11 Σεπτεμβρίου 2024

www.ipy.gr

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

Ιστορία Γενικά

Η Ελληνικότητα του Βυζαντίου

Η ΓΕΝΕΣΗ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Η μετάλλαξη

Η Ρώμη, νοούμενη ως Αυτοκρατορία, σε όλη τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 3ου μ.Χ. αί. έπνεε τα λοίσθια. Ο επερχόμενος θάνατος ήταν απότοκος της εσωτερικής σήψης άλλα και των πληγμάτων που δεχόταν ανηλεώς από το εξωτερικό. Νέα στίφη βαρβάρων την απειλούσαν διαρκώς. Και σε όλη την έκτασή της. Πέρα τούτου, μέσα στους κόλπους της νέες δυνάμεις είχαν αναδειχθεί που ελάχιστα μπορούσαν να αναπτυχθούν στο παλαιό κέλυφος της αυτοκρατορίας.

Η πτώση της αυτοκρατορίας, για να εκφραστούμε Καβαφικά, θα ήταν βεβαία, αν τα ηνία του κράτους από το 268 μ.Χ. δεν έπαιρναν στα χέρια τους οι καλούμενοι Ιλλυριοί αυτοκράτορες, δηλαδή μια σειρά στρατιωτικών αυτοκρατόρων που κατάγονταν από την Παννονία (αντιστοιχεί στα εδάφη της σημε­ρινής Ουγγαρίας) και οι όποιοι έδωσαν την τελευ­ταία αίγλη στην αυτοκρατορία. Άλλ’ ή αίγλη αυτή είχε μέσα της το σπέρμα της μετατροπής. Συγκε­κριμένα, ο τελευταίος της σειράς των αυτοκρατόρων αυτών ήταν ένας δαλματικής καταγωγής στρατηγός που λεγόταν Διοκλητιανός (284-305). Αυτός, μό­λις οι στρατιώτες τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα, μπόρεσε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να πατά­ξει τη στρατιωτική αναρχία και να αποκαταστήσει την τάξη στη διοίκηση και στο στρατό. Γενικότερα, μπόρεσε με τη σιδερένια πυγμή του να περιστείλει την αναρχία.

Άλλ’ ή μεγάλη καινοτομία του Διοκλητιανού είναι η διαίρεση για διοικητικούς λόγους της αυτοκρατορίας. Πρώτος αυτός κατανόησε ότι ένας αυτοκράτορας, όσο κι αν ήταν ικανός, δεν επαρκούσε για να διοικήσει μόνος ένα αχανές κράτος. Γι’ αυτό εγκαινίασε μία νέα διοικητική αρχή, τη Δυαρχία (285-292), παίρνοντας ως συνάρχοντα τον Μαξιμιανό, άνθρω­πο άπειρο περί τα πολιτικά αλλά έμπειρο περί τα στρατιωτικά. Οι δύο άρχοντες πήραν τον τίτλο του Αύγουστου κι ανέλαβαν, ο μεν Διοκλητιανός τη διοίκηση της Ανατολής με έδρα την Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, ο δε Μαξιμιανός τη Δύση με έδρα τα Μεδιόλανα η Μεδιόλανο, δηλαδή το σημερινό Μιλάνο. «Μια ιεραρχική μεταξύ τους σχέση καθιέρωσε την πρωτοκαθεδρία του Διοκλητιανού».

Μετά από έξι χρόνια κάθε Αύγουστος πήρε ένα συνάρχοντα με τον τίτλο του Καίσαρα, που τον όρισε ως βοηθό και διάδοχό του. Συνάμα όρισε γι’ αυτόν, ως χώρο ευθύνης, κάποια μεγάλη διοικητική περιφέρεια. Συγκεκριμένα, ο Διοκλητιανός πήρε ως συνάρχοντα τον Γαλέριο, στον όποιο ανέθεσε τη διοίκηση των Παραδουνάβιων περιοχών με έδρα το Σίρμιο που βρίσκεται σε μια όχθη του Σαύου (παραπόταμου του Δούναβη) στο σημείο επαφής Παννονίας και Μοισίας. Με τη σειρά του ο Μαξιμιανός πήρε ως συνάρχοντα τον Κωνστάντιο τον Χλω­ρό στον όποιο ανέθεσε τη διοίκηση της Γαλατίας και Βρετανίας, με έδρα τα Τρήβηρα (σήμ. Traves) και το Εβόρακο. Αυτό ήταν στην Βρεττανία. Έτσι προέκυψε ο θεσμός της Τετραρχίας (292-305).

Γιος του Κωνσταντίου του Χλωρού και της χριστιανής, κατά το θρήσκευμα, Ελένης, ήταν ο Κωνσταντίνος, ο ιδρυτής μιας νέας αυτοκρατορίας, που, ενώ τυπικά ήταν συνέχεια της παλιάς έγινε, ακόμη και επί των ήμερων του, μία άλλη αυτοκρατορία.

Η «άλλη» αυτοκρατορία

Ο οξυνούστατος, παρά τη σχηματοποίηση που δίνει στις θεωρήσεις του, Όσβαλντ Σπένγκλερ στο περιώνυμο έργο του «Ή παρακμή τής Δύσης», γράφει:

«Ό Κωνσταντίνος άλλαξε την “αληθινή” (Σημείωση Σ.Ι.Κ.: εννοεί την ρωμαϊκή) Εκκλησία και κατά συνέπεια και την εθνι­κότητα της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου. Από τότε το όνομα των Ελλήνων περνάει σιγά-σιγά και απαρατήρητα στο χριστια­νικό “έθνος”» (έκδ. Gutenberg, τ. Β’. σ. 220).

Ωστόσο, αυτό που θα συντελέσει στη θρησκευ­τική και εξ αυτής στην «εθνική» μετάλλαξη της αυτοκρατορίας είναι η μεταφορά της πρωτεύου­σας του ενοποιημένου όπως θα δούμε από τον Κωνσταντίνο κράτους σε μία αρχαία ελληνική πολιτεία, το Βυζάντιο. Έτσι θα σχηματισθεί, άλλοτε με αργούς κι άλλοτε με γοργούς ρυθμούς, ανεπαισθήτως η Αυτοκρατορία της Ανατολής, η οποία σε παγκόσμια κλίμακα ονομάζεται Βυζαντινή. Ομοίως και η ιστορία της. Βυζαντινός επίσης λέγεται και ο πολιτισμός της. Είναι ορθή η ορολογία αυτή; Φρονώ, όχι.

Εξηγούμαι: η Αυτοκρατορία της Ανατολής, ενώ στην ουσία υπήρξε μία αυτοπρόσωπη και αυτοδύναμη κρατική ύπαρξη, ουδέποτε αποσπάστηκε από τη ρωμαϊκή παράδοση, από τον ρωμαϊκό τίτλο της. Το επίσημο όνομά της ήταν Ρωμαϊκή αυτοκρατο­ρία, οι αυτοκράτορες ονομάζονταν Ρωμαίοι και το όνομα αυτό (απ’ όπου το νεότερο Ρωμηός/Ρωμιός) μεταχειρίζονταν οι υπήκοοι για να δηλώσουν τον «εθνισμό» τους. Οι όροι «Βυζαντινός» και «Βυζα­ντινή αυτοκρατορία» είναι δημιουργήματα νεότε­ρων μελετητών. Πρώτος ο Ιερώνυμος Βόλφ (Wolf) το 1562 χρησιμοποίησε τον όρο «Βυζαντινός» στην έκδοση του «Corpus Byzantinae Historiae». Με την έκδοση της «Βυζαντίδος» του Λούβρου, η λέξη κα­θιερώθηκε ευρύτατα ως επιστημονικός όρος. Η χρή­ση του θα γενικευθεί με τον Δουκάγγιο (Ducange), τον θεμελιωτή των βυζαντινών σπουδών. Το όνομα Έλλην, όπως και το εθνικός κατ’ αντιγραφή του εβραϊκού «γκογίμ»- ήταν ταυτόσημο του ειδωλολά­τρη και είχε προσλάβει μιασματικό χαρακτήρα. Θα περάσουν πολλά χρόνια για να εδραιωθεί στη συ­νείδηση των πιο φωτισμένων πνευμάτων της αυτοκρατορίας η ονομασία Έλληνες. Πάντως, στο στόμα του λαού η λέξη Έλλην-Ελλήνισσα. όπως γράφει στις «Παραδόσεις του ελληνικού λαού» ο θεμελι­ωτής της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολί­της, είχε τη σημασία του γιγάντιου, του υπεράνθρωπου (Βλ. τον Ποντιακό όρο «Τραντέλληνες»).

Από τους Έλληνες λογίους πρώτος χρησιμοποί­ησε τους όρους «Βυζαντινή ιστορία» και «Βυζα­ντινός Ελληνισμός» ο Αδαμάντιος Κοραής. Ο Σπυ­ρίδων Ζαμπέλιος στο έργο του «Περί των πηγών της νεοελληνικής εθνότητας» (1857) ονομάζει την Αυτοκρατορία της Ανατολής «Γραικορωμαϊκήν αυτοκρατορίαν». Προς υποδήλωση των Ελλήνων κατοίκων της αυτοκρατορίας προέκυψε -κατ’ αντιστοιχία προς τον γερμανικό- και ο όρος Ρωμαιο- Βυζαντινοί. Η γενίκευση των όρων Βυζάντιο, Βυζαντινή αυτοκρατορία, βυζαντινός κ.λπ. επιβλήθηκε χάρη στην ευκολία ως προς τη χρήση και τη δημιουργία παράγωγων όρων (βυζαντινή μουσική, βυζα­ντινισμός, βυζαντινολογία κ.ά.).

Πάντως, δεν είναι παντελώς αστήριχτη η χρησιμοποίηση του όρου Βυζάντιο προς υποδήλωση της νέας αυτοκρατορίας. Πάμπολλοι συγγραφείς, που αναδείχθηκαν μέσα στους κόλπους της, χρη­σιμοποιούν τον όρο αυτό, όταν αναφέρονται ειδικά στην Κ. Πόλη. Αυτό τουλάχιστον κάνει ο κορυφαίος ιστορικός της πρώτης περιόδου, ο Καισαρεύς Προ­κόπιος. Πολλοί λόγιοι χρησιμοποιούν τη λέξη για επίδειξη αρχαιομάθειας. Συγκεκριμένα, ο Κων/νος Μανασής σ’ ένα στιχούργημά του γράφει:

«Ώ γη Βυζαντίδος, ώ πόλις τρισόλβιό, οφθαλμέ της γης. κόσμε της οικουμένης».

Αλλά και σε ένα από τα κείμενα των ύστατων στιγμών της αυτοκρατορίας, στην περίφημη «Άλφάβητον παραινετικήν προς τούς νέους», που αφιερώ­νεται στον Γ. Γεννάδιο, άλλως Σχολάριο, σημει­ώνεται ίσως από αντιγραφέα του κώδικα, ίσως από αναγνώστη προσθετικά ο ακόλουθος καταληκτικός στίχος: «Ώς καλώς έφησας, ώ κλέος (= καύχημα, δόξα) Βυζαντίου». Μόνον που για τους θαυμαστές και οπαδούς του ο Γεννάδιος δεν ήταν «κλέος» αποκλειστικά για την Κ. Πόλη. Είχε ευρύτερη εμβέλεια.

Ο χαρακτήρας της νέας αυτοκρατορίας

Ο γράφων από ετών τόσο στις παραδόσεις του όσο και σε γραπτά του, αντί του όρου Βυζαντινή αυτοκρατορία, χρησιμοποιεί την ονομασία Αυτοκρατορία της Κ. Πόλεως. Όπως η Ρώμη έδωσε το όνομά της στο ιστορικό δημιούργημά της, το αυτό προνόμιο πρέπει να αναγνωριστεί και στην Κ. Πόλη. Διότι, όπως λέγει και το παλαιό δημοτικό άσμα, «Ή Πόλη ήταν τό σπαθί, ή Πόλη τό κοντάρι». Στη συ­νέχεια το αυτό άσμα δίνει το λαϊκό όνομα της αυτο­κρατορίας που ήταν Ρωμανία. Όρος που όμως και πάλι παραπέμπει στην Ρώμη, ενώ ο όρος Αυτοκρα­τορία της Κ. Πόλεως θα μπορούσε ίσως με κάποια δόση υπερβολής να χαρακτηριστεί ως αντί-Ρώμη.

Και τούτο γιατί κάτω από την εύθραυστη κρού­στα του ρωμαϊσμού, που ήταν τιτλικό όνομα, κό­χλαζε μία άλλη, μη ρωμαϊκή, πραγματικότητα, ο Ελληνισμός, που, παρά την αρχική σπίλωση, αυτός τελικά έδωσε τον τόνο, την ουσία, τα ιδιαίτερα προσδιοριστικά στοιχεία στην αυτοκρατορία, η οποία από τα μέσα του 7ου αί. ταυτίζεται με τη μοίρα του ελληνικού κόσμου «και τείνει να αποβεί ο χώρος της πολιτικής και της πολιτιστικής του δραστηριότητος». Μπορεί κατ’ όνομα η de jure η αυτοκρατορία να ήταν ρωμαϊκή, de facto όμως ήταν ελληνική. Ο ελληνικός η ελληνόφωνος κόσμος έδωσε το βασικό πληθυσμιακό σώμα της και τα ιδιαίτε­ρα προσδιοριστικά στοιχεία της.

Δεν αμφισβητούμε πως η αυτοκρατορία ήταν ένα μωσαϊκό λαών, ένα πολυφυλετικό κράτος. Άλλα στο μωσαϊκό αυτό η ελληνικότητα έδωσε τις κύριες μορφές. Οι λοιποί λαοί έπαιξαν ρόλο περιφερειακών ψηφίδων. Παρότι, ως ιστορικός, αποφεύγω τις συγκρίσεις ανόμοιων πραγμάτων και εποχών, μικρή αντιστοιχία μπορώ να βρω στο σχηματισμό των ΗΠΑ. Ένα κράτος κράμα λαών όπου τουλάχιστον ως τα μέσα του 20ού αί. τον τόνο σε όλες τις εκφράσεις της ζωής (πολι­τική. παιδεία, πολιτισμό, κυρίως γλώσσα) έδινε το αγγλοσαξονικό στοιχείο.

Αυτό σε ευρύτερη έκταση και σε μεγαλύτερο βάθος ίσχυσε για την Αυτοκρατορία της Κ. Πόλεως. Δεν είναι συνεπώς απορίας άξιο που διαπρεπείς ξέ­νοι ιστορικοί θεωρούν το κράτος που θεμελίωσε ο Κωνσταντίνος ως μία συνέχεια της ελληνικής παραδόσεως. Ο μεγάλος Άγγλος ιστορικός Bury τονίζει ότι «ο πολιτισμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έχει βαθείας ρίζας εις το παρελθόν, ήτο απλώς η τελευταία φάσις του ελληνικού πολιτισμού». Επί­σης και ο δικός μας μεγάλος βυζαντινολόγος Δ. Ζακυθηνός αρχίζει την περισπούδαστη ιστορία του με τη φράση του Heisenberg: «Το Βυζάντιον είναι το εκχριστιανισθέν Ρωμαϊκόν κράτος του ελληνικού έθνους». Ο Κων/νος Άμαντος στην δική του ιστο­ρία παραπέμπει στον διαπρεπή Γάλλο L. Brehier, Ο οποίος γράφει τα ακόλουθα:

«Το Βυζαντινόν κράτος είναι η οργανική ανάπτυξις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, άλλ έγινεν ελληνικόν και χριστιανικόν και ευρίσκομεν εις αυτό ηνωμένα τα τρία θεμε­λιώδη στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού: τον Ελληνισμόν, το Ρωμαϊκόν Δίκαιον και τον Χριστιανισμόν ».

Ακόμη και ο πιο αντιπροσωπευτικός σοβιετικός βυζαντινολόγος ιστορικός, ο Μ. Β. Λεφτσένκο, παρόλο που δίνει έμφαση στα οικονομικά δεδομέ­να, δεν μπορεί να παραβλέψει τα ελληνικά στοιχεία της αυτοκρατορίας, έστω και αν τα περιορίζει στα οικονομικά πλαίσια. Γράφει: «Στην Ανατολή διατηρούνταν ακόμα οι οικονομικές, πολιτικές και πολι­τιστικές παραδόσεις των ελληνιστικών μοναρχιών, που με τη σειρά τους ήταν κληρονόμοι των μεγάλων μοναρχιών της αρχαίας Ανατολής».

Ο Κ. Μάρξ μπορεί να ονόμαζε το Βυζάντιο «Ρώμη της Ανατολής», άλλα η Κ. Πόλη μόνον Ρώμη δεν ήταν. Και πολύ περισσότερο δεν ήταν η ιστορία της αυτοκρατορίας της μια εποχή παρακμής, όπως υποστήριξαν οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού και ο κορυφαίος ιστορικός, ο Γίββων, που εκπροσωπεί το πνεύμα του Βολταίρου. Ο Λεφτσένκο. προς τιμήν του. στα χρόνια του σταλινισμού θα γράψει:

«Πρέπει να απορρίψουμε τις απόψεις που διατηρήθηκαν ως τα χρόνια μας, ότι σημει­ώθηκε πλήρης κατάπτωση του πολιτισμού αυτούς τους αιώνες, ότι σημειώθηκε κατά­πτωση της αρχιτεκτονικής. της ζωγραφικής και της διακοσμητικής τέχνης, ότι η εποχή μετά τον Κωνσταντίνο δεν άφησε αξιόλογα μνημεία τέχνης»

Και ως κύριο επιχείρημα για την άποψη αυτή προβάλλει τον ναό της Αγίας Σοφίας, το κτίσμα του Ιουστινιανού, «όπου η αρχαία ελληνιστική παράδο­ση μεταπλάθεται πάνω στη βάση πολύμορφων ανατολικών επιδράσεων». Ακόμη και ο Κύριλ Μάνγκο (Cyril Mango) που με δυσπεψία μιλά για τις ελλη­νικές καταβολές της Αυτοκρατορίας της Κ. Πόλεως, αναφερόμενος στην περίφημη επιστολή του Μεγά­λου Βασιλείου «Προς τους νέους όπως αν εξ ελλη­νικών ώφελοΐντο λόγων», σημειώνει πως ο σοφός ιεράρχης «έγραψε με αυτό τον τρόπο, γιατί αγα­πούσε την “εκλεπτυσμένη” φιλολογία όσο και κάθε καλλιεργημένος άνθρωπος τον 4ο αιώνα. Η ιδέα να απορρίψει την ειδωλολατρική κληρονομιά δεν πέρα­σε καν από το μυαλό του νομοθέτη του ανατολικού μοναχισμού». Ως τέτοιον νομοθέτη εννοεί ο Mango τον Βασίλειο. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι τα μοναστήρια έγιναν τα σημαντικότερα εργαστήρια για την αντιγραφή και φύλαξη των αρχαίων κειμένων. Μπορεί σε κάποιους ψαλμούς να ακούγονται λοιδορισμοί για τους αρχαίους σοφούς και την αρχαία σοφία, αλλά η Εκκλησία είχε τη σοφία να διαφυλάξει αυτή την συχνά υβριζόμενη από δικούς της εκπροσώπους σοφία.

Μπορεί ακόμη ο Χριστιανισμός κι ας μην ξεχνάμε τα πλέγματα και τα πλήγματα των Δι­ωγμών να υπήρξε κατά τους πρώτους αιώνες της παρουσίας του αντίμαχος του Ελληνισμού, τελικά όμως τα δύο μεγάλα αυτά ρεύματα σχημάτισαν «μισγάγκεια», έσμειξαν σε μία κοινή κοίτη και η χριστιανική Εκκλησία, όπως παρατήρησε ο μεγά­λος Ρουμάνος βυζαντινολόγος Jorga, έγινε ο κύριος συντελεστής του εξελληνισμού της αυτοκρατορίας. Ας μην παραβλέπεται ότι οι κορυφαίοι μελετητές της αρχαίας ελληνικής γραμματολογίας, από τον Βασί­λειο ως τον Φώτιο και τον Θεσσαλονίκης Ευστάθιο, ήσαν κληρικοί.

Όπως ο Χριστιανισμός παρέλαβε και αφομοίωσε όλη την ιουδαϊκή παράδοση, έτσι και η Αυτοκρα­τορία της Κ. Πόλεως παρέλαβε και απορρόφησε τη ρωμαϊκή, την ελληνική και τη χριστιανική παράδοση, από τον συγκρητισμό αυτό σχηματίσθηκε μία πληθυσμιακή ζύμη, που χάρη στην ελληνική παιδεία και στην ευρύτερη πολιτιστική των Ελλήνων δημι­ουργία προσέλαβε σταδιακά ελληνικό η ελληνίζοντα χαρακτήρα. Όσο πλησιάζουμε προς τα νεότερα χρόνια, ο ελληνικός χαρακτήρας ενδυναμώνεται και, πριν ήδη καταρρεύσει η αυτοκρατορία, παρατηρείται μία έντονη πνευματική κίνηση από μέρους ελληνοθρεμμένων λογίων για μία αποσύνδεση από την ψευδεπίγραφη ρωμαϊκή πολιτική παράδοση και μία σύνδεση με την ελληνική.

Η Τουρκοκρατία ανέκοψε αυτή την πορεία προς την αυτοεξελλήνιση της Αυτοκρατορίας. Η τάση αυτή έστω και υπό δυ­τική επιρροή θα εμφανιστεί πιο έντονη μετά το σχηματισμό του νεώτερου ελληνικού κράτους (κι όχι έθνους, όπως διατείνονται ανεμωλίως μερικοί), σε έκταση τέτοια που να υποτιμηθεί η ιστορία της Αυτοκρατορίας. Κι όμως η Κ. Πόλη και η Αγία Σο­φία ήσαν απαρχής στο κέντρο του απελευθερωτικού οράματος. Με την παρέλευση του χρόνου και την πρόοδο των βυζαντινών σπουδών έγινε πλέον ορατό και από τυφλό ότι ο «ένδοξός μας Βυζαντινισμός», όπως τον λέγει ο Κων/νος Καβάφης, είναι συστατι­κό της «νέο»-ελληνικής ιδιοπροσωπίας.

Το κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο: Η αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως του Σαράντου Καργάκου

Βυζαντινός αετός

2 σκέψεις σχετικά με το “Η Ελληνικότητα του Βυζαντίου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *