Η σφαγή των Τούρκων στα Δερβενάκια 26-7-1822
Οι καπεταναίοι όλοι τόχαν χάψει το ψέμα του Δράμαλη, μονάχα ο Κολοκοτρώνης δε γελάστηκε.
-— Ο τόπος δεν τον βαστάει πιά, τους φώναξε, δεν έχει ζαερέ, τι να φάει, τι να ποίει, να κάμει κατά την Τρίπολη δεν του βολεί, δεν έχει ανάκαρα να μας χτυπήσει. Θα γυρίσει στην Κόρινθο, κ’ αυτά που λέει ο Μανούσος είναι τερτίπι. Εκεί θα πάει, να οικονομηθεί, κ’ αν δε μπορέσει ούτε εκεί, θα χυθεί κατά τη Βοστίτσα, την Πάτρα, τη Γαστούνη.
Και πρότεινε να πιάσουν όλα τα πόστα, να κλείσουν τους Τούρκους, να μη βγουν σ’ αυτά τα μέρη. Τους είπε πως παίρνει απάνω του, να φυλάξει, με τον Πλαπούτα, όλες τις θέσεις από το Σκοινοχώρι και τα Δερβενάκια ως τα Βασιλικά της Κόρινθου. Οι άλλοι καπεταναίοι ας κρατούσαν από το Σκοινοχώρι ως τους Μύλους, αν, όπως δεν πίστευε ο Κολοκοτρώνης, έκανε ο Δράμαλης πως πάει για την Τρίπολη. Τέλος τους έδειξε γράμμα του Αντρούτσου, που τους έλεγε να πιάσουν τον Ισθμό και τα Μεγάλα Δερβενάκια, γιατί λόγος είχε διαδοθεί πως θάστελναν οι Τούρκοι βοήθεια στο Δράμαλη. Οι καπεταναίοι τον άκουσαν με μεγάλη δυσπιστία. Μερικοί, μάλιστα, φαντάστηκαν πως αυτά όλα ήταν για να ξεφύγει και να τους αφήσει να φάνε μονάχοι το χτύπο από το στρατό του πασά. Ο Κολοκοτρώνης μυρίστηκε την ανάξια υποψία, τους πρότεινε τότε να βαστάξει αυτός τη γραμμή από το Σκοινοχώρι ως τους Μύλους και να πάνε κείνοι να πιάσουν τα Δερβενάκια. Μα δεν το δέχτηκαν ούτ αυτό. Πίστευαν πως ο Δράμαλης θα τραβήξει κατά την Τρίπολη κ ήθελαν νάχουν τον Κολοκοτρώνη κοντά τους, για ν’ αντιμετωπίσουν τον πασά μ’ όλη την ελληνική δύναμη. Οι συζητήσεις γίναν ατελείωτες ο αρχηγός έχασε την υπομονή του :
— Δεν είναι ώρες για κουβέντες, βρόντησε τέλος, κάθε μινούτο που χάνουμε άπραγοι το κερδεύει ο πασάς, εγώ πάω μοναχός, δεν τον αφήνω να περάσει αντουφέκιστος στα Δερβενάκια.
Και τους άφησε, ο Πετρόμπεης φώναξε :
— Ε, τώρα δα ο Κολοκοτρώνης πάει να γίνει πάλι κλέφτης στα βουνά, να πιάσει τους Αγιολιάδες !
Ήταν βρισιά βαρειά, τον έλεγε φοβιτσάρη, πως τώρα που θα ριχτεί ο πασάς μ όλο τ ασκέρι του απάνω τους, ο Κολοκοτρώνης φεύγει στις ράχες, για να μην πολεμήσει. Αυτά τα λόγια τ άκουσαν οι υπασπιστές του, ο Φωτάκος κ ο Σπηλιωτόπουλος, πούχαν μείνει πίσω. Διαμαρτυρήθηκαν. Ο Υψηλάντης πήρε αμέσως το μέρος του Κολοκοτρώνη. Έκανε παρατηρήσεις στον Πετρόμπεη. ’Έπειτά τράβηξε κατά μέρος τους υπασπιστές και τους όρκισε να μην πουν τίποτα στον αρχηγό άπ όσα είχαν ακούσει. Φοβήθηκε μη χτυπηθούν οι δυο καπεταναίοι. Ο Κολοκοτρώνης όμως τάμαθε :
-— Κ ύστερα ; Δεν πάει να λέει ο μπέης ! Εγώ τους είπα να πάνε αυτοί κ εγώ να κάτσω, αφού δε θέλουν ; Θ’ αφήκουμε το Δράμαλη να φύγει ;
Επήρε γλήγορα τη σωματοφυλακή του, τους καβαλλαρέους και το μπαϊράκι του και τράβηξε νύχτα, για τον Αη-Γιώργη της Νεμέας. Έφτασε στις δυο άπ τα μεσάνυχτα, στο μαχαλά των Ταξιαρχών, στο σπίτι ενός παπά πολυλογά—του Παπαρήτορα : Υπάρχει σήμερα το σπίτι και τόχει η φαμίλια των Κουσταίων. Απ όλο το χωριό άκουσε ν’ ανεβαίνει— τέτοια ώρα —βουή μεγάλη, τραγούδια, χοροί, φωνές, φιλονεικιες, ο στρατός είχε μεθύσει άπ το καλό κρασί της Νεμέας. Βγήκε στο παράθυρο, γίνηκε μπαρούτι άπ το θυμό του. Στη στιγμή έβαλε κ’άνοιξαν στη σκεπή, ανέβηκε στα κεραμίδια κ άρχισε με τη βροντερή φωνή του :
— Βρε Έλληνες ! Γάμους έχετε ; Πως κάνετε έτσι ; Ακούστη σ’ όλο το χωριό, μ’όλο το μεθύσι τους οι στρατιώτες γνώρισαν την τρομερή φωνή, πάψαν τραγούδια και φωνές, ο καπετάνιος—μουρμούριζαν—ο αρχηγός και λούτραζαν. Θέλησε να τους φέρει σε συναίσθηση, να τους ντροπιάσει.
— Που βρίσκεστε ; Που έχετε τις γυναίκες σας ; τους δικούς σας ; ’Έτσι τους φυλάτε αυτούς που σας στέλνουν ψωμί και μπαρουτόβολα κ είναι ήσυχοι πως έχετε το νου σας στον εχθρό ; Σύρτε να κοιμηθείτε και την αυγή νάρθετε όλοι εδώ στ αλώνια να σας μετρήσω και να σας μοιράσω τα ταίνια σας και νάχετε καλά το νου σας, οι Τούρκοι φεύγουν από το Άργος για την Κόρινθο και θα περάσουν από δω, άπ΄ τή Νεμέα !
Η βουή του στρατού έσβησε με μιάς. Η μεγάλη μέρα, εικοσιέξη 26 Ιουλίου, ξημέρωσε σαν πανηγύρι. Χίλια πεντακόσα διαλεχτά παληκάρια συνάχτηκαν στ” άλώνια κάτω από το κονάκι του αρχηγού. Ήταν, όπως είδαμε, δυο χιλιάδες τρακόσοι πενήντα όλος ο στρατός του Κολοκοτρώνη εκεί πέρα. Άλλοι εφτακόσοι όμως ήταν στο Δερβενάκι με τον Αντώνη Κολοκοτρώνη, γιατί τετρακόσοι τον είχαν δυναμώσει στο μεταξύ— τρακόσους είχε στην αρχή — κ άλλοι εκατόν πενήντα ήταν με τον Παπαδημήτρη στο χωριό Ζαχαρία. Ντουφεκιές ακούστηκαν απάνω στο μέτρημα, τα καρρούλια έδιναν είδηση πως οι Τούρκοι ξεκινούσαν, ο Κολοκοτρώνης μοίρασε βιαστικά ταινία, ανέβηκε γλήγορα στα κεραμίδια του κονακιού του, να ψυχώσει τα παληκάρια με λίγα χτυπητά, τελευταία λόγια :
— Έλληνες, σήμερα γεννηθήκαμε και σήμερα θα πεθάνουμε για το γλυτωμό της πατρίδας και το δικό μας. Τρέξετε στα κονάκια σας κ ετοιμαστήτε, οι γεροί τους αδύνατους, τα περιτά πράματα, τα ζωντανά και τις καπότες σας θα τα στείλετε αγνάντια, σε τούτο το βουνό, που πρόσταζα να παν και τα δικά μου. Εκεί θα είμαι και κει θα με βρείτε σε κάθε περίσταση. Και μάθετε και τούτο. Απόψε ήρθε στον ύπνο μου η τύχη της πατρίδας και μου μίλησε, η ίδια, η Παναγιά μας και μούπε πως θάχουμε τέτοια νίκη, όπου τα μάτια μας ως τώρα δεν είδανε ποτές και είμαι τέτοιος σίγουρος, που κάνω να σάς ειπώ ούτε τ’ άρματά σας να μην πάρετε, γιατί θα πάρουμε των Τούρκων. Σήμερα καθένας από μάς θα κυνηγήσει πολλούς, θα πάρουμε πλιάτσικα σωρούς, θα μοιράσετε και το βιός του Αλή πασά, με το φέσι τα φλουριά, οπού έχουν οι Τούρκοι, γιατί είναι χριστιανικά. Τάχε παρμένα ο τύραννος από τους αδερφούς μας. Ο άγιος Θεός μάς τάστειλε κ είναι κελεπούρι δικό μας. Αύριο τέτοια ώρα θα σας δω ούλους με τ άρματα των Τούρκων, με τ’ άλογά τους, λαμπροφορεμένους με τα ρούχα τους, ό Θεός είναι κοντά μας και να μη σας μέλλει τίποτα, σύρτε να ετοιμαστείτε, όπως σας είπα και να γυρίσετε στη στιγμή εδώ, να ξεκινήσουμε αντάμα.
Ύστερα ο αρχηγός πρόσταζε να μαζώξουν τα περσευούμενα τρόφιμα σε τέσσερα σπίτια κ’ αν, όπως δε φοβόταν, οι Τούρκοι νικούσαν, να τους βάλουν φωτιά με δικό του σύνθημα. Είπε, την ίδια στιγμή, στο γραμματικό του τον Οικονόμου, κ’ έκαμε τρία γράμματα: Ένα στο Νικηταρά και τους άλλους, πούταν στα χωριά της Κλένιας, άλλο στον Πλαπούτα, στο Σκοινοχώρι και το τρίτο στη μάγκα της Νεμέας, στον Παπανίκα, καπετάνιο από την Καστανιά—να τρέξουν όλοι να βοηθήσουν, Οι ταχυδρόμοι φύγαν σε λίγο. Τα δυο δε φτάσαν όμως στους αρχηγούς, για πρώτη φορά στην επανάσταση χάθηκαν γράμματα του Κολοκοτρώνη. Δεν έφτασε παρά μονάχα του Νικηταρά. Έτσι στερήθηκε ο αρχηγός τρεις χιλιάδες παληκάρια. Έστειλε τέλος το Φωτάκο να κάνει αναγνώριση και να ρίξει συνθηματικές ντουφεκιές, όταν η πρωτοπορεία του Δράμαλη μπει στα Δερβενάκια. Ο Φωτάκος έτρεξε καβάλλα, στα τέσσερα, ντουφέκισε και γύρισε στο φτερό. Η μεγάλη στιγμή ζύγωνε. Ο Κολοκοτρώνης καβαλλίκεψε, έκανε όπως πάντα το σταυρό του και ξεκίνησε χαρούμενος.
Ο Δράμαλης μάταια πρόσμενε, κοντά δυο μερόνυχτα, την απόκριση των καπεταναίων με το Μανούσο, τέλος μπήκε στο νόημα και ξεσήκωσε βιαστικά το στρατό του πρωί- πρωί. Σε δυο κολώνες κίνησε για τα Δερβενάκια η στρατιά —δυο πελώριους, ολόμαυρους δράκοντες, το κεφάλι με τους ντελήδες έχει φτάσει στα στενά κ’ η ουρά με τις γκαμήλες, τα πράματα, την εφοδιοπομπή, τους πασάδες, αναδεύεται ακόμα έξω από το Άργος, ο κάμπος όλος έχει συννεφιάσει από το πλήθος. Από το άλλο μέρος έφτανε στα στενά, να πιάσει τα ταμπούρια του ο Κολοκοτρώνης με τα παλληκάρια του. Ήταν όλοι με κέφι, σα να πήγαιναν στο πανηγύρι, τραγουδούσαν, γελούσαν, χλιμιντρούσαν σαν τα βαρβάτα τ’ άλογα. Ήταν δέκα η ώρα, πρωί, π’ άρχισαν να πιάνουν τα πόστα τους, ο Κολοκοτρώνης έβαλε τους καπεταναίους με λίγα παλληκάρια στ’ ακριανά βράχια, κατάστρατα, κοντά στις Χρυσοκουμαριές και το Παλιόχανο, εκεί που στρίβει ο δρόμος για την Κουρτέσα, να πάρουν αυτοί την πρώτη φωτιά και τους στρατιώτες τους αράδιασε σ’όλη την αριστερή πλευρά των Δερβενακιών, στα ριζοβούνια του Αγριλόβουνου και τα γειτονικά καταράχια, πίσω από μεγάλα κοτρώνια και μέσα στα χαμόκλαδα, σύγκαιρα έπιασε και την Παναγόραχη, από τ’ Άγριλόβουνο ανατολικά. Ψηλότερα, πάνω στ’ Άγριλόβουνο, στο δυνατό ταμπούρι πούχε προστάζει να κάμουν, έβαλε τον Αλωνιστιώτη Γιώργη Δημητρακόπουλο με τους άντρες του. Και για να κρύψει τη λίγη δύναμη πούχε και να κάμει τους Τούρκους να πέσουν κατά τη μεριά του στενού, στις χωσιές που τους είχε, σύναξε κ’ άράδιασε τ’ άλογα και τα μεταγωγικά, κρέμασε σε παλούκια κάπες, φέσια, μπαϊράκια, να φαίνονται, από μακριά, δυνατός στρατός. Εκεί έστησε κ’ ο ίδιος το στρατηγείο του. Άμα τοιμάστηκαν όλα φώναξε τους παπάδες του στρατού του, φόρεσαν τ’ άμφιά τους και μ’ επικεφαλής τον Παπαγιώργη Παπαζαφειρόπουλο άρχισαν τις παρακλήσεις. Δυο καλοί χριστιανοί, ο Δημητράκης Παπαγιανόπουλος, από τα Μαγούλιανα κ’ ο Βαρθολομαίος Σπηλειοτόπουλος από τη Δημητσάνα, ψέλναν με κατάνυξη, όλο το στράτευμα, ξέσκουφο, γονατιστό, δεόταν στην Παρθένο να δώσει τη νίκη στ’ άρματα των χριστιανών. Ο Κολοκοτρώνης κοίταξε με το κιάλι τον εχθρό που ζύγωνε. Έδωσε διαταγή να μη ντουφεκίσει κανένας αν δεν ακούσουν πρώτα δικό του σύνθημα—δέκα ντουφεκιές. Ήθελε να τραβήξει τον Τούρκο καλά μέσ τα στενά κ ύστερα να χτυπήσει. Απλώθηκε νέκρα σ’ όλο το στενό, η παράξενη, βαθιά γαλήνη πριν από κάθε ξέσπασμα τρικυμίας. Ήταν μέρα καυτερή, φύλλο δε σειόταν, κάνεις δεν ανάσαινε. Μια συνοχή έσφιγγε όλους. Με βελουδένιο βήμα γλίστρησαν τα σώματα της πρωτοπορείας στα στενά, να τους οι γκέκηδες ζυγώνουν, ογδόντα μέτρα μόλις, απ το ταμπούρι των καπεταναίων. Ο καθένας, απ’ αυτούς που φυλάν στο φοβερό καρτέρι, μπορεί ν’ ακούσει το χτύπο της καρδιάς του διπλανού του. Οι γκέκηδες δε βλέπουν κανένα, είναι όλοι καλά κρυμμένοι, όμως με το ένστιχτο των βουνίσιων πολεμισταδων μυρίζονται πως πίσω από κάθε λιθάρι και χαμόκλαδο είναι και ντουφέκι. Και φωνάζουν στους αόρατους Έλληνες:
— Μπέσα για μπέσα, ορέ!
Και το φαράγγι αντιλαλεί την αγωνία τους. Κι όλο φυλάγονται μην τύχει, γι’απόκριση, και λάβουν ντουφεκιές.
— Μπέσα για μπέσα! Ξαναφωνάζουν.
Οι καπεταναίοι προβάλουν.
— Τι θέλετε;
Αφήστε να περάσουμε’ κ’ όρκο σας κάνουμε στον προφήτη και τα κιτάπια του, δε θα ματαπιάσουμε ντουφέκι για το Μωριά.
Ζύγωσαν αξιωματικοί κ’ έπιασαν την κουβέντα με τους καπεταναίους. Ο ήλιος έψηνε, η πέτρα έλιωνε, ο τόπος έβραζε. Μια πάχνη ψιλή-ψιλή, ζεματιστή, σκέπαζε το παν. Όλοι τους ήταν αποκαμωμένοι τώρα, ιδρωμένοι, διψασμένοι. Κι η μέρα πήρε να μαζώνει κ’ ο Κολοκοτρώνης δεν έδωσε το σύνθημα. Δε μπορούσαν να βαστήξουν πια, ήθελαν να χτυπήσουν. Έστειλαν στον αρχηγό:
— Όχι ακόμα—τους αποκρίθει.
Ήθελε να μην έχουν τον ήλιο στα μάτια, να μπορούν να σημαδεύουν κ’ ήθελε να δροσίσει, να μην καίγονται και νάχει και την νύχτα βοηθό για την αντάρα και τη συφορά που θα ξαπολούσε κατά του εχθρού. Έτσι μια φούχτα τολμηροί άντρες κρατούσαν κάτω απ’ την κάννη του ντουφεκιού τους, καρφωμένη εκεί, σ’ αγωνία θανάτου, σαν τον κατάδικο πριν πέσει το μαχαίρι της γκιλοτίνας, ολάκερη μια στρατιά.
Η ΣΦΑΓΗ
Τα νεύρα των καπεταναίων είχαν σπάσει όμως σ’ αυτήν την παράξενη θέση αυτό δε μπορούσε να ξακολουθήσει. Ζύγωνε τέσσερες τ’ απόγευμα όταν, αψηφώντας τη διαταγή του Κολοκοτρώνη, έκοψαν τέλος τις κουβέντες με τους αξιωματικούς των γκέκηδων :
— Τραβηχτήτε ! Θ’ ανοίξει το ντουφέκι.
Μια μπαταριά. Ο εχθρός αποκρίνεται μ’ άλλη. Δυο στρατιώτες πέφτουν, τα βόλια είχαν ανοίξει του ενός την κοιλιά, τα σωθικά του χύθηκαν έξω, πάσχιζε να τα ξαναβάλει μέσα με τα χέρια του. Τότε βρόντησε η φωνή του αρχηγού:
— Απάνω τους Έλληνες και μη φοβάστε, σκοτώστε όσους θέλετε!
Από κάθε κοτρώνι και κάθε χαμόκλαδο χύθηκε κατά των Τούρκων φωτιά, μολύβι, θάνατος. Άναψε το στενό και κόρωσε από τον καπνό. Παντού αστραπές και βροντές, φωνές, βρισιές, βλαστήμιες, βόγγος, βουή. Σαν κοπάδι τρομαγμένα πουλιά σκόρπισαν οι εχθροί, πήραν αλαφιασμένοι, ο καθένας να γλυτώσει τον εαυτό του, την πλαγιά του βουνού, τον ανήφορο, να περάσουν την κορυφή, να πέσουν κατά τον Άη-Σώστη, να πιάσουν τη δημοσιά που πάει στην Κουρτέσα. Μα ο Αντώνης Κολοκοτρώνης, που τον είχε ο αρχηγός προστάξει να φύγει από τ Άγριλόβουνο, η σωματοφυλακή του και σώμα μικρό από Αρκουδορεματίτες πήραν το ζυγό και την Παναγόραχη, για να μποδίσουν αυτή την κίνηση. Τα παλληκάρια του Κολοκοτρώνη τινάχτηκαν απ’ τα χαμόκλαδα, φωνάζοντας «απάνω τους, φεύγουν, τους πήραμε τους μουρτάτες!» Ρίχτηκαν πίσω τους, κυνηγώντας, φτάσαν πολλούς, ανακατεύθηκαν, άρχισ’ ο θρήνος. Σύγχυση και ταραχή αφάνταστη, στην πρώτη παραμικρή αντίσταση π’ απαντούσαν οι Τούρκοι, τον πρώτο γκρεμό πούβρισκαν μπροστά τους, τ άφηναν όλα : Άλογα, φορτώματα πράματα, όπλα, να γλυτώσουν. Κι οι Έλληνες από κοντά σκότωναν, σκότωναν. Ο Κολοκοτρώνης απ τη σκοπιά του αγνάντευε μ αναγάλιασμα τα πρώτα χαμόγελα της νίκης πούχε τοιμάσει με τόσο κόπο κ επιμονή. Άξαφνα δίπλα του ακούει μια φωνή που μουρμούριζε με κατάνυξη :
— Παναγία μου βοήθα μας !
Γυρίζει και βλέπει έναν τσοπανάκο καλοφτιασμένο, που χάζευε με λαχτάρα τη μάχη, ακουμπισμένος σ’ ένα μεγάλο ραβδί.
— Βρε Έλληνα, του φωνάζει: Τι στέκεις έτσε ; Πήγαινε και συ να σκοτώσεις Τούρκους.
— Δεν έχω άρματα, καπετάνιε.
— Με τη ράβδα σου βρε, να σκοτώσεις έναν Τούρκο, να του πάρεις τ’ άρματα’ κ ύστερα σκότωσε κ άλλους.
Ο τσοπανάκος ροβόλησε τον κατήφορο πηδώντας σαν κατσίκι’ σέ λιγάκι χάθηκε μέσα στον πόλεμο. Πριν βραδυάσει ο αρχηγός είδε πλάι του έναν άγνωστο, αρματωμένο. Τον κοίταξε :
—Ποιος είσαι βρε ;
— Δε με γνωρίζεις ; Ο τσοπάνος, αρχηγέ, που μ έστειλες να σκοτώσω Τούρκους. Ναμαι ! . . .
— Μπράβο σου, Έλληνά μου.
Καμάρωνε ο τσοπανάκος, η βουή της μάχης μάκραινε κατά τον Άη-Σώστη.
Ο Αντώνης Κολοκοτρώνης κ’ οι άλλοι τρέχαν, όπως είδαμε από το πλάι, να μην αφήκουν τους Τούρκους να πάρουν το δρόμο της Κουρτέσας. Άμα φτάσαν στον Άη- Σώστη πιάσαν αμέσως, στο δυτικό μέρος, τα ριζοβούνια της Παναγόραχης, είχαν προλάβει στο μεταξύ όμως οι καβαλλαρέοι, τρέχοντας στα τέσσερα — κ’ ήταν ως έξηεφτά χιλιάδες το ιππικό — να βρουν κατά κει το στενό αφύλαχτο και να γλυστρήσουν στην Κόρινθο. Κι ήταν ακόμα η άλλη μισή από την πρώτη κολώνα του Δράμαλη να περάσει, όταν άρχισαν οι Έλληνες το ντουφέκι. Ήταν λίγοι όμως, οι φωτιές τους αδύνατες, δε μπορούσαν να σταματήσουν τον τουρκικό χείμαρρο. Αν έφτανε δω, τούτη την ώρα ο Πλαπούτας με τον Παπανίκα, η συφορά του Δράμαλη θα ήταν από τις λίγες στην ιστορία. Μα δε φάνηκε, το σχέδιο του Κολοκοτρώνη εκτελέστηκε λειψά. Ωστόσο, λίγο πριν απ τις έξη το απόγεμα, φτάνει, απάνω στην πιο κρίσιμη ώρα, ο αθάνατος Νικηταράς, ο οποίος πάντα πιστός στο χρέος του, με τα σώματα του Παπαφλέσσα και του Υψηλάντη. Μαζί του είναι κ ο Υδραίος καπετάνιος Λημήτρης Κριεζής, ο Ευμορφόπουλος, ο Νικήτας, Δημήτρης, Γιάννης και Γιώργης Φλεσσαίοι, ο Κεφάλας κ άλλοι, μ εφτακόσα πενήντα παλληκάρια. Ο Νικηταράς, από λάθος ενός οδηγού, έχει αργήσει κομμάτι. Και πολλοί το θεωρούν ευτύχημα, αν ερχόταν νωρίτερα, όταν το κύμα των Τούρκων ήταν ακόμα δυνατώτερο, να τους φράξει το διάβα, μπορεί νάκαναν πίσω, νάπεφταν απάνω στον αρχηγό και θα κιντύνευε. Ο Νικηταράς έπιασε την ανατολική μεριά, στο βορεινό έβγα του στενού, ένα βράχο, από πάνω απ’ τη βαθιά ρεματιά, που μέσα περνάει, στο χείλο, ξυστά, ο δρόμος. Σ’ άλλη θέση, στην άκρη του στενού, πάλι, μα κατά το νοτιά, μπήκαν τα παλληκάρια του Υψηλάντη’ κ απ’ αντίκρυ, δυτικά, στα ριζοβούνια της Παναγόραχης οι Φλεσσαίοι. Έφτασε κ ο γέρο Μάρκος Κολοκοτρώνης με τους δικούς του κ έγιναν όλοι κοντά τρεις χιλιάδες. Ο ήλιος έγερνε κ έπαιρνε κάπως να δροσίσει, όταν ο πόλεμος άναψε φοβερός στον Άη-Σώστη. Πρώτος όρμησε απ το ταμπούρι του με το σπαθί στο χέρι ο Νικηταράς και πίσω του τα παλληκάρια μ αλαλαγμούς. Καθώς οι Τούρκοι βγαίνουν πυκνοί απ’ το ρέμα τους πελεκάει, μανιασμένος κλαδευτής σε λόγγο. Δεκαοκτώ κεφάλια, λένε, πήρε στο πρώτο του γιουρούσι. Άντρακλας, μα λυγερός και σβέλτος, φτεροπόδαρος, με χέρι ατσαλένιο, βαρύ, κάθε χτύπος και ζωή θερισμένη. Στήθος, μορφή, μπράτσα, βουτιούνται στο αίμα σε λιγάκι. Και μοιάζει με λιοντάρι πούπεσε σε κοπάδι ζαρκαδιών και σπαράζει και ρημάζει. Η μεγάλη, αγαθή καρδιά του σφίγγεται για μια στιγμή από τον κόμπο της ανθρώπινης συμπόνιας. Λίγο ακόμα και λυγάει. Η σκληρή προσταγή του χρέους τον κρατεί :
— Κουράγιο Νικήτα, φωνάζει δυνατά στον εαυτό του, παραμιλώντας : Τούρκους σφάζεις !
Το σπαθί του τσακίζεται, φουχτώνει άλλο, κ αυτό στα δύο, κ άλλο, κ άλλο. Τέσσερα σπαθιά χαλάει. Και δε λέει πιά να κάμει έλεος.
Τώρα δεν είναι μάχη ετούτο είναι σφαγή. Μέσα στο ρέμα η τούρκικη κολώνα, χτυπημένη, αναγκασμένη, δεν πολεμάει γίνεται πηγμένη μάζα, σιδερένιος, πελώριος λοστός, που σπρώχνει με τη φυσική δύναμη του κορμιού μονάχα, ν’ ανοίξει δρόμο κατά την Κουρτέσα και την Κόρινθο. Το καταφέρνει κάποτε, μ’ ανάμεσα του Αη-Σώστη και της ρεματιάς γίνεται άγριος ο χαλασμός. Από μπροστά χτυπάει ο Νικήτας από πίσω τα παλληκάρια του Κολοκοτρώνη. Ο Αντώνης, ο γέρο-Μάρκος, που θυμήθηκε τα καλύτερα χρόνια της κλέφτικης ζωής του, κ’ οι Φλεσσαίοι από τα πλάγια. Οι Τούρκοι σαστίζουν, τα χάνουν, τσακίζουν όλα τα κοτρώνια, τα βράχια, τα σκίνα, τα θυμάρια τους φαίνονται σαν Έλληνες με γιαταγάνια. Οι καπνοί τους τυφλώνουν ο βρόντος των αρμάτων κ’ ο φοβερός αντίλαλος στα φαράγγια τους ζαλίζει, βόλια, λιθάρια, σπαθιά κοφτερά, όλα καταπάνω τους. Άλλος γλυτωμός δεν είναι απ’ τη φυγή, αφήνοντας τα πάντα ρίχνονται σαν ποτάμι μπροστά. Μα σα φτάνουν στον Άη-Σώστη αντικρύζουν πυκνή τη φωτιά βάζουν το χέρι στα μάτια, να μη βλέπουν και πέφτουν στο ρέμα. Και καθώς είν’ απ’ τη μια μεριά τ’ αναμμένο μολύβι των Ελλήνων κ’ απ’ την άλλη κατηφοριά και γκρεμός, κυλούν μοιραία οι περσότεροι εκεί μέσα, με γδούπους, κρότους, ξεφωνητά τρομάρας, θρήνους, άλογα σκοτωμένα μ’ ανθρώπους γερούς, νεκροί με ζωντανούς, λαβωμένοι με μουλάρια, μ’ όλα τα σαμάρια και τα φορτώματα. Κεφάλια κυλάν από τα κορμιά χωρισμένα και παντού τρέχει το αίμα. Κ αυτός ο ήλιος που βυθά, σ’ όλοπόρφυρο σύγνεφο, σαν κεφάλι φαίνεται, κομμένο, μέσα στα αίματα. Είναι τέτοιο φριχτό ανακάτωμα, που οι Έλληνες, την άλλη μέρα, τραβούν με σκοινιά τους ζωντανούς από τη ρεματιά. Ο σκοτωμός δεν έπαψε ούτε τη νύχτα. Κ όταν δε βλέπουν πια ρίχνουν στα στραβά, στο σωρό, στη βουή του εχθρού που ακόμα περνάει, τρέχοντας να γλυτώσει κατά την Κουρτέσα. Όλη νύχτα στο μέρος τούτο ακούγονταν καλπασμοί άλογων, αφηνιασμένων, πούχαν χάσει τον καβαλάρη τους κ έτρεχαν εδώ κ εκεί και χλιμιντρούσαν, βογγητά λαβωμένων και φωνές από τους χαμένους, σκόρπιους ανθρώπους. Ο Φωτάκος που πέρασε τη νύχτα τούτη απ τα στενά λέει στ απομνημονεύματά του : «Σ όλο το δρόμο μας, στη ρεματιά, βρίσκαμε κατάστρατα πτώματα Τούρκων κ ακούγαμε στα πλάγια διάφορες φωνές πονεμένες παιδιών κάθε ηλικίας, γυναικών και των πληγωμένων και μας εκυρίευσε φόβος και τρόμος έως να περάσω μεν όλην την ρεματιά, εδώ κ εκεί έπεφταν ντουφεκιές. Τι ήσαν αυτές οι φωνές ; Οι Τούρκοι είχαν αιχμαλωτίσει όθελ’ έπερνούσαν, κατά τα Δερβενοχώρια τα Μεγάλα της Κορίνθου και αλλού χριστιανούς και είχαν πάρει μαζί των κάμποσες φαμίλιες. Όλους τότε — όταν άρχισε η φυγή — τους άφησαν εις την απώλεια και όπου ευρέθη ο καθένας τη νύχτα μέσα εις τον λόγγο έμεινε’ και δεν ήξευρε που να υπάγει, έκλαιγε τον πόνο του κ εφώναζε τους γνωρίμους του, άλλος τούρκικα, άλλος άρβανίτικα κ άλλος ελληνικά και μόνον φωνές αγροικούντο από μακριά και βαθιά : Ορέ Χασάνη, ωρέ Αχμέτ, ωρέ Θανάση, ωρέ Κωσταντή, γιάμ Γκέκα, γιάμ Σκόντρα, γιάμ Χριστιάν. κ εγώ είμαι Γκέκας, κ εγώ είμαι Σκόντρας, κ εγώ είμαι χριστιανός, κ εγώ είμαι γυναίκα, κ εγώ είμαι σκλάβος». Ήταν τέτοιο το ανακάτωμα, που εικοσιοχτώ Τούρκοι, απ αυτό το σώμα, πούχε λιανιστεί στα Δερβενάκια, με τον πασά, το διοικητή του, πέρασαν τη νύχτα τους κάτω από το ταμπούρι του Νικηταρά. Και το πρωί,, που ήρθε μικρή επικουρία να τους γλυτώσει, γίνεται συμπλοκή, δέκα Τούρκους σκότωσαν εκεί κ έπιασαν ένα ζωντανό. Από τη χαραυγή άρχισαν να κουβαλούν τα πλιάτσικά τους οι στρατιώτες από το Παλιόχανο, το σημείο πούχαν ορμήσει, ως τον Αγιώργη της Νεμέας πήγαιναν σε δυο σειρές σαν τα μυρμήγκια, πήγαιναν από τη μια μεριά οι φορτωμένοι κ ερχόντουσαν οι άλλοι αδειανοί. Είχαν γίνει συντροφιές-συντροφιές, κατά χωριά, κάθε χωριό αποθήκευε τα πλιάτσικά του σε δικό του σπίτι, στον Αγιώργη και τα φύλαγε. Και τι δεν είχαν πάρει’ ασημικά και χρυσαφικά, άλογα και γκαμήλες φορτωμένες, σέλλες όμορφες και λίοστρες, ταπέτα και στολές, ζόγχες και μπαϊράκια, άρματα με πετράδια, ντουφέκια, κουμπούρες και σπαθιά, τσαντήρια και χαλκώματα.
Με τέσσερες χιλιάδες πτώματα είχαν στρωθεί τα μέρη. Ο χαλασμός ήταν φοβερός. Βαρέθηκαν να σφάζουν. Τα νεύρα του Νικηταρά είχαν πάθει, κ από τα πηγμένα αίματα η φούχτα του δεν άνοιγε, μετά τη μάχη, ν αφήσει το σπαθί. Είδαν κ έπαθαν να του το βγάλουν. Ήταν ο μόνος που δεν πρόσεξε και πάλι το πλιάτσικο. Τα παλληκάρια του χάρισαν ένα σπαθί, μια σέλλα κ άσπρο άλογο κολοβό. Αυτός το χάρισε στον καμπούρη ποιητή του στρατού, τον Τσοπανάκο, που είδαμε στα Τρίκορφα. Ο αστείος Δημητσανίτης— Κάλλας ήταν τ’ όνομά του— γύρεψε απ’το Νικηταρά και την τροφή του αλόγου, γιατί αλλιώς τι να τόκανε, ο φτωχός, το χάρισμα. Τούστειλε γράμμα σε στίχους και τούλεγε :
«Το δώρο σου< Νικηταρά είναι άλογο χωρίς νουρά η μου στέλνεις το κριθάρι η σου στέλνω το τομάρι».
Ο περιηγητής που πέρασε σε λίγο από τα Δερβενάκια γράφει : «Δε χρειάζεται πολύ, άμα ρίξεις το μάτι, στο φριχτό και βραχοπερίφραχτο τούτο κοιμητήριο, για να καταλάβεις την εξυπνάδα και την απελπισία των Ελλήνων και τη βλακεία των Τούρκων. Οι σωροί των νεκρών μας ανατρίχιασαν. Τα βράχια εδώ κ’ εκεί σπαρμένα με σκελετούς τολμηροτάτων καβαλλαρέων, που στην ορμητική τους μανία πάσχισαν να σκαρφαλώσουν ως τα ταμπούρια των Ελλήνων σκοτωμένοι με τ’ άλογά τους φαντάζουν εναέριοι σ’ αυτό το ύψος και σε κάνουν ν’ απορείς με ποιόν τρόπο τ’ άλογα μπόρεσαν να φτάσουν, από τέτοια κράκουρα, σ’ αυτό το ύψος. Ο εξολοθρεμένος τούτος στρατός είχε και πολλές γκαμήλες με πολεμοφόδια η τύχη τους δε στάθηκε διαφορετική. Ο μαύρος Δεβετζής ήταν ξαπλωμένος κοντά στο σκοτωμένο ζώο του, κρατώντας το σκοινί ακόμα που τ’ οδηγούσε και τ’ άσπρα, κατασπαθισμένα κόκκαλά του ήταν σε χτυπητή αντίθεση με τα σάπια μαύρα του κρέατα. Πέντε χιλιάδες νεκροί, άντρες, άλογα, γκαμήλες, μουλάρια, ήταν ξαπλωμένοι σ’ αυτές τις Θερμοπύλες του Μωριά, κ’άπάνω κάθονταν και κραιπαλούσαν κοπάδια τα όρνια’ ατάραχα, σαν τα περιστέρια και τις δεκοχτούρες, π’άπαν τάει κανένας στα δρομάκια των τούρκικων κασαμπάδων της Μικρασίας, ούτε φοβήθηκαν καθόλου που ζυγώσαμε».
Η άλλη κολώνα του Δράμαλη, μ’ οχτώ χιλιάδες άντρες, τον ίδιον, τους πασάδες του επιτελείου, τις περσότερες γκαμήλες, τα πολυτιμότερα μεταγωγικά, τα πυρομαχικά των κανονιών και τους αρρώστους, άμα είδε, πως χτυπούν τους άλλους μπροστά δεν πήρε τον ίδιο δρόμο μα κοίταξε να βιάσει τα Δερβενάκια μ’ ασημένιο ιππικό. Ο Δράμαλης έστειλε ανθρώπους του στο χωριό Ζαχαρία, που φύλαγε ο Παπαδημήτρης από το Χρυσοβίτσι με τα παλληκάρια του. Ρώτησαν :
— Ποιος καπετάνιος ομπροστά ;
—Ο Κολοκοτρώνης ! Είπε ο Παπαδημήτρης.
— Πέστε του να κάμουμε μπέσα να περάσουμε και να φύγουμε από το Μωριά και του δίνουμε τα έξοδα του πολέμου, μιλιούνια γρόσια, ό,τι γυρέψει.
Ο Παπαδημήτρης έτρεξε να ειδοποιήσει τον αρχηγό. Οι πασάδες όμως κοντοζύγωναν στο στενό να προσμείνουν την απόκριση του Κολοκοτρώνη. Έβγαιναν την ίδια στιγμή, καβάλα, σταλμένοι γι’ αναγνώριση, ο Φωτάκος, ο Σπηλιωτόπουλος, ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, ο γιός του γέρο-Μάρκου, ο Κώτσος Βούλγαρης κ’ ο Κωνσταντής Αναστασόπουλος. Ψυχωμένοι από τη νίκη, άμα είδαν τους πασάδες με την ακολουθία, τους στρώσαν στο ντουφεκίδι. Ο Δράμαλης. φοβήθηκε τη χωσιά τη δυνατή επίθεση. Αμέσως πήρε δρόμο με τους πασάδες του κατά πίσω, αφήνοντας τους αρρώστους κ’ ένα σωρό πράματα καταμεσής του δρόμου. Σ’ αυτούς τους αρρώστους είχαν δώσει από μια κολοκύθα με νερό. Ένα μικρό σώμα Έλληνες που ακολουθούσαν το Φωτάκο και τους άλλους τους ρίχτηκε. Οι δυστυχισμένοι φέρναν το χέρι στα μάτια να μη βλέπουν. Οι Έλληνες άρχισαν να τους σκοτώνουν.
Ο Δράμαλης κ’ οι πασάδες φτάσαν στο Μέρμπακα, κάμαν συμβούλιο. Και τους λέει: Ν’ αφήκουμε φορτώματα και ζωντανά στ’ Άνάπλι’ και μ’ όλο το στρατό μονάχα να τραβήξουμε από τ’ Αγιονόρι, νύχτα, για την Κόρινθο. Και θα περνούσαν γιατί το δρόμο δεν τον φύλαγε κανένας. Οι πασάδες όμως δε θέλαν ν’ ακούσουν, δε θέλαν ν’ αφήσουν τα πλούσια πράματά τους σε ξένα χέρια. Έτσι κ’ ο Δράμαλης άλλαξε γνώμη και τράβηξε στ’ Άνάπλι. Οι Τούρκοι όμως εκεί πέρα δεν τ’ άνοιξαν το κάστρο, τούδειξαν το φερμάνι του σουλτάνου που πρόσταζε να μη μπαίνει στρατός στα κάστρα. Αναγκάστηκε να τραβηχτεί στη Γλυκεία, με το στρατό του, έξω από την πολιτεία ως δυο χιλιάδες μέτρα. Τη νύχτα πήρε φωτιά το μπαρούτι απ’ την πιστόλα κάποιου που ξεφόρτωνε μια γκαμήλα. Έφεξε ο κάμπος όλος, για μια στιγμή. Είδαν τη λάμψη ως και στα Δερβενάκια. Ο Κολοκοτρώνης είχε περάσει εκεί την άλλη μέρα τα χαράματα. Έκραξε όλους τους καπεταναίους Νικηταρά, Πλαπούτα, Χριστόπουλο, Αποστόλη Κολοκοτρώνη, Δημήτρη Δεληγιάννη, Παπανίκα, Γιατράκο, Σέκερη, Τσόκρη κ’άλλους, κάμαν συμβούλιο, τους πρότεινε σχέδιο: Αυτός να μείνει στ’ Αγριλόβουνο και να φυλάξουν τα Δερβενάκια ο Πλαπούτας, ο Δεληγιάννης κ’ ο Αντώνης Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης κ’ ο Παπαφλέσσας, να πιάσουν το Αγιονόρι τέλος ο Γιατράκος κ’ ο Τσόκρης, με τα σώματά τους να πιάσουν το Χαρβάτι των Μυκηνών. Κ’ αν οι Τούρκοι μπαίναν στα Δερβενάκια, οι Έλληνες του Χαρβατιού να τους αφήσουν, να περιμένουν να τους βαρέσει πρώτος ο Κολοκοτρώνης και τότε να χτυπήσουν κ’ αυτοί, να τους βάλουν μέσα σε δυο φωτιές. Κ’ αν οι Τούρκοι πάλι παίρναν το δρόμο για τ’ Αγιονόρι, να τους αφήσουν να περάσουν και να πιάσουν τις πλάτες τους κ’ άμα τους χτυπούσαν Νικηταράς, Παπαφλέσσας κ’ Υψηλάντης, να πέσουν οι άλλοι από πίσω. Οι Έλληνες του Χαρβατιού έπρεπε, όπως και νάταν, νάδιναν είδηση στον Κολοκοτρώνη πως πιάσαν το μέρος και για κάθε άλλο τους κίνημα. Το σχέδιο αυτό του Κολοκοτρώνη, απλό θάρριχνε κάθε φορά τους Τούρκους σε μια φάκα.
— Ρουθούνι δε θενά γλυτώσει, έλεγε ο αρχηγό;.
Κ’ ελπίδα είχε να σκλαβώσει τους πασάδες. Μα δεν το βάλαν ακέραιο σε πράξη. Ο Γιατράκος με τους άλλους, ο
στρατός από τους Μύλους και το Κεφαλάρι, δε μαζώχτηκε στο Χαρβάτι κ’ ούτε παράγγειλε στον αρχηγό πως δεν επήγε. Ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας, ο Δεληγιάννης κ Αντώνης Κολοκοτρώνης κρατούσαν τα Δερβενάκια, ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας κ’ οι άλλοι πιάσαν το Αγιονόρι. Κατά το νοτιά όμως η άκρη των στενών απόμεινε αφύλαχτη.
Ο Δράμαλης δε στάθηκε στη Γλυκεία παρά μονάχα μια μέρα, Στις εικοσιοχτό αποφάσισε να περάσει με κάθε θυσία τ’ απομεινάρια του στρατού του στην Κόρινθο, για να ενωθεί με τους άλλους και να ανασυνταχθεί. Διάλεξε το δρόμο από τ’ Αγιονόρι, γιατί φοβόταν τα Δερβενάκια, ήταν κιόλας ο γληγορώτερος και δεν ήταν όλος στενός, μα είχε και μεριές ανοιχτές. Πήρε καλούς οδηγούς από τ’ Ανάπλι, άφηκε απ’ τη βιασύνη του στη Γλυκειά και το τελευταίο κανόνι του και κίνησε τα χαράματα. Πέρασε απ’ το Μπερμπάτι, ένα χωριό, στην αρχή της Κλεισούρας κ έκαψε κάμποσα σπίτια. Άμα βγήκε σε μια ψηλή λάκκα, πούναι από το έβγα του χωριού πέρα, κατάλαβε πως οι Έλληνες ήταν ταμπουρωμένοι εκεί κοντά. Σταμάτησε. Έβαλε τους ντερβισάδες και τους άλλους ιερωμένους του, να κάμουν δέηση στον Αλλάχ και τον προφήτη του κ ύστερα φώναξε στο στρατό του :
— Χίλιοι κλέφτες είναι δεν είναι, πιάστε τους με τα χέρια σας, αντρειωμένα παιδιά του Οσμάν !
Οι Τούρκοι ρίχτηκαν στα στραβά. Η πρώτη φωτιά ήταν δυνατή. Εξήντα Έλληνες σκοτώθηκαν και διπλοί από τους εχθρούς. Κρατούν κ’ από δω κ’’ από κεί γερά. Άξαφνα λάμψη μεγάλη, βρόντος δυνατός. Ο Νικηταράς, ντουφεκώντας ένα γκαμιλιέρη, που περνάει με τη γκαμήλα του, φορτωμένη μπαρούτι, αστοχάει αυτήν, βρίσκει όμως
το φόρτωμα. Άνθρωπος και ζωντανό στον αέρα, μέσα σ’ ένα μεγάλο σύγνεφο καπνού. Οι Τούρκοι σαστίζουν, τ’ άλογά τους ξαφνιάζονται, παίρνουν το χαλινάρι και τ’ Άγιονόρι αρχίζει να μοιάζει με τον Άη-Σώστη. Όλοι ρίχνονται στη φυγή, με τους πασάδες στη μέση, χωρίς να ντουφεκούν, παίρνουν τα ρέματα να γλυτώσουν. Κ’ οι Έλληνες τους φτάνουν από παντού, τους σφάζουν σε πολλές μεριές έρχονται και στα χέρια. Τρέχουν ακόμα κ’ οι γυναίκες από τα κοντινά χωριά κυλούν πέτρες από τα καταράχια, βράχια, να ζουπήσουν το κεφάλι των εχθρών. Έξη ώρες βαστάει το πανηγύρι. Ο Αλή Τοπάλπασας για να γλυτώσει ρίχνεται με τ’ άλογά του σε μια ρεματιά δε βλέπει, καθώς πάει στα τέσσερα, πως είναι κοφτό, βαθύ το χείλος και γκρεμίζεται. Ο Νικήτας Φλέσσας τον προφτάνει ζωντανό ακόμα και του παίρνει το κεφάλι. Δώδεκα ζωντανά, καταφορτωμένα, έσερνε πίσω του. Τάπιασαν τα παλληκάρια του Φλέσσα. Ήταν κασόνια γεμάτα θησαυρό. Στο ένα βρήκαν μια πάλα περσιάνικη από καραχουρασάν διαμαντοπλουμισμένη, με σκαλισμένα χρυσά γράμματα στο χέρι από αχάτι, όλο στο ρουμπίνι το κορδόνι της από χρυσάφι. Βρήκαν ακόμα δώδεκα μαχαίρες ασημένιες και μαλαματωμένες, τρία γιαταγάνια και μια γούνα πούκανε τριανταπέντε χιλιάδες γρόσια. Βρήκαν χαλιά και σιντζαδέδες δαμασκούς, κεντητούς, όλο τιρτίρι τέλος μέσα σε τρεις τενεκέδες εννιά χιλιάδες λίρες τούρκικες. Όλα τούτα ήταν, λέγαν, από το βιός του Αλή πασά, το μερίδιο του Δράμαλη, από το πλιάτσικο πούχε γίνει στα Γιάννινα. Ο Φλέσσας φόρεσε τη γούνα και την πάλα κ’ όταν η μάχη τελείωσε πήγε στον Άη-Βασίλη της Κλένιας, στολισμένος έτσι, να τον δουν, ο Υψηλάντης κ’ ο αδερφός του ο αρχιμανδρίτης. Χίλιες λίρες έδωσε στο Νικήτα ο Υψηλάντης για την πάλα. Ο αρχιμανδρίτης όμως μπήκε στη μέση :
— Δεν το πουλάει, υψηλότατε, ο Νικήτας το σπαθί. Θα το κρεμάσει, άμα γυρίσει, στο σπίτι του, να τώβρουν τα παιδιά του και τ’ αγγόνια του.
Το κεφάλι του Τοπάλπασα τώστειλαν στους Μύλους χίλια κουφάρια είχαν στρωθεί στην Κλεισούρα, το ιππικό των Τούρκων είχε τσακιστεί, πολλοί σκλαβώθηκαν, οχτακόσα άλογα της Αραπιάς, τριανταέξη γκαμήλες και χίλια διακόσα μουλάρια, φορτωμένα, πήραν το δρόμο της Τρίπολης.
Πεζός και χωρίς τουρπάνι έφτασε ο Δράμαλης στην Κόρινθο, δοξάζοντας τον Αλλάχ που γλύτωσε. Ουτ’ αυτός, ουδέ ρουθούνι απ’ το στρατό του θα ξέφευγε αν ο Γιατράκος, ο Τσόκρης και οι άλλοι πιάναν το Χαρβάτι, αν έπαιρναν τον κόπο να παραγγείλουν, μακάρι, στον Κολοκοτρώνη πως δε θα τώπιαναν γιατί τότε θάστελνε άλλους. Αργά κατάλαβε ο αρχηγός πως το μέρος είχε μείνει έρημο και το διάβα του Δράμαλη ανοιχτό από το Χιλιομόδι έστειλε γλήγορα τον Πλαπούτα, το Δεληγιάννη και το Χριστόπουλο κατά κει, μα φτάσαν αργά.
— Αν είχαμε δικαστήρια, είπε στους καπεταναίους πούλειψαν από το χρέος τους, θα σας ντουφέκιζαν.
Δικαιολογήθηκαν, τα παλληκάρια, τους είχαν ριχτεί σ’ ό,τι άφηκε ο Δράμαλης στο Άργος κ έκαναν πλιάτσικο, δε μπόρεσαν να μαζώξουν το στρατό τους. Μ όλο που το σχέδιο του Κολοκοτρώνη όμως μπήκε μισό σε πράξη αποδείχτηκε σωστό και μεγάλο. Ο κύριος σκοπός τούτου του πολέμου πέτυχε. Η επανάσταση κ η πατρίδα είχε γλυτώσει από το μεγαλύτερο κίνδυνο. Η περήφανη στρατιά κουρελιασμένη, ταπεινωμένη, αδύνατη αποκλείστηκε στην Κόρινθο, να ρέψει τελειωτικά. Ο Δράμαλης πέθανε, περσότερο από τον καημό του. Τα στερνά, πεινασμένα κ άρρωστα απομεινάρια του στρατού του, πούκαμαν να παν αργότερά κατά την Πάτρα, κλείστηκαν, ανάμεσα θάλασσας και βουνών, κοντά στην Ακράτα, από τους Ζαίμηδες, το Λόντο, τους Πετμεζαίους, το Χαραλάμπη, το Σολιώτη και το Θεοχαρό Λουλο κ εξόν από χίλιους, βρήκαν σκληρό θάνατο από φωτιά κ άγρια πείνα. Η δόξα του Κολοκοτρώνη έφτασε στα μεσοούρανα. Ο λαός κοιμάται, ξημερώνεται με τ’ όνομά του στο στόμα. Οι καπεταναίοι μαζώχτηκαν στα Δερβενάκια, για να τον αναγνωρίσουν αρχιστράτηγο του Μωριά. Κ έστειλαν αναφορά στη Γερουσία, να κάνει επίσημο το διορισμό. Η Γερουσία δέχτηκε την πρόταση, τον ψήφισε αμέσως. Και τούστειλε δώρο δυο πιστόλια βαρύτιμα, όλο στο μάλαμα και το διαμάντι. Ήταν πιστόλια του Μουχάμετ-Άλη, τάχε χαρίσει στο Γιώργη Παπαθανασόπουλο, από τη Δημητσάνα, μεγάλο έμπορα στην Αίγυπτο. Τέλη Αυγούστου ο Κολοκοτρώνης, αφού έβαλε σε τάξη το στρατό του, ανέβηκε στην Τρίπολη, να ξεκουραστεί λιγάκι από τις κακουχίες του πολέμου. Ο λαός έτρεξε ως τον Αχλαδόκαμπο να τον απαντήσει. Άντρες, γέροι, γυναίκες, παιδιά, τον φιλούσαν, γελούσαν, έκλαιγαν άπ τη χαρά τους παραμίλαγαν ομάδι, οι παπάδες βγήκαν με τα ιερά, με το βαγγέλιο και τις εικόνες. Ολούθε τραγουδούσαν:
«Του Λεωνίδα το σπαθί
Κολοκοτρώνης το φορεί
κ’ όποιος το δει λαβώνει
το αίμα του παγώνει».
Μπήκε με τις κανονιές στην πολιτεία, καβάλα σ άλογο αράπικο της Συρίας, στρωμένο με σιντζαδέ γαλάζιο, κεντημένο με χρυσά μισοφέγγαρα, πλιάτσικο ακριβό από πασά.
Ολόγυρά οι κανονιές, οι ντουφεκιές κ η βουή του λαού γέμιζαν τον αέρα. Στο πλευρό του καβαλίκευαν τα παιδιά του και πολλοί δικοί του. Άλλοι καβαλαρέοι, σκονισμένοι κ ιδρωμένοι, τρέχαν μπροστά και σπρώχναν τον κόσμο, να παραμερίσει. Στο μέτωπό του, ψημένο απ’ τον ήλιο, στα πυκνά και σουφρωμένα φρύδια του, σ’ όλη του τη μορφή φαινόταν ζωγραφισμένη χαρά και περηφάνεια. Η Γερουσία τούκαμε μεγάλες τιμές. Πήγε σύσσωμη στο κονάκι, που βούιζε μέσα κ έξω το μελίσσι του λαού. Και τη νύχτα κάψαν πυροτεχνήματα, σωρούς ρουκέττες. Ο Κολοκοτρώνης όμως δεν ήταν διόλου ήσυχος στο κρεββάτι του. Είχε περάσει, εδώ και λίγες μέρες, άπ τούς Μύλους. Και τα μούτρα των κυβερνητικών δεν τ άρεσαν διόλου. Τούκαναν χιλιάδες ψευτοκομπλιμέντα και συγχαρητήρια. Μυριζόταν όμως πως τώρα, πούχε περάσει ο μεγάλος κίνδυνος, τον βλέπαν πάλι σαν εχθρό. Ένοιωθε το μίσος τους πιο μεγάλο κ από πριν.
Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο: Ο ΓΈΡΟΣ ΤΟΥ ΜΩΡΙΆ. Εκδοτικού Οίκου Μιχ. Σαλίβερου Αθήναι 1931