Βιογραφία του ποιητή Νικόλαου Μοσχοφίδη
Το παρόν αφιέρωμα στηρίζεται στο βιβλίο του ποιητή Νικολάου Μοσχοφίδη: Σκιρτήματα Καρδιάς. Ακολουθεί ο πρόλογος του βιβλίου από τον ποιητή. Στην συνέχεια η βιογραφία του και ακολουθούν 4α ενδεικτικά ποιήματα.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Θα πρέπει να εξομολογηθώ εξαρχής ότι το τρίπτυχο ΠΑΤΡΙΔΑ- ΘΡΗΣΚΕΙΑ-ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ αποτελεί την ουσία και τον κόσμο της ποίησής μου. Η πρώτη μου συλλογή, δημοσιευμένη το 2001, με τον τίτλο «Η Φωνή της Μικρασίας» αντλεί το περιεχόμενό της, στο σύνολό της σχεδόν, από τις αλησμόνητες πατρίδες και τις συναφείς οικογενειακές αναμνήσεις με προεκτάσεις στο χώρο της πίστης και της θρησκείας γενικότερα. Η παρούσα συλλογή έχει ως δείκτη καθοδήγησης και κατεύθυνσης τα θρησκευτικά μου αποθέματα, που μεταποιούνται σε θρησκευτικά μηνύματα. Εδώ ο δημιουργός συνομιλεί με το Θεό: παρακαλεί, προσεύχεται, ελπίζει. Ακόμη επικοινωνεί με το συνάνθρωπο, τον «πλησίον» και «μακράν» ευρισκόμενον, με συνδέσεις και εξακτινώσεις στους χώρους της πίστης και της ικεσίας, στους χώρους των θρησκευτικών ναμάτων.
Η προσευχή μου, για μένα και τον καθένα, παρουσιάζεται αλλά και είναι συνεχής και αγωνιώδης: Ο μικρός και ταπεινός άνθρωπος που στέκεται με δέος μπροστά στο θαυμαστό δημιουργό σε πλήρη εξάρτηση από την αγάπη του. Που Αυτόν έχει ως αφετηρία η ύπαρξη και η συνέχειά του. Ο ποιητής και υμνητής από τη μια, ο ποιητής και Θεός του από την άλλη.
Θεσσαλονίκη, 14-4-2002
Νικ. Μοσχοφίδης.
Γράφει ο Νικόλαος Μοσχοφίδης
Ονομάζομαι Μοσχοφίδης Νικόλαος. Γεννήθηκα στη Δράμα το 1933 από γονείς Μικρασιάτες. Έχασα την όρασή μου από έκρηξη καπνογόνου χειροβομβίδας σε ηλικία οκτώ ετών το Σεπτέμβριο του 1941. Συμπλήρωσα τη στοιχειώδη εκπαίδευσή μου σε ειδική σχολή για τυφλά παιδιά στην Καλλιθέα Αθηνών. Τις γυμνασιακές μου σπουδές τις πραγματοποίησα στο Γυμνάσιο Αρρένων Δράμας, από όπου απεφοίτησα το 1961. Γράφτηκα στη Θεολογική
Σχολή του Α.Π.Θ. το 1975 και έλαβα το πτυχίο μου το 1979. Στη Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκα από το 1961 και εργάστηκα ως τηλεφωνητής στα κεντρικά γραφεία της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης Α.Ε., όπου για αναγνώριση της εν γένει συμπεριφοράς και της καλής μου απόδοσης τιμήθηκα από την εταιρεία με ένα βραβείο και δύο κατ’ εκλογήν προαγωγές. Συνταξιοδοτήθηκα το 1983.
Από το 1961-1983 υπήρξα μέλος του Σωματείου «Ένωση Τυφλών Βορείου Ελλάδος Λουδοβίκος Μπράιγ», και διετέλεσα γραμματέας και πρόεδρός του. Από το 1990 παραμένω μέλος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Τυφλών Κεντρικής Μακεδονίας, ενώ είμαι παράλληλα και μέλος της Εθνικής Ομοσπονδίας Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες. Από το 1996 μέχρι το 1999 είχα τη θέση του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου του ιδρύματος της Σχολής Τυφλών Θεσ/νίκης και παρέμεινα αναπληρωματικό μέλος 1999-2002. Δίδαξα από το 1996-2002 γραφή Μπράιγ στο τμήμα τηλεφωνικής της Σχολής Τυφλών.
Υπήρξα επίσης μέλος του Δ.Σ. Κιουταχειωτών Μικράς Ασίας «Ο ΑΙΣΩΠΟΣ» και από το έτος 1985 είμαι επίτιμο μέλος. Είμαι παντρεμένος με την Ασπασία, το γένος Χατζηγεωργίου, από την οποία απέκτησα μία κόρη, τήν Ειρήνη, αποκαταστημένη σήμερα.
Έγραψα τη συλλογή ποιημάτων Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ από υλικό που βασίστηκε σε διηγήσεις της γιαγιάς και της μητέρας μου και σε προσωπικές μελέτες συγκεκριμένων βιβλίων και δοκιμίων. Η συλλογή είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας διεργασίας και επίπονης εργασίας με τη βούληση να διασωθεί η ιστορική, η λαογραφική και η θρησκευτική μνήμη ενός θρυλικού κόσμου, του μικρασιατικού.
Έλαβα τόν πρώτο έπαινο μετά πλακέτας το 2002, στο Γ’ Πανελλήνιο Φεστιβάλ Ποίησης Θεσσαλονίκης, που πραγματοποίησε η Ένωση Συγγραφέων Ευρώπης, με τη συνεργασία του Δήμου Θεσσαλονίκης.
ΣΩΣΕ ΤΟ ΔΟΥΛΟ ΣΟΥ, ΕΜΕΝΑ
Χριστέ μου, σώσε με και πάλι απ’ τις παγίδες της ζωής, νιώθω βαριά μια παραζάλη, μόνον Εσύ, Χριστέ, μπορείς.
Μέσα στου βίου την πορεία κίνδυνοι βρίσκονται πολλοί, έχω εντός μου τρικυμία, είναι η σκέψη μου θολή.
Χρόνια Εσύ με προστατεύεις, έτσι και τώρα στο ζητώ, μ’ ένα Σου βλέμμα με χαϊδεύεις. Πάντα, Χριστέ, Σ’ ευχαριστώ.
Βόηθα, καλέ μου, να γλυτώσω απ’ τον πανούργο τον εχθρό και το στραυρό μου να σηκώσω. Έχε με πάντοτε γερό.
Κάθε στιγμή και κάθε ώρα φόβος κακός με τυραννά μήπως ξεσπάσει πάλι μπόρα, και σ’ αγωνία με κρατά.
Σώσε το δούλο Σου, εμένα, απ τις φουρτούνες της ζωής, είμαι το πρόβατο το ένα, ξέρω πως όλα τα μπορείς.
Δράμα, 9 Ιουνίου 1959
ΕΣΕΝΑ ΘΕΛΩ ΒΟΗΘΟ
Χριστέ μου παντοδύναμε και πάνσοφε Πατέρα, εσένα θέλω βοηθό και νύχτα και ημέρα.
Εσένα θέλω σύντροφο, παρηγοριά κι ελπίδα, είσαι το φως στην καταχνιά κι ασάλευτη πυξίδα.
Τρέμω και σβήνω σαν κερί στην παγωνιά τ’ ανέμου.
Είμαι γυμνός κι αδύναμος, προστάτεψέ με, Θεέ μου.
Άρρωστος είμαι στο κορμί, και στην ψυχή πονάω.
Είν’ η καρδιά μου αδειανή και έλεος ζητάω.
Ψάχνω το δρόμο μου να βρω μες στα πυκνά σκοτάδια. Είμαι χαμένος και γυμνός στ’ ατέλειωτα τα βράδια.
Μοιάζω σαν φύλλο στο βοριά, πουλί μέσα στα χιόνια, άνοιξη δίχως τους ανθούς και δίχως χελιδόνια.
Κούφια η σκέψη κι η καρδιά, κίβδηλη κι η ψυχή μου.
Κύριε, φώτιση ζητώ θερμά στην προσευχή μου.
Δράμα, Ιούνιος 1956
ΠΡΕΠΕΙ…
Πρέπει ν’ ανέβω στη ζωή στο πρώτο ανηφόρι κι ας με χτυπά από παντού σκληρά το ξεροβόρι.
Τι κι αν η μοίρα η κακιά με γέλασε με δόλο και γκρέμισε απ’ την ψυχή το γαλανό μου θόλο!
Τι κι αν οι πίκρες κι οι καημοί, τα βάσανα κι οι πόνοι θέλουν ν’ αρπάξουν βίαια της νιότης το τιμόνι!
Όλα κι αν παν ενάντια, εγώ θα προχωρήσω.
Πάντα μπροστά μου θα τραβώ. Δε θα υποχωρήσω.
Στιγμή δεν πρέπει να σταθώ στο δρόμο π’ ανεβαίνω, γιατί θα πέσω σε γκρεμό φρικτό κι αραχνιασμένο.
Δεν το μπορώ ν’ αναπαυτώ, φοβάμαι μην κυλήσω στον τρομερό κατήφορο, αν τΰχει κι αμελήσω.
Πρέπει να φτάσω ως την κορφή του ματωμένου δρόμου, για να γλυτώσω τη ζωή στο πέρασμα του χρόνου.
Λίγη ξεκούραση να βρω, γαλήνη κι ησυχία, γιατί ποτέ δε γνώρισα χαρά και ευτυχία.
Πότε βαδίζω με βροχή, με μπόρες, με χαλάζι, και πέφτω και σηκώνομαι κι ο ίδρωτάς μου στάζει.
Πότε βαδίζω πιο βαριά, με βήμα κουρασμένο, το δρόμο τούτον τον τραχύ, τον ανεμοδαρμένο.
Όμως θ’ ανέβω στην κορφή, εκεί ψηλά που πρέπει, κι απ’ την απόφαση αυτή κανείς δε μ’ αποτρέπει.
Δράμα, 1957
ΑΝ ΕΙΧΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑ
Αν είχα χρήματα πολλά, θα έκτιζα σχολεία και εκκλησίες απλόχωρες· θα έγραφα βιβλία.
Σπίτια θα σήκωνα ψηλά για κείνους που δεν έχουν, και το ψωμί το λιγοστό με δάκρυα το βρέχουν.
Γέφυρες θα ’φτιαχνα γερές και δρόμους πιο μεγάλους, να είναι οι πλατύτεροι, να μη θυμίζουν άλλους.
Θα ’σβηνα όλα των φτωχών τα άδικα τα χρέη, τα δανεικά θα πλήρωνα, κανένας να μην κλαίει.
Όλοι να ζουν χαρούμενοι μέσα σ’ αυτή την πόλη και να γελούνε ξένοιαστα κάθε γιορτή και σχόλη.
Όλα θα ήταν ήρεμα, ειρηνικά κι ωραία, και θα κυμάτιζε παντού η γαλανή σημαία.
Θα ’χα πατρίδα δυνατή, ν’ αυξάνονται οι θρύλοι, να τη φοβούνται οι εχθροί, να την τιμούν οι φίλοι.
Φάρμακα να ’χουν οι φτωχοί, οι γέροντες φροντίδα και σεβασμό στα χρόνια τους, να ζούνε με ελπίδα.
Ρούχα να έχουνε ζεστά, οι άρρωστοι υγεία, κρεβάτια ολοκαίνουργα και άνετη πορεία.
Δώρα να έχουν τα παιδιά, πολύχρωμα παιχνίδια, να χαίρονται και να γελούν για τ’ ακριβά στολίδια.
Κι όλα τ’ ανήμπορα παιδιά χαρούμενα να ζούνε κι ένα γλυκό χαμόγελο στον κόσμο τους να βρούνε.
Στέγη να έχουν καθαρή, φροντίδα, προστασία, περίθαλψη ιδανική, στοργή και ευτυχία.
Έτσι τη θέλω τη ζωή, από χαρά γεμάτη, να ’χουμε πίστη στο Θεό και έμπρακτη αγάπη.
Όλοι να νιώθουμε καλά, να μην υπάρχει λύπη, κι από τον κάθε άνθρωπο το θάρρος να μη λείπει.
Θεσσαλονίκη, 20-24/8/1998
Όλα τα παραπάνω κείμενα αντλήθηκαν από το βιβλίο: Σκιρτήματα Καρδιάς του Νικολάου Μοσχοφίδη. Θεσσαλονίκη 2003