Οδυσσέας Ανδρούτσος Ήρωας του 1821
Ποιος ήταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος
Ήταν ο μονάκριβος γιός του ξακουστού αρματολού της Ρούμελης Αντρέα Βερούση. Γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1788, όταν η μητέρα του Ακριβή είχε καταφύγει εκεί, για να γλιτώσει από την καταδίωξη των Τούρκων, γιατί ο πατέρας του είχε ακολουθήσει το θαλασσομάχο Κατσώνη (βλ. λ.). Στην Ιθάκη τον βάφτισε στα 1792 η γυναίκα του Κατσώνη Μαρουδιά, που για τον ίδιο λόγο είχε ζητήσει κι αυτή άσυλο στο νησί. Σε ανάμνηση του ομηρικού ηρώα του δώσανε το όνομα Οδυσσέας. Ο ίδιος όμως πατρίδα του θεωρούσε του πατέρα του την πατρίδα, τις Λιβανάτες της Λοκρίδας.
Ο Αλή πασάς, όταν έμαθε πως ο φίλος του Βερούσης—που τον σκότωσαν στο μεταξύ, το 1797, στην Πόλη—άφησε γιό, τον πήρε κοντά του, στην αυλή του στα Γιάννενα, που ήταν η στρατιωτική σχολή της εποχής κι εκεί μαθήτευαν τότε κι άλλοι Έλληνες, που ύστερα έγιναν αγωνιστές. Μέσα σ ’αυτό το περιβάλλον μεγάλωσε ο μικρός Οδυσσέας, χωρίς η ψυχή του να επηρεασθεί από τα εγκλήματα, που έκανε κάθε τόσο ο Αλής. Εκεί έμαθε γράμματα, καθώς και να μιλάει ιταλικά κι αρβανίτικα. Η σωματική δύναμή του ήταν παραμυθένια και διηγούνται αναρίθμητα κατορθώματά του. Κάποιος βιογράφος του γράφει, ότι «πηδούσε σαν ελάφι, έτρεχε ως ίππος και ίππευε ως Κένταυρος»
Στα 1816 ο Αλής τον έστειλε αρματολό στη Λειβαδιά, αφού τον πάντρεψε με την Ελένη Καρέλη. Εκεί έμεινε ως τις παραμονές του 1821. Από τη στιγμή που κατηχήθηκε από μυστικό της φιλικής ’Εταιρείας, έγινε σ πιο θερμός υποστηριχτής της μεγάλης ιδέας. Τον Οκτώβριο του 1820 από εσωτερική διαμάχη και διαφορά αντιλήψεως με τους άρχοντες της Λειβαδιάς, έφυγε και πήρε τη θέση του ο Διάκος (βλ. λ.).
Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση έσπευσε να βρεθεί στην πατρίδα του και στις 3 Μαΐου 1821 φθάνει στη Γραβιά, όπου συναντάει τους άλλους αγωνιστές. Στο Χάνι της Γραβιάς (βλ. λ.) κλείνεται στις 8 Μαΐου μ’ άλλους 111 πολεμιστές και χαρίζει στον Αγώνα μια άπ’ τις πιο δοξασμένες μάχες. Η μάχη αυτή τον επέβαλε σαν τον κύριο αρχηγό της Ρούμελης.
Στα 1822 φθάνει στην Αθήνα, καταλαμβάνει το κάστρο της—Ακρόπολης—και γίνεται αρχηγός με φρούραρχο το Γιάννη Γκούρα (βλ. λ.). Στην Ακρόπολη έκανε διάφορα οχυρωματικά έργα και την εξασφάλισε από νερό, που δεν είχε. Στο μεταξύ καινούργια εχθρικά σώματα πλημμύρισαν τη Ρούμελη. Κι επειδή ο Οδυσσέας δεν είχε αρκετές δυνάμεις ν’ αντισταθεί, αναγκάσθηκε τάχα να συνθηκολογήσει μαζί τους. Μα αυτό ήταν τέχνασμα, για να κερδίσει καιρό. Παρεξηγήθηκε όμως από τους προσωπικούς του εχθρούς και μάλιστα τους πολιτικούς, που δεν τον συμπαθούσαν για τη μεγάλη του επιρροή στο λαό. Ίδρυσε στην Αθήνα δύο σχολεία και κάλεσε τον Κοραή από την Ευρώπη και το Βάμβα από την Κεφαλλωνιά να έρθουν να διδάξουν, χωρίς όμως να εισακουστεί. Γρήγορα καινούργιες πολεμικές επιχειρήσεις τον έκαναν να φύγει και πάλι για την Ανατολική Ρούμελη και την Εύβοια.
Ο ηρωισμός του, το προοδευτικό του πνεύμα και το ομηρικό του όνομα, στάθηκαν αφορμή να θέλουν να τον γνωρίσουν όλοι οι Ευρωπαίοι φιλέλληνες, που πατούσαν την επαναστατημένη Ελλάδα. Με πολλούς άπ’ αυτούς συνεργάσθηκε για διάφορα κοινωφελή έργα και το φίλο του Βύρωνα, τον Εγγλέζο Εδουάρδο Τρελόνυ, τον έκανε γαμπρό του στην ετεροθαλή αδερφή του Ταρσίτσα.
Η διαμάχη του κι ο παραγκωνισμός του από τους διαφόρους πολιτικούς ανάγκασαν τον οξύθυμο και πεισματάρη αρχηγό της Ρούμελης να πάρει το πολεμικό του σώμα, να έρθει στη Βοιωτία και στις αρχές του 1825 να κηρύξει ένα αντικυβερνητικό κίνημα. Δυστυχώς αυτό εκμεταλλεύθηκαν οι διάφοροι εχθροί του. Χαρακτήρισαν το κίνημα αντεθνικό και θεώρησαν τον αρχηγό του προδότη. Στείλανε εναντίον του κυβερνητικά σώματα με αρχηγό τον παλιό του φίλο Γκούρα, που είχε γίνει από καιρό προσωπικός του εχθρός. Ο Οδυσσέας αποφεύγοντας συστηματικά κάθε συμπλοκή με τα κυβερνητικά σώματα, για να μη χυθεί πολύτιμο αδελφικό αίμα, αποτραβήχτηκε στην πατρίδα του Λιβανάτες. Ύστερα από μερικές μικροσυμπλοκές στις αρχές Απριλίου παραδόθηκε στα κυβερνητικά σώματα, με τη ρητή υπόσχεση του Γκούρα και των άλλων αρχηγών, πως θα τον έστελναν στο Μοριά να δικαστή από τη Διοίκηση. Ο Γκούρας όμως δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Τον έστειλε στην Αθήνα και τον φυλάκισε πάνω στην Ακρόπολη, μέσα στον παλιό φράγκικο πύργο του Γουλά. Επειδή στο μεταξύ ξεσηκώθηκαν διάφοροι άλλοι αγωνιστές με πρώτο τον Καραϊσκάκη για το άδικο κακομεταχείρισμα του Ανδρούτσου κι επειδή ο δεσμώτης ζητούσε να περάσει το συντομότερο από δίκη, ο Γκούρας πρόσταξε να τον θανατώσουν. Στις 5 Ιουνίου 1825 η διαταγή εκτελέσθηκε. Για να καλύψουν το έγκλημά τους πέταξαν το πτώμα του στο λιθόστρωτο του ναού της Απτέρου Νίκης στην Ακρόπολη. Διέδωσαν, πως ο φυλακισμένος προσπαθώντας να δραπέτευση απ’τό Γουλά έπεσε και σκοτώθηκε. Τον έθαψαν προσωρινά στην εκκλησία της Σωτήρας, στο Ριζόκαστρο.
Η αλήθεια όμως δεν άργησε να αποδειχθεί κι η ιστορία τον αποκατέστησε ηθικά, βάζοντάς τον ανάμεσα στους πρώτους πέντε ήρωες του Εικοσιένα. Μα και το κράτος τον δικαίωσε. Το 1865 έγινε με μεγάλη επισημότητα και στρατιωτικές τιμές η μετακομιδή των οστών του Ανδρούτσου στο Α Νεκροταφείο Αθηνών, όπου σήμερα υπάρχει κι ο τάφος του. Τη δικαίωση ακολούθησε με χρόνια η εθνική ευγνωμοσύνη. Στα 1888 στο Χάνι της Γραβιάς έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του, όπου παραβρέθηκαν ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α και πολλοί επίσημοι, για να τιμήσουν τον ήρωα αρχηγό της Ρούμελης.
Το κείμενο και το σκίτσο αντλήθηκαν από μία πολύ παλιά παιδική εγκυκλοπαίδεια με όνομα, Θησαυρός Γνώσεων.