Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (με φωτογραφίες)
Σύντομο ιστορικό
Όταν άρχισε να πνέει ο άνεμος της ελευθερίας για τους Έλληνες μετά την επανάσταση του 1821, σύντομα έγινε αισθητή η ανάγκη διάσωσης των μνημείων, ιδιαίτερα των κινητών, όσων είχαν απομείνει από τις αρπαγές και βρίσκονταν σκόρπια σε κάθε γωνιά του ελληνικού εδάφους. Έτσι ιδρύεται το πρώτο μουσείο το 1829 στην Αίγινα, την πρώτη πρωτεύουσα του ελεύθερου ελληνικού κράτους, όπου συγκεντρώθηκαν κατά κύριο λόγο γλυπτά. Μετά, όμως, από τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα και καθώς τα ευρήματα αυξάνονταν, ιδρύθηκε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Μουσείο το 1834, το οποίο στεγάστηκε προσωρινά στο ναό του Ηφαίστου, το λεγόμενο Θησείο.
Η ραγδαία, ωστόσο, αύξηση του αριθμού των ευρημάτων που ήλθαν στο φως από τις ανασκαφές, κυρίως της Αρχαιολογικής Εταιρείας, έκανε επιτακτική την ανάγκη ανέγερσης ενός μεγάλου οικοδομήματος.
Το χώρο για το οικοδόμημα αυτό προσέφερε η Ελένη Τοσίτσα, δωρίζοντας στο ελληνικό κράτος το μεγάλο οικόπεδο που σήμερα περιβάλλεται από τις οδούς Πατησίων, Βασιλέως Ηρακλείου, Μπουμπουλίνας και Τοσίτσα. Για την ανοικοδόμηση του Μουσείου καθοριστικής σημασίας ήταν η χορηγία του μεγάλου Έλληνα ευεργέτη ομογενούς από την Αγία Πετρούπολη, του Δημητρίου Μπερναρδάκη, ο οποίος προσέφερε τότε (1857-1858) το ποσόν των διακοσίων χιλιάδων δραχμών.
Ο θεμέλιος λίθος ετέθη στις 3 Οκτωβρίου 1866 και το κτήριο άρχισε να οικοδομείται πάνω σε σχέδια του Ludwig Lange. To 1871 ο Νικόλαος Μπερναρδάκης, γιος του αποθανόντος Δημητρίου, προσέφερε το ποσόν των εκατό χιλιάδων φράγκων για τη συνέχιση του έργου.
Οι τελευταίες οικοδομικές φάσεις του κτηρίου περατώθηκαν σταδιακά έως το 1885 και αφού στο μεταξύ ο Ernst Ziller τροποποίησε τα αρχικά σχέδια του Lange, καταργώντας τη μεγάλη κιονοστοιχία στην πρόσοψη του κτηρίου και δημιουργώντας ένα ιωνικό πρόπυλο πλαισιωμένο από δύο κλειστές στοές με ανοίγματα εν είδει μεγάλων παραθύρων. Με Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Απριλίου 1881 το Κεντρικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον μετονομάζεται σε Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον. Στο νέο τούτο μουσείο μεταφέρθηκαν όλες οι αρχαιότητες που έως τότε είχαν συγκεντρωθεί και φυλάσσονταν σε διάφορα άλλα κτήρια, όπως στο Θησείο, στη στοά του Αδριανού, στον Πύργο των Ανέμων, στο Βαρβάκειο, στον Κεραμεικό, στο Πολυτεχνείο. Το Μουσείο εμπλουτίσθηκε σταδιακά από το 19ο αιώνα έως σήμερα με πλήθος έργων, τόσο από ανασκαφές όσο και από δωρεές, όπως αυτές των I. Δημητρίου, Α. Ρόστοβιτς, I. Μισθού, Κ. Καραπάνου, Γρ. Εμπεδοκλέους, Ε. Σταθάτου, Α. Μπενάκη, Ι.Π. Σερπιέρη-Βλαστού κ.ά.
Το 1925 αποφασίστηκε η επέκταση του κτηρίου και από το 1932 έως το 1939 ανοικοδομήθηκε η νέα διώροφη πτέρυγα ανατολικά του παλαιού κτηρίου προς την οδό Μπουμπουλίνας σε σχέδια Γ. Νομικού.
Δεν έμελλε, όμως, να πραγματοποιηθεί η νέα έκθεση των αρχαίων στο τμήμα αυτό καθώς ξέσπασε ο πόλεμος τον Οκτώβριο του 1940. Τα χρόνια του ελληνοϊταλικού πολέμου και της γερμανικής κατοχής το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο έζησε τη δική του δραματική ιστορία.
Προκειμένου το πολύτιμο περιεχόμενό του να προστατευθεί από τους εισβολείς και από τους βομβαρδισμούς, πραγματοποιήθηκαν μεγάλης κλίμακας εργασίες απόκρυψης, οι οποίες κράτησαν περίπου έξι μήνες, όσο δηλαδή κράτησε και η άμυνα του ελληνικού στρατού στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Όλα τα χρυσά και πολύτιμα αντικείμενα μικρού μεγέθους εγκιβωτίσθηκαν και αποκρύφτηκαν στα θησαυροφυλάκια της Τράπεζας της Ελλάδος. Αρκετά γλυπτά μεταφέρθηκαν και προστατεύθηκαν σε φυσικά κρησφύγετα εκτός Αθηνών. Τα περισσότερα, ωστόσο, γλυπτά και αγγεία αποκρύφτηκαν στα υπόγεια του ίδιου του Μουσείου. Τα κεραμικά εγκιβωτίσθηκαν σε ξύλινα κιβώτια, ενώ για τα χάλκινα ελήφθη ιδιαίτερη πρόνοια – εγκιβωτίσθηκαν σε ειδικά κιβώτια με μόνωση κατά της υγρασίας. Τα μεγάλα χάλκινα γλυπτά περιτυλίχθηκαν εν είδει μούμιας με πισσόχαρτα για τον ίδιο λόγο.
Για την απόκρυψη των μεγάλων μαρμάρινων αγαλμάτων ανοίχθηκαν μεγάλοι λάκκοι κάτω από τους εκθεσιακούς χώρους με αποτέλεσμα να καταστραφούν τα περίτεχνα μωσαϊκά δάπεδα του κτηρίου. Όλα τα υπόγεια της νεοανεγερθείσης πτέρυγας γέμισαν με αρχαία τα οποία καλύφθηκαν με αμέτρητες ποσότητες στεγνής άμμου. Σάκοι άμμου, επίσης, τοποθετήθηκαν και κατά μήκος όλων των παραθύρων των υπογείων για προστασία από τους πιθανούς βομβαρδισμούς.
Με την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής το κτήριο λειτούργησε και ως χώρος κρατουμένων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Στα τέλη αυτού του πολέμου καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό και η στέγη του από τους βομβαρδισμούς.
Οι εργασίες της αποκατάστασης του κτηρίου, παράλληλα με αυτές της αποκάλυψης των αρχαίων και της επανέκθεσής τους άρχισαν το 1946. Το 1950 εγκαινιάστηκε μια πρώτη προσωρινή έκθεση σε έξι αίθουσες του Μουσείου. Η μόνιμη έκθεση των Συλλογών του πραγματοποιήθηκε από το 1950 έως το 1966. Η μορφή και το ύφος της έκθεσης ήταν για την εποχή εκείνη αρκετά προχωρημένα, καθώς απέκλιναν, κυρίως το ύφος, των υπολοίπων μουσείων της Ευρώπης.
Για περίπου 40 χρόνια παρέμειναν οι συλλογές του Μουσείου με εκείνη τη μορφή παρ’ όλες τις μικροεπεμβάσεις που έγιναν κατά καιρούς από τους υπεύθυνους των Συλλογών.
Η ανάγκη επανέκθεσής του Μουσείου ήταν αισθητή από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και τελευταία έγινε επιτακτική.
Το 1994 πραγματοποιήθηκε η επανέκθεση της Αιγυπτιακής Συλλογής, το 1996 των ρωμαϊκών γλυπτών και το 2000 της Συλλογής Σταθάτου. Η πρώτη ουσιαστική και μεγάλης έκτασης επανέκθεση στον κύριο κορμό των μόνιμων εκθεσιακών χώρων επιχειρήθηκε το 2000 στη Συλλογή Γλυπτών, και συγκεκριμένα στη βόρεια πτέρυγα όπου η γλυπτική των αρχαϊκών και των πρώιμων κλασικών χρόνων.
Με αφορμή τις ζημιές που προκλήθηκαν στο κτήριο από το σεισμό του Σεπτεμβρίου του 1999, εκπονήθηκε μελέτη ανακαίνισης του Μουσείου, καθώς και μελέτη επανέκθεσής των Συλλογών του.
Το συνολικό εκθεσιακό πρόγραμμα καταστρώθηκε το 2002 και υλοποιήθηκε από το 2003 έως το 2005.
Χάλκινο άγαλμα αλόγου και μικρού αναβάτη. Ανασύρθηκε σε κομμάτια από τη θαλάσσια περιοχή του ακρωτηρίου Αρτεμίσιο της Εύβοιας. Ο μικρός αναβάτης του ορμητικά κινούμενου αλόγου θα κρατούσε στο αριστερό χέρι τα ηνία και στο δεξί μαστίγιο. Στο πρόσωπό του, με τις έντονες συσπάσεις και τις αυλακώσεις στο μέτωπο, αποτυπώνεται αγωνία και πάθος. Το έργο είναι γνωστό ως ο Τζοκεϋ του Αρτεμισίου. Το σύμπλεγμα ανασυγκροτήθηκε το 1971 με την οικονομική βοήθεια φιλάρχαιης Αμερικανίδας και του Ιδρύματος Ψίχα. Γύρω στο 140 π.Χ.
Χάλκινο άγαλμα εφήβου, έργο πιθανώς του γλύπτη Ευφράνορα. Από το ναυάγιο των Αντικυθήρων. 340-330 π.Χ.
Οι παραπάνω πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο που πωλείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, και από τις επιγραφές των αρχαιοτήτων.
Το θαυμάσιο αυτό μουσείο από κάθε άποψη, βρίσκεται επί της λεωφόρου Πατησίων πολύ κοντά στην Ομόνοια, αμέσως μετά το Πολυτεχνείο.