Ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας
Υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας (1815-1822)
«Την παραμονήν της αναχωρήσεως Αυτού (του Αλεξάνδρου) εκ Παρισίων δια το εν Βέρτους στρατόπεδον ο Αυτοκράτωρ με εκάλεσεν εις το γραφείον του. Ητο η ενάτη ώρα της εσπέρας. Ο Αυτοκράτωρ μοι εξέφρασε την ευχαρίστησιν και ικανοποίησίν του εκ της επιτυχίας μεθ’ ης εξεπλήρουν τας διαταγάς του. Μοι εδήλωσεν ότι αποφάσισε να με κρατήσει εις το εξής πλησίον του, ότι θα με διώριζεν υπουργόν του επί των εξωτερικών υποθέσεων και ότι εν τη ιδιοτήτι ταύτη.,.ώφειλον να απέλθω εις Πετρούπολιν, ίνα διοργανώσω εκεί την υπηρεσίαν του υπουργείου τούτου…»’”. Με τις φράσεις αυτές ο Καποδίστριας περιγράφει τη μεγάλη στιγμή της επίσημης πρότασης για το υψηλό αξίωμα του υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας, που θα κατελάμβανε τον Σεπτέμβριο του 1815.
Όπως ήταν φυσικό, ο διορισμός του από τον πανίσχυρο τσάρο στην υψηλή αυτή και νευραλγική θέση προκάλεσε κατάπληξη στις ξένες κυβερνήσεις και ιδιαίτερη ανησυχία στην αγγλική και αυστριακή. Οι γνωστές φιλελεύθερες ιδέες του κι οι θέσεις που ελάμβανε σε όλα τα συνέδρια για την τύχη και την κατάσταση των μικρών και υπόδουλων λαών ανησυχούσε ιδιαιτέρα τον Μέττερνιχ και τον Κάσερλι, που θεωρούσαν επικίνδυνη για τα σχέδια τους την μεγάλη επιρροή που ασκούσε στην πολιτική του Αλέξανδρου.
Στις 28 Νοεμβρίου ο Καποδίστριας εγκατέλειψε το Παρίσι και ύστερα από μια σύντομη στάση στην Ελβετία έφθασε στην Πετρούπολη στις αρχές Ιανουάριου του 1816. Ύστερα από διαταγή του τσάρου εγκαταστάθηκε σε οικία κοντά στο υπουργείο των Εξωτερικών, εκεί όπου διέμενε ο Ρώσος κόμης Ρομαντζώφ.
Η οργάνωση του υπουργείου των Εξωτερικών και η χάραξη και η διεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας που διαδραμάτιζε τότε πρωτεύοντα ρόλο στη διεθνή πολιτική, ήταν από τα πιο ευαίσθητα και δύσκολα προβλήματα. Σχεδόν όλα τα αντιμετώπισε και τα χειρίστηκε προσωπικά ο Καποδίστριας”0’.
Από τον πρώτο καιρό που πήρε στα χέρια του το υπουργείο Εξωτερικών ο Καποδίστριας προσπάθησε να πείσει τον τσάρο ότι έπρεπε να αλλάξει πολιτική απέναντι στην Τουρκία. Η κατάλληλη ευκαιρία δόθηκε όταν επρόκειτο να σταλεί πρεσβευτής της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη ο Στρογκανώφ (Stroganof). Τότε προσπάθησε να πείσει τον Αλέξανδρο ότι η συνθήκη του Βουκουρεστίου άφηνε στην ουσία πλήρη ελευθερία στην Τουρκία έναντι των Μολδαβών και των Σέρβων. Η υπογραφή μιας νέας συνθήκης, με ταυτόχρονη στρατιωτική κινητοποίηση στα σύνορα και στον Εύξεινο Πόντο, θα ήταν η ενδεδειγμένη λύση για τη Ρωσία. Με τις ενέργειες αυτές η Ρωσία θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη της Ευρώπης και θα διασκέδαζε τους φόβους και τη δυσπιστία των χριστιανικών λαών της Ανατολής. Ο Καποδίστριας είχε ήδη σχηματίσει την άποψη ότι μονάχα η ένοπλη επέμβαση της Ρωσίας θα ανάγκαζε την Τουρκία να απελευθερώσει τους χριστιανικούς λαούς της Ανατολής και όχι οι διαπραγματεύσεις. Παρά τις πιέσεις ο τσάρος άφησε να εννοηθεί ότι την περίοδο εκείνη, βασική μέριμνά του αποτελούσε η διατήρηση της ειρήνης με την Τουρκία, μην αντέχοντας να πυροδοτήσει ακόμα ένα μεγάλο πόλεμο.
Στο συνέδριο του Ααχεν (Aix la Chapelle), τον Σεπτέμβριο του 1818, ο Καποδίστριας υπήρξε από τις πιο εξέχουσες φυσιογνωμίες. Αγωνίστηκε για να πείσει τους αντιπροσώπους των μεγάλων κρατών να συζητήσουν τα φλέγοντα θέματα των μικρότερων ή δευτερευόντων, όπως τα αποκαλούσαν κρατών, όπως ήταν η Ισπανία και η Ιταλία, να συμφωνήσουν στην αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής από τη Γαλλία και στον περιορισμό των οικονομικών απαιτήσεων των νικητών. Στις 8 Οκτωβρίου ο Καποδίστριας κατέθεσε στο συνέδριο υπόμνημα όπου εξέθετε όλες τις απόψεις του για τα ευρωπαϊκά προβλήματα. Διακήρυττε ότι η Ευρώπη έπρεπε οπωσδήποτε να προστατευθεί από τη χρήση βίας, επέκρινε την επιβολή του δικαίου των ισχυρών επάνω στους αδυνάτους και υποστήριξε ότι έπρεπε να περιοριστούν οι επεκτατικές βλέψεις των μεγάλων σε βάρος των μικρών κρατών. Η Τετραπλή Συμμαχία έπρεπε να διευρυνθεί με την ένταξη σ’ αυτήν όλων των ευρωπαϊκών κρατών και να καθιερωθεί η αλληλέγγυος και συνυπεύθυνος συμμαχία (Alliance Solidaire), που θα εγγυάτο την εσωτερική και εξωτερική ειρήνη και ασφάλεια όλων των κρατών της Ευρώπης. Βασικός στόχος του Καποδίστρια ήταν να αναγνωριστεί στους μικρότερους λαούς το δικαίωμα να αντιμετωπίζουν τη λύση των εθνικών τους προβλημάτων, με τη συνεργασία των μεγάλων κρατών, και να μην μπορούν τα τελευταία να επιβάλουν εκβιαστικά τις δικές τους απόψεις, που πάντοτε εξυπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα. Με τον τρόπο αυτό θα άνοιγε και ο δρόμος για την υπόδουλη Ελλάδα, θέτοντας για συζήτηση και το δικό της εθνικό ζήτημα την κατάλληλη ώρα, γεγονός που με κάθε τρόπο προετοίμαζε. Οι στόχοι του Καποδίστρια δεν πέρασαν απαρατήρητοι από την άγρυπνη παρακολούθηση του Μέττερνιχ, που ανησύχησε για τις φιλελεύθερες τάσεις της ρωσικής αντιπροσωπείας για την προστασία και την υποστήριξη των μικρών λαών. Με τη συνεργασία του Αγγλου Κάσερλι, καταπολέμησαν με πείσμα όλες τις προσπάθειες του Ρώσου υπουργού των Εξωτερικών για την υπεράσπιση των αδυνάτων εναντίον της βουλιμίας των μεγάλων και το δικαίωμα του κάθε λαού να υπερασπίζεται ελεύθερα τα δίκαιά του. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν το συνέδριο να μην πάρει καμιά απόφαση για την τύχη των μικρών κρατών.
Στο μόνο θέμα που συμφώνησαν όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις και υιοθέτησαν τις προτάσεις του Καποδίστρια, ήταν ο διακανονισμός των προβλημάτων της Γαλλίας. Ετσι, ο στρατός κατοχής θα αποσύρονταν από το γαλλικό έδαφος, οι πολεμικές της οφειλές θα μειώνονταν στο ελάχιστο, ενώ σύντομα θα γινόταν αποδεκτή ως ισότιμη σύμμαχος στο συνέδριο. Ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΗ ’ θέλοντας να δείξει την ευγνωμοσύνη του στον Ελληνα διπλωμάτη, του οποίου η σθεναρή στάση έσωσε τη Γαλλία τόσο από τον στρατό κατοχής όσο και από την οικονομική καταστροφή, του προσέφερε μέσω του υπουργού Ρισελιέ σημαντικό χρηματικό ποσό. Ο Καποδίστριας αρνήθηκε, και όταν εκείνοι επέμειναν ζήτησε να προσφέρουν από ένα αντίτυπο όσων βιβλίων υπήρχαν εις διπλούν στη βιβλιοθήκη των Παρισίων για τις βιβλιοθήκες της Ελλάδας που σκόπευε να ιδρύσει. « Το περιττόν σας», είπε «θα γίνη κεφάλαιον της βιβλιοθήκης, την οποία επιθυμώ να συστήσω εις την πατρίδα μου και άλλον ουδέν υπάρχει εις εμέ χαριέστερον»1“’. Ο τσάρος Αλέξανδρος, βραβεύοντας τους αγώνες του στο συνέδριο του Ααχεν, απένειμε στον Καποδίστρια το παράσημο του Αγίου Βλαδιμήρου Α’ τάξης, ενώ η Γαλλία του απένειμε τον Μεγαλόσταυρο της Λεγεώνας της Τιμής.
Το 1819 ο Καποδίστριας είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί για τρεις περίπου μήνες τη Κέρκυρα, όπου εν τω μεταξύ είχε πεθάνει η μητέρα του. Πρόλαβε όμως να δει τον πατέρα του, στον οποίον παρέδωσε προσωπική επιστολή του τσάρου και μια χρυσή ταμπακέρα ως δώρο, «..ο πατήρ μου, επαναβλέπων με μετά υπερδεκαετή απουσίαν, απέκτησεν ολίγους μήνας ζωής και ηδυνήθη να μοι δώση την ευλογίαν του προ της αναχωρήσεως μου. Τούτο υπήρξεν η μόνη παρηγοριά, ην έσχον κατά τη διάρκειαν των πέντε εβδομάδων, ας διήλθον εν τη πατρίδι μου»’12’. Η στενάχωρη διάθεσή του αναφέρεται στην προσωπική του διαπίστωση για την τυραννική εξουσία την οποία ασκούσε ο τότε ύπατος Βρετανός αρμοστής της Επτάνησου Τόμας Μαίτλαντ. Τα αισθήματα του αυτά τα εξέφρασε και στο Λονδίνο και από τότε οι σχέσεις του με την Αγγλία ψυχράθηκαν. Στην Κέρκυρα ο Καποδίστριας είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με πολλούς οπλαρχηγούς και καπεταναίους από την ηπειρωτική Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και με τον Κολοκοτρώνη. Ύστερα από συμβουλή του μάλιστα συντάχθηκε και μία αναφορά σχετική με την κατάσταση στην Ελλάδα την οποία και θα παρέδιδε στον τσάρο Αλέξανδρο.
Το παραπάνω κείμενο αντλήθηκε από το έντυπο: Μεγάλες μορφές του παρελθόντος. Βασίλης Σπανός ιστορικός. διανέμονταν από την εφημερίδα Ελεύθερος τύπος.