10 Δεκεμβρίου 2024

www.ipy.gr

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

Κρητικό γλωσσικό ιδίωμα

Γκαρεύγω-γκαρεύω-γκαρέβω

Γκαρεύγω-γκαρεύω-γκαρέβω

Η λέξη “γκαρεύγω,” “γκαρεύγει,” “γκάρεψα,” “γκάρεψε,” χρησιμοποιείται στο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα. Γκαρεύγω ή έχω γκαρέψει, ουσιαστικά σημαίνει “απασχολώ” ή “χρησιμοποιώ” κάτι, έμψυχο ή άψυχο, χωρίς αμοιβή και συχνά παρά τη θέλησή του.

Παραδείγματα:
  • Εγκάρεψα τον Μανούσο και με πήρε στη χώρα. (Απασχόλησα τον Μανούσο και με μετέφερε στην πόλη χωρίς αμοιβή).
  • Κάθε μέρα γκαρεύγω το κοπέλι και πάει και μου παίρνει εφημερίδα. (Κάθε μέρα στέλνω το παιδί και μου αγοράζει την εφημερίδα μου).
  • Μπρε σύ Μανώλη, δώσε μου εκείνο το παλιό τεψί που έχεις. Ε, ντα γκαρεμένο τό ’χω. Δηλαδή, ήντα τό ’καμες; Των αρνιθώ έχω βάλει και τρώνε έκια μέσα.

Κατά πάσα πιθανότητα, η λέξη “γκαρεύγω” προέρχεται από τη λέξη “αγγαρεία,” που σημαίνει πως χρησιμοποιώ κάτι, κάποιον ή κάποιους για δικό μου όφελος χωρίς πλήρη αμοιβή και συνήθως παρά τη θέλησή τους. Έχει βέβαια και την έννοια “χρησιμοποιώ” κάτι, ας πούμε ένα αντικείμενο.

Συγγραφή από το ipy.gr. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *