Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Ή ‘Άλωσις τής Κωνσταντινουπόλεως
καί ό αύτοκράτωρ
Κωνσταντίνος ΙΑ’ ό Παλαιολόγος
- Ή αναδρομή εις τάς μεγάλας έπετείους τής Ιστορίας καί ή προβολή των ήρωϊκών μορφών δέν είναι μόνον σκόπιμος χάριν τής διαπαιδαγωγήσεως των νεωτέρων, άλλ’ είναι καί εύσεβές καθήκον προς τήν αλήθειαν καί τήν ιστορίαν. Άλλα καί ή άνάμνησις σπουδαίων γεγονότων του έθνικοϋ βίου, έστω καί δυσάρεστων καί οδυνηρών, συγκινοϋν τον ‘Έλληνα καί του κεντούν τήν εθνικήν φιλοτιμίαν. Βοηθούν νά εξέρχεται από τήν σύγχυσιν καί τήν άπογοήτευσιν ή έθνική ψυχή, νά ανακτά τάς μονίμους δημιουργικάς δυνάμεις, νά θραύη τά δεσμά τής ήττοπαθούς καταστάσεως, τού στεναγμού καί τού πόνου καί νά δδηγήται προς τά εμπρός με γενναΐον τό φρόνημα καί τό όραμα προς τό μέλλον αισιοδοξίας πλήρες.
Αύτήν τήν εύκαιρίαν μας παρέχει ή επέτειος τής Άλώσεως τής Κωνσταντινουπόλεως, από τής οποίας κατά τό παρόν έτος τιμώμεν τήν συμπλήρωσιν πεντακοσίων πεντήκοντα έτών (1453-2003). Ή επέτειος αύτη, περισσότερον από κάθε άλλην είναι μνήμη ελληνική, άλλ’ είναι καί μνήμη πανανθρώπινος, ή οποία αρχίζει τό 1453 αλλά τέλος δέν έχει. Ή 29η Μαΐου 1453 είναι τό μεγάλο έθνικόν γεγονός, ό μεγάλος έθνικός μας καϋμός. Είναι ή ήμέρα κατά τήν όποιαν, μετά λαμπράν ιστορικήν διαδρομήν .’ένδεκα αιώνων «ή Πόλις έάλω», έσβησεν ό οφθαλμός τής Οικουμένης, «ή Ρωμανία πάρθεν».
Μέσα εις όλίγας ώρας ή ωραία πρωτεύουσα μετεβλήθη εις αληθινήν κόλασιν, έγινε «πεδίον άφανισμού», όπως τό εΐχεν προφητεύσει πρό ήμίσεος αίώνος ό ’Ιωσήφ ό Βρυέννιος καί όλα έχάθησαν, «’Εκκλησία καί Βασιλεία, καί Πολιτεία, καί ’Αρχόντων άξίαι, καί παρθενώνες, καί ξενώνες, καί Μοναστήρια, καί Κειμήλια, καί ’Ελευθερία, καί τιμή πάσα καί δόξα του γένους ήμών, καί πάντα ήμών τά καλά». Τοιουτοτρόπως έσβησεν «ή κοινή τών Ελλήνων εστία, ή διατριβή τών μουσών, ή τής έπιστήμης άπάσης διδάσκαλος, ή τών πόλεων βασιλίς», κατά τον ’Ανδρόνικον Κάλλιστον, καί τό Ελληνικόν Έθνος είσήλθεν εις τήν κρισιμωτέραν περίοδον τής ιστορίας του.
Ή 29η Μαΐου 1453, κατ’ εξοχήν άποφράς ήμερα διά τόν Ελληνισμόν, έθετε τέρμα εις τήν ζωήν τής ένδοξου αύτοκρατορίας του Βυζαντίου καί έσφράγιζε μίαν ύπερχιλιετή δόξαν κατά ένα τρόπον, ό όποιος παρέμεινε χαρακτηριστικόν δείγμα αύτοθυσίας ενός κόσμου πιστού εις τάς ιδέας καί τάς παραδόσεις πού τού έκληροδότησαν οι αιώνες. Ό σκληρός άγων πού διεξήχθη εις τά τείχη καί ιδίως εις τάς επάλξεις τής πύλης τού ‘Αγίου Ρωμανού, ή μνήμη τής Κερκόπορτας, τήν οποίαν ιστόρησεν ό Δούκας, ή όλονύκτιος λειτουργία εις τόν Ναόν τής ‘Αγίας Σοφίας καί ό πανηγυρισμός τής όσιομάρτυρος Θεοδοσίας, πού πάνδημος έωρτάζετο τήν 29ην Μαΐου, ό τραυματισμός τού Ίουστινιάνη καί ή άποχώρησίς του από τόν αγώνα κατά τήν πλέον κρίσιμον στιγμήν, όπως καί άλλαι λεπτομέρειαι, έχουν έπανειλημμένως ιστορηθή καί έχουν άποδοθή έπαρκώς από ‘Έλληνας καί ξένους ιστορικούς, οι όποιοι περιέγραψαν τήν’Άλωσιν.
Μετά πολιορκίαν 55 ήμερών καί σθεναράν άντίστασιν τών πολιουρκουμένων ή Πόλις έπεσεν. Κατερρίφθη τό άκραΐον τούτο προπύργιον τής Εύρώπης καί ό Ελληνισμός εισήρχετο εις τήν περίοδον τής Τουρκοκρατίας. Σφαγή φοβερά καί τριήμερος λεηλασία έπηκολούθησαν, μετά τήν είσοδον τών Τούρκων εις τήν Βασιλεύουσαν. Βεβηλώσεις, φόνοι καταστροφαί, κατέστησαν τήν άλωθεϊσαν Πόλιν έρημον. Έτήρησεν ό Μωάμεθ τήν ύπόσχεσίν του καί τήν παρέδωκεν εις τό πλήθος προς κορεσμόν πάσης δρέξεως. Οι Τούρκοι εισέβαλον εις τόν ναόν τής τού Θεού Σοφίας, τόν έλεηλάτησαν καί τόν εγύμνωσαν από τούς θησαυρούς του. Έσφαξαν καί εδήωσαν, ηχμαλώτισαν καί ήρπασαν νέους καί παρθένους, κληρικούς και λαϊκούς, κυρίους και υπηρετας. «Τίς τούς γεγονότας τότε κλαυθμούς καί τάς φωνάς των νηπίων καί τά συν βοή δάκρυα των μητέρων καί των πατέρων τούς όδυρμούς, τίς διηγήσεται;», διερωταται ό Δούκας. Ό ίδιος διαζωγραφεΐ τά γενόμενα μέ ώμήν περιγραφήν, άποκαλών φοβεράν τήν ήμέραν τής συντέλειας τής Πόλεως, τήν αποφράδα εκείνην, «τήν πρώτην καί ζοφεράν ήμέραν έν ή έγένετο ή πανωλεθρία του γένους ήμών».
Τριήμερος λεηλασία, 4.000 σφαγέντες, 60.000 έξανδραποδισθέντες, ιδού ό απολογισμός.
Μετεμελήθη ό Μωάμεθ, λέγει ό Κριτόβουλος, όταν είδε τό μέγεθος τής Πόλεως, τό πλήθος καί τό κάλλος των οικοδομών, ιδιωτικών καί δημοσίων. «Οίκτος πάραυτα κατέλαβεν αύτόν διά τήν φθοράν καί δακρύσας ειπεν: Οΐαν πόλιν εις διαρπαγήν καί απώλειαν δεδώκαμεν».
Ή κατά τήν 29ην Μαΐου 1453 συντελεσθεΐσα ‘Άλωσις τής Κωνσταντινουπόλεως ήτο επόμενον νά εχη βαθεΐαν καί όδυνηράν άπήχησιν εις όλην τήν Εύρώπην καί νά θεωρηθή ως ή πλέον τραγική δοκιμασίαν διά τήν Φυλήν. Τήν έχαρακτήρισαν ως «δεύτερον θάνατον του Όμήρου καί του Πλάτωνος», ως «άποξήρανσιν τής πηγής τών Μουσών».
Ή πτώσις τής Κωνσταντινουπόλεως «κάνει όλη τή Δύση νά ριγήσει, γράφει ό Στέφαν Τσβάϊχ. Μέ ανατριχίλα αντιλαμβάνεται ή Εύρώπη, ότι εξ αιτίας τής αδιαφορίας της, μία καταστρεπτική δύναμη πάτησε τό πόδι της σ’ αύτήν καί γιά αιώνες θά παραλύσει τίς δυνάμεις της»1.
