Ο βίος και τα θαύματα του Αγίου Παντελεήμονα
Στις 27 Ιουλίου η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Παντελεήμονα. Διαβάστε τον βίο του, τα βασανιστήρια και τα θαύματα του.
Στα τέλη του τρίτου αιώνα, στη Νικομήδεια ανθίζει σαν ρόδο εύοσμο ο αθλοφόρος Άγιος και Μεγαλομάρτυρας, ιαματικός Παντελεήμων.
Ο πατέρας του, Ευστόργιος, μοιράζει τη βιοτή του ανάμεσα στο ανώτατο αξίωμα του συγκλητικού, στην προσφιλεστάτη του οικογένεια και στα λατρευτά του είδωλα. Η μητέρα του, Εύβούλη, αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στη χριστιανική ανατροφή του αγαπημένου της υιού, Παντολέων, στον οποίο προσπαθεί να μεταδώσει τη μεγάλη της αγάπη για τον Ένα και Μοναδικό Θεό.
Δυστυχώς, η Εύβούλη, προτού τον δει να μεγαλώνει και να θεραπεύει κάθε ψυχικό και σωματικό νόσημα αναχωρεί για την Ουράνια Βασιλεία. Έτσι, ο Παντολέων βρίσκεται κάτω από την προστασία του πατέρα του και προοδεύει στα γράμματα και στις αρετές. Σπουδάζει την ιατρική επιστήμη κοντά στον Ευφρόσυνο, κορυφαίο ιατρό της εποχής εκείνης κι ευθύς διακρίνεται για την οξύνεια του πνεύματός του.
Η όψη του κέρινη μέσα στην ιεροπρέπειά της, ο λόγος του μελιστάλακτος, η καρδιά του φιλεύσπλαχνη μέσα στην αγνότητά της,
τα χέρια του στολισμένα με το τάλαντο της ίασης και της ανιδιοτελής αγάπης.
Η θεραπεία του άμισθη, θησαύρισμα ελέους, δόσιμο καρδιακό, χάρισμα Θειο για τον ένδοξο Μάρτυρα, τον πάνσοφο άκέστορα, τον μιμητή του Ελεήμονος Χριστού, τον ιαματικό Παντελεήμονα.
«ΘΕΙΩΝ ΤΡΟΠΩΝ ΣΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ»
Ολάκερη η Νικομήδεια μιλά για την αρετή του νεαρού ιατρού, με την ευγενική φυσιογνωμία και την υπέρτατη ευφυΐα. Ακόμα κι ο ίδιος αυτοκράτορας Μαξιμιανός παρακαλεί τον περίβόητο Ευφρόσυνο να εκπαιδεύσει άρτια τον Παντολέοντα στην ιατρική επιστήμη, ούτως ώστε ολοκληρώνοντας τις σπουδές του να τον προσλάβει ως ιατρό στ’ ανάκτορά του.
Τα σχέδια του αυτοκράτορα γι’ αυτόν μεγαλεπήβολα, του ίδιου ταπεινά, του Θεού σωτηριώδη. Αρχίζει να συναναστρέφεται με τον ιερέα της Εκκλησίας της Νικομήδειας, Άγιο Ερμόλαο, ο οποίος του τονίζει πως εκεί που ανθρωπίνως σταματά η ιατρική του Ασκληπιού και του Ιπποκράτη, ξεκινά η σωτηριώδης θεραπεία της τέλειας αγάπης του Ιησού, του αιώνιου Ιατρού των ψυχών και των σωμάτων.
Οι δυο τους συζητούν ώρες ολόκληρες μέσα στην ταπεινή κατ’ οίκον Εκκλησία, που στεγάζει τον Άγιο ιερέα με πλήθος άλλων χριστιανών, τους οποίους νουθετεί και προστατεύει από τον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα.
Κοντά στον Άγιο Ερμόλαο ο νεαρός Παντολέων νιώθει ν’ αναζωπυρώνεται η σπίθα της ορθοδοξίας που είχε ανάψει η ευσεβής μητέρα του στην παιδική του καρδιά. Μέρα με τη μέρα γνωρίζει πιο ουσιαστικά την ανείπωτη ομορφιά του προσώπου του Ιησού, κι εκεί που αποφασίζει να εγκαταλείψει τα είδωλα του προσφιλούς του πατέρα, συμβαίνει ένα γεγονός που επιβεβαιώνει την ορθότητα της επιλογής του.
Μια μέρα επιστρέφοντας στο σπίτι του αντικρίζει στο δρόμο ένα παιδί νεκρό από τσίμπημα οχιάς. Ο Παντολέων με θλίψη κοιτά από τη μια το άπνοο παιδί κι από την άλλη το φίδι που κείτεται κουλουριασμένο δίπλα στο θύμα του. Αστραπιαία του έρχονται στο μυαλό του τα λόγια του Αγίου Ερμολάου: «Έκεί που σταματά η ιατρική, αρχίζει ο Θεός». Αυθόρμητα γονατίζει, σηκώνοντας τα χέρια του προς τον ουρανό και ταυτόχρονα αποζητώντας με το βλέμμα του τον Κύριο της αγάπης προσεύχεται: «Χριστέ μου, αν μ’ ακούς ετούτη τη στιγμή, κάνε ν’ αναστηθεί το παιδί, να θανατωθεί η οχιά που του αφαίρεσε την πολύτιμη ζωή του κι εγώ θα γίνω χριστιανός».
Δεν προλαβαίνει να τελειώσει ο Παντολέων την προσευχή του και το παιδί ξυπνά σαν από βαθύ ύπνο, ενώ η οχιά σκάει από το κακό της.
Με δάκρυα συγκίνησης και βαθιάς ευγνωμοσύνης ο Άγιος κατευθύνεται τρέχοντας προς τον αγαπημένο του Ιερέα Ερμόλαο, από τον οποίο ζητά να βαπτιστεί χριστιανός και να μεταλάβει το Σώμα και το Αίμα του Ζωοδότη Ιησού.
Κι αφού αξιώνεται να λάβει το μυστήριο του ιερού βαπτίσματος και της Θείας Μετάληψης συναισθάνεται για πρώτη φορά στη ζωή του την αλήθεια και την αγάπη να κατακλύζουν την ψυχή του κι ολόκληρη την ύπαρξή του. Γι’ αυτό αποφασίζει να παραμείνει επτά ημέρες στο σπίτι του σεβαστού του ιερέα, λαχταρώντας ν’ ακούσει λόγο Κυρίου και να γίνει κι ο ίδιος συνειδητό μέλος της του Χριστού Εκκλησίας.
Επιστρέφοντας ο φωτισμένος ιατρός στο σπίτι του αρχίζει να σκέφτεται πως θα μπορούσε κι ο φιλόστοργος πατέρας του να καταλάβει την πλάνη των ειδώλων στην όποια βρίσκεται και να οδηγηθεί στην αληθινή πίστη. Μ’ ευρηματικό τρόπο τον ρωτά γιατί τα είδωλα που κατασκευάστηκαν όρθια δεν μπόρεσαν ποτέ να καθίσουν, ενώ όσα φτιάχτηκαν καθισμένα δεν μπόρεσαν ποτέ να σηκωθούν. Ο Ευστόργιος προβληματισμένος παραδέχεται στο γιό του πως δεν μπορεί να του δώσει μια επαρκή απάντηση κι από τη στιγμή εκείνη αισθάνεται πως κάτι μέσα του ψυχραίνεται κι αρχίζει να μη θυσιάζει στα είδωλα.
Μετά από λίγες μέρες στο κατώφλι του σπιτιού τους εμφανίζεται ένας τυφλός. Με πόνο εξομολογείται στο νεαρό ιατρό πως παραμένει η μοναδική του ελπίδα, καθώς επισκέφθηκε όλους τους φημισμένους ιατρούς, ακόμα και τον δάσκαλό του, τον Ευφρόσυνο, ξόδεψε όλη του την περιουσία σε προτεινόμενα φάρμακα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο Παντολέων με φωνή
γαλήνια του δηλώνει με απόλυτη βεβαιότητα πως θα τον θεραπεύσει ο αληθινός Θεός. Έπειτα τον παρακαλεί τον μισθό που θα του έδινε για τις υπηρεσίες του να τον μοιράσει στους φτωχούς.
Ο τυφλός συμφωνεί. Ελπίζει πως θα ξανακερδίσει το σημαντικότερο αγαθό του, το φως. Αγνοεί προς στιγμή πως θ’ αποκτήσει κάτι ακόμα πιο πολύτιμο, το αληθινά αιώνιο Φως της εν Χριστώ ζωής.
Ο πατέρας Ευστόργιος διαφωνεί. Απελπίζεται, καθώς φοβάται πως δεν θα καταφέρει να θεραπεύσει ο γιός του ένα τόσο δύσκολο περιστατικό, στο οποίο όλοι οι καταξιωμένοι ιατροί δεν μπόρεσαν ν’ ανταπεξέλθουν. Αγνοεί προς στιγμή πως ο Παντολέων δεν είναι μόνος του, δεν στηρίζεται σε ανθρώπινες δυνάμεις, αλλά στη βοήθεια του Θεού.
Γι’ αυτό ο Παντολέων προχωρεί αποφασιστικά στην επέμβαση. Προσεύχεται κι επικαλούμενος το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος σχηματίζει με το δεξί του χέρι το σημείο του σταυρού στους ερμητικά κλεισμένους οφθαλμούς του τυφλού. Αμέσως το θαύμα γίνεται κι ο πρώην τυφλός θεραπεύεται τόσο σωματικά, όσο και πνευματικά. Εγκαταλείπει τα είδωλα και βαπτίζεται, από τον ιερέα Ερμόλαο χριστιανός, μαζί με τον αναγεννημένο Ευστόργιο.
Ο φιλειρηνικός Ευστόργιος μετά τη βάπτισή του εγκαταλείπει τα γήινα και οδεύει ανάλαφρα προς την Ουράνια Βασιλεία, επιθυμώντας διακαώς να συναντήσει Εκείνον που γνώρισε προς το τέλος της εφήμερης ζωής του, μα αγάπησε ολοκληρωτικά με όλη του την καρδιά και με όλη του την ψυχή και με όλη του τη διάνοια.
Ό Παντολέων νιώθοντας δάκρυα ευγνωμοσύνης για το ευλογημένο τέλος και την ελπιδοφόρα αρχή του πατέρα του, μοιράζει στους φτωχούς όλη την πατρική του περιουσία κι επιδίδεται με ζήλο στην άμισθη θεραπεία των ψυχικά και σωματικά ασθενούντων αδελφών του. Άλλωστε, ο μέγας, άμισθος, ιατρός της αγάπης δεν είναι ο ίδιος, όπως υποστηρίζει, μα ο Κύριος Ιησούς Χριστός, Του οποίου ο μισθός είναι η αποκατάσταση της σχέσης με τ’ ασθενή παιδιά Του.
«ΝΕΜΕΙΣ ΑΜΙΣΘΟΣ ΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑΝ»
Όλοι οι ψυχικά, σωματικά, πνευματικά ασθενείς καταφεύγουν στον αγαπημένο τους ιατρό Παντολέων με πόνο και φεύγουν πραγματικά αναγεννημένοι, έχοντας θεραπευτεί, μα το κυριότερο έχοντας νοηματοδοτήσει εκ νέου τη ζωή τους από τη γνωριμία τους με τον Ιησού. Άλλωστε, ο σεμνός και ταπεινός ιατρός τους Παντολέων όχι μόνο δε ζητά πληρωμή για τις ιατρικές του υπηρεσίες που τους προσφέρει, μα ενισχύει ο ίδιος οικονομικά ασθενείς που δεν μπορούν να καλύψουν τις βιοτικές τους ανάγκες.
Ακούραστα διακονεί τους καταπονεμένους, παρηγορεί τους φυλακισμένους, νουθετεί τους παραστρατημένους, προσεύχεται για τους ζώντες και κεκοιμημένους.
Η αγάπη του φωτίζει τη σεμνή του παρουσία σαν μια αχτίδα φωτός μέσα στη μουντή συννεφιά του εγωισμού, της υπερηφάνειας και της ειδωλολατρίας. Η Χριστοφόρα, ιάσιμη αγκαλιά του ελκύει σαν μαγνήτης όλου του κόσμου τις ψυχές, γεγονός που προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια στους υπόλοιπους κοσμικούς ιατρούς και τους ωθεί να προδώσουν τον Άγιο στον αυτοκράτορα Μαξιμιανό υποστηρίζοντας πως ο Παντολέων θεράπευσε έναν τυφλό με τη βοήθεια του Χριστού κι όχι του Ασκληπιού, παρακινώντας με αυτό τον τρόπο πολλούς ειδωλολάτρες να βαπτιστούν χριστιανοί.
Ο αυτοκράτορας στενοχωρημένος στο άκουσμα τούτων των λόγων, καθώς τρέφει κι ο ίδιος έναν ιδιαίτερο θαυμασμό για τον Παντολέοντα, ζητά να φέρουν στο παλάτι τον πρώην τυφλό. Μόλις αυτός παρουσιάζεται ενώπιον του, ο Μαξιμιανός ζητά να μάθει σε ποιόν χρωστά την θεραπεία του, στον Χριστό η στους δικούς τους θεούς. Ο πρώην τυφλός με παρρησία του ομολογεί πως οι περιβόητοι ιατροί του με τη βοήθεια των θεών κατάφεραν να του χάσουν και το λιγοστό φως που του είχε απομείνει μαζί μ’ ολάκερη την περιουσία του, ενώ ο ταπεινός Παντολέων με την επίκληση και μόνο του σωτηριώδους ονόματος του Ιησού κατάφερε να κάνει ευθύς τους οφθαλμούς του ν’ ανοίξουν παντελώς.
Ο Μαξιμιανός Εκνευρισμένος με την απροκάλυπτη ομολογία πίστης από έναν απλοϊκό υπήκοό του τον διατάζει να μην διαδώσει σε κανένα πως ο Χριστός τον θεράπευσε. Εκείνος αρνείται κατηγορηματικά να υπακούσει στο ψέμα δηλώνοντας με περισσό θάρρος στον αυτοκράτορα πως είναι τυφλός και μωρός αν αδυνατεί να δει το αληθινό Φως και θεωρεί πως οι ψεύτικοι θεοί του είναι ικανοί να κάνουν θαύματα.
Φανερά εξοργισμένος ο Μαξιμιανός, μπροστά σ’ αυτόν τον έλεγχο συνειδήσεως που του ασκείται, προστάζει ν’ αποκεφαλίσουν τον πρώην τυφλό. Εκείνος περιχαρής σκύβει το κεφάλι ποθώντας ν’ αντικρίσει με τα μάτια της ψυχής του το Αιώνιο κι Άκτιστο Φώς. Η αγνή ψυχή του ανεβαίνει στην Ουράνια Βασιλεία για να συνεορτάζει μαζί με τον αγαπημένο του Άγιο, ο οποίος με σεβασμό και αγάπη τοποθετεί το τίμιο λείψανό του δίπλα στον Ευστόργιο.
Σειρά έχει ο Παντολέων. Εμφανίζεται μπροστά στον αυτοκράτορα, ο οποίος του εκδηλώνει το θαυμασμό του και του εκφράζει την επιθυμία του να τον έχει ως επίσημο ιατρό του στ’ ανάκτορα. Έπειτα του δηλώνει πως πληροφορήθηκε ότι ιατρεύει επικαλούμενος τον Ιησού κι όχι τον Ασκληπιό και τους δικούς τους θεούς, στους οποίους τον προτρέπει να κάνει θυσία.
Ο Άγιος ήρεμα του ανταπαντά πως μόνο ο ένας και μοναδικός Θεός, ο Δημιουργός του ουρανού, της γης και του σύμπαντος μπορεί να κάνει θαύματα. Όμως, για του λόγου το αληθές προτρέπει να φέρουν μπροστά τους έναν ασθενή με ανίατη αρρώστια και να προσπαθήσουν από τη μια οι ιερείς του αυτοκράτορα να παρακαλέσουν τους θεούς τους για την αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς κι έπειτα ο ίδιος να προσευχηθεί στο όνομα του Ιησού. Όποιος καταφέρει και τον θεραπεύσει θ’ αποδείξει ατράνταχτα την αλήθεια της ύπαρξής του.
Ο αυτοκράτορας επιδοκιμάζει την πρόταση και διατάζει να φέρουν έναν παράλυτο. Ξεκινούν ενθουσιασμένοι οι ιερείς των ειδώλων να κάνουν δέηση στους θεούς τους, χωρίς κανένα επιτυχές αποτέλεσμα. Γρήγορα ο ενθουσιασμός τους μετατρέπεται σε απόγνωση μπροστά στην ακαμψία των θεών τους.
Κατόπιν επιχειρεί την ίαση ο Παντολέων. Μ’ ένθερμη πίστη και ταπεινό φρόνημα σχηματίζοντας το σημείο του σταυρού λέει στον παράλυτο: «Εν ονόματι του Χριστού, του ανορθούντος τους παραλελυμένους, έγειραι και περιπάτει».
Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο παράλυτος σηκώνεται και δοξολογώντας τον Θεό επιστρέφει στην οικία του περπατώντας.
Πολλοί Έλληνες, όντες μάρτυρες του θαυμαστού τούτου γεγονότος, αποδοκιμάζουν τους ψεύτικους θεούς και βαπτίζονται χριστιανοί. Αντιθέτως, οι ιερείς των ειδώλων κι οι περιβόητοι, φθονεροί ιατροί πείθουν τον αυτοκράτορα να εξοντώσει τον Παντολέοντα, με την πρόφαση ότι θα καταστρέφει τη θρησκεία τους. Ο Μαξιμιανός συμφωνεί, ορίζοντας για τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα μια σειρά σκληρών βασανιστηρίων που δεν ταιριάζουν στη φρεσκάδα της νιότης του, αρμόζουν όμως, στη βαθιά ώριμη πίστη του και στο γεγονός πως έχει συμπαραστάτη στον αγώνα του τον Μέγα Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων, να του επουλώνει τις πληγές, αναμένοντας καρτερικά να τον τιμήσει με το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου του.
«ΜΑΡΤΥΣ ΕΝΔΟΞΕ, ΧΡΙΣΤΟΝ ΤΟΝ ΘΕΟ ΙΚΕΤΕΥΕ»
Στην αρχή ο Μαξιμιανός προσπαθεί να δελεάσει τον Άγιο προσφέροντάς του τιμές κι αξιώματα. Με το που αντιλαμβάνεται πως με την κολακεία δεν πρόκειται ν ’ αλλαξοπιστήσει, ξεκινά τα βασανιστήρια. Διατάζει τους στρατιώτες του να τον κρεμάσουν σ’ ένα ξύλο, ξεσκίζοντάς του τις σάρκες με σιδερένια νύχια. Εν συνεχεία του καίνε με λαμπάδες όλα του τα πληγωμένα μέλη. Ο πόνος σφοδρός, μα η ψυχή του Άγιου ισχυροτέρα, προσευχομένη τον κατανικά.
Ο φιλεύσπλαχνος Κύριος θέλοντας να ενισχύσει τον Παντολέοντα Του παρουσιάζεται με τη μορφή του αγαπημένου του ιερέα Ερμολάου και του λέει: «Μη φοβάσαι,
παιδί μου, γιατί είμαι μαζί σου, βοηθός σου σε όλα αυτά που παθαίνεις για Μένα». Στο τελείωμα των λόγων ο Άγιος βλέπει τις πληγές του να θεραπεύονται, τις λαμπάδες να σβήνουν οικειοθελώς και τα χέρια των στρατιωτών ν’ ακινητοποιούνται.
Ο αυτοκράτορας ζητά να κατεβάσουν τον Άγιο από το ξύλο και να τον φέρουν κοντά του. Έκπληκτος, ζητά να μάθει με ποιά μαγεία κατάφερε όλα τα προηγούμενα κι εκείνος με φυσικότητα του άπαντά: «Με τη βοήθεια του Χριστού μου». Ο Μαξιμιανός, φανερά εκνευρισμένος, θέλοντας να τον δοκιμάσει ακόμα περισσότερο, τον ρωτά: «Κι αν σε βάλω σε χειρότερο βασανιστήριο, τότε τι θα κάνεις;». Κι ο Άγιος γαληνεμένος εξηγεί: «Τότε, θα δεχτώ ακόμα μεγαλύτερη βοήθεια από τον Χριστό μου».
Πράγματι, ο Μαξιμιανός κρατά τον λόγο του και ρίχνει τον Μεγαλομάρτυρα σ’ ένα μεγάλο λέβητα με κοχλαστό μολύβι. Ο Άγιος συνεχίζει προσευχόμενος να επικαλείται το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος εμφανίζεται για άλλη μια φορά με τη μορφή του ιερέα Ερμολάου κι ευθύς η φωτιά από σέβας σβήνει κι ο μόλυβδος παγώνει.
Όσο η καρδιά του Αγίου μαλακώνει από την άπειρη αγάπη του για τον φιλεύσπλαχνο σωτήρα του Ιησού, τόσο η καρδιά του Μαξιμιανού σκληραίνει από αδυσώπητο μίσος. Εφευρίσκει νέα βασανιστήρια, για να εξοντώσει αυτόν τον νεαρό ιατρό που πραγματοποιεί αφύσικα κι ανεξήγητα πράγματα, μέσα στο θάνατο, δοξολογεί… μέσα στον πόνο, ταπεινώνεται… μέσα στην υπέρτατη νίκη.
Έτσι, διατάζει τους στρατιώτες του να δέσουν στο λαιμό του Παντολέοντα μια μεγάλη πέτρα και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Με το που βυθίζεται ο Άγιος, εμφανίζεται ο Ιησούς κι ευθύς ο λίθος ελαφρώνει σαν πούπουλο κι ο Μεγαλομάρτυρας περπατώντας, με απολύτως φυσικό τρόπο, στην επιφάνεια του νερού, σαν σε δρόμο, βγαίνει και κάθεται αναζωογονημένος στο γιαλό.
Ο αυτοκράτορας, συνειδητοποιώντας πως όλη η σκληρότητα των βασανιστηρίων του αδυνατεί να εξοντώσει αυτό το νεαρό ιατρό, δοκιμάζει να τον κολακέψει συμβουλεύοντάς τον με πατρικό δήθεν ενδιαφέρον να σκεφτεί την ομορφιά του, τα νιάτα του, την εξυπνάδα του, τον κόσμο όλο που απλώνεται εμπρός στα πόδια του, αρκεί να θυσιάσει στα είδωλα. Ειδάλλως, αντί για δοξασμένος, θα γίνει ταπεινή τροφή για τα λιοντάρια. Ο Μαξιμιανός τον αφήνει τρεις μέρες να το σκεφτεί, μα ο Άγιος το έχει ήδη αποφασίσει: «Αν πρώτα απλώς αγαπούσα τον Κύριό μου, τώρα πια η καρδιά μου καίγεται από θειο έρωτα, βλέποντας πόσο ζωντανή είναι η παρουσία κι η βοήθειά Του».
Με το πέρασμα τριών ήμερών πλήθος κόσμου κατακλύζει το θέατρο, για να δει τον ευγενή ιατρό να γίνεται τροφή στ’ άγρια θηρία. Ο αυτοκράτορας φανερά ικανοποιημένος κάθεται στο πιο υψηλό σημείο. Ο Άγιος, γεμάτος ήρεμη δύναμη, βλέποντας ξανά να βρίσκεται κοντά του ο Κύριός του με τη μορφή του Ερμολάου, προχωρά ο ίδιος προς τα λιοντάρια, τα όποια γεμάτα σεβασμό τον ασπάζονται στα πόδια και σχηματίζοντας μια σειρά περιμένουν με τάξη να βάλει ο Άγιος επάνω τους το δεξί του χέρι, για να τα ευλογήσει και μετά αναχωρούν ικανοποιημένα.
Ο Μαξιμιανός σκοτισμένος ακούγοντας τα πλήθη να ζητωκραυγάζουν: «Μέγας είναι ο Θεός των χριστιανών» διατάζει να σκοτώσουν τα θηρία που τον ταπείνωσαν και να δέσουν τον Παντολέοντα σ’ έναν τροχό, κυλώντας τον στην κατηφόρα και συνθλίβοντάς του με τον τρόπο αοτό όλα τα μέλη. Ο μεν Άγιος δένεται από τους στρατιώτες κι ευθύς λύνεται από τον Ιησού, ο δε τροχός αρχίζει να κατρακυλά κατά των ειδωλολατρών τρέποντάς τους σε φυγή.
Εξοργισμένος ο αυτοκράτορας ζητά από τον Άγιο να του φανερώσει ποιος του αποκάλυψε τον Ιησού στη ζωή του. Εκείνος με συγκίνηση μιλά για τον σεβάσμιο Ιερέα Ερμόλαο, τον οποίο οι στρατιώτες φέρνουν στο παλάτι, μαζί με άλλους δύο χριστιανούς, τον Ερμοκράτη και τον Έρμιππο. Ο Μαξιμιανός, υποσχόμενος μεγάλα πλούτη, τους προτρέπει να συμβουλεύσουν τον Παντολέοντα ν’ αλλαξοπιστήσει. Εκείνοι αρνούνται κατηγορηματικά ομολογώντας την πίστη τους στον αληθινό Θεό κι αφού υφίστανται σκληρά βασανιστήρια, αποκεφαλίζονται, πηγαίνοντας να συναντήσουν τον αγαπημένο Κύριό τους και συγχρόνως προσμένοντας και τον ευλογημένο τους ιατρό στη χαρά του Παραδείσου…
«ΔΩΡΗΣΑΣΘΑΙ ΗΜΙΝ ΤΟ ΜΕΓΑ ΕΛΕΟΣ»
Ο Άγιος με ανυπομονησία επιθυμεί να συναντήσει τον αγαπημένο του ιερέα στην Ουράνια Βασιλεία. Γι’ αυτό καρτερικά υπομένει τον άγριο ξυλοδαρμό και λυτρωτικά ακούει από τον Μαξιμιανό την απόφαση του αποκεφαλισμού του. Οι στρατιώτες τον οδηγούν στον τόπο της εκτέλεσής του, τον δένουν σε μια ελιά και την ώρα που ο Άγιος προσευχόμενος σκύβει το κεφάλι, το σπαθί του δήμιου αρνείται να τον υπακούσει και λυγίζει σαν κερί.
Αμέσως οι στρατιώτες ομολογούν την πίστη τους στον αληθινό Θεό και ζητούν συγχώρεση από τον Άγιο, ο οποίος τους ευλογεί συγκινημένος. Την στιγμή εκείνη ακούγεται φωνή από τον ουρανό να λέει: «Οι πύλες του ουρανού σε περιμένουν, καθώς εσύ θά είσαι ιατρός των ασθενών και τρόμος των δαιμόνων. Το όνομά σου στο έξης θα είναι Παντελεήμων κι όχι Παντολέων, γιατί χάρη σε σένα πολλοί άνθρωποι θα βρουν έλεος κι ευσπλαχνία».
Ο Μεγαλομάρτυρας Παντελεήμων παρακαλεί τους στρατιώτες να ολοκληρώσουν το έργο τους, το οποίο εκείνοι αρνούνται κατηγορηματικά να εκτελέσουν. Έπειτα, κάνοντας υπακοή και φιλώντας με σεβασμό τον Άγιο, τον αποκεφαλίζουν δακρυσμένοι. Αμέσως γάλα αναπηδά από το λαιμό του αντί για αίμα. Η ξερή ελιά, στην οποία ήταν δεμένος ο Άγιος, νιώθοντας δέος μπροστά στο μεγαλείο του πρασινίζει, προσφέροντας απλόχερα άφθονο, ευλογημένο καρπό.
Στις 27 Ιουλίου του 304 μ.Χ. άγγελος Κυρίου μεταφέρει με προσοχή την αγιασμένη ψυχή του θεράποντος, άμισθου ιατρού των ψυχών και των σωμάτων, του ένδοξου Μεγαλομάρτυρα, του Ιαματικού Παντελεήμονος.
Από τότε και μέχρι σήμερα, πλήθος θαυμάτων επιτελούνται ως απόδειξη της μεγάλης του φιλευσπλαχνίας προς τον καθένα μας που ξεδιψά με το ιαματικό νερό της αγάπης του.
Τις πρεσβείες του να έχουμε.
Αμήν.
Το κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο, Άγιος Παντελεήμων ο Ιαματικός, της Νικολλέττας Σκάλκου-Διαμαντίδη Πτυχιούχος Φιλοσοφικής.
Το βιβλίο αγοράστηκε από τον Ναό του Αγίου Παντελεήμονα Πεύκης Αττικής. Από το κείμενο έχει αφαιρεθεί το πολυτονικό για να είναι πιο ευανάγνωστο, αλλά και να αποφευχθούν λάθη κατά την μεταγραφή.