5 Νοεμβρίου 2024

www.ipy.gr

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

Αξιοθέατα στο ΗράκλειοΑρχαιολογικοί χώροι

Ξενάγηση στο Ανάκτορο της Κνωσού

ΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΤΗΣ ΚΝΩΣΟΥ

Γενική Επισκόπηση

Το επίκεντρο του μινωικού ανακτορικού πολιτισμού, που άνθισε κατά τη δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. στην Κρήτη ως ένας από τους μεγάλους πολιτισμούς του αρχαίου κόσμου, είναι τα τέσσερα ανάκτορα: Κνωσός, Φαιστός, Μάλια και Ζάκρος. Τα επιβλητικά αυτά ανάκτορα χτίστηκαν γύρω στο 2000 π.Χ. σε θέσεις καίριες από γεωγραφική άποψη, που εξασφάλιζαν άμεση σύνδεση με την πλούσια αγροτική ενδοχώρα και με τους σημαντικούς θαλάσσιους δρόμους του Αιγαίου και της Μεσογείου. Υπήρχαν και μικρότερα «ανάκτο­ρα», όπου ζούσε ο τοπικός κυβερνήτης, όπως π.χ. στα Γουρνιά και στις Αρχάνες στην Μινωική γειτονιά. Τα ανάκτορα ήταν δημιούργημα αλλά και αναγκαίο στοιχείο μιας συγκεντρωμένης οικονομίας και κοινωνικής οργάνωσης, που φαίνε­ται ότι είχε στην κορυφή της τον «Τερέα-Βασιλέα», με γνωστό πρότυπο τον θρυλικό Μίνωα, όπως μας είναι γνωστός από τη μεταγενέστερη ελληνική παράδοση.

Έγινε η σκέψη ότι τα πολλά ανάκτορα προϋποθέτουν και πολλούς βασιλείς, πάντως όμως σίγου­ρα χωρίς πολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ τους, μάλλον με έναν ορισμένο βαθμό ανεξαρτησίας υπό την ηγεμονία του βασιλιά της Κνωσού, που μπορεί βασικά να είχε θρησκευτικό χαρακτήρα. Πάντως είναι φανερός ο σημαντικός ρόλος της Κνωσού στη θρη­σκεία, όπως ασφαλώς και στη διοίκηση, τη νομοθεσία και την οικονομία του νησιού.

Αυτά τα μεγάλα ανάκτορα χρησίμευαν σε πολλούς σκοπούς. Δεν πρέπει να τα παραλληλίσουμε με τα ανάκτορα των νεότερων χρόνων και να τα θεωρήσουμε μόνο σαν κατοικία του βασιλιά, της οικογένει­ας του, των αύλικων και του άλλου υπηρετικού προσωπικού, και ταυτόχρονα σαν άξονα της κοσμικής ζωής μιας κοινωνίας πολύ στρωματογραφημένης, όπως ήταν ασφαλώς και η κοινωνία της προϊστορικής Κρήτης.

Τα μινωικά ανάκτορα, περιστοιχισμένα από πλούσιες επαύλεις και μια εκτεταμένη αστική κοινότητα, ήταν επίσης η έδρα της διοίκησης και δικαιοσύνης αλλά μαζί και σημαντικά εμποροβιομηχανικά κέντρα και τόποι ελέγχου της οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας μιας ευρύτερης περιοχής.

Στους εκτε­ταμένους αποθηκευτικούς χώρους των ανακτόρων δεν φυλάγονταν μόνον αγαθά προορισμένα για την κατανάλωση των βασιλικών και άλλων κατοίκων τους αλλά κυρίως αγαθά για εμπόριο, προερχόμενα από φόρους, που βέβαια καταβάλλονταν σε είδος αφού το χρήμα ήταν ακόμα άγνωστο.

Το ίδιο σημαντικός είναι και ο θρησκευτικός ρόλος που έπαιζαν τα ανάκτορα. Ειδικά με τις δυτικές τους πτέρυγες αφιερωμένες στη λατρεία της Θεάς αλλά και έχοντας παντού θρησκευτικά στοιχεία, τα ανάκτορα ήταν ταυτόχρονα μεγάλα ιερά και κέντρα της θρησκευτι­κής ζωής και των εορταστικών της εκδηλώσεων και τελετουργιών.

Η αρχιτεκτονική των μινωικών ανακτόρων οφείλει κάτι στα γιγάντια ανάκτορα και ναούς της Ανατολής. Κοινό στοιχείο είναι η ορθογώνια κεντρική αυλή, στην Κρήτη όμως δεν περιορίζεται από ευθύγραμμους εξωτερικούς τοίχους. Αντίθετα, το μινωικό ανάκτορο αναπτύσσεται από τα μέσα προς τα έξω, ξεκινώντας από τη μεγάλη αυλή που αποτελεί το δομικό του επίκεντρο αλλά και τον άξονα όλης της ζωής του. Έτσι οι εξωτερικές προσόψεις συχνά καταλήγουν να έχουν εσοχές και εξοχές. Γενικά πρέπει να έχουμε ύπ’ όψη μας ότι το τελικό σχέδιο των ανακτόρων δεν είχε γίνει με όλες τις λεπτομέρειες από την αρχή αλλά ήταν με κάποιο τρόπο το φυσικό αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης εξέλιξης με διαδοχικά κτίρια και πολλές αρχιτεκτονι­κές φάσεις. Οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με κονίαμα διακοσμημένο με τοιχογραφίες στους πιο σημαντικούς χώρους χρησιμοποιού­σαν χτιστούς τετράγωνους στύλους (πεσσούς) και ξύλινες στρογγυλές κολόνες (κίονες) που στενεύουν χαρακτηριστικά προς τα κάτω. Οι ιδιότυποι αυτοί κίονες, ένα από τα γνωρίσματα της μινωικής αρχιτεκτονικής, ήταν βασικά καμωμένοι από αναποδογυρισμένους κορμούς δέντρων και αυτή η ανάστροφη τοποθέτηση εμπόδιζε μια ενδεχόμενη βλάστηση και προστάτευε τη βάση από τη βροχή.

Τα ανάκτορα καταστράφηκαν αρκετές φορές, αλλά έπειτα από κάθε καταστροφή τα ξανάχτιζαν. Συνολικά έζησαν γύρω στα 600 χρόνια. Διακρίνονται δύο κύριες αρχιτεκτονικές φάσεις: τα Παλαιά Ανάκτορα που καταστράφηκαν γύρω στο 1700 π.Χ. ίσως από δυνατούς σεισμούς, και τα Νέα Ανάκτορα, που χτίστηκαν στην ίδια θέση. Τελικά και αυτά με τη σειρά τους καταστρέφονται γύρω στο 1450 π.Χ. μαζί με τις περισσότερες πόλεις και χωριά της Κρήτης, αλλά το ανάκτορο της Κνωσού παθαίνει λιγότερο σοβαρές ζημιές από τα άλλα. Εδώ βλέπουμε μετά την καταστροφή εγκαταστημένη μια νέα δυναστεία με Αχαιούς βασιλείς ελληνόγλωσσους να κυβερνά την Κρήτη οργανωμένη στο πρότυπο ενός μυκηναϊκού βασιλείου. Η περίοδος αυτή κράτησε λίγο περισσότερο από μισό αιώνα, έως την τελική καταστροφή του ανακτόρου από φωτιά, που χρονολογείται λίγο μετά το 1400 π.Χ. Έπειτα, η Αχαϊκή δυναστεία φαίνεται ότι εξαφανίζεται και ο χώρος δεν ξαναχτίζεται και δεν ξαναχρησιμοποιείται ως ανάκτορο.

