Η τέχνη και η τεχνική της βυζαντινής εικόνας
Γνωριμία με την τέχνη
και την τεχνική της βυζαντινής εικόνας
Η τεχνική της ζωγραφικής πάνω σε ξύλο είναι ήδη γνωστή από την Ελληνική και τη Ρωμαϊκή αρχαιότητα. Οι Βυζαντινοί στράφηκαν πολύ πρώιμα στην τέχνη των εικόνων, που γνώρισαν εξαιρετική διάδοση και απετέλεσαν πραγματικά αντικείμενα λατρείας.
Ο Βυζαντινός κόσμος έπλασε το θρύλο των θεόσταλτων “αχειροποίητων” εικόνων, που δεν είχαν ζωγραφιστεί από ανθρώπινο χέρι και συχνά απέδιδε στις εικόνες θαυματουργές ιδιότητες, εκφράζοντας την αντίληψη ότι εμπεριέχουν μέρος της Θείας “ενέργειας”, της Θείας χάριτος του παριστανομένου προσώπου.
Τον 8ο αι., όταν το Βυζάντιο αντιμετωπίζει τη γνωστή εικονομαχική κρίση, η λατρεία των εικόνων απαγορεύεται και μεγάλος αριθμός από αυτές καταστρέφεται. Η λήξη της εικονομαχικής περιόδου, σχεδόν ένα αιώνα μετά, με την επικράτηση της εικονόφιλης μερίδας, την οριστική αναστύλωση των εικόνων και τον σαφή προσδιορισμό της θέσης τους στη Χριστιανική λατρεία σηματοδοτεί νέες εξελίξεις στον τομέα της
τέχνης των εικόνων.
Η σταδιακή διαμόρφωση του τέμπλου σε εικονοστάσι έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων ειδών εικόνων και την αύξηση της παραγωγής τους. Βαθμιαία σταθεροποιείται η διακόσμηση του τέμπλου με εικόνες, που ενσωματώνονται στη μεσαία σειρά (στα διάστυλα) και παριστάνουν τον Χριστό, την Παναγία, τον Άγ. Ιωάννη τον Πρόδρομο (το σχήμα που ονομάζεται Δέηση) και συχνά τον άγιο στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός, ενώ στην πάνω ζώνη (τον λεγόμενο κοσμήτη) απεικονίζονται μερικές από τις σημαντικότερες Χριστιανικές γιορτές (το δωδεκάορτο).
Σε αντίθεση με την αρχαιοελληνική και Ελληνιστική αντίληψη ότι η τέχνη θα πρέπει να αποδίδει πιστά και να εξιδανικεύει τον φυσικό κόσμο, η Βυζαντινή Χριστιανική ζωγραφική απορρίπτει την φυσιοκρατική απόδοση, παραμένει όμως πιστή στην προτίμησή της στην ανθρώπινη μορφή.
Η εικόνα παριστάτο “ορατό του αοράτου”, μαρτυρεί την παρουσία του πρωτοτύπου. Οι παριστανόμενες μορφές κινούνται σε ένα κόσμο μεταξύ νοητού και πραγματικού, έναν κόσμο υπερβατικό και χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν ιδέες. Ο εικονογράφος στοχεύει στην απόδοση της πνευματικότητας των μορφών, επιδιώκει όμως ταυτόχρονα την ομοιότητα με το πρωτότυπο, που είναι θεμελιώδης για την κατανόηση της αληθινής φύσης της εικόνας. Αυτήν ακριβώς την επιδίωξη της πιστής απόδοσης των χαρακτηριστικών του πρωτοτύπου απηχεί η αντίληψη, ότι οι πρώτες εικόνες της Παναγίας ζωγραφίστηκαν από τον Ευαγγελιστή Λουκά.
Οι εικόνες παριστάνουν ολόκληρες συνθέσεις αλλά και μεμονωμένες μορφές, που κινούνται σ’ένα κόσμο σχηματοποιημένο. Ο βυζαντινός καλλιτέχνης δεν προσπαθεί να αντιγράψει τη φύση, αγνοεί τους κανόνες γεωμετρικής προοπτικής και υποτάσσει την γήινη, υλική πραγματικότητα στο πνεύμα. Οι μορφές αναπτύσσονται όχι σε βάθος, αλλά σε ύψος, αποκτούν μέγεθος ανάλογο με την ιεραρχική τους θέση και υπερφυσική διάσταση. Ο ζωγράφος αποδίδει τους όγκους με το πλάσιμο των μορφών και τη διαγραφή των πτυχώσεων των ενδυμάτων και φωτίζει παραθέτοντας ανοικτότερους τόνους χρωμάτων, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη πηγή φωτός. Οι πρώτες εικόνες κατάγονται από τα νεκρικά Αιγυπτιακά πορτραίτα, Φαγιούμ, που τα τοποθετούσαν στη θέση του προσώπου της μούμιας του νεκρού και είναι κατασκευασμένες με την τεχνική της εγκαυστικής, στην οποία χρησιμοποιείται το λιωμένο κερί ως συνδετική ύλη των χρωμάτων (κηρόχυτες εικόνες). Εξαιρετικά παραδείγματα αυτών των πρώιμων Βυζαντινών εικόνων, ελάχιστες των οποίων έχουν σωθεί, βρίσκονται στη Μονή Αγ. Αικατερίνης Σινά.
Εικόνες υπήρχαν ξύλινες, ψηφιδωτές, υφαντές, από πολύτιμα μέταλλα, ελεφαντόδοντο, σμάλτο κ.λπ., ή επενδεδυμένες με πολύτιμα υλικά, μερικές μάλιστα είχαν διάφορα σχήματα, όπως δίπτυχα, τρίπτυχα, τετράπτυχα κ.λπ. Οι λεγάμενες αμφιπρόσωπες εικόνες ήταν ζωγραφισμένες και στις δύο όψεις.
Οι καλλιτέχνες βασίζονταν στην παράδοση, ακολουθούσαν συγκεκριμένους εικονογραφικούς κανόνες και αρχές, παράλληλα όμως αξιοποιούσαν τη δημιουργική τάση τους με ένα σχετικό βαθμό καλλιτεχνικής ελευθερίας. Οι αγιογράφοι που ήταν συνήθως ανώνυμοι ιερωμένοι, εφάρμοζαν κατά κανόνα την τεχνική της αυγοτέμπερας.
Η τέχνη των εικόνων εξελίσσεται αδιάκοπα ακόμη και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Τους αμέσως επόμενους αιώνες, με επίκεντρο την βενετοκρατούμενη Κρήτη, διαμορφώνεται, αναπτύσσεται και ακμάζει η “Κρητική Σχολή” στην τέχνη των εικόνων, που βασίζεται στη βυζαντινή παράδοση, δέχεται όμως παράλληλα σημαντικές επιρροές από τη δυτική τέχνη. Οι περίφημοι Κρητικοί καλλιτέχνες είναι επαγγελματίες ζωγράφοι, δέχονται πλήθος παραγγελιών, εξάγουν εικόνες, οργανώνονται σε συντεχνίες και συχνά υπογράφουν τα έργα τους, πιστοποιώντας έτσι την καλλιτεχνική τους αξία.
Σημαντικότερος εκπρόσωπος της τέχνης αυτής είναι ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, χαρακτηριστικά έργα του οποίου εκτίθενται στην Αγ. Αικατερίνη Σινάϊτών Ηρακλείου.
Απ’αυτόν τον πνευματικό σπόρο γεννιέται και σ’αυτό το καλλιτεχνικό κλίμα μεγαλώνει ο μεγάλος ζωγράφος, Δομήνικος Θεοτοκόπουλος.
Εικόνα Ο Χριστός, Εμμανουήλ Τξάνε Μπουνιαλής 1675 (Ιστορικό Μουσείο Κρήτης).
Το παραπάνω θέμα αντλήθηκε στο σύνολο του, από ένα παλιό φυλλάδιο του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης.
Το παραπάνω θέμα αντλήθηκε στο σύνολο του, από ένα παλιό φυλλάδιο του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης.