Η ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο Φανάρι
Ο Πατριαρχικός Ναός του Αγίου Γεωργίου
Ο πατριαρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου, βρίσκεται στο Φανάρι, περιοχή της Κωνσταντινούπολης, που παραπέμπει στην παλαιά συνοικία “Φάρος” των βυζαντινών χρόνων κατά μήκος του Κερατίου Κόλπου.
Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου. ήταν η κεντρική συνοικία της Πόλης για τους Ελληνορθόδοξους. Το 1454, εξέχοντες κάτοικοι της περιοχής, οι “Φαναριώτες”. ίδρυσαν τη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το Φανάρι είναι ταυτόσημο με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεδομένου ότι εκεί βρίσκονται ο πατριαρχικός ναός, ο πατριαρχικός οίκος και τα κεντρικά γραφεία του Πατριαρχείου.
Στη θέση του σημερινού πατριαρχικού ναού του Αγίου Γεωργίου βρισκόταν στο παρελθόν το καθολικό μίας μονής. Όταν ο Πατριάρχης Ματθαίος Β’ (1598-1601) τη μετέτρεψε, προς το τέλος της θητείας του, σε έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι μοναχές μεταφέρθηκαν σε άλλη περιοχή, και το Φανάρι λειτούργησε από τότε μέχρι σήμερα ως μοναστική κοινότητα και ως το κέντρο της Ορθοδοξίας.
Πράγματι, το Φανάρι ορισμένες φορές αναφέρεται ως το “Μεγάλο Μοναστήρι”. Οι μονές διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην ’Ορθόδοξο Εκκλησία, αποτελώντας εστίες πνευματικότητος και προσευχής για τον ταραγμένο κόσμο μας και λειτουργώντας ως υπενθύμιση της ουράνιας βασιλείας, την οποία οι πιστοί προγεύονται και προσδοκούν. Η μοναστική αδελφότητα στην έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τελεί υπό την πνευματική επιστασία του Οικουμενικού Πατριάρχου.
Αρχιτεκτονική
Ο πατριαρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου είναι τρίκλιτη βασιλική, που αντανακλά το κάλλος και την απλότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ανακατασκευάστηκε και ανακαινίστηκε περί το 1614 από τον Πατριάρχη Τιμόθεο Β’ (1612-1620), γεγονός που αποδεικνύεται και από την επιγραφή στην πρόσοψη του ναού, πάνω από την κυρία είσοδο. Κατά την τρίτη πατριαρχική θητεία του, ο Καλλίνικος Β’ (1694-1702) αναστήλωσε τους τοίχους και την οροφή του. Ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1720, ανοικοδομήθηκε πλήρως και προστέθηκε τρούλος από τον Πατριάρχη Ιερεμία Γ’ (1716- 1726), όπως μνημονεύεται στην επιγραφή πάνω από τη δεξιά θύρα της εισόδου, η όποια επίσης αναφέρει τους δυο μεγάλους χορηγούς, τον Κωνσταντίνο Καπουκεχαγιά και τον Αθανάσιο Κιουρτσίμπαση. Γύρω στο 1798. ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ (1797-1798. 1806-1808. 1818-1821) κατασκεύασε την σημερινή Αγία Τράπεζα και τις δύο πλευρικές τράπεζες. Αργότερα, ο τρούλος καταστράφηκε και ο ναός για μία ακόμη φορά επισκευάσθηκε από τον Πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ’ (1835-1840) και απέκτησε τη σημερινή του μορφή το 1836. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ (1878-1884. 1901-1912) ανακαίνισε το δάπεδο και το σύνθρονο (ο επισκοπικός θρόνος και τα στασίδια για τον κλήρο, πίσω από την Αγία Τράπεζα, που καθιερώθηκε για πρώτη φορά τον τέταρτο αιώνα), και παράλληλα εξωράισε τις λειψανοθήκες, που χρονολογούνται από το 1707. Επί πατριαρχίας του νην Προκαθημένου της Ορθοδοξίας Βαρθολομαίου, ο ναός αποκαταστάθηκε στο παλαιό του κάλλος και διακοσμήθηκε με τη γενναιόδωρη προσφορά του Μεγάλου Ευεργέτου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας Παναγιώτη Αγγελόπουλου και της οικογένειας του. Το 2000. τρία ψηφιδωτά τοποθετήθηκαν στο πίσω μέρος του ναού, που παρουσιάζουν τον αναπεσόντα Χριστό πλαισιωμένο από δυο αγγέλους. Οι άγγελοι απεικονίζονται να προσφέρουν σε Αυτόν τον ανακαινισμένο ναό και ολόκληρο το κτηριακό συγκρότημα του Πατριαρχείου.
Ο πατριαρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου διατηρεί την κλασική τριπλή διαρρύθμιση: πρόναος (νάρθηκας), κυρίως ναός και Ιερό Βήμα. Θυμίζει επίσης τις τρίκλιτες βασιλικές των αρχών του ΣΤ’ αιώνα. Στο νάρθηκα βρίσκονται οι εικόνες του Αγίου Γεωργίου, στον όποιο είναι αφιερωμένος ο ναός, και του Προφήτη Ηλία, που φορά γούνινο ένδυμα, σε ανάμνηση της εορτής των γουναράδων, που εγκατέστησαν το δίκτυο ύδρευσης στο Φανάρι. Ο κυρίως ναός είναι ο κεντρικός χώρος σύναξης των πιστών. Ο πατριαρχικός ναός έχει ιδιαίτερα στασίδια που προορίζονται για τους ιεράρχες του Θρόνου (μητροπολίτες-μέλη της Ιεράς Συνόδου και παρεπιδημούντες επισκόπους από όλο τον κόσμο), καθώς και για τους επισκέπτες κληρικούς και τους αξιωματούχους. Τα παραδοσιακά μοναστηριακά στασίδια του κυρίως ναού είναι από έβενο.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο καθεδρικός ναός του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι αφιερωμένος στον Άγιο Γεώργιο τον
Μεγαλομάρτυρα. To μαρτύριο—είτε το “έρυθρό μαρτύριο” του αίματος, στην περίπτωση αυτών που θυσίασαν τη ζωή τους, είτε το “λευκό μαρτύριο” της συνείδησης η της καρδιάς, στην περίπτωση των μοναχών—αποτελεί αναπόσπαστο χαρακτηριστικό του ορθόδοξου τρόπου του βίου.
Το παλαιό παγκάρι
Το πρώτο που κάθε ορθόδοξος χριστιανός πράττει, εισερχόμενος σε ένα ναό, είναι να φιλήσει μία εικόνα αγίου και να ανάψει ένα κερί. Σημαίνοντας την παρουσία του φωτός του Χρίστου, το κερί τοποθετείται σε ειδικό μανουάλι μαζί με άλλα κεριά, ως σύμβολο του κοινοτικού πνεύματος που χαρακτηρίζει το “Σώμα του Χριστοϋ”.
Το παλαιό παγκάρι του πατριαρχικού ναού είναι κατασκευασμένο από ξύλο καρυδιάς και διακοσμημένο με φύλλα από ελεφαντόδοντο, σε σχήμα πενταγώνου. Χρονολογείται από τον 17° αιώνα και έχει χαρακτηριστικά αιγυπτιακής τεχνοτροπίας. Η επιγραφή αναφέρει ότι ήταν δώρο του “’Εμμανουήλ, υιού του Πέτρου”, από την Καστοριά, ο οποίος το προσέφερε το έτος 1669. Ο γουνέμπορος Εμμανουήλ υπήρξε γενναίος χορηγός της εκπαίδευσης στην Κωνσταντινούπολη.
Ο πατριαρχικός θρόνος
Ο πατριαρχικός θρόνος είναι ένα από τα πιο πολύτιμα έργα τέχνης του πατριαρχικού ναού του Αγίου Γεωργίου. Κατά την παράδοση, ο θρόνος αποδίδεται στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον Δ’/ Ε αιώνα, Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο (347-404). Σύμφωνα, όμως, με τις επιγραφές κάτω από τις μαρκίζες των αετωμάτων του, ο θρόνος, ήταν ένα δώρο, που έκανε το 1577 ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β’ στον πατριαρχικό ναό της Παναγίας της Παμμακάριστου. Μία επιγραφή στη βάση του θρόνου τον ταυτίζει ως έργο ενός Αθηναίου τεχνίτη, του Λαυρέντιου.
Ο θρόνος έχει τέσσερα μέτρα ύψος και είναι κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς. Είναι διακοσμημένος με ελεφαντόδοντο, μάργαρο και χρωματισμένο ξύλο. Στο παρελθόν έφερε, επίσης, πολύτιμους λίθους, οι οποίοι όμως δεν σώζονται πλέον.
Σύμφωνα με μία τρίτη επιγραφή σε ένα από τα αετώματα, πάνω από τις μαρκίζες, ο θρόνος υπέστη φθορά μεταξύ 1652 και 1654 κατά τη διάρκεια της θητείας του Πατριάρχου Παϊσίου Α’ (1652-1653 και 1654-1655). Ανακαινίστηκε από τον Πατριάρχη Ιάκωβο (1679-1682). Η ζημία που προκλήθηκε ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, η απώλεια πολλών πολύτιμων λίθων, καθώς και δυο εικόνων, που διακοσμούσαν στο παρελθόν το θρόνο. Αυτές οι δυο εικόνες ήταν α) ο Χριστός Παντοκράτωρ, και β) η εις Άδου Κάθοδος και η Ταφή του Χριστού. Η τελευταία εικόνα περιγράφεται από τον Μαλαξό το 1577· η ακριβής θέση της στο θρόνο παραμένει άγνωστη. Η παρούσα εικόνα στο θρόνο απεικονίζει, επίσης, τον Χριστό Παντοκράτορα. Προφανώς δεν πρόκειται για την αρχική, άλλα για μία εικόνα, που τοποθετήθηκε το δέκατο έβδομο αιώνα, με εντολή του Πατριάρχου Παϊσίου Α’.
Ο κύριος θρόνος του Οικουμενικού Πατριάρχου είναι το σύνθρονο, που βρίσκεται εντός του Ιερού Βήματος. Ο πατριαρχικός θρόνος, στο κέντρο του κυρίως ναού, είναι η παραδοσιακή καθέδρα του ηγουμένου. Ο Πατριάρχης, ως εκ τούτου, παρίσταται εδώ ως επικεφαλής της μοναστικής αδελφότητος του “Μεγάλου Μοναστηριού” και μπορεί να καλέσει άλλους ιεράρχες να χοροστατήσουν από αυτόν το θρόνο. Στις δύο εορτές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στον εορτασμό της κοίμησής του στις 13 Νοεμβρίου και της ανακομιδής των λειψάνων του στις 27 Ιανουάριου, η εικόνα του Αγίου τοποθετείται, με μία ποιμαντορική ράβδο, στο θρόνο, σαν να ήταν αυτός ο προεξάρχων. Στις δυο αυτές ημέρες, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ίσταται στο παναθρόνιο, το οποίο είναι συνήθως η θέση του Μεγάλου Λογοθέτη.
Το τέμπλο
Στους ορθοδόξους ναούς, το παραπέτασμα των εικόνων, που χωρίζει τον κυρίως ναό από το Ιερό Βήμα είναι γνωστό ως το “τέμπλο” (εικονοστάσιο), το οποίο γενικά μπορεί να κυμαίνεται από ένα χαμηλό περίτεχνο κιγκλίδωμα μέχρι ένα τοίχο έως την οροφή, με αγιογραφίες, όπου συνήθως απεικονίζονται σκηνές από τη ζωή του Χριστού, των μαρτύρων και των άγιων. Το τέμπλο του πατριαρχικού ναού δεν ακολουθεί κάποιο συγκεκριμένο εικονογραφικό ύφος. Συνιστά, περισσότερο, μίγμα βυζαντινών, αναγεννησιακών, μπαρόκ, αλλά και οθωμανικών επιρροών. Είναι ξυλόγλυπτο και επιχρυσώθηκε στα τέλη του εικοστού αιώνα. Μερικές από τις εικόνες του. ειδικά η εικόνα του Χρίστου “ή άμπελος ή αληθινή” (βλ. Ίωάν. 15. 1-2). καθώς και του Αγίου Γεωργίου, με σκηνές από τη ζωή και το μαρτύριό του, όπως και οι εικόνες της Θεοτόκου,—ή “Ρίζα του Ίεσσαί”—. άλλα και του Αγίου Νικολάου (δίπλα στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου), χρονολογούνται από το 1746. Η εικόνα της Αγίας Ευφημίας, που βρίσκεται δίπλα στην λειψανοθήκη της, χρονολογείται από το 1741.
Το τέμπλο του ναού του Αγίου Γεωργίου είναι χωρισμένο σε τρία τμήματα και τρία επίπεδα. Οι μικρότερες εικόνες είναι τοποθετημένες χαμηλά στο εμπρόσθιο μέρος του τέμπλου, προκειμένου να μπορούν οι πιστοί να τις προσκυνήσουν και να τις ασπαστούν.
Το μεσαίο τμήμα του τέμπλου περιλαμβάνει την Ωραία Πύλη στο κέντρο, με δυο μικρές αγιογραφίες που απεικονίζουν τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου (ο αρχάγγελος Γαβριήλ και η Θεοτόκος στην κορυφή) καθώς και δυο μικρές εικόνες στο κάτω μέρος, που απεικονίζουν τους ονομαστούς αρχιεπίσκοπους Κωνσταντινουπόλεως, Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Όπως βλέπουμε το τέμπλο, στη δεξιά πλευρά των βημοθύρων είναι η παραδοσιακή θέση για την εικόνα του Χριστού. Εδώ, ο ένθρονος Χριστός απεικονίζεται ως ο “Μέγας Άρχιερεύς” και ως η “άμπελος η αληθινή”. Η παραδοσιακή θέση για την εικόνα της Θεοτόκου είναι στην αριστερή πλευρά των βημοθύρων. Η Παναγία απεικονίζεται εδώ ως η “Ρίζα του Ιεσσαί”, παραπέμποντας στις γενεές πριν από τη γέννηση του Χριστού. Στις άλλες παραδοσιακές θέσεις, απεικονίζονται ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής η Πρόδρομος (συνήθως δίπλα στην εικόνα του Χριστού), καθώς και ο άγιος η η εορτή, στους οποίους είναι αφιερωμένος ο ναός (συνήθως δίπλα στην εικόνα της Παναγίας), στην περίπτωσή μας ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος.
To βόρειο (η αριστερό) τμήμα του τέμπλου είναι αφιερωμένο στους Τρεις Ιεράρχες (Βασίλειος ο Μέγας. Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος), των οποίων ο κοινός εορτασμός τελείται την 30η Ιανουαρίου. Στη δεξιά πλευρά της μικρότερης πύλης, υπάρχει μία εικόνα της Παναγίας, που κρατά τον Χριστό (Βρεφοκρατούσα) και μία εικόνα του Αγίου Νικολάου. Στην αριστερή πλευρά βρίσκονται μία εικόνα των Τριών Ιεραρχών και μία ολόσωμη εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (παραδοσιακά στη βόρεια πύλη του Ιερού Βήματος).
Στο νότιο (ή δεξιό) τμήμα είναι ένα άλλο παρεκκλήσι, αφιερωμένο στην “Παναγία την Παμμακάριστο”. Στη δεξιά πλευρά της μικρότερης πύλης, υπάρχει ένα μωσαϊκό του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού και μία εικόνα της Αγίας Ευφημίας. Στην αριστερή πλευρά, βρίσκεται η εικόνα των δυο μεγάλων μαρτύρων, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου, καθώς και μία εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ
Οι δυο υψηλότερες σειρές των εικόνων περιλαμβάνουν μικρότερες αγιογραφίες που αναπαριστούν σκηνές και εορτές από την Καινή Διαθήκη (και κυρίως από τη ζωή του Χριστού) αλλά και από την Παλαιά Διαθήκη (και ιδιαίτερα από τη ζωή των προφητών). Παραδοσιακά, απεικονίζονται οι δώδεκα Απόστολοι του Κυρίου και το Δωδεκάορτο.
Το σύνθρονο
Το σύνθρονο, το οποίο βρίσκεται μέσα στο Ιερό Βήμα, πίσω από την Αγία Τράπεζα, αποτελείται από έναν υπερυψωμένο μαρμάρινο θρόνο, που περιβάλλεται από έντεκα μικρότερα ξύλινα στασίδια. Σύμφωνα με την κανονική και τη λειτουργική παράδοση, μόνον ο Πατριάρχης μπορεί να ανέλθει στο μαρμάρινο θρόνο, ενώ τα στασίδια προορίζονται για τους επισκόπους, μέλη της Αγίας και Ιεράς Συνόδου. Στην πραγματικότητα, το σύνθρονο είναι ο κύριος θρόνος του Οικουμενικού Πατριάρχου.
Το σύνθρονο είναι ένα αρχαίο λειτουργικό στοιχείο της χριστιανικής Εκκλησίας, που συμβολίζει την ενότητα των πιστών γύρω από τον τοπικό επίσκοπο, ο οποίος λειτουργεί ως προεστώς της ευχαριστιακής σύναξης. Επίσης, είναι σύμβολο της συλλογικότητας του σώματος των επισκόπων, υπό τον πρόεδρο της τοπικής συνόδου. Ο δεσποτικός θρόνος εκφράζει τη διδακτική αυθεντία του επισκόπου, ενώ με το σύνθρονο εντός του Ιερού Βήματος δηλώνεται η ενότητα της αγάπης και της πίστης που χαρακτηρίζει την Εκκλησία.
Ο άμβων
Σύμφωνα με την παράδοση, και ο άμβων του πατριαρχικού ναού αποδίδεται στον πιο διάσημο ιεροκήρυκα της αρχαίας χριστιανικής Εκκλησίας, τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος εκφώνησε πολλούς ιστορικούς λόγους κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο Άγιος Ιωάννης ήταν γνωστός για τις εμπνευσμένες ομιλίες του, εξ ου και το προσωνύμιο “Χρυσόστομος”, που του αποδόθηκε. Ωστόσο, μία επιγραφή στο εσωτερικό του άμβωνα, δηλώνει ότι αυτός κατασκευάστηκε το 1703, κατά τη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας του Γαβριήλ Γ” (1702-1707). Ο άμβων, ο οποίος στηρίζεται σε ένα κίονα, στην αριστερή πλευρά του κυρίως ναού, είναι κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς, με ένθετο διάκοσμο από μάργαρο, στο μοτίβο της αμπέλου, σε απλούστερη μορφή από αυτή του πατριαρχικού θρόνου. Γενικά, η τεχνοτροπία είναι πιο λιτή από ό,τι στο θρόνο, σύμφωνα και με τη χαρακτηριστική τεχνοτροπία μεταγενέστερων αμβώνων.
Τα αναλόγια των ιεροψαλτών
Τα δυο αναλόγια, που χρησιμοποιούνται από τους ιεροψάλτες του πατριαρχικού ναού, ανήκουν στα αντικείμενα που μεταφέρθηκαν το 1712 στο Φανάρι από την Ιερά Μονή της Παναγίας της Καμαριώτισσας (η Κουμαριώτισσας) της νήσου Χάλκης. Τα αναλόγια αυτά, κατασκευασμένα από ξύλο καρυδιάς και διακοσμημένα με ελεφαντόδοντο, αναπαλαιώθηκαν το 1947.
Το ύφος της ψαλμωδίας στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου, άλλα και γενικότερα στην παράδοση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είναι μοναδικό. Αποτελεί συγχρόνως έκφραση δοξολογικού θριάμβου και ικετηρίου απλότητος.
Τρεις ιστορικές εικόνες
Η εικόνα της Παναγίας Παμμακάριστου
Η εξαιρετική και σπάνια ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας Παμμακάριστου, η οποία απεικονίζει τη Θεοτόκο να κρατά και να δείχνει το Θειο Βρέφος, τον Χριστό, ήταν η προστάτις εικών του αρχαίου βυζαντινού ναού της Παναγίας Παμμακάριστου, η οποία στο παρελθόν είχε λειτουργήσει ως πατριαρχικός ναός (1456-1587). Από εκεί, η εικόνα μεταφέρθηκε στους επόμενους πατριαρχικούς ναούς της Κωνσταντινούπολης, για να καταλήξει, στις αρχές του 17™’ αιώνα, στο ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι. Βρίσκεται δεξιά, μπροστά στο τέμπλο. Το καλλιτεχνικό ύφος της παραπέμπει στα μέσα του 11ου αιώνα. Η εικόνα της Παναγίας Παμμακάριστου ιστορήθηκε κατά την εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας.
Η εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου
Η εικόνα του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου η του Ιωάννου του Βαπτιστού βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του κυρίως ναού. Κατά την παράδοση, η αρχική θέση της εικόνας πιστεύεται ότι ήταν στο ναό της Παναγίας Παμμακάριστου. Η εικόνα αυτή του 11ου αιώνα, όπως η Παναγία Παμμακάριστος, είναι ένα μωσαϊκό, που επίσης προηγείται χρονικά των παρόμοιων εικόνων στην Αγία Σοφία και στη Μονή της Χώρας.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος απεικονίζεται δείχνοντας τον Υιό του Θεού και κρατώντας ένα ειλητάριο. στο οποίο αναγράφεται: Ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου” (Ίωάν. 1, 29).
Η εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης
Η Παναγία Φανερωμένη, κατά γράμμα “η Μήτηρ του επιφανέντος Θεού”, είναι μία αγιογραφία που βρίσκεται στο αριστερό κλίτος του πατριαρχικού ναού. Αυτή η εικόνα τιμάται για τις θαυματουργικές ιδιότητές της. Υπάρχουν πολλές απεικονίσεις της Θεοτόκου. Όπως και το ψηφιδωτό της Παναγίας Παμμακάριστου, η ιδιαίτερη αυτή εικόνα παρουσιάζει την Παρθένο Μαρία ως “’Οδηγήτρια”, που σημαίνει ότι μας κατευθύνει προς το Θειον Βρέφος. Η εικόνα μεταφέρθηκε από την Κύζικο (στη σημερινή Χερσόνησο Kaptdag της Τουρκίας) και φέρει χρυσό και άργυρό κάλυμμα (πουκάμισο). Οι μορφές της Παναγίας και του Χριστού είναι αρκετά φθαρμένες. Η ιστόρηση της εικόνας εκτιμάται ότι έγινε γύρω στο 12″ αιώνα, σίγουρα πολύ νωρίτερα από την Παλαιολόγεια Αναγέννηση του 14ου-15°” αιώνα.
Η στήλη της φραγγελώσεως του Χρίστου
Η στήλη αυτή, η οποία βρίσκεται στο νότιο κλίτος του πατριαρχικού ναού, προ του τέμπλου και πλησίον των ιερών λειψάνων των τριών αγίων γυναικών, που αναφέρονται παρακάτω, είναι ένα από τα πιο πολύτιμα και παλαιά κειμήλια του ναού. Πρόκειται για ένα τμήμα της στήλης, όπου ο Κύριός μας δέθηκε και μαστιγώθηκε από τούς ρωμαίους στρατιώτες, κατά τη διάρκεια του Πάθους, πριν από τη σταύρωσή Του. Φημολογείται ότι έχει μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη από την Αγία Ελένη, τη μητέρα του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου, μετά την επίσκεψή της στους Αγίους Τόπους. Δύο άλλα τμήματα αυτής της στήλης διατηρούνται στα Ιεροσόλυμα και στη Ρώμη.
Τρεις αξιοθαύμαστες γυναίκες
Τα αγία λείψανα, όπως και οι εικόνες, αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο της ορθόδοξης λατρευτικής ζωής. Η θεολογία των λειψάνων στηρίζεται στην ορθόδοξη διδασκαλία περί θεώσεως και συγκεκριμένα, στον αγιασμό ολοκλήρου του ανθρώπου, του σώματος και της ψυχής του. Τα λείψανα δηλώνουν, μέ έμφαση, τήν πληρότητα τής μεταμόρφωσης τοΰ ύλικοΰ κόσμου από τη θεία χάρη και χρησιμεύουν ως υπενθύμιση της ουσιαστικής ενότητας στρατευομένης και θριαμβευούσης Εκκλησίας. Είναι συνήθως τοποθετημένα σε περίτεχνες λειψανοθήκες, οι οποίες εκτίθενται προς προσκύνηση.
Μαρτυρίες για τη διατήρηση και την τιμητική προσκύνηση των ιερών λειψάνων χρονολογούνται τουλάχιστον από τα μέσα του 2ου αιώνα. Η ευρέως διαδεδομένη τιμή των λειψάνων είχε τη δική της συμβολή στην ενότητα της Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της βυζαντινής εποχής.
Τα λείψανα της Αγίας Ευφημίας
Τα λείψανα της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας (304-307) διατηρούνται ανέπαφα και είναι τοποθετημένα σε λάρνακα στο δεξιό κλίτος του πατριαρχικού ναού, όπου βρίσκονται και τα λείψανα δυο άλλων αγίων γυναικών της Εκκλησίας μας.
Η Αγία Ευφημία γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα· ήταν κόρη ευσεβών γονέων, του Φιλόφρονος και της Θεοδοσιανής. Βασανίστηκε κατά τους διωγμούς των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284-305) και Μαξιμιανού (286-305) στα τέλη του 3ου αιώνα. Η Αγία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, ενισχύοντας τους Πατέρες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου (451). Κατά τη διάρκεια αυτής της Συνόδου, η οποία συνήλθε στο ναό της Αγίας Ευφημίας στη Χαλκηδόνα, η Αγία έκανε ένα θαύμα, που καθόρισε την τελική διατύπωση του χριστολογικού δόγματος. Οι 630 Πατέρες της Συνόδου διαβουλεύονταν για τις δύο φύσεις του Χριστού. Ο Ευτυχής και ο Διόσκορος ισχυρίζονταν ότι ο Χριστός είχε μόνο μία φύση. Οι Άγιοι Πατέρες, προκειμένου να επιβεβαιώσουν την ορθή διδασκαλία, κατέγραψαν τις διαφορετικές απόψεις σε δύο ξεχωριστά ειλητάρια και τις τοποθέτησαν στο εσωτερικό της λειψανοθήκης της Αγίας Ευφημίας, την οποία σφράγισαν, παρουσία και του αυτοκράτορος Μαρκιανού. Όταν άνοιξαν τη λειψανοθήκη μετά από τρεις ημέρες προσευχής και νηστείας, το ειλητάριο των αιρετικών είχε πέσει στα πόδια της Αγίας, ενώ η ορθόδοξη διδασκαλία βρισκόταν στο δεξί χέρι της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά αυτό το θαύμα την 11η Ιουλίου. Η κοίμηση της Αγίας Ευφημίας εορτάζεται τη 16η Σεπτεμβρίου.
Τα λείψανα της Αγίας Ευφημίας κοσμούσαν πολλούς ναούς της Κωνσταντινούπολης μέχρι την κατάχτηση της από τους Τούρκους. Στη συνέχεια, τα λείψανα μεταφέρθηκαν διαδοχικά στους εκάστοτε πατριαρχικούς ναούς. Η εικόνα της Αγίας Ευφημίας περιέχει σκηνές από τη ζωή, από το μαρτύριο και από τις θαυματουργικές της επεμβάσεις.
Τα λείψανα της Αγίας Θεοφανούς
Η Αγία Θεοφανώ, η αυτοκράτειρα. καταγόταν από μία ευσεβή και αριστοκρατική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Παντρεύτηκε τον Λέοντα, διάδοχο του βυζαντινού θρόνου. Ο Λέων έγινε γνωστός ως ο αυτοκράτωρ Λέων Στ’ ο Σοφός (886—912). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η Αγία Θεοφανώ γεννήθηκε σε αριστοκρατικό σπίτι και με το γάμο της εισήλθε στο αυτοκρατορικό παλάτι, έζησε μία αδιάσπαστη ασκητική ζωή. Η υμνογραφία υπενθυμίζει ότι απαρνήθηκε τον επίγειο πλούτο., ακολουθώντας άντ’ αυτού τη ζωή της προσευχής και της φιλανθρωπίας. Η μνήμη της Αγίας Θεοφανούς τιμάται τη 16η Δεκεμβρίου.
Τα λείψανα της Αγίας Σολομωνής
Η Αγία Σολομωνή ήταν εβραϊκής καταγωγής και μητέρα των επτά Μακκαβαίων: Άβείμ, Αντωνίου, Γουρία, Έλεαζάρου. Εύσεβώνος, Άχεϊμ και Μαρκέλλου. Η Αγία μαρτύρησε το 168 π.Χ, μαζί με τα παιδιά της και τον δάσκαλό τους Ελεάζαρ. Υπερασπίστηκαν το Μωσαϊκό Νόμο εναντίον του βασιλέως της Συρίας Αντιόχου του Δ’ (175-164 π.Χ.). Με τον τρόπο αυτό. λειτούργησαν ως πρόδρομοι των πολυάριθμων χριστιανών μαρτύρων, οι οποίοι υπέστησαν βασανιστήρια από την κρατική εξουσία στο όνομα της πίστης τους στον Χριστό. Η μνήμη της Αγίας Σολομωνής τιμάται την 1η Αυγούστου.
Διάφοροι ιστορικοί διατύπωσαν την άποψη ότι, στην πραγματικότητα, τα λείψανα δεν ανήκουν στην Αγία Σολομωνή, η οποία θανατώθηκε διά πυρός μαζί με τούς επτά Μακκαβαίους. Μάλλον πρόκειται για λείψανα της Μαρίας Σαλώμης, μιας από τις γυναίκες που στάθηκαν κάτω από τον εσταυρωμένο Χριστό και που υπήρξε μία από τις Μυροφόρους.
Τρεις αξιοθαύμαστοι άνδρες
0ι Τρεις Ιεράρχες Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος—είναι οι πιο γνωστοί και με μεγάλη επιρροή θεολόγοι της αρχαίας Εκκλησίας. Τιμώνται σε ολόκληρή τη χριστιανοσύνη, ειδικότερα δε σε όλη τη χριστιανική Ανατολή. Η κοινή μνήμη τους τιμάται κάθε χρόνο την 30η Ιανουάριου.
Ο Άγιος Βασίλειος (330-379) ήταν αρχιεπίσκοπος Καισαρείας (του σημερινού Kayseri) στην Καππαδοκία (Κεντρική Τουρκία). Πέρα από τη θεολογική του δεινότητα, η οποία του χάρισε τον τίτλο “Ιεροφάντης” (δηλαδή αυτός που αποκαλύπτει τα θεία μυστήρια), έγινε γνωστός για την καινοτόμα και εμπνευσμένη δράση του υπέρ των πτωχών και των μη προνομιούχων, καθώς και για το όραμα και τις διατάξεις του για το μοναχικό βίο. Τα λείψανά του βρίσκονται σε ορθόδοξους ναούς ανά τον κόσμο.
Οι άλλοι δύο Άγιοι διακόνησαν κατά τα τέλη του 4ου με αρχές του 5ου αιώνα ως αρχιεπίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως, σε μία δημιουργική περίοδο για τη χριστιανική θεολογία και τη λατρευτική ζωή. Ο Άγιος Γρηγόριος θεωρήθηκε ο κατ’ εξοχήν θεολόγος, έχοντας εκφωνήσει τους περίφημους πέντε Θεολογικούς λόγους περί Αγίας Τριάδος και προετοιμάζοντας έτσι το δρόμο για το θρίαμβο της Ορθοδοξίας στη Β’ Οικουμενική Σύνοδο (381), η οποία διατύπωσε το Σύμβολο της Πίστεως (γνωστό ως Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως).
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι ευρέως αναγνωρισμένος ως ο μεγαλύτερος ιεροκήρυκας και ένας από τους πιο λαοφιλείς μεταξύ των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας σε Ανατολή και Δύση, οι περίφημοι λόγοι του Περί ιερωσύνης παραμένουν αξονικά κείμενα για το μυστήριο της ιερωσύνης.
Η επιστροφή των λειψάνων του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Ιστορικό
Το Νοέμβριο του 2004. τα ιερά λείψανα των δυο σπουδαίων αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως επέστρεψαν πανηγυρικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τα λείψανα αυτά φυλάσσονταν στο ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, από το δέκατο αιώνα μέχρι και την εποχή των Σταυροφοριών. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αρχικά είχε ενταφιαστεί στην Καππαδοκία, όπου είχε αποσυρθεί μετά το 381. Τα αγία λείψανά του μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη το 10ο αιώνα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ τον Πορφυρογέννητο (913-959). Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος απεβίωσε, εξόριστος, καθ’ οδόν προς τα Κόμανα του Πόντου (στα νοτιοανατολικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας), όπου και ετάφη. Η ανακομιδή των λειψάνων του στην Κωνσταντινούπολη έγινε το 438 από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ (408-450).
Τα λείψανα των δύο Αγίων μεταφέρθηκαν στη Ρώμη κατά τις αρχές του 13ου αιώνα, μετά την τέταρτη Σταυροφορία (1204), η οποία άφησε μόνιμο και βαθύ τραύμα στη μνήμη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τα λείψανα του Αγίου Ιωάννου τοποθετήθηκαν στο μεσαιωνικό ναό, του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό, ενώ αυτά του Αγίου Γρηγορίου φυλάσσονταν στο ναό Santa Maria della Pieta in Camposanto.
To 1580, με την ανέγερση της νέας Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ (1572-1585) μετέφερε τα ιερά λείψανα του άγιου Γρηγορίου σε ένα παρεκκλήσι του ναού, την Capella Gregoriana. Tο 1626, και τα λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου μεταφέρθηκαν σε άλλο παρεκκλήσι στον κυρίως ναό, που είναι γνωστό ως “παρεκκλήσι της χορωδίας”.
Πρόσφατα γεγονότα
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σε μία πράξη αδελφοσύνης, ο Πάπας Παύλος Στ’ (1963-1978), επέστρεψε τα ιερά λείψανα ορισμένων Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του Αγίου Ανδρέου (τα οποία φυλάσσονταν πριν στο Amalfi της Ιταλίας) στην Πάτρα, και του Αγίου Μάρκου (που φυλάσσονταν προηγουμένως στη Βενετία) στην Κοπτική Εκκλησία (Αρχαία Ανατολική Εκκλησία με κέντρο την Αίγυπτο). Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και του 1970 έγινε πραγματικότητα το υπέροχο όραμα του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου, ο “διάλογος της αγάπης” με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Το 1980 ξεκινά ο “διάλογος της αλήθειας”, οι θεολογικές συζητήσεις μεταξύ των δυο Εκκλησιών.
Στις 29 Ιουνίου 2004, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος παρέστη στη θρονική εορτή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στο Βατικανό. Αν και η πρόσκληση επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο και ο Οικουμενικός Πατριάρχης εκπροσωπείται κάθε φορά, το συγκεκριμένο έτος συνέπεσε με την τεσσαρακοστή επέτειο από την έναρξη του “διαλόγου της αγάπης” στην Ιερουσαλήμ (1964), καθώς και με την 800η επέτειο από την τέταρτη Σταυροφορία (1204). Με την ευκαιρία αυτή, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ (1978-2005) ζήτησε επισήμως συγγνώμη για τα τραγικά γεγονότα της Σταυροφορίας αυτής. Απαντητικά, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος παρατήρησε ότι καμμία υλική αποζημίωση δεν θα ήταν αυτή τη στιγμή πρέπουσα, όσο η επιστροφή των ιερών λειψάνων των δύο αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως. Θα επρόκειτο για μία απτή χειρονομία παραδοχής των λαθών του παρελθόντος, αποδοχής της αξίας της πνευματικής κληρονομιάς της Ανατολής και για ένα σημαντικό βήμα στην πορεία της καταλλαγής.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος συνόδευσε προσωπικά τα λείψανα των δύο μεγάλων ιεραρχών στην Κωνσταντινούπολη, στις 27 Νοεμβρίου 2004, μετά από μία επίσημη ακολουθία και τελετουργική πομπή στον Άγιο Πέτρο στη Ρώμη. Στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου, η κρυστάλλινη θήκη που περιείχε τα ιερά λείψανα, τοποθετήθηκε στο σολέα (χώρος μερικές φορές υπερυψωμένος προ του Ιερού Βήματος και εμπρός από τον πατριαρχικό θρόνο). Σύμφωνα με την αρχαία πρακτική και τάξη, ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξέφρασε συμβολικά το σεβασμό του προς τους Αγίους, προσφέροντας το θρόνο του τιμητικά σε αυτούς, ιστάμενος ο ίδιος στο παραθρόνιο.
Τα κτήρια του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Έκτος από ένα μικρό τμήμα της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης, όλα τα κτήρια του Πατριαρχείου στο Φανάρι έχουν ανακατασκευαστεί κατά τη διάρκεια των δυο τελευταίων αιώνων. Τα κτήρια, που βρίσκονται στη δυτική πλευρά του κτηριακού συγκροτήματος, χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα κατασκευάστηκε από τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε’ (1897-1901), προς το τέλος του 19ου αιώνα. Η πρόσβαση σε αυτά τα οικοδομήματα γίνεται από μία μεγάλη σκάλα. Αυτή η ομάδα των κτηρίων ονομάζεται Κωνσταντινιανά και στεγάζει δωμάτια κληρικών. Συνδέεται εσωτερικά με τη δεύτερη ομάδα των κτηρίων με μία σιδερένια γέφυρα.
Η δεύτερη αυτή ομάδα κτηρίων κατασκευάστηκε ως πατριαρχική κατοικία από τον πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ το 1879. κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του (1878-1884). Το συγκρότημα αυτό ονομάζεται Ευγενίδειον, επειδή το έργο χρηματοδοτήθηκε από τον ευεργέτη, τραπεζίτη και επιχειρηματία Ευστάθιο Ευγενίδη. Στα κτήρια αυτής της ομάδας στεγάζονταν τα γραφεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την εποχή του Πατριάρχου Βενιαμίν (1936-1946 ) μέχρι το 1989.
Ο Πύργος και τα παρακείμενα κτήρια
Τρία κτήρια βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, πίσω από το ναό του Αγίου Γεωργίου, ανάμεσά τους, ο Πύργος η “ο πέτρινος οίκος”. Αυτό το οικοδόμημα του 18ου αιώνα χαρακτηρίζεται από αξιόλογη αρχιτεκτονική και σχεδίαση. Στον πρώτο όροφο, που είναι γνωστός ως το Μυροφυλάκιον, αποθηκεύεται το Άγιον Μύρον μετά τον καθαγιασμό του. Ο δεύτερος όροφος στεγάζει το αρχείο του Πατριαρχείου και είναι γνωστός ως το Αρχειοφυλάκιον, ένα αξιόλογο φυλακτήριο πατριαρχικών εγγράφων και αρχείων. Ο τρίτος όροφος περιλαμβάνει το Σκευοφυλάκων η Θησαυροφυλάκιο και το Κειμηλιοφυλάκιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μεταξύ των θησαυρών που φυλάσσονται στο κτήριο αυτό, υπάρχουν μοναδικές εικόνες του 16ου αιώνα, πατριαρχικά άμφια του 17ου αιώνα και πολύτιμα σκεύη, που χρονολογούνται από το 18° αιώνα.
Το ξύλινο κτήριο συνεδριάσεων του Μικτού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου εφάπτεται με τον Πύργο. Το οικοδόμημα αυτό κτίστηκε προς τα τέλη του 19ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Πατριάρχου Ιωακείμ Γ’. Ο πρώτος όροφος στεγάζει το γραφείο των αρχειονόμων και βιβλιοθηκονόμων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στο δεύτερο όροφο βρίσκονται τα υπνοδωμάτια κληρικών της πατριαρχικής αυλής.
Ένα τρίτο πέτρινο κτήριο συνορεύει επίσης με τον Πύργο. Στον πρώτο όροφο αυτού του οικοδομήματος στεγάσθηκαν τα γραφεία του πατριαρχικού τυπογραφείου, το οποίο λειτούργησε από το 17ου αιώνα μέχρι το 1964. Ο δεύτερος όροφος περιλαμβάνει τους θησαυρούς της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης, η οποία ανακαινίστηκε το 2003, χάρη στη γενναιοδωρία του Θεόδωρου Παπαλεξόπουλου, Άρχοντος Μαΐστορος της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας. Στους θησαυρούς αυτούς περιλαμβάνονται δύο χειρόγραφα ευαγγέλια, που χρονολογούνται από τις αρχές του 12ου αιώνα.
Το πατριαρχικό παρεκκλήσι
Ένα μικρό παρεκκλήσι, αφιερωμένο στον Απόστολο Ανδρέα, υπάρχει δίπλα στα πατριαρχικά δώματα στον τρίτο όροφο του Ευγενιδείου. Το εσωτερικό του διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Πατριάρχου Ιωακείμ Γ’ (1901-1912), με τη γενναιόδωρη προσφορά του Ευσταθίου Ευγενίδη. Οι εικόνες αγιογραφήθηκαν στο Άγιο Όρος.
Το παρεκκλήσι αυτό χρησιμοποιείται για ειδικές ακολουθίες, όπως προβλέπεται από την πατριαρχική τάξη, καθώς και για την καθημερινή προσευχή του Πατριάρχου.
Το περίπτερο του Αγίου Μύρου
Στην αυλή του Οικουμενικού Πατριαρχείου βρίσκεται ένα ξύλινο οικοδόμημα, όπου, σε ειδικούς λέβητες, παρασκευάζεται το Άγιο Μύρο. Όταν τα αποθέματα του Αγίου Μύρου μειώνονται και είναι ανάγκη να ανανεωθούν, παρασκευάζεται Άγιο Μύρο με μία σειρά ακολουθιών και τελετών, αρχής γενομένης την Κυριακή των Βαΐων και με αποκορύφωμα τη Μεγάλη Πέμπτη, με λειτουργική πομπή, με τη συμμετοχή όλων των Ιεραρχών του Οικουμενικού Θρόνου.
Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, το Άγιον Μύρον καθαγιάζεται επίσημα και πανηγυρικά από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και διανέμεται στις ορθόδοξες Εκκλησίες ανά τον κόσμο, για να χρησιμοποιηθεί στο μυστήριο του βαπτίσματος και του χρίσματος, όπως επίσης και στην τελετή εγκαινίων των ναών. Η πράξη αυτή αποτελεί μία θεμελιώδη και βαθιά έκφραση της κοινής πίστης και της ενότητας της Ορθοδοξίας. Η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαίος, έχει καθαγιάσει Άγιον Μύρον ήδη τρεις φορές, τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1992, του 2002 και του 2012.
πυρκαγιά, που προκλήθηκε από το ελαττωματικό ηλεκτρικό κύκλωμα, στέρησε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, για περίπου πενήντα χρόνια, το ζωτικό του χώρο. Αυτή η ομάδα των κτηρίων περιείχε ένα τετραώροφο συγκρότημα, που κατασκευάσθηκε από τον Πατριάρχη Γερμανό Δ'(1842—1845) και αργότερα ανακαινίστηκε από τον πατριάρχη Ιωακείμ Γ’. Το συγκρότημα αποτελείτο από ισόγειο, ημιώροφο, δύο ορόφους γραφείων, ένα παρακείμενο κτήριο, καθώς και δύο οικήματα για τους κληρικούς, γνωστά ως τα Παπαδικά.
Μετά από διαδοχικές αιτήσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η τουρκική κυβέρνηση έδωσε τελικά, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, άδεια για την ανοικοδόμηση των κτηρίων που καταστράφηκαν από την πυρκαγιά. Η ανοικοδόμηση κατέστη δυνατή χάρη στη γενναιοδωρία του Παναγιώτη Αγγελόπουλου, ο οποίος τιμήθηκε στη συνέχεια με τον τίτλο του Άρχοντος Μεγάλου Λογοθέτου και του Μεγάλου Ευεργέτου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας. Με τον τρόπο αυτό, ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος κατατάχθηκε δικαίως στις τάξεις των άλλων μεγάλων ευεργετών της Εκκλησίας, του Παύλου Σκυλίτση Στεφάνοβικ, του Στεφάνου Σκυλίτση. του Στεφάνου Μαυροκορδάτου—της γνωστής οικογένειας Μαυροκορδάτων—. καθώς και του Ευσταθίου Ευγενίδη και του Λεωνίδα Ζαρίφη (1840-1923). έχοντας καταστήσει δυνατή, για την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την ανάκτηση της αρχικής και αρμόζουσας σε αυτή αίγλης.
Το πιο σημαντικό κτήριο σε ολόκληρο το συγκρότημα είναι ο πατριαρχικός οίκος, ο οποίος κατασκευάστηκε αρχικά το 18ου αιώνα, σε χαρακτηριστικό οθωμανικό αρχιτεκτονικό στυλ της εποχής. Η όλη αποκατάσταση σεβάστηκε το αρχικό σχέδιο, με τροποποιήσεις να επιτρέπονται μόνο στο εσωτερικό του κτηρίου, το οποίο εγκαινιάστηκε επίσημα στις 17 Δεκεμβρίου 1989. Έκτος από τις δαπάνες για την κατασκευή, ο Μέγας Ευεργέτης Παναγιώτης Αγγελόπουλος χρηματοδότησε την επίπλωση των κτηρίων, που στέγαζαν στο παρελθόν τα πατριαρχικά γραφεία, την ανακαίνιση, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, του πατριαρχικού ναού του Αγίου Γεωργίου και την αποκατάσταση ενός πηγαδιού που βρίσκεται στην αυλή του κτηριακού συγκροτήματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η κυρία είσοδος του νέου πατριαρχικού οίκου διαθέτει τρία σύγχρονα μεγαλοπρεπή ψηφιδωτά. Στο πρώτο, απεικονίζεται ο Χριστός ένθρονος. κρατώντας το Ευαγγέλιο και ευλογώντας τους εισερχομένους. Στα δεξιά του, σε μία δεύτερη παράσταση απεικονίζεται ο Απόστολος Ανδρέας να παραδίδει το Ευαγγέλιο στον διάδοχό του Άγιο Στάχυ, πρώτο επίσκοπο του Βυζαντίου. Η τρίτη σύνθεση δείχνει τον σουλτάνο Μεχμέτ Β’ (1444-1446 και 1451-1481), στην συνάντησή του με τον Γεννάδιο Σχολάριο, τον πρώτο Οικουμενικό Πατριάρχη μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Ο σουλτάνος προσφέρει φιρμάνι (αυτοκρατορικό διάταγμα) στον Πατριάρχη, αναγνωρίζοντας προνόμια στον ηγέτη των ορθοδόξων χριστιανών.
Το κτηριακό συγκρότημα στεγάζει τα γραφεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το ισόγειο περιλαμβάνει την επίσημη είσοδο και διάφορα γραφεία, καθώς και την τραπεζαρία για τους εργαζομένους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο πρώτος όροφος (η ημιώροφος) περιλαμβάνει τα γραφεία της Μεγάλης Αρχιδιακονίας. καθώς και την τραπεζαρία για τους κληρικούς της πατριαρχικής αυλής, για τους υπαλλήλους και για επισκέπτες. Ο δεύτερος όροφος αποτελείται από ένα χώρο υποδοχής, που ονομάζεται “Αίθουσα της Παναγίας”, μία αίθουσα για τους επισκόπους, που είναι γνωστή ως “Αίθουσα των Ιεραρχών”, καθώς και τα γραφεία της Αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου. Στον τρίτο και τελευταίο όροφο βρίσκεται το γραφείο του Οικουμενικού Πατριάρχου, το Ιδιαίτερο Πατριαρχικό Γραφείο, η επίσημη αίθουσα υποδοχής του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ονομάζεται “Αίθουσα του Θρόνου”, και η “Αίθουσα των Πατριάρχων”, με προσωπογραφίες αειδήμων πατριαρχών. Στον όροφο αυτό βρίσκονται επίσης η Αίθουσα Συνεδριάσεων της Συνόδου (Συνοδικόν), καθώς και η επίσημη πατριαρχική τράπεζα.
Στο συγκρότημα βρίσκεται η Μεγάλη Πρωτοσυγγελία, το επίσημο γραφείο της οποίας στεγάζεται επίσης στον ίδιο όροφο. Στους τρεις ορόφους του παρακείμενου κτηρίου βρίσκονται τα δωμάτια των μελών της Πατριαρχικής Αυλής. καθώς και κοιτώνες για άλλους κληρικούς, δωμάτια φιλοξενίας, όπως και ένα διαμέρισμα για παρεπιδημούντες Ιεράρχες.
Η Πύλη του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’
Στην κεντρική είσοδο του κτηριακού συγκροτήματος του Οικουμενικού Πατριαρχείου βρίσκεται η Πύλη του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’. ο οποίος μαρτύρησε την Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου 1821, μαζί με άλλα μέλη της Αγίας και Ιεράς Συνόδου. Κατηγορηθείς για συμμετοχή στην προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης, ο Πατριάρχης Γρηγόριος απαγχονίστηκε σε αυτή την Πύλη, η οποία παραμένει κλειστή μέχρι σήμερα, εις ένδειξιν τιμής προς τον ιεράρχη, τα λείψανα του οποίου φυλάσσονται στον καθεδρικό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Αθηνών.
Λέγεται επίσης ότι, λόγω αυτού του γεγονότος, το τέμπλο του πατριαρχικού ναού βάφτηκε μαύρο. Μόλις το 1994, με τη διαδικασία επιχρύσωσης, το τέμπλο επανέκτησε την αρχική του λαμπρότητα.
Το κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο: Το Οικουμενικό Πατριαρχείο σήμερα. Ορθόδοξα προσκυνήματα και μνημεία της Πόλης.
Το βιβλίο αυτό αγοράστηκε από το Πατριαρχείο στις 21-7-2024.