12 Δεκεμβρίου 2024

www.ipy.gr

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

Μοναστήρια

Ιερά Μονή Μεγάλου Μετεώρου. Ιστορία και φωτογραφίες.

Σταθμό η μάλλον αφετηρία του οργανωμένου μετεωρίτικου μοναχισμού αποτελεί ή ίδρυση της Μονής του Μεγάλου Μετεώρου η Μεταμορφώσεως. Η Μονή αυτή είναι η παλαιότερη, μεγαλύτερη και επισημότερη από τις υπάρχουσες σήμερα μετεωρίτικες μονές, όπως δηλώνει και η ονομασία της «Μεγάλο Μετέωρο» η απλώς «Μετέωρο». Σκαρφαλωμένη πάνω στον επιβλητικό της βράχο, κατέχει δεσπόζουσα θέση ανάμεσα στο μοναστικό συγκρότημα των Μετεώρων.

Ιδρύθηκε λίγο πριν από τα μέσα του ΙΔ’ αιώνα από τον όσιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, ο οποίος και υπήρξε ο πρώτος κτήτορας της μονής και οργανωτής συστηματικής μοναστικής κοινότητας. Ό όσιος Αθανάσιος γεννήθηκε από γονείς επιφανείς περί το 1302 στην Υπάτη (τη γνωστή τότε μεσαιωνική πόλη των Νέων Πατρών ή Νέας Πάτρας) και το κοσμικό του όνομα ήταν Ανδρόνικος. “Έλαβε καλή παιδεία και μόρφωση και σ’ αυτό σπουδαίο οπωσδήποτε ρόλο έπαιξε ή μεγάλη του έφεση προς τα γράμματα και ή φιλομάθεια του.

Μετά τον πρόωρο θάνατο των γονέων του και την κατάληψη τής γενέθλιας πόλης του από τούς Καταλανούς, γύρω στα 1318/19, καταφεύγει, σε νεαρή ηλικία, μαζί με κάποιο θείο του, στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στο ‘Άγιον Όρος, όπου όμως, ως ανήλικος ακόμη, δεν γίνεται δεκτός από τούς πατέρες για να παραμείνει εκεί.

Φύση ανήσυχη και δυναμική ο Ανδρόνικος, ρίχνεται σε νέες περιπλανήσεις και αναζητήσεις. Μεταβαίνει έτσι στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνωρίζεται και συναναστρέφεται με σπουδαίους λόγιους εκκλησιαστικούς άνδρες, όπως τον Γρηγόριο Σιναΐτη, τον μετέπειτα οικουμενικό πατριάρχη (17 Μαΐου 1347 – Φεβρ./Μαρτ. 1350) Ισίδωρο, τον Δανιήλ τον ησυχαστή και άλλες εξέχουσες μορφές τής μοναστικής κοινότητας. Άπ’ αυτούς μυείται στα μυστικά τής ησυχαστικής ζωής και «ως μέλιττα συλλέγει τα καίρια».

Ακολουθεί ή μετάβαση και παραμονή του στην Κρήτη για ορισμένο χρονικό διάστημα και ή επιστροφή του πάλι στο ‘Άγιον Όρος γύρω στα 1332, ενώ ήταν τότε τριάντα περίπου χρόνων. Εκεί, στη Μηλέα του Άγιου Όρους, γίνεται δεκτός ως υποτακτικός από δύο ενάρετους, «εις άκρον αρετής έληλακότας», άναχωρητές, τον Γρηγόριο και τον Μωυσή. Στη συνέχεια κείρεται μοναχός από το γέροντα του ιερομόναχο Γρηγόριο και μετονομάζεται Αντώνιος. Τέλος, δεν αργεί να γίνει και μεγαλόσχημος, οπότε παίρνει το νέο και οριστικό πια μοναχικό του όνομα Αθανάσιος.

Οι συχνές όμως επιδρομές των Τούρκων και άλλες δυσκολίες και αντίξοες περιστάσεις των καιρών εξαναγκάζουν τον Αθανάσιο μαζί με το γέροντα του Γρηγόριο να έγκαταλείψουν το ‘Άγιον Όρος. Στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια, άπ’ όπου πέρασαν οι δύο αναχωρητές, πολλοί και σπουδαίοι προθυμοποιήθηκαν να τούς κρατήσουν κοντά τους, παρέχοντας τα απαραίτητα για τη διαβίωσή τους. Όμως δεν συγκατατέθηκαν τελικά να παραμείνουν εκεί, κυρίως γιατί ο Αθανάσιος αισθανόταν βαθύτατη αποστροφή προς την κοσμική τύρβη

και το θόρυβο των πόλεων.

“Έτσι, με υπόδειξη του τότε επισκόπου Σερβίων Ιακώβου καταφεύγουν στους θεσσαλικούς βράχους των Σταγών, για τούς όποιους ο βιογράφος τού Αθανασίου σημειώνει χαρακτηριστικά: «Λίθοι ύψίκομοι και εύμεγέθεις από κτίσεως κόσμου, ούτω παρά τού δημιουργού ίδρυθέντες». Και συνεχίζοντας προσθέτει: «Όν και λαβόντες και προς τον τόπον παραγενόμενοι, τούς μέν λίθους εύρον καθώς ήκουσαν, άλλ’ ούκ ήν τις ο κατοίκων εν αυτοίς, πλην γυπών και κοράκων».

Στο βράχο του στύλου, πού σήμερα ονομάζεται του Άγιου Πνεύματος, εγκαταστάθηκαν ο γέροντας ιερομόναχος Γρηγόριος και ο Αθανάσιος. Ο Γρηγόριος παρέμεινε εκεί μία ολόκληρη δεκαετία και γι’ αυτό ονομάστηκε και στυλίτης. Ο φιλέρημος Αθανάσιος, μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα, για μεγαλύτερη άσκηση και ησυχία, άποτραβήχτηκε, με τη συγκατάθεση του γέροντα του, «εν τινι τρώγλη τής πέτρας», όπου κατά τις ώρες τής αργίας του ασχολούνταν με την καλαθοπλεκτική.

Και πάλι όμως αποζητώντας περισσότερη απομόνωση και γαλήνη, με την άδεια πάντοτε τού Γρηγορίου, διάλεξε άλλο βράχο, «τόπον άναχωρητικόν, πέτραν εις αιθέριων ύψος ήρμένην», όπου και κατέφυγε, γύρω στα 1340, και παρέμεινε οριστικά πια. Πρόκειται για το λεγόμενο Πλατύ Λίθο ή Πλατύλιθο, πού ο ίδιος ο Αθανάσιος απεκάλεσε Μετέωρο, ονομασία ή οποία έμελλε να καθιερωθεί έκτοτε και να διατηρηθεί δια μέσου των αιώνων, να γενικευθεί στο σύνολο των γύρω μοναστηριών και βράχων και να ξεπεράσει πολύ τα όρια του ελλαδικού χώρου.

Εφοδιασμένος λοιπόν με τις πτέρυγες του Αγίου Πνεύματος ο ταπεινός μοναχός Αθανάσιος, πέταξε και πάτησε στην πέτρα αυτή, που μόνο οι αχτίδες του ήλιου μπορούσαν να πατούν και να θωπεύουν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε σιγίλλιο (Άπρ. του 1580) τού οίκουμ. πατριάρχη Μητροφάνη Γ’: «… θείφ ερωτι τρωθείς… ο όσιώτατος εν μοναχοίς Αθανάσιος, πτέρυγας τε άναλαβών τάς του άγιου πνεύματος, πρώτος άνέπτη εις την ήλίβατον ταύτην πέτρα, την προκαθημένην των… Σταγών και ευλόγως κεκλημένην Μετέωρον, οία των άλλων ύπερκειμένην… καί κορυφής ύπερθεν τοιαύτης τόπον θείον εΰρετο, παράδεισον άλλον εδειξεν, αντί δένδρων διαφόρων άνδρας θείως ένασκουμένους άποδείξας και άντί ώραίων και ετησίων καρπών τούς του άγίου πνεύματος, πάντας άλλους νικώντας».

Εκεί ο Αθανάσιος έκτισε το ασκητικό του καταφύγιο και οργάνωσε την πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα με αυστηρή τυπική διάταξη κοινοβίου πού ο ίδιος διατύπωσε. Ή υπό τον Αθανάσιο αδελφότητα αριθμούσε ήδη δεκατέσσερα μέλη. Στην αρχή ο όσιος αναχωρητής οικοδόμησε στο βράχο ναό τής Θεομήτορος, στην όποια (Παναγία τής Μετεωρίτισσας Πέτρας) αφιέρωσε και τη μονή, όπως μαρτυρεί ο ίδιος, απευθυνόμενος, λίγο πριν πεθάνει, στους μαθητές και συνασκητές του: «Και πρώτον μέν παρατίθημι υμάς εν τή σκέπη τής ύπερευλογημένης Θεοτόκου και άειπαρθένου Μαρίας, καθά και ή μονή κεκλήρωται». Αργότερα οικοδόμησε άλλο ναό, προς τιμήν του Μεταμορφωθέντος Σωτήρος Χρίστου, ο όποιος απετέλεσε το καθολικό τής μονής και έδωσε και τη μέχρι σήμερα οριστική επωνυμία (τής Μεταμορφώσεως) του μοναστηριού.

Έτσι ο Αθανάσιος τον λίθο τον απότομο και δυσκολοανάβατο τον μετέβαλε σε δρόμο εύκολοδιάβατο, πού οδηγούσε στον «άκρόγωνο» Λίθο, δηλαδή στον Χριστό: «Τον λίθον, πάτερ, τον τραχύν και άνάντη προς λίθον άκρόγωνον τρίβον είργάσω».

Ανεβαίνοντας σήμερα τη λαξευτή σκάλα, λίγο πριν από την είσοδο τής μονής και προς τ’ αριστερά, αντικρίζεις το ασκητήριο του οσίου Αθανασίου, μέσα στη φυσική κοιλότητα του βράχου, διαμορφωμένη σε στοιχειώδη χώρο κατοικίας και στον απαραίτητο ναΐσκο. Εκεί, κατά την παράδοση, αρχικά, μόλις σκαρφάλωσε στον Πλατύ Λίθο, ασκήτεψε μόνος ο όσιος ερημίτης, προτού κτίσει επάνω στο πλάτωμα τού βράχου ναό και κελλιά για την εξυπηρέτηση των μοναχών πού από νωρίς άρχισαν να συρρέουν εκεί.

Ταπεινός στο έπακρο όπως ήταν ο

Αθανάσιος, παρέμεινε σ’ όλη του τη ζωή απλός μοναχός. Στην άκρα ταπείνωση του οφείλεται ίσως και το γεγονός ότι ο ίδιος δεν άφησε γραπτά κείμενά του, ενώ διέθετε την απαραίτητη παιδεία και τις απαιτούμενες γνώσεις.

Ο Αθανάσιος, μετά από σύντομη ασθένεια τής χολής και του ήπατος, κατά το βιογράφο του, πέθανε ήρεμα και ειρηνικά, σε ηλικία 78 χρόνων, περί το έτος 1380 (όχι 1382/83 όπως πιστευόταν μέχρι τώρα). “Ήδη το Νοέμβριο του 1381, στο συνοδικό γράμμα του μητροπολίτη Λαρίσης Νείλου υπέρ τής Μονής τής Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών (Πόρτα-Παναγιάς), πού φυλάσσεται στο αρχείο τής Μονής Δουσίκου (Άγιου Βησσαρίωνος), υπογράφει ο «Μακάριος ιερομόναχος και πνευματικός πατήρ του Μετεώρου». Είναι γνωστό ότι ο όσιος Αθανάσιος, ενόσω ακόμη ζούσε, λίγο πριν πεθάνει, όρισε για μετά το θάνατό του ως «πνευματικό πατέρα» του Μετεώρου τον ιερομόναχο Μακάριο: «τον εν ίερομονάχοις κΰριν Μακάριον πρώτον γάρ ζώντος εμού έταξα τούτον άρχειν εις τάς χρείας του κελλίου* άρτι δέ και εις τάς πνευματικός διαγωγάς οφείλει όδηγεΐν και ρυθμίζειν υμάς».

Πραγματικός όμως διάδοχος του Αθανασίου και δεύτερος κτίτορας τής μονής υπήρξε ο μοναχός όσιος Ίωάσαφ, πρώην βασιλεύς Ιωάννης Ουρεσης. Άγγελος Κομνηνός Δούκας ο Παλαιολόγος. Ο Αθανάσιος, ενόσω ζούσε ακόμη, τον όρισε διάδοχό του: «Κοινή γνώμη και βουλή πάντων των πατέρων και αδελφών πάσαν την έξουσίαν και άρχήν εγχειρίζει τω κύριο Ίωάσαφ τω βασιλεΐ».

Ο Ιωάννης – Ιωάσαφ ήταν γιος τού Έλληνοσέρβου βασιλιά Θεσσαλίας και Ηπείρου, με έδρα τα Τρίκαλα, Συμεών Οΰρεση Παλαιολόγου (1359-1370). Γεννήθηκε γύρω στα 1349/50. Ή μητέρα του Θωμαΐς ήταν κόρη του δεσπότη τής Ηπείρου Ιωάννη Β’ Όρσίνη, 1323-1335) και αδελφή του μετέπειτα δεσπότη επίσης τής Ηπείρου Νικηφόρου Β’ Όρσίνη (ΐ 1359). Άπό τόν πατέρα του συγγένευε με τη βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων, των οποίων έφερε με υπερηφάνεια και το επώνυμο. Ή Μαρία Παλαιολογίνα, δισέγγονη τού βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259-1282) I από τον πατέρα της Ιωάννη Παλαιολόγο, και εγγονή από τη μητέρα της Ειρήνη τού υψηλού αξιωματούχου, μεγάλου λογοθέτη, Θεοδώρου Μετοχίτη, κτίτορα τής περιώνυμης Μονής τής Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, είχε συζευχθεί τον πάππο τού Ιωάννη-Ιωάσαφ Σέρβο βασιλιά Στέφανο Γ Ούρεση (1321-1331). Ο Ιωάσαφ είχε και νεότερο αδελφό, πού ονομαζόταν Στέφανος. Ή αδελφή του Μαρία Άγγελίνα Κομνηνή Δούκαινα ή Παλαιολογίνα (ΐ 28 Δεκ. 1394), μεγάλη ευεργέτης και δωρήτρια στη Μονή του Μετεώρου, είχε παντρευτεί το δεσπότη των Ιωαννίνων Θωμά Ρreliubovic 23 Δεκ. 1384).

Περί το 1370 πέθανε ο πατέρας του Ιωάννη Συμεών Ούρεσης, τον όποιο ο Ιωάννης και διαδέχτηκε στην εξουσία. Ήδη από το 1359/60 ό Συμεών είχε αναγορεύσει συμβασιλέα το γιο του Ιωάννη, σε ηλικία μόλις 10 ετών ή και μικρότερο. Πολύ σύντομα όμως ο νεαρός βασιλιάς Ιωάννης, οίστρηλατημένος από το θείο έρωτα, απαρνείται την κοσμική εξουσία και τύρβη και ανταλλάσσει την πολυτελή βασιλική πορφύρα με το φτωχικό μοναχικό τριβώνιο.

Παραδίδει τότε την εξουσία στον καίσαρα Αλέξιο Άγγελο Φιλανθρωπηνό. Έτσι ο Ιωάννης Οΰρεσης, ο τελευταίος γόνος τής ένδοξης σερβικής δυναστείας των Νεμανιδών (Νemanija), καταφεύγει, μετά το Νοέμβριο του 1372, και πριν από τον Ιούνιο του 1373, στα Μετέωρα, στη Μονή Μεταμορφώσεως, όπου κείρεται μοναχός και μετονομάζεται Ίωάσαφ, σε ηλικία 22 περίπου χρόνων.

Οι τελευταίες, ίσως και μόνες του, επίσημες πράξεις ως κοσμικού άρχοντα είναι δύο «ορισμοί – προστάγματα», πού εξέδωσε το Νοέμβριο του 1372 υπέρ του περίφημου «πρώτου» τής Σκήτης των Σταγών Νείλου. Αντίγραφα και των, δύο αυτών εγγράφων, σε ενιαίο φύλλο χαρτιού, σώζονται στη Μονή Μεταμορφώσεως και είναι εκτεθειμένα σε προθήκη τής Αίθουσας Χειρογράφων «Δημ. Σοφιανός».

Σε αφιερωτήριο γράμμα του Ιουνίου του 1373, τής μοναχής Θεοδούλης Κοτεανίτζαινας προς τη Μονή του Μεγάλου Μετεώρου, αναφέρεται ο «ευσεβής καΐοαρ» Αλέξιος Άγγελος Φιλανθρωπηνός, διάδοχος του Ιωάννη Οΰρεση, πράγμα πού σημαίνει ότι ήδη τότε ο τελευταίος είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια και είχε αποσυρθεί για να περιβληθεί το αγγελικό σχήμα.

Ο Ίωάσαφ, μαρτυρημένα, δύο φορές, για μη εξακριβωμένους λόγους, άφησε τη μονή τής μετάνοιας του και απουσίασε στη Θεσσαλονίκη και στο Άγιον “Όρος. Όταν ο Αθανάσιος, λίγο πριν πεθάνει, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο Βίο του, θέλοντας ίσως ν’ απαλλαγεί ο ίδιος από τις διοικητικές και άλλες ευθύνες λόγω γήρατος, παρεχώρησε στο βασιλέα -μοναχό Ίωάσαφ «πάσαν την εξουσίαν και άρχήν», ο Ίωάσαφ, μετά από μικρό χρονικό διάστημα, άφησε το μοναστήρι

και το αξίωμά του και μετανάστευσε στη Θεσσαλονίκη,.Το γεγονός αυτό πρέπει να τοποθετηθεί γύρω στα 1379/80.

Λίγο όμως μετά το θάνατο του Αθανασίου (περί το 1380), ο Ιωάσαφ επέστρεψε πάλι στη Μονή του Μετεώρου, όπου και ανέλαβε τα καθήκοντά του ως διάδοχος του πνευματικού του πατέρα. Ήδη το Νοέμβριο του 1381, στο εκκλησιαστικό γράμμα του μητροπολίτη Λαρίσης Νείλου, υπογράφει ανάμεσα σε πολλούς άλλους, αμέσως μετά το μητροπολίτη, ο «Ίωάνν(ης) Οΰρεσης ο Παλαιολόγος ο διά του θείου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείς Ιωάσαφ (μον)αχ(ός)». Το Μάϊο του 1386 ή «δέσποινα» των Ιωαννίνων Μαρία Άγγελίνα Παλαιολογίνα απευθύνει γράμμα στον αδελφό της βασιλέα-μοναχό Ιωάννη-Ιωάσαφ σχετικό με δωρεές της προς τη μονή του Μετεώρου.

Το 1394, όπως μαρτυρείται από επίσημα έγγραφα (του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου του έτους αυτού), ο Ιωάσαφ, μαζί με τον ιερομόναχο Σεραπίωνα και τούς μοναχούς Φιλόθεο και Γεράσιμο, εγκατέλειψε τη Μονή του Μετεώρου και εγκαταστάθηκαν και οι τέσσερις στη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Αυτό συνέβη, πιθανότατα, εξαιτίας τής εισβολής του Βαγιαζίτ Α’ στη Θεσσαλία και τής οριστικής κατάκτησης τής περιοχής από τούς Τούρκους (τέλη 1393 αρχές 1394). Το 1396, όπως συνάγεται πάλι από αγιορείτικο γράμμα τής Μονής Διονυσίου (του «πρώτου» Νεοφύτου, Ίαν. 1400), ο Ιωάσαφ έχει επιστρέψει, για να παραμείνει οριστικά πια, στη μονή τής μετάνοιας του, τής οποίας είχε προηγουμένως υπάρξει ο ανακαινιστής και δεύτερος κτίστης (μετά τον Αθανάσιο).

Στις αποδημίες τού Ιωάσαφ πρέπει να συγκαταλεχθεΐ και ή προσωρινή, για οικογενειακούς λόγους, μετάβασή του στα Γιάννενα κατά τα τέλη Δεκεμβρίου του 1384 και τις αρχές Ιανουαρίου του 1385, μετά τη δολοφονία (ΐ 23 Δεκ. 1384) του δεσπότη τής πόλεως αυτής Θωμά Preliuvovic, του συζύγου τής αδελφής του Μαρίας Άγγελίνας. Στις 31 Ιανουαρίου του 1385 ή Μαρία παντρεύεται, σε δεύτερο γάμο, τον Εsau Βuondelmonti, «τον άδελφόν τής εν Κεφαλληνία δουκέσσης».

Ο Ιωάσαφ, σύμφωνα με τις επίσημες επιγραφικές μαρτυρίες τής μονής, από κτίσεως κόσμου, πού αντιστοιχεί με το κοσμοσωτήριο έτος 1387/88, δηλαδή πριν εξακόσια χρόνια περίπου, επεκτείνει και έπανακτίζει μεγαλοπρεπέστερο τον αρχικό ναό πού είχε ανεγείρει ο Αθανάσιος: «Είτα… ανεγείρεται ναός τω Σωτήρι Χριστω ωραιότατος, ούπερ μέρος καθελών ύστερον ο άναδεξάμενος παρ’ αύτοΰ τό κελλίον κλεινός Ιωάσαφ εις μήκος και ύψος καθώς νυν όράται άνήγειρεν» (Βίος Αθανασίου). Πρόκειται για το ευρύχωρο ναόσχημο Ιερό Βήμα, στον τύπο του σταυροειδούς δικιόνιου ναού, με τρούλο, του σημερινού καθολικού τής μονής, το όποιο κοσμείται με εξαιρετικής τέχνης τοιχογραφίες του έτους 1483.

Το 1385/86 ο Ιωάσαφ χρηματοδότησε την αντιγραφή από τον χαρτοφύλακα τής επισκοπής Τρικάλων ιερέα Θωμά Ξηρό του κώδικα 555 (Πραξαπόστολος) τής Μονής Μεταμορφώσεως. Το προσωπικό του όμως εγκόλπιο, ένα θαυμάσιο περγαμηνό τετραβάγγελο, μικρού σχήματος (12 X 9,5 εκ.), γραμμένο καλλιγραφικά σε πολύ λεπτή και άριστης ποιότητας περγαμηνή, με καλλιτεχνική και πολυτελή

Κάτοψη και τομή του Καθολικού τού Μ.

Μετεώρου. (Γ. Σωτηρίου, ΕΕΒΣ, 9, ο. 395).

αργυρόδετη στάχωση, βρίσκεται σήμερα ύπ’ άριθ. 58) στην Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών, όπου μεταφέρθηκε το 1882 μαζί με άλλα μετεωρίτικα χειρόγραφα. Στο εσωτερικό τής πρόσθιας πινακίδας τής στάχωσης φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του: Ιωάσαφ.

Στα 1389/90 ο Ιωάσαφ συνετέλεσε στην ίδρυση και προαγωγή τής Μονής τής Ύψηλοτέρας, τής επιλεγόμενης των Καλλιγράφων, στον απέναντι από το Μεγάλο Μετέωρο απότομο και απρόσιτο σήμερα βράχο.

Ό Ιωάσαφ, «το αειθαλές δένδρον και υψίκομον… όπερ θάλπει πάντας, ο άγιος, ο γλυκύς, ο πράος, ο ήσυχος, ο άγχίνους», «το εκ ρίζης βασιλικής βλάστημα», όπως τον χαρακτηρίζει ο ομώνυμος του μητροπολίτης Λαρίσης Ιωάσαφ σε γράμματά του των ετών 1401/2, πέθανε πιθανότατα γύρω στα 1422/23.

Τον Αθανάσιο και τον Ιωάσαφ, «τούς του Μετεώρου οίκήτορας και ναού του θείου δομήτορας», ή Εκκλησία μας κατέταξε στη χορεία των οσίων και τιμά τη μνήμη τους στις 20 Απριλίου. Ανώνυμος υμνογράφος (κώδ. Μ. Μεταμ. 354), μεγαλύνοντας και εξαίροντας την αρετή των θείων κτιτόρων, παρατηρεί: «Πέτραν άναβάντες εις ύψηλήν,/ θείε Ιωάσαφ, Αθανάσιε τε σοφέ,/ αρετής εις ύψος άνήλθετε, κάντεΰθεν/ των ουρανών εις ύψη μετεβιβάσθητε».

Στα μέσα του ΙΣΤ’ αιώνα ή μονή γνώρισε ιδιαίτερη ακμή και άνθιση. Ο οικουμενικός πατριάρχης Ιερεμίας Α’ (1522-1546), ο όποιος το 1540, όπως συνάγεται από μαρτυρίες επίσημων εκκλησιαστικών εγγράφων, επισκέφθηκε το Μεγάλο Μετέωρο, με σιγιλλιώδες γράμμα του του έτους αυτού (πού δεν σώζεται σήμερα), αναγνώρισε και κατοχύρωσε τα προνόμια και την πλήρη ανεξαρτησία του μοναστηριού κατά το πρότυπο των αγιορείτικων μονών.

Στα 1544/45, σύμφωνα με εντοιχισμένη μαρμάρινη επιγραφή, ανεγέρθηκε ο μεγαλόπρεπος κυρίως ναός και ή λιτή του σημερινού επιβλητικού καθολικού τής μονής. Ο ναός ακολουθεί το γνωστό αρχιτεκτονικό αθωνικό τύπο, είναι δηλαδή σταυροειδής εγγεγραμμένος, τετρακιόνιος, με τις δύο χαρακτηριστικές κόγχες αριστερά και δεξιά, τούς λεγάμενους χορούς. Ο κυρίως ναός, όπως μαρτυρεί άλλη επιγραφή του, αγιογραφήθηκε στα 1552 επί ηγουμένου Συμεών, και αποτελεί ένα από τα λαμπρότερα και αξιολογότερα τοιχογραφικά σύνολα τής μεταβυζαντινής ζωγραφικής.

Ο ίδιος δραστήριος ηγούμενος έκτισε στα 1557 και την τράπεζα τής μονής, σπουδαίο και ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό οικοδόμημα, που με πέντε κίονες κατά μήκος χωρίζεται σε δύο κλίτη, με θαυμαστής τελειότητας πλινθόκτιστα τόξα, σταυροθόλια και θόλους στη στέγη. Για όλες αυτές τις δραστηριότητες και το σπουδαίο οικοδομικό του έργο ο ηπειρώτης ηγούμενος Συμεών θεωρείται ως τρίτος κτίτορας τής μονής.

Πλάι στην τράπεζα, όπως συνηθίζεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, προς το βόρειο τοίχο της, είναι κτισμένη ή εστία, δηλαδή το μαγειρείο τής μονής. Η εστία έχει και εδώ τον καθιερωμένο μοναστηριακό αρχιτεκτονικό τύπο, αποτελείται από ένα ευρύχωρο τετράγωνο δωμάτιο πού στεγάζεται ολόκληρο από ένα ημισφαιρικό θόλο, ο όποιος στην κορυφή του καταλήγει σε ένα μικρό τρουλλίσκο, τα παράθυρα τής σφενδόνης του τρουλλίσκου χρησιμεύουν για την έξοδο του καπνού. Ή εστία, καλά συντηρημένη και καθαρισμένη σήμερα, εκτός από το αρχιτεκτονικό παρουσιάζει και άλλο ενδιαφέρον για τον επισκέπτη, γιατί σ’ αυτήν έχουν συγκεντρωθεί και είναι εκτεθειμένα πολλά παλαιά χάλκινα, πήλινα ή ξύλινα μαγειρικά και άλλα σκεύη, πού χρησιμοποιούσαν τότε για τις ανάγκες τους οι μοναχοί.

Τον Ιούλιο του 1572, σύμφωνα με την εντοιχισμένη εξωτερική πλίνθινη επιγραφή, ανεγέρθηκε το Νοσοκομείο-Γηροκομείο τού μοναστηριού, σπουδαίο και αυτό από αρχιτεκτονική άποψη κτίριο, με την περίτεχνη πλινθόκτιστη οροφή του ισογείου του, με κεντρικό θόλο, στηριζόμενο σε τέσσερις κίονες, και με οκτώ πλευρικά σταυροθόλια.

Το κτιριακό αυτό συγκρότημα είχε υποστεί πολύ σημαντικές φθορές από το πέρασμα τού χρόνου. Το 2006 ανακαινίστηκε και αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή με την επίβλεψη τής αρμόδιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (7ης ΕΒΑ) και την ουσιαστική συμβολή του αρχιτέκτονα και συνεργάτη των περισσοτέρων μονών στο κοπιώδες έργο τής αναστηλώσεως και ανακαινίσεως τους, Σωτηρίου Τζήμα, πού ανέλαβε την διεκπεραίωση του έργου. Σήμερα αποτελεί ένα κόσμημα στο αρχιτεκτονικό σύνολο τής μονής και στεγάζει δύο πολύ σημαντικούς μουσειακούς χώρους της.

Ήδη κατά τη δεύτερη δεκαετία του ΙΣΤ’ αί., στα χρόνια της αρχής του βοεβόδα της Βλαχίας Neagoe Basarab (1512- 1521), με προσωπικά έξοδα του δυναμικού και φιλόθρησκου αυτού ηγεμόνα, είχε κατασκευαστεί ο πύργος και η κλίμακα ανόδου (όχι ή σημερινή λαξευτή στο βράχο που κατασκευάστηκε το 1922, αλλά ξύλινη ανεμόσκαλα προσηλωμένη κατακόρυφα στο βράχο) τής μονής, όπως μας πληροφορεί γράμμα του καθηγουμένου του Μετεώρου Διονυσίου: «αυτός δε ο μακαρίτης κύρ Ιωάννης ο Νεάγγος εκατάρτισεν ήμΐν πύργον άνω εν τω λίθω και την κλίμακα έκαλλιέργησεν και τάς ζευκτηρίας αύξησεν και πολλά αγαθά προτερήματα εν τω μοναστηρίω πεποίηκε και κειμήλια έδωρήσατο».

Ανάμεσα στους παλαιούς ηγουμένους, των οποίων το πέρασμα άφησε ανεξάλειπτα τα ίχνη τής έντονης παρουσίας τους στη μονή, εξέχουσα θέση κατέχει ο Παρθένιος Όρφίδης, ο «μουσικώτατος» και «ψάλτης», κατά τα τέλη του ΙΗ’ και τις αρχές του ΙΘ’ αιώνα. Αναφέρεται επανειλημμένα σε επιγραφές ως ανακαινιστής και δωρητής εικόνων, όπως στο παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου (1784), στο τέμπλο του ναού του καθολικού τής μονής (1790), και στο παρεκκλήσι των ισαποστόλων Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, καθώς επίσης και ως δωρητής παλαιού κομψού προσκυνηταρίου με ωραία ένθετη διακόσμηση από φίλντισι, το όποιο βρίσκεται στον κυρίως ναό του καθολικού και φέρει την επιγραφή:

ΕΠΊ ΠΡΌΕΔΡΟΥ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΟΡΦΙΔΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΕ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ/ ΜΕΤΕΩΡΟΥ ΣΥΝ ΚΑΛ/ΛΙΝΙΚΩ

Αριστερά άνω: Εξωτερική άποψη του Παλαιού Νοσοκομείου – Γηροκομείου (1572), μετά την ανακαίνιση και αποκατάστασή του, το έτος 2006.

Αριστερά κάτω: Εσωτερική άποψη του Παλαιού Νοσοκομείου όπου στεγάζονται σήμερα οι Αίθουσες Χειρογράφων και Νεομαρτύρων «Δημ. Σοφιανός».

τρόπο συγκινητικό, λακωνικό αλλά και πολύ εύγλωττο, απεικονίζει τα γεγονότα: «1809… επιασαι ω καπιταν πασιας των Παπαθημιο Πλαχαβα και αιστηλαι υς τα Ιωανηνα στω βιζιρι και τον αικαμι ζτηραικυα ταισιρα… και τελυωνοντας ω πολμος αιστηλαι ω βεζιρησ και εβουλωσε τα μοναστήρια και επιρε κε του γουμενοσ απωνι [=όπού ‘ναι], ης τα Ειωανηνα εος την σιμαιρον ημαιραν».

Πρέπει, τέλος, να αναφέρομε και τον λόγιο και πολυπράγμονα ηγούμενο της μονής του Μετεώρου, στα τέλη του ΙΘ’ αιώνα, ιερομόναχο Πολύκαρπο Ραμμίδη, συγγραφέα (1882) και της πρώτης γενικής ιστορίας των μονών των Μετεώρων.

Η μονή έχει και δύο παλαιά παρεκκλήσια. Το παρεκκλήσι του Τίμιου Προδρόμου, θολοσκέπαστο με τρίριχτη εξωτερικά στέγη, είναι στη σημερινή του μορφή μικρός μονόχωρος ναός τού τέλους του ΙΗ’ αί. ’Έχει όμως και παλαιότερες οικοδομικές φάσεις, με άλλο προορισμό του χώρου, που ανάγονται ίσως στα χρόνια των κτιτόρων της μονής Αθανασίου και Ιωάσαφ. Σε παρεκκλήσι διαμορφώθηκε, πιθανότατα, στις αρχές του ΙΖ’ αιώνα. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της νότιας πλευράς του καθολικού, δίπλα στο ιερό, με το όποιο και επικοινωνεί.

Το παρεκκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης είναι και αυτό μικρός, μονόχωρος ναός του τέλους του ΙΗ’ αί. με ωραίο τρούλλο, προσαρμοσμένο μορφολογικά στον επιβλητικό τρούλλο του καθολικού.: Σύμφωνα με την εντοιχισμένη εξωτερικά επιγραφή του, ανεγέρθηκε το Μάρτιο τού 1789, επί ηγουμένου Παρθενίου Όρφίδη, με έξοδοι τού μοναχού Διονυσίου και του γιου του, ιερομόναχου Ζαχαρία, από την Κόνιτσα. Βρίσκεται στα δυτικά τού καθολικού και πολύ κοντά σ’ αυτό.

ΤΩ ΝΙΚΗΝ/ ΜΟΥΣΑΙΣ [ΔΙΔ]ΟΝΤ/ ΠΕΡΙΦΑΝΕΣ!] ΚΑΛΛ/ΕΣΙΝ ΤΑΔ ΥΦΑΝΘΗ.

Στις ημέρες του ανεγέρθηκε (1789) το παρεκκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και κατασκευάστηκε (1791) το αριστουργηματικό ξυλόγλυπτο τέμπλο του κυρίως ναού του καθολικού τής μονής. Με δική του, τέλος, πρωτοβουλία και προσωπικά του έξοδα είχε οικοδομηθεί (1806), ολόκληρη νέα σειρά κελλιών.

Και όλα αυτά, ενώ παρέλαβε το μοναστήρι «εις εσχάτη πενία και εις χρέος βαρύτατον και φορτίον δυσβάστακτον», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος σε αχρονολόγητη απανταχούσα του ζητείας. Ήδη από τον Απρίλιο (8-25) του 1779, πού ο Σουηδός ανατολιστής jcob J. Bjorustahl επισκέφθηκε τη μονή τού Μεγάλου Μετεώρου, ηγούμενος τού μοναστηριού ήταν ο Παρθένιος, ο όποιος επιδαψίλευσε στον ξένο περιηγητή φιλόφρονη φιλοξενία και τον διευκόλυνε στις ερευνητικές του αναζητήσεις. Μουσικά του μέλη περιέχει ο κώδικας 329 τής μονής.

Στα 1809, μετά το μαρτυρικό τέλος τού θρυλικού παπαΘύμιου Βλαχάβα στα Γιάννενα από το θηριώδη Αλή-Πασά, ο ηγούμενος Παρθένιος Όρφίδης βρίσκεται αιχμάλωτος στην ηπειρωτική πρωτεύουσα, φυλακισμένος στα μπουντρούμια τού Άλή, γιατί προφανώς ή μονή τού Μεγάλου Μετεώρου, όπως και οι υπόλοιπες μονές, είχε υποθάλψει και ενισχύσει το κίνημα τού φλογερού ιερωμένου. Γι’ αυτό, εκτός από τη μονή τού Αγίου Δημητρίου πού κυριολεκτικά ισοπεδώθηκε από τα τηλεβόλα των Τουρκαλβανών, και όλα τα άλλα μετεωρίτικα μοναστήρια γνώρισαν τότε την εκδικητική μανία τού φοβερού τυράννου των Ιωαννίνων. Ή ενθύμηση τού απλοϊκού και αγράμματου παπα-Χρύσανθου από τα Τρίκαλα (κώδ. Μ. Βαρλαάμ 106).

Στη μονή υπάρχουν επίσης και δύο καινούργια παρεκκλήσια. Το ένα είναι αφιερωμένο στον ‘Άγιο Νεκτάριο, βρίσκεται στο ισόγειο τής ανακαινισμένης βορειοδυτικής πτέρυγας των κελλιών και κοσμείται με καλής τέχνης σύγχρονες τοιχογραφίες. Το δεύτερο βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του καθολικού, είναι αφιερωμένο στον άγιο Ιωάννη, τον συγγραφέα τής Κλίμακος και την αγία Ισαπόστολο Όλγα τη Ρωσίδα Βασίλισσα και χρησιμοποιείται ως κοιμητηριακός ναός.

Πολλές είναι οι καταστροφές των καιρικών περιστάσεων που έπληξαν το μοναστήρι του Μεγάλου Μετεώρου. Επιδρομές άθεων και ασεβών, κλεψιές και λεηλασίες, πυρκαγιές: «Επί έ'[τους] 9χθ’ [=1609] έσκήλευσαν το μοναστήρι αγαρηνοί (;)… εροίμοσεν παντελώς το μοναστήρι και το γράφωμεν ένθύμησιν των μεταγενεστέρων αδελφών» (σημείωση στο τοιχογραφημένο τμήμα του εξωτερικού νάρθηκα, στο ανατολικό άκρο). Ο Σουηδός περιηγητής Bjurustahl στο «Οδοιπορικό» του (1779, πρωτοεκδόθηκε όμως στα 1783) μας διασώζει ενδιαφέρουσες ενθυμήσεις για την ιστορία τής μονής, τις όποιες διάβασε σε χειρόγραφο ευαγγέλιο πού σήμερα δεν υπάρχει. Σύμφωνα με τις ενθυμήσεις αυτές, στα 1616, Μεγάλη Παρασκευή, η μονή λεηλατήθηκε άγρια από τον πασά των Ιωαννίνων Άρσλάνμπέη (ΐ 1618), ο οποίος, «με το πρόσχημα πως ήθελε να σεργιανίσει εκεί απάνω και να δει τη μονή μαζί με τη συνοδεία του, ξεγέλασε τούς μοναχούς και μόλις τούς έσυραν απάνω, άρχισε με τούς στρατιώτες του να τους τουφεκάει. Σκότωσε τρεις έως τέσσερις άπ’ αυτούς και έπειτα άρπαξε τα πάντα». Λίγα χρόνια αργότερα, στις 26 Οκτωβρίου του 1633, μεγάλη πυρκαγιά αποτελείωσε την καταστροφή.

Όμως το Μεγάλο Μετέωρο, μέσα από τις ατέλειωτες περιπέτειες και τούς κατατρεγμούς έξι αιώνων, συνέχισε χωρίς διακοπή τη μοναστική παρουσία και ακτινοβολία του και διαφύλαξε, κατά το μεγαλύτερο μέρος, τούς πολύτιμους θησαυρούς και τα ανεκτίμητα εθνικά και θρησκευτικά του κειμήλια. Το σπουδαιότερο άπ’ όλα, όμως, στα εξακόσια αυτά χρόνια αποτελεί ζωντανή έπαλξη του ορθόδοξου μοναχισμού, προπύργιο αληθινό τής χριστιανοσύνης και κιβωτό ιερή των εκκλησιαστικών και εθνικών παραδόσεων του Ελληνισμού.

Το κείμενο είναι αντιγραφή από το βιβλίο που πωλείται στην Μονή.

Αν βρήκατε ενδιαφέρουσα την παρουσίαση, δηλώστε ότι σας αρέσει ευχαριστώ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *