Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ζ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ
Ο Δημήτριος Ζ. Φιλιππότης μπορούμε νά πούμε, ότι είναι ό κατ’ έξοχήν ρεαλιστής γλύπτης τής εποχής του, μά πού έζησεν άρκετά χρόνια αργότερα κ’ είχε πολύ μεγάλη καλλιτεχνική παραγωγή. Πρέπει όμως νά παρατηρήσουμε πώς, ό γλύπτης αύτός άρχισεν άπό τό νεοκλασσικισμό τού Κανόβα καί κατόπι μόνος του άλλαξε δρόμο, πήρε νέα ζωή καί γίνηκε ένας δυνατός ρεαλιστής. ‘Ο Δημήτριος Φιλιππότης γεννήθηκε στόν Πύργο τής Τήνου τό 1834. Ό πατέρας του ήταν άρχιτέκτονας. Καί νέος ό Δημήτριος άκολούθησε τόν πατέρα του στό “Αγιον Όρος, όπου έκεΐνος έμεινε έξι χρόνια, γιατί επιστατούσε στήν έργασία τού χτισίματος τού καθολικού καί άλλων οικοδομών τού μοναστηριού τού ‘Αγίου Παύλου, πού έκαμεν ό τότε ηγούμενος Δαμιανός Κομινάτος άπό τήν Κεφαλονιά. Έπειτα, τό 1853, σέ ηλικία μόλις 14 χρόνων, ό Δημήτριος Φιλιππότης πήγε στήν Πόλη έπί κεφαλής πολλών Τηνιακών μαρμαρογλυπτών καί άλλων τεχνιτών, πού έργάστηκαν έκεΐ σέ οικοδομές, κ’ έμεινε στήν Πόλη ως τό 1855.
Κατόπι γύρισε στήν ’Αθήνα κι άρχισε νά σπουδάζει γλυπτική στό Πολυτεχνείο. Εφτά χρόνια σπούδασε στό Πολυτεχνείο, δηλαδή από τό 1855 ώς τό 1862. Ήταν μαθητής τού κλασσικιστή I. Κόσσου καί μάλιστα πολύ καλός μαθητής. Βραβεύτηκε πολλές φορές. Γιά τήν τεχνική όμως τοΰ μαρμάρου έσπούδασε στό μαρμαρογλυφείο των άδερφών Φυτάληδων καί προπάντων ώδηγήθηκε άπό τόν κατόπι καθηγητή στό Πολυτεχνείο Γεώργιο Φυτάλη πού παρακολούθησε τή μόρφωση τοΰ νέου καλλιτέχνη.
Όταν τελείωσε τό Πολυτεχνείο ό Φιλιππότης, άπόχτησεν αμέσως φήμη. Τόν έκάλεσαν τότες στήν ’Αλεξάνδρεια τής Αίγύπτου γιά νά έκτελέσει διάφορες γλυπτικές εργασίες. Θέλησε ν’ άποφύγει τήν άπομάκρυνσή του άπό τήν ’Αθήνα καί γι’ αύτό παρουσίασεν ύπερβολικά μεγάλες άξιώσεις. Μά οί απαιτήσεις του γίνανε δεχτές κ’ έτσι αναγκάστηκε νά δεχτεί καί νά φύγει γιά τήν Άλεξάντρεια. ’Εκεί έφκιασε τίς προτομές τοΰ Τσιτσίνια καί τοΰ Πατριάρχη Νικάνορος. Έπειτα πήγε στή Ρώμη γιά νά τελειοποιηθεί. Καταγίνονταν εκεί 7 άλάκερα χρόνια σέ σπουδές τής γλυπτικής μέ τήν οδηγία τοΰ περίφημου Αιμίλιου Βολφίου. Ό Φιλιππότης στή Ρώμη άπόχτησε τή γενικήν έχτίμηση τοΰ καλλιτεχνικού κόσμου καί τού φιλότεχνου κοινού. Στήν ’Ακαδημία τών ‘Ωραίων Τεχνών έπαιρνε σχεδόν όλα τά βραβεία ’Ανάμεσα στούς καλλιτέχνες εΐχεν άποχτήσει έξαιρετικά τιμητική θέση. ‘Ωστόσο τόν έπιασε τρομερή νοσταλγία. Ήθελε νά ξαναγυρίσει στήν Ελλάδα. Έτσι τό 1869 ξαναγυρίζει στήν ’Αθήνα. Τότες ό νεαρός βασιλιάς Γεώργιος τού άνάθεσε νά τού φκιάσει τήν προτομή του. ‘Ο Φιλιππότης τήν έφκιασε κ’ ή έπιτυχία ήταν μεγάλη. Μ’ αύτή ό γλύπτης έξασφάλισεν υποτροφία τού βασιλικού ταμείου, γιά νά ξαναπάει στή Ρώμη. Τότες έπήγε μαθητής στόν περίφημο Γερμανό γλύπτη Φός (Vos) καί γρήγορα κατάφερε, μέ τό πα- ρουσίασμα νέας εργασίας του, νά πάρει τό 1870 τό «Μεγάλο Γενικό Βραβείο» τής Καλλιτεχνικής έκθεσης τής Ρώμης γιά τό έργο του «Θεριστής», πού στήθηκε στό Ζάππειο. Μόλις γίνη- κε γνωστή ή βράβευσή του μέ τό μεγάλο βραβείο, τόν περικύκλωσαν οί καλλιτέχνες τής Ρώμης κ’ έφώναζαν: «Ζήτω θ Έλληνας Δημήτριος!» Μ’ αύτή τήν άποθέωση ό Φιλιππότης τόσο πολύ έσυγκινήθηκε ώστε λιποθύμησε καί τόν πήγανε μ’ αμάξι στό σπίτι, όπου έμενε! Μαζί μέ τήν τιμητική διάκριση τού μεγάλου βραβείου τού δόθηκαν καί 1000 ’Ιταλικές λίρες. Τότες αμέσως ό Φιλιππότης ξαναγύρισε στήν ’Αθήνα, γεμάτος όνειρα καί σχέδια. “Ανοιξεν άτελιέ έδώ κ’ εργάστηκε πο- Αύ κ’ έπίμονα. Μά δέν έχτιμήθηκεν άρκετά. Έμεινε φτωχός καί κατάντησεν άργότερα νά μαζευτεί σ’ ένα μικρό κι άκατάλ- Αηλο άτελιέ, χωρίς φώς καί χωρίς άρκετές αποστάσεις γιά νά εργαστεί άνετα. ’Απογοητεύτηκε λοιπόν κ’ έγινε γκρινιάρης. Τό 1902 άπογοητευμένος καί θλιμμένος έλεγε στό Θωμά Θωμόπουλο: «Μηδέν, παιδί μου, μηδέν! Νά φύγεις! Νά φύγεις! Νά τί κατάντησε νά φκιάνει ό Φιλιππότης!» Καί τουδειξε ένα σταυρό γιά μνήμα, πού έφκιανε… Καί σά νά μήν έφτανε αυτή ή άπογοήτεψη τού Φιλιππότη, στά γεράματά του έχασε καί τό φώς του. Όταν ήταν πιά τυφλός κ’ είχε πάψει νά εργάζεται, πήρε τό ’Αριστείο Γραμμάτων καί Τεχνών, άνάμεσα στούς πρώτους πού τό πήραν μόλις έσυστήθηκε, τό 1915. Έζησεν άκόμα 4 χρόνια άνάμεσα στά έργα του στό τελευταίο του άτελιέ, στήν άρχή τής όδοΰ Πατησίων, καί πέθανε στήν ’Αθήνα σέ ηλικία 85 χρονών.
’Εργάστηκε πολύ ό Φιλιππότης κ’ έδημιούργησε πολυάριθμα έργα. Τόσο πολύ έδούλευε, προπάντων στό μάρμαρο, ώστε οί σύγχρονοί του τόν έλεγαν «μαρμαροφάγο». Τά κυριώτερα έργα του, σέ χρονολογική περίπου σειρά είναι τ’ άκόλουθα: Οί προτομές τοΰ Τσιτσίνια καί τού Πατριάρχη Νικάνορος, γινομένες στήν Άλεξάντρεια τό 1862. Ή προτομή τοΰ βασιλιά Γεωργίου Α’ τοΰ 1869. Ό «Θεριστής», πού πήρε τό ρεγάλο βραβείο τής έκθεσης τής Ρώμης τού 1870 κ’ είχε στήνει στό Ζάππειο. Οί προτομές τοΰ Α. Μαυροκορδάτου καί τοΰ Κουμουνδούρου, φκιασμένες τό 1871. Ό «Ξυλοθραύστης», πού τό πρόπλασμά του δημιουργήθηκε άπό τό 1872 ώς τό 1875, μά έμεινε 30 χρόνια στό γύψο, χωρίς νά γίνει σέ μάρμαρο, καί, άφοΰ έξετέθη τό 1901 στήν καλλιτεχνική έκθεση του «Παρνασσού», άγοράστηκε καί γίνηκε στό μάρμαρο μ’ έξοδα του Δήμου Αθηναίων καί στήθηκε κοντά στή Ρωσική εκκλησία, άπ όπου τελευταία μεταφέρθηκε στό Ζάππειο. Ό «Μικρός ψαράς», πού είναι στημένος στό Ζάππειο. Ή προτομή τού ποιητή Σπ. Βασιλειάδη, πού είναι στημένη στην Πάτρα. Οί προτομές τής πριγκήπισσας Άλεξάντρας, τού Ήλία Κεχαγιά, τού ’Ιωάννη Καποδίστρια, τοΰ Άγγλου φιλέλληνα Ριχάρδου Τζώρτζ, τοΰ πατριάρχη Φωτίου, τοΰ μητροπολίτη Γερμανού Καλλιγά κι άλλες. ‘Η «Άρτεμις», πού παρουσιάζει τή θεά τοΰ κυνηγιού μέ τό σκύλο της καί βρίσκεται στή Στρατιωτική Λέσχη τής Αθήνας. Καί πολλά αλλα. Μά καί στό Α’ Νεκροταφείο τής Αθήνας ύπάρχουν πολλά μνημεία ποΰναι έργα τοΰ Φιλιππότη. ’Ανάμεσα σ’ αύτά είναι: Άγαλμα καθισμένης γυναίκας στόν τάφο τοΰ Δημ. Γεωργούλα, ή «Μνηστευμένη νεκρά», ό άνδριάς καί τό μνημείο τού Γ. Άβέρωφ, τό μνημείο τής Κασσιμάτη, τό έπιτύμβιο τοΰ Έμμ. Εύστρατίου, πού τό έφκιασε τό 1882 κ’ έτοποθέτησε σ’ αύτό μορφή ντυμένη μέ σύγχρονα άνδρικά ρούχα, καί άλλα. Έχει άκόμα δημιουργήσει ό Φιλιππότης κ’ ένα ανδριάντα τού Γλάδστωνα. Είναι τό πρόπλασμα έργου, πού γίνηκε γιά νά στηθεί μπροστά στό Πανεπιστήμιο τής Αθήνας. Μά στό σχετικό διαγωνισμό ή έπιτροπή άπόρριψε τό έργο τού Φιλιππότη κ’ έπροτίμησε τοΰ Βιτάλη. Μάλιστα ό Φιλιππότης έλεγε πώς άπορρίφτηκε τό έργο του, γιατί οί κριτές του έκαμαν προτάσεις νά τούς δωροδοκήσει καί δέν τίς δέχτηκε… ‘Ο πρεσβευτής τής Αγγλίας όμως, πού έγνώριζε τό Γλάδστωνα, όταν είδε τό έργο τοΰ Φιλιππότη είπε: «Νά, αύτός είναι ό Γλάδστων». Καί, σάν τοΰ είπανε πώς αύτό τό έργο άπορρίφτηκε, έχτύπησε μέ θυμό τό μπαστοΰνι του σ’ ένα τραπέζι, πού βρέθηκε μπροστά του, καί τό μπαστούνι έσπασε στά δυό!
Ή τέχνη τοΰ Φιλιππότη είναι γενικά πιό πολύ ρεαλιστική παρά νεοκλασσική. ‘Ωστόσο ό γλύπτης αύτός στήν άρχή ήταν πιστά καί αποκλειστικά μαθητής τής ψευτοκλασσικής σχολής τού Κανόβα. Τόσο ό δάσκαλός του I. Κόσσος στήν Αθήνα, δσο κ’ ή διδασκαλία καί τό περιβάλλον του στή Ρώμη, όπου ήταν διάχυτη άκόμα ή έπίδραση τής σχολής τού Κανόβα, τόν έκαμαν νεοκλασσικιστή. Κατόπιν, όταν γύρισεν οριστικά στήν Αθήνα κ’ έργάστηκεν άρκετά κ’ έπίμονα στό μάρμαρο, έπήγε πρός τό ρεαλισμό. ‘Ο Φιλιππότης στά μέσα τής ζωής του γίνηκε πιό ρεαλιστής, πιό νευρώδης, πιό έντονος καί πιό έκφραστικός. Έφυγεν άπό τόν ψευτοκλασσικισμό τής έποχής του, άπέφυγε τό ρομαντισμό, πού έκυρίευεν όλα γύρω του, κ’ έτρεξε μόνος του στή ρεαλιστική δημιουργία. Έφκιανε κεφάλια ζωντανά, σωστές ψυχογραφίες. Έξαφνα τό κεφάλι τού Ήλία Κεχαγιά έχει μιά ώραία ισορροπία των πλαστικών όγκων, έξω άπό κάθε άκαδημαϊκή συμβατικότητα κ’ είναι γιομάτο έκφραση. Καί γενικά όμως ό Φιλιππότης δημιουργούσε πρόσωπα τής καθημερινής ζωής μέ χαραχτήρα καί χωρίς έπίπλαστη καί κρύα κλασσική έκφραση. Γίνηκε ζωηρός, καί χαρακτηριστικός. Διατήρησεν όμως τήν εύγενική συμμετρία καί τήν πλαστική ηρεμία. Ήταν πάντα ισόρροπος καί συγκροτημένος. ‘Ο ρεαλισμός του δέν έφτανε στά άκρα. Πρέπει ακόμα νά σημειώσουμε πώς, άπό τήν έργασία του, έβγαινεν ή χαρά τής ζωής κ’ ή αισιοδοξία. Ήταν καί βαθιός παρατηρητής τής ζωής. Ήταν ό γλύπτης τού ζωντανού σχήματος κ’ εϊξερε νά ζωντανεύει τίς άτομικές του παρατηρήσεις. Στό μνημείο τού Έμμ. Εύστρατίου κατάφερε νά τοποθετήσει καί τό μοντέρνο κοστούμι τού καιρού του μέ άπόλυτα ισορροπημένη άρμονία, άβίαστα καί χωρίς στόμφο. Μά τό πιό ζωντανό καί δυνατό έργο τού Φιλιππότη είναι ό «Ξυλοθραύστης» του. Σ’ αύιό βγαίνει τολμηρά άπό τά κλασσικά πρότυπα καί δίνει μέ πολλή παρατηρητικότητα τή μυϊκή δύναμη καί τήν κίνηση. Τό κεφάλι τού Ξυλοθραύστη μοιάζει μέ τά κεφάλια τού Σκόπα. ‘Ωστόσο τά μηριά καί τά μπράτσα δείχνουν μεγάλη προσπάθεια καί ξεφεύγουν άπό τή γαλήνη τών έργων τού Κανόβα. Ο Φιλιππότης κατάφερε σ’ αύτό τό έργο του νά δώσει, μέ πολλή δύναμη, ζωή καί κίνηση στό μάρμαρο. Γενικά ό Φιλιπποτης έστάθηκε πιστός μαθητής τής φύσης καί άπαρνήθηκε τις συνταγές τών νεοκλασσικών. Μά εϊξερε πολύ καλά καί τά μυστικά τού μαρμάρου. Γι’ αύτό κ’ ή εκτέλεσή του είναι σταθερή καί χωρίς δισταγμούς η άμφίβολες εκφράσεις. ‘Ο γλύπτης αύτός ήταν ένας τεχνίτης, πού έτρεξε πέρα άπό τήν έποχή του. Καί γι’ αύτό τό λόγο μπορεί νά μή τόν έπρόσεξαν όσο θαπρεπε…
Στίς μέχρι σήμερα δημοσιευμένες βιογραφίες τού Δημητρίου Ζ. Φιλιππότη άναφέρονται ώς έτη γέννησής του τό 1839. Ή έπίσημη δμως Δημαρχική πράξη θανάτου του πού διασώζεται στό Ληξιαρχείο Αθηνών, ύπό τά στοιχεία 690/Ε/1919, άποδεικνύει ότι δέν είναι σωστά. Ό γιός του Ευάγγελος Δ. Φιλιππότης, δικηγόρος δηλώνει ό ίδιος στό ληξιαρχείο Αθηνών στίς 29 Νοεμβρίου 1919, ότι ό πατέρας του Δημήτριος Ζ. Φιλιππότης, Καλλιτέχνης-γλύπτης, άπεβίωσε στίς 28 Νοεμβρίου 1919 σέ ηλικία 85 ετών. Ή μαρτυρία τού γιου του πού κατά τεκμήριο πρέπει νά θεωρηθεί ώς ή περισσότερον άκριβής, καθορίζει ώς έτος γέννησής του τό 1834. (Σ.τ.Ε.)
Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο 4ρις Τηνιακοί καλλιτέχνες