Στην πόλη του Αβδουλ Χαμίτ
Απόσπασμα από το βιβλίο: Σπύρου Μελά.
Η επανάσταση του 1909. Μπίρης Αθήνα 1957
ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΒΔΟΥΛ ΧΑΜΙΤ
Κωνσταντινούπολη !. .. Ποιες συγκινήσεις, για έναν Έλληνα του 1908, πού την άντικρύζει για πρώτη φορά!.. . Έχουμε αφήσει πίσω τά Πριγκηπόνησα, τά κατάχλωρα, τις ατίμητες ζαφειρόπετρες, πού πλέουν στούς άπαλούς άφρούς του Μαρμαρά, κάτω από τούς αλαφρούς πέπλους τής πρωινής πάχνης* άντικρύσαμε, σαν όνειρα μακρυνά, τ’ άσπρα τους, έλληνόρυθμα σπιτάκια, όπουζοϋσαν, αμιγή τά κατάλοιπα των περασμένων έλληνικών μεγαλείων’ είχαμε αφήσει πίσω τά διαβόητα καί φοβερά Δαρδανέλλια, μέ τις μπούκες των κανονιών και τώρα είμαστε μπροστά στην Έπτάλοφη, πάμε ν’ άράξουμε κατά τό μώλο του Γαλατά .. .
CH φαντασία μου είχεν ύφάνει στον άργαλειό της, μιά Πόλη, μέ στημόνι τις ιστορικές αναμνήσεις και ύφάδι τούς ωραιότερους θρύλους. Αύτό, πού άντίκρυζαν τώρα τά μάτια μου, ήτανε διαφορετικό αλλά πόσο ανώτερο! Σήμερα, πού έχω γυρίσει τόσες χώρες από τις χιονοσκέπαστες τοϋ Βορρά ώς τούς καφτερούς άμμους τής έρήμου κι’ από τά περιγιάλια τής ’’Ασπρης Θάλασσας ώς τις αχανείς όχτους του ’Ατλαντικού, δέ θυμάμαι μιά πού νά μου άφησε τέτοιαν έντύπωση. Αύτό δεν περιγράφεται μέ λόγια. Κι’ ή απόπειρα ν’ αποδοθεί σέ πίνακα, θά ντρόπιαζε καί τό πινέλο ένός Τιντορέτο.
Αύτά τά εφτά αμφιθέατρα τών σπιτιών πού σκαρφάλωσαν ξεκινώντας από μιά θάλασσα λουλακιά, όπου ό ήλιος τοϋ καλοκαιριού — ’Ιούλιος μήνας — στραφτάλιζε μέ μυριάδες, ολόχρυσες πεταλούδες, ώς τις κορφές τών λόφων, γιά ν’ αποθεωθούν στά επιβλητικά, τεμένη τοϋ Σουλτάν Μεχμέτ, τοϋ Σουλτάν Σελίμ καί τοϋ· λιος. Τά πιό δυνατά σπάραζαν κι’ έτρωγαν τά πιο άδύνατα. ’Αλλά κι’ αύτά ψόφησαν σέ λίγο από τή δίψα, γιατί τό Ερημόνησο δεν είχε νερό. ’Ακόμα κι’ οί πιό ζωόφιλοι Εύρωπαιοι δέν τόλμησαν νά κατηγορήσουν τήν Επανάσταση γι’ αύτό τό έγκλημα.
’Από την πρώτη μέρα κατάλαβα ότι ή Πόλη δέν ήτανε μιά ποι- λιτεία, αλλά τρείς. Ή Σταμπούλ, τό Γαλατά καί τό Πέραν, θά μπορούσα μάλιστα, νά προστέσω, στό τρίπτυχο αύτό καί μιά τέταρτη. Τά προάστεια. ’Από τότε — πάνε σαρανταπέντε χρόνια — οι Τούρκοι αγωνίστηκαν καί μάλιστα μετά την Επανάσταση τού Κεμάλ Άτατούρκ, νά τήν κάμουν μιά, ν’ άφομοιώσουν τά μέρη τού τρίπτυχου κι’ ως ένα σημείο, τό ψευτοκατάφεραν. ’Αλλά τότε οί διαφορές ήτανε τόσο χτυπητές, πού βγαίνοντας άπό τή μιά στην άλλη περιοχή νόμιζε κανένας, ότι βρισκότανε σέ καινούργιο τόπο. *Όταν μπήκα στή Σταμπούλ, πού ήταν ο κύριος τουρκαμαχαλάς, έχασα τέλεια τήν Επαφή μέ τό σύγχρονο κόσμο. Κανένα σκεδόν σημείο ζωής. Στά σοκάκια, πού γύριζα, τά σπίτια, ξύλινα, χαμηλά, μέ καφασωτά κουφώματα, κατάκλειστα. Καί στούς δρόμους ψυχή. Έρημα τά πάντα. Μιά νέκρα, μιά ήσυχία, μιά σιωπή καταθλιπτική. Ό χρόνος σάν νά είχε σταματήσει τή ροή του. Παντού μιά Εντυπωσιακή ατμόσφαιρα μεταφοράς σέ περασμένους αιώνες. ’Ήτανε τέτοια ή σιωπή, πού κυριαρχούσε τό ρουκούλισμα των περιστεριών (ήταν άφθονα) καί τό θρόισμα των φτερών τους στόν αέρα. ’Αλλά, ξαφνικά, στ’ αύτιά σας έφταναν κελαϊδισμοί καί τό μάτι σας, πού είχε δακρύσει άπό τήν Εντατική προσπάθεια, ν’ άντικρύσει ανθρώπινο πλάσμα, έπαιρνε λίγα τουρκάκια, νά παίζουν μπροστά σέ κάποια πόρτα. Αύτά κελαϊδούσαν σέ μιά γλώσσα, γλυκειά, λιγωτική, σάν πετιμέζι — παράξενη γιά ένα λαό, πού έζησε τήν τραχειά ζωή τού πολεμιστή, Επί αιώνες…
Σέ μιά γωνιά, στρίβοντας σέ κάποιο σοκάκι, άντίκρυσα έναν έφηβο, μέ τό φεσάκι πρός τά πίσω, μέ ριγωτό αντερί καί μαύρο, εύρωπαϊκό σακκάκι κουρελιασμένο, πού καθισμένος σταυροπόδι, κατάχαμα, είχε μπροστά του ένα μπλίκο τυπωμένα χαρτιά καί διαλαλούσε μέ κλαψιάρικη φωνή ·
— Ίλλαβέεεεε !.. .
Στην αρχή τόν πέρασα γιά ζητιάνο. Πούλαγε παραρτήματα έφημερίδων. Σέ πιών τά πουλούσε σ’ έκείνη την έρημιά; Κι’ ήτανε, λοιπόν αύτός ένας.. . έπαναστατημένος λαός;.. . Δεν άνάσανα, παρά μονάχα όταν κατέβηκα στην παραλία τής Σταμπούλ. ’Εκεί βρύϊζαν γεμάτοι ζωή, αιώνιοι νοσταλγοί τού ύγροΰ στοιχείου, οί Έλληνες. Σπιτάκια πβριποιημένα, μαγαζάκια γεμάτα πελατεία, Εφημερίδες, συζητήσεις, χειρονομίες, καυγαδάκια, ζωή.
Οι Τούρκοι, πού άφηνα πίσω μου, έδιναν την έντύπωση τού σταματημένου, τού απροσάρμοστου. Τά σπίτια μικρά και πρόχειρα, ο μπαξές όμως μεγαλούτσικος. Μέσα στην καρδιά τής Βασιλίδος είχανε μεταφέρει τή νοσταλγία τού χωριού τής ’Ανατολής. Στά μπεζεστένια τους, στις λιθόχτιστες έμπορικές στοές τους, καθισμένοι σταυροπόδι, μέ τήν τσιμπούκα στό στόμα, σ’ άκινησία πλασμάτων άπολιθωμένων — καμιά κίνηση νά ύποδεχτούν τόν πελάτη— έμοιαζαν μέ μεγάλους ξεπεσμένους άρχοντες, πού έννοούν νά πουλήσουν τά ύπάρχοντά τους, άλλά μ’ όλη την παλιά τους άξιοπρέπεια. Έπρεπε νά ρθεί αργότερα, ο Κεμάλ Άτατούρκ, νά τούς ταρακουνήσει και νά μεταχειριστεί βία, γιά νά τούς αναγκάσει νά παραστήσουν τούς έμπόρους. Τώρα καταλάβαινα γιατί στη Θεσσαλονίκη απάντησα κάποια ζωηράδα. Τήν έδιναν οί Έλληνες, οί Εβραίοι και οί άλλες φυλές.
Αύτούς βρήκα καί στό Γαλατά. Ή έμπορική αύτή συνοικία ήταν ένας κακόζηλος συμβιβασμός ανάμεσα Εύρώπη καί ’Ανατολή — ένα μπαστάρδικο κατασκεύασμα,, όπου Φραγκολεβαντίνοι, Εβραίοι, Άρμένηδες, Έλληνες, όλοι μέ τά φεσάκια τού Όσμανλή, μπαινόβγαιναν στις Τράπεζες, στά παραγγελιοδοχικά γραφεία, στά ναυλομεσιτικά, στά πραχτορεία — όλη ή κίνηση τού λιμανιού συγκεντρωνόταν έδώ — γιά τις δουλειές τους. Δέν ξαίρω γιατί όλος αύτός ο κόσμος μούδινε τήν έντύπωση καρναβαλιού. Μέσα σέ μιά ύγρή ζέστη, μιά κουφόβραση ανυπόφορη, βλέπατε τούς Τούρκους έφέντηδες μέ γαλότσες καί… ομπρέλλα τού ήλιου, άλλά καί μέ … παλτουδάκι, «ντεμί – σαιζόν». Οί γαλότσες ήτανε γιά τή λάσπη, ή ομπρέλλα γιά τήν ήλίαση. ’Αλλά τό πανωφοράκι;… Έπειτα οί χοτζάδες μέ τά βαρειά σαρίκια.
τό μαύρο καφτάνι, τά γένεια ανοιχτά σαν βεντάλια στό στήθος καί τις κόκκινες παντουφλοειδεΐς παπουτσες, μ’ άσπρες κάλτσες καί τέλος αραιά, έδώ κι’ έκει, τά μπαμπουλωμένα χάνουμάκια, πού περνούσαν μέ περπάτημα, πού δεν άφηνε κανένα περαστικό νά ξεχάσει, ότι κάτω από τον γκρίζο αλπακά ύπήρχεν ένα σώμα καλοφτιασμένο «απογοητευμένης» τού ΙΙιέρ Λοτί, πού ύπόφερε στη σκλαβιά τού χαρεμιού.
Πλάι στις εύρωπαΐζουσες προσόψεις των Τραπεζών καί τών γραφείων, ή ’Ανατολή δήλωνε απότομα την παρουσία της μέ κάτι γλυκατζήδικα, πού στις μόστρες τους βλέπατε, κάτω από δυό σύννεφα, ένα ρόζ, από τούλι, κι’ ένα μαύρο άπό μυίγές, τά «χανούμ μπουρέκ», τά «ταούκ – όξού» (ένα γλυκό άπό γάλα καί στήθος κότας), τά «μουχαλεμπί», τά «έκμέκ – καταΐφ» καί τούς χαλβάδες* καί κάτι έστιατόρια, μισομαγέρικα, όπου τά «άτζέμ πιλάφ» μ’ αρνί καραμάνικο, μ’ ένα δάχτυλο ξύγκι καί μπόλικο βούτυρο σάς έκανε νά τό αφήνετε άπό την πρώτη πηρουνιά. Έπί τέλους δμως υπήρχε κίνηση κι’ή έπανάσταση, γιατί κάθε τόσο περνούσαν κάποιο σιδηροδεμένον οί αστυνομικοί, πού πίσω του σπρωχνότανε πλήθος άπό μάγκες τού δρόμου καί τού τραβούσε κλωτσιές καί γροθιές, μέ τις κραυγές:
— Χαφιέ !. . . Χαφιέ ! . . .
Άνάμιχτες μέ διάφορες βαρειές βρισιές. Ή έπιτροπή τών Νεότουρκων, πού είχε φτάσει άπό τη Θεσσαλονίκη, άρχισε τή δουλειά της μέ τή διαταγή νά πιαστούν όλοι οί κατάσκοποι τής. χαμίτικης απολυταρχίας. Kt’ ήταν αμέτρητοι. Τούς έπιαναν όλους τώρα, έναν – έναν καί τούς έριχναν στή φυλακή. Άλλ’ οί κατάσκοποι τών πρεσβειών έμεναν. Καί σέ λίγο, οί Νεότουρκοι θά πρόσθεταν καί τούς δικούς τους.
Ποτέ κατάσταση δέν ήτανε τόσο άβέβαιη, τόσο ρευστή, σκοτεινή κι’ άποχαοτική όσο αύτή, πού βρήκα στήν Πόλη, μόλις προσπάθησα νά κατατοπιστώ στήν εξέλιξη τής έπανάστασης. ’Ενώ στό Πέραν, τό πιό εύρωπαικό κομμάτι τού τρίπτυχου τής τουρκικής πρωτεύουσας, όπου τά μέγαρα τών πρεσβειών, συνεχίζονταν οί συλλήψεις τών χαφιέδων, πού ή δουλειά τους ήταν εδώ άπό τις πιό
σπουδαίες (νά παρακολουθούν τούς Τούρκους, πού ήτανε σ’ έπαφή μέ τούς πρέσβεις), μέσα στα σπλάχνα τής μεγάλης πολιτείας πάλευαν, σάν ύποχθόνιες, οί αντίρροπες δυνάμεις. Μέσα σ’ αφάνταστη σύγχυση προσώπων, πραμάτων, ιδεών, ρευμάτων, συμφερόντων καί πολιτικών, προσπαθώ νά ξεχωρίσω τις δυνάμεις αύτές, πού αγωνίζονταν μέ λύσσα, ή μία κατά τής άλλης, αγώνα έξοντωτικό.
Ό ντόχτορ Ναζίμ μπέης, στη συνομιλία πού είχαμε στη Θεσσαλονίκη, μου είχε πει, κάποια στιγμή, ότι εκείνο, πού παρουσίασε στό κομιτάτο τις περισσότερες δυσκολίες καί πού είχαν ν’ άντιπαλαίψουν μ’ όλες τις δυνάμεις τους οί Νεότουρκοι, δεν ήτανε ούτε τό φάντασμα τής απολυταρχίας, γιατί αύτό είχε κουρελιαστεί, αφού έχασε τό δυναμικώτερο στήριγμά της, τό στρατό, ούτε ό μουσουλμανικός φανατισμός, όσο μιά κληρονομημένη, άπό γενεά σέ γενεά τών Τούρκων, προσκόλληση στά είδωλα τού παλιού κόσμου. Κι’ αύτά τά κληρονομικά ιδιώματα τών ’Οθωμανών ήταν ή αχίλλεια φτέρνα τού Νεοτουρκισμού, πού, τόσο τεχνικά κι’ επιτήδεια, προσπαθούσαν νά εκμεταλλευτούν οί άνθρωποι τής κλίκας τού Άβδούλ Χαμίτ.
Γιά τά μουσουλμανικά πλήθη ό Σουλτάνος ήταν ίερό πρόσωπο. Ό Χαλίφης, ό ανώτατος θρησκευτικός αρχηγός τους, τό «ταμπού» τών πιστών τού Προφήτη, πού πρέπει νά μένει απαραβίαστο. Τό καθεστώς τής απολυταρχίας, στούς τελευταίους σπασμούς του, δοκίμαζε ν’ αρπαχτεί άπό τή θρησκευτική αύτή άχτιδοβολία τού Σουλτάνου κι’ ως ένα σημείο πέτυχε. ’Αξίζει τόν κόπο (καί γιά την “Ιστορία) νά ιστορήσω πώς ακριβώς άρχισε ή έκμετάλλευση αύτή άπό τούς Παλαιότουρκους. Ή ύπόθεση δεν είναι χώρις χάρη καί χώρις κάποιο χιούμορ.
“Ο νυχτοφύλακας Άσμα -’Αλή Μπεκήρ, ό χαμάλης τού σιδηροδρομικού σταθμού τού «Έκσπρές · Όριάν» Μεμέτ, ο πυροσβέστης Άχμέτ, ο χασάπης Άκίφ κι’ ο πλανόδιος πωλητής Ίμ πραήμ, παρουσιάστηκαν στό αύλαρχεΐο τού Γιλδίζ (σκηνοθεσία) καί ζητούσαν επίμονα, νά ίδούν τό Σουλτάνο. Ό πασάς τής ημέρας τό άνάφερε στό μονάρχη. Κι’ ο «πολυχρονεμένος» — κοίτα εσύ λαέ, τί δημοκρατικός πού είναι ! — αφού έκανε τό «ναμάζι.»
του, τήν προσευχή του, βγήκε στό μεγάλο παράθυρο, πού βλέπε: στόν περίβολο τοϋ Γιλδίζ — θά ξαναμιλήσω γι’ αύτό — συντροφεμένος από τό στρατάρχη του Σεφκέτ πασά. Μόλις τόν είδαν οί άνθρωποι αύτοί του λαού φώναξαν:
— Πατισαχίμ τσόκ γιασά !. .. (Τοϋ Σουλτάνου πολλά τά* έτη).
Οί αύλικοί φρόντισαν νά βάλουν στό προαύλιο και τή μουσική τής αύτοκρατορικής φρουράς, πού τούς έπαιξε κι’ Εμβατήριο . . . Αύτό ήτανε τό καψούλι πού άναψε τή φωτιά.
Οί τουρκικές Εφημερίδες τό γράψανε. Καί δεν άργησαν νά ξεσηκωθούν οί ομάδες των φανατικών Μουσουλμάνων, ύποκινημένες από τούς χοτζάδες, τούς σοφτάδες καί τούς ούλεμάδες, νά περνούν κάτω από τό Γιλδίζ, νά θέλουν νά τόν ίδοϋν καί νά τόν «άναγκάζουν» νά βγαίνει στό παράθυρο. Δεν μπορούσα νά χάσω αύτό τό θέαμα. Έτρεξα στό Γιλδίζ νά παραστώ. Καί πέτυχα τή στιγμή, πού πέντε ως έξη χιλιάδες μουσουλμάνοι, από τή Σεβάστεια κι’ άλλους νομούς, είχανε φτάσει, κι’ είχανε συμπυκνωθεί από τό μέρος τής μεγάλης πόρτας, ή κάθε ομάδα μέ τόν οδηγό της, ένα χότζα ή σοφτά κι’ άνέμιζαν τις πράσινες, θρησκευτικές τους σημαίες, μέ τά διάφορα χρυσωμένα σκουληκάκια — ρητά του Κορανίου — καί «ντουράδες» καί μισοφέγγαρα.
Ήταν Απερίγραπτο αύτό τό πλήθος, μέ τις χωριάτικες φορεσιές, από ντόπια πανιά, τά φέσια, τά σαρίκια, τά φανταχτερά ταγάρια, μέ τά σκόρδα, τά κρεμμύδια καί τό μαύρο ψωμί, τά φλασκιά καί τά τουλουμάκια με τό νερό, μέ τά μπρούντζινα, πρωτόγονα πρόσωπα. . . Ίδρωμένοι, λασπωμένοι, βασανισμένοι, από τή λαύρα τοϋ καλοκαιριού, φώναζαν πώς θέλουν νά ίδοϋνε τό χαλίφη τους. Βαρειά όσμή άνθρωπίλας κι’ ιδρωτίλας γέμιζε τήν ατμόσφαιρα.
Ό Σουλτάνος βγήκε καμιά φορά στό παράθυρο. . . Ήτανε σωστή μούμια, φασκιωμένη στή μεγάλη στολή, μέ τόν περίχρυσο γιακά καί τό χρυσοκεντημένο στήθος ως κάτω κι’ όλα του τά παράσημα. Γερτός, καμπουριασμένος, σάν στραβοσουγιάς ή σκεβρωμένο στραβόξυλο, μορφή κατάχλωμη σάν πεθαμένου, σουρωμένη, άποστεωμένη, μέ δυό μάτια μικρά, πονηρά κι’ ανήσυχα σάν τοϋ φοβισμένου ζώου πού κοιτάζει από ποϋ θά φυλαχτεί, μιά μύτη με- γριπή, πού πήγαινε ν’ ανταμώσει τό σαγόνι, ένα στόμα μεγάλο, μέ χείλη παχειά, φιλήδονα καί πανιασμένα, κάτω από ενα λεπτό μισοφέγγαρο βαμμένου μουστακιού, όπως βαμμένο ήτανε καί τό αραιό γενάκι του, μέ μια βαφή κοκκινωπή, απαίσια. Καί πίσω του ήτανε στριμογμένη όλη ή αύτοκρατορική του ακολουθία, πνιγμένη στά χρυσά, μέ πρόσωπα, οι περισσότεροι, γουρλομάτικα κι’ άποπληχτικά. Τό πιό παράξενο απ’ όλα ήταν ότι ή μούμια μίλησε :
— Παιδιά μου — τούς είπε μέ φωνή ξεθωριασμένη σαν τή μορφή του — σας είδα κι’ εύχαριστήθηκα !
Αύτό ήταν όλο, πού μπόρεσε νά πει.. Ή μουσική άνάλαβε νά συνεχίσει μέ τον αύτοκρατορικό ύμνο καί τό πλήθος μέ τά «για- σασίν». Αύτό γίνονταν σχεδόν κάθε μέρα. Κι’ όταν πέρασε μιά μάζα από τρεις χιλιάδες Κούρδους, τό πράμα δέν ήτανε τόσο απλό. Ή διαδήλωσή τους πήρε τροπή καθαρά άντινεοτούρκικη. Άλλ’ όσα γίνηκαν στην Άδριανούπολη, την παλιά εύρωπαϊκή πρωτεύουσα τής Τουρκίας, δέν ήτανε καθόλου αστεία. Πέσανε κάτω κορμιά. Οί Παλαιότουρκοι κι’ όλα τ’ αντιδραστικά στοιχεία είχανε διαβάσει έκει, ότι τό Νεοτούρκικο κομιτάτο θανάτωσε τό Σουλτάνο. Οί χοτζάδες κι’ οί σοφτάδες χύθηκαν ανάμεσα στούς στρατιώτες του Β’ Σώματος Στρατού, πού είχε την έδρα του έκει καί τούς ξεσήκωσαν. Τρεις χιλιάδες ρεντίφηδες άρπαξαν τά όπλα καί τις πράσινες σημαίες καί χωρίς αξιωματικούς, παρά μονάχα μέ τούς χοτζάδες, έτρεχαν στό σταθμό, νά μπούν στά τραίνα, νά’ρθούν στην Πόλη, νά βεβαιωθούν ότι ό Σουλτάνος ζεί. Τρεις Νεότουρκοι αξιωματικοί, πού πάσκισαν νά τούς συγκρατήσουν, σκοτώθηκαν στον τόπο. Μάταια ό αντιπρόσωπος τού Κομιτάτου ό στρατηγός – διοικητής τής φρουράς κι’ οί ανώτεροι αξιωματικοί βάλθηκαν νά τούς ήσυχάσουν. Τέλος αποφάσισαν νά στείλουν τηλεγράφημα στό Γιλδίζ. Καί μονάχα όταν πήγε αμέσως απάντηση, ότι ό Σουλτάνος ζεϊ, δέχτηκαν μιά συμβιβαστική λύση. Νά’ρθεϊ στην Πόλη μιά έπιτροπή από τρακόσους στρατιώτες νά ίδεί μέ τά μάτια της τόν Πατισάχ.
Τρεις αξιωματικοί άποφασίστηκε νά συνοδέψουν αύτή την περίεργη έπιτροπή. Ή Κυβέρνηση όμως, πού φοβήθηκε, πώς θά έρεθίζονταν οι Νεότουρκοι, στην Πόλη, όταν θά έφταναν οί τρακόσοι αύτοι, έστειλε τόν ίδιο τον ύπουργό των Στρατιωτικών μ’ έναν ύπασπιστή του Σουλτάνου, σταμάτησαν τό τραίνο, πού πήγαινε στόν “Αγιο Στέφανο κι’ από κει μέ τό βαπόρι τούς πήγανε στό Μπεσίχτασι. Ό Σουλτάνος,, άμα φτάσανε στό Γιλδίζ, πρόσταζε νά τούς δόσουν πλούσιο γεύμα, στόν περίβολο του Χαμηδιέ τζαμιού. Μετά τό φαί παρατάχτηκαν μπροστά στό παλάτι. Ό Σουλτάνος βγήκε στό παράθυρο, φώναξε τόν Καδρή έφέντη, έναν από τούς συνοδούς αξιωματικούς, νά ζυγώσει καί του είπε, γιά νά τά μεταδόσει στούς στρατιώτες :
— Σάς είδα όλους κι’ εύχαριστήθηκα. Χαιρετώ τά παιδιά μου, τούς στρατιώτες μου. Σάς διατάσσω νά φέρετε τά σελάμια μου (χαιρετισμούς) στούς άλλους συνάδερφούς σας.
Ή μουσική έπαιξε, κατά τά συνηθισμένα, τόν αύτοκρατορικό ύμνο κι’ ή έπιτροπή έφυγε τήν ίδια νύχτα, γιά την Άνδιανούπολη. Κι’ αύτά γίνονταν, πρέπει νά σημειώσω, τήν ίδια μέρα, πού ή δεύτερη τούρκικη μεραρχία έδινε, μέ πομπή καί παράταξη, τόν όρκο στό Σύνταγμα, μπροστά στό Σεφκέτ πασά, τό Ριφάτ πασά καί πέντε αντιπροσώπους του Νεοτούρκικου κομιτάτου. Πώς νά προσανατολιστεί κανένας, σ’ αύτή τή σαλάτα ; … νΑλλο φαινόμενο, ανησυχητικό καί χαραχτηριστικό, ήταν αύτά, πού παρατηρήθηκε στά σουλτανικά προσκυνήματα. Ή τελετή αύτή, πού ό Σουλτάνος έβγαινε από τό Γιλδίζ νά πάει στό γειτονικό αύτοκρατορικό τζαμί, νά προσκυνήσει γινότανε μιά φορά τή βδομάδα, έπί τά τόσα’χρόνια τής αύτοκρατορίας του. Καί δεν ύπήρχε Τούρκος, πού νά μήν είχε παρακολουθήσει αύτή τήν ασιατική πομπή, πού δεν ξέπεσε ποτέ από τή μνήμη μου. νΗτανε κάτι πολύ συνηθισμένο πιά, σάν τή δική μας αλλαγή τής άναχτορικής φρουράς. Κι’ όπως μούλεγαν, δέν τήν παρακολουθούσαν παρά πολύ λίγοι ντόπιοι κι’ οί ξένοι περιηγητές.
’Αλλά τώρα είχε πάρει όλη τήν παλιά της λαμπρότητα. *Όταν πήγα νά τήν παρακολουθήσω μιά πραγματική πλημμύρα λαού βούιζε γύρω από τό Γιλδίζ κι’ ή αστυνομία δύσκολα συγκρατούσε τόν κόσμο πίσω από τήν παραταγμένη αύτοκρατορική φρουρά. Ή έξοδο των πασάδων τής Αύλής, σ’ατέλειωτη φάλαγγα σέ διπλούς στίχους, τί πανδαισία γιά ένα γελοιογραφικό κραγιόνι ! Κοιλαράδες οί περισσότεροι, βαρείς, δυσκίνητοι, φορτωμένοι χρυσάφια, μέ μορφές ακατέργαστες, στερημένες από κάθε πνευματική έκφραση, μοιάζανε μέ κομπάρσους θεάτρου, μασκαρεμένους σ’ αύλικούς. ’Αλλά τό θέαμα των σουλτανικών χαρεμιών, τής βαλιδέ σουλτάνας καί των πριγκιπισσών, μέσα στα κομψότατα, κατάστιλπνα κουπέ τους, ταπετσαρισμένα μέ άλικο ατλάζι, σαν τό τριαντάφυλλο, τό «σκάρλετ», ήταν αληθινόν όνειρο. Πίσω ακολουθούσε ο πολεμικός ίππος τού Σουλτάνου. Χρυσά χαλινάρια, χρυσοί αναβολείς καί χρυσοποίκιλτη σέλλα. Καί μέ τί καμάρι περπατούσε, άνεμοκυκλοποδίζοντας — γιά νά θυμηθώ τή θαυμαστή λέξη τού « Έρωτόκριτου» — μέ τή χαίτη άνεμιστή, τούς γλουτούς γυαλιστερούς, σάν να τούς είχαν λουστράρει μέ βερνίκι καί τήν ούρά του από ξανθό μετάξι. Καί μέ ποιο καμάρι τόν έσερνε ό κολοσσιαίος άράπης, ο σουλτανικός σεΐζης.
Πίσω από αύτά όλα ό Άβδούλ Χαμίτ Χάν, μέσα σ’ ένα λαμπρό φαέθοντα, μέ βαθυπράσινη ταπετσαρία, ήταν ή πιό οίχτρή έμφάνιση μονάρχη, πού θά μπορούσε νά φανταστεί κανένας. Στο παράθυρο του Γιλδίζ, μέσα στήν κορνίζα των πρεβαζιών, κάτι διορθωνότανε τό πράμα. ’Εδώ, στήν άμαξα όμως, κάτω από τό φως τού αδυσώπητου ήλιου τής ’Ανατολής, ή μούμια είχε παραγίνει. Ήτανε σπασμένος, διπλωμένος στα δύο, μέσοκομμένος από τις καταχρήσεις τού χαρεμιού, μέ τό κεφάλι παρά λίγο φτασμένο στά γόνατά του. Τά βαμμένα του μαλλιά, τό μουστάκι, τό γενάκι κοκκίνιζαν ακόμα περισσότερο στον ήλιο καί τόνιζαν άμείλιχτα τήν τσιφούτικη μορφή Εβραίου τοκογλύφου, δραπέτη τραγωδίας. ’Ιαχές ατελείωτες αποθέωναν αύτό τό κουρέλι.
— Πατισαχίμ τσόκ γιασά !. . .
Τ’ άλογα, κατάμαυρα, τά κρατούσαν από τό χαλινάρι πανύψηλοι, μαύροι εύνούχοι μ’ άσπρα γάντια. Οί ομορφιές τού σουλτανικού χαρεμιού, δεν ήτανε καθόλου μπαμπουλωμένες, όπως οι άλλες χανούμισσες. Οί φερετζέδες τους, από μουσελίνα λευκή, άφηναν νά φαίνουνται τ’ αβρά πρόσωπα μέ τά γραμμένα φρύδια, τ’ αμυγδαλωτά μάτια καί τά φλογάτα χείλη. Κι’ ήτανε, μέσα στά γυαλιστερά κουπέ τους και τ’ ατλάζια τής ταπετσαρίας, σάν βαρύτιμα κοσμήματα σε κουτιά πολυτέλειας.
Μέσα στη βοή αύτή του παλαιτουρκισμού (όλη ή αντίδραση είχε μαζευτεί έκεί) σκεφτόμουνα, χωρίς νά θέλω, τις λάσπες, τά σκυλιά, τά θλιβερά σπιτάκια τής Σταμπούλ, τό πλαίσιο τής ασιατικής αύτής φαντασμαγορίας. Καί, προ πάντων, συλλογιζόμουνα τούς Νεότουρκους, πού είχανε πάρει απάνω τους τό παράτολμο έργο νά άντιμετρηθοϋν μ’ αύτό τόν κόσμο. Γιατί μέσα σ’ αύτό τό πλήθος, πού ούρλιαζε γύρω από τό αύτοκρατορικό άμάξι, δεν ήτανε μονάχα οί φανατικοί Μουσουλμάνοι πού χαιρετούσαν τό θρησκευτικό αρχηγό τους. Ήτανε καί τά συμφέροντα χιλιάδων άνθρώπων, πού ή μεταπολίτευση πετούσε στούς δρόμους. ’Επάνω σ’ όλα αύτά υπολόγιζε ή αύτοκρατορική κλίκα για νά συμβουλεύει στό Σουλτάνο την παθητική αντίσταση στά αιτήματα τού Κομιτάτου.
Ή πρώτη δοκιμή τού Σουλτάνου έγινε μέ τόν καταρτισμό τού μετεπαναστατικού υπουργείου. Ό Μέγας Βεζύρης Σαΐτ πασάς κάθε άλλο ήτανε παρά φίλος τού Κομιτάτου. Τόν θεωρούσαν από τούς πιο ύποπτους. Τόν υπουργό των Ναυτικών Χασάν πασά δέν τόν ήθελαν καθόλου. Καί μέ τό δίκιο τους. *Όλες οί τουρκικές έφημερίδες τόν λέγανε καρά κλέφτη: «Κάθε μέρα — γράφανε — κάνει κατάθεση στις Τράπεζες έκατοντάδες λίρες». Κι’ ή λίρα ή τότε δέν ήταν ή σημερινή.. Άλλ’ αύτό, πού είχε δαιμονίσει τούς Νεότουρκους ήταν ή παρουσία στήν Κυβέρνηση τού Τουρχάν πασά, ένός γνωστού καί φανατικού παλαιότουρκου. Τέλος δέ μπορούσαν νά ύποφέρουν τήν παρουσία τού Ρετζίπ πασά στό ύπουργείο των Οικονομικών. Είχε χρηματίσει ύφυπουργός στό ίδιο ύπουργείο. Καί δέν είχε βγει από τό υπούργημα μέ καθαρά τά χέρια. Έτσι, ένώ οί Νεότουρκοι είχανε γυρέψει μιά Κυβέρνηση από αγνά καί καινούργια πρόσωπα, ό Σουλτάνος τούς έδιδε μιά Κυβέρνηση από παλαιότουρκους καί καταχραστές. Κι’ ένόμισε, ότι τούς κάνει μεγάλη παραχώρηση, άν, μέσα σ’ όλους αύτούς, έβαζε κι’ ένα Νεότουρκο, τό Χακή μπέη, καθηγητή του Πανεπιστημίου, άνθρωπο μέ μεγάλη μόρφωση καί πολύν ένθουσιασμό. Καί τόν έβαζε, φυσικά, στό υπουργείο Παιδείας, ένώ τό Κομιτάτο, ήθελε τούς ανθρώπους του στα πολεμικά ύπουργεϊα. Άλλα δέν ήταν αύτό ή μοναχή αντίδραση του Σουλτάνου. Παρουσίασε κι’ άλλες, πού έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουν καί νά σαρώσουν οί Νεότουρκοι.
Ή έπίθεση έναντίον του ύπουργείου του Σαΐτ πασά είχε αρχίσει με την έντονη έφοδο κατά τού ύπουργοϋ των Ναυτικών Χασάν πασά. Είδαμε στη συνομιλία μέ τόν Έμβέρ μπέη, ότι ο πασάς αύτός, — τύπος αχρείου παλαιότουρκου — πίστεψε ότι θά μπορούσε νά μαλάξει καί νά πάρει μέ τό μέρος του τούς αξιωματικούς ένός πολεμικού, πού ήταν αραγμένο στη Θεσσαλονίκη, άν τούς προβίβαζε όλους μαζί, παραβαίνοντας κάθε νόμο, γιατί σειρά νά προβιβαστοϋν είχαν άλλοι, αρχαιότεροι* κι’ ότι οι αξιωματικοί αύτοί, όλοι νεότουρκοι, όχι μόνο δέν δέχτηκαν τόν παράνομο αύτό προβιβασμό, αλλά κι’ ότι αξίωσαν από τόν υπουργό νά παραιτηθεί. Περνούσαν όμως μέρες κι’ ό Χασάν πασάς έμενε στη θέση του. Τότε τό Κομιτάτο έστειλε από τή Θεσσαλονίκη τούς Τζεμάλ, Νετζίπ, Τζαβίτ καί Χουσειν μπέηδες, νά ίδούν τό Σουλτάνο καί τό Μεγάλο Βεζύρη καί νά μιλήσουν έξω από τά δόντια.
’Αλλά ή υπόθεση αύτή δέν ήτανε τόσο απλή. Πίσω από την παύση στεκότανε κατακόρυφο ένα σπουδαίο ζήτημα αρχής. Ό Σουλτάνος κι’ ή καμαρίλα των παλαιότουρκων, στην παθητική αντίσταση πούφερναν κατά τής έφαρμογής του Συντάγματος, έννοούσαν νά φυλάξουν όσα μπορούσαν περισσότερα δικαιώματα στό μονάρχη. Τό πρώτο σημείο τής ταχτικής αύτής φάνηκε όχι μόνο στή μεγάλη καθυστέρηση τού έκλογικού νόμου — όλο άνάβαλαν αύτό τό διάταγμα — αλλά καί στον τρόπο πού τό είχανε συντάξει. Γιά ώρισμένες περιφέρειες, όπου ό παλαιοτουρκισμός είχε δύναμη, τό διάταγμα είχε προνομιακή διαδικασία, ένώ άλλα διαμερίσματα, όπου ό νεοτουρκισμός ήτανε πιό δυνατός, έπαιρναν μειονεχτική θέση. ’Αλλά κι’ ή ίδια ή σουλτανική έπικύρωση τού συνταγματικού χάρτη, πριν ακόμα γεννηθεί, τό ζήτημα του έκλογικού νόμου, είχε καθυστερήσει.
Οί νεότουρκοι, όταν είδαν αύτή την ταχτική, έστειλαν, από τή Θεσσαλονίκη, τηλεγράφημα στο Σουλτάνο και γύρευαν νά έπικυρώθεϊ καί νά έφαρμοστει τό Σύνταγμα κι’ ή ύποπτη Κυβέρνηση νά δόσει τή θέση της σ’ άλλη μέ περισσότερες έγγυήσεις γιά τις άγνές της προθέσεις: «Μεγαλειότατε — τούλεγαν στό τηλεγράφημα — επιθυμούμε νά προβήτε στην άμεση έφαρμογή τού Συντάγματος, πού παραχωρήσατε σ’ όλους τούς ύπηκόους σας χωρίς έξαίρεση (υπαινιγμός στις διακρίσεις τού έκλογικού νόμου) μέ αύτοκρατορικό διάταγμα, γιά νά προλάβετε την αλλοίωση τής πίστης καί τής υποταγής, πού τρέφομε σέ σάς. ’Εάν μέχρι τής Κυριακής (τριών ήμερων προθεσμία) δεν έκδοθει το αύτοκρατορικό διάταγμα, γιά τήν έναρξη τής λειτουργίας τού Συνταγματικού χάρτη, είναι φανερό ότι θά γίνουν πράματα, πού θ’ αντιβαίνουν στή θέληση τής Ύμετέρας Μεγαλειότητας. Και προς αύτό (τά μέτρα τού έξαναγκασμού) όλοι οι πολιτικοί ύπάλληλοι, όλοι οι αξιωματικοί κάθε βαθμού, όλοι οί στρατιώτες, μ’ ένα λόγο τό Έθνος ολάκερο, ανεξάρτητα από φυλή καί θρήσκευμα καί κοινωνική τάξη είναι ύπόλογοι καί δεσμευμένοι ένώπιον τού Θεού».
Μ’ όλες αύτές τις φοβέρες, ότι τό Έθνος θά ένεργήσει σύμφωνα μέ τον επαναστατικόν όρκο, πού έχει δόσει, ό Σουλτάνος δεν άφησε τήν παθητική του αντίσταση. Έβγαλε μέν τό αύτοκρατορικό διάταγμα, πού έπικύρωνε κι’ έβαζε σ’ εφαρμογή τό Σύνταγμα, καί σύγχρονα τό παραβίαζε. Γιατί, παρά ρητό άρθρο τού Συνταγματικού Χάρτη, ό Σουλτάνος κράταγε γιά τον έαυτό του τό δικαίωμα νά διορίζει τό Μεγάλο Βεζύρη, τό Σέϊχούλ Ίσλάμη (τόν αρχηγό τής Τουρκικής ’Εκκλησίας) καί τούς ύπουργούς τών Στρατιωτικών καί τών Ναυτικών. Μ’ άλλα λόγια καταργούσε τό Σύνταγμα πού έπικύρωνε. ‘Όσο έβλεπε τά φαινόμενα τού θρησκευτικού φανατισμού, πού μίλησα παραπάνω καί τήν αντίδραση τού παλαιοτουρκισμου, δεν έννοούσε ν’ αφήσει τήν παθητική αντίσταση. Μέ βάση τά δικαιώματα πού είχε κρατήσει για τόν έαυτό του έδιωξε μέν τήν Κυβέρνηση πού δεν άρεσε στούς νεότουρκους, αλλά είχε διορίσει, χωρίς νά ρωτήσει κανένα, τό Μεγάλο Βεζύρη τού νέου υπουργείου — τό Σαΐτ πασά — τό Σεϊχούλ. Ίσλάμη, τόν ύπουργό των Στρατιωτικών κι’ αύτόν τέλος τον έξαιρετικά ανεπιθύμητο ύπουργό των Ναυτικών Χασάν πασά.
Οι νεοτούρκικες έφημερίδες είχανε κηρύξει αμέσως άγριο πόλεμο κατά τού νέου υπουργείου. Κατηγορούσαν βιαιότατα τό Σαΐτ πασά, ότι αύτός είχε μαγερέψει αύτή την αντισυνταγματική Κυβέρνηση κι’ ότι αδιάντροπα είχε δεχτεί την πρωθυπουργία. Ήταν όμως τέτοιο τό θράσος τοϋ Μεγάλου Βεζύρη, πού φοβέρισε τον άρθφογράφο τής «Γκαζέτας», πού τον χτυπούσε αλύπητα, ότι θά τόν στείλει στο κακουργιοδικεϊο, νά δόσει λόγο καί νά σωφρονιστεί. Αύτός, όμως, στο άρθφο τής άλλης μέρας είχε αύτές τις σημαντικές φράσεις : «Τι θέλετε ;.. . Θέλετε βιαιότητες ; . . . Θά τις έχετε, λοιπόν, κι’ αύτές ! .,.»
Μέσα σ’ αύτή τήν ατμόσφαιρα έφτασε ή ’Επιτροπή από τή Θεσσαλονίκη ν’ απαιτήσει τήν παραίτηση τοϋ υπουργού τών Ναυτικών σάν μιά πρώτη άρχή γιά τή διάλυση τοϋ αντισυνταγματικού ύπουργείου* Έπήγε ολόϊσα στό Γιλδίζ κι’ έγινε αμέσως δεχτή από τό Σουλτάνο. Ή θέση του ήτανε πολύ δύσκολη : Νά πάψει αύτόν τόν υπουργό σήμαινε νά παραιτηθεί από τό δικαίωμα πού είχε κρατήσει γιά τόν έαυτό του νά τόν διορίζει. Έκαμε πολλές περιποιήσεις στήν Επιτροπή καί τή χόρτασε μέ γλυκά λόγια. ’Αλλά στήν ούσία φάνηκε αλύγιστος. Ούτε ν’ ακούσει δέν ήθελε γιά παραίτηση από τά δικαιώματά του. Δέν τοϋ έρχότανε διόλου νά παύσει νά είναι αύτοκράτορας γιά νά γίνει συνταγματικός βασιλιάς. Τήν ίδια καί χειρότερη στάση βρήκαν στό Σαΐτ-πασά. Τέσσερες ώρες συζητούσαν χωρίς νά καταλήξουν σέ συμπέρασμα. Έφυγαν τρίζοντας τά δόντια.
Πρέπει νά σημειώσω έδώ, γιά νά γίνει τέλεια νοητή αύτή ή στάση τοϋ Σουλτάνου και τοϋ Μεγάλου Βεζύρη ότι, έκτός από τις διαδηλώσεις τοϋ λαϊκού φανατισμού είχανε καί τήν πληροφορία — κι’ ήτανε σωστή — ό,τι μέσα στό Νεοτούρκικο Κομιτάτο, υπήρχε μιά σοβαρή μερίδα, πού δέν ήθελε τά βίαια μέτρα. Υπολόγιζαν, λοιπόν και σ’ αύτό, σέ μιά πιθανή διαίρεση. ’Αλλά γελάστηκαν, ως τό τέλος, ως ποιό σημείο ύπήρχε ή διαφορά γνωμών κι’ άν αύτή θά οδηγούσε ποτέ σέ διάσπαση .”Οπως κι’ άν είναι ή ’Επιτροπή, μόλις βγήκε από τό παλάτι κι’ από τό γραφείο του πρωθυπουργού κάλεσε τούς αξιωματικούς τού ναυτικού καί τούς έκανε γνωστή τήν αποτυχία των ένεργειών της. “Ολοι τότε, μέ τις στολές τους κι’ έν σώματι — κι’ ήταν αριθμός έπιβλητικός, δυο χιλιάδες, κατέβηκαν στό δρόμο έξαγριωμένοι. Δέν έχω ξαναϊδεί στή ζωή μου τέτοια διαδήλωση. “Ανθρωποι έξαλλοι, μανιασμένοι, μέ τά μάτια γουρλωμένα, μέ τις γροθιές ψηλά, πέρασαν από τό ύπουργείο των Ναυτικών κι’ από τό Γιλδίζ ξεφωνίζοντας καί φοβερίζοντας τά έσχατα.
Μερικοί ναύτες, άφοσιωμένοι στόν υπουργό φύλαγαν, μέ μορφές πανιασμένες, στήν πόρτα. “Οσο περνούσαν οί αξιωματικοί, δέν κουνήθηκαν καί δέν φανέρωσαν τίποτα. Μόλις όμως πέρασε ή διαδήλωση τραβήξανε τά μαχαίρια, όρμησαν κατά τού αθώου κοσμάκη κι’ άρχισαν νά μοιράζουν μαχαιριές, σάν τρελοί, χωρίς καμιά διάκριση. Τό αίμα άρχισε νά τρέχει, τά μαγαζιά νά κλείνουν… Ταμπουρώθηκα σέ μιά γωνιά, νά ίδώ πού θά τέλειωνε τό μακελειό. Οί λαβωμένοι βογγούσαν, πεσμένοι στό δρόμο μ’ ανοιχτές πληγές. Κανένας δέν κοίταγε νά τούς σηκώσει. «Όλοι τρέχανε νά φύγουν. Δυό αξιωματικοί φτάσανε :
— Πού πάτε ;… Φώναξαν στό φοβισμένο πλήθος. Είσαστε λεύτεροι πολίτες, σάς χτυπούν, απαντήστε, ριχτήτε τους, σκοτώστε τους.
Καί ρίχτηκαν στούς φονιάδες. Τό πλήθος πήρε θάρρος, πύκνωσε γύρω τους, έσφιξε τον κλοιό, τούς πήρε τά μαχαίρια καί μέ τά ίδια τούς κρεούργησε καί τούς άφηκε, στόν τόπο, κουρέλια σαρκών, νά τούς πάρουν τά φορεία. Ή έπανάσταση, στό τέλος, τό μάτωνε.. Κατά περίεργη σύμπτωση, τήν ίδια μέρα, στήν Προύσα, ο άρχιχαφιές τού Σουλτάνου, ο διευθυντής τής αστυνομίας Φεχίμ- πασάς, τύπος τυραννικού καί σκληρού δολοπλόκου, πού είχε μαυρίσει καρδιές, πλήρωσε τις άμαρτίες του, μέ παραδειγματική τιμωρία. Είχε καταφύγει έκεί μεταμφιεσμένος σέ χανούμισσα καί κρυβότανε σ’ ένα σπίτι παλαιότουρκου. Τά λαγωνικά του Κομιτάτου τον ανακάλυψαν, τον ρίξανε στη φυλακή. Την άλλη μέρα οργάνωσαν τά λυντσάρισμά του. ‘Ομάδες, άρματωμένες μέ μαχαίρια, παραβίασαν τις φυλακές, χωρίς ή φρουρά νά μπορέσει νά τις κρατήσει — ή αλήθεια είναι, οτι δεν έκανε καί μεγάλη προσπάθεια —- τον πήραν καί τόν κρεούργησαν στο δρόμο.
Παρακάτω ακολουθεί ο πρόλογος του βιβλίου:
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΠΡΟΛΟΓΟ
ΤΙ είναι τό βιβλίο αύτό πού προσφέρουμε σήμερα; ’Απομνημονεύματα ή αύτοβιογραφία; Ούτε τό ένα ούτε τό άλλο. Γράφουν Απομνημονεύματα όσοι ατενίζουν πρός τά πίσω, γιατί έχουν παύσει νά βλέπουν μπροστά. Δεν είναι ή περίπτωσή μου. “Οσο για τις αύτοβιογραφίες, μυρίζουν φιλαρέσκεια. Και αύτή δεν μου πάει: Εύχαριστημένος δεν ήμουν ποτέ από τόν έαυτό μου, στόν καθρέφτη δεν τόν είδα μέ χαμόγελο έπιδοκιμασίας. Καί μέχρι τάφου θ’ αγωνίζομαι για κάτι καλύτερο.
Τι είναι, λοιπόν, αύτό τό βιβλίο; Σελίδες πείρας μισού αιώνα ενός ανθρώπου πού ή δουλειά του τόν έφερε πολύ κοντά στά κυριώτερα περιστατικά και τά έπιφανέστερα πρόσωπα μιάς μεγάλης περιόδου τής νεώτερης έθνικής μας ζωής καί μπορεί νά παρουσιάσει κάποιες εικόνες, έντυπώσεις καί στοχασμούς, ίσως όχι χωρίς χρησιμότητα γιά τούς άλλους. Ή μνήμη τρέφει τό πνεύμα τού Ατόμου, ή ‘Ιστορία τό πνεύμα των λαών. Καί, από τή μεγάλη καί την έπίσημη, πολύ περισσότερο, ή μικρή — αύτή, πού παρουσιάζει τά περιστατικά στην καθημερινή τους οικειότητα καί τή ζωντανή ατμόσφαιρα τους.
Αύτές οί σελίδες πού δεν είναι αφήγηση αδιάπτωτης χρονολογικής συνέχειας — είπαμε δεν γράφω απομνημονεύματα, ούτε αύτοβιογραφία — Αλλά κρατούν μιά γενικώτερη έννοια διαδοχής, είναι κομμένες, έδώ κι’ έκεί, κατά τήν έκφραστική τους αξία: Είναι «τεμάχη πραγματικότητας» όπως τήν έχω ζήσει, πού προβάλλουν αστόλιστα καί αύτόκλητα, μ’ όλο τόν παλμό τής αμεσότητας καί τής αλήθειας καμιά φορά καί πρωθύστερα κατά τή δύναμη, πού είναι γραμμένα στη μνήμη μου. Αύτά τά λίγα είχα νά πω. Είναι σαχλά καί ύποπτα, τις περισσότερες φορές, τά βιβλία πού χρειάζονται μακρούς προλόγους, Τά τελευταία πενήντα χρόνια είναι ίσως από τά σπουδαιότερα τής αιωνόβιας έλληνικής ιστορίας. Τό έθνος, μόλις τίναξε άπό πάνω του μ’ άγώνες ύπεράνθρωπους, τό ζυγό βαρείας τυρανίας, μπόρει, μέσα σ’αύτό τό μικρό διάστημα νά πραγματοποιήσει άθλους απίστευτους. Ν’ απελευθερώσει όλους σχεδόν τούς σκλαβωμένους πληθυσμούς του, νά πετύχει δηλαδή, σ’ ένα μεγάλο ποσοστό, τις διεκδικήσεις του καί νά πιάσει μιά θέση σοβαρά ύπολογίσιμη όχι μόνο στην ανατολική λεκάνη τής ’’Ασπρης Θάλασσας, αλλά καί στό μεγάλο παιχνίδι των παγκόσμιων Δυνάμεων.
Μακάρι αύτό τό βιβλίο νά χρησιμεύσει, έστω καί στό ελάχιστο, στη συνειδητοποίηση των αρετών, άλλά καί των έλαττωμάτων τού ελληνικού λαού.