21 Ιανουαρίου 2025

www.ipy.gr

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

Ιστορία Γενικά

Η συμμετοχή του κλήρου στην επανάσταση του 1821

Η συμμετοχή και η προσφορά του Ιερού κλήρου στον Εθνικό μας Αγώνα.

«Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν έσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι ει’μεθα, ούτε πως δεν είχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι έβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβαβατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναΐοι και οι πε­παιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι έσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».

(Θεοδ. Κολοκοτρώνης , Λόγος στην Πνύκα).

Το Έθνος μας κατόρθωσε να επιζήσει στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς, να αναδιοργανωθεί και να διεκδικήσει και πάλι τη θέση του στον ελεύθερο κόσμο, χάρη σε τρεις κυρίως δυνάμεις του, τη θρησκεία, την αγωνιστικότητα και την οικονομική και πνευματική δραστηριότητά του. Μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, ο Ελληνισμός συσπειρώθηκε γύρω από την Εκκλησία, τους αρματολούς,τους κλέφτες και τις κοινότητές του, Αυτοί οι τρεις θεσμοί επέδρασαν ουσιαστικά στη διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης του Νέου Ελληνισμού και στην ενίσχυση της μαχητικότητας του.

Πρωτεύοντα ρόλο στο έργο αυτό έπαιξε η Εκκλησία, με όλους της τους φορείς: οι Πατριάρχες, οι Μητροπολίτες, οι Επίσκοποι, οι Αρχιμανδρίτες, οι ιερείς, οι διάκονοι, οι μοναχοί, οι όσιοι, οι Νεομάρτυρες, με τον τρόπο του ο καθένας, έχουν τη δίκιά τους συμβολή στον Αγώνα για την Εθνική μας Παλιγγενεσία και σε όλες τις φάσεις του Αγώνα αυτού: στην προετοιμασία του, στο ξέσπασμά του και κατά τη διάρκειά του.

Η Εκκλησία, αυτός ο εθναρχεύων θεσμός, όπως χαρακτηρίστηκε (η Εκκλησία) στα χρόνια της όψιμης Τουρκοκρατίας, εκμεταλλευόμενη τις προνομίες που της παραχώρησε η Πύλη, ενέταξε την εκπαιδευτική δραστηριότητα στην περίμετρο της θρησκευτικο-κοινωνικής της αποστολής και κατέστησε κυρίαρχο μέλημά της την πνευματική ανάπτυξη της νεολαίας. Στην αρχή, οι νάρθηκες των ναών, τα φτωχικά κελλιά των μοναστηριών, ακόμα και οι οικίες των λογιότερων κληρικών μετασχηματίστηκαν σε απαραβίαστα άσυλα των γραμμάτων και των επιστημών. Επίσκοποι, ιερείς και μοναχοί, εξαιτίας της ολιγαριθμίας λαϊκών δασκάλων στα λεγάμενα κοινά σχολεία, μεταφύτευσαν στις διψασμένες ψυχές των νεαρών μαθητών στοιχεία της γλώσσας, της ιστορίας, της φυ­σικής, των μαθηματικών. Στη συνέχεια, άρχισαν να ιδρύονται τα λεγάμενα Ελληνικά σχολεία και αργότερα Γυμνάσια. Σε αυτά διδάσκονταν η διαλεκτική, η ρητορική, η ηθική, η ερμηνεία πεζών και ποιητικών έργων, η ερμηνεία της Αγίας Γραφής κατά τους Πατέρες και ο λοιπός κύκλος της θύραθεν και ιερής παιδείας:

Η Πα­τριαρχική Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως, η Ακαδημία της Πάτμου, οι Σχολές των Ιωαννίνων, η Αθωνιάς Ακαδημία του Αγίου Όρους, η Σχολή της Δημητσάνας, η Σχολή της Σμύρνης, οι Σχολές των ελληνικών Κοινοτήτων του εξω­τερικού (από τη Ρωσία και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες ως τη Βιέννη, τη Βενετία, την Παβία και τη Ρώμη) και άλλες μέσα και έξω από τον ελληνικό χώρο.

«Το τεράστιο τούτο πνευματικό οικοδόμημα είναι και έργο της Εκκλησίας, είναι κατάθεση ψυχής των σεβάσμιων ρασοφόρων που, κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, κράτησαν ορθό το πνεύμα και ακμαία την εθνική συνείδηση ενός ολάκερου λαού, με την ορθόδοξη και ελλη­νική λαλιά τους, με τη δράση τους, με το πα­ράδειγμά τους. Και είναι οι ίδιοι, που σαν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, παραμέρισαν την Οκτώηχο και το Ψαλτήρι και ζώστηκαν τα άρματα του αγώνα, τάχτηκαν στην πρωτο­πορία του εθνικού ξεσηκωμού, δίνοντας ακόμα και τη ζωή τους «ΥΠΕΡ Π1ΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ», για του Χρίστου την Πίστη την άγια και της Πατρίδος την ελευθερία.

Μέσα από την αναγέννηση της εθνικής μας παράδοσης, αναδείχτηκαν υπέροχοι και μαρτυρικοί απόστολοι παιδείας και ελευθερίας, όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο φλογερός και αεικίνητος, ο εκλεκτός Πατροκοσμάς της ελληνικής υπαίθρου, ο Γρηγόριος ο Ε’ και τα άλλα μέλη της συνόδου, ο Γρεβενών Αιμιλιανός, ο Σάλωνων Ησαΐας, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Κύπρου Κυπριανός, ο Πάφου Χρύσανθος, ο Κυρηνείας Λαυρέντιος, ο Κιτίον Μελέτιος και τόσοι άλλοι».

Ακόμη ο μαρτυρικός Αθανάσιος Διάκος (Αθανάσιος Μασαβέτας, Μουσοννίτσα Δωρίδος 1788;-Λαμία 1821) και ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δίκαιος, ο Παπαφλέσσας, ο μπουρλοτιέρης των ψυχών, μοναδική περίπτωση, φαι­νόμενο σταθερού και αποφασισμένου επανα­στάτη.

Οι υπηρεσίες των κληρικών (μοναχών) για τη διατήρηση της πίστεως υπήρξαν πολύ με­γάλες: με τις περιοδείες τους, με το φλογερό και αδιάλλακτο κήρυγμά τους, ενθάρρυναν τους ορθοδόξους να εμμένουν στη θρησκεία των προγόνων τους και να μην προσέρχονται στον ισλαμισμό. Σαν νέοι Απόστολοι διδάσκουν και κτίζουν εκκλησιές η ιδρύουν σκήτες και μονές σε ορεινά και απομεμακρυσμένα μέρη (π.χ. ο Όσιος Αντώνιος της Βέροιας, ο μοναχός Θεοφάνης ο εξ Ιωαννίνων, που έκτισε τη μονή των Ασωμάτων στη Νάουσα, ο Όσιος Διονύ­σιος, ιδρυτής της γνωστής μονής του Ολύμπου, ο Όσιος Νικάνωρ από τη Θεσσαλονίκη, ιδρυτής της μονής της Ζάβορδας στη Δυτική Μακεδονία).

Ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, ονομάζει αδίστακτα τα Μοναστήρια «προμαχώνες μπροστά στα κύματα του Μουσουλμανισμού». Δεν ήταν, πράγματι, μόνο κέντρα παιδείας («κρυφά» σχολεία»), καταφυγής και προστασίας των ραγιάδων. Δεν ήταν μόνο πνευ­ματικές κολυμβήθρες για τον συνεχή αναβαπτισμό του Γένους στην παράδοσή του. Ήταν και αντιστασιακά-επαναστατικά κέντρα σε ση­μείο, που να μην υπάρχει εξέγερση ως το 21, στην οποία δεν πρωτοστατούν κάποιο η κάποια Μοναστήρια, ως επίκεντρα της επαναστατικής δραστηριότητας, αλλά και χώροι, από τους οποίους ξεπήδησαν και μεγάλες μορφές του 21, φωτεινοί Ηγέτες και φλογεροί Επαναστάτες. (Αγιορείτης ήταν ο πατριάρχης Αγαθάγγελος, όπως και ο Μαρωνείας Κωνστάντιος και ο Ηράκλειας Ιγνάτιος. Στη Μονή Φιλοσόφου Δημητσάνας «μαθήτευσαν» ο Αργολίδος Γρηγόριος, ο Π. Πατρών Γερμανός, ο Τριπόλεως Δανιήλ, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Μονεμβασίας Χρύσανθος. Ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός στο Μ. Σπήλαιο, ο Χίου Δανιήλ στη Ν. Μονή Χίου, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος στη μονή Άγ. Θεοδώρων, ο Κύπρου Κυπριανός στη μονή Μαχαιρά Κύπρου, κ.λπ. Από Μονές ξεκίνησαν, επίσης, ο Παπαφλέσσας και ο Αθανάσιος Διάκος).

Αυτή τη στάση των Μοναστηριών στον Αγώνα ομολογεί και προσδιορίζει με το δικό του μοναδικό τρόπο ο Στρατηγός Μακρυγιάννης: «Τ’ άγια τα μοναστήρια, οπού ’τρώγαν ψωμί οι δυστυχισμένοι […] από τους κόπους των Πατέρων, των Καλογήρων. Δεν ήταν κα­πουτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των Μονα­στηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες- δούλευαν και προσκυνούσαν (λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ’ αυτά τα μονα­στήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συνα­ζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυ΄  ΄τείνοι, οι ’περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών».

Δίπλα στους μοναχούς και τους οσίους πρέπει να τοποθετήσει κανείς και τους Νεομάρτυρες, που με τα πάθη τους κάνουν να αναβιώσουν οι χρόνοι των διωγμών του Χρι­στιανισμού. Απλοί συνήθως άνθρωποι, σε μίαν ατέλειωτη σειρά που εκτείνεται ως τα μέσα σχεδόν του 19ου αιώνα, τονώνουν με το μαρ­τύριό τους το πνεύμα αυτοθυσίας του λαού και τον παραδειγματίζουν. Οι άνθρωποι αυτοί είναι πραγματικά αγωνιστές, όχι μόνο της πίστεως, αλλά και της ελευθερίας.

Αυτοί προέβαλαν τη συνεπέστερη για την Ορθοδοξία και αποτελεσματικότερη για το Γένος αντίσταση, χωρίς μάλιστα θυσίες άλλων, παρά μόνο του εαυτού τους. Οι Νεομάρτυρες ξαναζωντάνεψαν την αρχαία χριστιανική παράδοση του μαρτυρίου. Η ομολογία τους αποσκοπούσε στην έμπρακτη απόρριψη του κατακτητή και την άμεση επιβεβαίωση της υπεροχής της δικής τους πίστεως, που περιέκλειε συνάμα και τον εθνισμό τους. Οι Νεομάρτυρες ενσαρκώνουν, μάλιστα πληρέστερα από τους Εθνομάρτυρες, την ελληνορθόδοξη παράδοση, διότι διακρίνονται όχι μόνο για ηρωισμό, αλλά για την αγιότητα-πνευματικότητα, που αποδεικνυόταν με τα θαύματα, που συνόδευαν το μαρτύριό τους. Κίνητρό τους δεν ήταν το μίσος, εναντίον των κατακτητών, αλλά η αγάπη για τον Χριστό και τους ανθρώπους, ακόμη και τους διώκτες τους.

Η προσφορά του Κλήρου, όμως, δεν εκφράσθηκε μόνο με θυσία στο πεδίο της μάχης.

Πολλοί μητροπολίτες και επίσκοποι, έλαβαν μέρος στον Αγώνα από υπεύθυνες θέσεις, μερικές φορές και στα πεδία των μαχών. Ανάμεσά τους ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Άρτης Πορφύριος κ.ά.

Ο μητροπολίτης Π. Πατρών Γερμανός, είναι, κατά κάποιο τρόπο, από τους ιερωμένους που έδρασε πολύ κοντά στους ανθρώπους των όπλων. Φιλικός από το 1819, αρχικά θα αντιδράσει, στις συνεδρίες της Συνέλευσης της Βοστίτσας, με έντονο τρόπο εναντίον του Παπαφλέσσα, που ως εκπρόσωπος του Άλεξ. Υψηλάντη επιχειρούσε να θέσει σε επαναστατική κίνηση τον Μοριά. Όταν όμως οι εξελίξεις θα υπερφαλαγγίσουν τις προσωπικές αναστολές, θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή του Αγώνα και πέρα από τη συμμετοχή στα επαναστατικά δρώμενα θα αποσταλεί στην Ιταλία ως εκπρό­σωπος των αγωνιστών για να αναζητήσει την ευρωπαϊκή συνδρομή.

Στην Ιταλία ο Γερμανός επί δύο χρόνια δεν κατάφερε πολλά πράγματα -τουλάχιστον με άμεσο τρόπο- καθώς πολιτικές σκοπιμό­τητες τον εμπόδισαν να κινηθεί πέρα από την Αγκώνα.

Όμως στην ιταλική Πίζα έδινε, από πολιτική και διπλωματική κυρίως σκοπιά, τη μάχη υπέρ του Αγώνα με μεγάλη επιτυχία ένας άλλος μητροπολίτης, ο πρώην Ουγγροβλαχίας Ιγνά­τιος, που από την αυλή του Αλή πασά, μαζί με άλλους πατριώτες, βρέθηκε να συντονίζει τις ενέργειες εκείνων που επιχειρούσαν να προ­βάλλουν την Ελληνική Επανάσταση ως νό­μιμο κίνημα ενός έθνους και όχι ως μία ακόμη ασύντακτη τοπική εξέγερση εναντίον μίας θε­όσταλτης εξουσίας.

Ο χιώτης Νεόφυτος Βάμβας, αφού μάθει καλά γράμματα στο Παρίσι κοντά στον Κοραή και σε άλλους Γάλλους δασκάλους, θα υπηρε­τήσει ως καθηγητής και διευθυντής στο Γυ­μνάσιο της Χίου και τον Μάρτιο του 1821, μετά από μία σύντομη παραμονή στην Ύδρα, θα βρεθεί στον επαναστατημένο Μόριά. Η εμπλοκή του και η συμβολή του στον Αγώνα θα συνδεθεί με την παρουσία του Δημήτριου Υψηλάντη, στην υπηρεσία του οποίου ως «αρχικαγκελλάριος» θα βρεθεί κοντά και σε πολλά πολεμικά γεγονότα. Κάποιες προσω­πικές πικρίες όμως για τον αποκλεισμό του από διαδικασίες στις οποίες θεωρούσε ότι έπρε­πε να έχει τον πρώτο λόγο, θα τον υποχρεώσουν γρήγορα να εγκαταλείψει τον φλεγόμενο Μοριά και να αναζητήσει την ηρεμία των Επτανήσων και αργότερα την ένταξή του στην υπηρεσία του ελληνικού κράτους.

Οι περισσότεροι Αρχιερείς, άλλοτε μέσα στις εκκλησιές με το λόγο, το κήρυγμα, τις ευχές, τις παροτρύνσεις η τις απειλές για να ενθαρ­ρύνουν και ξεσηκώσουν τους δειλούς και αμφιταλαντευομένους και άλλοτε στα στρατόπεδα και τα πεδία των μαχών με τις συνταλαιπωρίες, τις πείνες, τις αγρύπνιες, τις συγκατακλείσεις στα ταμπούρια και την κοινή τύχη στις πολε­μικές συρράξεις. Κοντά σε αυτά, αναδείχθηκαν – αρκετοί – ένθερμοι και ειλικρινείς προασπιστές του λαού στις εθνοσυνελεύσεις η και άξιοι αντι­πρόσωποι του έθνους στις διάφορες Ευρωπαϊκές συσκέψεις η κυβερνήσεις.

