Ο ΝΕΛΣΟΝ ΜΑΝΤΕΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΆΠΑΡΤΧΑΪΝΤ
Το «Μαύρο φελλόχορτο»
Το 1910, η ένωση των τεσσάρων επαρχιών της Νότιας Αφρικής, σ’ εφαρμογή της Νομοθετικής Πράξης για την Νότια Αφρική, που υιοθετήθηκε στο Γουεστμίνστερ στις 20 Σεπτεμβρίου 1909, αντιπροσώπευε στην πραγματικότητα την συνένωση των δυνάμεων των λευκών, οι οποίοι κατείχαν την εξουσία. Οι Αφρικανοί — οι «κάφροι» — δεν είχαν ούτε δικαίωμα ψήφου, ούτε ελευθερία μετακίνησης. Στον δρόμο, έπρεπε να παραμερίζουν μόλις εμφανιζόταν κάποιος λευκός και κάθε μέρα τους άρπαζαν και νέες εκτάσεις γης.
Η τελευταία εξέγερση των φυλών είχε συντρίβει το 1904. Όμως μια εθνική οργάνωση άρχιζε να παίρνει την θέση της παλιάς φυλετικής οργάνωσης. Οι Ξόσα, οι Πόντο, οι Τέμπου, οι Ζουλού, οι Μπετσουανοί, οι Σανγκάανς και οι Μπασούτος γίνονταν πια Αφρικανοί. Το 1912, διανοούμενοι που ανήκαν στην μεσαία τάξη των πόλεων και σεβάσμιοι αρχηγοί φυλών ίδρυσαν στο Μπλομφοντέιν το Εθνικό Κογκρέσο Αυτοχθόνων της Νότιας Αφρικής {South African Native National Congress).
To Κογκρέσο υιοθέτησε μια δομή που μιμούνταν εκείνη του αμερικάνικου Κογκρέσου και της Βουλής των Λόρδων και οι Φύλαρχοι συγκρότησαν μια Άνω Βουλή. Σύντομα, εξάλλου, το Κογκρέσο ζήτησε από την βρετανική κυβέρνηση να παρέμβει υπέρ του καταπιεζόμενου αφρικανικού λαού και αργότερα έστειλε αντιπροσωπίες στο Παναφρικανικό Συνέδριο του 1919 καθώς και στις Βερσαλίες, αλλά μάταια.
Στο εσωτερικό, το Κογκρέσο είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει τον νόμιμο δρόμο. Ζητούσε την κατάργηση των «φυλετικών φραγμών» στο κοινοβούλιο, στο σχολείο, στην βιομηχανία, στην διοίκηση. Η κυβέρνηση διακήρυσσε ότι οι Αφρικανοί ήταν ανίκανοι να συμμετέχουν στην διαχείριση της χώρας. Οι τελευταίοι ήλπιζαν ότι θα έπειθαν σιγά σιγά τους λευκούς εκλογείς για το αντίθετο, χωρίς στην πραγματικότητα να καταφέρουν και σ’ αυτόν τον τομέα κανένα αποτέλεσμα παρά την επιδείνωση της καταπίεσης.
Στις παραμονές του πολέμου του 1914, οι γυναίκες του Ελεύθερου Κράτους τής Οράγγης εξεγέρθηκαν εναντίον των ρυθμίσεων που απαιτούσαν από τους Αφρικανούς γραπτή άδεια κυκλοφορίας. Η πρώτη απεργία Αφρικανών, η απεργία των εργαζομένων στην δημόσια υγιεινή του Γιοχάνεσμπουργκ, ξέσπασε το 1919. Τον ίδιο χρόνο είχαμε το πρώτο κίνημα παθητικής αντίστασης ενάντια στις γραπτές άδειες κυκλοφορίας. Σαράντα χιλιάδες Αφρικανοί μεταλλωρύχοι έκαναν απεργία για καλύτερους μισθούς. Και το 1920 είχαμε νέες διαδηλώσεις γυναικών ενάντια στις γραπτές άδειες κυκλοφορίας.
Το 1925, το Κογκρέσο ονομάστηκε Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και υιοθέτησε μια σημαία με τρία χρώματα: μαύρο για τον αφρικανικό λαό, πράσινο για την χώρα και χρυσό για τον πλούτο του υπεδάφους.
Στην δεκαετία του ’20 και του ’30, μια γενική συνδικαλιστική συνομοσπονδία, η Ένωση Εργαζομένων στην Βιομηχανία και στο Εμπόριο {Industrial and Commercial Workers Union), άρχισε να οργανώνει τους Αφρικανούς που συγκεντρώνονταν στις πόλεις και στην βιομηχανία και συσπειρώνονταν υπό την αιγίδα των συνδικάτων ή του κομμουνιστικού κόμματος, ενώ οι μετριοπαθείς ηγέτες του Κογκρέσου αποκάλυπταν την αδυναμία τους μπροστά στα νέα μέτρα ενίσχυσης της πολιτικής φυλετικού διαχωρισμού το 1935-36: στην Παναφρικανική Συνδιάσκεψη {All–African Convention), που συγκλήθηκε στο Μπλομφοντέιν και στην οποία το Κογκρέσο έπαιξε αποφασιστικό ρόλο, ένα ψήφισμα το οποίο καλούσε σε άμεση δράση υποστηρίχτηκε μόνο από μια μειοψηφία.
Ωστόσο, οι στρατιές των προλετάριων στις πόλεις αυξάνονταν συνεχώς. Μερικές απεργίες συνετρίβησαν από την αστυνομία, άλλες θριάμβευσαν. Οι Ινδοί εξαπέλυσαν μια εκστρατεία παθητικής αντίστασης το 1939, καθώς και μια άλλη το 1946, δίνοντας έτσι ένα παράδειγμα, το οποίο δεν πέρασε απαρατήρητο.
Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το Κογκρέσο απέκτησε καινούργιο καταστατικό, πιο δημοκρατικό, που περιλάμβανε κυρίως την κατάργηση της Βουλής των Φυλάρχων. Δημιουργήθηκε μια Ένωση Νεολαίας. Πολλά από τα μέλη της ήταν αυτοδίδακτοι εργαζόμενοι, όπως ο Γουόλτερ Σισούλου και ο Άντον Λέμντε. Άλλοι, όπως ο Νέλσον Μαντέλα, ήταν γιοί φυλάρχων.
Ο Μαντέλα ανήκε στον βασιλικό οίκο του Τρανσκέι. Πρωτότοκος γιός ενός φυλάρχου των Τέμπου, γεννήθηκε το 1918 στα περίχωρα της Ουμτάτα. Όταν ήταν δώδεκα ετών πέθανε ο πατέρας του και την μόρφωση του παιδιού ανέλαβε ο ανώτερος φύλαρχος. Όταν ήταν δεκαέξι ετών μπήκε στο Fort Hare University College, στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ. Έγινε φίλος του Γουόλτερ Σισούλου, γενικού γραμματέα του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, ο οποίος τον συμβούλεψε ν ’ ακολουθήσει νομικές σπουδές. Ο Μαντέλα παρακολούθησε μαθήματα δια αλληλογραφίας για την απόκτηση διπλώματος φιλολογίας και γράφτηκε στην νομική σχολή στο πανεπιστήμιο του Γουιτγουότερσραντ. Αργότερα έγινε υπάλληλος σ’ ένα γραφείο λευκών δικηγόρων, περιμένοντας να ανοίξει το δικό του δικηγορικό γραφείο σε συνεργασία με τον Όλιβερ Τάμπο.
Την ίδια εποχή, οι νεαροί Αφρικανοί πήγαιναν στα σχολεία των ιεραποστολών, σπούδαζαν ως υπότροφοι, διάβαζαν βιβλία και εφημερίδες, είχαν επηρεαστεί από την λαϊκή δυσαρέσκεια που εκφραζόταν μ’ έναν έντονο εθνικισμό. Η Ένωση Νεολαίας χτύπησε ανοιχτά τον ρεφορμισμό του Κογκρέσου. Το 1945, αυτό υιοθετούσε τελικά τις «αφρικανικές διεκδικήσεις»: δικαίωμα καθολικής ψηφοφορίας, ισότητα έναντι του νόμου, ελευθερία κατοχής γης, απόρριψη των νόμων για τις άδειες κυκλοφορίας.
Η μεγάλη απεργία των Αφρικανών μεταλλωρύχων το 1946 είχε απήχηση στην Βουλή των εκπροσώπων των αυτοχθόνων (συμβουλευτικό σώμα παρά την κυβέρνηση) και τελικά οι φύλαρχοι, οι έμποροι, οι διανοούμενοι, με λίγα λόγια οι «μετριοπαθείς», κατέληξαν να υιοθετήσουν την αρχή του μποϊκοτάζ.
Στις γενικές εκλογές της 26ης Μαΐου 1946, νίκησε ο συνασπισμός των εθνικιστών Νοτιοαφρικανών ολλανδικής καταγωγής, των Αφρικάνερς. Ο γραμματέας του πρωθυπουργού εκείνης της εποχής, ο δρ. Ν.Φ. Μαλάν, θα διακήρυσσε το 1952, σ’ ένα γράμμα, το οποίο απηύθυνε στον Γουόλτερ Σισούλου, ότι οι διαφορές μεταξύ λευκών και μαύρων ήταν δημιούργημα της θείας πρόνοιας και όχι των ανθρώπων.
Οι ετήσιες συνδιασκέψεις του Κογκρέσου άρχισαν να επεξεργάζονται δυναμικά σχέδια μαζικών αγώνων. Το πρόγραμμα δράσης του 1949, το οποίο υιοθετήθηκε υπό την πίεση των νέων, προέβλεπε την χρησιμοποίηση του μποϊκοτάζ, των απεργιών, της άρνησης συνεργασίας και της πολιτικής απείθειας με στόχο να κατακτηθεί η εθνική ελευθερία.
Το 1950, το κοινοβούλιο της Ένωσης ψηφίζει τρεις νόμους, που αποτελούν την βάση της νομοθεσίας του απαρτχάιντ και των οποίων το περιεχόμενο θα ενίσχυαν μεταγενέστερες τροπολογίες.
Η Πράξη Ομαδοποίησης Περιοχών {Group Areas Act — νόμος για τις περιοχές όπου διαμένουν αποκλειστικά μαύροι) και οι τροπολογίες του 1956 και 1957 παρέχουν το πλαίσιο για την δημιουργία των Μπαντουστάν (Bantustan States). Σε καθεμιά από αυτές τις ζώνες, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το δικαίωμα διαμονής και το δικαίωμα εμπορίας παραχωρούνται αποκλειστικά σε μια καθορισμένη φυλετική ομάδα. Για παράδειγμα, η Βουλή του Τρανσκέι αποτελείται από σαράντα πέντε εκλεγμένα μέλη και εξήντα τέσσερις φυλάρχους, στους οποίους περιλαμβάνονται τέσσερις «μεγάλοι φύλαρχοι», των οποίων ο διορισμός υπόκειται στην έγκριση του προέδρου της Δημοκρατίας. Επιπλέον ο πρόεδρος έχει την δυνατότητα να αυξήσει από έξι σε εννέα τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Μπορεί να καθαιρέσει οποιοδήποτε μέλος του υπουργικού συμβουλίου ή ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο, εφόσον
ΤΟ ΑΠΑΡΤΧΑΪΝΤ
το ζητά με ψήφισμά της η Βουλή. Όμως, η πλειοψηφία των μελών αυτής της Βουλής είναι βουλευτές μόνο εφόσον έχουν την έγκριση του προέδρου… Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση των Φυλάρχων, σύμφωνα με το επίσημο δελτίο του ίδιου του υπουργείου Υποθέσεων Μπαντού, είναι ένα μέσο το οποίο χρησιμοποιούν για να κυβερνούν τους Αφρικανούς «ακόμα και αν αυτοί πρέπει να υφίστανται στερήσεις και θυσίες».
Το 1955, ο Natives {Urban Areas) Amendment Act (νόμος που τροποποιεί τους νόμους που αφορούν τους ιθαγενείς οι οποίοι κατοικούν σε αστικές περιοχές) απαγορεύει σε πάνω από πέντε Αφρικανούς, οι οποίοι αναφέρονται στο εξής ως Μπαντού, να διαμένουν στο ίδιο κτίριο στο εσωτερικό μιας καθορισμένης ζώνης. Η τροπολογία του 1957 απαγορεύει όχι μόνο την διαμονή αλλά και την παρουσία Αφρικανών σε χώρους που επιφυλάσσονται για λευκούς.
Τέλος ο νόμος του 1964, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουάριου 1965, απαγορεύει σε όλους τους Αφρικανούς να εισέρχονται και να μένουν σε αστική περιοχή για περισσότερες από εβδομήντα δύο ώρες αν δεν έμεναν σ’ αυτή την περιοχή αδιαλείπτως από την γέννησή τους, αν δεν δούλευαν αδιαλείπτως για τον ίδιο εργοδότη επί δέκα χρόνια τουλάχιστον ή αν δεν έχουν την άδεια ενός υπαλλήλου της επιθεώρησης εργασίας.
Η» Πράξη καταπολέμησης του κομμουνισμού {Suppression of Communism Act) είχε θεωρητικά ως στόχο να θέσει εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα και τον κομμουνισμό, αλλά στην πράξη χρησιμεύεσαι για την καταστολή κάθε αντιπολίτευσης. Ο ορισμός του κομμουνισμού, τον οποίο έδιδε, ήταν πολύ ασαφής:
«Ο όρος “κομμουνισμός” καθορίζει το δόγμα του μαρξιστικού σοσιαλισμού (…) ή τις συγγενείς θεωρίες (…) και εφαρμόζεται κυρίως σε κάθε δόγμα ή πρόγραμμα το οποίο αποβλέπει στην εγκαθίδρυση δεσποτικού καθεστώτος στηριζομένου στην δικτατορία του προλεταριάτου (…), το οποίο αποβλέπει να επιφέρει στην Ένωση αλλαγές στο πολιτικό, βιομηχανικό, κοινωνικό ή οικονομικό πεδίο υποκινώντας σε ζύμωση ή αναταραχή, με αθέμιτες πράξεις ή παραλείψεις ή με την απειλή τέτοιων πράξεων ή παραλείψεων ή με μέσα τα οποία συνεπάγονται την υποκίνηση σε ζύμωση ή αναταραχή ή στις εν λόγω πράξεις, παραλείψεις ή απειλές…»
Αν και η ταξινόμηση σε φυλετικές ομάδες υπήρχε στην Νότια Αφρική από τις πρώτες ημέρες του ευρωπαϊκού αποικισμού, μόνο η Πράξη απογραφής του πληθυσμού {Population Registration Act) του 1950 καθόρισε αυτή την αρχή ταξινόμησης και την κωδικοποίησε με αυστηρό τρόπο. Ο νόμος απογραφής του πληθυσμού καθόρισε την κατάσταση του κάθε ατόμου, όταν η εξωτερική εμφάνιση κάποιου του επέτρεπε να περνά από μια φυλετική ομάδα σε άλλη, και στόχος του ήταν να θέσει τις βάσεις μιας αυστηρής εφαρμογής του απαρτχάιντ. Ως «λευκό» θεωρούσε εκείνον του οποίου η εμφάνιση ήταν σαφώς η εμφάνιση ατόμου της λευκής φυλής ή που γενικά θεωρούνταν ως τέτοιο. Έτσι αυτός ο όρος δεν ίσχυε για άτομα τα οποία, αν και είχαν σαφώς την εμφάνιση ανθρώπων της λευκής φυλής, θεωρούνταν γενικά ως έγχρωμοι. Οι μη λευκοί ήταν οι Αφρικανοί (ιθαγενείς ή Μπαντού) και οι άλλοι «έγχρωμοι»: Ινδοί, Κινέζοι, Μαλτέζοι και Γκρίκα.
To Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο κάλεσε τον λαό σε απεργία για να διαμαρτυρηθεί ενάντια στην νέα νομοθεσία και αυτές οι καμπανιές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από κοινού με μη λευκούς και με ορισμένους λευκούς, τροποποίησαν αισθητά τον μέχρι τότε αποκλειστικά μαύρο εθνικισμό των μελών της Ένωσης Νεολαίας.
Το 1952, στην διάρκεια της Εκστρατείας Απείθειας στους άδικους νόμους {Campaign of Defiance of Unjust Laws), συλλήφτηκαν οχτώ χιλιάδες πεντακόσια άτομα επειδή είχαν συνειδητά παραβιάσει έξι διαφορετικούς νόμους του απαρτχάιντ. Ο Νέλσον Μαντέλα, «εθνικός ηγέτης των εθελοντών», ήταν υπεύθυνος για την επιλογή αυτών που θα συμμετείχαν εθελοντικά στην εκστρατεία απείθειας και για τον καθορισμό των κανόνων πειθαρχίας.
Ανάμεσα στον Ιούλιο του 1952 και τον Αύγουστο του 1953, σαράντα επτά ηγετικά στελέχη του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου και μιας διαφωνούσας οργάνωσης, του Παναφρικανικού Κογκρέσου (JPAC), συλλήφτηκαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη επειδή είχαν προωθήσει την Εκστρατεία Απείθειας. Καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης τριών μηνών μέχρι δύο ετών με αναστολή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα συμμετείχαν πλέον σε δραστηριότητες διαμαρτυρίας εναντίον των νόμων. Απαγορεύτηκαν οι συγκεντρώσεις στις οποίες συμμετείχαν πάνω από δέκα Αφρικανοί και κάθε έκκληση απείθειας στους νόμους θεωρούνταν στο εξής πλημμέλημα. Κάθε παραβίαση αυτών των ρυθμίσεων συνεπαγόταν ποινή φυλάκισης τριών ετών ή πρόστιμο 300 λίβρες.
Τότε η κυβέρνηση υιοθέτησε την Πράξη Εσωτερικής Ασφαλείας {Public Safety Act) και την Πράξη τροπολογιών του ποινικού δίκαιου {Criminal Law Amendment), με βάση τις οποίες η ποινή της μαστίγωσης εφαρμοζόταν στους καταδικασθέντες για παραβάσεις απείθειας, ακόμα και στις γυναίκες. Η Πράξη Εσωτερικής Ασφαλείας έδινε στον γενικό κυβερνήτη την αρμοδιότητα να κηρύσσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που σήμαινε ότι μπορούσαν ν’ ανασταλούν σχεδόν όλοι οι νόμοι σε όλες τις περιοχές της εθνικής επικράτειας όπου απειλούνταν η δημόσια ασφάλεια — και ως «απειλή κατά της δημόσιας τάξης» εννοούνταν κάθε δημόσια έκφραση αντίθεσης στο ένα ή στο άλλο μέτρο της κυβέρνησης. Η Πράξη τροπολογιών του ποινικού δικαίου στόχευε εναντίον των εκστρατειών κατά της νομοθεσίας η οποία ενίσχυε το απαρτχάιντ. Η Πράξη νοτιοαφρικανικών οχλαγωγικών συγκεντρώσεων {South African Riotous Assemblies Act) του 1956 καθόριζε ως «ανατρεπτική ενέργεια» μεταξύ άλλων πράξεων και κάθε ενέργεια «η οποία αποβλέπει να προκαλέσει αισθήματα εχθρότητας μεταξύ των Ευρωπαίων κατοίκων της ‘Ενωσης, αφενός, και κάθε άλλου τμήματος του πληθυσμού, αφετέρου».
Πολυάριθμοι Αφρικανοί ηγέτες, όπως ο Μόσες Κοτάν, ο Γιουσούφ Νταντού, ο Τζ. Μπ. Μαρκς, ο Ντέιβιντ Μποπέιπ, ο Τζόνσον Νγκβεβέλα, μεταξύ άλλων, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν κάθε πολιτική δραστηριότητα. Ο Γουόλτερ Σισούλου υποχρεώθηκε να διαμένει στο Γιοχάνεσμπουργκ. Απαγορεύτηκε στον Σισούλου και στον φύλαρχο Άλμπερτ Λουθούλι να συμμετέχουν σε οποιαδήποτε συγκέντρωση. Όσο για τον Μαντέλα, ίσχυαν εναντίον του ποικίλες διοικητικές απαγορεύσεις και υποχρεώθηκε, για παράδειγμα, στην συνδιάσκεψη του 1953, ν’ απευθυνθεί στους συνέδρους με ενδιάμεσο τον Ρόμπερτ Ρέσα. Είχε δικαστεί, όπως και πολυάριθμοι ηγέτες του Κογκρέσου, με βάση την Πράξη καταπολέμησης του κομμουνισμού, και καταδικαστεί σε εννιά μήνες φυλάκισης με αναστολή’ ο πρόεδρος του δικαστηρίου Ραμπφ είχε δηλώσει ότι «αυτά για τα οποία κατηγορείται δεν έχουν καμιά σχέση με τον κομμουνισμό όπως είναι κοινώς γνωστός».
Με την Εκστρατεία Απείθειας, η πάλη για την απελευθέρωση είχε γίνει κοινός αγώνας των Αφρικανών και των δημοκρατών των διαφόρων άλλων φυλετικών ομάδων. Τότε μπήκαν οι βάσεις του σχεδίου «Μ», για το οποίο ο Μαντέλα είπε:
«Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι στο εξής ήταν αδύνατο να περιορίσουμε την δράση μας στις δημόσιες συγκεντρώσεις και στα ψηφίσματα. (…) Ο στόχος του σχεδίου μας ήταν:
- να σταθεροποιήσουμε τον μηχανισμό του Κογκρέσου,
- να κάνουμε δυνατή την μεταβίβαση σε κάθε μέλος της οργάνωσης των ουσιαστικών αποφάσεων, που παίρνονταν σε εθνικό επίπεδο, χωρίς να συγκαλούμε συνελεύσεις και χωρίς να δημοσιεύουμε πληροφορίες στον τύπο ή να τυπώνουμε εγκυκλίους·
- να λειτουργήσουν στο επίπεδο των τοπικών οργανώσεων μικρά κογκρέσα που ν’ αντανακλούν αποτελεσματικά την δύναμη και την θέληση του λαού,
- να διευρύνουμε και να ενισχύσουμε τους δεσμούς ανάμεσα στο Κογκρέσο και τον λαό και να ισχυροποιήσουμε την ηγεσία του Κογκρέσου.»
Και ο Νέλσον Μαντέλα διατύπωσε ως εξής τα νέα συνθήματα:
«Ζητώ από όλα τα μέλη του Κογκρέσου να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους και να δράσουν αποτελεσματικά και δραστήρια για την ανάπτυξή του. Σε όλους εσάς πέφτει το δύσκολο και επώδυνο καθήκον να στρατολογήσετε νέα μέλη και να ενισχύσετε την οργάνωση μέσα από μία εξόρμηση που θα γίνει πόρτα πόρτα σε όλη την χώρα.
Στο εξής, τα μέλη του Κογκρέσου δεν θα πρέπει πια να περιορίζονται να βγάζουν λόγους και να ψηφίζουν αποφάσεις. Οι δράστηριότητές τους θα πρέπει ν’ αναπτυχτούν σε πλατιά κλίμακα μέσα στις μάζες, δουλειά που θα επιτρέψει την όσο δυνατό στενότερη επαφή με τον εργαζόμενο λαό. Πρέπει να προστατεύσετε και να υπερασπιστείτε τα συνδικάτα μας. Αν δεν σας επιτρέπουν να κάνετε δημόσιες συγκεντρώσεις, κάντε τες στα εργαστήριά σας, στα τρένα και στα λεωφορεία όταν επιστρέφετε σπίτι σας. Πρέπει επίσης να κάνετε συγκεντρώσεις στα χωριά και στα χωράφια. Πρέπει να κάνετε μια συνδικαλιστική οργάνωση βάσης σε κάθε σπίτι και σε κάθε καλύβα, σε κάθε καλύβα από λάσπη όπου κατοικούν αδέλφια μας, και ποτέ να μην καταθέτετε τα όπλα.
Πρέπει να υπερασπιστείτε το δικαίωμα των Αφρικανών γονιών να επιλέγουν το είδος της παιδείας που θέλουν να δώσουν στα παιδιά τους. Μάθετε σ’ αυτά τα παιδιά ότι οι Αφρικανοί δεν είναι σε τίποτα κατώτεροι από τους Ευρωπαίους. Δημιουργήστε στις κοινότητές σας τα δικά σας σχολεία, έτσι ώστε τα παιδιά ν’ αποκτούν κατάλληλη μόρφωση. Αν η διατήρηση αυτών των εναλλακτικών σχολείων γίνεται επικίνδυνη ή αδύνατη, τότε, για άλλη μια φορά, κάθε σπίτι και κάθε παράγκα πρέπει να μετασχηματιστεί σε εστία παιδείας για τα παιδιά μας.
Μην υποταχτείτε ποτέ στις βάρβαρες και απάνθρωπες θεωρίες του Βερβόερντ. Η απόφαση ν’ αψηφήσουμε τους άδικους νόμους επέτρεψε στο Κογκρέσο ν’ αναπτύξει πολύ πλατύτερες επαφές με τις μάζες και οι παροτρύνσεις ένταξης στις γραμμές του Κογκρέσου πολλαπλασιάζονται καθημερινά. Όμως, καθώς οι τοπικές οργανώσεις δεν ασκούν επαρκή έλεγχο, η εισδοχή νέων μελών δεν γίνεται μ’ επαρκείς όρους. Το αποτέλεσμα ήταν η διείσδυση στις γραμμές μας πολλών αμφιλεγόμενων ατόμων, πολιτικάντηδων ελεύθερων σκοπευτών που επιδιώκουν κάποιο πόστο, στασιαστών, σαμποταριστών, προβοκατόρων, χαφιέδων και αστυνομικών. (…) Οι πραγματικοί φίλοι του λαού μας ξεχωρίζουν χάρη στην διαθεσιμότητά τους και την πειθαρχικότητά τους- είναι έτοιμοι να θυσιαστούν όταν η προστασία της οργάνωσής μας γίνεται ζήτημα ζωής ή θανάτου.»
Ο Μαντέλα αναφερόταν στην ελευθερία της εκπαίδευσης και στο δικαίωμα των πολιτών στην παιδεία: το 1953 δεν ήταν μόνο μια χρονιά που στην διάρκειά της ενισχύθηκε η καταπιεστική νομοθεσία’ η βουλή ψήφισε επίσης την Πράξη για την παιδεία των Μπαντού {Bantu Education Act). Τον Σεπτέμβριο, κατά την δεύτερη ανάγνωση του σχεδίου νόμου, ο Βερβόερντ, τότε υπουργός για θέματα ιθαγενών, δήλωνε ότι οι σχέσεις μεταξύ των φυλών δεν θα μπορούσαν να βελτιωθούν, αν η παιδεία που δίνεται στους Αφρικανούς έχει ως συνέπεια να τους δημιουργεί αίσθημα αποστέρησης γεννώντας τους ελπίδες που οι περιστάσεις στην Νότια Αφρική δεν επιτρέπουν την εκπλήρωσή τους.
Η πολιτική του απαρτχάιντ στον τομέα της παιδείας δίνει πράγματι στην κυβέρνηση της Ένωσης πλήρεις εξουσίες για τον καθορισμό της οικονομικής και πολιτιστικής κατάστασης των μη λευκών. Αυτή η εξουσία ανήκε άλλοτε στις επαρχιακές αρχές. Αυτές έλεγχαν στα αντίστοιχα εδάφη τους, με ρυθμίσεις κατά επαρχία, διατάγματα και διαταγές, την εκπαίδευση την οποία εξασφάλιζαν σε μεγάλο βαθμό ιεραπόστολοι. Η Πράξη, για την παιδεία των Μπαντού με τις τροπολογίες της καθώς και οι μεταγενέστεροι νόμοι είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα της νομοθεσίας που αφορά τα Μπαντουστάν, τις περιοχές όπου επιτρέπεται η διαμονή αποκλειστικά μη λευκών και τις άδειες κυκλοφορίας, και στοχεύει σε τελευταία ανάλυση να δίνει στους μη λευκούς μια εκπαίδευση η οποία στηρίζεται στους φυλετικούς διαχωρισμούς και είναι ιδιαίτερα μετριοπαθής στους στόχους της, παρέχοντάς τους απλώς και μόνο επαγγελματικές ειδικότητες που είναι χρήσιμες στους Ευρωπαίους. Ο νόμος προβλέπει τρεις κατηγορίες σχολείων. Καταρχήν τα «σχολεία των κοινοτήτων των Μπαντού», που δημιουργούνται με πρωτοβουλία των Αφρικανών: το υπουργείο για τις υποθέσεις των ιθαγενών έχει το δικαίωμα να περιορίσει, να αναστείλει ή να καταργήσει την κρατική επιχορήγηση. Κατά δεύτερο, τα «δημόσια μπαντού σχολεία», τα οποία δημιουργεί και διευθύνει το υπουργείο για τις υποθέσεις των ιθαγενών, στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγονται στο εξής όλα τα προϋπάρχοντα μπαντού σχολεία. Τέλος, τα σχολεία των ιεραποστόλων», για τα οποία η οικονομική βοήθεια του κράτους υπάγεται στην διακριτική ευχέρεια του υπουργού. Απαγορεύεται ποινικά να δημιουργήσει κανείς ή να εκμεταλλεύεται κάποιο σχολείο της πρώτης ή της τρίτης κατηγορίας, αν αυτό δεν είναι επίσημα καταχωρημένο και ο υπουργός μπορεί ν’ αρνηθεί την επίσημη καταχώρησή του. Οι γνώσεις τις οποίες παρέχουν τα διάφορα προγράμματα της παιδείας για τους Μπαντού αντιστοιχούν στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και προφανώς στερούν από τον Αφρικανό την δυνατότητα να μορφωθεί ανάλογα με τις ικανότητές του. Ο υπουργός μπορεί να διορίζει τους εκπαιδευτικούς και να ελέγχει τις δραστηριότητές τους, ν’ αποβάλει προσωρινά ή οριστικά τους μαθητές. Οι τροπολογίες του νόμου δίνουν πρόσθετες ρυθμιστικές εξουσίες στον υπουργό και διευρύνουν το δικαίωμα εποπτείας του στους δασκάλους αυτών των σχολείων. Δεν μπορεί να γίνει καμιά προσφυγή εναντίον ενεργειών του κράτους σε εφαρμογή της Πράξης για την παιδεία των Μπαντού ή οργανισμών που με βάση αυτόν τον νόμο είναι επιφορτισμένοι με την διοίκηση της εκπαίδευσης.
Αυτή την εποχή, ιδρύθηκαν δύο οργανώσεις λευκών οι οποίες ήταν αντίθετες με το απαρτχάιντ. Το Κογκρέσο των Δημοκρατών υποστήριζε την άποψη του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου. Το Φιλελεύθερο Κόμμα διακήρυσσε στο πρώτο του καταστατικό την γενίκευση των δικαιωμάτων του πολίτη σε «σημαντικά πρόσωπα», δηλαδή την απελευθέρωση μέρους μόνο του αφρικανικού πληθυσμού, καταστατικό που σύντομα τροποποίησε. Όμως το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο έπρεπε ν’ αποδεχτεί την συμμαχία μ’ έναν πολιτικό οργανισμό αυτού του τύπου, που επιπλέον ήθελε να δράσει μόνο στα συνταγματικά πλαίσια; Να η απάντηση του Μαντέλα:
«Το πιστεύω των φιλελευθέρων είναι “η χρησιμοποίηση δημοκρατικών και συνταγματικών μέσων, απορρίπτοντας τις διάφορες μορφές ολοκληρωτισμού: τον φασισμό και τον κομμουνισμό”. Έχει νόημα να μιλά για δήμοκρατικά και συνταγματικά μέσα μόνο ένας λαός που απολαμβάνει κιόλας δημοκρατικά και συνταγματικά δικαιώματα. Αυτό δεν έχει κανένα νόημα για όσους δεν επωφελούνται απ’ αυτά τα δικαιώματα.
Εμείς που ανήκουμε σε μη ευρωπαϊκά απελευθερωτικά κινήματα δεν είμαστε ρατσιστές. Είμαστε πεισμένοι ότι στον λευκό πληθυσμό υπάρχουν χιλιάδες τίμιοι δημοκράτες, που είναι έτοιμοι να πάρουν σθεναρά και θαρραλέα θέση υπέρ της πλήρους ισότητας και υπέρ της ολοκληρωτικής απάρνησης της υπεροχής των λευκών. Τους τείνουμε εγκάρδια το χέρι για μια αδελφική συμμαχία. Καμιά, όμως, αληθινή συμμαχία δεν μπορεί να οικοδομηθεί στην κινούμενη άμμο της αποσιώπησεις» της αυταπάτης και του οπορτουνισμού. Πρέπει να επιμείνουμε σ’ αυτές τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, χωρίς τις οποίες δεν έχει νόημα να παλεύουμε για την ελευθερία. Ο μοναδικός δρόμος που οδηγεί στην ελευθερία περνά μέσα από την αποφασιστική και χωρίς συμβιβασμούς πάλη των μαζών για να εκδιωχτεί ο φασισμός και να εγκαθιδρυθεί μια δημοκρατική κυβέρνηση.»
Το Κογκρέσο του Λαού στις 23 Ιουνίου 1955 υπήρξε η κατάληξη μιας εξόρμησης που είχε ως στόχο να οδηγήσει το σύνολο των Αφρικανών να εκφράσουν την επιθυμία τους για ελευθερία. Έγιναν εκατοντάδες και εκατοντάδες συγκεντρώσεις, όπου αυτή η λαϊκή αντίληψη για την ελευθερία διευκρινίστηκε σε γραπτές αποφάσεις· εκλεγμένοι αντιπρόσωποι συμμετείχαν στην συνέλευση που υιοθέτησε μια Χάρτα της Ελευθερίας, όπου λέγεται ιδιαίτερα:
«— Η Νότια Αφρική ανήκει σε όλους τους κατοίκους της, μαύρους και λευκούς. Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να διαθέτει εξουσία που δεν στηρίζεται στην θέληση ολόκληρου του λαού.
-
Θα κυβερνά ο λαός.
- ‘ Ολες οι εθνικές ομάδες θα απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα.
- ‘Ολοι οι κάτοικοί της θα επωφελούνται από τον πλουτοπαραγωγικό πλούτο της χώρας.
- Η γη θα μοιραστεί σε όσους την δουλεύουν.
- ‘ Ολοι θα είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
- ‘ Ολοι θα έχουν ίσα προσωπικά δικαιώματα.
- Θα βασιλέψουν η εργασία και η ασφάλεια.
- Οι δρόμοι της παιδείας και της κουλτούρας θα είναι ανοιχτοί σε όλους.
- Ο λαός θα απολαμβάνει δημόσια ευημερία και ασφάλεια καθώς και αξιοπρεπείς κατοικίες.
- Θα επικρατήσουν η ειρήνη και η φιλία.»
Ωστόσο, η κυβέρνηση περιόριζε συνεχώς τα δικαιώματα και την ελευθερία των μη λευκών.
Το 1956, η ελευθερία της εργασίας δέχτηκε νέες επιθέσεις και ο φυλετικός διαχωρισμός στο εσωτερικό των συνδικάτων ενισχύθηκε. Οι περιορισμοί, που είχαν ως
στόχο να εμποδίζουν τους Αφρικανούς ν’ ανταγωνίζονται τους λευκούς για ειδικευμένες θέσεις απασχόλησης, ανάγονταν στην πρώτη περίοδο της εκβιομηχάνισης και στην πλειοψηφία τους είχαν θεσπιστεί σε σχέση με την στρατολόγηση εργατικού δυναμικού και τον καθορισμό των συνθηκών εργασίας στις μεταλλευτικές βιομηχανίες. Ο νόμος του 1911 πρόβλεπε την μισθολογική κλίμακα και την δημιουργία γραφείων για τους ιθαγενείς εργάτες στα ορυχεία και στα εργοστάσια. Το 1949, η Τροπολογία του νόμου για τους ιθαγενείς {Native Law Amendment Act— νόμος ο οποίος τροποποιούσε την νομική κατάσταση των ιθαγενών), που απαγόρευε να χορηγούνται πιστοποιητικά επαγγελματικής ειδίκευσης σε άλλους εργαζομένους πλην των Ευρωπαίων και των μη λευκών εργαζομένων της επαρχίας του Ακρωτηρίου, εμπόδιζε τους Αφρικανούς να έχουν πρόσβαση στις καλύτερα αμειβόμενες θέσεις απασχόλησης ανεξάρτητα από την επαγγελματική ειδικότητα την οποία μπορεί να είχαν. Μετά την νίκη του εθνικιστικού κόμματος, οι Αφρικανοί αποκλείστηκαν από πολύ περισσότερες ειδικότητες, στην βάση κειμένων όπως η Πράξη για τους ιθαγενείς οικοδόμους {Native Building Workers Act). Οι λευκοί προσλαμβάνονταν σε όλες τις ανώτερες θέσεις, ανεξάρτητα από τις προσωπικές τους ικανότητες. Αντιστρόφως, οι Αφρικανοί δεν μπορούσαν να έχουν την επαγγελματική εκπαίδευση, που θα τους επέτρεπε να γίνουν ειδικευμένοι εργάτες και έτσι να κερδίζουν υψηλότερους μισθούς. Η Πράξη βιομηχανικής συμφιλίωσης {Industrial Conciliation Act — νόμος που δημοσιεύτηκε το 1924 και επανεπικυρώθηκε το 1956) δίνει στο εξής την δυνατότητα στον υπουργό Εργασίας να επιφυλάσσει την άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων στα μέλη φυλετικών ομάδων τις οποίες ο ίδιος καθορίζει και απαγορεύει την αναγνώριση νέων «μεικτών» συνδικάτων. Σύμφωνα με τις διατάξεις της τροπολογίας του 1959, τα μεικτά συνδικάτα που ήδη υπήρχαν δεν μπορούσαν να διευρύνουν τις δραστηριότητές τους σε νέους τομείς. Η Πράξη βιομηχανικής συμφιλίωσης καθώς και ο νόμος για την ρύθμιση των εργασιακών διαφορών που αφορούν τους ιθαγενείς εργαζομένους (Native Labour — Settlement of Disputes — Act) απαγορεύουν τους Αφρικανούς να είναι μέλη εργοστασιακών επιτροπών ή να εκπροσωπούν τους μισθωτούς στις «επιτροπές συμφιλίωσης». Επίσης απαγορεύουν την απεργία και την υποκίνηση σε απεργία των Αφρικανών εργατών. Ένα Κεντρικό Συμβούλιο Εργασίας Ιθαγενών, το οποίο αποτελείται αποκλειστικά από λευκούς και λειτουργεί υπό τον έλεγχο του υπουργού Εργασίας, επιφορτίζεται με την λύση των εργασιακών διαφορών. Σύμφωνα με τον ίδιο τον υπουργό Εργασίας, αύτό αποβλέπει να απομακρύνει τους εργαζομένους από τα συνδικάτα τους.
Λίγο αργότερα, η νομοθεσία για το απαρτχάιντ συμπεριέλαβε και την πανεπιστημιακή παιδεία. Προηγουμένως, τα δύο «ανοιχτά» πανεπιστήμια του Ακρωτηρίου και του Γουιτγουοτερσράντ (Γιοχάνεσμπουργκ) δέχονταν χωρίς διακρίσεις και σε ίση βάση τους λευκούς και τους μη λευκούς, οι φοιτητές παρακολουθούσαν τα ίδια μαθήματα και μπορούσαν ελεύθερα να γράφονται στις ίδιες επαγγελματικές ενώσεις, ενώ τα διάφορα πανεπιστήμια που δίδασκαν στην γλώσσα αφρικάανς δέχονταν μόνο λευκούς φοιτητές. Η κυβέρνηση, χωρίς να πάρει καθόλου υπόψη της τις επιφυλάξεις τις οποίες είχε διατυπώσει μια συμβουλευτική επιτροπή την οποία είχε διορίσει για να μελετήσει τα νομοσχέδια, κατέθεσε το Νομοσχέδιο για τον διαχωρισμό της πανεπιστημιακής παιδείας {Separate University Education Bill), το οποίο μετά από πολυάριθμες διαμαρτυρίες υιοθετήθηκε το 1959 με την ονομασία Συμπληρωματικός νόμος για την πανεπιστημιακή παιδεία {Extension of University Education Act), νόμος που στην πράξη αποκλείει τους μη λευκούς από τα πανεπιστήμια του Ακρωτηρίου και του Γουιτγουοτερσράντ και από το παράρτημα του Ντουρμπάν του πανεπιστημίου του Νατάλ, προβλέποντας την δημιουργία τριών «κολεγίων» μόνο για Αφρικανούς, όπου στο καθένα μπορούσε να πηγαίνει μια ιδιαίτερη εθνότητα, και άλλων «κολεγίων» για τους έγχρωμους και τους Ινδούς. Σημαντικές εξουσίες παραχωρήθηκαν στο υπουργείο Μπαντού Παιδείας και τα κολέγια δεν διέθεταν καμιά αυτονομία. Το διδακτικό προσωπικό είναι πρακτικά στο έλεος του υπουργού, ο οποίος διαθέτει εξίσου διευρυμένες εξουσίες σε σχέση με τους φοιτητές: μπορεί να αρνηθεί την εισδοχή τους ή να περιορίσει την πρόσβασή τους σε ορισμένα μαθήματα.
Τον Δεκέμβριο του 1956, μετά από μαζική επιδρομή της αστυνομίας, συλλήφτηκαν εκατόν πενήντα έξι ηγέτες, Αφρικανοί και έγχρωμοι. Το υπουργείο Δημόσιας Τάξης τους κατηγορούσε ότι συμμετείχαν σε συνωμοσία την οποία ενέπνεε ο διεθνής κομμουνισμός για την βίαιη ανατροπή του νοτιοαφρικανικού καθεστώτος. Η προανάκριση διήρκεσε δέκα μήνες αντί έξι εβδομάδες που πρόβλεπε ο εισαγγελέας. Η δίκη για προδοσία — το έγκλημα της προδοσίας προβλέπει την θανατική ποινή — διήρκεσε περισσότερο από τέσσερα χρόνια. Μερικοί από τους κατηγορουμένους απαλλάχτηκαν από τις κατηγορίες στο τέλος του πρώτου χρόνου. Η τύχη των άλλων εξαρτιόταν από την έκβαση της δίκης για τους είκοσι εννιά κύριους κατηγορουμένους, στους οποίους περιλαμβανόταν ο Μαντέλα. Αντικείμενο του κατηγορητηρίου ήταν ολόκληρη η πολιτική του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου από το 1952 μέχρι το 1956 και κάθε έγγραφο το οποίο είχε γράψει κάποιος κατηγορούμενος ή είχε βρεθεί στην κατοχή του εξεταζόταν με την μεγαλύτερη προσοχή. Τελικά, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης υποχρεώθηκε να περιοριστεί στην προσπάθεια ν’ αποδείξει ότι οι κατηγορούμενοι είχαν την πρόθεση να χρησιμοποιήσουν βία. Στην διάρκεια αυτής της δίκης, ο Μαντέλα διευκρίνισε ως εξής την σημασία του αφρικανικού εθνικισμού, έτσι όπως τον. εννοούσε το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο:
«Ένα από τα ρεύματα του αφρικανικού εθνικισμού αρθρώνεται γύρω από το σύνθημα του Μάρκους Γκάρβεϊ: ‘Ή Αφρική στους Αφρικανούς”. Εκφράζεται στα συνθήματα: “Φύγετε από την Αφρική!” και “Οι λευκοί στην θάλασσα!”. Αυτή η έξαρση του αφρικανικού εθνικισμού είναι εξτρεμιστική και υπερεπαναστατική. Το άλλο ρεύμα, εκείνο της Ένωσης Νεολαίας, είναι ο “αφρικανισμός”. Παίρνουμε υπόψη μας την συγκεκριμένη κατάσταση στην Νότια Αφρική και κατανοούμε ότι οι διάφορες φυλετικές ομάδες πρέπει να διατηρηθούν, επιμένουμε όμως στην ουσιαστική προϋπόθεση της προόδου και της συνύπαρξης των φυλών, που είναι το τέλος της κυριαρχίας των λευκών συνοδευόμενο από αλλαγές στην βασική δομή της νοτιοαφρικανικής κοινωνίας τέτοιας φύσης ώστε να εξαφανιστούν οι οικονομικές σχέσεις οι οποίες είναι η αιτία της εκμετάλλευσης και της εξαθλίωσης των κατοίκων της. Κατά συνέπεια, στόχος μας είναι η εθνική απελευθέρωση του αφρικανικού λαού και να εγκαινιάσουμε μια νέα εποχή όπου στην κοινωνία των λαών δεν θα υπάρχουν πια καταπίεση και διώξεις.»
Οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες κυλούσαν. Ο Μαντέλα περνούσε τις μέρες του στο δικαστήριο και τα βράδια του μελετώντας. Το 1959, η δίκη δεν είχε ακόμα τελειώσει, όταν το Παναφρικανικό Κογκρέσο αποφάσισε να οργανώσει τις μαζικές διαμαρτυρίες, που κατέληξαν το 1961 στην σφαγή του Σάπερβιλ.
Το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο κάλεσε σε απεργία σε ένδειξη εθνικού πένθους. Η κυβέρνηση προς στιγμή δίστασε και ανήγγειλε ότι οι νόμοι για τις άδειες κυκλοφορίας θα αναστέλλονταν. Ο Άλμπερτ Λουθούλι έκαψε δημόσια την άδειά του κυκλοφορίας και χιλιάδες Αφρικανοί μιμήθηκαν την χειρονομία του. Σ’ όλη την χώρα κηρύχτηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και το Παναφρικανικό Κογκρέσο απαγορεύτηκαν, δεκαοχτώ χιλιάδες μέλη πολιτικών οργανώσεων φυλακίστηκαν, μεταξύ των οποίων ο Μαντέλα και οι άλλοι κατηγορούμενοι της δίκης για προδοσία, οι οποίοι είχαν προσωρινά απελευθερωθεί. Οι δικηγόροι δεν μπορούσαν πια ν’ αναλάβουν την υπεράσπιση των κατηγορουμένων, που έπρεπε να υπερασπιστούν οι ίδιοι τους εαυτούς τους. Ο Σισούλου, ο Ντούμα Νόκβε, ο Ρόμπερτ Ρέσα και ο Άχμεντ Καθράντα προετοίμασαν μαζί με τον Μαντέλα την υπεράσπισή τους και επέλεξαν τον τελευταίο ως εκπρόσωπο τους. Μετά από τεσσεράμισι χρόνια, ο πρόεδρος του δικαστηρίου Ραμπφ εξέδωσε αθωωτική απόφαση.
Μετά τον νόμο του 1963, που τροποποιούσε την νομοθεσία για τους Μπαντού, οι επιθεωρητές εργασίας μπορούσαν να υποχρεώσουν οποιονδήποτε Αφρικανό να εγκατασταθεί σ’ ένα Μπαντουστάν. Με βάση τον νόμο του 1964 δημιουργήθηκαν «κέντρα βοήθειας στους Μπαντού», τα οποία σύμφωνα με την κυβέρνηση έχουν ως προορισμό να βοηθούν τους Αφρικανούς να βρουν δουλειές που τους ταιριάζουν. Όμως ο δημόσιος υπάλληλος που τα διευθύνει μπορεί ν’ ασκεί εξουσίες δικαστηρίου και θεωρείται ως δικαστικός επιφορτισμένος με την τήρηση της δημόσιας τάξης και μ’ αυτή την ιδιότητα έχει δικαιοδοσία να διατάσσει συλλήψεις. Κάθε άτομο που φτάνει σ’ ένα κέντρο βοήθειας πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κάποιος που οδηγείται σε αστυνομικό τμήμα αφού έχει συλληφτεί χωρίς ένταλμα. Σ’ αυτά τα κέντρα μπορούν να στέλνονται Αφρικανοί που ένας υπάλληλος της επιθεώρησης εργασίας τους έχει απαγορέψει την διαμονή σε αστική περιοχή ή όσοι κατηγορούνται ότι παρέβησαν τον νόμο του 1911 για την χρησιμοποίηση του ιθαγενούς εργατικού δυναμικού. Όταν ένας Αφρικανός γίνει δεκτός σ’ ένα κέντρο βοήθειας, ο διευθυντής του κέντρου μπορεί να τον στείλει σε μια εργασία, να τον στείλει σπίτι του ή να τον στείλει σε σωφρονιστικό ίδρυμα εργασίας, σε στρατόπεδο επανεκπαίδευσης ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος. Ένας Αφρικανός μπορεί να συλληφτεί ανά πάσα στιγμή, εφόσον υπάρχουν λόγοι να θεωρηθεί ότι είναι «άπραγος και ανεπιθύμητος». Αν, κατά την προσαγωγή του σ’ έναν Επίτροπο για Υποθέσεις των Μπαντού, δεν είναι σε θέση να εξηγήσει ικανοποιητικά την κατάστασή του, μπορεί να σταλεί σπίτι του, να κλειστεί σε άσυλο ή σε κέντρο επανεκπαίδευσης, να κρατηθεί για δυο χρόνια σε αγροτικές φυλακές, να συλληφτεί και να υποχρεωθεί να δουλέψει σε κέντρο επανεκπαίδευσης. Η έφεση εναντίον αυτών των αποφάσεων δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, παρά μόνο αν το αποφασίσει ο Επίτροπος για Υποθέσεις Μπαντού. Ως «άπραγοι και ανεπιθύμητοι» χαρακτηρίζονται εκτός από εκείνους που δεν δουλεύουν, ακόμα και αν έχουν πόρους για την συντήρησή τους, όσοι έχουν καταδικαστεί για διάφορα αδικήματα ποινικού δικαίου, καθώς και εκείνοι που έχουν εκτίσει την ποινή τους εφόσον είχαν καταδικαστεί για σαμποτάζ, βίαιες πράξεις ή υποκίνηση σε βίαιες πράξεις για να διαμαρτυρηθούν εναντίον ενός νόμου ή για να υποστηρίξουν μια εκστρατεία που στόχευε στην κατάργηση ή στην τροποποίηση ενός νόμου.
Σ’ ένα άλλο πεδίο, η Νότια Αφρική είναι σήμερα ένα κράτος που στρατιωτικοποιείται όλο και περισσότερο, του οποίου ο προϋπολογισμός για την εθνική άμυνα υπερτριπλασιάστηκε σε τρία χρόνια. Ο υπουργός Άμυνας, ο κ. Φους, δήλωνε μάλιστα στην Γερουσία τον Απρίλιο του 1961: «Η πολιτική μας έγκειται στην συγκρότηση και στον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν κατά κύριο λόγο να εξασφαλίζουν την ειρήνη και την διατήρηση της τάξης στο εσωτερικό της χώρας σε συνεργασία με τις αστυνομικές δυνάμεις.»
Μετά την δίκη για προδοσία, ο Μαντέλα έγινε πολύ δημοφιλής. Οι ηγέτες του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου κατάλαβαν ότι διέθετε τις ικανότητες που απαιτούνταν για να γίνει ο ηγέτης μιας αντιπολίτευσης η οποία στο εξής θα ήταν παράνομη. Η ομιλία που έβγαλε το 1961 στην Παναφρικανική Συνδιάσκεψη {All–In African Conference) τον ανέδειξε σε γραμματέα του Εθνικού Συμβουλίου Δράσης, το οποίο ήταν επιφορτισμένο με την διεξαγωγή της καμπάνιας για εθνική συντακτική συνέλευση.
Στην Αντίς Αμπέμπα και στην διάρκεια μιας μεγάλης περιοδείας που έκανε στην συνέχεια, είχε γόνιμες συνομιλίες με αρχηγούς αφρικανικών κρατών και με τους ηγέτες της αντιπολίτευσης στην Μεγάλη Βρετανία. Στην συνέχεια επέστρεψε στην Νότια Αφρική για να ξαναρχίσει αντιστασιακή δραστηριότητα, που συνέβαλε να γίνει μύθος το «Μαύρο φελλόχορτο» {The Black Pimpernel), όπως τον αποκαλούσαν.
Ο Νέλσον Μαντέλα
Ο Νέλσον Μαντέλα, κύριος κατηγορούμενος στις δύο γνωστές δίκες κατά των νοτιοαφρικανών πατριωτών ηγετών (το 1962 και το 1964), υπερασπίστηκε ο ίδιος τον εαυτό του. Στις δύο αυτές αγορεύσεις του παρουσιάζει την ιστορία του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC) από το ξεκίνημά του και αποκαλύπτει τη διαδικασία μέσα από την οποία οι ηγέτες του πέρασαν διαδοχικά από τη νομιμόφρονα αντιπολίτευση στην απεργία και από την απεργία στο σαμποτάζ.
Ο Νέλσον Μαντέλα ανήκε στον βασιλικό οίκο του Τρανσκέι. Γεννήθηκε το 1918 στα περίχωρα της Ουμτάτας. Όταν ήταν δώδεκα ετών πέθανε ο πατέρας του και τη μόρφωσή του ανέλαβε ο ανώτερος φύλαρχος. Όταν ήταν δεκαέξι ετών μπήκε στο Fort Hare University College, στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ. Παρακολούθησε μαθήματα διά αλληλογραφίας για την απόκτηση διπλώματος φιλολογίας και γράφτηκε στη νομική σχολή στο πανεπιστήμιο του Γουιτγουότερσραντ. Αργότερα, έγινε υπάλληλος σε γραφείο λευκών δικηγόρων, περιμένοντας να ανοίξει το δικό του δικηγορικό γραφείο σε συνεργασία με τον Όλιβερ Τάμπο. Σε ηλικία είκοσι πέντε ετών εντάχτηκε στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο. Από το 1952, που διοργάνωσε την Εκστρατεία Απείθειας στους άδικους νόμους, ίσχυαν εναντίον του ποικίλες διοικητικές απαγορεύσεις. Κατηγορούνταν για απείθεια, ανατρεπτικές ενέργειες και ότι είχε σχέση με τον διεθνή κομουνισμό. Το 1956 καταδικάστηκε σε εννέα μήνες φυλακή με αναστολή. Το 1961 στην παναφρικανική συνδιάσκεψη εκλέχτηκε γραμματέας του εθνικού συμβουλίου δράσης. Μετά από μια μεγάλη περιοδεία στην Αφρική και στη Μεγάλη Βρετανία ξανάρχισε την αντιστασιακή του δραστηριότητα. Συνελήφθη στις 5 Αυγούστου 1962 μετά από καταγγελία κάποιου χαφιέ, αφού είχε δράσει δεκαεπτά μήνες στην παρανομία. Στη δίκη της Πρετόριας (1962), η κατηγορία εναντίον του ήταν ότι είχε υποκινήσει τους αφρικανούς εργαζομένους να απεργήσουν και ότι είχε φύγει από τη Νότια Αφρική χωρίς να διαθέτει επικυρωμένο διαβατήριο: καταδικάσθηκε τρία χρόνια καταναγκαστικά έργα. Στη δίκη της Ριβόνιας (1963-1964) κατηγορούνταν για σαμποτάζ και επαναστατική συνωμοσία με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης και ότι ήταν συνένοχος μιας εισβολής από το εξωτερικό στη Νότια Αφρική: καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Στις αρχές του 1989, μετά από τη διεθνή κατακραυγή, αναγγέλθηκε ο κατ’ οίκον περιορισμός του. Μετά την απελευθέρωσή του (1990) και τον εκδημοκρατισμό της χώρας εξελέγη πρόεδρος της Νότιας Αφρικής (1994-1999). Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ ειρήνης (1993).
Το κείμενο και η φωτογραφία αντλήθηκαν από το βιβλίο: Νέλσον Μαντέλα. Το Άπαρχαϊντ. Ένθετο της εφημερίδας Κυριακάτικη. Εκδόσεις Ηρόδοτος Αθήνα 2006.