Τρεις ιστορίες από το χωριό Ασκοί Πεδιάδος στο Νομό Ηρακλείου
Τρεις ιστορίες από το χωριό Ασκοί Πεδιάδος στο Νομό Ηρακλείου
Στο χωριό Ασκοί της επαρχίας πεδιάδας είναι πράγματι περίεργο πως χτίστηκαν μερικά παλαιά πολύ μεγάλα οικοδομήματα, δεν είναι πολλά, δύο τρία είναι που σήμερα σώζονται είτε ελάχιστα ίχνη που μαρτυρούν το μέγεθος τους, είτε σώζονται ακόμη μερικοί τείχη και καμάρες. Η ιστορία που θα διαβάσετε αφορά ένα χτίσμα εξ αυτών, το οποίο βρίσκετε στο κάτω μέρος του χωριού κριμένο σήμερα πίσω από άλλα νεότερα κτίσματα που αν δεν το ξέρεις, δεν πας εύκολα.
Στα χαλάσματα αυτού του πάλαι ποτέ αρχοντικού δίπατου σπιτιού, το 1984 θυμάμαι ότι έτρεφαν χοίρους για να τους σφάξουν τα Χριστούγεννα. Μεγάλες πόρτες παράθυρα πολλά δωμάτια δύο όροφοι, όλα αυτά έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με τα υπόλοιπα παλαιά σπίτια που υπήρχαν στους Ασκούς, που ήταν ταπεινά φτωχικά, με δώματα, ισόγεια, με χώμα για δάπεδο, βέβαια το 1984 είχαν αντικαταστήσει τα περισσότερα δώματα με ταράτσες από μπετόν, τα παλιά σπίτια είχαν σχεδόν εγκαταλειφθεί και είχαν χτιστεί νέα με τις σύγχρονες απαιτήσεις.
Οι ντόπιοι πάντα θαύμαζαν αυτά τα οικοδομήματα και θαρρώ τα έβλεπαν με δέος, ενώ κανείς δεν ήξερε πότε χτίστηκαν και από ποιους, η ιστορία όμως μαρτυρεί την Βενετσιάνικη καταγωγή αυτών των οικοδομημάτων, ήταν τότε που οι Ενετοί το 1343 είχαν απαγορεύσει την κατοίκιση στο Οροπέδιο του Λασιθίου μέχρι τις 30 Νοέμβριο του 1514. Το 1343 οι κάτοικοι του Οροπεδίου μετά την απαγόρευση και τον βάρβαρο διωγμό τους από το Οροπέδιο, έφτιαξαν πολλά χωριά γύρο από τα όρη της Δίκτης. Ένα από αυτά τα χωριά ήταν και οι Ασκοί, πιστεύω λοιπόν ότι τότε φτιάχτηκαν αυτά τα οικοδομήματα, υπό την καθοδήγηση και την άδεια των Ενετών, για αυτό και ήταν μεγαλοπρεπή.
Αργότερα το 1514 οι Ενετοί θέλησαν να καλλιεργήσουν το Οροπέδιο του Λασιθίου για να θρέφεται ο στρατός τους, και επιπλέον είχε εκλείψει ο λόγος που είχαν απαγορεύσει την διαβίωση σε αυτό, που ήταν το αντάρτικο, επίσης έβλεπαν τους Οθωμανούς να πλησιάζουν επικίνδυνα, έτσι κάλεσαν όσους ήθελαν να ανέβουν και πάλι στο Οροπέδιο να καλλιεργήσουν την γη και να δίνουν ένα μέρος της σοδειάς τους στην Ενετική διοίκηση της Κρήτης.
Οι Ασκοί τότε σχεδόν ερημώθηκαν και από μόνιμος οικισμός που ήταν έγινε μετόχι, δηλαδή οι κάτοικοι του που είχαν μετακομίσει στο Οροπέδιο κατέβαιναν μόνο τον χειμώνα για να μαζεύουν τις ελιές τους, αλλά και για να αποφύγουν τα χιόνια που τότε έπεφταν πολύ περισσότερα. Έτσι σιγά σιγά τα αρχοντικά παράκμασαν και στην θέση τους χτίστηκαν μικρότερα σπίτια ικανά να καλύψουν τις ανάγκες των κατοίκων τους για τρις με τέσσερις μήνες τον χειμώνα. Αυτό κράτησε σε πλήρη ανάπτυξη μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1950, που ολόκληρες οικογένειες μετακόμιζαν μαζί με όλο τον οικιακό τους εξοπλισμό αλλά και όλα τους τα ζώα, απόα τα χωριά του Οροπεδίου στους Ασκούς. Δύο ήταν κυρίως τα χωριά αυτά, το Ψυχρό και η Πλάτη. Αυτό συνεχίστηκε ως ένα βαθμό μέχρι και την δεκαετία του 1980, δηλαδή κατέβαιναν οι άνθρωποι από το Οροπέδιο, αλλά για λίγες μέρες, ίσα να μαζέψουν τις ελιές τους και ξανά γύριζαν πίσω στην μόνιμη τους κατοικία που ήταν στο Οροπέδιο.
Βεβαίως στο πέρασμα των εκατονταετιών οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού πλήθαιναν, διότι το χωριό δεν εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά, έτσι εδώ και πολλά χρόνια έχουμε ένα πλήρως οργανωμένο και αναπτυσσόμενο χωριό.
Οι παλιότεροι κάτοικοι των Ασκών θέλοντας να εξηγήσουν την δημιουργία ενός τέτοιου οικοδομήματος, έπλασαν την παρακάτω ιστορία, σήμερα μπορεί να μας φαίνεται κάπως περίεργη, αλλά οι άνθρωποι την έλεγαν και την πίστευαν εκείνα τα παλιά χρόνια της Τουρκοκρατίας που δεν υπήρχε καμία εκπαίδευση με τις δεισιδαιμονίες να κυριαρχούν.
Ο γάιδαρος που δεν ήταν γάιδαρος
Κάποτε λοιπόν στους Ασκούς ζούσε μία οικογένεια σε ένα φτωχικό σπίτι, όλη την μέρα δούλευαν στα χωράφια και το βράδυ γύριζαν στο σπίτι τους κατάκοποι από την δουλειά, έτσι περνούσε ο καιρός και οι τρις γιοι της οικογένειας μεγάλωσαν, ένα βράδυ λέει ο μεγαλύτερος γιος του πατέρα του, πατέρα κάθε βράδυ που γυρίζω στο σπίτι, συναντώ ένα μαύρο μεγάλο γάιδαρο πάνω στο σταυροδρόμι. Τότε ο πατέρας του κατάλαβε σαν μεγαλύτερος και έμπυρος τι συνέβαινε, τότε πήρε ένα μαυρομάνικο μαχαίρι, το δίνει στον γιο του και του λέει, όταν ξανά δεις τον γάιδαρο, θα του το καρφώσεις στο λαιμό, θα τον κρατάς από εκεί και θα μου τον φέρεις. Το επόμενο κιόλας βράδυ ο νέος συνάντησε πάλι τον γάιδαρο στο ίδιο ακριβώς σταυροδρόμι, αν και δίστασε λίγο έκανε ό,τι του είχε πει ο πατέρας του, καρφώνει το μαυρομάνικο μαχαίρι στο λαιμό του γαϊδάρου και τον οδηγεί στο σπίτι του, τότε ο πατέρας του είπε σε όλη την οικογένεια πως δεν πρέπει να ταΐσουν και να ποτίσουν ποτέ το γάιδαρο, ούτε και να του τραβήξουν το μαχαίρι από το λαιμό. Όλη η οικογένεια άκουσε και τήρησε την προσταγή του πατέρα. Από την επόμενη κιόλας μέρα ο πατέρα άρχισε να κουβαλά πέτρες, πήγαινε στην δουλειά με τον γάιδαρο και δούλευε δέκα φορές περισσότερο, όργωνε, κουβαλούσε εμπορεύματα και σύντομα άρχισε να πλουτίζει η οικογένεια. Έχτισε αυτό το αρχοντικό που αναφέρω και προσέλαβε υπηρέτες, ενώ τον γάιδαρο τον είχαν στον στάβλο τα βράδια χωρίς φαγητό και νερό. μία μέρα που η οικογένεια είχε πάει σε κάποια γιορτή και δεν είχαν μαζί τους τον γάιδαρο, μία υπηρέτρια είδε τον γάιδαρο που δεν είχε νερό και τροφή, πήγε να του βάλει, εκείνη την στιγμή πρόσεξε το μαχαίρι που ήταν καρφωμένο στο λαιμό του. Επειδή δεν ήξερε και δεν μπορούσε να φανταστεί τι συνέβαινε, θεώρησε ότι ο γάιδαρος είχε τραυματιστεί. Τράβηξε το μαχαίρι θεωρώντας πως κάνει καλό στο ζώο, εκείνη την στιγμή ο γάιδαρος αγρίεψε, άρχισε να φυσάει σαν θηρίο, να ουρλιάζει, και να τσινά, τόσο πολύ που γκρέμισε τον στάβλο που τον είχαν και έφυγε τρέχοντας προς τα βουνά, την υπηρέτρια δεν την πείραξε γιατί φορούσε ένα σταυρουδάκι, η οποία διηγήθηκε τρομαγμένη στην οικογένεια όλα όσα είχαν προηγηθεί.
Αυτή είναι η μία από τiς τρις ιστορίες που σας διηγούμαι.
Ο μάγος Καούκης
Η δεύτερη ιστορία έχει να κάνει και αυτή με περίεργα φαινόμενα, όπως και σε όλα τα χωριά, έτσι και στους Ασκούς ζούσε κάποτε ένας μεγάλος μάγος ονόματι Καούκης, η χωριανοί του τον φοβόταν αλλά και τον θαύμαζαν. Κάποια μέρα έγινε στο χωριό μία κλοπή, κάποιου του είχαν κλέψει 5 ασκιά λάδι. Για εκείνα τα χρόνια ήταν μια πολύ σοβαρή κλοπή, αφού και τα ασκιά και το λάδι ήταν μεγάλης αξίας. Ο χωρικός έψαχνε να βρει τον κλεφτή αλλά μάταια, αναγκάστηκε λοιπόν να καταφύγει στο μάγο του χωριού τον Καούκη. Ο μάγος, του είπε ότι θα πήγαιναν σε ένα αλώνι τη νύχτα χωρίς φεγγάρι, πράγματι πήγε ο χωρικός αν και έτρεμε από τον φόβο του, τότε ο μάγος χάραξε στο χώμα έναν κύκλο με το μαυρομάνικο του μαχαίρι και μπήκαν μέσα, ο μάγος άρχισε να διαβάζει κάτι ακαταλαβίστικα λόγια από ένα παλιό βιβλίο. Σε μία στιγμή παρουσιάστηκαν μερικοί διάβολοι, τότε ο Καούκης τους διέταξε να του φέρουν τον κλέφτη, μέσα σε ένα λεπτό κρατούσαν τον κλέφτη πάνω στο κρεβάτι του ενώ αυτός κοιμόταν, τότε ο χωρικός από τον φόβο του σηκώθηκε και το έβαλε στα πόδια, κάποιοι λένε πως ακόμα τρέχει από τον φόβο του.
Η νεράιδα
Η τρίτη ιστορία είναι πραγματικό γεγονός.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα στο χωριό υπήρχε φτώχεια, τότε λοιπόν ζούσε μία γυναίκα που είχε τέσσερα παιδιά και ήταν πολύ νέα, ο σύζυγος της είχε φύγει για τον πόλεμο και έπρεπε να τα θρέψει μόνη της. Σκέφτηκε λοιπόν το εξής τέχνασμα, αργά την νύχτα όταν τα παιδιά κοιμόταν, έβαζε ένα λευκό σεντόνι και κατέβαινε στους κήπους των συγχωριανών της, εκεί έκλεβε λαχανικά και φρούτα προκειμένου να ταΐσει τα παιδιά της. Κάποιοι όμως από το χωριό αργά την νύχτα είδαν μία δύο φορές κάτι λευκό μέσα στο σκοτάδι και υπέθεσαν πως ήταν νεράιδα, αφού μάλιστα από τους κήπους αυτούς δίπλα ακριβός περνούσε ο ποταμός.
Ένα βράδυ στο καφενείο που είχε συζητηθεί η εμφάνιση της νεράιδας, αποφάσισαν τρις νέοι να πάνε να την πιάσουν, έτσι της έστυσαν καρτέρι και όταν είδαν την γυναίκα με το σεντόνι να πλησιάζει της όρμησαν, έτσι αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν νεράιδα αλλά μια χωριανή τους.
Αυτή η γυναίκα λέγονταν πως ήταν συγκεκριμένη και που μάλιστα εγώ την θυμάμαι πολύ γριά πια στα μέσα της δεκαετίας του 80, η οποία πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Στο χωριό αυτό αλλά και στα υπόλοιπα, οι παλαιότεροι κάτοικοι τους, θα έλεγα πως διέπονταν από μία έντονη θρησκοληψία, με την παρουσία του θεού και του διαβόλου να παίζουν έντονο ρόλο στην ζωή τους, έτσι όλα περιστρέφονταν γύρο από αυτά.