Η Ελληνικότητα του Βυζαντίου
Η ΓΕΝΕΣΗ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Η μετάλλαξη
Η Ρώμη, νοούμενη ως Αυτοκρατορία, σε όλη τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 3ου μ.Χ. αί. έπνεε τα λοίσθια. Ο επερχόμενος θάνατος ήταν απότοκος της εσωτερικής σήψης άλλα και των πληγμάτων που δεχόταν ανηλεώς από το εξωτερικό. Νέα στίφη βαρβάρων την απειλούσαν διαρκώς. Και σε όλη την έκτασή της. Πέρα τούτου, μέσα στους κόλπους της νέες δυνάμεις είχαν αναδειχθεί που ελάχιστα μπορούσαν να αναπτυχθούν στο παλαιό κέλυφος της αυτοκρατορίας.
Η πτώση της αυτοκρατορίας, για να εκφραστούμε Καβαφικά, θα ήταν βεβαία, αν τα ηνία του κράτους από το 268 μ.Χ. δεν έπαιρναν στα χέρια τους οι καλούμενοι Ιλλυριοί αυτοκράτορες, δηλαδή μια σειρά στρατιωτικών αυτοκρατόρων που κατάγονταν από την Παννονία (αντιστοιχεί στα εδάφη της σημερινής Ουγγαρίας) και οι όποιοι έδωσαν την τελευταία αίγλη στην αυτοκρατορία. Άλλ’ ή αίγλη αυτή είχε μέσα της το σπέρμα της μετατροπής. Συγκεκριμένα, ο τελευταίος της σειράς των αυτοκρατόρων αυτών ήταν ένας δαλματικής καταγωγής στρατηγός που λεγόταν Διοκλητιανός (284-305). Αυτός, μόλις οι στρατιώτες τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα, μπόρεσε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να πατάξει τη στρατιωτική αναρχία και να αποκαταστήσει την τάξη στη διοίκηση και στο στρατό. Γενικότερα, μπόρεσε με τη σιδερένια πυγμή του να περιστείλει την αναρχία.
Άλλ’ ή μεγάλη καινοτομία του Διοκλητιανού είναι η διαίρεση για διοικητικούς λόγους της αυτοκρατορίας. Πρώτος αυτός κατανόησε ότι ένας αυτοκράτορας, όσο κι αν ήταν ικανός, δεν επαρκούσε για να διοικήσει μόνος ένα αχανές κράτος. Γι’ αυτό εγκαινίασε μία νέα διοικητική αρχή, τη Δυαρχία (285-292), παίρνοντας ως συνάρχοντα τον Μαξιμιανό, άνθρωπο άπειρο περί τα πολιτικά αλλά έμπειρο περί τα στρατιωτικά. Οι δύο άρχοντες πήραν τον τίτλο του Αύγουστου κι ανέλαβαν, ο μεν Διοκλητιανός τη διοίκηση της Ανατολής με έδρα την Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, ο δε Μαξιμιανός τη Δύση με έδρα τα Μεδιόλανα η Μεδιόλανο, δηλαδή το σημερινό Μιλάνο. «Μια ιεραρχική μεταξύ τους σχέση καθιέρωσε την πρωτοκαθεδρία του Διοκλητιανού».
Μετά από έξι χρόνια κάθε Αύγουστος πήρε ένα συνάρχοντα με τον τίτλο του Καίσαρα, που τον όρισε ως βοηθό και διάδοχό του. Συνάμα όρισε γι’ αυτόν, ως χώρο ευθύνης, κάποια μεγάλη διοικητική περιφέρεια. Συγκεκριμένα, ο Διοκλητιανός πήρε ως συνάρχοντα τον Γαλέριο, στον όποιο ανέθεσε τη διοίκηση των Παραδουνάβιων περιοχών με έδρα το Σίρμιο που βρίσκεται σε μια όχθη του Σαύου (παραπόταμου του Δούναβη) στο σημείο επαφής Παννονίας και Μοισίας. Με τη σειρά του ο Μαξιμιανός πήρε ως συνάρχοντα τον Κωνστάντιο τον Χλωρό στον όποιο ανέθεσε τη διοίκηση της Γαλατίας και Βρετανίας, με έδρα τα Τρήβηρα (σήμ. Traves) και το Εβόρακο. Αυτό ήταν στην Βρεττανία. Έτσι προέκυψε ο θεσμός της Τετραρχίας (292-305).
Γιος του Κωνσταντίου του Χλωρού και της χριστιανής, κατά το θρήσκευμα, Ελένης, ήταν ο Κωνσταντίνος, ο ιδρυτής μιας νέας αυτοκρατορίας, που, ενώ τυπικά ήταν συνέχεια της παλιάς έγινε, ακόμη και επί των ήμερων του, μία άλλη αυτοκρατορία.
Η «άλλη» αυτοκρατορία
Ο οξυνούστατος, παρά τη σχηματοποίηση που δίνει στις θεωρήσεις του, Όσβαλντ Σπένγκλερ στο περιώνυμο έργο του «Ή παρακμή τής Δύσης», γράφει:
«Ό Κωνσταντίνος άλλαξε την “αληθινή” (Σημείωση Σ.Ι.Κ.: εννοεί την ρωμαϊκή) Εκκλησία και κατά συνέπεια και την εθνικότητα της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου. Από τότε το όνομα των Ελλήνων περνάει σιγά-σιγά και απαρατήρητα στο χριστιανικό “έθνος”» (έκδ. Gutenberg, τ. Β’. σ. 220).
Ωστόσο, αυτό που θα συντελέσει στη θρησκευτική και εξ αυτής στην «εθνική» μετάλλαξη της αυτοκρατορίας είναι η μεταφορά της πρωτεύουσας του ενοποιημένου όπως θα δούμε από τον Κωνσταντίνο κράτους σε μία αρχαία ελληνική πολιτεία, το Βυζάντιο. Έτσι θα σχηματισθεί, άλλοτε με αργούς κι άλλοτε με γοργούς ρυθμούς, ανεπαισθήτως η Αυτοκρατορία της Ανατολής, η οποία σε παγκόσμια κλίμακα ονομάζεται Βυζαντινή. Ομοίως και η ιστορία της. Βυζαντινός επίσης λέγεται και ο πολιτισμός της. Είναι ορθή η ορολογία αυτή; Φρονώ, όχι.
Εξηγούμαι: η Αυτοκρατορία της Ανατολής, ενώ στην ουσία υπήρξε μία αυτοπρόσωπη και αυτοδύναμη κρατική ύπαρξη, ουδέποτε αποσπάστηκε από τη ρωμαϊκή παράδοση, από τον ρωμαϊκό τίτλο της. Το επίσημο όνομά της ήταν Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, οι αυτοκράτορες ονομάζονταν Ρωμαίοι και το όνομα αυτό (απ’ όπου το νεότερο Ρωμηός/Ρωμιός) μεταχειρίζονταν οι υπήκοοι για να δηλώσουν τον «εθνισμό» τους. Οι όροι «Βυζαντινός» και «Βυζαντινή αυτοκρατορία» είναι δημιουργήματα νεότερων μελετητών. Πρώτος ο Ιερώνυμος Βόλφ (Wolf) το 1562 χρησιμοποίησε τον όρο «Βυζαντινός» στην έκδοση του «Corpus Byzantinae Historiae». Με την έκδοση της «Βυζαντίδος» του Λούβρου, η λέξη καθιερώθηκε ευρύτατα ως επιστημονικός όρος. Η χρήση του θα γενικευθεί με τον Δουκάγγιο (Ducange), τον θεμελιωτή των βυζαντινών σπουδών. Το όνομα Έλλην, όπως και το εθνικός κατ’ αντιγραφή του εβραϊκού «γκογίμ»- ήταν ταυτόσημο του ειδωλολάτρη και είχε προσλάβει μιασματικό χαρακτήρα. Θα περάσουν πολλά χρόνια για να εδραιωθεί στη συνείδηση των πιο φωτισμένων πνευμάτων της αυτοκρατορίας η ονομασία Έλληνες. Πάντως, στο στόμα του λαού η λέξη Έλλην-Ελλήνισσα. όπως γράφει στις «Παραδόσεις του ελληνικού λαού» ο θεμελιωτής της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης, είχε τη σημασία του γιγάντιου, του υπεράνθρωπου (Βλ. τον Ποντιακό όρο «Τραντέλληνες»).
Από τους Έλληνες λογίους πρώτος χρησιμοποίησε τους όρους «Βυζαντινή ιστορία» και «Βυζαντινός Ελληνισμός» ο Αδαμάντιος Κοραής. Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στο έργο του «Περί των πηγών της νεοελληνικής εθνότητας» (1857) ονομάζει την Αυτοκρατορία της Ανατολής «Γραικορωμαϊκήν αυτοκρατορίαν». Προς υποδήλωση των Ελλήνων κατοίκων της αυτοκρατορίας προέκυψε -κατ’ αντιστοιχία προς τον γερμανικό- και ο όρος Ρωμαιο- Βυζαντινοί. Η γενίκευση των όρων Βυζάντιο, Βυζαντινή αυτοκρατορία, βυζαντινός κ.λπ. επιβλήθηκε χάρη στην ευκολία ως προς τη χρήση και τη δημιουργία παράγωγων όρων (βυζαντινή μουσική, βυζαντινισμός, βυζαντινολογία κ.ά.).
Πάντως, δεν είναι παντελώς αστήριχτη η χρησιμοποίηση του όρου Βυζάντιο προς υποδήλωση της νέας αυτοκρατορίας. Πάμπολλοι συγγραφείς, που αναδείχθηκαν μέσα στους κόλπους της, χρησιμοποιούν τον όρο αυτό, όταν αναφέρονται ειδικά στην Κ. Πόλη. Αυτό τουλάχιστον κάνει ο κορυφαίος ιστορικός της πρώτης περιόδου, ο Καισαρεύς Προκόπιος. Πολλοί λόγιοι χρησιμοποιούν τη λέξη για επίδειξη αρχαιομάθειας. Συγκεκριμένα, ο Κων/νος Μανασής σ’ ένα στιχούργημά του γράφει:
«Ώ γη Βυζαντίδος, ώ πόλις τρισόλβιό, οφθαλμέ της γης. κόσμε της οικουμένης».
Αλλά και σε ένα από τα κείμενα των ύστατων στιγμών της αυτοκρατορίας, στην περίφημη «Άλφάβητον παραινετικήν προς τούς νέους», που αφιερώνεται στον Γ. Γεννάδιο, άλλως Σχολάριο, σημειώνεται ίσως από αντιγραφέα του κώδικα, ίσως από αναγνώστη προσθετικά ο ακόλουθος καταληκτικός στίχος: «Ώς καλώς έφησας, ώ κλέος (= καύχημα, δόξα) Βυζαντίου». Μόνον που για τους θαυμαστές και οπαδούς του ο Γεννάδιος δεν ήταν «κλέος» αποκλειστικά για την Κ. Πόλη. Είχε ευρύτερη εμβέλεια.
Ο χαρακτήρας της νέας αυτοκρατορίας
Ο γράφων από ετών τόσο στις παραδόσεις του όσο και σε γραπτά του, αντί του όρου Βυζαντινή αυτοκρατορία, χρησιμοποιεί την ονομασία Αυτοκρατορία της Κ. Πόλεως. Όπως η Ρώμη έδωσε το όνομά της στο ιστορικό δημιούργημά της, το αυτό προνόμιο πρέπει να αναγνωριστεί και στην Κ. Πόλη. Διότι, όπως λέγει και το παλαιό δημοτικό άσμα, «Ή Πόλη ήταν τό σπαθί, ή Πόλη τό κοντάρι». Στη συνέχεια το αυτό άσμα δίνει το λαϊκό όνομα της αυτοκρατορίας που ήταν Ρωμανία. Όρος που όμως και πάλι παραπέμπει στην Ρώμη, ενώ ο όρος Αυτοκρατορία της Κ. Πόλεως θα μπορούσε ίσως με κάποια δόση υπερβολής να χαρακτηριστεί ως αντί-Ρώμη.
Και τούτο γιατί κάτω από την εύθραυστη κρούστα του ρωμαϊσμού, που ήταν τιτλικό όνομα, κόχλαζε μία άλλη, μη ρωμαϊκή, πραγματικότητα, ο Ελληνισμός, που, παρά την αρχική σπίλωση, αυτός τελικά έδωσε τον τόνο, την ουσία, τα ιδιαίτερα προσδιοριστικά στοιχεία στην αυτοκρατορία, η οποία από τα μέσα του 7ου αί. ταυτίζεται με τη μοίρα του ελληνικού κόσμου «και τείνει να αποβεί ο χώρος της πολιτικής και της πολιτιστικής του δραστηριότητος». Μπορεί κατ’ όνομα η de jure η αυτοκρατορία να ήταν ρωμαϊκή, de facto όμως ήταν ελληνική. Ο ελληνικός η ελληνόφωνος κόσμος έδωσε το βασικό πληθυσμιακό σώμα της και τα ιδιαίτερα προσδιοριστικά στοιχεία της.
Δεν αμφισβητούμε πως η αυτοκρατορία ήταν ένα μωσαϊκό λαών, ένα πολυφυλετικό κράτος. Άλλα στο μωσαϊκό αυτό η ελληνικότητα έδωσε τις κύριες μορφές. Οι λοιποί λαοί έπαιξαν ρόλο περιφερειακών ψηφίδων. Παρότι, ως ιστορικός, αποφεύγω τις συγκρίσεις ανόμοιων πραγμάτων και εποχών, μικρή αντιστοιχία μπορώ να βρω στο σχηματισμό των ΗΠΑ. Ένα κράτος κράμα λαών όπου τουλάχιστον ως τα μέσα του 20ού αί. τον τόνο σε όλες τις εκφράσεις της ζωής (πολιτική. παιδεία, πολιτισμό, κυρίως γλώσσα) έδινε το αγγλοσαξονικό στοιχείο.
Αυτό σε ευρύτερη έκταση και σε μεγαλύτερο βάθος ίσχυσε για την Αυτοκρατορία της Κ. Πόλεως. Δεν είναι συνεπώς απορίας άξιο που διαπρεπείς ξένοι ιστορικοί θεωρούν το κράτος που θεμελίωσε ο Κωνσταντίνος ως μία συνέχεια της ελληνικής παραδόσεως. Ο μεγάλος Άγγλος ιστορικός Bury τονίζει ότι «ο πολιτισμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έχει βαθείας ρίζας εις το παρελθόν, ήτο απλώς η τελευταία φάσις του ελληνικού πολιτισμού». Επίσης και ο δικός μας μεγάλος βυζαντινολόγος Δ. Ζακυθηνός αρχίζει την περισπούδαστη ιστορία του με τη φράση του Heisenberg: «Το Βυζάντιον είναι το εκχριστιανισθέν Ρωμαϊκόν κράτος του ελληνικού έθνους». Ο Κων/νος Άμαντος στην δική του ιστορία παραπέμπει στον διαπρεπή Γάλλο L. Brehier, Ο οποίος γράφει τα ακόλουθα:
«Το Βυζαντινόν κράτος είναι η οργανική ανάπτυξις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, άλλ έγινεν ελληνικόν και χριστιανικόν και ευρίσκομεν εις αυτό ηνωμένα τα τρία θεμελιώδη στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού: τον Ελληνισμόν, το Ρωμαϊκόν Δίκαιον και τον Χριστιανισμόν ».
Ακόμη και ο πιο αντιπροσωπευτικός σοβιετικός βυζαντινολόγος ιστορικός, ο Μ. Β. Λεφτσένκο, παρόλο που δίνει έμφαση στα οικονομικά δεδομένα, δεν μπορεί να παραβλέψει τα ελληνικά στοιχεία της αυτοκρατορίας, έστω και αν τα περιορίζει στα οικονομικά πλαίσια. Γράφει: «Στην Ανατολή διατηρούνταν ακόμα οι οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές παραδόσεις των ελληνιστικών μοναρχιών, που με τη σειρά τους ήταν κληρονόμοι των μεγάλων μοναρχιών της αρχαίας Ανατολής».
Ο Κ. Μάρξ μπορεί να ονόμαζε το Βυζάντιο «Ρώμη της Ανατολής», άλλα η Κ. Πόλη μόνον Ρώμη δεν ήταν. Και πολύ περισσότερο δεν ήταν η ιστορία της αυτοκρατορίας της μια εποχή παρακμής, όπως υποστήριξαν οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού και ο κορυφαίος ιστορικός, ο Γίββων, που εκπροσωπεί το πνεύμα του Βολταίρου. Ο Λεφτσένκο. προς τιμήν του. στα χρόνια του σταλινισμού θα γράψει:
«Πρέπει να απορρίψουμε τις απόψεις που διατηρήθηκαν ως τα χρόνια μας, ότι σημειώθηκε πλήρης κατάπτωση του πολιτισμού αυτούς τους αιώνες, ότι σημειώθηκε κατάπτωση της αρχιτεκτονικής. της ζωγραφικής και της διακοσμητικής τέχνης, ότι η εποχή μετά τον Κωνσταντίνο δεν άφησε αξιόλογα μνημεία τέχνης»
Και ως κύριο επιχείρημα για την άποψη αυτή προβάλλει τον ναό της Αγίας Σοφίας, το κτίσμα του Ιουστινιανού, «όπου η αρχαία ελληνιστική παράδοση μεταπλάθεται πάνω στη βάση πολύμορφων ανατολικών επιδράσεων». Ακόμη και ο Κύριλ Μάνγκο (Cyril Mango) που με δυσπεψία μιλά για τις ελληνικές καταβολές της Αυτοκρατορίας της Κ. Πόλεως, αναφερόμενος στην περίφημη επιστολή του Μεγάλου Βασιλείου «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ώφελοΐντο λόγων», σημειώνει πως ο σοφός ιεράρχης «έγραψε με αυτό τον τρόπο, γιατί αγαπούσε την “εκλεπτυσμένη” φιλολογία όσο και κάθε καλλιεργημένος άνθρωπος τον 4ο αιώνα. Η ιδέα να απορρίψει την ειδωλολατρική κληρονομιά δεν πέρασε καν από το μυαλό του νομοθέτη του ανατολικού μοναχισμού». Ως τέτοιον νομοθέτη εννοεί ο Mango τον Βασίλειο. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι τα μοναστήρια έγιναν τα σημαντικότερα εργαστήρια για την αντιγραφή και φύλαξη των αρχαίων κειμένων. Μπορεί σε κάποιους ψαλμούς να ακούγονται λοιδορισμοί για τους αρχαίους σοφούς και την αρχαία σοφία, αλλά η Εκκλησία είχε τη σοφία να διαφυλάξει αυτή την συχνά υβριζόμενη από δικούς της εκπροσώπους σοφία.
Μπορεί ακόμη ο Χριστιανισμός κι ας μην ξεχνάμε τα πλέγματα και τα πλήγματα των Διωγμών να υπήρξε κατά τους πρώτους αιώνες της παρουσίας του αντίμαχος του Ελληνισμού, τελικά όμως τα δύο μεγάλα αυτά ρεύματα σχημάτισαν «μισγάγκεια», έσμειξαν σε μία κοινή κοίτη και η χριστιανική Εκκλησία, όπως παρατήρησε ο μεγάλος Ρουμάνος βυζαντινολόγος Jorga, έγινε ο κύριος συντελεστής του εξελληνισμού της αυτοκρατορίας. Ας μην παραβλέπεται ότι οι κορυφαίοι μελετητές της αρχαίας ελληνικής γραμματολογίας, από τον Βασίλειο ως τον Φώτιο και τον Θεσσαλονίκης Ευστάθιο, ήσαν κληρικοί.
Όπως ο Χριστιανισμός παρέλαβε και αφομοίωσε όλη την ιουδαϊκή παράδοση, έτσι και η Αυτοκρατορία της Κ. Πόλεως παρέλαβε και απορρόφησε τη ρωμαϊκή, την ελληνική και τη χριστιανική παράδοση, από τον συγκρητισμό αυτό σχηματίσθηκε μία πληθυσμιακή ζύμη, που χάρη στην ελληνική παιδεία και στην ευρύτερη πολιτιστική των Ελλήνων δημιουργία προσέλαβε σταδιακά ελληνικό η ελληνίζοντα χαρακτήρα. Όσο πλησιάζουμε προς τα νεότερα χρόνια, ο ελληνικός χαρακτήρας ενδυναμώνεται και, πριν ήδη καταρρεύσει η αυτοκρατορία, παρατηρείται μία έντονη πνευματική κίνηση από μέρους ελληνοθρεμμένων λογίων για μία αποσύνδεση από την ψευδεπίγραφη ρωμαϊκή πολιτική παράδοση και μία σύνδεση με την ελληνική.
Η Τουρκοκρατία ανέκοψε αυτή την πορεία προς την αυτοεξελλήνιση της Αυτοκρατορίας. Η τάση αυτή έστω και υπό δυτική επιρροή θα εμφανιστεί πιο έντονη μετά το σχηματισμό του νεώτερου ελληνικού κράτους (κι όχι έθνους, όπως διατείνονται ανεμωλίως μερικοί), σε έκταση τέτοια που να υποτιμηθεί η ιστορία της Αυτοκρατορίας. Κι όμως η Κ. Πόλη και η Αγία Σοφία ήσαν απαρχής στο κέντρο του απελευθερωτικού οράματος. Με την παρέλευση του χρόνου και την πρόοδο των βυζαντινών σπουδών έγινε πλέον ορατό και από τυφλό ότι ο «ένδοξός μας Βυζαντινισμός», όπως τον λέγει ο Κων/νος Καβάφης, είναι συστατικό της «νέο»-ελληνικής ιδιοπροσωπίας.
Το κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο: Η αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως του Σαράντου Καργάκου
Hey! I could have sworn I’ve been to this blog before but after checking
through some of the post I realized it’s new
to me. Nonetheless, I’m definitely glad I found it and I’ll be
book-marking and checking back frequently!
Σας ευχαριστώ πολύ!