Βέβαια, ως υπεύθυνοι ταγοί του γένους, έπρεπε να είναι μέχρι παρεξηγήσεως αυτοσυγκρατημένοι και προσεκτικοί, φρόνιμοι και επι­φυλακτικοί, προσποιητοί κόλακες με ευλύγιστη μέση και απλόχερη γενναιοδωρία προς τους κρατούντες, και ακόμη ελεγκτικοί και επιτιμητικοί προς τυχόν θερμόαιμους και ανυπόμονους πατριώτες και ταυτόχρονα ειδήμονες, δραστή­ριοι και άγρυπνοι και φιλογενείς.

Αναδιφώντας τις πηγές της ιστορίας εκείνων των χρόνων, τις γνωστές και άγνωστες μαρ­τυρίες, ενθυμήσεις, απομνημονεύματα, επιστο­λές, κώδικες και λοιπά κείμενα, με έκπληξη ανακαλύπτει κανείς ένα αρκετά μεγάλο αριθμό αρχιερέων να έχει δεχθεί ποικίλες δοκιμασίες, φυλακίσεις και βασανιστήρια.

Από το 1818 μυήθηκαν στην Φ. Ε. όλοι σχε­δόν οι αρχιερείς της Πελοποννήσου. Οι περισσότεροι ιστορικοί δέχονται, ότι οι Αρχιερείς υπήρξαν η σπονδυλική στήλη της Φιλικής και ο κύριος παράγων του έργου της. Απουσιάζει όμως και κάθε μαρτυρία για προβολή αρνήσεως η για υπονόμευση του έργου της Εταιρείας λόγω του υψηλού κύρους τους στο Λαό. Αν οι Αρχιερείς εξάλλου δεν περιέβαλλαν με την αγάπη τους το έργο της Φιλικής, πολλά πράγ­ματα μπορούσαν να ανατραπούν. Μία αναφορά, τέλος, στην ποσοστιαία σύνθεση της Φιλικής δίνει τα στοιχεία: Κληρικοί 9,5%, Αγρότες 6% και Πρόκριτοι 11,7%.

Έρευνες, μαρτυρούν ότι, από τους 200 αρχιερείς, που υπήρχαν σε ολόκληρη την Οθωμανική αυτοκρατορία,

α) Έλαβαν ενεργό μέρος, στον αγώνα επώνυμα και αδιαμφισβήτητα, 73 Ιεράρχες, δηλ. ποσοστό 36,5%.

β) Είναι γνωστό ότι δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν, βασανίσθηκαν κ.λπ. 42 αρχιερείς, δηλ. ποσοστό 21,0% και

γ) Μαρτυρείται ότι θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώ­σεις των Τούρκων, είτε στις πολεμικές συρράξεις, 45 αρχιερείς, δηλ. ποσοστό 22,5%.

(Ό Γάλλος ιστορικός Πουκεβίλ απαριθμεί τις θυσίες των Ελλήνων κληρικών σε 11 πατριάρχες, 100 επι­σκόπους και 6000 ιερείς και καλόγερους).

Άλλοι κληρικοί έχουν λιγότερο έντονη συμμετοχή, αλλά συνεχή παρουσία που τους κρατά στο προσκήνιο της επαναστατικής δεκαετίας.

Λόγιοι κοσμοκαλόγεροι, όπως ο Άνθιμος Γαζής που προτάθηκε μάλιστα ως αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, η ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, μέλη της μοναστικής Κοινότητας όπως ο δραστήριος Φιλικός Ιερόθεος Σπηλαιώτης της μονής του Μεγάλου Σπηλαίου), με μεγάλο αριθμό μυήσεων Φιλικών, ο πρωτοσύγκελλος της μητροπόλεως Χριστιανουπόλεως Αμβρό­σιος Φραντζής, παρών στη Συνέλευση της Βοστίτσας, μέλος πολιτικών σωμάτων και αργότερα ιστορικός της Ελληνικής Επανά­στασης κ.ά.

Το ίδιο ισχύει και για τον εφημεριακό κλήρο, τους απλούς παπάδες των χωριών, που πέρα από την συμβολική και ιδεολογική τους προ­σχώρηση στην εθνική επανάσταση συνακο­λούθησαν τους εμπολέμους συμπατριώτες τους ακόμη και στα πεδία των μαχών, στις εκστρατείες η στις πολιορκίες των κάστρων. Άλλωστε η Φιλική Εταιρεία, που ανέλαβε να προετοιμάσει και να οργανώσει την πορεία προς την εθνική χειραφέτηση, δεν έθετε εκ των προτέρων αποκλεισμούς και η στρατολόγηση των μελών της δεν επικεντρωνόταν τόσο στις επαγγελματικές η άλλες ιδιότητες των ατόμων, αλλά περισσότερο στην εχεμύθεια και τον πα­τριωτισμό τους. Κατά συνέπεια, μέλη της και εν συνεχεία σημαίνουσες προσωπικότητες του Αγώνα θα προέλθουν και από τις τάξεις της Εκκλησίας και η ιδιότητα του ιερωμένου πολλές φορές θα υποχωρήσει έναντι του κοινού σκοπού της απελευθέρωσης και της σύστασης ελεύθε­ρου ελληνικού κράτους.

Μικρή είναι η προσφορά του δάσκαλου μοναχού Νικηφόρου, τον οποίο βρήκαν ξημερώματα, εκεί στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αί., στο κελί του νεκρό, πεσμένο μπροστά στην εικόνα του Χριστού, κρατώντας στην παλάμη του τη φυλλάδα με το θούριο του Ρήγα; Η εκείνη του αγαθού ιερέα των προλεγομένων του Κοραή, του γνωστού Παπατρέχα που, μόλις έμαθε για την έκδοση του Ομήρου, έσπευσε να καταθέσει τις πενιχρές του οικονομίες με συντετριμμένη την καρδιά που δεν είχε περισσότερα να διαθέσει για το μεγάλο πρόγονό του;

Πολλοί είναι και οι Αχαιοί κληρικοί, που, με τον ένα η άλλο τρόπο, πήραν ενεργό μέρος στην προετοιμασία, την έναρξη και τη διεξα­γωγή της Επαναστάσεως του 1821. Άλλοι από αυτούς αποτέλεσαν την επιμελητεία για τη διατροφή των πολεμιστών, άλλοι πήραν μέρος σε Εθνικές η Τοπικές Συνελεύσεις, άλλοι πολέμησαν με τα όπλα στα πεδία των μαχών. Από τους τελευταίους, κάποιοι βρήκαν τον θάνατο η έμειναν σωματικά ανάπηροι και έγιναν ανίκανοι για ιερουργία, ενώ μερικοί, που έβαψαν τα χέρια τους με αίμα, μετά από προσωπική τους απόφαση, καταδίκασαν οι ίδιοι τους εαυ­τούς τους στη βαρύτερη ποινή για έναν Ιερω­μένο. Έπαψαν να ιερουργούν και ρασοφορούντες, αν ήσαν ιερομόναχοι, αρκέστηκαν στη θέση του απλού μοναχού, ενώ αν ήσαν κοσμικοί-έγγαμοι Ιερείς, ασχολούνταν με τις γαιοκτηνοτροφικές εργασίες και στην εκκλησία αρκούνταν με μία θέση στο ψαλτήρι.

Εκτός από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και τον Κερνίτσης Προκόπιο, μπορούμε να αναφέρουμε και κάποιες άλλες χαρακτηριστικές περιπτώσεις από ένα ατέλειωτο κατάλογο: τον Θεόφιλο Βλαχοπαπαδόπουλο από την Πάτρα (1780), διάκονο του Γερμανού και αργότερα πρωτοσύγκελλο Πατρών, αρχιεπίσκοπο Αιτωλίας και Ακαρνανίας (1852-1862) και μη­τροπολίτη Αθηνών (1862-1873).

Για την προσφορά τους στον Αγώνα τιμή­θηκαν δεκατρείς μοναχοί του Μεγάλου Σπη­λαίου, πέντε μοναχοί της Αγίας Λαύρας, τρεις μοναχοί της Μονής Ομπλού, τρεις της Χρυσοποδαρίτισσας και άλλοι. Για πολλούς εφη­μέριους και μοναχούς του νομού, κυρίως της επαρχίας Καλαβρύτων, έχει γράψει ο αείμνηστος πρωθιερέας Νικόλαος Παπαδόπουλος, ενώ εδώ παραθέτουμε ένα απόσπασμα από μία άγνωστη αναφορά των κατοίκων της Στρέζοβας (Δάφνης) Καλαβρύτων προς την Ιερά Σύνοδο με ημερομηνία 26.1.1834: «Το χωρίον μας Στρέζοβα συνίσταται από 160 οικογένειας, είχομεν Ιερείς πέντε, άλλ’ εξ αυτών άλλοι απέθανον, άλλοι έθανατώθησαν παρά των εχθρών…». Από άλλο έγγραφο πληροφορούμαστε: Ιερέας Ιωάννης, από Νάσια Κιναίθης: «’Ετών 60. (Φρον­τίζει) τρία αρσενικά (παιδιά) της αδελφής του. Ως εκ του πολέμου κατέστη ανίκανος εις το ιερουργείν. Έξώδευσε πολλά και ήδη δυστυχεί. Δρ. 40» μηνιαίως. Γρηγόριος ιερομόναχος, από τη Ζήρεια Αχαΐας. «Ετών 50. Μονή Έλεούσης. Ζει εν αυτή ως απλούς μοναχός». Γρηγόριος ιερομόναχος, από Δραγάνα Αχαΐας. «Ετών 43. Πληγαί: Μία εις την αριστεράνχείρα». Με ηθικές αμοιβές τιμήθηκαν ακόμη ο ιερομόναχος-διδάσκαλος Νικηφόρος Παμπούκης, ο πρεσβύτερος Γεώργιος από την Πάτρα, ο οποίος σκοτώθηκε από τους Τούρκους την ώρα της Θείας Λει­τουργίας, ο πρεσβύτερος Ιωάννης από τα Τσορωτά Καλαβρύτων, ο πρεσβύτερος Νικόλαος από τα Καλάβρυτα κ.ά..

Όμως, πόσοι ακόμα ανώνυμοι απλοί ιερείς, διάκονοι και μοναχοί αγωνιστές υπάρχουν και για τους οποίους η επίσημη Ιστορία δεν επι­φύλαξε ονομαστική αναφορά;

Όπως γνωρίζετε, ήρωες του 21 δεν είναι μόνο εκείνοι οι δέκα – δεκαπέντε, των οποίων τις μορφές έχουμε αναρτήσει ως εικόνες η τους κάναμε αγάλματα και τους τιμούμε, είναι πολ­λοί περισσότεροι και ανώνυμοι που, ενώ έδωσαν – ίσως – και τα πιο πολλά, έμειναν στο σκοτάδι. Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά, γράφει ο Σεφέρης…

Η συμμετοχή του Κλήρου στον Αγώνα ομολογείται από εκείνους, που την έζησαν σε όλη τη διάρκεια του και ήταν σε θέση να την επιβεβαιώσουν.

«Πλησίον εις τον Ιερέα -έλεγε ο Θ. Κολοκοτρώνης- ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης και τζομπάνης, ναύτης και γραμ­ματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναΐοι, προεστοί και έμποροι». Ο ιστορικός του 19ου αιώνα Χρ. Βυζάντιος σημειώνει: «Προύχοντες, κληρικοί, αρματολοί και κλέφται, λόγιοι και πλούσιοι, συνεφώνησαν η μάλλον συνώμοσαν και παραχρήμα επαναστάτησαν κατά της τουρκικής δυναστείας.

Ο εθνικός ιστορικός μας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ομολογεί: «…Οσαδήποτε και αν υπήρξαν τα αμαρτήματα πολλών εκ των Πατριαρχων, ουδείς όμως εξ αυτών, ουδείς ωλίσθησεν περί την ακριβή του πατρίου δόγ­ματος και των υπάτων εθνικών συμφερόντων τήρησιν»-.

Ανάλογα αποτιμούν τη στάση του ράσου στην Επανάσταση ο Δ. Κόκκινος, ο Δ. Φωτιάδης, ο Σπ. Μαρινάτος, ο Ιω. Συκουτρής, ο Κ. Βοβολίνης, ο Ν. Τωμαδάκης, ο Απ. Βακαλόπουλος κ.ά.

Υπάρχουν, βέβαια, και επικριτές του Κλήρου, και των Αρχιερέων, που αμφισβητούν η και αρνούνται την ειλικρινή και άδολη συμμετοχή τους στον Αγώνα.

Ένα από τα επισημότερα θύματα αυτής της αμφισβήτησης είναι ο Μέγας Οικουμενικός Πατριάρχης του Αγώνα, ο Γρηγόριος Ε’.

Μερίδα ιστορικών, παραβλέποντας τη μαρτυρική του θυσία, στέκεται στο γεγονός ότι στις 23 Μαρτίου 1821 ο Πατριάρχης αφόρισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και την Επανά­σταση. Ο αφορισμός ήταν πράγματι από πε­ποίθηση των Φαναριωτών του Πατριαρχείου η ήταν μία ακόμη φορά υποχώρηση στην τουρ­κική βία για να γλυτώσουν οι πληθυσμοί, οι οποίοι ήταν έρμαιο στο μαχαίρι των Τούρκων.Ήταν πράξη υποταγής η πράξη ανάγκης και «στάχτη στα μάτια του Σουλτάνου» (Νικοπόλεως Μελέτιος). Η στάση του αυτή δείχνει δειλία η γενναιότητα;

Κάθε εποχή κρίνεται ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη συγκεκριμένη εποχή και κάθε ενέργεια εκείνης της εποχής κρίνεται με τα τότε δεδομένα και όχι με τα σημερινά. Έτσι, λοιπόν, ο συγκεκριμένος Ιεράρχης, του οποίου κανείς δεν αμφισβήτησε τη σοφία και τη σύνεση, δεν μπορούσε να μη λάβει υπόψη, ούτε το δυσμενές και αρνητικό για κάθε επαναστατική

ενέργεια κλίμα της εποχής (Ιερή Συμμαχία, Τσάρος), ούτε την έκρηξη οργής του Σουλτάνου με την παύση των δύο βεζύρηδων, τον απαγχονισμό Σεϊχουλισλάμη (θρησκευτικού αρχηγού), τις εκτελέσεις των Φαναριωτών και τον άμεσο κίνδυνο σφαγής όλων των Ρωμιών και όλες τις άλλες θηριωδίες του. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω και λόγω της θέσης του, όφειλε να καταδικάσει το κίνημα τον Υψηλάντη και την Επανάσταση παρά τη θέλησή του.

Αυτή ακριβώς ήταν και η ερμηνεία του άμεσα θιγομένου από τον αφορισμό, Αλ. Υψηλάντη: «Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και Εξάρχους, παρα­κινώντας σας να ενωθείτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρείτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου. Μόνο, λοιπόν, μετά από τη γνώση όλων αυτών, μπορεί να εκτιμηθεί σωστά και ο απαγχονισμός του Γρηγορίου. Ο πρώτος Πατριάρχης της Ρωμιοσύ­νης εκτελέστηκε ως «προδότης» του Σουλτάνου και όχι των Ρωμιών.

Ενώ δε ο αφορισμός δεν είχε καμιά αρνητική απήχηση στον Εθνικό Αγώνα, αφού ήταν γνωστή η προέλευσή του, το «σχοινί του Πα­τριάρχη» ανέπτυξε μίαν ευεργετική δυναμική, διότι έγινε κινητήρια δύναμη στο αγωνιζόμενο Έθνος.

Εξάλλου, η προσωπικότητα του Γρηγορίου, το γεγονός ότι γνώριζε το «Μυστικό» της Φι­λικής Εταιρείας και την προετοιμαζόμενη εξέ­γερση, χωρίς να την καταδώσει και ακόμη η ιστορική πληροφορία, ότι όταν ο δραγουμάνος της Υψηλής Πύλης Κωνσταντίνος Μουρούζης επισκέπτεται τον Πατριάρχη και τον παρακινεί να φύγει, να φύγει για να μπορέσει να γλυτώσει γιατί, κατά τις πληροφορίες του, οι Τούρκοι θα αφήσουν τον όχλο να τον εκτελέσει, αυτός αρνήθηκε και του απάντησε: Ελπίζω, αυτή τη φορά, να το κάνουν. Μία τέτοια συμπεριφορά κάθε άλλο παρά άνθρωπο υποταγμένο, δειλό, φιλότουρκο και ρίψασπι

Ας δούμε και τι υποστηρίζει η altera pars· ποίησε, ουδέ επετίμησε τους αφελείς […], αλλά, κατά τα φαινόμενα, αυτός ο ίδιος, όπισθεν των πα­ρασκηνίων, έδρα κρυφίως, ως αρχηγός της επαναστάσεως….»

Γ. Μεταλληνός, ό.τι. σημ. 5. ποιά είναι η μαρτυρία των Τούρκων Ιστορικών για τη δράση του ελληνορθόδοξου Κλήρου στον Αγώνα του 21. Έτσι, ο Μώραλη Μελίκ Μπέη δέχεται ότι «τον λαόν (της Πελοποννήσου) υπεκίνησαν οι έχοντες συμφέροντα και σχέσεις μετά τούτων, οι έμποροι, οι πρόκριτοι, και κυ­ρίως οι μητροπολίται και γενικώς οι ανήκοντες εις τον κλήρον, δηλαδή οι πραγματικοί ηγέται του Έθνους». Ο δε Ζανί Ζαντέ σημειώνει: «Τα σχέδια ετηρούντο μυστικά μεταξύ του Πατριάρχου, των Μητροπολιτών, των Παπάδων, των Δημογερόντων».

Η σημερινή αναφορά στην προσφορά του Κλήρου, δεν επιδιώκει με κανένα τρόπο να συνεχίσει την ανούσια και ανιστόρητη συζήτηση για το ρόλο και τη συμβολή της Εκκλησίας και των ανθρώπων της στην επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης, συζήτηση που τις περισσότερες φορές υπό το πρίσμα μίας μανιχαστικής αντίληψης δεν υπηρετεί τίποτε άλλο εκτός από μετωπικές οριοθετήσεις, όπου από τη μία υπάρχει η προδοσία και η συνεργασία με τον εχθρό και από την άλλη τα φλογισμένα ράσα που οδηγούν τους αγωνιστές στη νίκη.

Μπορεί, ενδεχομένως, να υπάρχει «μία απόκλιση ανάμεσα στην επιστημονική και δημόσια ιστορία». Μπορεί η δημόσια ιστορία «να κυ­ριαρχείται από μύθους και αφηγήσεις φορτισμένες συναισθηματικά». Μπορεί κάποιοι «ερασιτέχνες λόγιοι να αναπαράγουν στερεότυπα»… Εγώ δεν είμαι επιστήμονας ιστορικός και ίσως κατηγορηθώ ότι «ως ερασιτέχνης λόγιος αναπαράγω στερεότυπα»…

Ωστόσο, γνωρίζω, ότι δεν υπάρχει πιο αντιεπιστημονικός τρόπος να αντιμετωπίζει κανείς την Ιστορία με κριτήρια του ιστορικού παρόντος, με κριτήρια ιδεολογικά η πολιτικά, να χρησιμοποιεί κανείς τα ιστορικά δεδομένα μονότροπα, επιλεκτικά και μονοσήμαντα.

Μία ομάδα ερευνητών προσεγγίζουν το 21 με ένα πνεύμα αμφισβητήσεως και διάθεση απορριπτική για κοινωνικές ομάδες, που καταλέγονται στους συντελεστές του.

Εγώ θα συμφωνήσω με αυτούς που πι­στεύουν ότι η Εκκλησία, σε κάθε εποχή, έχει την αποστολή της Μάνας. Να προφυλάσσει και να σώζει το ποίμνιό της. Κάθε δυναμική στάση, που θα οδηγούσε σε αποτυχία και καταστροφή, θα καταλογιζόταν πάντα εναν­τίον της. Η ανοχή και διαλλακτικότητα του Κλήρου δεν μπορεί να ερμηνεύεται συλλογικά ως ένοχος συμβιβασμός και εθελοδουλία, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στις όποιες διακριβώνεται εσωτερική ταύτιση με τον κατακτητή.

Διαπίστωση αδιάψευστη της ερευνάς είναι, ότι δεν υπάρχει εξέγερση του υπόδουλου Γένους, στην οποία δεν έπαιξαν ενεργό ρόλο Κληρικοί και Μοναχοί.

Από την Επανάσταση στην Κρήτη και Πελοπόννησο λίγο μετά την (Άλωση (15ος αί.). μέχρι τον Βενετοτουρκικό πόλεμο (1463-1479)· από το Κίνημα στη Ρόδο (1524-29) μέχρι την Επανάσταση Χειμαριωτών (1570) και την Επανάσταση στην Πελοπόννησο, Στερεά, Ήπει­ρο, Μακεδονία, Αιγαίο μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto) (1571)· από την Ανταρσία στο Ρέθυμνο (1571), την Ανταρσία των Μανιατών (1582), και την Ανταρ­σία της Κύπρου (τέλη του 16ου – αρχές του 17ου αϊ.) μέχρι τις Απελευθερωτικές προσπά­θειες των αρχιεπισκόπων Αχρίδος Γαβριήλ, Νεκταρίου και Αθανασίου και τις Επαναστα­τικές προσπάθειες του μητροπολίτου Τορνόβου Διονυσίου Ράλλη (1595/98)’ και από τις Εξε­γέρσεις του μητροπολίτου Διονυσίου Σκυλοσόφου (1600 και 1611), τις Επαναστατικές κινήσεις των Μανιατών (17ος αί.) μέχρι την Εξέγερση των αγροτών της Νάξου (1641) και τον Κρητικό πόλεμο (1645-1669)· και από την Εξέγερση του Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος Μεθοδίου και αρχιμανδρίτου Σεραφείμ (1704), την Επανάσταση της Θεσσαλίας (1715), τις ενέργειες του μητροπολίτου Αχρίδος Ζωσιμα για την απελευθέρωση του βαλκανικού χώρου (1716), μέχρι τα Ορλωφικά (1768: επαναστα­τική κίνηση Πελοποννήσου, Στερεάς, Κρήτης, Αιγαίου κ.λπ), τους αγώνες του Λάμπρου Κατσώνη (1789-92), τους Αγώνες των Σουλιωτών (1800-1804) και την ανταρσία του Ευθυμίου Παπαβλαχάβα (1808) κ.λπ., κ.λπ., σε όλες αυτές τις εξεγέρσεις πρωτοστατούν Κληρικοί κάθε βαθμού και Μοναχοί.

Το ίδιο συνέβη και το 21: Η Εκκλησία, ο Κλήρος σε όλες τις βαθμίδες ήταν, από την πρώτη στιγμή, παρών και μάλιστα μπροστά- μπροστά στα περισσότερα γεγονότα, προ­επαναστατικά, επαναστατικά και μετεπαναστατικά. Ίσως όχι με την ίδια ένταση, την ίδια έκταση και τον ίδιο βαθμό σε όλες τις περι­πτώσεις. Ήταν όμως εκεί! Και ο παπάς και ο ιερομόναχος και ο Αρχιερέας και ο Πατριάρχης. Κι αν δεν μάτωσαν όλοι, η δεν πείνασαν η δεν κοπίασαν το ίδιο, στο ίδιο μέτρο, με το ίδιο τρόπο και στο ίδιο ποσοστό, αυτό δεν αναιρεί, δεν αμαυρώνει την προσπάθεια και δεν μηδενίζει την προσφορά του συνόλου.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα η Ελλαδική, γράφει ο τιμώμενος σήμερα καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός, πρωτοστατεί σε όλους τους απελευθερωτικούς μας αγώνες. Γιατί; Διότι τούτο απορρέει από την πίστη της για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Η Ορθο­δοξία βλέπει την ελευθερία ως το φυσικό κλίμα αναπτύξεως και πραγματώσεως, του ανθρω­πίνου προσώπου. Πραγματική δε ελευθερία είναι η δυνατότητα κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό και τους συνανθρώπους του, σε βαθμό γνησιότητας, πληρότητας και αυθεντι­κότητας, έξω δηλαδή από κάθε αναγκαστικότητα. Η ανθρώπινη ελευθερία εντάσσεται στα πλαίσια του θελήματος του Θεού και είναι (και ως εθνική-κοινωνική) έννοια καθαρά θεολογική-εκκλησιαστική.

Ο Ορθόδοξος Κλήρος δεν μπορεί να μη συμμετάσχει στους εθνικούς-απελευθερωτικούς αγώνες, διότι το έργο του και στην περίοδο της ειρήνης είναι απελευθερωτικό. Αγώνας για την καταξίωση του Ρωμηού, ως απελευθέρωση από τα δεσμά της εσωτερικής δουλείας, της αμαρτίας. Η εσωτερική δε δουλεία κατά κύριο λόγο επιφέρει και την εξωτερική. Διότι δουλεία δεν είναι, κυρίως, η αναγκαστική υποταγή, αλλά η εσωτερική υποταγή και ταύτιση με τον κατακτητή, η νέκρωση του πνεύματος αντιστάσεως και του ψυχικού δυναμισμού. Γι’ αυτό και πιστεύουμε, ότι η σημαντικότερη προσφορά του Ράσου στο Έθνος μας δεν ήταν τόσο η συμμετοχή του Κλήρου στις ένοπλες εξεγέρσεις και συγκρούσεις, όσο η συμβολή του Ράσου στη συντήρηση του ελληνορθόδοξου φρονήματος του Γένους και της αγάπης του προς την ελευθερία. Χωρίς αυτές τις προϋπο­θέσεις δεν θα μπορούσε να υπάρξει Εικοσιένα.

Όλο το κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο: Η προσφορά του Ιερού κλήρου στον αγώνα του 1821. Από τον Κωνσταντίνο Κλάγκου, φιλόλογο σχολικό σύμβουλο Φιλολόγων Ηλείας Αχαΐας.

Ιερά Μητρόπολις Καλαβρύτων και Αιγιαλείας.

Εκδόσεις «βιβλίο και εικόνα» Αίγιο 2010.

   

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *