Η κατάκτηση της Ινδίας από τους Άγγλους και τα φρικτά έθιμα των Ινδών
Η ΒΡΕΤΑΝΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΤΩΝ ΙΝΔΙΩΝ
ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ
Ή ’Ινδική Χερσόνησο κατέχει έξέχουσα -θέση μέσα στο Βρεταννικό αποικιακό Κράτος.
Άπό την άποψη τής έκτασης, του πληθυσμού και τού πλούτου, καμιά άλλη αποικία ή κτήση δεν μπορεί να συγκριθεΐ μαζί της.
Τα προβλήματα πού σχετίζονται μέ τη διοίκηση και άμυνα των Ινδιών εΐνε πολλά και ποικίλα. Γι’αυτό ιδιαίτερο Υπουργείο — τό India Office—χειρίζεται τις ινδικές υποθέσεις, όσες ανήκουν στην αρμοδιότητα τής Κεντρικής Κυβέρνησης, ενώ τά ζητήματα όλων τών άλλων «’Αποικιών τού Στέμματος» (Crown Colonies), δηλ. τών αποικιών εκείνων πού δεν τούς έχει παραχωρηθεΐ ακόμα αυτονομία, υπάγονται στο Υπουργείο τών Αποικιών (Colonial Office).
Θά χρειαζότανε βέβαια σειρά ολόκληρη διαλέξεων γιά νά εξαντλήσει κάνεις τά κυριώτερα θέματα πού άναφέρονται στη Βρεταννική κατοχή τών ’Ινδιών. Γι’ αυτό θ’ αναγκαστούμε νά μιλήσουμε σε πολύ γενικές γραμμές, δίνοντας μόνο σκιαγραφία τού ζητήματος.
Άς αρχίσουμε πρώτα μέ μια σύντομη ανασκόπηση των ιστορικών γεγονότων πού καταλήξανε στο να καταλάβουν οί ’Άγγλοι μέσα σέ δυόμισυ αιώνες ολάκερη την Ινδική Χερσόνησο.
Ή βρεταννική κατάχτηση τών ’Ινδιών είνε ένα αληθινό μυθιστόρημα από τά ρωμαντικά εκείνα μυθιστορήματα, γεμάτα καταπληκτικές περιπέτειες, πού εϊταν τόσο πολύ τού συρμού στον περασμένο αιώνα. Μια χούφτα άνθρώποι—αρχικά μερικοί έμποροι καί τυχοδιώκτες πού είχαν τραβήξει εκεί κάτω, όχι μέ σκοπό νά καταχτήσουν εδάφη, μά μόνο καί μόνο για νά πλουτίσουν—κατόρθωσαν, λίγο λίγο, χωρίς κάν νά χρησιμοποιήσουν πολύ μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις, νά καταλάβουν μιά χώρα απέραντη, μέ έκταση πέντε εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα καί μέ πληθυσμό πάνω από διακόσια εκατομμύρια.
Δέν πιστεύουμε νά υπάρχει στην ιστορία άλλο ένα τέτοιο παράδειγμα πού νά δείχνει καλήτερα τί μπορεί νά καταφέρει ή ηθική επιβολή μιας φυλής.
Ή διείσδυση τών ’Άγγλων στις ’Ινδίες αρχίζει από τό 1599. Τότες ή Βασίλισσα ’Ελισάβετ, πού υποστήριζε θερμά όλες τις αποικιακές καί εμπορικές επιχειρήσεις, παραχώρησε σέ μιάν εταιρία—τή λεγόμενη East India Company (Εταιρία τών ’Ανατολικών ’Ινδιών) — τό αποκλειστικό προνόμιο νά εμπορεύεται μέ τις Ινδίες καί τις γειτονικές χώρες τής Μέσης καί Άπω ’Ανατολής.
Στά μέρη εκείνα είχαν ήδη από καιρό προηγηθεΐ δυο άλλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις — ή Πορτογαλλία καί ή ‘Ολλανδία. Οί Πορτογάλλοι καί οί ‘Ολλανδοί είχαν εγκατασταθεί από τις αρχές τού 16ου αιώνα σέ ορισμένα σημεία τών ’Ινδικών παράλιων καί από κεί εκμεταλλεύονταν τό τόσο προσοδοφόρο εμπόριο τών ’Ινδιών καί τών γειτονικών χωρών — Περσίας, Βιρμανίας, Μαλαισίας καί Κίνας.
Γι’ αυτό ή αγγλική Εταιρία τά πρώτα χρόνια είχε ν’αντιμετωπίσει την επίμονη αντίδραση και εχτρα και των δυο τούτων αντίπαλων, πού φυσικά δε βλέπανε με καλό μάτι να μπαίνει στη μέση και νέος συναγωνιστής και νά τούς αμφισβητεί τήν πηγή των πλουσιώτερών τους κερδών.
Οι αγώνες μεταξύ ’Άγγλων και Πορτογάλλων και ’Άγγλων καί Όλλανδών — αγώνες σκληρότατοι και όχι πάντα ευνοϊκοί για τούς ’Άγγλους — βαστάξανε ϊσα με τά μέσα τού 17ου αιώνα. Τό 1642 ή Αγγλία καί ή Πορτογαλλία κλείσανε ειρήνη. Τό 1665 ή τελευταία παραχώρησε στήν πρώτη τό σπουδαίο λιμάνι τής Βομβάης, στά δυτικά παράλια τών Ινδιών, ως προίκα τής Πορτογαλλίδας γυναίκας τού Βασιλέα Καρόλου τού Β’ τής Αγγλίας, Αικατερίνης τής Μπραγάντζας — άπόκτημα πολύτιμο πού χρησίμεψε ως ορμητήριο γιά τό βαθμιαίο ξάπλωμα τής βρεταννικής επιρροής στο εσωτερικό τής χώρας.
Τό 1668 παρουσιάζεται καί άλλη ευρωπαϊκή Δύναμη γιά νά διεκδικήσει τήν κυριαρχία τών Ινδιών — ή Γαλλία. Ό Λουδοβίκος 14ος, ακολουθώντας τό παράδειγμα τών Άγγλων, Ιδρύει καί αυτός προνομιούχα εταιρία — τή «Societe des Indes» — καί οι Γάλλοι πετυχαίνουν με τή σειρά τους, ΰστερ’ από συννενόηση με μερικούς ρατζάδες, νά εγκατασταθούν σε ορισμένα σημεία τής χώρας. ’Ακολουθήσανε αδιάκοποι πόλεμοι μεταξύ ’Άγγλων καί Γάλλων μέ αποτέλεσμα νά νικηθούν τελειωτικά οι Γάλλοι στά 1760.
Μέ τή συντριβή τών Γάλλων, εξαφανίστηκε από τήν σκηνή τών ’Ινδιών ο τελευταίος Ευρωπαίος αντίπαλος τών ’Άγγλων. Άπό δω καί πέρα οι Άγγλοι δεν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν παρά τά ντόπια στοιχεία, δηλ. τά αδύνατα κ’ αιώνια άλληλοδιαμαχόμενα κρατίδια τών ιθαγενών ρατζάδων πού καμιά σοβαρή αντίσταση δεν εϊτανε σέ θέση; νά προβάλουν.
Δυο μεγάλα ονόματα ξεχωρίζουν μέσα στην ιστορία τής επικής εκείνης εποχής — ο στρατηγός Ροβέρτος Κλάϊβ (Clive), πού από απλός υπάλληλος τής Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών εξελίχτηκε σε σπουδαίο στρατηγό και κέρδισε λαμπρές νίκες πολεμώντας τις ενωμένες δυνάμεις Γάλλων και ’Ινδών, καί ο Ούώρρεν Χέστιγκς (Warren Hastings) πόύ, Γενικός Διοικητής τής Βεγγάλης, έδειξε εξαιρετική διοικητική καί πολιτική ικανότητα καί μπορεί νά θεωρηθεί ο θεμελιωτής τής βρεταννικής κυριαρχίας στις ’Ινδίες. . ν
Που πρέπει ν’ .αποδώσουμε τήν καταπληκτική τούτη επιτυχία των ’Άγγλων στο νά υποτάξουν με τέτοια ευκολία μία χώρα τεράστια καί πυκνοκατοικημένη σαν τις ’Ινδίες;
Για νά καταλάβουμε τούς λόγους, πρέπει νά ξαίρουμε ποια εϊτανε ή κατάσταση στις ’Ινδίες στήν αρχή τού 18ου αιώνα. .
– Ή Αυτοκρατορία τών λεγομένων «Μεγάλων Μόγγολων», όπως ονομαζότανε ή Ταταρική δυναστεία τών απογόνων τού Ταμερλάνου πού βασίλευε στο Ντέλχη τών βορείων ’Ινδιών από τήν αρχή τού 18ου αιώνα καί κυρίεψε σχεδόν ολόκληρη τήν ’Ινδική Χερσόνησο, είχε αρχίσει νά δείχνει σημεία παρακμής. Σε πολλά τμήματα τής χώρας διάφοροι τυχοδιώχτες, ντόπιοι καί ξένοι, είχαν επαναστατήσει ενάντιο τής κεντρικής κυβέρνησης καί ίδρυσαν ανεξάρτητα κρατίδια. Οι ηγεμόνες αυτοί πολεμούσαν χωρίς διακοπή μεταξύ τους κ’ έτσι ολόκληρη ή χώρα, από τά Ίμαλάϊα ίσα με τό πιο μακρινό σημείο τής χερσόνησος, είχε καταντήσει σε μιά κατάσταση χρόνιας αναρχίας.
Έκτος από τις πολιτικές διαιρέσεις, άσπονδο θρησκευτικό μίσος χώριζε τά δυο κυριώτερα στοιχεία τού εγχώριου πληθυσμού, δηλ. τούς Βραχμάνους (Hindoos) καί τούς Μουσουλμάνους.
Ό λαός, μήν έχοντας καμιά μά καμιά εθνική συνείδηση και ζώντας σ’ ένα πάρα πολύ χαμηλό επίπεδο πολιτισμού, στέναζε κάτω από τη βία των διαφόρων μαχαρατζάδων καί ρατζάδων καί αδιαφορούσε ποιος εϊτανε ο κυρίαρχος τής χώρας.
Μέσα σ’ αυτό τό χάος καί την αναρχία, όπου είχε ολότελα χαθεί πιά κάθε ίχνος εθνικής τιμής και κρατικής πειθαρχίας, παρουσιάστηκε ή ’Αγγλική Εταιρία των Άνατολικών ’Ινδιών, μιά μικρή μά οργανωμένη δύναμη, διαθέτοντας σύγχρονα πολεμικά μέσα πού τής έδιναν τήν απόλυτη υπεροχή απέναντι των ιθαγενών.
Ή Εταιρία δεν έχανε ευκαιρία ν’ ανακατεύεται στις έριδες τών ’Ινδών ήγεμόνων. Διατηρούσε στρατό από μισθοφόρους καί υποστήριζε άλλοτε τον ένα καί άλλοτε τον άλλονε μνηστήρα τού θρόνου. Έτσι κατόρθωσε λίγο λίγο νά καθυποτάξει τό ένα μετά τό άλλο σχεδόν όλα τά άλλοτε ανεξάρτητα ’Ινδικά βασίλεια. Οι τελευταίοι πού κρατήθηκαν εϊτανε οι Σίχ (Sikh), πολεμική φυλή πού κάτεχε τή μεγάλη βορειοδυτική επαρχία τής Πεντοποταμίας (Punjab). Μετά τήν υποταγή τών Σίχ τό 1849, οί * Αγγλοι άπομείνανε κυρίαρχοι ολόκληρης τής ’Ινδικής Χερσόνησος.
Τά περισσότερα ινδικά κρατίδια, μετά τήν προσάρτησή τους, γινήκανε απλές επαρχίες πού τις διοικούσαν Βρεταννοί υπάλληλοι. Παραμείνανε όμως μερικά υπό ντόπιους ηγεμόνες πού τούς άφήκανε οι ’Άγγλοι νά εξακολουθούν νά διοικούν τή χώρα τους με τον έλεγχο πάντα βρεταννού συμβούλου (Resident).
Μοναχά τό Νεπάλ καί τό Μπουτάν, δυο κράτη πού βρίσκονται στούς πρόποδες τών ‘Ιμαλάϊων, κατόρθωσαν νά μείνουν ανεξάρτητα, μά καί αυτά με κάπιο περιορισμό, δηλ. νά μήν έχουν δικαίωμα νά διατηρούν απευθείας σχέσεις με ξένα κράτη, εκτός από τή Μεγάλη Βρεταννία.
Σ’ όλο αυτό τό διάστημα πού οί ’Άγγλοι κυβέρνησαν τις ’Ινδίες, δεν έγινε παρά μία σοβαρή εξέγερση ενάντιο τους. Τό 1857, τότες πού οί ’Ινδίες βρισκόντανε ακόμα κάτω από τή διοίκηση τής Εταιρίας των ’Ανατολικών ’Ινδιών, ένα μεγάλο μέρος τών ιθαγενών ταγμάτων—τών λεγομένων σπαήδων (Sepoy) πού υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στο στρατό τής Εταιρίας—κάνανε στάση, σφάξανε πολλούς ’Άγγλους μαζί μέ τα γυναικόπαιδά τους, και ανακήρυξαν αύτοκράτορα στο Ντέλχη έναν από τούς απόγονους τής δυναστείας τών Μεγάλων Μογγόλων. Ή τολμηρή αυτή επανάσταση λίγο έλειψε να κλονίσει τή βρεταννική κυριαρχία στις ’Ινδίες, και οί ’Άγγλοι αναγκάστηκαν νά τήν καταπνίξουν μέ μεγάλη αυστηρότητα.
’Από τότες οί ’Άγγλοι δεν είχαν ν’ άντικρούσουν άλλο ένοπλο κίνημα τών ιθαγενών. Τούτο βέβαια δε σημαίνει πώς έπαψε κάθε αντίδραση ενάντιο τής βρεταννικής διοίκησης. ’Απεναντίας, μέ τήν πρόοδο τού χρόνου, οί ’Ινδοί, όσοι είχαν λάβει ευρωπαϊκή μόρφωση, αρχίσανε νά οργανώνονται και νά κινούνται πολιτικά, χρησιμοποιώντας τά όπλα τής τρομοκρατίας, τής παθητικής άμυνας καί τής πολιτικής κωλυσιεργίας. Οί αγώνες τών ’Ινδών έθνικιστών δέ μείνανε χωρίς αποτέλεσμα καί τά τελευταία χρόνια πέτυχαν ν’ άποσπάσουν από τή Βρεταννική Κυβέρνηση σημαντικά προνόμια και μιά μεγαλήτερη συμμετοχή τού ντόπιου στοιχείου στή διοίκηση τών διάφορων επαρχιών.
II.
Εΐνε άναντίλεχτο πώς ή κατοχή τών ’Ινδιών στάθηκε γιά τή Μεγάλη Βρεταννία μιά τεράστια πηγή πλούτου— πηγή όμως έμμεσου καί όχι άμεσου πλουτισμού.
’Από τό 1813 καί ύστερα, ή Εταιρία τών Άνατολικών ’Ινδιών έπαψε νά πληρώνει μερίδιο από τά έσοδά της στο Βρεταννικό Δημόσιο. ’Από τότε ή ’Αγγλία δεν είσπράττει πια από τις ’Ινδικές της κτήσεις τον παραμικρό φόρο ύποτελείας.
Τά κέρδη πού ή ’Αγγλία αποκόμισε από τις ’Ινδίες εΐνε άλλου είδους. Οι ’Ινδίες εΐνε χώρα πού παράγει τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών—σιτηρά, μπαμπάκι, γιοΰτα, τσάϊ, μεταλλεύματα κ.τ.λ. Τό μεγαλήτερο μέρος τού έξαγωγικού τούτου εμπορίου εινε σέ αγγλικά χέρια. ’Επίσης ή ’Αγγλία στέλνει ή μάλλον έστελνε στις ’Ινδίες πολλά βιομηχανικά προϊόντα, λ. χ. υφάσματα πού χρησίμευαν γιά τό ντύσιμο τών εκατομμυρίων τού ινδικού πληθυσμού. Προσθέσετε τά κέρδη τών διαφόρων βρεταννικών επιχειρήσεων στις ’Ινδίες, επίσης τά κέρδη τών ’Άγγλων εφοπλιστών από τούς ναύλους τών μεταφερομένων εμπορευμάτων καί επιβατών μεταξύ ’Ινδιών καί Ευρώπης, τά κέρδη τών ’Άγγλων εφοπλιστών από τούς ναύλους τών μεταφερομένων εμπορευμάτων καί επιβατών μεταξύ ’Ινδιών καί Ευρώπης, τά κέρδη τών αγγλικών ασφαλιστικών εταιριών, τέλος τούς μισθούς καί τις συντάξεις τών ’Άγγλων υπαλλήλων. Αυτά όλα αντιπροσωπεύουν πολλά εκατομμύρια λίρες πού τά καρπώθηκε ή βρεταννική εθνική οικονομία πάνω από εκατό πενήντα χρόνια.
Σύγκαιρα ωφελήθηκε καί τό ’Αγγλικό Δημόσιο, γιατί οι μεγάλες ιδιωτικές περιουσίες πού σχηματίστηκαν στην ’Αγγλία χάρη στο εμπόριο με τις ’Ινδίες, αυξήσανε, με τή φορολογία, τά δημόσια έσοδα.
’Έτσι καταλαβαίνει κανείς πολύ καλά τούς λόγους γιατί ή Μεγάλη Βρεταννία έδωσε πάντοτε ιδιαίτερη σημασία στο ζήτημα τής άμυνας τών ’Ινδιών καί τής προστασίας τών θαλάσσιων συγκοινωνιών πού τή συνεδένουν με τή μεγάλη της ασιατική κτήση.
Για τον ϊδιο λόγο οί κατά καιρούς αντίπαλοι τής Αγγλίας είχανε πάντοτε τα μάτια τους στις ’Ινδίες. “Οταν ό Βοναπάρτης κυρίεψε τό 1798 τήν Αίγυπτο, αντικειμενικός του σκοπός εϊτανε να τή χρησιμοποιήσει ώς βάση για μια μελλοντική εκστρατεία κατά των ’Ινδιών. Οί ’Άγγλοι όμως, βλέποντας τον κίνδυνο πού τούς απειλούσε, δεν αργήσανε νά διώξουν τούς Γάλλους από τήν κοιλάδα τού Νείλου και τά παράλια τής Έρυθράς Θάλασσας.
Οί ίδιοι πάντοτε λόγοι εινε ή αφορμή τής ρωσσοφοβίας πού κυριαρχεί στή βρεταννική πολιτική τού 19ου αιώνα. Ή ρωσσοφοβία αυτή φτάνει στο κορύφωμά της μετά τό 1880, τότε πού ή Ρωσσία άρχισε ν’ απλώνεται στήν Κεντρική ’Ασία με τήν κατάληψη τού Δυτικού Τουρκεστάν, τή διείσδυση στήν Περσία και τις προσπάθειες τής ρωσσικής διπλωματίας γιά νά έγκαταστήσει τήν επιρροή της στο ’Αφγανιστάν, χώρα πού δεσπόζει τις συγκοινωνίες με τις ’Ινδίες. “Ολη ή πολιτική τού Μπίκονσφιλτ (Beaconsfield) καί των διαδόχων του σ’ ένα καί μόνο αποβλέπει, πώς νά ματαιώσει τά καταχτητικά σχέδια τής Ρωσσίας πού απειλούν τις ’Ινδίες. ΓΓ αυτό ή βρεταννική διπλωματία υποστηρίζει τήν ’Οθωμανική Αυτοκρατορία έναντίο τής Ρωσσίας, επιχορηγεί τον ’Εμίρη τού ’Αφγανιστάν, κλείνει συμφωνίες με τήν Περσία καί τό Θιμπέτ, γιά νά φτάσει τελικά, τό 1907, σε απευθείας συνεννόηση μέ τή Ρωσσία. Ή τελευταία παραιτεΐται τότε οριστικά από κάθε ανάμιξη στο ’Αφγανιστάν, λαβαίνοντας ανταλλάγματα στήν Περσία.
Ή ϊδια πάλι αιτία κατά τό δεύτερο ήμισυ τού 19ου αιώνα δίνει αφορμή σέ προστριβές μετάξι) ’Αγγλίας καί Γαλλίας. Τό 1869, ή κατασκευή τής διώρυγας τού Σουέζ, πού έγινε από Γάλλο μηχανικό—τό Lesseps—καί μέ γαλλικά καί αιγυπτιακά κεφάλαια, και αργότερα ό φόβος μήπως ή Γαλλία μεταχειριστεί σαν πρόσχημα την αναρχία πού βασίλευε στήν Αίγυπτο για νά την καταλάβει, κάνουν την Αγγλία—τό 1883—καί παίρνει στήν κατοχή της την Αίγυπτο καί αργότερα—τό 1898—τό Σουδάν. Ή απόπειρα τής Γαλλίας νά εγκατασταθεί στήν περιοχή τού ’Άνω Νείλου, όπου εϊχε σταλθεΐ ό συνταγματάρχης Μαρσάν (Marchand) επικεφαλής στρατιωτικής αποστολής, αποτυχαίνει.
Μετά τό Μεγάλο Πόλεμο ή Μεγάλη Βρεταννία συνεχίζει τήν πολιτική της για τήν προστασία των ’Ινδιών. Παίρνει τήν Παλαιστίνη καί τή Μεσοποταμία (Ιράκ) καί δημιουργεί φιλικές σχέσεις με τά διάφορα κρατίδια τής ’Αραβίας.
III.
Αυτά σχετικά με τό ιστορικό τής βρεταννικής κατοχής των ’Ινδιών καί τήν επίδραση πού εϊχε τό σημαντικό αυτό γεγονός στήν εξωτερική πολιτική τής Μεγάλης Βρεταννίας.
Άς εξετάσουμε τώρα με ποιο σύστημα ή ’Αγγλία διοικεί τήν απέραντη εκείνη χώρα καί πώς αντιμετωπίζει τά τόσα πολύπλοκα καί δύσκολα εσωτερικά ζητήματα πού τής παρουσιάζονται έκεϊ πέρα.
Καί πρώτα πρώτα, μερικοί αριθμοί θά χρησιμέψουν ώς γνώμονες γιά νά νιώσει κανείς τό μέγεθος τών προβλημάτων πού έχει νά αντικρίσει στις ’Ινδίες ή βρεταννική διοίκηση.
Ή ’Ινδική Χερσόνησο έχει έκταση 4.900.000 τετραγ. χιλιόμετρα, δηλ. περίπου τριάντα πέντε φορές τήν όλη έκταση τής Ελλάδας, καί πληθυσμό 353,000,000 κατοίκους, δηλ. πενήντα φορές όσο εΐνε ο πληθυσμός τής Ελλάδας.
’Από άποψη φυλετική, γλωσσική καί θρησκευτική, ή
χώρα παρουσιάζει μεγάλη ανομοιογένεια. Ό πληθυσμός άποτελεΐται από αναρίθμητες φυλές πού μιλούν 247 διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα. Οι κυριώτερες θρησκείες εϊνε ο Βραχμανισμός (Hindooism), ο Μουσουλμανισμός καί ο Βουδδισμός, μά εξόν απ’ αυτές, υπάρχουν ένα σωρό άλλες θρησκείες ειδωλολατρικής μορφής.
Έκτος από τό μέγιστο διχασμό πού δημιουργούν οί φυλετικές καί θρησκευτικές διαιρέσεις, περισσότερο μεταξύ Βραχμάνων καί Μουσουλμάνων, άλλη αφορμή διχασμού εΐνε τό Ιδιόρρυθμο καί οπισθοδρομικό κοινωνικό σύστημα των Βραχμάνων, τό λεγόμενον Caste system. Κατά τό αρχαιότατο τούτο σύστημα πού επινοήσανε οί Βραχμάνοι, ο λαός εΐνε χωρισμένος σέ αποκλειστικές τάξεις πού ονομάζονται «κάστ». Κάθε άνθρωπος ανήκει σέ μιά κληρονομική τάξη καί ή άνοδο σέ ανώτερη τάξη τού εΐνε απαγορεμένη. Ό γιος τού σκουπιδιάρη πρέπει νά μείνει κι αυτός σκουπιδιάρης, έτσι στον αιώνα τον άπαντα. Εκείνοι πού ανήκουν στις ανώτερες «κάστ»—οί καθαυτό Βραχμάνοι —περιφρονούν όσους ανήκουν στις κατώτερες καί δέν καταδέχονται νά καθίσουν μαζί τους στο ίδιο τραπέζι ούτε νάρθουν σ’ όποιαδήποτε επικοινωνία.
Αδιάκοπη φροντίδα τής βρεταννικής διοίκησης εΐνε νά μποδίσει τις συγκρούσεις μεταξύ των οπαδών των διάφορων φυλών καί θρησκειών, συγκρούσεις πού συμβαίνουν συχνότατα απ’ αφορμή τού φανατισμού πού επικρατεί. Οί καυγάδες, ιδίως μεταξύ Μουσουλμάνων καί Βραχμάνων, εΐνε στήν ήμερησία διάταξη. ’Έτσι πολλές φορές οί Μουσουλμάνοι, γιά νά προκαλέσουν τούς Βραχμάνους, σφάζουν έπιδειχτικά μπροστά σέ ’Ινδικό ναό μιά αγελάδα, ζώο πού οί Βραχμάνοι τό θεωρούν ιερό. Οί τελευταίοι, γιά ν’ ανταποδώσουν τά ίδια στούς Μουσουλμάνους, μπάζουν μέσα σέ τζαμί γουρούνια, πού οί Μουσουλμάνοι τ’αποφεύγουν ώς ακάθαρτα. Τα επεισόδια αυτά συχνότατα καταλήγουν σέ αιματηρές συμπλοκές ανάμεσα στα δυο στοιχεία.
Ή διοίκηση επίσης αγωνίζεται νά προστατέψει εκείνους πού ανήκουν στις κατώτερες «κάστ» από την πίεση καί τον κατατρεγμό των ανώτερων. Οί τελευταίοι θεωρούν τούς πρώτους ώς «παρίες», δηλ. κατώτερα όντα, πού μπορεί κανείς νά τούς μεταχειρίζεται όπως θέλει.
Οί ’Άγγλοι είχαν πάντα αρχή τους νά σέβουνται τά θρησκευτικά αιστήματα ώς καί τά ήθη καί τά έθιμα των ιθαγενών. ’Αναγκάστηκαν όμως νά έπέμβουν γιά ν’ απαγορέψουν ορισμένα έθιμα πού εϊτανε ασυμβίβαστα μέ τον πολιτισμό καί προκαλούσαν σκάνδαλο, κυρίως στούς εύρωπαίους.
’Έτσι λ χ. από τό 1829 απαγορεύτηκε τό έθιμο τό ονομαζόμενο «σάττι» (suttee) πού υποχρέωνε τη χήρα ενός Βραχμάνου ν’ αύτοκτονήσει ρίχνοντας τον εαυτό της πάνω στήν πυρά τού άντρός της. Τό βάρβαρο τούτο έθιμο εϊτανε άλλοτε σέ μεγάλη διάδοση σ’ όλες τις ’Ινδίες, ιδιαίτερα στις ανώτερες τάξεις των Βραχμάνων.
’Επίσης απαγορεύτηκε νά σκοτώνονται τά θηλυκά νήπια, συνήθεια καί αυτή άλλοτε πολύ απλωμένη, ιδιαίτερα στήν επαρχία Ρατζπουτάνα, όπου οί γυναίκες τής πολεμικής φυλής των Ρατζπούτ συνήθιζαν τά νεογέννητά τους, όσα εϊτανε κορίτσια, ή νά τά πνίγουν ή νά τά φαρμακώνουν.
’Άλλο απαίσιο έθιμο πού προκάλεσε τήν επέμβαση των βρεταννικών αρχών εϊτανε τούτο : Στήν επαρχία Όρίσσα συνήθιζαν, σέ εποχές αναβροχιάς, νά θυσιάζουν κορίτσια στήν ’Ίτι, τή θεά τής γονιμότητας. Τό θύμα τό δένανε σ’ ένα παλούκι καί κεϊ, μπροστά στά μάτια τού κόσμου, τό κόβανε κομμάτια. Τά δυστυχισμένα αυτά κορίτσια, πού τάανάτρεφαν μόνο καί μόνο γι’ αυτό τό σκοπό, λεγότανε «μέριες» (meriah).
’”Αλλο παλιώτατο ινδικό έθιμο, πού απαγορεύτηκε από τούς ’Άγγλους, εϊτανε τό βάψιμο των λεπρών ζωντανών.
Επίσης οι ’Άγγλοι κατόρθωσαν να ξερριζώσουν την εγκληματική οργάνωση τών στραγγαλιστών (Thugs) πού άλλοτε είχε διακλαδώσεις σ’ όλα τα μέρη τών ’Ινδιών. Οι σπείρες τών στραγγαλιστών, ολόκληρες συμμορίες, στήνανε καρτέρι στούς δρόμους καί πνίγανε τούς ανύποπτους ταξιδιώτες. Οί εγκληματίες αυτοί αποτελούσαν θρησκευτική αίρεση καί ενεργούσαν στο όνομα τής θεάς Κάλι (ή Μπαουβάνη) πού επαιρνε μερτικό από τα πλιάτσικα. Τό 1829, ή Κυβέρνηση άνάθεσε τήν καταδίωξη τής τρομερής αυτής οργάνωσης, πού απαριθμούσε χιλιάδες οπαδούς, στο συνταγματάρχη Σλήμαν (Sleeman), ικανότατο αστυνομικό υπάλληλο. Ό Σλήμαν κατόρθωσε σε δέκα χρόνια να τήν εξολοθρέψει. ’Αξίζει να διαβάσει κανείς τά δύο συγκλονιστικά βιβλία τού Σλήμαν καί τού βοηθού του Μέντως – Τέϊλορ (Meadows Taylor) πού περιγράφουν όλες τις λεπτομέρειες τής περίφημης αυτής υπόθεσης1.
’Άλλο σοβαρό πρόβλημα πού απασχόλησε από νωρίς τή βρεταννική διοίκηση, εϊταν τό εκπαιδευτικό. Τό παλαιό εκπαιδευτικό σύστημα τών ιθαγενών εϊτανε βασισμένο πάνω στή μελέτη τής αρχαίας σανσκριτικής φιλολογίας για τούς Βραχμάνους καί τού Κορανιού καί τής περσικής φιλολογίας για τούς Μουσουλμάνους. ‘Όταν οί ’Άγγλοι άρχισαν να οργανώνουν τή διοίκηση, γεννήθηκε τό ρο5τημα άν εϊταν προτιμότερο νά διατηρηθεί ή παλαιά έκπαίδεψη, όπως είχε, ή νά εισαχτεϊ στα σκολειά ή αγγλική γλώσσα και φιλολογία, πράμα πού θά εϊχε ώς αποτέλεσμα τή διάδοση των ευρωπαϊκών ιδεών.
Ό άνθρωπος πού έλυσε τό σπουδαίο τούτο ζήτημα, σημαντικό γιά τή μελλοντική εξέλιξη τού ινδικού λαού, εϊτανε ο περίφημος ιστορικός Μακώλεϋ (Macaulay) πού χρημάτισε κάμποσα χρόνια μέλος τού Συμβουλίου τού Γενικού Διοικητή τών ’Ινδιών στις αρχές τού 19ου αιώνα. Τό 1835 ο Μακώλεϋ εισηγήθηκε (και ή εισήγησή του έγινε δεκτή) τά παιδιά τών ιθαγενών, όσα θά φοιτούσαν σε δημόσια σκολειά, νά διδάσκουνται από δώ καί πέρα τήν αγγλική καί νά παίρνουν μόρφωση ευρωπαϊκή. Ή απόφαση αυτή εϊχε τεράστια πολιτική σημασία. Οι νεαροί ’Ινδοί, με τό νά ξαίρουν νά διαβάζουν αγγλικά συγγράμματα καί αγγλικές εφημερίδες, άρχισαν νά συνηθίζουνε μέ ιδέες πού ώς τότε τούς εϊτανε ολότελα άγνωστες. Μάθανε δηλαδή τί θά πει έθνος, εθνισμός, πατρίδα, ελευθερία, ανεξαρτησία, πολιτικά δικαιώματα, ισότητα, σύνταγμα, κοινοβουλευτισμός. Μελετώντας τήν αγγλική καί γαλλική ιστορία πληροφορήθηκαν πως έγιναν καί γίνονται οί πολιτικοί αγώνες στήν ’Αγγλία, στή Γαλλία, στήν ’Ιρλανδία, στή Ρωσσία κ.τ.λ.
’Από τότες αρχίζει λίγο λίγο καί δημιουργιέται μιά νέα τάξη ’Ινδών διανοουμένιον μέ μόρφωση ευρωπαϊκή. Ή τάξη αυτή αντιδρά συστηματικά στή βρεταννική διοίκηση καί αγωνίζεται ν’ άποχτήσει πολιτικές ελευθερίες. Ό αγώνας τών ’Ινδών Έθνικίστών είχε στήν αρχή κύριο αντικειμενικό σκοπό τή μεγαλήτερη συμμετοχή τού ινδικού στοιχείου στή διοίκηση (αγώνας πού στέφθηκε μέ επιτυχία), κ’ ύστερα τήν απόχτηση πολιτικών ελευθεριών. Ζητούσαν τό παλιό απολυταρχικό καί γραφειοκρατικό σύστημα ν’ άντικατασταθεϊ και να είσαχτοΰν οί κοινοβουλευτικοί ‘θεσμοί, με βάση την αρχή τής λαϊκής κυριαρχίας.
Ή Μεγάλη Βρεταννία, πάντοτε πιστή στις φιλελεύθερες παραδόσεις τού 19ου αιώνα, δέ δίστασε τα τελευταία χρόνια να κάνει πολύ μεγάλες παραχωρήσεις στα αιτήματα των ιθαγενών. Ό αριθμός των ντόπιων υπαλλήλων πού διορίζονται σε ανώτερες διοικητικές θέσεις όλο καί αύξαίνει, καί σέ πολλές επαρχίες άρχισε να έφαρμόζεται το κοινοβουλευτικό σύστημα μέ κυβερνήσεις ντόπιες.
Εξακολουθούν όμως καί διατηρούνται ορισμένοι φραγμοί, καί τούτο για τό φόβο μήπως ή απότομη παραχώρηση ελευθεριών σέ λαούς, πού δέν άπόχτησαν ακόμα τήν αναγκαία διοικητική πείρα καί τό αϊστημα τής ευθύνης, καταλήξει στή χαλάρωση τής όλης διοικητικής μηχανής καί τελικά στήν αναρχία. ’Έτσι τα γενικώτερα οικονομικά ζητήματα καί ό στρατός εξακολουθούν νά υπάγονται στήν αρμοδιότητα τής Κεντρικής Κυβέρνησης τών Ινδιών, δηλ. τού ’Αντιβασιλέα πού εκπροσωπεί τή Βρεταννική Κυβέρνηση. Ό ’Αντιβασιλέας επίσης έχει τό δικαίωμα ν’ άρνηθεϊ τήν κύρωση νόμων ή άλλων διοικητικών μέτρων πού τά θεωρεί βλαβερά γιά τά γενικά συμφέροντα.
Τά προβλήματα τών ’Ινδιών εΐνε τόσο πολυσύνθετα καί οι συνθήκες διαφέρουν τόσο πολύ από επαρχία σέ επαρχία, ώστε δέν εΐνε δυνατό νά εφαρμοστεί ένιαϊο διοικητικό σύστημα σέ ολόκληρη τή χώρα. Υπάρχουν ακόμη πολλά μισοανεξάρτητα κρατίδια πού διατηρούν τήν έσωτερική τους αυτονομία καί διοικούνται απολυταρχικά από ηγεμόνες ντόπιους. Τά υποτελή αυτά κρατίδια εΐνε κάπου εφτακόσια. Εΐνε τά λεγόμενα Indian ή Native States (’Ινδικά Κράτη). Τό άλλο τμήμα τής χώρας, πού ονομάζεται British India (Βρεταννικές ’Ινδίες), βρίσκεται απευθείας από κάτω από τή βρεταννική διοίκηση.
Το νέο Ινδικό Σύνταγμα, πού θεσπίστηκε από την ’Αγγλική Βουλή έπειτα από πολλές συζητήσεις και αφού πήγαν αλλεπάλληλες επιτροπές για νά εξετάσουνε τα ζητήματα έπι τόπου, προβλέπει μια οργάνωση ομοσπονδιακή για ολόκληρη τή χώρα. Δηλαδή κάθε επαρχία θά έχει τήν τοπική της Κυβέρνηση και Βουλή, μά θά στέλνει επίσης αντιπροσώπους σ’ ένα κεντρικό κοινοβούλιο όπου, εκτός από τις βρειαννοκρατούμενες επαρχίες, θ’ άντιπροσωπεύουνται καί τά αυτόνομα ’Ινδικά Κράτη
Γεννιέται τελικά τό ερώτημα: Σέ τί αποβλέπουν οί ’Ινδοί Έθνικιστές — στή συνεργασία μέ τή Μεγάλη Βρεναννία μέσα στο πλαίσιο τής Βρεταννικής Αυτοκρατορίας ή στήν ολότελη ανεξαρτησία τής χώρας τους.
Μ’ όλα όσα λένε οί άκροι έθνικιστές, τό δεύτερο δέ φαίνεται πιθανό. Ή όλότελη ανεξαρτησία των ’Ινδιών θά είχε φυσική συνέπεια τήν αποχώρηση των βρεττανικών στρατευμάτων πού σήμερα φρουρούν τή χώρα. Οί έθνικιστές ξαίρουν πολύ καλά πώς, αν φύγουνε οί ’Άγγλοι από τις ’Ινδίες, οί πολεμικές φυλές —’Αφγανοί, Πατάν, Τάταροι, Σίχ κ.τ.λ.— πού είχαν κυριαρχήσει στον τόπο πριν έλθουν οί ’Άγγλοι, θά θελήσουν καί πάλι νά επιβάλουν τό ζυγό τους στούς άλλους. Οί διανοούμενοι πού σήμερα παίζουν τον πρώτο ρόλο στήν πολιτική σκηνή, ανήκουν οί περισσότεροι σέ φυλές απόλεμες (Βεγγαλέζοι κ.τ.λ.). Άν κατόρθωσαν νά πάρουν μέρος στήν πολιτική καί στή διοίκηση, τό χρωστούν στήν αγγλική προστασία. Λέν τούς συμφέρει λοιπόν ή ολοκληρωτική αποχώρηση τών ’ Αγγλων.
Ή δύναμη τού ’Ινδικού Κυβερνητικού στρατού φτάνει τούς 228.000 άντρες. ’Απ’ αυτούς μονάχα οί 74.000 εΐνε ’Άγγλοι. “Ολοι οί άλλοι εΐνε ντόπιοι καί στρατολογούνται κυρίως από τις πολεμικές φυλές τών βόρειων καί βορειοδυτικών επαρχιών (Σίχ, Γκούρκα, Πατάν, Ρατζπούτ κτλ.).
Έκτος από τον κυβερνητικό στρατό, καί τα υποτελή ινδικά κρατίδια διατηρούν τό καθένα δικό τους στρατό. Ή συνολικά] δύναμη των στρατών τους φτάνει τις 100 χιλιάδες. ’Αν προστεθεί καί ή χωροφυλακή, πού αριθμεί 145.000 άντρες, έχομε ένα σύνολο 475.000 άντρες πού οι 400.000 περίπου εΐνε ντόπιοι.
Άν λοιπόν τραβιότανε ό βρεταννικός στρατός, εινε εκατό στα εκατό βέβαιο πώς την εξουσία θά την έπαιρνε εκείνος πού θά διάθετε τά περισσότερα ντόπια στρατεύματα.
Τό πώς ή μικρή αυτή βρεταννική φρουρά 74.000 μητροπολιτικού στρατού, μαζί μέ 6.500 πολιτικούς υπάλληλους, κατορθώνει νά επιβληθεί σ’ ένα πληθυσμό από 350 έκατομύρια (μέ αναλογία ενός ’Άγγλου σε τέσσερες χιλιάδες ντόπιους) δείχνει πόσο παθητική εινε ακόμα ή στάση τής μεγάλης μάζας τού ’Ινδικού λαού πού απαρτίζεται, κατά μεγάλη πλειοψηφία, από φτωχούς καί αγράμματους χωρικούς.
Τό οικονομικό σύστημα πού εφάρμοσε ή Μεγάλη Βρεταννία στις ’Ινδίες, τό κυβερνά τό ίδιο φιλελεύθερο πνεύμα πού καθιέρωσε καί τις άλλες αποικίες. Σ’ όλο τό 19ο αιώνα καί ως τελευταία ακόμη τό εμπόριο μέ τις ’Ινδίες εϊταν ελεύθερο καί τά αγγλικά εμπορεύματα δέν είχανε καμιά ειδική προστασία ή προτίμηση. Ή πολιτική αυτή τής «ανοιχτής πόρτας», όπως τή λέγανε, εξυπηρετούσε τά γενικά συμφέροντα τού ντόπιου πληθυσμού.
Μόλις τά τελευταία χρόνια — δηλ. μετά τό 1931 — μέ τήν υπογραφή τής Συμφωνίας τής Όττάβας μετάξι’ Μεγάλης Βρεταννίας καί Κτήσεων, οί τελευταίες καί μαζί μ’ αυτές καί οί ’Ινδίες, παραχώρησαν στά βρεταννικά προϊόντα κάπια δασμολογική προτίμηση μέ αμοιβαίες παραχωρήσεις από μέρος τής Μεγάλης Βρεταννίας. Μ’ όλα τούτα τά φτηνά βιομηχανικά προϊόντα τής ’Ιαπωνίας εξ
ακολουθούν νά πλημμυρούν τή χώρα καί νά συναγωνίζονται τ’ αγγλικά.
’Επίσης, μέ τό ίδιο πάντοτε φιλελεύθερο πνεύμα, ή ’Αγγλία δε θέλησε νά φέρει μπόδια στην πρόοδο τής εγχώριας βιομηχανίας. Ή Βρεταννική Κυβέρνηση, μ’ όλη τήν πίεση των ’ Αγγλων βιομηχάνων πού βλέπανε νά θίγουνται τά συμφεροντά τους από τήν ανάπτυξη τής ντόπιας βιομηχανίας, έμεινε ακλόνητη στις αρχές της.
Ή Μεγάλη Βρεταννία μπορεί μέ τό δίκιο της νά περηφανεύεται γιά τον τρόπο πού ϊσα μέ τώρα διοίκησε τις ’Ινδίες. Στέλνει εκεί τά έκλεκτότερά της παιδιά πού αποτελούν τό φημισμένο σώμα τού Indian Civil Service, όπως ονομάζεται ή διοικητική υπηρεσία των ’Ινδιών. Χωρίς τό αλύγιστο τού χαρακτήρα, τό αυστηρό πνεύμα δικαιοσύνης, τήν πρωτοβουλία, τή μεθοδικόνητα, τήν αφοσίωση προς τό καθήκον πού διακρίνουν τά μέλη τού λαμπρού τούτου κλάδου, θά εϊτανε αδύνατο νά είχε διατηρηθεί τόσο καιρό ή επιβολή μιας χούφτας ανθρώπων πάνω στήν απέραντη εκείνη χώρα, μέ αποτέλεσμα νά δοθούν τά αγαθά τού πολιτισμού στά εκατομμύρια εκείνα τών ’Ινδών πού άλλοτε τούς μαστίζανε όλες οί μορφές τής σωματικής καί πνευματικής σαπίλας1.
Ή ιστορία τής βρεταννικής κατοχής τών ’Ινδιών, μ’όλα τά σφάλματα πού εΐνε αναπόφευκτα σέ κάθε ανθρώπινη διαχείρηση, αποτελεί, κατά γενική ομολογία, ένα από τά ενδοξότερα κατορθώματα τής βρεταννικής φυλής.
Το παραπάνω κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο που εκδόθηκε το 1940, με λόγους που εκφώνησε κατά καιρούς ο Α. Α. Πάλλης στον Αγγλοελληνικό σύνδεσμο.