Τό μεγαλύτερο άνάκτορο τής Κρήτης ήταν στήν Κνωσό, χτισμένο πάνω στά ερείπια ενός εκτεταμένου καί πολύ σημαντικού νεολιθικού οικισμού. ’Ηταν περίπου τετράγωνο, μέ πλευρές μήκους 150 μέτρων καί κατείχε έκταση 20.000 τ.μ. Περιστοιχιζόταν άπό ολόκληρη πόλη, ίσως μέ πληθυσμό σάν τό σημερινό Ηράκλειο, όπως υπολογίστηκε. Ούτε ή πόλη ούτε τό άνάκτορο προστατεύονταν άπό τείχη, φαινόμε­νο μοναδικό γιά τήν εποχή, αφού δέν ύπήρχε άπειλή εσωτερικού πολέμου ή εξωτερικής εισβολής, μέ τή θάλασσα καλά φυλαγμένη άπό τό στόλο τού Μίνωα.

Τό πολύπλοκο σχέδιο τού άνακτόρου τής Κνωσού καί τό γεγογός ότι ό λάβρυς (διπλός πέλεκυς), τό ιερότερο σύμβολο τής μινωικής θρησκείας, είναι χαραγμένος πολλές φορές στούς τοίχους καί πεσ­σούς τού άνακτόρου, οδήγησε στή σκέψη ότι τό άνάκτορο αυτό ήταν ό λαβύρίνθος, ή κατοικία τού λάβρυος. Μία πινακίδα τής Γραμμικής γραφής Β πού βρέθηκε πρόσφατα, άποκάλυψε τήν ύπαρξη τού λατρευτικού τίτλου «ή Κυρία ήμών τού Λαβυρίνθου». Μετά τήν καταστροφή τού άνακτόρου τά έρείπια φαίνονταν ακόμη πιο «λαβυρινθώδη». Έτσι δημιουργήθηκε ή ιδιαίτερη αυτή έννοια τής λέξης καί άπό τά ελληνικά πέρασε στά λατινικά καί στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Ή Κνωσός επέζησε στους μεταγενέστερους ελληνικούς χρόνους σάν μιά άπό τις πιο ισχυρές πόλεις-κράτη· της δωρικής Κρήτης. Στα νομίσματα της εικονίζονταν θέματα παραδοσιακά εδώ, όπως ο Λαβύρινθος και ο Μινώταυρος.

Έπειτα άπό μιά προκαταρκτική άνασκαφή πού έκαμε τό 1878 ό Μίνως Καλοκαιρινός, τό άνάκτορο έρευνήθηκε κανονικά άπό τον ’Αρθούρο Έβανς καί τούς συνεργάτες του άπό τό 1900 έως τό 1905, αλλά οί εργασίες συνεχίστηκαν κατά διαστήματα καί μετά, έως σήμερα.

Επίσκεψη στο ανάκτορο

Το ανάκτορο είναι χτισμένο πάνω στην ισοπεδωμένη κορυφή ενός λόφου. Σήμερα αυτό δεν είναι άρκετά σαφές, γιατί ή δυτική πλευρά τού λόφου σκεπάστηκε άπό τά χώματα τής άνασκαφής. Ό επισκέπτης πρωτομπαίνει στή Δυτική Αυλή, μιά μεγάλη πλακό­στρωτη έκταση πού υποστηρίζεται άπό ένα εξωτερικό άναλημματικό τοίχο με ένα πλατύ κεκλιμένο επίπεδο στά δυτικά πού σχηματίζει τήν είσοδο. Στο βάθος ύψώνεται ή μνημειώδης δυτική πρόσοψη τού άνακτόρου, με τούς ογκολίθους της μαυρισμένους άπό τή μεγάλη πυρκαϊά πού κατάστρεψε τό άνάκτορο γιά τελευταία φορά. Ή Δυτική Αυλή έχει τρεις τεράστιους στρογγυλούς λάκκους με χτισμένα τοιχώματα, κάτι σάν μεγάλα ρηχά πηγάδια, γνωστούς σάν «κουλού­ρες». Στις δυο «κουλούρες» προς τά δυτικά βρέθηκαν ίχνη σπιτιών τής παλαιοανακτορικής εποχής. Τό ένα τους, με μιά σκάλα άπό κόκκινο κονίαμα, άσφαλώς είχε θρησκευτικό χαρακτήρα. Τά πρώιμα αυτά σπίτια άχρηστεύθηκαν όταν έγινε ή αυλή καί οί «κουλούρες». Παρόμοιες «κουλούρες» ύπάρχουν καί στο άνάκτορο των Μαλίων.

Ό προορισμός τους είναι άβέβαιος, άλλα φαίνεται ότι άρχικά ήταν μάλλον σιτοβολώνες καί όχι δεξαμενές. Σε μια μεταγενέστερη εποχή εδώ πετούσαν τά σπασμένα αγγεία του ανακτόρου. Ή αυλή διασχίζε­ται από ελαφρά ύπερυψωμένους «πομπικούς δρόμους», πού μάλλον χρησίμευαν γιά ιερές πομπές καί άλλες τελετουργίες. Υπάρχουν άκόμα δύο βωμοί. Ό ένας τους είναι χτισμένος μπροστά στή μνημειώδη δυτική πρόσοψη τού άνακτόρου, ίσως στή θέση μιάς άρχικής εισόδου τού Παλαιού Άνακτόρου πού φράχτηκε κατά τή μεταγενέστερη διαρρύθμιση τής πρόσοψης. Τά θεμέλια τού Παλαιού Άνακτόρου διακρίνονται σάν μιά σειρά μεγάλες πλάκες άνάμεσα στο λιθόστρωτο τής αυλής. ’Ίσως έχτισαν εδώ τό βωμό επειδή ό χώρος άνάμεσα στήν παλαιότερη καί τή νεώτερη πρόσοψη είχε θεωρηθεί ιερός.

‘Ένας «πομπικός δρόμος» τής αυλής έρχεται στή δυτική είσοδο τού άνακτόρου, τό Δυτικό Πρόπυλο. Τό πρόπυλο αυτό είχε ένα μεγάλο ξύλινο κίονα μέ ύψος ύπολογιζόμενο γύρω στα 5.50 μέτρα πού στηριζόταν σέ βάση άπό άλάβαστρο, καί στον άνατολικό τοίχο μιά τοιχογραφία πού εικόνιζε ταυρομαχίες. Δίπλα στο πρόπυλο ύπήρχε ένα θυρωρείο καί ένα δωμάτιο υποδοχής πού είχε ίσως ένα θρόνο γιά τον άξιωματικό ύπηρεσίας πού έκανε τον έλεγχο τής εισόδου. Πίσω άπό μιά δίφυλλη πόρτα στο βάθος τού προπύλου ξεκινά ό μακρύς Διάδρομος τής Πομπής. Πρόκειται γιά μιά τελετουργική είσοδο πού ονομάστηκε έτσι άπό τήν τοιχογραφία μιάς πομπής σέ φυσικό μέγεθος πού διακοσμούσε τούς τοίχους τού διαδρόμου σέ δύο επάλληλες ζώνες. Οι μορφές αυτές, άγόρια καί κορίτσια, πού ό άριθμός τους ύπολογίζεται σέ πολλές εκατοντάδες, έφερναν δώρα στο Μίνωα σχηματίζοντας επίσημη πομπή. Μερικά άγόρια πού ίσως έπαιζαν μουσική έχουν μακριά ιερατικά ρούχα. Ή κεντρική μορφή τής τοιχογραφίας παρίστανε μιά ιέρεια ή θεά. Πολύ γνωστός είναι ό «ρυτοφόρος», ήλιοκαμένος, μέ κατσαρά μαλλιά, δυνατούς ώμους καί λεπτή μέση, ό άντιπροσωπευτικός τύπος τού Μινωίτη. Ό νέος κρατεί ένα βαρύ λίθινο κωνικό ρυτό, δηλαδή ένα

που τό μήκος, περνά άπό τή νοτιοδυτική γωνία τού άνακτόρου καί τή μικρή Νότια Είσοδο καί οδηγεί στο Νότιο Πρόπυλο, ένα μεγαλόπρεπο κατασκεύασμα με κίονες καί τρεις εισόδους πού έκλειναν με πόρτες. ‘Όπως έγινε καί για άλλες τοιχογραφίες τού άνακτόρου, τό αντίγραφο ενός τμήματος τής Τοιχογραφίας τής Πομπής τοποθετήθηκε στο αναστηλωμένο Πρόπυλο, πού άρχικά στέγαζε ένα σημαντικό μέρος της. Τό στρωμένο με πλάκες Πρόπυλο καί πίσω του ή λεγόμενη Μεγάλη Σκάλα, πλαισιωμένη άπό δυνατούς τοίχους με κιονοστοιχίες, οδηγούν άπό τό ισόγειο στον πρώτο όροφο, πού είναι γνωστός σάν Piano NoMe σύμφωνα με έναν άρχιτεκτονικό όρο τής εποχής τής Ιταλικής ’Αναγέννησης. Ό όροφος αυτός έχει μιά σειρά επίσημα δωμάτια σχεδόν τελείως άναστηλωμένα. Άνάμεσά τους είναι τό «Τρικιόνιο Ιερό», ή «Μεγάλη Αίθουσα» με δύο κίονες, ή «Αίθουσα τού ‘Ιερού» με έξι κίονες καί άλλοι χώροι με συμβατικά ονόματα. Στά ανατολικά τής Μεγάλης Σκάλας υπήρχε ένας ναός μεταγενέστερων ελληνικών χρόνων, ϊσως τής θεάς Ρέας, πού κατεδα­φίστηκε κατά τις άνασκαφές. Κοντά του είναι ή Νότια Είσοδος, μία άπό τις τέσσερεις εισόδους τού ανακτόρου. Τά τεράστια ιερά κέρατα από πωρόλιθο πού βλέπουμε εκεί κοντά ίσως αρχικά στεφάνωναν τή νότια πρόσοψη. Δίπλα στή Νότια Είσοδο τοποθετήθηκε ένα αντί­γραφο τής περίφημης άνάγλυφης τοιχογραφίας τού «’Ιερέως- Βασιλέως», πού είναι επίσης γνωστή σαν «ό πρίγκιπας μέ τά κρίνα». Αυτή ή πλούσια άλλ’ άπλά ντυμένη μορφή, μέ γυμνό κορμό καί ένα στέμμα ή διάδημα μέ ύπερυψωμένους κρίνους καί στήν κορυφή τρία μεγάλα παγωνόφτερα πού πέφτουν προς τά πίσω, οδηγούσε ϊσως ένα ιερό τέρας, γρυπά ή μάλλον σφίγγα. Ή έπίσημη αυτή μορφή έχει μιά στάση τού σώματος χαρακτηριστική καί για τή μινωική καί για τήν αιγυπτιακή τέχνη, με τό κεφάλι καί τό κάτω μέρος τού σώματος να φαίνονται από τό πλάι άλλα με τον κορμό άπό μπροστά.

Στή Νότια Είσοδο τού ανακτόρου οδηγούσε μία επιβλητική κατασκευή, γνωστή σαν Βαθμιδωτή Στοά, πού άνήκε στήν εποχή τού Παλαιού ’Ανακτόρου καί πού δεν άφησε παρά λίγα ίχνη. Κίονες ύπήρχαν μόνο στή δυτική πλευρά, ένώ στά ανατολικά ή στοά έκλεινε με ένα ψηλό τοίχο. Γιά νά μπει κανείς στή στοά καί στο άνάκτορο περνούσε άπό μιά μεγάλη μνημειώδη οδογέφυρα με βαθμιδωτά κανάλια. ’Από δώ ξεκινούσε ό δρόμος γιά τή νότια Κρήτη καί τό Νότιο Κρητικό Πέλαγος. Δίπλα στο δρόμο υπήρχε ένα μικρό κτίριο προορισμένο μάλλον γιά τούς ταξιδιώτες, τό «Καραβανσεράι», όπως ονομάστηκε άπό τούς άνασκαφεΐς. Τό «Καραβανσεράι» έχει μιά πηγή καί ένα δημόσιο μεγάλο μπάνιο άπό πέτρα γιά τό πλύσιμο των ποδιών, με νερό πού τρέχει άκόμα. Σημαντική είναι μιά τοιχογραφία πού στόλιζε ψηλά ένα τοίχο, μιά ζωφόρος με πέρδικες καί τσαλαπετεινούς. ’Ακόμα πιο μακριά, προς τά νότια καί δίπλα στο δρόμο, είναι ό μεγάλος βασιλικός «Ναός-Τάφος», ένα κτίριο με δύο ορόφους, αυλή καί ύπόστυλη κρύπτη. Ό ταφικός θάλαμος, κομμένος στο βράχο, έχει στή μέση ένα τετράγωνο πεσσό.

Ή μεγάλη Κεντρική Αυλή τού άνακτόρου, έχει έκταση περίπου 50×50 μέτρα. Κάτω άπό τό άρχικά πλακόστρωτο δάπεδό της άνασκάφτηκαν διάφορα λείψανα τού νεολιθικού οικισμού τής Κνωσού. Τό ισόγειο τής δυτικής πτέρυγας ήταν προορισμένο κυρίως γιά θρησκευτικούς σκοπούς. Στή βόρεια άκρη είναι τό Δωμάτιο τού Θρόνου: άπό ένα πολύθυρο με τέσσερεις εισόδους πού βλέπει στήν Κεντρική Αυλή καί πέντε σκαλοπάτια, κατεβαίνουμε σε ένα προθάλαμο, με πεζούλια άπό γυψόπετρα στον βόρειο τοίχο.’Ανάμεσά τους τοποθετήθηκε μιά ξύλινη άναπαράσταση τού λίθινου θρόνου τού Δωματίου τού Θρόνου, στή θέση μιας μάζας άπό καρβουνιασμέ­νο ύλικό. Ό προθάλαμος είχε καί διακόσμηση άπό τοιχογραφίες. Μία λεκάνη άπό πορφυρίτη λίθο πού βρέθηκε εκεί κοντά τοποθετή­θηκε στο κέντρο τού προθαλάμου, στήν υποθετική άρχική της θέση. Στή λεκάνη αυτή έβαζαν ίσως άγιασμό. Τό καθεαυτό Δωμάτιο τού Θρόνου, με δύο εισόδους, είναι στα δυτικά. Στον βόρειο τοίχο του είναι ό περίφημος «θρόνος τού Μίνωα», πού βρέθηκε στήν άρχική του θέση τέλεια διατηρημένος. Είναι από γυψόπετρα άλλά σαφώς μιμείται ένα ξύλινο πρότυπο. Ή πάνω επιφάνεια τού καθίσματος έχει κοιλότητες για μεγαλύτερη άνεση. Ή μεγαλόπρεπη ψηλή ράχη έχει κυματιστό περίγραμμα καί γέρνει ελαφρά προς τά πίσω. Ό θρόνος ήταν σκεπασμένος με ένα λεπτό στρώμα άπό κονίαμα, ζωγραφισμένο κόκκινο καί άσπρο. Δεξιά καί άριστερά ύπάρχουν πεζούλια, ενώ ό τοίχος άπό πάνω τους έχει τοιχογραφίες με άπτερους γρύπες πού πλαισιώνουν τό θρόνο, μυθικά ιερά τέρατα με σώμα λιονταριού καί κεφάλι άετού, άκόλουθοι τών θεών καί φύλακες ιερών τόπων καί άντικειμένων. Τις μορφές αυτές τις κληρονόμησε ή ελληνική μυθολογία καί τέχνη. Οι εικόνες εδώ έχουν μιά στοιχειώδη φωτοσκίαση. Στούς τοίχους τού δωματίου ύπήρχαν καί άλλοι δύο παρόμοιοι γρύπες. Ό θρόνος, «ό άρχαιότερος τής Ευρώπης» όπως χαρακτηρίστηκε, ίσως προοριζόταν στήν πραγματικότητα όχι για τό Μίνωα άλλά γιά μιά άνώτερη ιέρεια τής Μητέρας-Θεάς. ’Απέναντι του καί σέ χαμηλότερο έπίπεδο είναι μία «δεξαμενή καθαρμών», όπου κατέβαιναν άπό έξι σκαλοπάτια, άσφαλώς γιά τελετουργικούς εξαγνισμούς μέ άγιασμό. Τέτοιες δεξαμενές καθαρμών ύπάρχουν καί σέ άλλα μέρη τού άνακτόρου όπως καί σέ άλλα άνάκτορα καί έπαύλεις. Μερικοί άρχαιολόγοι τις θεωρούν σάν κοινά λουτρά. Πάντως, δέν έχουν κανενός είδους άποχέτευση. Ή δεξαμενή αυτή έχει ένα χαμηλό παραπέτο μέ ξύλινους κίονες, όπως μπορούμε νά συμπεράνουμε άπό μερικά καρβουνιασμένα ίχνη. Η δεξαμενή σχημάτιζε τό κάτω μέρος ενός φωταγωγού. Τά ψηλότερα μέρη τών τοίχων ήταν σκεπασμένα μέ κόκκινο κονίαμα. Τό Δωμάτιο τού Θρόνου καί οι τοιχογραφίες του έχιναν τήν εποχή τής δυναστείας τών ’Αχαιών. Ύπάρχουν άνασκαφικές ενδείξεις ότι κάποια τελε­τουργία γινόταν εδώ όταν καταστράφηκε τό άνάκτορο, πού διακόπη­κε άπότομα. ’Ίσως ή θρησκευτική αύτή τελετή είχε σκοπό νά άποτρέψει τήν καταστροφή. Στά δυτικά τού Δωματίου τού Θρόνου ύπάρχει μία σειρά από μικρά σκοτεινά δωμάτια πού σχηματίζουν τό λεγόμενο «Εσωτερικό Ιερό».

Ξαναγυρίζοντας στήν Κεντρική Αυλή καί προχωρώντας προς τά νότια συναντούμε μιά επιβλητική σκάλα με δώδεκα σκαλοπάτια και δύο μεγάλους κίονες, τον ένα ψηλότερα από τον άλλο, πού οδηγούσε κατευθείαν άπό τήν αυλή στον πρώτο όροφο. Μετά τή σκάλα καί απέναντι στο κέντρο τής αυλής είναι τά ερείπια τού Τριμερούς ‘Ιερού, πού είχε στήν κορυφή του ιερά κέρατα. Τό κεντρικό τμήμα τού ‘Ιερού ήταν ψηλότερο άπό τά δύο πλευρικά. Αυτό τό ιδιότυπο ‘Ιερό, πού ουσιαστικά είναι μόνο μία πρόσοψη, είκονίζεται σε μιά άπό τις μικρογραφικές τοιχογραφίες τού ανακτόρου. ’Ακόμα νοτιό­τερα, κατεβαίνουμε σε μιά μικρή πλακόστρωτη αυλή πού επικοινωνεί προς τά βόρεια με τήν «’Αποθήκη τού Ψηλού Πίθου» καί με τά Θησαυροφυλάκια τού ‘Ιερού. ’Εδώ, ανάμεσα στούς θησαυ­ρούς τού Τριμερούς ‘Ιερού φυλαγμένους μέσα σε δύο ορθογώνια ορύγματα σάν λίθινες κασέλες, βρέθηκαν διάφορα πολύτιμα λατρευ­τικά αντικείμενα, οι περίφημες θεές τών όφεων καί άλλα εξαίρετα έργα τέχνης άπό φαγεντιανή, καί ακόμα ένας μεγάλος μαρμάρινος σταυρός, γνωστό ήλιακό σύμβολο. ’Από δύο εισόδους στά δυτικά τής πλακόστρωτης αυλής μπαίνουμε στις δύο σκοτεινές καί αινιγματικές Υπόστυλες Κρύπτες ή Κρύπτες μέ τούς Πεσσούς, πού έχουν καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα. Κάθε κρύπτη έχει ένα μεγάλο τετράγωνο πεσσό, μέ χαραγμένο πολλές φορές τό ιερό σημείο τού διπλού πελέκεως. Στή βάση τών πεσσών έκαναν σπονδές. Ή λατρεία τών πεσσών, πού αντιπροσωπεύουν μέ άνεικονικό τρόπο τή θεότητα, είναι ένα πολύ γνωστό χαρακτηριστικό τής μινωικής θρησκείας. ’Ίσως υπάρχει μιά σχέση μέ τήν πανάρχαια λατρεία στά σπήλαια, ή άκόμα μέ τό γεγονός ότι οι πεσσοί ήταν ένα ουσιαστικό στοιχείο σταθερότητας ένός κτιρίου σέ ένα τόπο πού ύπέφερε άπό καταστρεπτικούς σεισμούς. Στά βόρεια τής πρώτης κρύπτης ύπάρχουν άλλα δύο σκοτεινά δωμάτια: τό ανατολικό ονομάστηκε Δωμά­τιο μέ τις λεκάνες.

Πίσω από τό συγκρότημα των λατρευτικών δωματίων τής δυτικής πτέρυγας εκτείνεται ή σειρά των αποθηκών, τό μεγαλύτε­ρο σύνολο αποθηκευτικών χώρων τής μινωικής Κρήτης. Μπροστά τους ύπάρχει ένας μακρύτατος διάδρομος, μέ άρχική ξύλινη οροφή, παράλληλος μέ τήν Κεντρική Αυλή. Συνολικά ύπάρχουν δεκαοκτώ στενόμακρες αποθήκες μέ πίθους πάνω σέ λίθινες βάσεις, και στο πάτωμα ορύγματα ορθογώνια πού μοιάζουν μέ κασέλες, όπου φύλαγαν ενδύματα καί διάφορα πολύτιμα αντικείμενα. Ή οροφή σέ μερικές αποθήκες αναστηλώθηκε μέ τσιμέντο. Οι εκτεταμένες αυτές αποθήκες, πού είχαν πάρα πολλούς πίθους, ϊσως καί 420, είναι χαρακτηριστικές για τό ρόλο πού έπαιζαν τά άνάκτορα στην οικονο­μική ζωή τού νησιού. Ή χωρητικότητα τών πίθων αυτών ύπολογίστηκε σέ 78.000 λίτρες περίπου. ‘Όταν τό ανάκτορο καταστράφηκε, τό αναμμένο λάδι τών πίθων άφησε τά μαύρα καί λιπαρά ίχνη πού βλέπουμε ακόμα σήμερα στις γυψόπλακες. Πίθοι ύπήρχαν καί στο διάδρομο, όπως καί κασέλες μέ έσωτερικό έπίχρισμα για τήν αποθή­κευση ύγρών.

’Από τήν άλλη μεριά τής Κεντρικής Αυλής είναι ή’Ανατολική Πτέρυγα τού ανακτόρου, μέ τά βασιλικά διαμερίσματα. ’Ενώ ή Δυτική Πτέρυγα είχε δύο ορόφους πάνω από τό ισόγειο, ή ’Ανατολι­κή Πτέρυγα είχε τέσσερεις, έφθανε όμως στο βάθος μιας βαθιάς τομής μέσα στή πλαγιά τού λόφου, δύο ορόφους βαθύτερα από τήν αυλή. Τό ισόγειο καί οι όροφοι τών βασιλικών διαμερισμάτων έπικοινωνούσαν μεταξύ τους καί μέ τήν Κεντρική Αυλή μέ τό θαυμάσιο Μεγάλο Κλιμακοστάσιο, ένα αληθινά μνημειώδες έργο τής μινωικής αρχιτεκτονικής, μέ ένα μεγάλο φωταγωγό στά ανατολικά. Ό φωταγωγός είχε κιονοστοιχίες πού πατούσαν σέ ένα βαθμιδωτό παραπέτο. Στις άλλες δύο πλευρές τού φωταγωγού ύπήρχαν βεράντες, ενώ ή νότια πλευρά είχε παράθυρα αντί γιά κίονες. Τά φαρδιά σκαλοπάτια είναι χαμηλά καί άνετα. Τό Μεγάλο Κλιμακοστάσιο βρέθηκε σχεδόν άθικτο κατά τις άνασκαφές, προστατευμένο μέσα στή μεγάλη τομή τού λόφου. Στο βάθος τού φωταγωγού σχηματίζεται ή Αϊθουσα των Κιονοστοιχιών, μέ τέσσερεις ογκώδεις κίονες. Πίσω της ανοίγεται ένας διάδρομος μέ μία πόρτα στή μέση, πού άφησε τα ϊχνη τής κίνησης τών φύλλων της στο πλακόστρωτο. Ό διάδρομος οδηγεί στο μεγαλύτερο δωμάτιο τού ανακτόρου, στήν Αίθουσα τών Διπλών Πελέκεων όπως ονομάστηκε από τό ιερό σημείο τού διπλού πελέκεως πού είναι χαραγμένο πολλές φορές στούς τοίχους ενός φωταγωγού στα δυτικά Ή Αίθουσα χωρίζεται από ένα πολύθυρο. Στον βόρειο τοίχο ύπήρχε ένας θρόνος, ίσως μέ ουρανό από πάνω, στηριγμένο σέ τέσσερεις ξύλινους ραβδωτούς κιονίσκους. Ό θρόνος ανήκε πιθανότατα στον γνωστό τύπο πού είδαμε ήδη. Οί τοίχοι τής Αίθουσας είχαν χαμηλά όρθομαρμάρωση από γυψόπλακες καί ψηλότερα κονίαμα μέ μιά ζωγραφισμένη σπείρα. Υπέθεσαν ότι στον βόρειο τοίχο κρέμονταν όκτώσχημες ασπίδες από δέρμα βοδιού, οί χαρακτηριστικές μεγάλες μινωικές ασπίδες πού προστάτευαν ολόκληρο τό σώμα. Τά πατώματα σκεπάζονταν μέ γυψόπλακες. ’Από άλλα πολύθυρα στα ανατολικά καί νότια μπαίνουμε σέ μιά πλατιά στοά μέ ένα γωνιακό τετράγωνο πεσσό. Πιο πέρα ίσως ύπήρχε μιά άνοιχτή ταράτσα προς τήν κοιλάδα όπου έτρεχε ό ποταμός Καίρατος.

Άπό τήν Αίθουσα τών Διπλών Πελέκεων ένας στενός διάδρομος οδηγεί στο «Μέγαρο τής Βασίλισσας», όπως ονομάστηκε. Έδώ, μερικά παράθυρα στή νότια καί ανατολική πλευρά ανοίγουν σέ δύο φωταγωγούς. Κάτω άπό τά παράθυρα αναστηλώθηκαν πεζούλια. Σημαντικές είναι οί τοιχογραφίες αυτού τού δωματίου, όπως ή Τοιχογραφία τών Δελφινιών, πού δείχνει αυτά τά έξυπνα πλάσματα νά παίζουν στή θάλασσα, τριγυρισμένα άπό χελιδονόψα­ρα. Τά δελφίνια είναι βαθυγάλαζα μέ λευκή κοιλιά, μέ μιά κίτρινη διπλή ταινία πού διατρέχει τις πλευρές τους. Μερικές λεπτομέρειες αυτής τής τοιχογραφίας είναι αξιοσημείωτες, όπως ό θαλάσσιος άφρός. Ή εικόνα είχε ένα πλαίσιο άπό κοράλλια. ’Αργότερα μιά άλλη τοιχογραφία μέ σπείρα σκέπασε τήν πρώτη. Τά πρωτότυπα είναι βέβαια στο Μουσείο Ηρακλείου, όπως καί τής χαριτωμένης χορεύτριας, πού στροβιλίζεται γύρω-γύρω μέ τά μακριά της μαλλιά ν’ άνεμίζουν. Στο δωμάτιο αυτό μπορούμε νά δούμε διάφορες φάσεις τής κατασκευής τού πατώματος. Μία στενή σκάλα οδηγεί στον πάνω όροφο. Στα δυτικά τού «Μεγάρου» ύπάρχει ένα μικρό δωμάτιο πού θεωρήθηκε ότι ήταν τό μπάνιο. Πάντως ό πήλινος λουτήρας πού βλέπουμε σήμερα, ένός τύπου πού χρησιμοποιείται συχνότατα καί για φέρετρο, βρέθηκε άλλού. Σύμφωνα μέ μια νεώτερη καί πιο πιθανή γνώμη έπρόκειτο γιά ύπνοδωμάτιο. ’Από τό «Μέγαρο τής Βασίλισσας» ένας σκοτεινός διάδρομος διακοσμημένος μέ τοιχογρα­φίες μέ σπείρες οδηγεί στο «Καλλωπιστήριο τής Βασίλισσας», όπως ονομάστηκε καί στήν τουαλέτα, μέ ξύλινο κάθισμα, πού συνδεόταν μέ τό πολύπλοκο άποχετευτικό σύστημα τού ανακτόρου. Ή όλη εγκατάσταση είναι απίστευτη γιά τήν εποχή της, άλλά ή αγάπη των Μινωιτών γιά τήν καθαριότητα είναι πολύ γνωστή. Πιο πέρα ύπάρχει ένας φωταγωγός, ή Αύλή με τίς Ρόκες, πού ονομάστηκε έτσι έξαιτίας τού σημείου τής ροκάς (άν πραγματικά δηλώνει ρόκα) πού είναι χαραγμένο στούς τοίχους. Σ’ ένα δωμάτιο εκεί κοντά, ένα είδος θησαυροφυλακίου, βρέθηκαν διάφορα πολύτιμα άντικείμενα. Άξιοπρόσεχτο άνάμεσά τους ήταν ένα μικροσκοπικό χρυσό ψάρι. Πάρα πέρα, μιά σκάλα ύπηρεσίας οδηγεί στον πάνω όροφο, όπου υπάρχουν διάφοροι αναστηλωμένοι χώροι.

Τό νότιο τμήμα τής ’Ανατολικής Πτέρυγας έχει επίσης διάφο­ρους ενδιαφέροντες χώρους. Ένα δωμάτιο μέ χαμηλό χώρισμα από κονίαμα διατηρεί άκόμα τον πήλινο λουτήρα του. Μέσα στο χώρισμα βρέθηκαν πολλά αγγεία διακοσμημένα μέ λευκούς κρίνους. Στο διπλανό δωμάτιο, πίσω άπό ένα παρόμοιο χώρισμα, ύπάρχουν τρεις μικροί πίθοι πού ό ένας τους έχει μιά ψεύτικη κλειστή προχοή. Όλόκληρη ή σειρά των δωματίων, πού σχετίζεται μέ μιά γειτονική δεξαμενή καθαρμών, ανήκε ίσως σέ έναν ιερέα. Μετά τήν καταστρο­φή τού 1600 π.Χ. ολόκληρο τό διαμέρισμα έπιχώσθηκε καί χρησιμέυ­σε σά βάση γιά ένα καινούριο πού χτίστηκε άπό πάνω. ’Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει τό μικρό τετράγωνο Τερό τών Διπλών π ε λ έ κ ε ω ν στα νότια. Ή μετατροπή τού χώρου σέ ιερό χρονολογεί­ται στή μετανακτορική εποχή. Τό δωμάτιο χωρίζεται σέ τρία μέρη με διαφορετικό έπιπεδο τό καθένα. Στο βορειότερο τμήμα ένα βάθρο στρωμένο με βότσαλα είχε διάφορα λατρευτικά αντικείμενα, όπως δύο ζεύγη ιερά κέρατα από κονίαμα, με μικρές οπές στο κέντρο τους γιά νά στερεώνονται διπλοί πελέκεις ή καί μικρά κλαδιά. Τό ιερό ονομάστηκε έτσι άπό ένα μικρό διπλό πέλεκυ άπό στεατίτη μέ διπλές κόψεις. Στο βάθρο βρέθηκαν ακόμα διάφορα μικρά πήλινα ειδώλια. Ένα παριστάνει τή γνωστή μινωική θεά μέ ύψωμένα χέρια σέ στάση ευλογίας, μέ ένα περιστέρι συμβολικά καθισμένο στο κεφάλι της. Ή φούστα τής θεάς έχει σχήμα καμπάνας καί θυμίζει κρινολίνο. Αυτός ό τύπος ειδωλίου συνηθιζόταν στά μεταγενέστερα μινωικά χρόνια. Μπροστά στο βάθρο βρέθηκαν διάφορα αγγεία καί ένας τριποδικός βωμός. Στο διάδρομο δυτικά άπό τό ιερό των Διπλών Πελέκεων ήρθαν στο φως πήλινες πινακίδες τής Γραμμικής γραφής Β σέ ελληνική γλώσσα αλλά μέ μινωικά γράμματα.

Πέρα απ’ αυτό τό σύμπλεγμα δωματίων, πού έχει ακόμα ένα φωταγωγό, μιά δεξαμενή καθαρμών καί μιά σκάλα, καί πού σχηματί­ζει τή νοτιοανατολική γωνία τού άνακτόρου, ύπάρχρυν διάφορα ιδιωτικά σπίτια, μέρος τής πόλης. Τό πιο κοντινό, στεγασμένο σήμερα μέ τσιμέντο, ονομάστηκε τό Σπίτι μέ τό Ιερό Βήμα. ’Έχει μιά δεξαμενή καθαρμών, τρεις άποθήκες καί μιά κρύπτη μέ τετράγωνο πεσσό στή μέση. Στο κέντρο τού κτιρίου ύπάρχει μιά ευρύχωρη αίθουσα μέ πολύθυρα. Δίπλα είναι τό λεγόμενο Νοτιοα­νατολικό Σπίτι. Κοντά του ύπάρχει ένας κλίβανος. Στά δυτικά τού πρώτου σπιτιού είναι άλλα δύο μικρά, πού τά ονόμασαν Σπίτι τών Θυσιασμένων Βοδιών καί Σπίτι τών Πεσμένων ’Ογκολίθων, μέ ένα στρωμένο δρόμο άνάμεσά τους. Τό πρώτο, μέ ένα δωμάτιο σέ σχήμα L, άνήκε ίσως σέ ένα λιθοξόο. Τό άλλο, μέ τέσσερα δωμάτια, ονομάστηκε έτσι άπό μερικούς μεγάλους ογκόλι­θους πού είχαν πέσει σέ ένα σεισμό άπό ένα τοίχο τού άνακτόρου καί τό είχαν καταστρέφει. Τό βάρος μερικών ογκολίθων, πού ξεπερνούν τον ένα τόνο, δείχνει τήν τρομερή ένταση τού σεισμού.

Έπιστρέφοντας στά βασιλικά διαμερίσματα περνούμε τον μακρύ διάδρομο πού διχοτομεί τήν ’Ανατολική Πτέρυγα καί μπαίνουμε στο βόρειο τμήμα της, πού έχει καί τά εργαστήρια τού ανακτόρου. Στο διάδρομο αυτό βρέθηκαν πολλές πινακίδες τής Γραμμικής γραφής Β. Μία πόρτα στήν άνατολική του άκρη οδηγεί στον Προθάλαμο των Ξύλινων Δοκών, όπως ονομάστηκε άπό τούς δοκούς πού δυνάμωναν τότε τούς τοίχους καί τούς έδιναν ελαστικότητα για προστασία άπό τούς σεισμούς, σύμφωνα με μιά μέθοδο πού συνήθιζε ή μινωική αρχιτεκτονική. Δίπλα είναι ή ’Ανατολική Κιονοστοιχία με τέσσερεις κίονες καί στά νοτιά της μιά σκάλα, πού χτίστηκε μετά τήν καταστροφή τού 1500 π.Χ. Στά δυτικά τής κιονοστοιχίας είναι τό Εργαστήριο τού Λιθοξόου, όπου βρέθηκαν φυσικοί όγκοι βασάλτη («λακεδαιμονίου λίθου»), πού είχαν είσαχθεϊ άπό τήν περιοχή τής Σπάρτης για τήν κατασκευή λίθινων άγγείων καλής ποιότητας. Μερικοί άπ’ αυτούς τούς όγκους δείχνουν ίχνη επεξεργασίας, πού διακόπηκε όμως άπότομα έξαιτίας τής ξαφνικής καταστροφής τού άνακτόρου. Τό κυρίως εργαστήριο ήταν μάλλον στον πάνω όροφο, άπ’ όπου προέρχονται μερικά μισοτελειωμένα λίθινα άγγεία. Στά βόρεια ύπάρχει ένα δωμάτιο, γνωστό σάν Σχολείο, μέ πεζούλια στις τρεις πλευρές καί δίπλα τους λίθινες γούρνες. Ό χώρος αυτός έρμηνεύθηκε είτε σάν σχολείο γιά μαθητευόμενους γραφείς, είτε σάν εργαστήριο ζωγράφων ή κεραμέων. Τό δωμάτιο ξαναχρησιμοποιήθηκε τήν έποχή τής «άνακατάληψης» τού άνακτόρου. Τό «Σχολείο» συνδέεται στά βόρεια μέ τή λεγάμενη Αυλή μέ τό Λίθινο Στόμιο, πού ονομάστηκε έτσι άπό τήν άκρη μιας άποχέτευσης πού φαίνεται ψηλά στον δυτικό τοίχο τής αυλής. Ή άποχέτευση αυτή άδειαζε τά νερά ενός φωταγω­γού σέ μιά μικρή δεξαμενή πού συνδεόταν μ’ ένα πηγάδι. Στή νοτιοδυτική γωνία τής αυλής βρέθηκε ή περίφημη τοιχογραφία τής ταυρομαχίας, πού είκονίζει μέ ζωντανό τρόπο τό δύσκολο καί επικίνδυνο αυτό άθλημα, όπου έπαιρναν μέρος καί κορίτσια ντυμένα μέ άνδρικά ρούχα. Προς τήν πλευρά τής Κεντρικής Αυλής υπάρχει ό Διάδρομος τών ’Αδιεξόδων. Ή συμβατική αυτή ονομασία οφείλεται σέ τρεις μικρές άποθήκες. Στήν άκρη τού διαδρόμου ήταν μιά πόρτα. Σέ διπλανά δωμάτια βρέθηκαν διάφορα ενδιαφέροντα αντικείμενα, όπως καμαραϊκά άγγεια, πήλινα ομοιώματα βασιλικών φορείων καί τέλος τό γνωστό «Μωσαϊκό τής Πόλεως», δηλαδή πλακίδια από φαγεντιανή πού είκονίζουν προσόψεις σπιτιών, ευρή­ματα πολύτιμα για τις πληροφορίες πού δίνουν γιά άγνωστες λεπτομέρειες τής μινωικής αρχιτεκτονικής. Δίπλα στο Διάδρομο των ’Αδιεξόδων είναι ή μακριά ’Αποθήκη των Πίθων με τά Μετάλλια. Μερικοί άπ’ αυτούς τούς πίθους, με άνάγλυφη διακόσμηση σε σχήμα μεταλλίων (medallions) είναι άκόμα στή θέση τους. Έκεϊ κοντά βρέθηκε ή περίφημη τοιχογραφία με τις κομψές Μινωίτισσες πού είναι γνωστές σάν «Κυρίες μέ τά γαλάζια». Σ’ ένα μικρό δωμάτιο βρέθηκαν τά λείψανα ενός κολοσσιαίου άγάλματος τής Θεάς, πού φαίνεται ότι είχε ύψος σχεδόν τρία μέτρα. Τό άγαλμα ήταν καμωμένο κυρίως άπό ξύλο, όπως δείχνει μία καμένη μάζα πού είχε πέσει άπό τον πάνω όροφο μαζί μέ τρεις μακριές μπούκλες μαλλιών άπό χαλκό, ϊσως αρχικά επίχρυσες. Αυτά τά λείψανα είναι ή μόνη ένδειξη ότι ύπήρχαν μεγάλα αγάλματα στή μινωική εποχή, άν καί άσφαλώς δέν ήταν πολυάριθμα.

Ό ’Ανατολικός Προμαχώνας σχηματίζει τήν ανατολική είσοδο τού ανακτόρου, χαμηλά καί προς τήν κοιλάδα τού ποταμού Καιράτου. Έχει τήν όψη ενός πύργου πού κλείνει μιά σειρά σκάλες, άλλά δέν πρόκειται γιά πραγματικά οχυρωματικό έργο, παρά τό όνομά του. Κατά μήκος κάθε σκάλας ύπάρχει ένας πολύ κατηφορι­κός ανοιχτός άγωγός γιά τά νερά τής βροχής, μέ πάτωμα σέ σχήμα παραβολικής καμπύλης γιά νά ελέγχεται ή ορμή τού νερού μέ τή δημιουργία μιας σειράς άπό διαδοχικούς μικρούς καταρράκτες καί ν’ άποφεύγεται τό πιτσίλισμα. Ή έφευρετικότητα τού κατασκευαστή προκαλεϊ εντύπωση. Κατά διαστήματα βλέπουμε μικρά φρεάτια πού βοηθούσαν στο καθάρισμα τού νερού άπό τις λάσπες. Νομίστηκε μάλιστα ότι κάτω άπό τον ’Ανατολικό Προμαχώνα ύπήρχε ένα μέρος πού χρησίμευε σάν πλυντήριο τού άνακτόρου. Σύμφωνα μέ μία εκδοχή εδώ ήταν καί ή άρένα γιά τις ταυρομαχίες.

’Ανεβαίνοντας μιά μεγάλη σκάλα μέ κατεύθυνση προς τήν Κεντρική Αυλή βλέπουμε στά δεξιά τις ’Αποθήκες τών Γιγαντιαίων Πίθων, πού είναι μέρος τών άποθηκών τής άνατολικής πτέρυγας του παλαιού άνακτόρου. Οί πίθοι αυτοί έχουν πολλές λαβές και ανάγλυφη διακόσμηση πού μιμείται τά σχοινιά πού έδεναν γύρω από τό σώμα των πίθων γιά μεγαλύτερη στερεότητα. Τό γιγαντιαίο μέγεθος αυτών τών αγγείων φέρνει στο νού τον γνωστό μύθο τού Γλαύκου, τού γιού τού Μίνωα, πού έπεσε μέσα σ’ έναν τέτοιο πίθο γεμάτο μέλι καί πνίγηκε. Στα βόρεια υπάρχουν άλλες παλαιοανακτορικές αποθήκες όπου βρέθηκαν αγγεία τού καμαραϊ­κού ρυθμού, ενώ στά δυτικά είναι ό Διάδρομος τού Ζατρικί­ου, όπως ονομάστηκε από τό περίφημο βασιλικό παιγνίδι πού ήρθε εδώ στο φώς. Αυτό τό παιγνίδι, τού τέλους τής Μεσομινωικής περιόδου, πού θυμίζει κάπως σκάκι, ήταν καμωμένο από ελεφαντό­δοντο επιχρυσωμένο, μέ ένθετες πλάκες από κρύσταλλο καί φαγεντι­ανή. ’Όχι μακριά βρέθηκαν καί τέσσερα πιόνια από έλεφαντόδοντο σέ σχήμα μεγάλου κώνου. ’Ίσως χρησιμοποιούσαν καί ζάρια. Κάτω από τό δάπεδο τού διαδρόμου φαίνεται ένα τμήμα τού πολύπλοκου αποχετευτικού συστήματος τού άνακτόρου, πού προκαλεϊ εντύπωση γιά τόσο πρώιμη εποχή.

’Από τά βόρεια τής Κεντρικής Αυλής ένας μακρύς καί στενός διάδρομος, ό Διάδρομος τής Βόρειας Εισόδου, οδηγεί στή βόρεια είσοδο τού άνακτόρου. Ό διάδρομος αύτός ήταν υπαίθριος, πλακόστρωτος καί μέ έντονη κατωφέρεια προς τά βόρεια. Σέ μιά μεταγενέστερη φάση χτίστηκαν στις δυο του πλευρές δύο κατασκευές πού μοιάζουν μέ προμαχώνες, οί όποιες στένεψαν άρκετά τό πέρα­σμα. Πάνω στούς «προμαχώνες» ήταν χτισμένες στοές, σέ ένα ύψος μέ τήν αύλή. Ή δυτική στοά άναστηλώθηκε καί είναι προσιτή άπό μιά μικρή σκάλα. ’Εδώ τοποθετήθηκε ένα άντίγραφο τής γιγάντιας ανάγλυφης τοιχογραφίας ενός ταύρου σέ επιθετική στάση, τού τέλους τής Μεσομινωικής περιόδου, στήν άρχική της θέση. Υπέθε­σαν ότι ή σκηνή παρίστανε ταυρομαχία ή τή σύλληψη ενός άγριου ταύρου μέ δίχτυα, ένα θέμα πού βλέπουμε καί στις ανάγλυφες σκηνές πού στολίζουν τά χρυσά κύπελλα άπό τό Βαφείο κοντά στή Σπάρτη, πού θεωρούνται μινωικής κατασκευής. Ή εικόνα τού άγριου ζώου είναι πολύ εντυπωσιακή. Δίπλα είναι μία ελιά με πολύχρωμο φύλλωμα. Ένα από τα κομμάτια τής τοιχογραφίας είχε τμήμα μιας ανθρώπινης μορφής. Μία παρόμοια τοιχογραφία διακοσμούσε ίσως καί τον άλλο προμαχώνα. Ή τεράστια εικόνα τού ταύρου, πού φαίνεται ότι σωζόταν καί σε μεταγενέστερους έλληνικούς χρόνους, λένε ότι ίσως έπαιξε ένα ρόλο στο θρύλο τού Μινώταυρου.

Ό Διάδρομος τής Βόρειας Εισόδου οδηγεί άπό μια πόρτα πού είχε δίπλα ένα φυλάκιο σέ μιά ευρύχωρη υπόστυλη αίθουσα με οκτώ τετράγωνους πεσσούς καί δύο ακραίους κίονες σέ δύο σειρές. Ή αίθουσα αυτή ονομάστηκε με πολλή φαντασία Τελωνείο γιατί ήταν δίπλα στή θαλάσσια πύλη τού ανακτόρου. Στήν πραγματικότη­τα ήταν μάλλον αίθουσα για συμπόσια, με μιά ακόμα αίθουσα άπό πάνω. Στή δυτική πλευρά τού «Τελωνείου» άνοίγεται μιά πύλη.

Στή νοτιοδυτική γωνία τής Κεντρικής Αυλής καί στά δυτικά τού Διαδρόμου τής Βόρειας Εισόδου ύπάρχει ένα ορθογώνιο κτίσμα με βαθύτατα θεμέλια καί στρογγυλές γωνίες, ένα κατάλοιπο τού Παλαι­ού ’Ανακτόρου. Αυτό τό κτίσμα, πού ονομάστηκε Βόρειο Φρούριο, ήταν μία άπό τις «νησίδες» (insulae), τις ανεξάρτητες οικοδομι­κές ενότητες πού σχημάτιζαν τό πρώτο άνάκτορο. Στο εσωτερικό του υπήρχαν έξι βαθύτατα στενά δωμάτια, μάλλον άποθήκες, γνωστά σάν «κελλιά» ή «μπουντρούμια» («είρκταί»). ’Αργότερα αυτά τά κελλιά γεμίστηκαν μέ χώματα καί πάνω τους χτίστηκε ένα ιερό μέ πλακόστρωτο δάπεδο καί ένα τετράγωνο πεσσό στή μέση. Οι τοίχοι ενός δωματίου τού νέου κτιρίου ήταν διακοσμημένοι μέ δύο γνωστές μικρογραφικές τοιχογραφίες, τό «Τερό ’Άλσος» καί τό «Τριμερές Τερό». Σέ ένα γειτονικό δωμάτιο βρέθηκε ή τοιχογραφία τού «Κροκοσυλλέκτη», ενός πιθήκου σέ ένα λειβάδι μέ κρόκους, πού βρέθηκε χωρίς κεφάλι καί στήν αρχή νομίστηκε ότι παρίστανε παιδί.

Έξω άπό τό άνάκτορο, σέ μικρή άπόσταση άπό τήν πύλη τού «Τελωνείου», είναι ή άναστηλωμένη Βόρεια Δεξαμενή Κα­θαρμών, πού έχει μιά σκάλα μέ βαθμιδωτό παραπέτο μέ κίονες. Τό κάτω μέρος τών τοίχων είχε ορθομαρμάρωση μέ γυψόπλακες ενώ ψηλότερα τοιχογραφίες μιμούνται άποτυπώματα σπόγγων. ’Ακόμη πιο πέρα, στά βορειοδυτικά, φθάνουμε στο «Θέατρο» τής Κνωσού, μιά ορθογώνια πλακόστρωτη περιοχή πού διασχίζεται από ένα ελαφρά ύπερυψωμένο «πομπικό δρόμο», με σειρές άπό βαθμιδωτά καθίσματα στις δύο πλευρές, πού σχηματίζουν στήν ένωσή τους ένα πυργοειδές κτίσμα, ένα είδος «βασιλικού θεωρείου», όπως θεωρήθη­κε. ’Ίσως άπό δώ ή βασιλική οικογένεια, μέ 500 περίπου θεατές στά καθίσματα, παρακολουθούσε τό θέαμα, δηλαδή θρησκευτικές τελε­τές ή ακόμα πάλη και πυγμαχία. Ένας άγωγός δίπλα στά καθίσματα μάζευε τά νερά τής βροχής. Τό «Θέατρο» αυτό μιμείται ίσως τήν αρχαιότερη αντίστοιχη κατασκευή τού άνακτόρου τής Φαιστού. Άπό τήν περιοχή τού «Θεάτρου» ξεκινάει ένας καλοστρωμένος δρόμος πού ονομάστηκε Βασιλική Όδός, «ό άρχαιότερος δρόμος τής Ευρώπης», όπως χαρακτηρίστηκε. Σέ κάθε πλευρά ύπάρχουν ιδιωτι­κά σπίτια, όπως τό «Όπλοστάσιο», όπου βρέθηκαν πινακίδες πού καταγράφουν ένα μεγάλο αριθμό βελών, καί τό «Σπίτι των Τοιχο­γραφιών», μέ παραστάσεις φυτών, πιθήκων καί πουλιών.

Ή Βασιλική Όδός οδηγεί κατευθείαν στον κύριο δρόμο στά βόρεια τού άνακτόρου καί στο περίφημο Μικρό Ανάκτορο. Ένα πρόπυλο μέ κίονες σχηματίζει τήν κύρια είσοδο. Μία πλακό­στρωτη περίστυλη αυλή άπλώνεται μπροστά στήν κύρια αίθουσα τού κτιρίου, πού συνδέεται μαζί της μέ ένα πολύθυρο. Άλλο όμοιο πολύθυρο χωρίζει τήν αίθουσα στά δύο. Μία δεξαμενή καθαρμών στά δυτικά μετατράπηκε κατά τήν τελευταία φάση τής ζωής τού κτιρίου σέ ιερό, όπου βρέθηκαν ιερά κέρατα καί τέσσερα σταλαγμιτικά συσσωματώματα πού μοιάζουν άόριστα μέ ανθρώπινες μορφές. Στή νοτιοδυτική γωνία τού κτιρίου ύπήρχε μιά τουαλέτα πού επικοινωνούσε μέ έναν οχετό απέξω. Δίπλα στήν αυλή μία σκάλα άπό γυψόπετρα οδηγούσε στο πάνω πάτωμα. Στο νότιο τμήμα τού κτιρίου ύπάρχει ύπόγειο μέ δύο κρύπτες πού είχαν τετράγωνους πεσσούς. Τό πιο σημαντικό εύρημα τού Μικρού Άνακτόρου είναι τό περίφημο ταυροκέφαλο ρυτό, ένα σπονδικό αγγείο άπό μαύρο στεατίτη πού άρχικά είχε ξύλινα κέρατα επιχρυσωμένα. Σώθηκε μόνο τό ένα μάτι άπό όρεία κρύσταλλο ζωγραφισμένη άπό τήν κάτω πλευρά. Τό αγγείο αυτό είναι ένα άπό τά άριστούργήματα τής μινωικής τέχνης.

Όλο το κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο: Το Ανάκτορο Της Κνωσού, Κωστής Δαβάρας Αρχαιολόγος. Εκδόσεις HANIBAL.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *