20 Απριλίου 2024

www.ipy.gr

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

Διάφορα Γεν/

Ο λόγος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα 7-10-1838

 

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ

Διάχυτη ήταν η αποδοκιμασία του συστήματος διακυβέρνησης, και ο πόθος για σύνταγμα γινόταν κάθε μέρα και πιο έντονος. Δεν ήταν μό­νο οι νέοι, οι μαθητές του Γυμνασίου και οι φοιτητές του Πανεπιστημί­ου της πρωτεύουσας, που εξέφραζαν τέτοια διακαή αισθήματα· ήταν και οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, οι πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, καθώς και οι ιερείς και οι αρχιερείς. Ο Γέροντας Κολοκοτρώνης, τον οποίο ο βασιλιάς Όθωνας εκτιμούσε ιδιαιτέρως, μία μέρα επισκέφθηκε το Γυμνάσιο και παρακολούθησε το μάθημα του γυμνασιάρχη Γεννάδιου, ο οποίος ανέλυε ένα απόσπασμα δημηγορίας από την ιστορία του Θουκυδίδη. Τόσο πολύ ενθουσιάστηκε που θέλησε να μιλήσει και ο ίδιος στους νέους για την Πατρίδα. Έτσι, παρακάλεσε το γυμνασιάρχη να συγκεντρώσει όλους τους μαθητές έξω από την πόλη στην Πνύκα, προκειμένου να εκφωνήσει και ο Γέρος Κολοκοτρώνης λόγο προς τους νέους. Ο αείμνηστος Γεννάδιος, γεμάτος από αγνό πατριωτισμό, πραγ­ματοποίησε την επιθυμία του σεβάσμιου Γέροντα και την παραμονή της εορτής των Ταξιαρχών ειδοποίησε όλους τους μαθητές του Γυμνασίου να συγκεντρωθούν στο σχολείο του, επειδή ήθελε να τους δείξει κάτι πε­ρίεργο.

Η περιέργεια που προκλήθηκε προσείλκυσε την επομένη στο Γυ­μνάσιο όλους τους μαθητές, και μαζί τους πλήθος περιέργων. Το σχολείο γέμισε από κόσμο, συγκεντρώθηκαν οι καθηγητές και λίγο μετά έφτασε και ο Γέρος Κολοκοτρώνης, φορώντας την κόκκινη στολή του. Το πλήθος άνοιξε για να περάσει ο σεβά­σμιος Γέρος που ανέβηκε στους καθηγητές. Ύστερα από λίγο, ο γυμνασιάρχης απευθύνθηκε από την αίθουσα στο πλήθος, λέγοντας: «Ακολου­θήστε μας για να σας δείξουμε κάτι περίεργο». Κατέβηκαν τις σκάλες και έχοντας στη μέση το Γέρο βγήκαν με κατεύθυνση προς το λεγόμενο ναό του Αιόλου [τους Αέρηδες] και από εκεί προς την Πνύκα, χωρίς κανείς να γνωρίζει που πήγαιναν· το πρωτόγνωρο αυτό θέαμα προσείλκυσε και το πλήθος των περίεργων.

Έφτασαν λοιπόν στην Πνύκα, κι αφού ξαπόστασαν λίγο, σηκώθηκε ο Γέρος, ανέβηκε στο βήμα της Πνύκας και άρχισε να μιλά στη νεολαία. Αναφέρθηκε στη δουλεία των Τούρκων, στις σκέψεις και στον πόθο για αυτονομία των ανδρών της εποχής, εξιστόρησε γεγονότα του ιερού αγώ­να και μίλησε για την επιθυμία των Ελλήνων να είναι ίσοι απέναντι στο νόμο και για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση κ.λπ. Ξαφνικά εμφανί­ζεται μια ομάδα χωροφυλάκων, πλησιάζει και διαλύει τη συγκέντρωση. Μάλιστα, ο Θ. Κολοκοτρώνης, αφού τον διέβαλαν στο βασιλιά, λίγο έλειψε να μπει σε περιπέτειες. Γλίτωσε όμως από τη δυσμένεια, γιατί ο φιλόπατρις γυμνασιάρχης Γεννάδιος και οι άλλοι καθηγητές απέδειξαν ότι όλα είχαν γίνει με καλή πρόθεση.

Ο ΛΟΓΟΣ
Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, όπου εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγοροϋσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα άπ’ αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και άπ’ αυτά να κάμωμε συμπερα­σμούς και διά την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος υξεύρει τα μέλλοντα. Και διά τους παλαιούς ‘Έλληνας, οποίας γνώ­σεις είχαν και ποια δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολίτικους είχαν, διά ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμέ­νοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.

Εις τον τόπον, τον όποιον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί ‘Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιο του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προ­κομμένους, άλλ’ άπλούς ανθρώπους, χωρικούς και ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κό­σμου, οι όποιοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.

Οι παλαιοί ‘Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρω­μαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι και τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, άλλ’ εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [άντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, και του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρί­τη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πο­λιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγόν έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ημέρα χειρότερα διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, η εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του η εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέπο­ντας τες δόξες και τες ηδονές οπού απελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Και τοιουτοτρόπως κάθε ημέρα ο λαός ελίγνευε και επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βι­βλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς όπου κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποιους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πες δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνι­μος μας είπε «που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δυο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κων­σταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, όπου άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μίαν αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξεν. Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμα τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η δι­χόνοια, και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους, η νη υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ’ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Αλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξη μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε, και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο, και ο άλλος το άλλο. ’Ίσως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλήν καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει, ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το α­νατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρυνό, και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήταν το σπίτι εις τον αραμπά, και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, όπου να προστάζει πως θα γενεί. Παρο­μοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλά επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.

Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν, και το εμπόριο και η γεωργία, και οι τέχνες αρχίζουν να προ­οδεύουν, και μάλιστα η παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η οποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας δεν είναι προσωρινός, αλλ’ ή βασιλεία του είναι διαδοχική, και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας, και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και έπειτα υπέρ Πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι οποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.

Να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τους καφενέδες και εις τα μπιλιάρδα. Να δοθήτε εις τας σπουδάς σας, και καλλίτερα να κοπιάσετε ολίγον δύο και τρεις χρόνους, και να ζήσετε ελεύθεροι εις το υπόλοιπο της ζωής σας, παρά να περάσετε τεσσάρους-πέντε χρό­νους τη νεότητά σας, και να μείνετε αγράμματοι. Να σκλαβωθήτε εις τα γράμματά σας. Να ακούετε τας συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων, και, κατά την παροιμία, «μύρια ήξευρε και χίλια μά­θαινε». Η προκοπή σας και η μάθησή σας να μην γίνει σκεπάρνι μό­νο δια το άτομό σας, αλλά να κοιτάζει το καλό της Κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας.

Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσε­ων, έμεινα αγράμματος και διά τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθεί η νύκτα και η αυριανή ημέρα. Εις εσάς μένει να ισά­σετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε και, δια να γίνει τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία. Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο βασιλεύς μας Όθων! Ζητώ οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!

Η ομιλία του Θ. Κολοκοτρώνη πραγματοποιήθηκε στην Πνύκα στις 7-10-1838 και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΙΩΝ» στις 13/11/1838.

Το δημοσίευμα αντλήθηκε από το έντυπο: Ο λόγος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, για τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία. Οκτώβριος 2008.  

   

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

IBANK Eurobank δωρεών στο ipy.gr GR7802606840000530104411908

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *