Πληροφορίες για τη Γαύδο
Η Γαύδος βρίσκεται αε απόσταση 20 ναυτικών μιλιών νότια της Χώρας Σφακίων, στο νότιο Κρητικό πέλαγος, στο στίγμα 34° 48′ Β- 24° 07 Ά.
Η Γαύδος, είναι από τα μεγαλύτερα νησιά που περιβάλλουν την Κρήτη, έχει τριγωνικό σχήμα και επιφάνεια 30 τετραγωνικών χιλιομέτρων περίπου.
Στο νησί υπάρχουν τέσσερις συνοικισμοί: Το Καστρί που αποτελεί και την πρωτεύουσα του δήμου Γαύδου σε υψόμετρο 190 μ., την Άμπελο ύψ. 290 μ., τα Βατσιανά ύψ. 220 μ. και τα Μετόχια. Πριν από τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχαν και οι οικισμοί Ντρεδιανά, Ξενάκι, Γαλανά και Φραγκιαδιανά. Στην βόρειοανατολική πλευρά του νησιού βρίσκεται η όμορφη παραλία του Σαρακήνικου και νότιοανατολικά ο όρμος του Καραβέ όπου προσορμίζονται τα πλοιάρια. Το νησί έχει μήκος 5,5 μίλια και πλάτος 3 και το μεγαλύτερο ύψωμα 384 μ.
Το νησί είναι κατάφυτο από Πεύκα, Κέδρους, Χαρουπιές, Συκιές και τα τελευταία χρόνια έχουν φυτευτεί αρκετά ελαιόδεντρα. Ονομαστοί είναι οι καρποί των κέδρων της Γαύδου, τα λεγόμενα Κεδρόκουκα, στα οποία λέγεται ότι οφείλεται η ευγονία των γυναικών της Γαύδου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πολλοί άτεκνοι κρητικοί επισκέπτονται την Γαύδο για να αποκτήσουν παιδιά.
Έρχονταν εδώ κυρίως τους θερινούς μήνες με μικρές βάρκες αψηφώντας πολλές φορές τις ξαφνικές φουρτούνες που ξεσπούσαν, οδηγημένοι από τη λαχτάρα να αποκτήσουν απογόνους, έχοντας απόλυτη πίστη στη θαυματουργή ιδιότητα των κεδρόκουκων.
Ακόμη και σήμερα στην Κρήτη πολλοί είναι εκείνοι που χρησημοποιούν βότανα και καρπούς για τις ιαματικές τους ιδιότητες. Διάφορα καταπλάσματα, κομπρέσες και βραστάρια φτιαγμένα από φυτά της πλούσιας κρητικής χλωρίδας θεωρούνται σαν τα καλύτερα φάρμακα.
Υπήρχε όμως κι’ ένας άλλος πολύ σοβαρός λόγος που τα άτεκνα ζευγάρια στην παλιά Κρήτη προσπαθούσαν απεγνωσμένα να αποκτήσουν παιδιά, επειδή στις μικρές κοινωνίες των χωριών υπήρχε μια προκατάληψη για τους “άκλερους”, όπως τους έλεγαν, οι οποίοι βρίσκονταν κυριολεκτικά σε κοινωνική απομόνωση. Αντίθετα οι οικογένειες με πολλά παιδιά ήταν σεβαστές από όλους και ήταν κατά κάποιο τρόπο κοινωνικό προνόμιο να “κρατεί, κάποιος από μεγάλο σόι”, όπως έλεγαν. Παράλληλα όμως η μεγάλη οικογένεια αποτελούσε στοιχείο δύναμης και υπεροχής.
Έφταναν λοιπόν τα άτεκνα ζευγάρια στη Γαύδο μάζευαν τα κεδρόκουπα κάθονταν κάτω από τον ίσκιο του κέδρου, πάνω στη ζεστή άμμο και τάτρωγαν μαζί με το γεύμα που κρατούσαν στις ξομπλιαστές βούργιες, κουνέλι τηγανητό τυλιγμένο με αμπελόφυλλα, κριθαρένιο παξιμάδι, ελιές κι’ ένα φλασκί παλιό μυρωδάτο κρασί, κι’ ύστερα ακολουθούσε η “ιεροτελεστία” που περιγράφει ο ποιητής.
«Εδώ πετούνε οι Θεοί τους ξομπλιαστούς μανδύες.
Ολόγυμνοι χορεύουνε στου έρωτα το γάμο Κι’ η άμμος πέδιλα χρυσά τα πόδια τους στολίζει…»
Ποιητ. Συλ. “ΧΡΗΣΜΟΣ”
Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Στο νησί υπάρχει λιγοστό νερό και τα τελευταία χρόνια ο Ο.Α.ΔΥ.Κ. (Οργανισμός, Ανάπτυξης, Δυτικής Κρήτης) κατασκεύασε δεξαμενές για την αποθήκευση των όμβριων υδάτων. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπάρχει και οι λιγοστοί κάτοικοι χρησιμοποιούν γεννήτριες πετρελαίου και ηλιακής ενέργειας. Τα περισσότερα σπίτια που μοιάζουν περισσότερο με καταφύγια είναι κτισμένα από ξερολίθι η ξεροπέτρι, όπως το λένε οι ντόπιοι, για να τους προστατεύουν το χειμώνα από τους άγριους καιρούς που ξεσπούν εδώ και το καλοκαίρι από την ανελέητη ζέστη.
Στο Σαρακήνικο ναυάγησε το πλοίο που μετέφερε τον Απόστολο Παύλο στη Ρώμη για να δικαστεί και εδώ βρίσκεται το σπίτι που είχαν χτίσει το 1933 οι 200 περίπου πολιτικοί εξόριστοι των οποίων επικεφαλής ήταν ο Άρης Βελουχιώτης, η Αθανάσιος Κλάρας όπως ήταν το πραγματικό του όνομα.
Στο Καστρί βρίσκεται το γραφείο του Δήμου, ο σταθμός Χωροφυλακής, το κοινοτικό ιατρείο και το μνημείο των πεσόντων, και σε μικρή απόσταση από αυτό, στο κέντρο περίπου των συνοικισμών της Γαύδου, το δημοτικό σχολείο.
Τα Βατσιανά βρίσκονται στην Ν.Α. πλευρά του νησιού και είναι ο μεγαλύτερος συνοικισμός.
Ο συνοικισμός Αμπελος έχει πάρει το όνομά του από την καλλιέργεια των πολλών αμπελιών που γινόταν εδώ παλαιότερα. Σήμερα τίποτα δεν θυμίζει πως κάποτε τούτη η γη ήταν καλλιεργημένη και μονάχα οι μισοερειπωμένοι πέτρινοι φράχτες έχουν απομείνει.
Κοντά στην Αμπελο βρίσκεται ένας ερειπωμένος φάρος, ο οποίος κατασκευάστηκε το 1880 από την Γαλλική Εταιρεία των Οθωμανικών Φάρων και καταστράφηκε το 1944 από τους Γερμανούς. Λέγεται ότι υπάρχει ένας μόνο υψηλότερος φάρος απ’ αυτόν στη Γη του Πυρός.
Η Γαύδος έχει το “προνόμιο” να είναι το νοτιότερο σύνορο της Ευρωπαϊκής Ηπείρου και της ελληνικής επικράτειας. Από τον Καλλίμαχο τον Κυρηναίο, τον μεγάλο συγγραφέα και ποιητή της Αλεξανδρινής περιόδου που γεννήθηκε στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα και πέθανε μετά το 246 π.Χ., αναφέρεται ότι η Γαύδος ήταν το νησί Ωγυγία του Ομήρου.
Από τον Πτολεμαίο και τον Ιεροκλή έχομε την αναφορά του ονόματος Καύδον και Κλαύδο και στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρεται: «νησίον δε τι υποδραμόντες, καλούμενο Κλαύδην, μόλις ισχύσαμεν περικρατείς γενέσθαι της σκάφης ην άραντες βοηθείαις εχρώντο, υποζωννυντες το πλοίον» (πράξ. Αποστ. 27, 16). Στα έγγραφα του Τουρκικού Αρχείου Κρήτης αναφέρεται με την ονομασία Μπουγάδοζ.
Στη διάρκεια της πρώτης Βυζαντινής περιόδου (886-912) επί αυτοκράτορος Λέοντος Σοφού, ονομαζόταν Γαύδος και στο νησί πρέπει να κατοικούσαν αρκετοί άνθρωποι, κάτι που συμπεραίνεται από το γεγονός ότι υπήρχε Επισκοπή, η οποία αναφέρεται στο 8° και 9° Τακτικό των αρχών του 9ου αιώνα.
Στα χρόνια της Ενετοκρατίας το νησί αναφέρεται με το όνομα Gozzo και αποτελούσε καταφύγιο και ορμητήριο των κουρσάρων της Μεσογείου. Για τον λόγο αυτό ήταν ακατοίκητο και όπως αναφέρεται στα «Μνημεία Κρητικής Ιστορίας» του Σ. Σπανάκη τομ. V σελ. 174, οι Σφακιανοί καλλιεργούσαν εδώ 1000 μουζούρια κριθάρι με κίνδυνο να πέσουν στα χέρια των αιμοβόρων κουρσάρων.
Συγκεκριμένα ο μεγάλος κουρσάρος Sansoni κατέπλευσε στο νησί με επτά Τυνησιακά καράβια με πρόθεση να κάνει το νησί ορμητήριο των πειρατικών του επιδρομών. Συνέλαβε τότε διακόσιους σφακιανούς τους οποίους χρησιμοποιούσε ως σκλάβους, κατέστρεψε τις καλλιέργειες, πήρε τα σπίτια, τις εκκλησίες και τα ζώα και τους υπόλοιπους κατοίκους τους έστειλε να κατοικούν στις σπηλιές.
Το γεγονός αυτό ενόχλησε σοβαρά τις Βενετικές αρχές που ήταν υποχρεωμένες να απασχολούν καράβια και στρατό για να αποκρούουν τις συχνές επιδρομές των κουρσάρων.
Το 1622 η θαλασσοκράτειρα Βενετία, έδωσε εντολή στον μηχανικό Monani να εκπονήσει τα σχέδια για την οχύρωση του νησιού, αλλά σύντομα η ιδέα αυτή εγκαταλείφθηκε λόγω της μεγάλης δαπάνης που απαιτούσε ένα τέτοιο έργο.
Το 1859 επισκέφθηκε την Γαύδο ο Spratt, ο οποίος ανεκάλυψε στη βόρεια παραλία, ερειπωμένα χτίσματα της Ελληνικής περιόδου, καθώς και ένα ακέφαλο γυναικείο άγαλμα, από Πάριο μάρμαρο το οποίο μετέφερε στο Βρετανικό Μουσείο, όπου και ευρίσκεται σήμερα.
Λέγεται ότι στη Γαύδο βούλιαξε το καράβι που μετέφερε τους 99 Αγίους Πατέρες και ο Άγιος Ιωάννης ο Ερημίτης που ήταν μαζί τους, αναγκάσθηκε να ρίξει το ράσο του στη θάλασσα κι’ έτσι, κατάφερε να φτάσει στην Κρήτη μαζί με τους άλλους.
Η Γαύδος αποτελούσε πάντοτε ένα απομονωμένο νησί και σε παλαιότερες εποχές δεν υπήρχε ούτε ιερέας για να θάψει τους νεκρούς. Εκείνα τα χρόνια η συνεννόηση γινόταν με φωτιές ή με τους κουργιαλούς. Έτσι, διάβαζε ο ιερέας την νεκρώσιμη ακολουθία στα Σφακιά και στη Γαύδο έθαβαν τον νεκρό.
Στην τοποθεσία Λάβρακας, όπου σχηματίζεται ένα μικρό λιμανάκι βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της Γαύδου. Στη θέση Κερδές του Λάβρακα συναντούμε κάτω από μεγάλους κέδρους την νεκρόπολη με αρκετούς λαξευτούς τάφους διαστάσεων 3,5X3,5 τ.μ.
Στην τοποθεσία Ερρικιάς, όπου παλαιότερα υπήρχαν ερειπωμένες μαρμάρινες κολώνες, οι κάτοικοι του νησιού τοποθετούν το σπήλαιο της ωριόμαλλης νύμφης Καλυψώς, όπου κράτησε για εφτά ολόκληρα χρόνια τον Οδυσσέα.
Η πανούργα κόρη του Άτλαντα, η υπέροχη ανάμεσα στις Θεές, αγάπησε τον χιλιοβασανισμένο Οδυσσέα και θέλησε να τον κρατήσει εδώ, σύντροφο στη μοναξιά του νησιού και άνδρα της.
Οι Θεοί όμως λυπήθηκαν τον Οδυσσέα κι’ έστειλαν τον μαντατοφόρο Ερμή να πει στην Καλυψώ να τον αφήσει να φύγει. Ο φτεροπόδαρος Θεός πέρασε τα πέλαγα, βγήκε από τ’ αφρισμένα κύματα και περπατώντας έφτασε στη θολωτή σπηλιά της Καλυψώς όπου: «Μεγάλη φωτιά άναβε στο τζάκι κι’ από τη μυρωδιά ευώδιαζε το νησί από τα καλόσχιστα κέδρα κι ’ από τους μυρωδάτους θάμνους που έκαιαν».
Έτσι θέλει η παράδοση τη Γαύδο. Να είναι το νησί της όμορφης Θεάς Καλυψώς. Κι’ ας ελπίσομε πως κάποτε η αρχαιολογική σκαπάνη θα ξεθάψει τις αποδείξεις από τη χρυσή άμμο του νησιού για να ζωντανέψει τον μύθο.
ΘΡΥΛΟΙ
Σύμφωνα μ’ ένα θρύλο η Γαύδος και το μικρό νησάκι η Γαυδοπούλα είναι δυο φοβερά αποπετρωμένα θεριά που κυριαρχούσαν τους παλιούς καιρούς στη θάλασσα. Τότε που δεν υπήρχαν νησιά.
Λένε, πως κάποτε, συναντήθηκαν τα δυο θηρία στα γαλανά νερά του νότιου Κρητικού πελάγους και τότε το μεγάλο όρμησε να καταπιεί το μικρό.
Ένα φοβερό κυνηγητό άρχισε και θεόρατα κύματα χτυπούσαν τις ακτές της Κρήτης καθώς τα δυο θηρία χτυπιόντουσαν πάνω στη θάλασσα. Άνθρωποι και ζώα παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα τα όσα έβλεπαν και σε κάποια στιγμή που τα δύο θηρία βρέθηκαν κοντά στα Σφακιά και το μεγάλο ήταν έτοιμο να αφανίσει μια για πάντα το μικρό, ο ουρανός άστραψε θεϊκή δύναμη και κατάρα έπεσε πάνω στα δύο θηρία και αποπετρώθηκαν. Από τότε γεννήθηκε η Γαύδος και η Γαυδοπούλα και καθώς τα χρόνια περνούσαν η Γαύδος έγινε ένα όμορφο καταπράσινο νησί με χρυσές ακρογιαλιές. Την ομορφιά του ζήλεψε η Θεά Καλυψώ και το έκαμε κατοικία της. Κι’ όταν αργότερα ο καραβοτσακισμένος Οδυσσέας γύριζε από τον πόλεμο της Τροίας η Καλυψώ τον μάγεψε με την ομορφιά της και τον κράτησε εφτά ολόκληρα χρόνια. Λένε πως απόκτησαν και παιδιά και οι Γαυγιώτες με υπερηφάνεια θυμούνται την καταγωγή τους.
Σήμερα στον Ερρικιά ο επισκέπτης έχει την αίσθηση πως εκεί τριγύρω αλαφροπετούν οι νύμφες με την Καλυψώ και σιγομουρμουρίζουν μέσα στα κλαδιά των Κέδρων, μαζί με τ’άλλα πνεύματα που κατοικούν στο νησί, όπως πιστεύουν οι Γαυγιώτες.
Υπάρχουν πολλές ιστορίες για τα πνεύματα και τα δαιμόνια του νησιού και σύμφωνα με μια απ’ αυτές ο παπα-Μαθιός, που περνούσε μια μέρα από το“Βαθύ Σελί” είδε ένα γάιδαρο στη μέση του δρόμου. Χάρηκε στη θέα του τετράποδου και καθώς ήταν κουρασμένος κάθισε στη ράχη του για να πάει στα Βατσιανά. Ο γάιδαρος όμως όρμησε με μεγάλη ταχύτητα προς το γκρεμό και τότε μόνο ο παπα-Μαθιός κατάλαβε πως ήταν δαίμονας. Δεν έχασε την πίστη του και μ’ ένα σπάγκο έκαμε έναν σταυρόκομπο και τον πέρασε στο λαιμό του γαϊδάρου. Αμέσως εκείνος έγινε ήρεμος σαν αρνί κι ο παπα- Μαθιός αφού τον οδήγησε στο χωριό τον έβαλε να μεταφέρει όλα τα υλικά για το χτίσιμο της εκκλησίας του Αγίου Χαραλάμπου.
Η εκκλησία χτίστηκε και μια μέρα που η παπαδιά πήγε στο στάβλο για να ποτίσει το γάιδαρο είδε το σπάγγο στο λαιμό του και νομίζοντας πως κάποιος έκανε αστείο τον έλυσε. Αμέσως ο δαίμονας-γάιδαρος έγινε άφαντος.
Όλοι αυτοί οι θρύλοι για τα πνεύματα και τα δαιμόνια έκαμαν τους κατοίκους της Γαύδου θεοφοβούμενους. Έχτισαν πολλές εκκλησίες και σήμερα σώζονται 15 από αυτές και δύο εικονοστάσια.
Αυτή είναι η Γαύδος. Το αποπετρωμένο θεριό που γίνηκε πανέμορφο νησί κι’ ακόμη σήμερα δέχεται στις ακρογιαλιές του τον κάθε Οδυσσέα που περνώντας από ’δω αναζητά το δρόμο της δικής του Ιθάκης.
Ο Φραγκίσκος Βασιλικάτα στην έκθεσή του το 1630 αναφέρει τη Γαύδο και τη Γαυδοπούλα με την ονομασία “Νησιά της Γαύδου”.
ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΓΑΥΔΟΥ fRANCESKO BASILICATA 6 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1630
«Σαράντα μίλια μακριά από το Βασίλειο της Κρήτης, από το νότιο μέρος, απέναντι από τα Σφακιά, βρίσκονται δυο νησάκια ονομαζόμενα Γαύδος. Απ’ αυτά το πιο μεγάλο έχει περιφέρεια 18 μίλια περίπου, και σχήμα τριγωνικό, και βρίσκεται στο κυριότερο πέρασμα απ’ όπου περνούν οι σπουδαιότερες ναυτικές γραμμές επικοινωνίας μεταξύ δυτικής και ανατολικής Μεσογείου. Γι’ αυτό οι Κουρσάροι χρησιμοποιούν πολύ καλά τη θέση αυτή.
Το νησάκι αυτό έχει ένα κόλπο που έχει μάκρος 3 μίλια και ονομάζεται του Αγίου Γεωργίου, όπου μπορούν άνετα να αγκυροβολήσουν και να μείνουν τα πλοία με κάθε καιρό, ασφαλισμένα από κάθε άνεμο, αν και ενοχλούνται από το Σιρόκο – Λεβάντες. Μπορούν να αναχωρήσουν από εκεί με κάθε άνεμο και γι’ αυτές τις ευκολίες δεν αγκυροβολούν σ’ άλλο μέρος, που έχει το στόμιό του προς το Γρέγο- Τραμουντάνα.
Στο νησί αυτό πηγαίνουν οι Σφακιανοί και σπέρνουν εκεί 1000 μουζούρια στάρι και κριθάρι. Σπέρνουν όμως στα πεταχτά, γιατί φοβούνται τους κουρσάρους. Μα όταν γίνει στο νησί αυτό ένα Καστέλι, όπου οι Σφακιανοί θα μπορούσαν στην ανάγκη να ασφαλιστούν εκεί από τις επιδρομές των κουρσάρων και να σωθούν με τις οικογένειές τους, τότε το νησί αυτό θα γινότανε πιο αποδοτικό και θα ανακούφιζε κάπως και θα βοηθούσε το Βασίλειο της Κρήτης».
Στην ετήσια επιστημονική έκδοση της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ του 1988 ο φιλόλογος καθηγητής Γεώργιος Μαλεφιτσάκης αναφέρει για τη Γαύδο.
Το τοπώνυμο Ωγυγία το συμπεριλαμβάνω στα αχαϊκά τοπωνύμια της Κρήτης, γιατί ταυτίζεται με τη Γαύδο, και η Γαύδος είναι νησί υπαγόμενο στο νομό Χανίων και στην επαρχία Σέλινου. Ο Όμηρος την αναφέρει στην Οδύσσεια (α 85, ζ 172, η 244), όπου έχει τη σημασία επιθέτου «νήσος Ωγυγίη» και παράγεται από το όνομα Ωγύγης (Ωκεανός). Τη θέση της Ωγυγίας φαντάζεται ο ποιητής στη νοτιοδυτική Θάλασσα, κατά τη γνώμη όμως άλλων, στη βορειοδυτική. Σύμφωνα με την περιγραφή που δίδει ο Όμηρος (ε59-74), που θα τη ζήλευαν μεγάλοι ποιητές και ζωγράφοι, είναι νησί κατάρρυτο και κατάφυτο από δέντρα θαλερά, σκλήθρα, λεύκες και ευωδιαστά κυπαρίσσια που πάνω σ’ αυτά κουρνιάζουν λογής-λογής πουλιά, σκλώπες, γεράκια, φωνακλούδες κουρούνες (τανύγλωσσοι), με λειβάδια θαλερά από μενεξέδες και σέλινα, ολόγιομο από αρώματα κέδρων και κυπαρισσιών. Σ’ αυτό το νησί, σε μια βαθουλωτή σπηλιά, που τη στόλιζαν θαλερές κληματαριές κατάφορτες από σταφύλια και τέσσερις βρύσες με τα κρουσταλλένια τους νερά, κατοικούσε η νύμφη Καλυψώ, η κόρη του Άτλαντα, η «δία θεάων» και κρατούσε με πανουργιά τον Οδυσσέα η «δολόεσσα Καλυψώ», γιατί ήθελε να τον κάμει αθάνατο και σύζυγό της «λιλαιόμενη πόσιν είναι».
Επειδή πολλοί δεν πιστεύουν στην ακρίβεια των περιγραφών και των γεωγραφικών θέσεων του Ομήρου, γιατί τα ομηρικά έπη είναι γεμάτα μύθους και παραδόσεις, τοποθετούν την Ωγυγία σε φανταστικές θέσεις. Άλλοι τη φαντάζονται στη Μάλτα (αρχ. Μελίτη), άλλοι στη Σικελία, άλλοι απέναντι από τον Τάραντα της Ιταλίας κλπ. Πιθανότατα οι παραπάνω την τοποθετούν στα μέρη αυτά στηριζόμενοι στους στίχους της Οδύσσειας (ε 273-277), όπου παρουσιάζεται η Καλυψώ να κατευοδώνει τον Οδυσσέα και να του δίνει συμβουλές: να προσέχει κατά το ταξίδι για την Ιθάκη και να έχει πάντοτε στο αριστερό χέρι την Άρκτο.
Ο ομηριστής Vivtor Βerard, που ασχολήθηκε πολύ με την τοπογραφία των ομηρικών επών και με τις γεωγραφικές γνώσεις του Ομήρου, τοποθετεί την Ωγυγία στο Γιβραλτάρ και την ταυτίζει προς το σημερινό νησί Ρeregil (L. Odyssee, 145-147). Το επισκέφτηκε και πιστεύει ότι βρήκε τη φύση που περιγράφει ο Όμηρος, τη σπηλιά της θεάς και τις τέσσερις βρύσες.
Από τους αρχαίους συγγραφείς που ταυτίζουν την Ωγυγία με τη Γαύδο είναι: Ο μεγάλος ποιητής και γραμματικός Καλλίμαχος ο Κυρηναίος (310-240 π.Χ.) πληροφορία από Στραβ. Γεωργ. Ζ’, 3, 6, ο δάσκαλος των μεγάλων φιλολόγων Ερατοσθένη και Αριστοφάνη του Βυζαντίου, όπως μας πληροφορεί ο γεωγράφος Στράβων (Γεωργ. 7, 3, 6). Πριν ασχοληθώ με την ετυμολογία του ονόματος, θα κάνω μερικές παρατηρήσεις, στηριζόμενος σε ορισμένα ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα, Γνωρίζομε ότι στη Δυτική Κρήτη παρουσιάζονται οι μεγαλύτερες τρικυμίες απ’ όλη τη Μεσόγειο, και εκεί έχουν συμβεί τα περισσότερα ναυάγια από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα. Ο ίδιος ο Όμηρος τοποθετεί το ναυάγιο του στόλου του Μενέλαου ανατολικά της
Γαύδου προς τον κάβο Λίτινα (γ 286-196). Στη Γαύδο αναφέρεται και το ναυάγιο του Απόστολου Παύλου και των 99 Αγίων Πατέρων. Ακόμη τα νεοελληνικά τοπωνύμια: Καλοί Λιμένες (Λιμιώνες) και Αγία Γαλήνη (Αγιος Γαλήνιος) δείχνουν πόσοι ναυγοί θα σώθηκαν στους υπήνεμους αυτούς όρμους. Οι Φοίνικες, που όργωναν τη Μεσόγειο τα προϊστορικά χρόνια, είχαν επισημάνει την περιοχή αυτή και είχαν αποκτήσει εμπειρίες από τις θυελλώδεις τρικυμίες αυτού του τόπου. Γι’ αυτό ίδρυσαν αποικία στη Δυτική Κρήτη, στην Αράδενα των Σφακείων (αρχ. Αραδήν) που σημαίνει καταφύγιο (από τη φοιν. λέξη Aruad=καταφύγιο) και έχει λιμάνι το Φοίνικα, όπου κατάφευγαν ασφαλώς σε ώρες κινδύνου.
Στις παραπάνω απόψεις ενισχυτικά στοιχεία αποτελούν: 1) οι περιγραφές του Ομήρου που ρίχνουν ναυαγούς το Μενέλαο στη Δυτική Κρήτη (γ 286 εξ.) και τον Οδυσσέα στην Αμνισό (τ. 185-189) και 2) ο στίχος της Οδύσσειας:
«κραιπναί τε θύελλες νήσου απ’ Ωγυγίης» (ζ 172) που δείχνει ότι οι πιο άγριες και ορμητικές θύελλες είναι στο νησί της Ωγυγίας. Είναι επιστημονικά εξακριβωμένο ότι από τις πιο βαθιές θάλασσες της Μεσογείου είναι στην περιοχή της Γαύδου και, όπως μας λέει η Μυθολογία, η Καλυψώ, σαν κόρη του Άτλαντα του γιου της νύμφης Ωκεανίδας (Ησιοδ. Θεογ. 507-509), συμβόλιζε τη βαθύτητα των θαλασσών, αλλά και Ωκεανός, κατά τον Ηράκλειτο σημαίνει ό,τι βαθύτερο υπάρχει στη θάλασσα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ωγυγία, σαν αχαϊκό τοπωνύμιο, θα ήταν ασφαλώς αποικία των Αχαιών της Κρήτης και, ως αποικία των Αχαιών, δεν έχει καμιά θέση στο Γιβραλτάρ ή στην Ιταλία αλλά στη Δυτική Κρήτη, όπου υπάρχουν και οι περισσότερες αχαϊκές αποικίες. Ύστερα από αυτή την αναδρομή, ερχόμαστε, με τη βοήθεια της Γλωσσολογίας, στην ετυμολογική ερμηνεία του ονόματος που είχε αρχικά θέση επιθέτου. Πρώτα ήταν ΩΓΥΓΙΗ (αχαϊκό) μετά έγινε ΩΓΥΓΙΑ (δωρικό). Μια απλή μετάθεση του Ω μετατρέπει το δωρ. όνομα σε ΓΩΥΓΙΑ. Εδώ αμέσως σχηματίζεται η ιωνική δίφθογγος ΩΥ=ΑΥ οπότε μετατρέπεται σε ΓΑΥΓΙΑ και τέλος σε ΓΑΥΔΙΑ (νήσος). Έχομε λοιπόν τους εξής σχηματισμούς: ΩΓΥΓΙΗ>ΩΓΥΓΙΑ>ΓΩΥΓΙΑ>ΓΑΥΓΙΑ>ΓΑΥΔΙΑ>ΓΑΥΔΟΣ.
Έτσι, αφού διατηρήθηκε το επίθετο Γαυδία (νήσος) μέσα στους αιώνες με τις μορφές: Καυδιά-Καύδος-Κλαυδιά- Κλαύδος, έφθασε στα νεοελληνικά χρόνια με τη μορφή του ουσιαστικού Γαύδος. Πιστεύω ότι όλες οι παραπάνω παρατηρήσεις μαζί με την ετυμολογία του ονόματος, στοιχειοθετούν απόλυτα την απόδειξη ότι η Ωγυγία του Ομήρου είναι η σημερινή Γαύδος. Εκεί στη Γαύδο έριξαν ναυαγό τον Οδυσσέα οι κραιπνές θύελλες.
Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το θαυμάσιο βιβλίο του Κωστή Παπαγεωργίου: Τα νησιά της Κρήτης. Εκδόσεις Αντάρης. Πρόκειται για μία πραγματική εργασία συγγραφής ενός βιβλίου, με πληροφορίες, παραπομπές, και πολύ κόπο. Ένα βιβλίο που ΔΕΝ περιορίζεται σε μερικές φωτογραφίες κάρπο σταλ και αναγραφόμενο το προφανές.