’Όντως ή Δύσις, κατά τήν κρίσιμον εκείνην στιγμήν, εδειξε άγνώμονα αδιαφορίαν εις τόν κίνδυνον τής Αύτοκρατορίας, άγνοήσασα τό γεγονός ότι αύτη ειχεν εως τότε σταθή τό άκλόνητον προπύργιον, προ του όποίου είχε θραυσθή τό κύμα τής βαρβαρότητος, ένώ ό Πάπας καί τό Βατικανόν, προκειμένου νά στείλουν βοήθειαν, εθετον όρους άπαραδέκτους έθνικώς καί έκκλησιαστικώς, άξιοϋντες τήν υποταγήν τής ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας εις τήν παπικήν κυριαρχίαν.
Τοιουτοτρόπως τό Ίσλάμ έπέτυχε νά καταλύση μίαν Αύτοκρατορίαν μόνην καί άβοήθητον, ή οποία έπί χίλια καί πλέον έτη έξέπεμψε τό φως του Ελληνικού Πολιτισμού καί τάς ακτίνας τού Χριστιανικού πνεύματος, ένώ ήμύνετο παραλλήλως εναντίον βαρβάρων, άπειλούντων ολόκληρον τήν Εύρώπην. Άναγκαΐον έπακόλουθον των συνεχών τούτων αγώνων ήτο ή βαθμιαία έξάντλησις καί άποδυνάμωσις τής Αύτοκρατορίας, τήν οποία έπετάχυνον καί αι σταυροφορίαι, αι όποΐαι μετέβαλον τήν κατά τού ’Ισλαμισμού έκστρατείαν εις δολίαν έπιδρομήν κατά τού Βυζαντίου καί έγένετο κατ’ αύτόν τόν τρόπον ό κυριώτερος συντελεστής τής νίκης τής ήμισελήνου κατά τού Σταυρού.
‘Όμως τό Βυζάντιον ούδέποτε άπέθανεν εις τήν ψυχήν τού Έθνους. Ή οικουμενική του ’Ιδέα έπέζησε καί μετά τόν θάνατον τής Αύτοκρατορίας. Έπέζησεν εις τάς ψυχάς των ελληνικών γενεών, εντός τών όποίων εξακολουθεί νά ζή. ’Από τό Βυζάντιον έχομεν τήν γλώσσαν, τήν ’Ορθοδοξίαν, τάς παραδόσεις, τούς θρύλους καί τά έθιμά μας. Καί μετά τήν ‘Άλωσιν, ή Μεγάλη Εκκλησία, ή προστάτις τού Γένους, έξέπεμπε τήν ακτινοβολίαν της προς όλην τήν χριστιανικήν ’Ανατολήν. Αύτη άνέλαβε νά συνέχιση τό έργον τού Βυζαντίου. Μέσα από τά ερείπιά του άνεβλάστησεν ή Μεγάλη ’Ιδέα, ή όποία συνεκράτησεν εις τήν ζωήν τό δούλον Γένος καί τό ώδήγησεν, όταν ήλθε τό πλήρωμα τού χρόνου, εις τήν έθνικήν άποκατάστασιν καί τήν ελευθερίαν.
- Μία τών εύγενεστέρων μορφών, αλλά καί τών πλέον τραγικών, μετά τής όποίας συνεδέθη τό μεγαλεΐον τής πτώσεως τής Αύτοκρατορίας, ύπήρξεν ό τελευταίος πρόμαχος αύτής Κωνσταντίνος ό Παλαιολόγος.
Ένεσάρκωνε τήν γνησίαν φωνήν τού Έθνους, ήτο ισχυρός καί ρωμαλέος, τούτο άλλως τε έδήλωνε καί τό έπώνυμόν του Δράκος, καί έπιστεύετο ότι τύχη αγαθή τόν έφερε νά προάσπιση κατά τάς κρίσιμους έκείνας στιγμάς τήν Αύτοκρατορίαν.
Υπήρξε μαθητής τού Γεωργίου Γεμιστού τού Πλήθωνος καί έκάθησεν εις τόν άρχαΐον καί ένδοξον θρόνον τών Ρωμαίων, Έλλην αύτός έξ Ελλήνων, 1125 έτη μετά τόν πρώτον όμώνυμον αύτοκράτορα Κωνσταντίνον, τόν Ρωμαϊον ίσαπόστολον του Χριστιανισμού, άριθμούμενος Κωνσταντίνος ΙΑ’.
Διεκρίνετο διά τήν αρετήν του, τήν σύνεσιν καί τήν σωφροσύνην του. Ητο εύσεβής ορθόδοξος χριστιανός, πράος, ταπεινός, δίκαιος, έγκρατής καί ασκητικός. Ώς βασιλεύς έχαρακτηρίζετο ύπό των συγχρόνων του «θειότατος» καί παρεβάλλετο πρός τούς διαπρεπέστερους άνδρας τής ελληνικής άρχαιότητος: «Όξύτερον μέν Θεμιστοκλέους ορών, γλυκύτερον δε τού Νέστορος ομίλων, σωφρονέστερος δέ Κύρου, δικαιότερος δε Ραδαμάνθυος, άνδρειότερος Ήρακλέους», κατά τόν λόγιον τής ‘Αλώσεως ’Ανδρόνικον Κάλλιστον. Τά αύτά περίπου επαναλαμβάνει καί ό ιστορικός τού Βυζαντίου Α. Βασίλιεφ, λέγων: «Ή τιμιότης, ή γενναιοδωρία, ή δραστηριότης, τό θάρρος καί ή αγάπη γιά τήν χώρα του, είναι τά χαρακτηριστικά τού Κωνσταντίνου τά οποία, ένώ έπιβεβαιοϋνται από πολλές ελληνικές πηγές τής εποχής του, άναδεικνύονται καί από τήν όλη του στάσιν καί συμπεριφοράν, κατά τήν διάρκειαν τής πολιορκίας τής Κωνσταντινουπόλεως»2.
Ήτο εύτύχημα διά τόν Ελληνισμόν ότι ό Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ύπήρξεν ό τελευταίος αύτοκράτωρ. Χρονολογικός τελευταίος, διότι «ποιοτικός» άνεδείχθη ό πρώτος καί ό άριστος όλων.
Άνήλθεν εις τόν θρόνον εις ήλικίαν 45 έτών μέ υψηλόν τό έθνικόν καί τό θρησκευτικόν του φρόνημα, παρά τό γεγονός ότι συρρικνωμένη ή Αύτοκρατορία έπλησίαζε πρός τό τέλος της. Ήγωνίσθη μέ ηύξημένον τό αίσθημα εύθύνης του έναντι τής μεγαλειώδους ιστορίας τού έθνους, ήκολούθησε μέ καρτερίαν τήν οδόν τόν πεπρωμένων του καί έπεσφράγισε τήν ζωήν τού Βυζαντίου μέ τόν ήρωϊκόν καί μαρτυρικόν θάνατόν του.
Μεγαλειώδης ύπήρξεν ή στάσις του κατά τήν διάρκειαν τής πολιορκίας. Είναι γνωστόν, ότι έάν ήθελε ήμπορούσε νά φύγη καί νά διάσωση, μαζί μέ την ζωήν του, τά ύπάρχοντά του καί τούς ανθρώπους του, αφού άλλως τε ήτο φανερόν ότι ό άγων ήτο μάταιος. ‘Όμως αι εκ μέρους του Μωάμεθ προτάσεις συναλλαγής, ή οποία θά έξησφάλιζεν εις τόν μελλοθάνατον Βασιλέα καί σωτηρίαν καί ήγεμονίαν, άφίνουν άσυγκίνητον τόν ήρωα.
«Πλήν ούκ ήθελε, άλλ’ ήγωνίζετο ως ό ποιμήν ό καλός -γράφει ό χρονογράφος Γεώργιος Σφραντζής, αύτόπτης μάρτυς των τραγικών έκείνων γεγονότων- ός τίθησι τήν ψυχήν αύτοϋ ύπέρ των εαυτού προβάτων, ως καί έποίησεν».
Ωσαύτως καί ή άπάντησίς του εις τήν πρότασιν τού Μωάμεθ νά παραδώση χωρίς μάχην τήν Πόλιν, υπήρξε καί αύτή λιτή καί αξιοπρεπής, απαράμιλλος καί μεγαλειώδης. Ούτως άνεδείχθη αιώνιον σύμβολον γενναιόφρονος καρτερίας καί ελληνοπρεπούς παραδείγματος αρετής, ανδρείας καί αύτοπροαιρέτου θυσίας ύπέρ των ιδεωδών τής χριστιανικής πίστεως καί τής έθνικής έλευθερίας: «Τό τήν Πόλιν σοι δούναι οΰτ’ έμόν ούτε άλλων τών κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γάρ γνώμη πάντες αύτοπροαιρέτως άποθανούμεν καί ού φεισόμεθα τών ψυχών ήμών» (Δούκας). Λόγοι σεμνοί καί γενναίοι πού αποτελούν τό τελειότερον έπίγραμμα φιλοπατρίας καί ήθικής καί αναβιώνουν τήν εξ ’ίσου γενναίαν άπάντησιν τού Λεωνίδου πρός τόν Ξέρξην εις τάς Θερμοπύλας.
’Αφού έγκατέστησε τό στρατηγεΐον του κοντά εις τήν πύλην τού αγίου Ρωμανού, εις τό άσθενέστερον δηλαδή σημεΐον έντός τών τειχών, έπεσκέπτετο συνεχώς όλους τούς προμαχώνας καί ένεθάρρυνε διά τών λόγων του τούς μαχητάς. «Έφιππος δι’ όλης τής ημέρας καί νυκτός ό Κωνσταντίνος περιπατών ήν γύρωθεν ένδον τής Πόλεως καί τών τειχών» παρατηρεί ό ιστορικός τής ‘Αλώσεως.
Είναι αξιοσημειωτον ότι προ τού έγγίζοντος τραγικού τέλους ό Αύτοκράτωρ δέν έγκαταλείπει τήν πίστιν του εις τόν Θεόν. Προσέρχεται μετά τής ακολουθίας του εις τόν Ναόν τής τού Θεού Σοφίας, έντός τής όποιας έτελεΐτο ή έπιθανάτιος λειτουργία, διά νά λάβη ως συνεπής ορθόδοξος χριστιανός, τό τελευταϊον έφόδιον αθανασίας. Προσήλθε μετά συντριβής καί θλίψεως. Έζήτησε συγχώρησιν από τούς Χριστιανούς καί μετέλαβε τών άχράντων Μυστηρίων. «’Εάν ή σκηνή τής στέψεως του Καρόλου του Μεγάλου ανήκει στις πλέον γραφικές τής ιστορίας, γράφει πάλιν ό Vasiliev, ή σκηνή τής τελευταίας λειτουργίας πού έγινε στήν ‘Αγία Σοφία είναι ασφαλώς από τις πλέον τραγικές»3.
Είναι ή τελευταία εκείνη λειτουργία, τήν οποίαν ό θρύλος τήν θέλει άτελείωτον, διά νά συνεχισθή καί όλοκληρωθή, όταν θά έλθη τό πλήρωμα τού χρόνου.
Εις τον ύπεράνθρωπον αγώνα του ό Κωνσταντίνος ένισχύεται από τήν πίστιν του καί τήν αιγλην τού μαρτυρίου του. Μόνη σύμμαχός του είναι ή ελληνική ιδέα. ’Έχει συνείδησιν τού έθνικού χαρακτήρος πού ένέχει ή άντίδρασίς του. Δέν αγωνίζεται διά τό Ρωμαϊκόν κράτος, αλλά διά τό Ελληνικόν Γένος. ‘Έλληνας καί οχι Ρωμαίους προσφωνεί τούς συναγωνιστάς του εις τάς έπιθανατίους στιγμάς ό έθνομάρτυς βασιλεύς. Καί αγωνίζεται διά νά διάσωση ασφαλή τά σπέρματα τής μελλούσης παλιγγενεσίας τού Έθνους, εις τον βωμόν τού όποίου προσέφερε τον εαυτόν του πρόθυμον θύμα.
Καί ήλθεν ή πρωία τής 29ης Μάίου 1453. Ό τελευταίος Βασιλεύς τού Βυζαντίου, ως ό έσχατος τών πολιτών, τρέχει ως αρχαίος δρομεύς εις συνάντησιν τού θανάτου, διά νά κάμη τό μέγα άλμα από τήν ιστορίαν εις τον θρύλον. Ό Κωνσταντίνος έπεσεν εις τό πεδίον τής μάχης «βαστάζων σπάθην καί ασπίδα», όπως ιστορεί ό Δούκας, ό όποιος λέγει έπιπλέον ότι, πριν γνωρίση τον ένδοξον θάνατον από ξίφος τουρκικόν, «είπε λόγον λύπης άξιον: ούκ έστι τις τών χριστιανών τού λαβεϊν τήν κεφαλήν μου απ’ έμού». Έπεσε μαζί μέ τούς άλλους προμάχους ως απλούς στρατιώτης, διά νά γίνη πρότυπον καί σύμβολον καί αναβαθμός πρός τήν έλευθερίαν. Διά νά έμφυσήση εις τό Ελληνικόν Έθνος, τό όποιον έδουλούτο, νέαν ζωήν καί τήν κρυφήν έλπίδα τής άναστάσεως. «ΤΗν δέ πάσα ή ζωή αύτού τού μακαρίτου καί μάρτυρος χρόνοι 49 καί μήνες 3 καί ήμέραι 8, άφ’ ών ήν βασιλεύς χρόνους 4, μήνας 4 καί ήμέρας 24», γράφει ό Σφραντζής.
- ‘Όμως διά τόν Ελληνικόν λαόν ό Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν άπέθανεν. Δεν ήμπορεΐ νά τον φαντασθή νεκρόν. Ό θρύλος ό έθνικός τόν διαφυλάττει «μαρμαρωμένον». Πιστεύει ότι κοιμάται ύπνον βαθύν καί μακραίωνα εις τό μυστηριώδες σπήλαιον, κοντά εις τήν Χρυσόπορτα, «πού καρτερεί τήν ώρα νά ’ρθή ό άγγελος πάλι νά τόν ξεμαρμαρώση», «νά τού δώση τό σπαθί πού κρατούσε στην μάχη, γιά νά κυνηγήση τούς Τούρκους καί νά τούς δίωξη ως τήν Κόκκινη Μηλιά» των λαϊκών παραδόσεων. Τοιουτοτρόπως «ή Ρωμανία πάρθεν -γράφει ό Τ. Λιγνάδης- αλλά ό Κωνσταντίνος έμεινε άπαρτος, άπολιθωμένος, αναστάσιμος θρύλος, μέσα στο μάρμαρο τής Ιστορίας, σάν ένας ρόλος, πού ή λύπη του γίνεται πρόσωπο, όψη ζωής γιά άλλους χρόνους»[4].
Καί δεν ήτο δυνατόν νά άποθάνη ό Κωνσταντίνος εις τήν συνείδησιν τού ελληνικού λαού, διότι ή σεπτή μορφή του ενσαρκώνει τήν ελληνικήν ιδέαν. ’Εκπροσωπεί μίαν εποχήν μέ ίδιάζοντα πνευματικόν βίον, τόν ελληνοχριστιανικόν. Δέν έθυσιάσθη διά νά σώση τήν Πόλιν, τής όποιας τό τέλος ήτο προδιαγεγραμμένον, αλλά διά νά δείξη εις τήν Νέαν Ελλάδα τόν δρόμον τής Εθνικής άναγεννήσεως.
Προφητικοί έμειναν οί λόγοι τούς όποιους ό τότε επίσκοπος Νίκαιας καί ακολούθως καρδινάλιος Βησσαρίων άπηύθυνε προς τόν Κωνσταντίνον, όταν ακόμη ήτο Δεσπότης τής Πελοποννήσου: «Καί ζήσεις παρά τή μνήμη τών όψιγόνων ανθρώπων, ούδέ συναποθανεΐταί σου τώ σώματι ή φήμη τε καί τό όνομα ως τών πλείστων βασιλέων καί αρχόντων, αλλά τή νύν εύφημία άνάλογον καί τήν μετά θάνατον εύκλειαν έξεις, ά παντός αργύρου τε καί χρυσού πρότερα ποιεΐσθαι ανάγκη»[5].
Δέν θά ήτο υπερβολικός ό ισχυρισμός ότι ή θυσία εκείνη τού Κωνσταντίνου φωτίζει ακόμη τήν πορείαν τού Έθνους. Ή θυσία του άπέβη δίδαγμα καί φώς καί συνετέλεσεν ώστε νά μή γίνη άποδεκτή ή ‘Άλωσις εις τήν συνείδησιν του Έθνους ώς οριστικόν καί άμετάκλητον ιστορικόν γεγονός. Ή αύτοπροαίρετος θυσία του έδημιούργησεν όλα έκεΐνα τά αναστάσιμα προανακρούσματα, εις τά όποϊα καταλήγουν όλοι οι λαϊκοί θρήνοι τής Άλώσεως καί οι οποίοι ένέπνευσαν εις μέγιστον βαθμόν τήν άνάστασιν του Γένους. Μέ τόν στίχον, με τό αφήγημα, με τόν θρύλον εις όλους τούς τόνους καί μέ όλους τούς τρόπους, ό ελληνικός λαός έμοιρολόγησε τήν ‘Άλωσιν καί τόν Κωνσταντίνον.
Εις τά τραγούδια καί τάς παραδόσεις του έξέφρασε τούς κοινούς πόθους καί τάς έλπίδας του διά τήν μέλλουσαν άποκατάστασιν καί απέδειξε τοιουτοτρόπως ότι ένεφορεΐτο από άκμαίαν έθνικήν συνείδησιν. Άνήγαγεν εις έθνικά σύμβολα πανελληνίου αξίας τήν ‘Αγίαν Σοφίαν, τόν «Μαρμαρωμένον Βασιλιά» καί έπλασε τό όνειρον τής άναγεννήσεως, τό όποιον κατά τάς μακράς νύκτας τής δουλείας υπήρξε δύναμις συντηρήσεως:
«Σώπασε, κυρά Δέσποινα, κι εσείς, κάνες μην κλαϊτε, πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς, πάλι δικά σας είναι».
Μέ την ‘Άλωσιν δέν άπωλέσθησαν όλα. Τό μαρτύριον δέν είναι μόνιμον, είναι παροδικόν. Τό βεβαιώνει ό ίδιος ό Θεός μέ τούς λόγους του απεσταλμένου του εις τό όλιγόστιχον αύτό ιστορικό «τραγούδι τής Άγια Σόφιας», εις τούς στίχους του όποιου αποκορυφώνονται οι πόθοι καί οι ελπίδες του «εθνικού ξαναγεννημού». Οί λόγοι, γνωστοί πανελληνίως, άπετέλεσαν τό μεγαλύτερον στήριγμα τού ‘Ελληνισμού εις τήν πλέον τραγικήν δοκιμασίαν του, έξ όσων τό γένος των ‘Ελλήνων έγνώρισεν από τούς μυθικούς χρόνους μέχρι των ήμερων έκείνων.
- Άν τό Έθνος μας άνεστήθη, αν τήν ‘Άλωσιν καί τήν άκολουθήσασαν δουλείαν των τεσσάρων αιώνων τήν διεδέχθη ή άναγέννησις καί ή έθνική άποκατάστασις, τούτο όφείλεται, άναντιρρήτως εις τήν βαθεΐαν πίστιν τού εύσεβούς ελληνικού λαού εις τάς έθνικάς καί θρησκευτικάς του παραδόσεις. Διότι αύτή ή πίστις όμοιάζει «μέ δραστικώτατον οξύ, τό όποιον διαλύει τήν σκωρίαν εις τό σώμα τού Έθνους, ανανεώνει τήν ζωτικότητα καί συντηρεί άμείωτον καί άσβεστον την ελπίδα». Χωρίς αύτήν τήν πίστιν ούδέν έργον έπιτελεΐται.
Άλλοίμονον έάν τό έθνος παύση νά άντλή από τάς παραδόσεις του, από τήν αθάνατον πνευματικήν του κληρονομιάν, από τά φωτεινά διδάγματα του ιστορικού παρελθόντος, τά όποια υπήρξαν ή αφετηρία καί τό κίνητρον διά κάθε ώραϊον καί εύγενές εργον. Άλλοίμονον έάν παύση τό Έθνος νά άναπολή τάς λαμπράς μορφάς των έπωνύμων καί ανωνύμων έργατών καί ήρώων τής ιστορίας του, αν δεν διδάσκεται καί δέν λαμβάνη ως παραδείγματα τά έργα εκείνων. Δέν αποτελεί ανεδαφικήν προγονοπληξίαν ούτε ούτοπικόν μεγαλοϊδεατισμόν, όπως ισχυρίζονται μερικοί, ή αναφορά μας εις τό άνόθευτον ιστορικόν παρελθόν του Έθνους. Χωρίς αύτήν δέν είναι δυνατόν νά έπιτευχθή κανένα υψηλόν καί μέγα εργον. Άντιθέτως μάλιστα, ή αδιαφορία, ή άμφισβήτησις καί ή αμφιβολία ούδέποτε υπήρξαν κίνητρα μεγαλουργίας.
Δι’ ήμας τούς Έλληνας ή Μεγάλη Εθνική ’Ιδέα, εις τήν όποιαν τόσον βαθέως έπίστευσεν ό Ελληνισμός μετά τήν Άλωσιν τής Κωνσταντινουπόλεως, είναι ή αμετακίνητος πίστις εις τήν πνευματικήν αποστολήν του Ελληνισμού εις τον κόσμον, ή συνείδησις τού βάρους μιας υπερτρισχιλιετούς φωτεινής κληρονομιάς καί τής έκ ταύτης προερχομένης εύθύνης διά τήν μετάδοσίν της εις τον κόσμον. Είναι ή δικαία καύχησις ότι τά στοιχεία τά όποια συγκροτούν τόν σύγχρονον πολιτισμόν είναι στοιχεία ελληνικά καί χριστιανικά, στοιχεία, τά όποια έχει ό κόσμος, ώστε νά όμολογήται καί έπισήμως, ότι παν ό,τι έχει σήμερον ή άνθρωπότης είναι ελληνικόν.
Ή «Μεγάλη ’Ιδέα» τού Ελληνισμού έλειτούργησεν «ως ήθική δύναμις άντιστάσεως τού δουλωθέντος Γένους, ώστε νά μή παραλύση έκ τής συμφοράς τής Άλώσεως…, ως κίνητρον άντιδράσεως κατά των Τούρκων, μέ τά ακμαία εθνικά καί ηθικά ζώπυρα τής ορθοδόξου πίστεως καί τής ένδοξου ελληνικής πατρίδος…, ως παράγων άναγεννήσεως τού έθνους έκ τής δουλείας…, ως ένθουσιαστική τάσις διά μίαν Μεγάλην Ελλάδα έπεκτείνουσαν τά όριά της πολύ πέραν των συρρικνωθέντων έκ τού πολέμου καί μέ προοπτικήν προς τούς Εύρωπαϊκούς ορίζοντας…, ώς δικαίωσις των έθνικών αγώνων καί ώς από Θεού κατίσχυσις του δικαίου, μετά τήν έπικράτησιν του Δυνάστου»6.
Άτυχώς ζώμεν από ετών ύπηρετοϋντες άσύμφορον «πολιτικήν σκοπιμότητος», ένεκα τής οποίας εχομεν άνεχθή τόν αποχρωματισμόν τής εθνικής μας ιστορίας καί τόν συντελούμενον, ολίγον κατ’ ολίγον, αφελληνισμόν τής νεολαίας του Έθνους, θεωροϋντες ώς αναχρονισμόν καί καθυστέρησιν τό νά όμιλοϋμεν περί εθνικής ιδέας καί έθνικών πόθων, όταν οι γείτονες μας διαρκώς καί περισσότερον φανατίζωνται καλλιεργοϋντες άκρατον έθνικισμόν.
‘Όμως «όπου έλλείπουν οί εθνικοί πόθοι, ελλείπει καί ή ιστορική συνείδησις, ό δε λαός, εις τό παρόν μόνον άποβλέπων, άνευ συνάφειας προς τό παρελθόν καί προς τό μέλλον, διατελεϊ εν νάρκη πολιτική καί ήθική, προδρόμω έξουδενώσεως καί έξαφανίσεως», γράφει ό Νικ. Πολίτης7.
Συνεπώς είναι ανάγκη νά άρχίση καί πάλιν νά ενθουσιάζεται καί νά συγκινήται μέ αφορμήν τάς έθνικάς μας επετείους ή σημερινή νεότης. Είναι καιρός νά άποβάλωμεν τήν άπαραδέκτως ύπερβολικήν προς τήν κακώς νοουμένην σύγχρονον πολιτικήν προσήλωσίν μας καί νά στρέψωμεν τήν παιδείαν του Έθνους προς τάς παλαιάς καί άκαταλύτους έλληνικάς καί χριστιανικάς άρχάς καί αξίας, νά δώσωμεν νέαν πνοήν, πνοήν όχι κοσμοπολιτικήν, αλλά πνοήν ελληνικήν καί χριστιανικήν εις τήν νεολαίαν μας.
Ό Κωνσταντίνος Παλαιολόγος καί οι σύν αύτώ θυσιασθένετες αναμένουν νά ιδουν αν ή θυσία των έπλήρωσε τάς προσδοκίας των καί δέν άπέβη εις μάτην.
Μή λησμονώμεν ότι καί σήμερον εχομεν ένώπιόν μας τόν ίδιον αντίπαλον του 1453 καί άντιμετωπίζομεν μετά 550 έτη τόν αύτόν κίνδυνον.
Το κείμενο και οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από το βιβλίο: