Ο Ποντιακός Ελληνισμός και η γενοκτονία του
Η παρούσα έκδοση πραγματοποιείται στο πλαίσιο της Ι9ης Μάΐου, ημέρας μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, που καθιερώθηκε ομόφωνα από τη Βουλή των Ελλήνων στις 24/2/1994·
Ο Κυριάκος Σαχανίδης, ποιητής της συλλογής αυτής, είναι γιός Ποντίων πρώτης γενιάς, απ’ αυτούς που επέζησαν από τη γενοκτονία και έχει ακούσματα και διηγήσεις από αυτόπτες μάρτυρες, διαφυγόντες το θάνατο. Άλλωστε αρκετές από τις μαρτυρίες που παρουσιάζει με ποιητικό τρόπο αποτελούν γεγονότα που συνέβησαν σε μέλη των οικογενειών των γονιών του.
Η εγκατάσταση των ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο, ξεκινά από τους μυθικούς χρόνους. Ο Δίας, ο επικεφαλής των θεών των ελλήνων, όρισε εκεί το άκρο της ελληνικής επικράτειας και στο φυσικό σύνορο με την Ασία, τον Καύκασο, εκεί εξόρισε τον Προμηθέα. Εκεί έφτασε και ο ημίθεος Ηρακλής περιπλανώμενος και απελευθέρωσε τον Προμηθέα.
Ο πρώτος έλληνας έποικος της περιοχής είναι ο Φρίξος. Ακολουθούν άλλα ταξίδια του Ηρακλή στη χώρα των Αμαζόνων και την Τροία, οι Αργοναύτες με τον Ιάσονα και τους άλλους επίλεκτους της Ελλάδας. Ακολουθεί ο Τρωικός πόλεμος και οι επισκέψεις – εξερευνήσεις για νέους τόπους εποικισμού των Ελλήνων συνεχίζονται.
Το 770 π.Χ. γίνεται ο πρώτος επίσημος εποικισμός από τους Μιλήσιους και ιδρύεται η Σινώπη η οποία στη συνέχεια ιδρύει την Τραπεζούντα και ακολουθούν και άλλες πόλεις. Ιδρύονται συνολικά 75 πόλεις γύρο από τα παράλια του Ευξείνου Πόντου και συνεχώς ιδρύονται νέες πόλεις στο εσωτερικό.
Η επικοινωνία και συνεργασία σε όλους τους τομείς με τη μητροπολιτική Ελλάδα ήταν συνεχής και ιδιαίτερα με τη Μίλητο και την ευρύτερη περιοχή της Ιωνίας.
Πολλοί Πόντιοι φιλόσοφοι και ποιητές αναδείχθηκαν κατά την περίοδο της αρχαιότητας, όπως ο Διογένης ο Κυνικός, ο Διόδωρος ο Σινωπεύς, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός, ο Βάτων κ.λ.π.
Ο Φίλιππος ο Β ’ οργάνωσε τον Πόντο σε επαρχία, όπως και ο Μέγας Αλέξανδρος. Ακολουθεί η περίοδος των Μιθριδατών όπου ο Πόντος ανακηρύσσεται σε ανεξάρτητο βασίλειο, που διάρκεσε 250 περίπου χρόνια (301-63 π.Χ.).
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο διαδίδεται στην περιοχή ο Χριστιανισμός από τους αποστόλους Ανδρέα και Πέτρο. Πολλοί Πόντιοι αναδείχθηκαν σε μορφές του Χριστιανισμού, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο γνωστός σε όλους μας Άγιος Βασίλειος, γεννήθηκε από Πόντιους γονείς στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και μεγάλωσε στην περιοχή της Τραπεζού ντας, ο αδελφός του ο Γρηγόριος ο Νύσσης, η Αγία Βαρβάρα, ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, ο Άγιος Ευγένιος, ο Άγιος Ευστράτιος, ο Άγιος Θεόφιλος και άλλοι 8ο περίπου άγιοι και οσιομάρτυρες ήταν Ποντιακής καταγωγής.
Τα χρόνια του Βυζαντίου ο Πόντος αναδείχθηκε σε σημαντικό κέντρο του Ελληνισμού και οι Πόντιοι αποτελούσαν τους Ακρίτες φύλακες των συνόρων της Αυτοκρατορίας, με σπουδαιότερο τον Βασίλειο Διγενή Ακρίτα.
Κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αρκετοί ήταν οι Ποντιακής καταγωγής Αυτοκράτορες, όπως ο Ιωάννης Τσιμισκής, Ο Νικηφόρος Φωκάς, οι Κομνηνοί. Συνολικά 27 Πόντιοι έγιναν Αυτοκράτορες του Βυζαντίου.
Τη Βυζαντινή περίοδο στον πατριαρχικό θρόνο ανήλθαν αρκετοί ιερωμένοι ποντιακής καταγωγής. Επίσης ο Τραπεζούντιος ιερωμένος και φιλόσοφος Βησσαρίων στη Ρώμη έγινε καρδινάλιος και παρ’ ολίγον πάπας.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, από τους Σταύροφόρους το 1204, δημιουργήθηκε η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας από τους Κομνηνούς η οποία υποτάχθηκε στους Τούρκους το 1461, οκτώ χρόνια μετά την άλωση της Πόλης. Ακολουθούν σφαγές και φυγή προς τη Δυτ. Ευρώπη και τις παραδουνάβιες χώρες και ο βίαιος εξισλαμισμός. Όμως ανάμεσα στους εξισλαμισθέντες παρατηρείται το φαινόμενο των κρυπτοχριστιανών και η διατήρηση της Ποντιακή Διαλέκτου πράγμα που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Αν επισκεφτεί κανείς σήμερα τα χωριά της Τραπεζούντας και των γύρο περιοχών θα διαπιστώσει ότι σχεδόν όλοι μιλούν ποντιακά.
Από τις αρχές του 18ου αιώνα οι Έλληνες του Πόντου ξαναβρίσκουν τη χαμένη τους ταυτότητα και ενισχύουν υλικά και ηθικά τον απελευθερωτικό αγώνα του έθνους. Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας γίνεται ο Πόντιος Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος συγκρότησε τον ιερό λόχο κυρίως από νεαρά ποντιόπουλα και από το Δραγατσάνι της Ρουμανίας αρχίζει ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας του έθνους.
Κατά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους, οι Πόντιοι ενισχύουν τους Ρώσους και όταν αυτοί επικρατούν, οι Πόντιοι ευημερούν. Όταν όμως νικούν οι Τούρκοι ακολουθούν σφαγές.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, με την εμφάνιση των Νεότουρκων, αλλάζουν ριζικά τα πράγματα και αρχίζει ο αφανισμός των Ελλήνων του Πόντου. Αρχίζει η γενοκτονία των Ποντίων.
Η γενοκτονία των Ποντίων είναι μέρος του ευρύτερου Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος. Χρησιμοποιήθηκαν πρωτοφανείς μέθοδοι για την εξόντωση των Ελλήνων, όπως η εκτόπιση των πληθυσμών μέσα στο χειμώνα, η αποστολή στα « Τάγματα Εργασίας», πυρπολήσεις χωριών, λεηλασίες, βιασμοί και ότι άλλο μπορούσε να επινοήσει η διεστραμμένη φαντασία τους.
Κατά τις δύο φάσεις της Γενοκτονίας των Ποντίων (1914- 1918 και 1919-1923) εξοντώθηκαν 353-000 άτομα.
Παρ’ όλα αυτά που συνέβησαν , ο ποιητής καταλήγει λέγοντας :
Δεν θέλουμε αντίποινα, δεν θέλουμε τον πόνο. Το κακό που ξέρουμε εμείς, μην έρθει σε κανέναν. Μόνον να αναγνωριστεί, αυτή η γενοκτονία, να τη γνωρίζουν και μην την κάνουνε αλλού, ούτε αυτοί, ούτε άλλοι.
Ποτές αλλού να μη γίνουνε, τέτοιες βαρβαρότητες. Σαν αδέλφια όλοι να ζούνε και πίστη ας έχουν άλλη. Σαν αδέλφια όλοι να ζούνε, Χριστός, Ισλάμ και Βούδας.
Η ΕΝΑΡΞΗ
Στα χίλια εννιακόσια έντεκα, στο συνέδριο που έκαναν οι Νεότουρκοι στη Θεσσαλονίκη, πήραν την απόφαση να κάνουν εθνοκάθαρση. Να αφανίσουν όλους τους χριστιανούς (Πόντιους, Αρμένιους, Ασσύριους…) και όλες τις εθνότητες.
Κατ’ αρχήν έσφαξαν τους Αρμένιους, το έτος δέκα πέντε. Ενάμιση εκατομμύριο ανθρώπους.
Και μετά, ήρθε η σειρά στους Πόντιους. Άρχισαν με τον οικονομικό πόλεμο. Δεν άφηναν τα ελληνικά πλοία να προσεγγίζουν στα τούρκικα λιμάνια. Δεν επέτρεπαν τους Οθωμανούς να ψωνίζουν από τα ελληνικά μαγαζιά. Κι αυτά δεν ήταν τίποτε. Με τις οδηγίες των Γερμανών, διέταξαν τον κόσμο ν’ αφήσουν τα σπίτια και το βιος τους και να φύγουν στα ανατολικά, δήθεν για να γλυτώσουν.
Μας ξήλωναν απ’ τον τόπο που ριζώσαμε και μεγαλώσαμε γενιές και γενιές, χιλιάδες χρόνια πριν. Να μας πάνε που;
ΣΤΙΣ ΕΞΟΡΙΕΣ
Για να γλυτώσουν δήθεν τους Πόντιους, τους λένε θα πρέπει να φύγουν, να πάνε στα ανατολικά (της Χώρας). Χωρίς καμιά ειδοποίηση, πάνε οι χωροφύλακες στα χωριά και δίνουν προθεσμία δύο ωρών να πάρουν ό,τι μπορούν μέσα σ’ ένα ταγάρι και να μαζευτούν στην πλατεία του χωριού. Κι απ’ εκεί τους οδηγούν να πάνε που, κανείς δεν ξέρει.
Και με βροχή και με χιόνι οδηγούν και πάνε. Το λίγο ψωμί και το νερό γρήγορα τελειώνουν. Δεν τους επιτρέπουν να σταματήσουν στα χωριά για να μην εφοδιαστούν με τροφές. Περπατούν πολλές ώρες και μονάχα τα μεσάνυχτα σταματούν για λίγο σε ερημικά μέρη.
Τους γέροντες και τα μωρά, που δεν μπορούν να περπατήσουν, τους αφήνουν σε έρημα μέρη να πεθάνουν απ’ την πείνα ή χτυπούν μια μαχαιριά στα στήθη τους και τους αποτελειώνουν.
Μπροστά πάει η φάλαγγα των ζωντανών και πίσω μένει η φάλαγγα των νεκρών.
Στο δρόμο, άγριοι χωρικοί και τσέτες πέφτουν πάνω στους ανήμπορους, λήστευαν ακόμα και τα ρούχα και τα παπούτσια τους. Έσφαζαν, έπνιγαν, βίαζαν τις γυναίκες… Οι χωροφύλακες παρακολουθούσαν μονάχα και γελούσαν.
Όσοι επιζούσαν, ξυπόλητοι και γυμνοί έπαιρναν πάλι το δρόμο για το πουθενά. Κανείς δεν ήξερε που πάνε. Το κρύο, η βροχή, η πείνα κι η κούραση έφεραν τις αρρώστιες.
Η φάλαγγα των νεκρών πίσω μεγάλωνε. Η φάλαγγα των ζωντανών μίκραινε.
Πάνω στους δρόμους έχτισαν λουτρά, δήθεν να λουστούν οι πεζοπόροι. Σαράντα βαθμούς ζεστό νερό και τους έσπρωχναν γυμνούς μέσα, άνδρες, γυναίκες και μωρά, όλους μαζί. Κι όταν οι δόλιοι έβγαιναν έξω, δεν έβρισκαν τα λιγοστά τους ρούχα και περίμεναν γυμνοί μέσα στο χιόνι ή κάτω απ’ τη βροχή. Περίμεναν δήθεν να έρθουν οι γιατροί να τους εξετάσουν. Οι γιατροί πουθενά δεν φαίνονταν κι οι ζωντανοί ένας – ένας και πολλοί – πολλοί γινότανε νεκροί.
Όσοι μπόρεσαν και έφυγαν κρυφά γλύτωσαν. Οι πιο πολλοί έμειναν στους δρόμους τροφή στα όρνια και τους λύκους.
Λίγοι επέζησαν και χιλιοτυραννισμένοι, ή έφυγαν στη Ρωσία, ή ήρθαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή.
Δημήτριος Κουλαξίδης, από το Κάθεν Τσινίκ της Σαμψούντας.
Αφού ταλαιπωρήθηκε αρκετόν καιρό στα τάγματα εργασίας, ξεκίνησε κι αυτός μαζί με άλλους την πορεία για το πουθενά. Πενήντα έξι ημέρες περπατούσαν μέσα στο χιόνι και τις λάσπες. Πολλοί πέθαιναν από τις κακουχίες και την πείνα. Άλλους τους σκότωναν οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν στις συχνές επισκέψεις τους. Μια νύχτα δραπετεύει. Συλλαμβάνεται όμως και μετά από συνοπτικές διαδικασίες οδηγείται μπροστά στην αγχόνη. Σώζεται όμως επειδή όταν τον ρώτησαν ποια είναι η τελευταία του επιθυμία, αυτός είπε ότι θέλει να πει ένα τραγούδι. Τον άφησαν και είπε ένα τραγούδι. Τραγουδούσε πολύ καλά και είχε υπέροχη φωνή. Τον άκουσε ένας Τούρκος αξιωματικός και αμέσως ζήτησε και τον πήρε μαζί του. Αφού φρόντισε αρχικά για την υγεία του, στη συνέχεια του ανέθεσε τις δουλειές του σπιτιού και κυρίως να τραγουδά τα βράδια όταν αυτός γλεντούσε με τους φίλους του. Με την ανταλλαγή, ο ίδιος ο αξιωματικός φρόντισε για την αποστολή του στην Ελλάδα όπου εγκαταστάθηκε στην Καλλίφυτο Δράμας, χωρίς να μπορέσει μέχρι το 1980 που πέθανε, να βρει κάποιον από τους συγγενείς του.
Το κείμενο και η φωτογραφία αντλήθηκαν από το βιβλίο: Τραγούδια της γενοκτονίας των Ποντίων του Κυριάκου Σωκρ Σαχανίδη.