Γκαρεύγω-γκαρεύω-γκαρέβω
Γκαρεύγω-γκαρεύω-γκαρέβω
Η λέξη “γκαρεύγω,” “γκαρεύγει,” “γκάρεψα,” “γκάρεψε,” χρησιμοποιείται στο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα. Γκαρεύγω ή έχω γκαρέψει, ουσιαστικά σημαίνει “απασχολώ” ή “χρησιμοποιώ” κάτι, έμψυχο ή άψυχο, χωρίς αμοιβή και συχνά παρά τη θέλησή του.
Παραδείγματα:
- Εγκάρεψα τον Μανούσο και με πήρε στη χώρα. (Απασχόλησα τον Μανούσο και με μετέφερε στην πόλη χωρίς αμοιβή).
- Κάθε μέρα γκαρεύγω το κοπέλι και πάει και μου παίρνει εφημερίδα. (Κάθε μέρα στέλνω το παιδί και μου αγοράζει την εφημερίδα μου).
- Μπρε σύ Μανώλη, δώσε μου εκείνο το παλιό τεψί που έχεις. Ε, ντα γκαρεμένο τό ’χω. Δηλαδή, ήντα τό ’καμες; Των αρνιθώ έχω βάλει και τρώνε έκια μέσα.
Κατά πάσα πιθανότητα, η λέξη “γκαρεύγω” προέρχεται από τη λέξη “αγγαρεία,” που σημαίνει πως χρησιμοποιώ κάτι, κάποιον ή κάποιους για δικό μου όφελος χωρίς πλήρη αμοιβή και συνήθως παρά τη θέλησή τους. Έχει βέβαια και την έννοια “χρησιμοποιώ” κάτι, ας πούμε ένα αντικείμενο.
Συγγραφή από το ipy.gr.