Ένα διήγημα γεμάτο με μνήμες από εικόνες μυρωδιές και γεύσεις.
Άη-Γιιάννης: μνήμες παιδικές ανίκητες!!…..
Η πάνινη κοιιτσούνα
-Κλείσε τα μάτια γιαγιάκα!!
Στεκόσουν μπροστά μου και τα χεράκια σου σταυρωμένα πίσω σου, έκρυβαν κάτι που κρατούσες για να μου δώσεις έκπληξη. Στα ματάκια σου έλαμπε εκείνο το φως που αντανακλά την ομορφιά της παιδικής σου ψυχούλας. Έκλεισα τα μάτια παραξενεμένη και ένοιωσα την ζεστασιά από μια μαλακή γουνίτσα.
-Τι είναι; σε ρώτησα.
-Άνοιξε τα τώρα γιαγιά!! Αυτό το χαριτωμένο αρκουδάκι είναι δικό σου! Στο χαρίζω!! Γιατί εσύ δεν έχεις κανένα παιχνίδι, να παίζεις!!
Είπες!! Και πριν προλάβω να αντιδράσω είχες βάλει στην αγκαλιά μου ένα λούτρινο ζωάκι σε απαλές σιέλ αποχρώσεις. Ένα υπέροχο συναίσθημα με διαπέρασε. ‘Ένα συναίσθημα που με παίρνει μαζί του, το νοιώθω σε όλο μου το κορμί και τα μάτια μου υγραίνονται!!
-Μα πώς ήξερες;
-Εγώ δεν ξέρω χαζούλα γιαγιά; Νομίζεις! Έχω δει πολλές φορές το παιδί που έχεις βαθειά μέσα σου σε μέρος κρυφό προφυλαγμένο. Δεν βλέπω πόσο σου αρέσει το παιχνίδι μας; Δεν καταλαβαίνω ότι τρελαίνεσαι στα χάδια, στα φιλιά μου, όταν σε πειράζω, όταν σου κρύβω τα πράγματα σου και κάνεις ότι θυμώνεις τάχατες και ξέρω καλά όταν στο κρυφτό που παίζουμε πολύ λίγο σε κρύβουν οι κουρτίνες, οι καρέκλες ή ο καναπές και όμως ξαφνιάζεσαι που σε βρίσκω, όπως κάνουμε όλα τα μικρά παιδιά;
Νιώθω όλο και πιο πολύ να με συνεπαίρνει εκείνο το συναίσθημα, με διαπερνά με ρίγος σ’ όλο μου το κορμί και είναι ακριβώς το ίδιο όπως ακριβώς το ένοιωσα πριν πολλά-πολλά χρόνια όταν παιδί και εγώ περίπου στην ηλικία σου μου χάρισαν το πρώτο μου παιχνίδι. Δως μου το χέρι σου μωρό μου!! Η μνήμη σαν μυρωδιά από φασκομηλιά με συνεπαίρνει σ’ ένα ταξίδι προς τα πίσω, στον τόπο καταγωγής μου, στο ορεινό χωριό μου, τον Άγιο Ιωάννη Ιεράπετρας και θέλω να μοιραστώ μαζί σου κείνα τα Βιώματα, τις παιδικές μου εμπειρίες, που υπήρξαν καθοριστικές για την προσωπική μου εξέλιξη.
Κάπου εκεί ανάμεσα στις πρώτες εβδομάδες στο ξεκίνημα της σχολικής χρονιάς πρωτάκι και εγώ, στο σχόλασμα κρατώ την σχολική μου τσάντα (δώρο της νονάς μου) και τρέχω να προστατευτώ από το τσουχτερό ξεροβόρι που είχε αρχίσει πολύ νωρίς εκείνη την χρονιά. Ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας μια πόρτα ανοιχτή με περιμένει. Η ξύλινη πόρτα έμενε ανοιχτή για να με δεχτεί η γιαγιά η κ. Όλγα κάθε απόγευμα όπως μου είχε αρμηνέψει η μάννα να κάνω. Η αγαθή γερόντισσα είχε πάντα λίγη φωτιά στην παραστιά της και ένα σκαμνί κοντά για να ζεστάνει το παιδί που σαν σπουργίτι κρύωνε και πεινούσε, και είχε πάντα κάτι να με φιλέψει, μαζί με την καλοσύνη της καρδιάς της. Εκεί κούρνιαζα καθημερινά μετά το σχόλασμα, γιατί οι γονείς μ’ ότι καιρό και να ‘χε έδιναν την μάχη της επιβίωσης καλλιεργώντας την γη που μας ζούσε. Κείνα τα μετακατοχικά χρόνια όλοι οι συγχωριανοί μου γιάτρευαν τις πληγές που αφήνει ένας πόλεμος, μια κατοχή, και ένας εμφύλιος σπαραγμός. Στο ορεινό χωριό μου που δεν είχε ούτε δρόμους, ούτε ηλεκτρικό, ούτε καμιά από τις ανέσεις του σημερινού πολιτισμού, η ζωή ήταν επίπονη και σκληρή, αλλά παρόλα αυτά καταφέρναμε να επιβιώνουμε με αυτά που μας έδινε η γης και τα ζωντανά μας. Το ψωμί μας το τρώγαμε με τα σιτηρά που σπέρναμε και θερίζαμε. Λιγοστό το λαδάκι από τις ελιές μας. Το κρασί από τα αμπέλια μας πατημένο με τις πατούσες στα πατητήρια μας και τα ρούχα μας υφασμένα στον αργαλειό από το ολόχρυσο λινάρι, ή το μαλλί από τα πρόβατα μας. Κάθε εποχή είχε τα δικά της καλούδια και το λιγοστό χώμα στις καλοδουλεμένες και σκαμμένες πεζούλες στις πλαγιές των βουνών μας μάς έδινε σχεδόν ότι χρειαζόμασταν για την διατροφή μας. Όμως ο κόπος πολύς και οι καιροί πονούσαν!!
Η αγαθή γερόντισσα που με καρτερούσε στο σχόλασμα μου, ήταν πια πολύ ηλικιωμένη για να εργάζεται στα χωράφια και έτσι έβρισκα πάντα μια γωνιά να ζεσταθώ, ωσότου γυρίσουν οι δικοί μου γονείς. Η ίδια με τις γνώσεις που πρακτικά είχε αποκτήσει, είχε βοηθήσει σχεδόν όλες τις γυναίκες του χωριού στην μοναδική, ιερή ώρα του τοκετού σαν μαμή!!
Η κ. Όλγα δεν ήξερε γράμματα ούτε υπήρχε σχολείο όταν ήταν παιδί, γι’ αυτό πολλές φορές την έβλεπα που παρακολουθούσε την δική μου μελέτη με μια ευχαρίστηση λες και άκουγε μουσικές νότες στην προφορά του αλφαβήτου. Θυμάμαι ακόμη την έκφραση της σε κείνο το ανάγνωσμα στο παλιό μου αλφαβητάρι όπου η παιδική μου φωνούλα έκανε μια παύση κάτι σαν λυγμό όταν συλλάβισα τα δώρα που έδινε η μητέρα στα παιδιά.
-Μίμη να ένα τόπι!
-Άννα να ένα μήλο!
Κοίταζα με ζήλια το νινί δηλαδή την κούκλα στη ζωγραφιά και η φωνή της με ξάφνιασε.
-Δεν έχεις εσύ Σπυριδούλα κουτσούνα;
Έκανα «τσου» με το κεφάλι πίσω και συνέχισα την ανάγνωση μου ώσπου να μάθω και να πω νεράκι το μάθημά μου.
Την άλλη μέρα η Αγία γερόντισσα ζητώντας μου να κλείσω τα μάτια όπως ακριβώς εσύ τώρα, μου έκρυψε στην αγκαλιά μου ένα υπέροχο δώρο. Μια πάνινη κούκλα, κουτσούνα όπως την λένε στο γενέθλιο τόπο της ταυτότητας μου. Μια χειροποίητη κούκλα φτιαγμένη από υλικά που βρέθηκαν στο σπιτικό της.
Πήρα το δώρο μου και το συναίσθημα που ένοιωσα ήταν η απέραντη ευγνωμοσύνη για κείνη την ηλικιωμένη γυναίκα. Μαζί μού χάρισε και ένα κουτί σιδερένιο που πάνω του έγραφε με κεφαλαία γράμματα «ΑΓΚΟΝ» γεμάτο με χρωματιστά κουρελάκια βελόνα και κλωστή για να ράβω «τα κουτσουνικά μου» τα φορέματα δηλαδή της κουτσούνας μου.
Πάμε λοιπόν μικρούλα μου!! Πίσω στα χρόνια τα παιδικά. Τώρα πιστεύω μπορείς να καταλάβεις τα βιώματα μου. – Δως μου το χέρι σου και πιάσε την Λαχτάρα μου!!
Στο ένα χέρι κρατώ την σχολική μου τσάντα στην αγκαλιά σφιχτά την κουτσούνα μου και στο άλλο χέρι ένα κομμάτι κεραμικό από σπασμένο λαγήνι που με φροντίδα η κ. Όλγα πάνω σε μια κουταλιά στάχτης τοποθετούσε 1 μικρό αναμμένο κάρβουνο για να ανάψω και γω την δική μας φωτιά ώσπου να φανούν οι δικοί μου.
Τα αδύνατα πόδια μου με τα λειωμένα μου παπούτσια σχεδόν δεν πατούν το καλντερίμι στο σοκάκι μας.
Πετώ!! Σαν να ‘χω φτερά, με το πολύτιμο δώρο μου που μόλις πριν λίγο μου χάρισαν.
Πάμε να γνωρίσεις το πατρικό μου σπίτι και τις συνήθειες κείνων των χρόνων.
Η πόρτα μας δεν κλείδωνε ποτέ, γιατί δεν υπήρχε και κανένας λόγος μιας και οι γείτονες μας δεν πείραζαν ποτέ τίποτα από τα υπάρχοντα μας. Ένα ταβλί «μάνταλος» τραβιόταν και άνοιγε η ξύλινη πόρτα που προστάτευε ότι υπήρχε στο εσωτερικό του σπιτιού. Ένα δωμάτιο όλο και όλο, στην γωνιά ο αργαλειός, ένα χειροποίητο τραπέζι, 2-3 καρέκλες και μια παραστιά. Ένας μικρός οντάς για το κρεβάτι μας και στην γωνιά πάνω στην ειδικά πελεκημένη πέτρα το σταμνί με το νερό! Στον τοίχο μια πιατοθήκη με λίγα πήλινα σκεύη. Και κάτω από το σπίτι ένας μικρός σταύλος για τα ζωντανά και τις κοτούλες μας.
Και τώρα πρωτού το φως της μέρας χαθεί και το σκοτάδι πυκνώσει πρέπει να ανάψω την φωτιά μας πρωτού σβήσει και το κάρβουνο που κρατώ στο σπασμένο κεραμικό. Τοποθετώ το κάρβουνο στο ξερό αχινοπόδι και πάνω σταυρωτά μικρά κλαδάκια όπως μου ‘δείξε η μάννα. Πήρα το καλάμι με τους τρυπημένους στο εσωτερικό του κονδύλους, Βάζω στο στόμα σαν φλογέρα και φυσώ. Στην αρχή σιγά- σιγά και μετά δυνατότερα! Ο καπνός που κάνουν οι σπίθες που εκτοξεύονται μέσα στο ξερό αχινοπόδι μου τσούζουν τα μάτια, και μου προκαλούν κρούψιμο. Ωστόσο πρέπει να συνεχίσω το φύσημα, λίγο ακόμη ώσπου οι μικρές γλώσσες φωτιάς ξεκινούν να γλύφουν τα ξερά ξύλα, και σε λίγο η φωτιά γέμισε την παραστιά μαζί και την ψυχούλα μου.
Κατέβασα και άναψα προσεκτικά τον λύχνο μας με το καινούριο φυτίλι που είχε φροντίσει το πρωί η μάννα, «έτριβε στα χέρια λίγες κλωστές ώσπου να γίνουν ένα σκοινάκι και το Βύθιζε μέσα στο λαδάκι του λύχνου».
Μετά γέμισα το πήλινο μαυρισμένο τσικάλι νερό από το σταμνί με το ξερό σταμναγκάθι στο λαιμό και το τοποθέτησα στην παραστιά μας ώστε να ‘νε ζεστό, έτοιμο μόλις φτάσουν οι γονείς μου να βράσουν τα λαχανικά και οι πατατούλες που θα ‘φερναν από το χωράφι μας. Ύστερα και γιατί το φθινόπωρο (εποχή της σποράς) ο πατέρας με τα γαϊδουράκια μας όργωνε τα χωράφια μας και η μάννα μάζευε κείνα τα πεντανόστημα σποράκια της ξυνίδας μέσα από την γη όπως έβγαιναν με την αυλακιά που άφηνε το υνί από το αλέτρι. Είχα έτοιμο και το τηγάνι μας το ίδιο μαυρισμένο και αυτό για να ψηθούν τα νοστιμότερα σνακ που υπήρξαν ποτέ και μοσχοβολούσε η γειτονιά.
Όταν ήταν όλα έτοιμα κάθησα στο πεζούλι δίπλα στην παραστιά (όχι πολύ κοντά στην φωτιά) γιατί στα πόδια τα δακτυλάκια είχαν ήδη αρχίσει οι χιονίστρες να πονούν και να φαγουρίζουν. ‘Ένα μαρτύριο που κρατούσε σχεδόν όλο τον χειμώνα!!
Εκεί στο φως του λύχνου πήρα στα χέρια και στην ποδιά μου την κουτσούνα μου, να γνωριστώ μαζί της και να την παρατηρήσω με προσοχή.
Η κ. Όλγα είχε κόψει ένα παλιό λειωμένο τσουβάλι από αλεύρι πεντακάθαρο, πλυμένο στην καλάθα με «αλουσά» έτσι ήταν τότε τα πλυντήρια ρούχων και είχε φτιάξει το κορμί, χέρια, πόδια και κεφάλι παραγεμισμένα με μικρά κουρελάκια, και ήταν εξαιρετικά μαλακή. Πήρε από τη ρόκα της ίνες ξασμένου λιναριού και έραψε στο κεφαλάκι της μπούκλες χρυσές. Στο πρόσωπο είχε κεντήσει 2 φρύδια καμάρες, 2 μάτια σαν αμύγδαλα και με κλωστή Βαμμένη με Βάμμα κατακόκκινο ένα στόμα, μια κυματιστή γραμμή ίδια περισπωμένη!!
-Τι είναι γιαγιά η περισπωμένη;
-‘Έχεις δίκιο καρδιά μου η περισπωμένη είναι για σένα άγνωστη λέξη. Πιο παλιά όμως στο πολυτονικό σύστημα της γλώσσας μας υπήρχαν σημαδάκια τονισμού των λέξεων και κανόνες που έπρεπε να τηρούνται. Ένα παράδειγμα: Όταν μια λέξη πάθαινε συναίρεση δηλαδή αντί αγαπάω-αγαπώ, πηδάω-πηδώ, ξεγελάω-ξεγελώ, τονιζόταν στην λήγουσα και έπαιρνε πάντα περισπωμένη. Για κείνη την περισπωμένη είχα φάει μερικές ξυλιές στα χεράκια με μια βίτσα από σφάκα για να θυμάμαι τους κανόνες τονισμού, (όπως όλα τα παιδιά τα χρόνια εκείνα).
Κείνη η περισπωμένη όμως στο στόμα της κούκλας μου μ’ έκανε ν’ αγαπήσω όλες τις περισπωμένες των λέξεων και να μην ξεχάσω ποτέ κανένα κανόνα!
Επειδή οι γονείς μου είχαν 2 ώρες δρόμο να γυρίσουν με τα πόδια και τα ζωντανά μας, η κοιλίτσα μου άρχισε να γουργουρίζει και υπέθεσα ότι και η κουτσούνα μου θα πεινούσε, πήρα όπως έβλεπα όλες τις μωρομάνες κοπέλες του χωριού και αγκάλιασα την κούκλα μου στο μέρος της καρδιάς εκεί στο ανύπαρκτο Βυζάκι μου για να πιεί τάχα μου γάλα και να την κοιμήσω. Κάποτε όταν ήσουν μικρότερη σ’ είχα δει να κάνεις και εσύ ακριβώς το ίδιο με την δική σου κουκλίτσα και συγκινημένη αναρωτήθηκα ποιο αρχέγονο ένστικτο μας συνοδεύει από γεννησιμιού μας και μας καθοδηγεί στην εξέλιξη και διαιώνιση του είδους μας;
Πήρα να την κουνάω σιγά και της τραγούδησα ένα τραγουδάκι που μόλις είχα μάθει με τρυφερή φωνή όπως κάνει κάθε μάννα για να κοιμήσει το μωρό της:
Κάνε νάνι, κάνε νάνι, να περάσω την κλωστή, να σου ράψω το φουστάνι, που θα βάλεις στην γιορτή!
Κι αν σου βρουν ψεγάδια τόσα, στο φουστάνι που φοράς, κάποτε θα μεγαλώσω, και Θα ράβω πιο καλά.
Κάνε νάνι, κάνε νάνι, κούκλα μου ξανθομαλλού, και θα δεις στα όνειρα σου, την νεράιδα του γιαλού.
Και αλήθεια για μένα κείνο το βράδυ είδα τα ωραιότερα όνειρα της παιδικής μου ζωής που αργότερα κατάφερα να τα κάνω παραμύθια και ιστορίες. Την κουτσούνα μου την Βάφτησα Δοξανιώ, το όνομα της γιαγιάς που δεν γνώρισα ποτέ, και την είχα πάντα στην αγκαλιά μου, όπου πήγαινα και όπου βρισκόμουν.
Όμως κάποτε μετά από μια θύελλα που έμελε να αλλάξει τα πάντα στην ζωή μου, την έχασα. Ο τυφώνας που με πήρε από τον Άη-Γιάννη και με έριξε σε μια πολιτεία χιλιόμετρα μακριά, καμιά σχέση δεν είχε με το ορεινό χωριό μου. Έτσι γνώρισα ένα κόσμο που πολλές φορές αναρωτιόμουνα πώς να ‘ναι πίσω από τα βουνά που ζούσα ή κάτω μακριά πέρα από την θάλασσα. Πού πήγαιναν τα καράβια που περνούσαν κοντά στο γιαλό, και απάντηση δεν είχα για όλα τα ανεξήγητα της παιδικής μου ηλικίας.
Κατάφερα μόνο να κρύψω βαθιά στα κατάβαθα της ψυχής μου τον λατρεμένο τόπο της γέννησης μου και τον κουβαλώ μαζί μου, σαν παράπονο ή σαν τραγούδι όπως είχα ακούσει στο θρόισμα των πευκοβελόνων ακόμη και όταν δεν φυσούσε καθόλου άνεμος.
Στην πόλη που πήγα οι άνθρωποι είχαν πολλά καλά που τα αγόραζαν από τα μαγαζιά φορούσαν ωραία ρούχα και παπούτσια και τα παιδιά έπαιζαν με παιχνίδια που και αυτά πουλιόταν στα μαγαζιά με βιτρίνες. Όμως εγώ ένοιωθα να πνίγομαι χωρίς τα βουνά και τον ουρανό του χωριού μου, και απορούσα πώς γίνεται να αναπνέουν οι άνθρωποι χωρίς αέρι. Το αέρι που κατέβαινε από το δικό μας Αφέντη μύριζε φλισκούνι, και ακονιζά και έδινε ζωή σε φυτά, ζώα και ανθρώπους.
Τα ψεύτικα παιχνίδια δεν μου έδιναν καμιά χαρά και σκεφτόμουν με λύπη τι να ‘χε γίνει η δική μου η Δοξανιώ αλλά παρηγοριόμουν με την ιδέα ότι κάποιο άλλο παιδάκι θα την είχε βρει και θα ‘παίζε μαζί της.
Κάνω ψυχή μου μια ευχή: Να ζήσεις κάποτε έστω και λίγο στον τόπο που γεννήθηκα και να γνωρίσεις και συ τις δικές σου ρίζες. Όχι-όχι μην τρομάζεις!! Δεν θέλω να νοιώσεις στα πόδια σου χιονίστρες, ούτε και την κοιλίτσα σου να γουργουρίζει. Δεν θέλω να νοιώσεις ταπεινωμένη όπως εγώ για την λαχτάρα σου να έχεις μια φέτα άσπρο ψωμί από κουλούρα που έτρωγαν καμιά φορά τα παιδιά στα σοκάκια όταν τύχαινε να κατέβουν οι γονείς τους στην Ιεράπετρα.
Δεν εξυμνώ την φτώχεια κείνων των χρόνων!! Όμως ξέρω ότι ίσως ήταν η αφορμή για να βιώσω την αξία της ομορφιάς σε όλες μου τις αισθήσεις. Αν δεν πεινούσα δεν θα ‘νιωθα την στυφόγλυκη γεύση στον ουρανίσκο από τα μικρά αχλαδάκια του αγκούτσακα που όταν ωρίμαζαν ήταν γλυκά σαν σοκολατάκια. Η ταπεινή φασκομηλιά με τα τραγανά και μυρωμένα της μηλαράκια μας δρόσιζε στις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού στο πολύωρο περπάτημα που γινόταν καθημερινά για να πάμε στα χωράφια μας.
Μα κείνο που κέρδισα στον τόπο καταγωγής μου ήταν η μύηση μου στα 2 θαύματα αυτού του κόσμου. Στην ποίηση και στην μουσική. Γιατί ποίηση δεν είναι μόνο λέξεις γραμμένες στη σειρά, είναι τα βιώματα και η κατανόηση της φύσης που μας περιβάλει, η ομορφιά της εναλλαγής των εποχών, η συμπεριφορά των ζώων και των φυτών.
Μόνο η ποίηση σου μιλά για την λαχτάρα των φυτών που ανθίζουν και με τα πανέμορφα χρώματα των λουλουδιών καλούν τα ζουζούνια να τα επισκεφτούν για το γλυκό τους νέκταρ, και κει στον τρελό τους χορό να γίνεται η επικονίαση για την διαιώνιση κάθε είδους τους.
Και η μουσική δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη αίσθηση από την ομορφιά των ήχων των βοριάδων και των νοτιάδων και όλων εκείνων των ανέμων «που οι αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν θεοποιήσει» καθώς κατέβαιναν τις πλαγιές των βουνών ανάμεσα από χαράδρες, φαράγγια και λαγκαδιές γεμάτες δέντρα, κάνοντας τις πηγές των νερών να τραγουδούν και τα κεφάλια από τα στάχυα σιταριού να λυγούν γεμίζοντας το πεντάγραμμο του σύμπαντος μέσα στις νότες με μπάσα.
Χωρίς ήχους δεν θα καταλάβαινα το τραγούδι των πουλιών και των ζώων την κραυγή. Το ερωτικό τους κάλεσμα, το μάλωμα των παιδιών τους και γενικά την επικοινωνία μεταξύ τους.
Στο φτωχικό χωριό μου ο ουρανός ήταν απέραντος και γαλάζιος. Ο ήλιος γέμιζε τον θόλο του με θάμπος, και η νύχτα ακροπατούσε από το Καστρί ως τα βουνά με την εκκλησία του Προφήτη Ηλία.
Θέλω να ζήσης, να περπατήσεις τα βουνά, τις κοιλάδες και τις ρεματιές που σαν παιδί περπάτησα, να πιείς νερό από πηγές με γάργαρο νερό απ’ τα λιωμένα χιόνια του Αφέντη. Θέλω να γελάσεις όπως εγώ με το αστείο περπάτημα του κάβουρα καθώς τρέχει λοξά να κρυφτεί στις τρύπες που ο ίδιος ανοίγει κατά μάκρος του καταπότη που γεμίζει με πηγαία νερά. Να δροσιστείς στην ρίζα της γέρικης ελιάς και να γευτείς γεύσεις πρωτόγνωρες καρπών από φυτά και δέντρα που μεγαλώνουν σε χωράφια χέρσα και ακαλλιέργητα και που όμως δίνουν αιώνια την ίδια γεύση στο στόμα.
Τότε: θα καταλάβεις και θα γνωρίσεις την ψυχή της γιαγιάς σου δίχως να κάνεις κανένα λάθος, τους λόγους που είναι δεμένη μ’αυτόν τον παράδεισο της, το χωριό της, τον Αη- Γιάννη και θα νοιώσεις την ανάγκη της να κρύβει μέσα της το παιδί που επιμένει πεισματικά να Βλέπει τον κόσμο όμορφο και πολύχρωμο όπως ακριβώς τον ζητά η ζωή στα μέτρα της καρδιάς της. Αμήν.
Το παραπάνω κείμενο αντλήθηκε από το ημερολόγιο του 2020 που εξέδωσε ο Σύλλογος Ανάπτυξης Αγίου Ιωάννη, ενός χωριού της Ιεράπετρας.
Το ημερολόγιο μου το έκανε δώρο ο φίλος Νίκος Αθάνατος από την Ιεράπετρα.
Το εξαιρετικά έντεχνα φτιαγμένο διήγημα περιγράφει μια Κρήτη που δεν υπάρχει πια, που είχα όμως την τύχη να την προλάβω έστω ξώφαλτσα την δεκαετία του 80, θεωρώ πως δεν υπάρχει άνθρωπος που έχει ζήσει σε χωριό της Κρήτης, πάνω από τα 40 έτη που δεν θα συγκινηθεί! Πολλά πολλά συγχαρητήρια στην συγγραφέα. κυρία Σπυριδούλα!
Συγχαρητήρια επίσης σε όσους συνέβαλαν για να εκδοθεί αυτό το ημερολόγιο.