10 Δεκεμβρίου 2024

www.ipy.gr

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

Βίοι Αγίων

Ο βίος και τα θαύματα του Αγίου Παντελεήμονα

Στις 27 Ιουλίου η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Παντελεήμονα. Διαβάστε τον βίο του, τα βασανιστήρια και τα θαύματα του. 

Στα τέλη του τρίτου αιώνα, στη Νικομή­δεια ανθίζει σαν ρόδο εύοσμο ο αθλοφόρος Άγιος και Μεγαλομάρτυρας, ια­ματικός Παντελεήμων.

Ο πατέρας του, Ευστόργιος, μοιράζει τη βιοτή του ανάμεσα στο ανώτατο αξίωμα του συγκλητικού, στην προσφιλεστάτη του οικογένεια και στα λατρευτά του είδω­λα. Η μητέρα του, Εύβούλη, αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στη χριστιανική ανατροφή του αγαπημένου της υιού, Παντολέων, στον οποίο προσπαθεί να μεταδώσει τη μεγάλη της αγάπη για τον Ένα και Μοναδικό Θεό.

Δυστυχώς, η Εύβούλη, προτού τον δει να μεγαλώνει και να θε­ραπεύει κάθε ψυχικό και σωμα­τικό νόσημα αναχωρεί για την Ουράνια Βασιλεία. Έτσι, ο Πα­ντολέων βρίσκεται κάτω από την προστασία του πατέρα του και προοδεύει στα γράμματα και στις αρετές. Σπουδάζει την ιατρική επιστήμη κοντά στον Ευφρόσυνο, κορυφαίο ιατρό της εποχής εκείνης κι ευθύς διακρίνεται για την οξύνεια του πνεύματός του.

Η όψη του κέρινη μέσα στην ιεροπρέπειά της, ο λόγος του μελιστάλακτος, η καρδιά του φιλεύσπλαχνη μέσα στην αγνότητά της,
τα χέρια του στολισμένα με το τάλαντο της ίασης και της ανιδιοτελής αγάπης.

Η θεραπεία του άμισθη, θησαύρισμα ελέ­ους, δόσιμο καρδιακό, χάρισμα Θειο για τον ένδοξο Μάρτυρα, τον πάνσοφο άκέστορα, τον μιμητή του Ελεήμονος Χριστού, τον ια­ματικό Παντελεήμονα.

«ΘΕΙΩΝ ΤΡΟΠΩΝ ΣΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ»

Ολάκερη η Νικομήδεια μιλά για την αρετή του νεαρού ια­τρού, με την ευγενική φυσι­ογνωμία και την υπέρτατη ευφυΐα. Ακόμα κι ο ίδιος αυτοκράτορας Μαξιμιανός παρακαλεί τον περίβόητο Ευφρόσυνο να εκπαιδεύσει άρτια τον Παντολέοντα στην ιατρική επιστήμη, ούτως ώστε ολοκληρώνοντας τις σπουδές του να τον προσλάβει ως ιατρό στ’ ανάκτορά του.

Τα σχέδια του αυτοκράτορα γι’ αυτόν μεγαλεπήβολα, του ίδιου ταπεινά, του Θεού σωτηριώδη. Αρχίζει να συναναστρέφεται με τον ιερέα της Εκκλησίας της Νικομήδειας, Άγιο Ερμόλαο, ο οποίος του το­νίζει πως εκεί που ανθρωπίνως σταματά η ιατρική του Ασκλη­πιού και του Ιπποκράτη, ξεκινά η σωτηριώδης θεραπεία της τέ­λειας αγάπης του Ιησού, του αιώνιου Ια­τρού των ψυχών και των σωμάτων.

Οι δυο τους συζητούν ώρες ολόκληρες μέσα στην ταπεινή κατ’ οίκον Εκκλησία, που στεγάζει τον Άγιο ιερέα με πλήθος άλλων χριστιανών, τους οποίους νουθετεί και προστατεύει από τον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα.

Κοντά στον Άγιο Ερμόλαο ο νεαρός Παντολέων νιώθει ν’ αναζωπυρώνεται η σπίθα της ορθοδοξίας που είχε ανάψει η ευσεβής μητέρα του στην παιδική του καρδιά. Μέρα με τη μέρα γνωρίζει πιο ουσιαστικά την ανείπωτη ομορφιά του προσώπου του Ιη­σού, κι εκεί που αποφασίζει να εγκαταλείψει τα είδωλα του προσφιλούς του πατέ­ρα, συμβαίνει ένα γεγονός που επιβεβαιώνει την ορθότητα της επιλογής του.

Μια μέρα επιστρέφοντας στο σπίτι του αντικρίζει στο δρόμο ένα παιδί νεκρό από τσίμπημα οχιάς. Ο Παντολέων με θλίψη κοιτά από τη μια το άπνοο παιδί κι από την άλλη το φίδι που κείτεται κουλουριασμένο δίπλα στο θύμα του. Αστραπιαία του έρχονται στο μυαλό του τα λόγια του Αγίου Ερμολάου: «Έκεί που σταματά η ιατρική, αρχίζει ο Θεός». Αυθόρμητα γο­νατίζει, σηκώνοντας τα χέρια του προς τον ουρανό και ταυτόχρονα αποζητώντας με το βλέμμα του τον Κύριο της αγάπης προσεύ­χεται: «Χριστέ μου, αν μ’ ακούς ετούτη τη στιγμή, κάνε ν’ αναστηθεί το παιδί, να θανατωθεί η οχιά που του αφαίρεσε την πολύτιμη ζωή του κι εγώ θα γίνω χριστιανός».

Δεν προλαβαίνει να τελειώσει ο Παντολέων την προσευχή του και το παιδί ξυπνά σαν από βαθύ ύπνο, ενώ η οχιά σκάει από το κακό της.

Με δάκρυα συγκίνησης και βα­θιάς ευγνωμοσύνης ο Άγιος κατευθύνεται τρέχοντας προς τον αγαπημένο του Ιερέα Ερμόλαο, από τον οποίο ζητά να βαπτιστεί χριστιανός και να μεταλάβει το Σώμα και το Αίμα του Ζωοδότη Ιησού.

Κι αφού αξιώνεται να λάβει το μυστήριο του ιερού βαπτίσματος και της Θείας Μετάλη­ψης συναισθάνεται για πρώ­τη φορά στη ζωή του την αλήθεια και την αγάπη να κατακλύζουν την ψυχή του κι ολόκληρη την ύπαρξή του. Γι’ αυτό αποφασίζει να παραμείνει επτά ημέ­ρες στο σπίτι του σεβαστού του ιερέα, λα­χταρώντας ν’ ακούσει λόγο Κυρίου και να γίνει κι ο ίδιος συνειδητό μέλος της του Χρι­στού Εκκλησίας.

Επιστρέφοντας ο φωτισμένος ιατρός στο σπίτι του αρχίζει να σκέφτεται πως θα μπορούσε κι ο φιλόστοργος πατέρας του να καταλάβει την πλάνη των ειδώλων στην όποια βρίσκεται και να οδηγηθεί στην αληθινή πί­στη. Μ’ ευρηματικό τρόπο τον ρωτά για­τί τα είδωλα που κατασκευάστηκαν όρθια δεν μπόρεσαν ποτέ να καθίσουν, ενώ όσα φτιάχτηκαν καθισμένα δεν μπόρεσαν ποτέ να σηκωθούν. Ο Ευστόργιος προβληματι­σμένος παραδέχεται στο γιό του πως δεν μπορεί να του δώσει μια επαρκή απάντηση κι από τη στιγμή εκείνη αισθάνεται πως κάτι μέσα του ψυχραίνεται κι αρχίζει να μη θυσιάζει στα είδωλα.

Μετά από λίγες μέρες στο κατώφλι του σπιτιού τους εμφανίζεται ένας τυφλός. Με πόνο εξομολογείται στο νεαρό ιατρό πως παραμένει η μοναδική του ελπίδα, καθώς επισκέφθηκε όλους τους φη­μισμένους ιατρούς, ακόμα και τον δάσκα­λό του, τον Ευφρόσυνο, ξόδεψε όλη του την περιουσία σε προτεινόμενα φάρμακα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ο Παντολέων με φωνή
γαλήνια του δηλώνει με απόλυτη βεβαιότη­τα πως θα τον θεραπεύσει ο αληθινός Θεός. Έπειτα τον παρακαλεί τον μισθό που θα του έδινε για τις υπηρεσίες του να τον μοιράσει στους φτωχούς.

Ο τυφλός συμφωνεί. Ελπίζει πως θα ξανακερδίσει το σημαντικότερο αγαθό του, το φως. Αγνοεί προς στιγμή πως θ’ αποκτήσει κάτι ακόμα πιο πολύτιμο, το αληθινά αιώ­νιο Φως της εν Χριστώ ζωής.

Ο πατέρας Ευστόργιος διαφωνεί. Απελπίζεται, καθώς φοβάται πως δεν θα καταφέ­ρει να θεραπεύσει ο γιός του ένα τόσο δύ­σκολο περιστατικό, στο οποίο όλοι οι καταξιωμένοι ιατροί δεν μπόρεσαν ν’ ανταπεξέλθουν. Αγνοεί προς στιγμή πως ο Παντολέων δεν είναι μόνος του, δεν στηρίζε­ται σε ανθρώπινες δυνάμεις, αλλά στη βο­ήθεια του Θεού.

Γι’ αυτό ο Παντολέων προχωρεί αποφασιστικά στην επέμβαση. Προσεύχεται κι επικαλούμενος το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος σχηματίζει με το δεξί του χέρι το σημείο του σταυρού στους ερμητικά κλεισμένους οφθαλμούς του τυφλού. Αμέσως το θαύμα γίνεται κι ο πρώην τυφλός θεραπεύεται τόσο σωμα­τικά, όσο και πνευματικά. Εγκαταλείπει τα είδωλα και βαπτίζεται, από τον ιερέα Ερμόλαο χριστιανός, μαζί με τον αναγεννημένο Ευστόργιο.

Ο φιλειρηνικός Ευστόργιος μετά τη βάπτισή του εγκαταλείπει τα γήινα και οδεύει ανάλαφρα προς την Ουράνια Βασιλεία, επιθυμώντας διακαώς να συναντήσει Εκείνον που γνώρισε προς το τέλος της εφήμερης ζωής του, μα αγάπησε ολοκληρωτικά με όλη του την καρδιά και με όλη του την ψυχή και με όλη του τη διάνοια.

Ό Παντολέων νιώθοντας δάκρυα ευγνωμοσύνης για το ευλογημένο τέλος και την ελπιδοφόρα αρχή του πατέρα του, μοιρά­ζει στους φτωχούς όλη την πατρική του πε­ριουσία κι επιδίδεται με ζήλο στην άμισθη θεραπεία των ψυχικά και σωματικά ασθενούντων αδελφών του. Άλλωστε, ο μέγας, άμισθος, ιατρός της αγάπης δεν είναι ο ίδιος, όπως υποστηρίζει, μα ο Κύριος Ιησούς Χριστός, Του οποίου ο μισθός είναι η αποκατάσταση της σχέσης με τ’ ασθενή παιδιά Του.

«ΝΕΜΕΙΣ ΑΜΙΣΘΟΣ ΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑΝ»

Όλοι οι ψυχικά, σωματικά, πνευματικά ασθενείς καταφεύγουν στον αγαπημένο τους ιατρό Παντολέων με πόνο και φεύ­γουν πραγματικά αναγεννημένοι, έχοντας θεραπευτεί, μα το κυριότερο έχοντας νοηματοδοτήσει εκ νέου τη ζωή τους από τη γνωριμία τους με τον Ιησού. Άλλωστε, ο σεμνός και ταπεινός ιατρός τους Παντο­λέων όχι μόνο δε ζητά πληρωμή για τις ια­τρικές του υπηρεσίες που τους προσφέρει, μα ενισχύει ο ίδιος οικονομικά ασθενείς που δεν μπορούν να καλύψουν τις βιοτικές τους ανάγκες.

Ακούραστα διακονεί τους καταπονεμένους, παρηγορεί τους φυλακισμένους, νουθετεί τους παραστρατημένους, προσεύ­χεται για τους ζώντες και κεκοιμημένους.

Η αγάπη του φωτίζει τη σεμνή του παρου­σία σαν μια αχτίδα φωτός μέσα στη μουντή συννεφιά του εγωισμού, της υπερηφάνειας και της ειδωλολατρίας. Η Χριστοφόρα, ιά­σιμη αγκαλιά του ελκύει σαν μαγνήτης όλου του κόσμου τις ψυχές, γεγονός που προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια στους υπόλοιπους κοσμικούς ιατρούς και τους ωθεί να προδώσουν τον Άγιο στον αυτοκράτορα Μαξιμιανό υποστηρίζοντας πως ο Παντολέων θεράπευσε έναν τυφλό με τη βοήθεια του Χριστού κι όχι του Ασκληπιού, παρακινώντας με αυτό τον τρόπο πολλούς ειδωλολάτρες να βαπτιστούν χριστιανοί.

Ο αυτοκράτορας στενοχωρημένος στο άκουσμα τούτων των λόγων, καθώς τρέφει κι ο ίδιος έναν ιδιαίτερο θαυμασμό για τον Παντολέοντα, ζητά να φέρουν στο παλάτι τον πρώην τυφλό. Μόλις αυτός παρουσιάζεται ενώπιον του, ο Μαξιμιανός ζητά να μάθει σε ποιόν χρωστά την θεραπεία του, στον Χριστό η στους δικούς τους θεούς. Ο πρώην τυφλός με παρρησία του ομολογεί πως οι περιβόη­τοι ιατροί του με τη βοήθεια των θεών κατάφεραν να του χάσουν και το λιγοστό φως που του είχε απομείνει μαζί μ’ ολάκερη την περιουσία του, ενώ ο ταπεινός Παντολέων με την επίκληση και μόνο του σωτηριώδους ονόματος του Ιησού κατάφερε να κάνει ευθύς τους οφθαλμούς του ν’ ανοίξουν παντελώς.

Ο Μαξιμιανός Εκνευρισμένος με την απροκάλυπτη ομολογία πίστης από έναν απλοϊκό υπήκοό του τον διατάζει να μην διαδώσει σε κανένα πως ο Χριστός τον θεράπευσε. Εκείνος αρνείται κατηγορημα­τικά να υπακούσει στο ψέμα δηλώνοντας με περισσό θάρρος στον αυτοκράτορα πως είναι τυφλός και μωρός αν αδυνα­τεί να δει το αληθινό Φως και θεωρεί πως οι ψεύτικοι θεοί του είναι ικανοί να κάνουν θαύματα.

Φανερά εξοργισμένος ο Μαξιμιανός, μπροστά σ’ αυτόν τον έλεγχο συνειδήσεως που του ασκείται, προστάζει ν’ αποκεφαλίσουν τον πρώην τυφλό. Εκείνος περι­χαρής σκύβει το κεφάλι ποθώντας ν’ αντικρίσει με τα μάτια της ψυχής του το Αιώ­νιο κι Άκτιστο Φώς. Η αγνή ψυχή του ανεβαίνει στην Ουράνια Βασιλεία για να συ­νεορτάζει μαζί με τον αγαπημένο του Άγιο, ο οποίος με σεβασμό και αγάπη τοποθετεί το τίμιο λείψανό του δίπλα στον Ευστόργιο.

Σειρά έχει ο Παντολέων. Εμφανίζεται μπροστά στον αυτοκράτορα, ο οποίος του εκδηλώνει το θαυμασμό του και του εκφράζει την επιθυμία του να τον έχει ως επίσημο ιατρό του στ’ ανάκτορα. Έπειτα του δη­λώνει πως πληροφορήθηκε ότι ιατρεύει επικαλούμενος τον Ιησού κι όχι τον Ασκληπιό και τους δικούς τους θεούς, στους οποίους τον προτρέπει να κάνει θυσία.

Ο Άγιος ήρεμα του ανταπαντά πως μόνο ο ένας και μοναδικός Θεός, ο Δημιουργός του ουρανού, της γης και του σύμπαντος μπορεί να κάνει θαύματα. Όμως, για του λό­γου το αληθές προτρέπει να φέρουν μπρο­στά τους έναν ασθενή με ανίατη αρρώστια και να προσπαθήσουν από τη μια οι ιερείς του αυτοκράτορα να παρακαλέσουν τους θεούς τους για την αποκατάσταση της υγείας του ασθενούς κι έπειτα ο ίδιος να προ­σευχηθεί στο όνομα του Ιησού. Όποιος κα­ταφέρει και τον θεραπεύσει θ’ αποδείξει ατράνταχτα την αλήθεια της ύπαρξής του.

Ο αυτοκράτορας επιδοκιμάζει την πρό­ταση και διατάζει να φέρουν έναν παράλυ­το. Ξεκινούν ενθουσιασμένοι οι ιερείς των ειδώλων να κάνουν δέηση στους θεούς τους, χωρίς κανένα επιτυχές αποτέλεσμα. Γρήγορα ο ενθουσιασμός τους μετατρέπεται σε απόγνωση μπροστά στην ακαμψία των θεών τους.

Κατόπιν επιχειρεί την ίαση ο Παντολέων. Μ’ ένθερμη πίστη και ταπεινό φρόνη­μα σχηματίζοντας το σημείο του σταυρού λέει στον παράλυτο: «Εν ονόματι του Χριστού, του ανορθούντος τους παραλελυμένους, έγειραι και περιπάτει».

Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο παρά­λυτος σηκώνεται και δοξολογώντας τον Θεό επιστρέφει στην οικία του περπατώντας.

Πολλοί Έλληνες, όντες μάρτυρες του θαυμαστού τούτου γεγονότος, αποδοκιμάζουν τους ψεύτικους θεούς και βαπτίζονται χριστιανοί. Αντιθέτως, οι ιερείς των ειδώλων κι οι περιβόητοι, φθονεροί ιατροί πείθουν τον αυτοκράτορα να εξοντώσει τον Παντολέοντα, με την πρόφαση ότι θα καταστρέφει τη θρησκεία τους. Ο Μαξιμιανός συμφω­νεί, ορίζοντας για τον Άγιο Μεγαλομάρτυ­ρα μια σειρά σκληρών βασανιστηρίων που δεν ταιριάζουν στη φρεσκάδα της νιότης του, αρμόζουν όμως, στη βαθιά ώριμη πί­στη του και στο γεγονός πως έχει συμπα­ραστάτη στον αγώνα του τον Μέγα Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων, να του επουλώνει τις πληγές, αναμένοντας καρτερικά να τον τιμήσει με το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου του.

«ΜΑΡΤΥΣ ΕΝΔΟΞΕ, ΧΡΙΣΤΟΝ ΤΟΝ ΘΕΟ ΙΚΕΤΕΥΕ»

Στην αρχή ο Μαξιμιανός προσπαθεί να δελεάσει τον Άγιο προσφέροντάς του τιμές κι αξιώματα. Με το που αντιλαμβάνεται πως με την κολακεία δεν πρόκειται ν ’ αλλαξοπιστήσει, ξεκινά τα βασανιστήρια. Διατά­ζει τους στρατιώτες του να τον κρεμάσουν σ’ ένα ξύλο, ξεσκίζοντάς του τις σάρκες με σιδερένια νύχια. Εν συνε­χεία του καίνε με λαμπάδες όλα του τα πληγωμένα μέλη. Ο πόνος σφοδρός, μα η ψυχή του Άγιου ισχυροτέρα, προσευχομένη τον κατανικά.

Ο φιλεύσπλαχνος Κύριος θέλοντας να ενισχύσει τον Παντολέοντα Του παρουσι­άζεται με τη μορφή του αγαπημένου του ιε­ρέα Ερμολάου και του λέει: «Μη φοβάσαι,
παιδί μου, γιατί είμαι μαζί σου, βοηθός σου σε όλα αυτά που παθαίνεις για Μένα». Στο τελείωμα των λόγων ο Άγιος βλέπει τις πλη­γές του να θεραπεύονται, τις λαμπάδες να σβήνουν οικειοθελώς και τα χέρια των στρα­τιωτών ν’ ακινητοποιούνται.

Ο αυτοκράτορας ζητά να κατεβάσουν τον Άγιο από το ξύλο και να τον φέρουν κο­ντά του. Έκπληκτος, ζητά να μάθει με ποιά μαγεία κατάφερε όλα τα προηγούμενα κι εκείνος με φυσικότητα του άπαντά: «Με τη βοήθεια του Χριστού μου». Ο Μαξιμιανός, φανερά εκνευρισμένος, θέλοντας να τον δοκιμάσει ακόμα περισσότερο, τον ρωτά: «Κι αν σε βάλω σε χειρότερο βασανιστή­ριο, τότε τι θα κάνεις;». Κι ο Άγιος γαληνε­μένος εξηγεί: «Τότε, θα δεχτώ ακόμα μεγα­λύτερη βοήθεια από τον Χριστό μου».

Πράγματι, ο Μαξιμιανός κρατά τον λόγο του και ρίχνει τον Μεγαλομάρτυρα σ’ ένα μεγάλο λέβητα με κοχλαστό μολύ­βι. Ο Άγιος συνεχίζει προσευ­χόμενος να επικαλείται το όνομα του Κυ­ρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος εμφανίζεται για άλλη μια φορά με τη μορφή του ιερέα Ερμολάου κι ευθύς η φωτιά από σέβας σβή­νει κι ο μόλυβδος παγώνει.

Όσο η καρδιά του Αγίου μαλακώνει από την άπειρη αγάπη του για τον φιλεύσπλα­χνο σωτήρα του Ιησού, τόσο η καρδιά του Μαξιμιανού σκληραίνει από αδυσώπητο μίσος. Εφευρίσκει νέα βασανιστήρια, για να εξοντώσει αυτόν τον νεαρό ιατρό που πραγ­ματοποιεί αφύσικα κι ανεξήγητα πράγματα, μέσα στο θάνατο, δοξολογεί… μέσα στον πόνο, ταπεινώνεται… μέσα στην υπέρ­τατη νίκη.

Έτσι, διατάζει τους στρα­τιώτες του να δέσουν στο λαιμό του Παντολέοντα μια μεγάλη πέτρα και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Με το που βυθίζεται ο Άγιος, εμφανίζεται ο Ιησούς κι ευθύς ο λί­θος ελαφρώνει σαν πούπουλο κι ο Μεγαλο­μάρτυρας περπατώντας, με απολύτως φυ­σικό τρόπο, στην επιφάνεια του νερού, σαν σε δρόμο, βγαίνει και κάθεται αναζωογονημένος στο γιαλό.

Ο αυτοκράτορας, συνειδητοποιώντας πως όλη η σκληρότητα των βασανιστηρί­ων του αδυνατεί να εξοντώσει αυτό το νε­αρό ιατρό, δοκιμάζει να τον κολακέψει συμβουλεύοντάς τον με πατρικό δήθεν ενδιαφέρον να σκεφτεί την ομορφιά του, τα νιά­τα του, την εξυπνάδα του, τον κόσμο όλο που απλώνεται εμπρός στα πόδια του, αρκεί να θυσιάσει στα είδωλα. Ειδάλλως, αντί για δοξασμένος, θα γίνει ταπεινή τροφή για τα λιοντάρια. Ο Μαξιμιανός τον αφήνει τρεις μέρες να το σκεφτεί, μα ο Άγιος το έχει ήδη αποφασίσει: «Αν πρώτα απλώς αγαπούσα τον Κύριό μου, τώρα πια η καρδιά μου καί­γεται από θειο έρωτα, βλέποντας πόσο ζω­ντανή είναι η παρουσία κι η βοήθειά Του».

Με το πέρασμα τριών ήμερών πλήθος κόσμου κατακλύζει το θέατρο, για να δει τον ευγενή ιατρό να γίνεται τροφή στ’ άγρια θηρία. Ο αυτοκράτορας φανερά ικανοποιημένος κάθεται στο πιο υψηλό σημείο. Ο Άγιος, γεμάτος ήρεμη δύνα­μη, βλέποντας ξανά να βρίσκεται κοντά του ο Κύριός του με τη μορφή του Ερμολάου, προχωρά ο ίδιος προς τα λιοντάρια, τα όποια γεμάτα σεβασμό τον ασπάζονται στα πόδια και σχηματίζοντας μια σειρά πε­ριμένουν με τάξη να βάλει ο Άγιος επάνω τους το δεξί του χέρι, για να τα ευλογήσει και μετά αναχωρούν ικανοποιημένα.

Ο Μαξιμιανός σκοτισμένος ακούγοντας τα πλήθη να ζητωκραυγάζουν: «Μέγας είναι ο Θεός των χριστιανών» διατάζει να σκο­τώσουν τα θηρία που τον ταπείνωσαν και να δέσουν τον Παντολέοντα σ’ έναν τρο­χό, κυλώντας τον στην κατηφόρα και συνθλίβοντάς του με τον τρόπο αοτό όλα τα μέλη. Ο μεν Άγιος δένεται από τους στρατιώτες κι ευθύς λύνε­ται από τον Ιησού, ο δε τροχός αρχίζει να κατρακυλά κατά των ειδωλολατρών τρέποντάς τους σε φυγή.

Εξοργισμένος ο αυτοκράτορας ζητά από τον Άγιο να του φανερώσει ποιος του αποκάλυψε τον Ιησού στη ζωή του. Εκείνος με συγκίνηση μιλά για τον σεβάσμιο Ιερέα Ερμόλαο, τον οποίο οι στρατιώτες φέρνουν στο παλάτι, μαζί με άλλους δύο χριστιανούς, τον Ερμοκράτη και τον Έρμιππο. Ο Μαξιμιανός, υποσχόμενος μεγάλα πλούτη, τους προτρέπει να συμβουλεύσουν τον Παντολέοντα ν’ αλλαξοπιστήσει. Εκείνοι αρνούνται κατηγορηματικά ομολογώντας την πίστη τους στον αληθινό Θεό κι αφού υφίστανται σκληρά βασανιστήρια, αποκεφαλίζονται, πηγαίνοντας να συναντήσουν τον αγαπημένο Κύριό τους και συγχρόνως προσμένοντας και τον ευλογημένο τους ιατρό στη χαρά του Παραδείσου…

«ΔΩΡΗΣΑΣΘΑΙ ΗΜΙΝ ΤΟ ΜΕΓΑ ΕΛΕΟΣ»

Ο Άγιος με ανυπομονησία επιθυμεί να συναντήσει τον αγαπημένο του ιερέα στην Ουράνια Βασιλεία. Γι’ αυτό καρτερικά υπομένει τον άγριο ξυλοδαρμό και λυτρωτικά ακούει από τον Μαξιμιανό την απόφαση του αποκεφαλισμού του. Οι στρατιώτες τον οδηγούν στον τόπο της εκτέλεσής του, τον δένουν σε μια ελιά και την ώρα που ο Άγιος προσευχόμενος σκύβει το κεφάλι, το σπαθί του δήμιου αρνείται να τον υπακούσει και λυγίζει σαν κερί.

Αμέσως οι στρατιώτες ομολογούν την πί­στη τους στον αληθινό Θεό και ζητούν συγχώρεση από τον Άγιο, ο οποίος τους ευλο­γεί συγκινημένος. Την στιγμή εκείνη ακούγεται φωνή από τον ουρανό να λέει: «Οι πύ­λες του ουρανού σε περιμένουν, καθώς εσύ θά είσαι ιατρός των ασθενών και τρόμος των δαιμόνων. Το όνομά σου στο έξης θα είναι Παντελεήμων κι όχι Παντολέων, γιατί χάρη σε σένα πολλοί άνθρωποι θα βρουν έλεος κι ευσπλαχνία».

Ο Μεγαλομάρτυρας Παντε­λεήμων παρακαλεί τους στρα­τιώτες να ολοκληρώσουν το έργο τους, το οποίο εκείνοι αρνούνται κατηγορηματικά να εκτελέσουν. Έπειτα, κάνοντας υπακοή και φιλώντας με σεβασμό τον Άγιο, τον αποκεφαλίζουν δακρυσμένοι. Αμέσως γάλα αναπηδά από το λαιμό του αντί για αίμα. Η ξερή ελιά, στην οποία ήταν δεμένος ο Άγιος, νιώθοντας δέος μπροστά στο με­γαλείο του πρασινίζει, προσφέροντας απλόχερα άφθονο, ευλογημένο καρπό.

Στις 27 Ιουλίου του 304 μ.Χ. άγγελος Κυρίου μεταφέρει με προσοχή την αγιασμένη ψυχή του θεράποντος, άμισθου ια­τρού των ψυχών και των σω­μάτων, του ένδοξου Μεγαλομάρτυρα, του Ιαματικού Παντελεήμονος.

Από τότε και μέχρι σήμερα, πλήθος θαυμάτων επιτελούνται ως απόδειξη της μεγάλης του φιλευσπλαχνίας προς τον καθέ­να μας που ξεδιψά με το ιαματικό νερό της αγάπης του.

Τις πρεσβείες του να έχουμε.

Αμήν.

Το κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο, Άγιος Παντελεήμων ο Ιαματικός, της  Νικολλέττας Σκάλκου-Διαμαντίδη Πτυχιούχος Φιλοσοφικής.

Το βιβλίο αγοράστηκε από τον Ναό του Αγίου Παντελεήμονα Πεύκης Αττικής. Από το κείμενο έχει αφαιρεθεί το πολυτονικό για να είναι πιο ευανάγνωστο, αλλά και να αποφευχθούν λάθη  κατά την μεταγραφή.

Agios Panteleimon

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *