Ποιος ήταν ο Δράμαλης;
Ο σερασκέρης Μαχμούτ πασάς, ο λεγόμενος Δράμαλης, ήταν από τούς επιφανείς τής αυτοκρατορίας’ πλούσιος από μεγάλο γένος, γνωστός για τήν παληκαριά του’ απάνω στ’ άνθος τής άντρίκιας ακμής, (όμορφος, μεγαλόπρεπος. Μέτριος στρατηγός, καθόλου διοικητής’ άβουλος κ’ όμως ιδιότροπος χανόταν σε μικρολογίες’ στις μεγάλες περιστάσεις δειχνόταν μπόσικος. Τέλος, αν και πλούσιος, δεν ήταν ανώτερος από τά λεπτά. Γεννημένος μπέης ακολούθησε τό στρατιωτικό στάδιο’ ευνοούμενος τής μάννας τοΰ σουλτάνου είχε ανεβεί με τήν υποστήριξή της. Πολεμώντας μέ τούς ορεινούς τής Θράκης είχε κάποιες επιτυχίες πού τοΰ ασφάλισαν τή θέση τοΰ «Ναζίρη» — διοικητή στρατιωτικοΰ —- τής Δράμας και τον τίτλο τοΰ πασά πρώτης σειράς. Οι ‘Έλληνες γνώρισαν για πρώτη φορά τι πράμα ήταν, άμα πέρασε απ’ τή Λάρισσα μέ δυο χιλιάδες σπαήδες. Άγιάννηδες κ’ ασκέρι τής Μακεδονίας, νά πάει κ’ αυτός νά χτυπήσει τον Άλή πασά, στά Γιάννινα, μαζί μέ τον Πασόμπεη καΙ τούς άλλους : Είχε φερθεί πολύ άσκημα καί στούς προεστούς καί στούς αρματολούς του Όλυμπου καί τοΰ ΙΙηλίου καί τούς ιερωμένους.
—Πώς τολμάτε, άπιστοι ραγιάδες — είχε πει στούς αρματολούς πού κατέβηκαν νά τον προσκυνήσουν — νά παρουσιάζεστε αρματωμένοι μπροστά σ’ ένα τοϋρκο πασά ; Έπρεπε νά ’ρθήτε στό φοβερό κατώφλι τοϋ σαραγιού μου με στεφάνι από ιτιά στό λαιμό και μπαμπακερό σκουφί στό κεφάλι, σημάδια τής δουλείας σας. Χαθήτε από μπροστά μου’ και νά μή σας ξαναϊδώ πιά παρά σά ραγιάδες.
Και στους ιερωμένους των Ελλήνων είχε πει :
— Παπάδες του Χρίστου, πέρασα πολιτείες καί χωριά πολλά’ είδα πλήθος εκκλησίες και μοναστήρια φρεσκοχτισμένα’ δεΐχτε μου τά φερμάνια πού σάς δόσαν αυτό τό δικαίωμα.
— ’Έχουμε μπουγιουρντιά τοΰ Άλή πασά, τοϋ είχαν άποκριθεΐ.
— Ό Άλής, φώναξε ό Δράμαλης, ούτε καλίφης είναι, ούτε σουλτάνος, αλλά Κάφρος, όπως εσείς. Τις εκκλησίες και τά μοναστήρια σας θά τά γκρεμίσω άπ’ τά θεμέλια.
Και γιά νά μή βάλει σέ πράξη τη φοβέρα του οί χριστιανοί άδειασαν τά κεμέρια τους στη σακκοϋλα του. Ό Δράμαλης εϊχε πολεμήσει στά Γιάννινα, ένας από τούς στρατηγούς τοϋ Χουρσίτ. “Οταν κατάστρεψαν τον Άλή πασά είχε γυρίσει στη Λάρισσα, διοικητής της. Είχε πνίξει στό αίμα, τό Μάη τούτης τής χρονιάς, με τη βοήθεια τοϋ Μελέκ πασά, τήν επανάσταση τοϋ Πηλίου. Είχε πολεμήσει κ’ υποτάξει στ’ Άγραφα τό Σταμούλη Γάτσο κ’ είχε καταβάλει τό κίνημα τοΰ Άσπροποτάμου. Τώρα τον είχαν διορίσει βαλή τοϋ Μωριά, διάδοχο τοϋ Κιοσέ Μεχμέτ πασά. Μά γιά νά τον κυβερνήσει έπρεπε πρώτα νά τον υποτάξει. Τον πρόσταξαν, λοιπόν, νά κάμει τήν εκστρατεία. Ό διπλός διορισμός, βεζύρη τοϋ Μωριά καί στρατάρχη, τοϋ γύρισε τά μυαλά.
Τοϋ είχαν ετοιμάσει τό σκέδιο τής εκστρατείας’ φεύγοντας έδοσε ύπόσκεση νά υποτάξει τό Μωριά σέ δυο μήνες. Είχε
κοντά του επιτελείο από πασάδες: Το Μαχμούτ Χασάν Ζίχναλη πασά,ύπαρχηγό. Τον ΤοπάλΆλή πασά, πρώην μεγάλο βεζύρη’ τον Έρήπ Άχμέτ πασά, πρώην υπουργό τώνΈσωτερικών τό Χασάν πασά Κασάμπαση’τόν Τσαρκατσή Άλή πασά’ τό ΔελήΆχμέτ Δελήμπαση’ τόνΆλή πασά, τον πρώην Άλήμπεη τοϋ ’Άργους, πούχε προβιβαστεΐ στα Γιάννινα κ’ εϊχε γίνει πασάς’ ακολουθούσε τέλος κ’ ο Γιουσούφ πασάς των Σερρών. Έχτός άπ’ τούς πασάδες τούτους ενώθηκαν στη στρατιά τοϋ Δράμαλη κ’ οΐ δερεμπέηδες όλοι τής Μακεδονίας, τής Θράκης και τής Θεσσαλίας, όπως ο Έμιν αγάς Κιουπρουλής, ο Μεχμέτμπεης από τήν Καστόρια, ο Έμιν μπέης από τήν Ξάνθη, ο Γιουσούφ μπέης από τό Νευροκόπι. Άπό τά 1715, όταν ο περιβόητος μεγάλος βεζύρης Άλή Κουρμουτζής είχε πάρει άπό τούς Βενετσιάνους τό Μωριά, ποτέ άλλοτε ή Ελλάδα δέν εΐχε ιδεΐ εχθρικό στρατό μέ τέτοια δύναμη, πολυτέλεια και πομπή, νά πατεΐ τά χώματά της, σάν τό σώμα πού διοικούσε ο Δράμαλης. Πενήντα χρόνια πριν τού εικοσιένα καί πενήντα χρόνια μετά ή Τουρκιά σέ κανέναν πόλεμο δέν εΐχε παρατάξει παραπάνω άπό εκατό χιλιάδες άντρες. Κ’έστελνε τώρα κατά τού Μωριά τό τρίτο άπό τήν όλη πολεμική δύναμή της. Άπό τριάντα χιλιάδες, πεζούς και καβαλλαρέους, ήταν ή στρατιά τούτη τού Δράμαλη’ καί χώρια τό πυροβολικό. Δεκαπέντε μέ είκοσι χιλιάδες ήταν τά πολεμικά της άλογα’ χιλιάδες τά μεταγωγικά καί πεντακόσες γκαμήλες μ’ άποσκευές άκολουθούσαν τη φάλαγγα κ’ ή φήμη τη μεγάλωνε άκόμα περσότερο. Σάν τεράστιο κοπάδι άπό ταύρους μούγκριζε, καθώς χύθηκε στην Ανατολικήν Ελλάδα, τό επιβλητικό τούτο σώμα καί σήκωνε τή σκόνη, σύγνεφα πελώρια. Μπροστά πήγαιναν πλήθη ντερβίσηδες, εμίρηδες κ’ άλλοι ιερωμένοι, φανατικοί κ’ έξαλλοι, άλαλάζοντας. ’Άλλοι πάλι ψέλναν θρησκευτικούς ψαλμούς. Τούμπανά ζουρνάδες, σουραύλια, κ’ άλλα όργανα ερχόντουσαν ύστερα μέ δαιμονισμένο βουητό.Οι άταχτοι τραγουδούσαν και ντουφεκοΰσαν για γλέντι. Ακολουθούσαν πλήθος υπάλληλοι κ άστρολόγοι καί μάγοι και σαλτιμπάγκοι, σαράφηδες, σιδεράδες, τροφοδότες; μικρέμποροι καπνού, σείζηδες, ύπερέτες, δήμιοι μέ παλούκια, τσιγκέλια και σκοινιά, τά ζωα μέ τά τσαντήρια; τυχοδιώχτες σκοτεινοί, ληστές ακόμα, ένας κόσμος ανατολίτικος; άπίθανος; γεμάτος χρώμα, βουή και φοβέρα. Τέλη τού ’Ιουνίου είχε ή στρατιά χυθεί στην ’Ανατολικήν Ελλάδα, χωρίς νά τήν ανησυχήσει κανένας. ’Ακράτητος χείμαρρος πλημμύρισε τή Βοιωτία, έκαψε τή Θήβα, έπιασε τή Χαλκίδα, προχώρησε στήν ’Αττική κ’άπό τά στενά τού Κιθαιρώνα πέρασε στά Μέγαρα. Είδαμε, ότι ανάμεσα Μεγάρων και Κορίνθου, στά περάσματα των Γερανίων, είχαν συστήσει στρατόπεδο οι κυβερνητικοί γιά νά φυλάει τό έμπα τού Μωριά. ’Ήταν ως έφτακόσοι στρατιώτες, Τριπολιτσώτες, ’Αργίτες και Κορίνθιοι μέ το Σέκερη καί τό Ρήγα Παλαμίδη’ και καμμιά δεκαπενταριά Μανιάτες μέ τον Τσαλαφατΐνο. Μ’ αυτούς έπρεπε νά είχαν ένωθεϊ κ’ άλλοι πολλοί. Μά οί κυβερνητικοί όσο πρόθυμα μαζεύονταν, αν ήταν νά χτυπήσουν τον Κολοκοτρώνη, τόσο δέ βιάζονταν τώρα πού μάθαιναν πώς είχαν νά πολεμήσουν μέ τούρκικες δυνάμεις και μάλιστα σοβαρές. Οΐ Δερβενοχωρίτες, όταν οί Τούρκοι κατέβαιναν από τή Θήβα, τρέξαν στούς αρχηγούς και τούς είπαν νά φύγουν, γιατί, τόσοι λίγοι, πού ήταν, δέ θά μπορούσαν ν’ άντιπαραταχθοΰν. ’Έφυγαν πραγματικά καί τραβούσαν γιά τήν Κόρινθο, μέ σκοπό νά κλειστούν στο κάστρο’ όταν φτάσαν σέ μιά θέση πού λέγεται Μυίγες κάθισαν ν’ αναπαυτούν λιγάκι και νά πάρουν μιά μπουκιά στο πόδι’ οΐ στρατιώτες πήγαιναν μπροστά. Ό Σέκερης έστειλε αξιωματικό νά τούς κρατήσει, για νά παν όλοι μαζί: Φοβόταν μή λιποταχτήσουν και σκορπιστούν. ’Απάνω σ’ αυτό ακούστηκαν ντουφεκιές’ καβαλλαρέοι τού Δράμαλη, βγαλμένοι γι’ αναγνώριση, πέσαν απάνω τους. Ό Ρήγας ΙΙαλαμίδης κ’ ό Σέκερης μέ λίγους καβαλλάρηδες ρίχτηκαν στη φευγάλα, στα τέσσερα, κατά την Κόρινθο. Οί Τούρκοι στρώνουν από κοντά τούς άλλους, σκοτώνουν εφτά– οΐ ‘Έλληνες σκορπίζουν– μά φτάνουν σ’ ένα ρέμα, μαζεύονται γύρο) άπ’ τό Μπηλίδα, τον Άλέξη Νικολάου και τούς άλλους καπεταναίους, πιάνουν ντουφέκι, κρατούν κάμποσο τούς Τούρκους και τά καταφέρνουν νά κατέβουν στην παραλία και νά γλυτώσουν. ’Εκεί πιάστηκε ζωντανός ό Γιώργης Παπαδόπουλος από τό Διακοφτό– τον θανάτωσε, ύστερα, ό πασάς.
’Έτσι πήρε ο Δράμαλης τά οχυρά στενά” περήφανος γιά την επιτυχία του ανέβασε σέ κάτι ψηλώματα πού τά λένε ’Αέρες όλο του τό πυροβολικό και πανηγύρισε την είσβολή του στο Μωριά μέ γενικό κανόνι, π’ αντιλαλούσε φοβερό σέ κάμπους και βουνά πολλές ώρες. Και τόσο ήταν βέβαιος πώς γίνηκε κιόλας κύριος τού τόπου, πού διόρισε δερβέναγα τον ’Αρβανίτη Μουσταφά Τσολάκη κ’ άρχισε νά μοιράζει τις επαρχίες στούς μπέηδες. Στής 5 ’Ιουλίου πέρασε τον ’Ισθμό. Την άλλη μέρα μπήκε κ’ έστησε τό στρατόπεδό του στην Κόρινθο. Τό κάστρο ήταν δυνατό– κ’ αν ή κυβέρνηση, αντί νά θέλει νά κατατροπώσει τον Κολοκοτρώνη, κοίταζε πώς νά φυλάξει τον τόπο από τον εχθρό, θά μπορούσε νά σταματήσει κεϊ πέρα τό Δράμαλη γιά καιρό. Είχε αφήσει όμως τό σπουδαιότατο αυτό κάστρο σ’ ένα πρόσωπο από τά πιο γελοία τής ελληνικής ιστορίας: Τό Γιάκωβο Θοδωρίδη. Καλόγερος και δάσκαλος, αλαφρός κ’ άναντρος, είχε πάρει τ’όνομα τού δυνατώτερου
ηρώα τής Ιλιάδας. Είχε βαφτιστεί Άχιλλέας, καί φούσκωνε’ φορούσε ρούχα έπιδειχτικά, ζωνόταν άρματα πλουμιστά, δεν είχε διακριθεΐ παρά μονάχα στην πολυλογία, τό σώμα του ήταν δυο στρατιώτες, πιο δειλοί κ άπ3 αυτόν, δυο σωματοφύλακες. Σέ τέτοιον άνθρωπο είχαν αφήσει το κάστρο οί κυβερνητικοί. Οί Τούρκοι μπήκαν στην Κόρινθο με τρεις κολώνες : Ή πρώτη βάδισε από τ’ ανατολικά τής πολιτείας, από τον παλιό δρόμο, ή δεύτερη από τό βορεινό, τον παραλιακό, άπ3 τό μέρος τού σαραγιού τού Κιαμήλμπεη καί τού Σοούκ χαμάμι, κ ή τρίτη, από τό λεγόμενο Τουρμπέ, τό παλιό τούρκικο τζαμί. Ό Άχιλλέας είδε την εισβολή, από τον πιο ψηλό προμαχώνα — την τάπια τής Σταύραιζας. Μά τον έκοψε τέτοια τρομάρα πού στο μυαλό του δέ μπήκε ούτε στιγμή νά σταθεί νά πολεμήσει. Κ είχαν ανέβει στο κάστρο καμμιά τρακοσαριά ντουφέκια πού μπορούσαν νά βαστάξουν. Ό ’Αχιλλέας είχε άλλη δουλειά : Μέσα στο κάστρο κρατούσε ή επανάσταση φυλακισμένο τον Κιαμήλμπεη, με την αιώνια ελπίδα νά φανερώσει τούς θησαυρούς του. Ό άκαπνος αρχηγός πρόσταζε νά θανατώσουν όλους τούς ύπερέτες καί τούς ακόλουθους τού μπέη, δυό-δυό, τρεϊς-τρεΐς, τούς βγάζαν από τή φυλακή σέ μια δυτική τάπια τού κάστρου, πούχασκε κάτω ρέμα βαθύ, άλλους σκότωναν κ3 άλλους γκρέμιζαν σ3 αυτό τό ρέμα. Άποφάσισαν τήν άλλη μέρα ν3 άφήσουν τό κάστρο. ’Έδιωξαν τα γυναικόπαιδα’ ο Υδραίος άρχιπυροβολητής Γιωργάκης Μπούτυς βούλωσε τα κανόνια, ο Άχιλλέας, ο υποφρούραρχος Λαλάκας, ό Υδραίος καπετάνιος Δ. Κριεζής καί μερικοί άλλοι τής φρουράς αποφάσισαν σέ συμβούλιο νά σκοτώσουν τον Κιαμήλμπεη, τή φαμίλια του καί νά βάλουν φωτιά στή μπαρουταποθήκη τού κάστρου. Ό Κιαμήλμπεης δεν έπρεπε νά ζήσει γιατί ήξαιρε τον
τόπο καλά και μπορούσε νά οδηγήσει τούς πασάδες’ ή φαμίλια του ήξαιρε τούς θησαυρούς του και μπορούσε νά τούς μαρτυρήσει στούς Τούρκους, νά τούς μεταχειριστούν κατά των Ελλήνων. “Οσο γιά τό μπαρούτι, ούτε λόγος πώς δεν έπρεπε νά τ’ άφήσουν τού Δράμαλη. Ό Δημήτρης Μπενάκης ξέκαμε το μπέη.Ήταν μισή ώρα ποΰχε γείρει ό ήλιος, όταν μπήκε στη φυλακή μέ δυο πιστόλες. Ό Κιαμήλμπεης σηκώθηκε γελαστός. Ό Μπενάκης τ’ άδειασε αμέσως τη μιά πιστόλα, κατάστηθα’ ό μπέης έπεσε μπρούμυτα’ ό Μπενάκης τού. τράβηξε τότε και την άλλη. Κ’έφυγε άπ’ την πόρτα τού κάστρου, ακολουθώντας τη φρουρά πού υποχωρούσε. Θρήνος και σπαραγμός ακούστηκε άπ’ τό παλάτι τού μπέη’ οΐ “Ελληνες νόμισαν πώς ό Άχιλλέας έσφαζε τή φαμίλια τού Κιαμήλμπεη, γιατί αυτός είχε άναλάβει τό έργο, καθώς και νά βάλει φωτιά στη μπαρουταποθήκη. Κατεβαίνοντας προς την πόρτα τού κάστρου βεβαίωσε τούς συντρόφους του, πώς ξεμπέρδεψε τά χαρέμια τού μπέη’ έλεγε όμως ψέμματα. Τις γυναίκες τις εϊχε όλες όργανα τής ακολασίας του’ και τις προστάτεψε. Οί θρήνοι τους ήταν γιά τον μπέη” είχαν ακούσει τις πιστολιές στη φυλακή — τό παλάτι ήταν απέναντι — και κατάλαβαν.”Οσό γιά τή μπαρουταποθήκη, ό Άχιλλέας τήν άφησε’ φοβήθηκε νά βάλει φωτιά και σ’ αυτό τό φυτήλι ακόμα. Οΐ “Ελληνες τιμώρησαν αργότερα τον άθλιο τούτο φρούραρχο : Τον .μουτζούρωσαν, τον φτύσαν, τον βρίζαν προδότη, τον φυλάκισαν’ ως πού τρελλάθηκε άπ’ τή ντροπή του κ’
Τό κάστρο τώρα παντέρημο’ μονάχα ή φαμίλια τόΰ Κιαμήλμπεη και τά χαρέμια τής άκολουθίας του είχαν άπομείνει, νά τό γεμίζουν μέ τό θρήνο τους. Ή γυναίκα τού μπέη έπεσε άναίσθητη, όταν βεβαιώθηκε γιά τό θάνατο
τοϋ άντρός της. Σαν ήρθε στον εαυτό της έστειλε μιαν Αραπίνα σκλάβα της στο σερασκέρη νά τοϋ πει πώς είχαν αδειάσει τό κάστρο. Ό Δράμαλης απόρησε’ πίστευε, πώς εκεί θάχε πόλεμο’ στην αρχή έδειξε δυσπιστία’ έστειλε όμως και βεβαιώθηκε. Στις οχτώ ’Ιουλίου μπήκε μέσα. ‘Η χήρα κ’ ή μάννα τοϋ Κιαμήλπεη, μέ τις δούλες κ’ όλη την ακολουθία των χαρεμιών σήκωσαν μέ τα ϊδια τους τα χέρια τήν τουρκική σημαία στο κάστρο, άνοιξαν τις πόρτες του στο Δράμαλη και τον δέχτηκαν, κλαίγοντας.
— Ό χαμός τοϋ μπέη μου, είπε ή χήρα στον πασά, έλυσε τον δεσμό μου μ’ αυτόν όπως έσβυσε τή λάμψη τής ευτυχίας και τοϋ μεγαλείου μου’ άλλο δέ μ’ απομένει παρά τό απαρηγόρητο πένθος. Θέλω νά σε παρακαλέσω, μεγάλε και δοξασμένε πασά μου, νά σηκώσεις μνημείο άξιο στον Κιαμήλμπεη. Κ’ άκουσε τοΰτο: ’Εδώ κοντά, σ’ ένα πηγάδι, είναι κρυμμένοι οί θησαυροί του, πού για δαϋτους έχασε τή ζωή του. Είναι δικοί σου, πασά μου, πάρτους’ μ’ αυτούς νά εκδικήσεις τό θάνατό του. Ο πασάς έβαλε σουγιολτζήδες κ΄εβγαλε λένε, απ το πηγάδι χρυσάφι αξίας απάνω από είκοσι εκατομμύρια. Αντί όμως να κάμει μνημείο στον κιαμήλμπέη παντρεύτηκε την όμορφη χήρα. Οι γάμοι γίναν επισημότατοι, για να καλοκαρδίσει τη νύφη ο πασάς έβαλε και χτίσαν ζωντανούς τους Έλληνες σκλάβους πούσερνε κοντά του από διάφορες πολιτείες και χωριά, στολίζοντας έτσι το κάστρο, καθώς λέει ποιητής του καιρού, με φρικαλέα αγάλματα, και δυό παπάδες ασπρογένηδες τους κρέμασε με το κεφάλι κάτου.
Βαθύπλουτος τώρα κ’ από τά δικά του κ’ από τά ξένα, δοξασμένος σερασκέρης μεγάλης στρατιάς, φανταζόταν, από τό λαμπρό τούτο προοίμιο, εύκολο τό θρίαμβο κ’έβλεπε τον εαυτό του από τώρα, ό Δράμαλης, παντοδύναμο
βεζυρη του Μωριά και γλήγορα μεγάλο βεζυρη στην όχθη τοΰ Βοσπόρου. Έκανε όμως τό λογαριασμό του χωρίς τον Κολοκοτρώνη. ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΤΉ…
Το κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο: Ο γέρος του Μωριά, εκδοτικού οίκου Μιχ Σαλίβερου Αθήναι-1931