, θα απολύτρωνε από τον Τούρκο και τις άλλες γειτονικές φυλές στα Βαλκάνια. Και θα τις ένωνε όλες σε μια μεγάλη Ομοσπονδία, όπως είναι οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Ο Μποναπάρτης.
Πριν να κατεβεί στην Ελλάδα ο Ρήγας, να σηκώσει τους ραγιάδες εναντίον της Τουρκίας, σκέφτηκε να ζητήση και τη βοήθεια κάποιου δυνατού απόξω.
Ο πιο δυνατός κι’ ο πιο ξακουσμένος τότε στην Ευρώπη ήταν ο Στρατηγός Μποναπάρτης. Ο Μεγάλος Ναπολέοντας, που μόλις τότε είχε κυριεύσει τη Βενετιά.
Έγραψε, λοιπόν, στο Μεγάλο Ναπολέοντα ένα φλογερό γράμμα του ο Ρήγας. Με τα πιο ζωηρά χρώματα του παράστησε τι Κόλαση είχε καταντήσει την άτυχη την Ελλάδα η μαύρη Τυραννία του βάρβαρου Τούρκου.
Του περίγραψε έπειτα την ακράτητη ορμή, την ανυπομονησία των σκλάβων Ελλήνων, που δεν έβλεπαν την ώρα και τη στιγμή, πότε να σηκωθούν να χτυπήσουν τον Τούρκο τον τύραννο.
Μαζί με το γράμμα έστειλε στο Μεγάλο Ναπολέοντα στη Βενετιά και μια σιγαροθήκη ωραιοσκάλιστη από ρίζα δάφνης των Θεσσαλικών Τεμπών, που είχε φυτρώσει κοντά στον Πηνειό, στα ερείπια του αρχαίου ναού του Απόλλωνα.
Ο Μποναπάρτης επήρε με μεγάλη ευχαρίστηση το ωραίο δώρο του Ρήγα. Με βαθειά συγκίνηση διάβασε το γράμμα του, για τα δεινοπαθήματα των Ελλήνων.
Αμέσως έγραψε του Ρήγα να τον ευχαριστήσει. Τον προσκάλεσε νάρθει κι ο ίδιος στη Βενετιά, να συνεννοηθούν για την Ελληνική Επανάσταση.
Ο νικηφόρος Γάλλος στρατηγός, μέσα στα σχέδιά του είχε και την απολύτρωση της ιστορικής Ελλάδας από τον Τούρκο καταχτητή. Άρπαξε την ευκαιρία που του έδωσε ο Ρήγας και τον κάλεσε στη Βενετιά. Έτσι θα μάθαινε περισσότερα για την κατάσταση της σκλαβωμένης χώρας και θα κανόνιζαν μαζί με τον Ρήγα τον καταλληλότερο τρόπο, που θα έπρεπε να ενεργήσουν.
Μόλις έλαβε το χαρμόσυνο κάλεσμα του Μποναπάρτη ο Ρήγας, νόμισε με τη ζωηρή του φαντασία, ότι έβλεπε την ωραία Πατρίδα του ελεύθερη κ’ ευτυχισμένη.
Δάκρυα ευγνωμοσύνης για το Γάλλο στρατάρχη κύλισαν από τα γαλανά του μάτια. Ευχαρίστησε βαθειά από τη ψυχή του τον Ύψιστο ότι η μεγάλη χάρη του ευδόκησε να λήξουν τα δεινοπαθήματα των Ελλήνων . . .
Ως πότε παλληκάρια . …
Εγνώριζε καλά ο Ρήγας ότι η Αυστριακή Κυβέρνηση παρακαλεσμένη από την Κυβέρνηση του Σουλτάνου, φίλου της Αυστρίας, παρακολουθούσε με την Αστυνομία και κατασκόπευε στη Βιέννη κάθε του ενέργεια. Όσο μπορούσε λάβαινε τα μέτρα του.
Για αυτό πολλά από τα βιβλία του, όπως τα πατριωτικά του ποιήματα, το «Στρατιωτικό εγκόλπιο», οι «Προσωρινοί πολιτικοί κανονισμοί» και άλλα τυπώθηκαν τη νύχτα μυστικά κ’ εστάλθηκαν να μοιρασθούν πάλι μυστικά στην Ελλάδα.
Όταν αποφάσισε οριστικά ο Ρήγας να κατεβεί στο Τριέστι, να περάσει στη Βενετιά, για να μη δόση καμιά υποψία στην Αυστριακή
αστυνομία, έβαλε όσα βιβλία ήθελε να πάρει στην Ελλάδα με την επαναστατική του προκήρυξη σε τρία κιβώτια. Καλοσφραγισμένα, τα έστειλε για εμπορεύματα στ’ όνομα του φίλου του Αντώνη του Κορωνιού, του εμπόρου στο Τριέστι.
Τα επαναστατικά βιβλία του Ρήγα στην αρχή είχαν επιγραφή: «Νέα Πολιτική Διοίκηση των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των νήσων και της Βλαχομπογδανίας, Ελευθερία, αδερφοσύνη, ισότητα».
Άρχιζαν με την Επαναστατική προκήρυξη, που δικαιολογούσε γιατί οι Έλληνες κι’ οι άλλοι χριστιανοί, της Ανατολής επαναστατούν εναντίον των Τούρκων, ν’ άποτινάξουν τη μακρόχρονη σκλαβιά από πάνω τους.
Έπειτα ακολουθούσε το πολιτικό Σύνταγμα, από 124 άρθρα που το είχε συντάξει ο Ρήγας, για να εφαρμοσθεί στην ελευθερωμένη Ελλάδα.
Στο ίδιο βιβλίο ο Ρήγας κανόνιζε τη στολή και τα διάσημα, που θα φορούσαν οι στρατιώτες της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Η σημαία θα ήταν τρίχρωμη, μ’ ένα ρόπαλο Ηρακλή και τρις σταυρούς απάνω.
Τα χρώματα θα ήταν κόκκινο, άσπρο, μαύρο.
Το κόκκινο σήμαινε την πορφύρα των Βυζαντινών και τη αυτεξουσιότητα του Ελληνικού Λαού. Οι πρόγονοί του φορούσαν κόκκινα σ’ ώρα πολέμου, για να μη φαίνονται οι πληγές και δειλιάζουν οι άμαθοι στρατιώτες.
Το άσπρο σήμαινε την αθωότητα και το δίκαιο του Σηκωμού των Ελλήνων ραγιάδων εναντίον της τούρκικης τυραννίας.
Το μαύρο σήμαινε τον ηρωικό θάνατο των Ελλήνων για ν’ απολαύσουν την ελευθερία τους.
Στο ίδιο επαναστατικό βιβλίο, που θα κυκλοφορούσε στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια και στη Μικρασία, πολλές χιλιάδες αντίτυπα, είχε τυπωθεί κι’ ο περίφημος ύμνος του Ρήγα,
Ώς πότε, παλληκάρια, θα ζούμε στα στενά, Μονάχοι σαν λιοντάρια, στις ράχες, στα βουνά;… Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά, Να φεύγουμ’ άπ’ τον κόσμο για τη πικρή σκλαβιά;… Να χάνουμε Πατρίδα κι’ αδέρφια και γονείς, Τους φίλους, τα παιδιά μας κι΄όλους τους συγγενείς; Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, Παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.,.
Η προδοσία
Πέντε ημέρες αργότερα από την ημέρα που είχαν φτάσει τα κιβώτια με τα βιβλία και την προκήρυξη του Ρηχά στο Τριέστι έφτανε κι’ ο ίδιος μαζί με το Χριστόφορο τον Περαιβό, στις 9 του Γενάρη 1798.
Ο αρχηγός της μυστικής «Πατριωτικής Εταιρίας» και ο σύντροφός του πήγαν αμέσως μόλις έφτασαν και έπιασαν ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Βασιλικό», κοντά στ’ ακρογιάλι.
Ύστερα από τα μεσάνυχτα, χωρίς τίποτε να υποψιάζεται ο Ρήγας, ετοιμάστηκε να βγει από το ξενοδοχείο του. Ήθελε να πάει στο Γαλλικό προξενείο, να συνεννοηθεί νύχτα με τον πρόξενο της Γαλλίας για το ταξίδι του στη Βενετιά, χωρίς να τον ιδούν.
Μόλις άνοιξε τη θύρα του δωματίου του, βρέθηκε αντιμέτωπος μ’ ένα αξιωματικό της Αυστριακής αστυνομίας, που στεκόταν απόξω στο διάδρομο.
Είστε ο Ρήγας ο Βελεστινλής;… τον ρώτησε ο Αυστριακός στα γερμανικά.
Μάλιστα, κύριε!.,, αποκρίθηκε ο Ρήγας στην ίδια γλώσσα, χωρίς να προφτάσει να κρύψει την ανησυχία του.
Ετοιμάζεστε βλέπω να βγείτε… ξανά είπε ο Αυστριακός. Μου κακοφαίνεται, αλλά έχω διαταγή να σάς εμποδίσω…
Απόψε δε μπορείτε να βγείτε από το ξενοδοχείο σας………………
Έπειτα πρόσταζε τους στρατιώτες, που τον ακολουθούσαν, κ’
έπιασαν απόξω την πόρτα του δωματίου του Ρήγα.
Δε θ’ αφήσετε κανένα απολύτως να βγει, ούτε να μπει… είπε με αυστηρό τόνο κ’ έφυγε.
Αυτό το ανέλπιστο και τόσο ξαφνικό περιστατικό συγκλόνισε την αισθαντική ψυχή του Ρήγα. Την κακή εκείνη ώρα προαισθάνθηκε την αποτυχία του πατριωτικού αγώνα και την οριστική καταστροφή.
Αν πρόφτανε να έβλεπε τον πρόξενο της Γαλλίας Μπρεσόν. Αυτός είχε μυστικές οδηγίες και διαταγές από το Μεγάλο Ναπολέοντα να τον προστατέψει, να ευκολύνει το ταξίδι του Ρήγα ως τη Βενετιά!.. Θα πήγαιναν τότε όλα καλά Μα τώρα!
Τώρα πια είναι όλα χαμένα…. είπε ο Ρήγας περίλυπος κι’ ωχρός, με βουρκωμένα μάτια για της Πατρίδας την κακοτυχιά.
Σκίσε τα γράμματα και τ’ Άλλα χαρτιά. Σπάσε τη σφραγίδα, που έχεις στο σεντούκι σου . Ας γλυτώσουμε τουλάχιστον τους άλλους…. είπε αποφασιστικά στον Περαιβό ο Ρήγας.
Έπειτα προχώρησε στους δύο στρατιώτες, που φύλαγαν στην πόρτα. Τους έβαλε στο χέρι λίγα φλουριά…
Ο Περαιβός μεταξύ έβγαλε τα γράμματα. Τα είχαν δώσει του Ρήγα πολλοί μεγαλέμποροι Έλληνες της Βλαχίας και της Αυστρίας. Τον σύσταιναν για Αρχηγό, σα μυστικοί συνέταιροι της «Πατριωτικής Εταιρίας», στους δικούς τους στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία, στη Ρούμελη, στο Μωριά.
Τα σκίσε ο Περαιβός και μαζί με τη σφραγίδα της Ελεύθερης Ελλάδας, τα πέταξε από το παράθυρο στη θάλασσα.
Ο Προδότης
Όταν έφτασαν στο Τριέστι τα κιβώτια με τα επαναστατικά βιβλία, που είχε στείλει πριν ο Ρήγας από τη Βιέννη στο όνομα του Αντώνη Κορωνιού, αυτός έλειπε για εμπορικές δουλειές του σε ταξίδι μακριά από το Τριέστι στην Ίστρια.
Έτσι αντί του Κορωνιού, παρέλαβε τα κιβώτια με τα βιβλία και τα γράμματα του Ρήγα σ’ ένα φάκελο κλεισμένα ο συνέταιρός του στο εμπορικό, ο Δημήτρης Οικονόμου από την Κοζάνη της Μακεδονίας.
Αυτός ο άθλιος δεν έκλεινε Ελληνική καρδιά στα στήθια του.
Έκλεινε μια σωστή κόλαση ! . . . Οχιά φαρμακερή. . .
Χωρίς να έχει κανένα δικαίωμα, αφού ο φάκελος ήταν στ’ όνομα του συνέταιρου του Αντώνη Κορωνιού, άνοιξε και διάβασε τα γράμματα του Ρήγα.
Έπειτα άνοιξε και τα κιβώτια. Είδε τα επαναστατικά βιβλία, τα πατριωτικά ποιήματα, τις εικόνες, τους χάρτες.
Στην αρχή ο δειλός και ταπεινός άνθρωπος έμεινε αναποφάσιστος. Δεν ήξερε και δεν τολμούσε τι να κάμει.
Στο τέλος αποφάσισε να πάει να ζητήσει γνώμη από το συνάδερφό του έμπορο στο Τριέστι, τον Ηπειρώτη τον Πλαστάρα.
Ο Πλαστάρας, ενθουσιώδης πατριώτης, είχε γίνει από τους πρώτους Έλληνες της Αυστρίας μέλος της «Πατριωτικής Εταιρίας» μαζί με τον Αργέντη και τον Κορωνιό.
Αντίθετα από τον Πλαστάρα και το συνέταιρό του τον Κορωνιό, ο Οικονόμου, δειλός, ταπεινός, ελεεινός συμφεροντολόγος. Ικανός όλα να τα πουλήσει για το χρήμα. Δεν είχε καμιά συμπάθεια στο Ρήγα και στις πατριωτικές του ενέργειες.
Και όχι μόνο αυτό. Επειδή ζητούσε να γίνει πρόξενος της Τουρκίας στο Τριέστι, ήταν ικανός να κάμει την πιό μεγάλη ατιμία, ο ελεεινός άνθρωπος, για να απολάψει τη σπουδαία αυτή τιμή ! . . .
Ο αγνός πατριώτης ο Πλασταράς, σα να προμάντευε τους διαβολικούς διαλογισμούς του άθλιου του Οικονόμου, του είπε :
Πρόσεξε καλά, Δημήτρη. . . Σωστό δεν ήταν καθόλου αυτό που έκαμες ! . . . Άνοιξες γράμματα και κιβώτια, που δεν ήταν δικά σου. . . Να τα κλείσεις αμέσως και να περιμένεις να γυρίσει ο Κορωνιός να τα παραδόσεις στον ίδιο. . . Δημήτρη, δεν έκαμες καλά και συλλογίσου του ! . . .
Αλλά η σωστή πατριωτική συμβουλή του καλού Πλασταρά δεν ήταν αρκετή να σταματήσει τον άθλιο τον Οικονόμου από το τρομερό κακούργημα, που είχε αποφασίσει εναντίον της Πατρίδας του.
Έφυγε από το σπίτι του Πλασταρά, του καλού πατριώτη ο Οικονόμου, ο επτακατάρατος.
Πήγε αμέσως στο Νομάρχη τον Αυστριακό, ο μιαρός προδότης, και παράδωσε τα μυστικά γράμματα του Ρήγα και τα επαναστατικά βιβλία του.
«Ανάθεμα στον αίτιο ! . . .»
Την άλλη μέρα πήγε ο Νομάρχης κ’ έκαμε στο ξενοδοχείο του Ρήγα ανάκριση.
Στην αρχή τον ρώτησαν τ’ όνομά του, την πατρίδα του, πόσον καιρό και σε ποια μέρη έμεινε στην Αυστρία.. . . και που σκοπεύει τώρα να ταξιδέψει.
Αφού σύντομα αποκρίθηκε σ’ αυτά ο Ρήγας, ρώτησε ο Νομάρχης γερμανικά τα ίδια και τον Περαιβό, άλλα αυτός δεν ήξερε καθόλου γερμανικά και αποκρίθηκε ο Ρήγας.
Ο νέος αυτός είναι από τη Θεσσαλία, από την Ελλάδα. Πηγαίνει να σπουδάσει γιατρός στην Πάδοβα της Ιταλίας. Με παρεκάλεσε να ταξιδέψει μαζί μου, γιατί δεν ξέρει τη γλώσσα.
Ο Νομάρχης κι’ ο ανακριτής πίστεψαν τη βεβαίωση του Ρήγα και άφησαν τον Περαιβό ελεύθερο να περάσει σ’ άλλο δωμάτιο του ξενοδοχείου.
Έτσι η μεγαλοφροσύνη και η γενναιότητα του Ρήγα έσωσε τον νέο Περαιβό από βέβαιη καταστροφή, που δεν την απόφυγε ο ίδιος και οι πρώτοι συνεργάτες του.
ο Περαιβός έφυγε από το Τριέστι στην Κέρκυρα, Παργιανός άλλος υπήκοος, αντί Θεσσαλός ραγιάς που ήταν, με την προστασία του Γάλλου πρόξενου Τριεστίου.
Το Ρήγα τον άφησαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου με φρουρά στην πόρτα, σα φυλακισμένο.
Την άλλη μέρα ξαναπήγε ο Νομάρχης με τους δικαστικούς και τον ανάκριναν για τα επαναστατικά βιβλία, που βρέθηκαν στα κιβώτια, την προκήρυξη και τ’ άλλα.
Ο Ρήγας ξεκάθαρα τους είπε :
Όλα αυτά τα βιβλία, τα πατριωτικά ποιήματα, οι χάρτες κ’ οι εικόνες, όλα, κύριοι, είναι έργα δικά μου και μόνον δικά μου… Από χρόνια τώρα έκαμα σκοπό της ζωής μου την απολύτρωση της Πατρίδας μου από την πιό βάρβαρη τυραννία …Έλπιζα ότι θα μπορούσα να υπηρετήσω τον ιερό σκοπό μου, αν ερχόμουν στην χριστιανική κ’ ελεύθερη χώρα σας… Αν όμως η χριστιανική χώρα σας και η Κυβέρνησή σας από πολιτικά συμφέροντα που έχει με τον Τούρκο τύραννο της Πατρίδας μου με παραδώσει θύμα και σφάγια στα νύχια του θηρίου…η καταδίκη σας πιστέψετε δεν με τρομάζει !…Θ’ακολουθήσουν πολλοί άλλοι πατριώτες μου, ύστερα από μένα και 0’ αποτελειώσουν το πατριωτικό μου έργο.
Τα λόγια αυτά του Ρήγα συγκίνησαν βαθειά τους ανακριτές του.
Ο Νομάρχης, που ήταν Ούγγρος, κ’ είχε πατρίδα υποδουλωμένη, αναλύθηκε σε δάκρυα κ’ έφερε το μαντήλι στα μάτια.
Ύστερα πήρε μια εικόνα του Ρήγα, που βρέθηκε μέσα στα βιβλία του και την φύλαξε για θυμητικό του ηρωικού Εθνομάρτυρα.
Εκείνη την ημέρα διακόπηκε η ανάκριση.
Την άλλη μέρα ήρθε διαταγή να μεταφερθεί ο Ρήγας πάλι στη Βιέννη, για να γίνει εκεί η ανάκρισή του.
Ο Ρήγας, για ν’ αποφύγει τα μαρτύρια, που πρόβλεπε ότι τον περίμεναν, χτυπήθηκε μόνος του μ’ ένα μικρό μαχαιράκι στην κοιλιά ν’ αυτοχειριαστή. Μα το μαχαιράκι του ήταν πολύ μικρό και το πάχος της κοιλιάς του μεγάλο.
Αρρώστησε κ’ έμεινε λίγες μέρες στο Τριέστι, ως που να γίνει καλά από τις πληγές του. Έπειτα τον μετέφεραν οι φίλοι του Σουλτάνου οι Αυστριακοί, που ποτέ δε συμπάθησαν την Ελλάδα, δέσμιο σαν κακούργο στη Βιέννη.
Όταν ο Ούγγρος Νομάρχης έμαθε ότι χτυπήθηκε μόνος του ο Ρήγας, είπε με συγκίνηση.
— Κρίμα, κρίμα, να πεθαίνουν τέτοιοι άνθρωποι με τέτοιον τρόπο.
Κάποιος Έλληνας έμπορος του Τριεστιού, που άκουσε αυτά τα λόγια του Νομάρχη, είπε :
Ανάθεμα στον αίτιο !…Κ’εννοούσε τον τρισκατάρατο Οικονόμου, τον προδότη.
Σ’ αυτά ο Νομάρχης είπε. Μακάρι να μην ερχόταν στη ζωή τέτοια ανθρωπόμορφα τέρατα…
Η ευγνωμοσύνη του Πασβάνογλου.
‘Όταν απογιατρεύτηκε από τις πληγές του ο Ρήγας, τον ξαναφέρανε στη Βιέννη πάλι, για να γίνει πιο ταχτική ανάκριση εκεί.
Στη Βιέννη μόλις έφτασε τον έβαλαν στη φυλακή αμέσως μαζί με άλλους πολλούς συνέταιρους της «Πατριωτικής Εταιρίας».
Η ανάκριση εξακολούθησε πολλές ημέρες στη Βιέννη.
Η Αυστριακή Κυβέρνηση έκανε κάθε τρόπο, μεταχειρίστηκε όλο το μίσος και την αντιπάθειά της εναντίον των ανυπεράσπιστων Ελλήνων, για να πουλήσει δούλεψη στην Τουρκιά.
Ένα πρωί τέλος ο δεσμοφύλακας πήγε στο Ρήγα και του είπε να ετοιμαστεί, γιατί μαζί με τους άλλους συντρόφους του συνωμότες, θα τους έστελναν συνοδεία μακριά από τ’ Αυστριακά σύνορα.
Και αληθινά, εικοσιτέσσερις Αυστριακοί στρατιώτες που η καλή Κυβέρνησή τους με ιδιαίτερη προσοχή τους είχε διαλέξει, ώστε να μην είναι ούτε ένας ορθόδοξος χριστιανός, μην τύχη και συμπαθήσει τους τρομερούς τάχα Έλληνες κακούργους, με ένα αξιωματικό και δύο υπαξιωματικούς, πήγαν δεμένους από τη Βιέννη στο Σεμλίνο το Ρήγα και τους συντρόφους του.
Οι άλλοι μαζί με το Ρήγα ήταν ο Στρατής Αργέντης, ο Δημήτρης Ζητσαϊος, ο Αντώνης Κορωνιός, οι αδελφοί Γιάννης και Παναγιώτης Εμμανουήλ και ο Θεοχάρης Τουρούντζας από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας.
Όλοι τους μ’ ευτολμία, που είχε κάμει τότε μεγάλη εντύπωση στους Αυστριακούς ανακριτές, δήλωσαν ότι είναι σύντροφοι πιστοί του Ρήγα. Και ότι ήταν έτοιμοι σε κάθε θυσία για την απολύτρωση της Πατρίδας τους.
Από το Σεμλίνο, δεμένους πάντοτε τους πέρασαν στον ποταμό το Δούναβη. Έφτασαν στις 28 του Απρίλη 1798 στο Βελιγράδι, όπου τους παράδωσαν στον Καϊμακάμη.
Τον ίδιο αυτόν καιρό ό Μπέης του Βιδινιού ο Πασβάνογλος, που του είχε σώσει, όπως είδαμε, τη ζωή ο Ρήγας, από καιρό επαναστατημένος εναντίον του Σουλτάνου κρατούσε όλα τα μέρη και τους δρόμους, άπ’ όπου θα περνούσαν οι Τούρκοι το Ρήγα και τους συντρόφους του για την Κωνσταντινούπολη.
Μόλις έμαθε ο Πασβάνογλος ότι οι Αυστριακοί είχαν παραδώσει το Ρήγα στους Τούρκους και τον κρατούσαν φυλακισμένο με τους συντρόφους του στον πύργο του Βελιγραδιού, έστειλε αμέσως τους αρχηγούς του με αρκετά παλληκάρια κ’ έπιασαν όλα τα περάσματα από το Βελιγράδι για την Πόλη.
Είχε δώσει ρητές διαταγές στα παλληκάρια του να λευτερώσουν το Ρήγα και τους συντρόφους του από τα χέρια των Τούρκων με κάθε τρόπο και με κάθε θυσία.
Έτσι πεθαίνουν τα παλληκάρια !…
Στο μεταξύ ο άγριος πασάς του Βελιγραδιού, ο Χατζή Μουσταφάς, που μισούσε τρομερά το Ρήγα και τους συντρόφους του, δεν άφησε μαρτύριο κ’ εξευτελισμό να μην το μεταχειριστεί εναντίον τους. Τους έκλεισε μέσα στη σκοτεινότερη, υγρή και ανήλια φυλακή, στον άθλιο παλιό πύργο του Βελιγραδιού. Τους έβαλε τους πιο άγριους και πιό φανατικούς και αιμοβόρους Τούρκους δεσμοφύλακες, με διαταγή να τους τυραννούν με κάθε τρόπο.
Τους έδεσε με τις πιο βαριές αλυσίδες. Κατάντησε τέλος τη ζωή τους μαρτυρική και αβάσταχτη.
Όταν ο άγριος σατράπης του Βελιγραδιού έμαθε τα κινήματα του Πασβάνογλου, που είχε στείλει παντού τα παλληκάρια του κ’ είχε πιάσει όλους τους δρόμους στα πρόθυρα του Βελιγραδιού, για ν’ απελευθερώσει τους γκιαούρηδες, κίνησε βιαστικά στην Πόλη και περίμενε από κι τις τελευταίες διαταγές, για να ενεργήσει.
Ένα μήνα αργότερα από την ημέρα, που έφτασε ο Ρήγας με τους άλλους συντρόφους του στο Βελιγράδι, στις 29 του Μάη στα 1798, την καταραμένη ήμερα την ίδια αυτή, που έπεσε στα χέρια των Τούρκων κ’ η Κωνσταντινούπολη, ήρθε η μαύρη διαταγή από την Πόλη στον αιμοβόρο τον Πασά του Βελιγραδιού.
- Να μη τους στείλεις στην Πόλη ! Να τους θανατώσεις εκεί…
Άλλο που δεν ήθελε το ανήμερο θεριό !… Έδωσε αμέσως διαταγή. Την ίδια ημέρα τους έβγαναν έναν ένα και τους έπνιγαν στο Δούναβη.
Πριν τους βγάλουν έναν ένα, χωριστά από τη φυλακή, τους έλυναν τις βαριές αλυσίδες.
Ήρθε τελευταία κ’ η σειρά του Ρήγα.
Τον πλησίασε ο δήμιος ανυποψίαστος και του λύσε την αλυσίδα.
Με το δεξί του χέρι τώρα ελεύτερο, κρατώντας ψηλά την αλυσίδα του ο Ρήγας, την κατέβασε κατακέφαλα στο δήμιο με τόση ορμή, που τον άφησε στον τόπο τον Τούρκο.
Οι άλλοι δήμιοι και οι δεσμοφύλακες τα χρειάστηκαν. Όπου φύγει, φύγει !…
Δεν τολμούσε τώρα κανένας τους να μπει στη σκοτεινή φυλακή, που το λιοντάρι ήταν λυμένο και ελεύθερο.
Κατατρομαγμένοι πήγαν την είδηση στον πασά. Λυσσασμένος από το θυμό του έδωσε αμέσως διαταγή.
Να τον πυροβολήσουν από την πόρτα, να τον σκοτώσουν, χωρίς να τον πλησιάσουν…
Έτσι και έγινε. Πολλοί Τούρκοι στρατιώτες τον πυροβόλησαν μαζί απόξω και τον σκότωσαν.
Πριν πέσει ο Ρήγας, γελαστός, ατάραχος τους φώναξε.
Ώς πότε, παλληκάρια, θα ζούμε στα στενά, Μονάχοι σαν λιοντάρια, στις ράχες, στα βουνά;… Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά, Να φεύγουμ’ άπ’ τον κόσμο για τη πικρή σκλαβιά;… Να χάνουμε Πατρίδα κι’ αδέρφια και γονείς, Τους φίλους, τα παιδιά μας κι΄όλους τους συγγενείς; Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, Παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.,.. Ακούστε τον θούριο του Ρήγα Φεραίου.
Το κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο: Ο Ρήγας, Αθήναι 1927.