Η έναρξη της επανάστασης στην Κρήτη το 1821
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 – 1830 στην Κρήτη
-
Η δράση της Φιλικής Εταιρείας στην Κρήτη
Το ζήτημα της δράσης της Φιλικής Εταιρείας στην Κρήτη δεν έχει ακόμη επαρκώς μελετηθεί. Είναι βέβαιο ότι οι αρχηγοί της Εταιρείας δεν προγραμμάτισαν ή δεν μπόρεσαν να οργανώσουν συστηματικά τον επαναστατικό ευαγγελισμό στην ακραία αυτή περιοχή του ελληνισμού, εξαιτίας των δυσμενών τοπικών συνθηκών και της μεγάλης απόστασης. Εντούτοις τα κηρύγματα της Εταιρείας είχαν φτάσει και στην Κρήτη και πολλοί επιφανείς Κρήτες ιερωμένοι, έμποροι και διανοούμενοι, που ζούσαν στην Πόλη ή στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, είχαν ενωρίς μυηθεί. Οι γνωστοί Δαιμονάκηδες, φυγάδες στη Μολδοβλαχία μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, ο Ηρακλειώτης έμπορος στη Σμύρνη Μαγδαληνός ή Λαδάς, ο επίσκοπος Ιεράς Αρτέμιος, ο μητροπολίτης Γεράσιμος Παρδάλης, ο Καλλίνικος Κριτοβουλίδης, οι Σφακιανοί πλοιοκτήτες Παναγιώτης Ψαρουδάκης και Ανδρέας Φασούλης και πολλοί άλλοι ήταν φιλικοί. Στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας μυήθηκε την 1 Σεπτεμβρίου 1816 ο κρητικός λόγιος Εμμανουήλ Βερνάρδος, που είναι και ο πρώτος επίσημος κήρυκας της Φιλικής Εταιρείας στην Κρήτη. Κατέβηκε στα Σφακιά το Σεπτέμβριο του 1819, φαινομενικά για να φέρει βιβλία και χρήματα στο σχολείο της Παναγίας της Θυμιανής, στην πραγματικότητα όμως για να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση στο νησί και να κατηχήσει τοπικούς παράγοντες. Ανάμεσα στους πολλούς που κατήχησε ήταν και ο Αναγνώστης
Μανουσογιαννάκης από τη Νίμπρο. Ο Β. Ψιλάκης διασώζει τον «ανεκφράστως φρικτόν» όρκο του Μανουσογιαννάκη : ((Ευχαριστούμαι να δοκιμάσω καί υπομείνω τον σκληρότερον Θάνατον, εάν λείψω εξ ολων των άνωθεν υποσχέσεων μου η εάν γίνω επίορκος ή προδότης ή επίβουλος κατά των ομογενών μου και κατά των εταίρων της Πατρίδος».
Το Δεκέμβριο 1819 έφτασε στα Χανιά άλλος απόστολος της Φιλικής Εταιρείας, ο Τζιώτης καθηγητής Βαρνάβας Πάγκαλος, από παλαιά οικογένεια Κρητών φυγάδων. Οι καρποί της δράσης του υπήρξαν πλούσιοι. Κατήχησε αμέσως το γιατρό Ρενιέρη, τον Κουβαρίτη, καθώς και το διαβόητο κρυπτοχριστιανό της Μεσαράς Χουσειν (Μιχαήλ) Κουρμούλη. Ο Βαρνάβας κατήχησε επίσης τον επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκη, τον ηγούμενο της μονής Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερό, τον ηγούμενο της Γωνιάς Παρθένιο Ραπτάνη, τον Ιωάννη Δαμβέργη από το Ρέθυμνο, τον Ανδρέα Παχυνάκη ή Παχυναντρουλή, έναν από τους σεμνότερους αγωνιστές του 1821, κ.ά. Ο ιεροδιάκονος Καλλίνικος ο Βερροιαίος, που ίδρυσε στα Χανιά αλληλοδιδακτική σχολή, είχε σταλεί επίσης από τους Φιλικούς. Όπως μας πληροφορεί ο Ζαχ. Πρακτικίδης, ο Καλλίνικος «εσύστησε και αδελφούς της Φιλικής Εταιρείας τους σημαντικωτέρους της πόλεως μετά του επισκόπου αγίου Κυδωνίας κυρ Καλλινίκου».
Ένα σπάνιο έγγραφο, γραμμένο με τον κώδικα των Φιλικών, πιστοποιεί τη μύηση του Σφακιανού Ιωάννη Μπιράκη : ((Εις το όνομα της μελλούσης σωτηρίας. Καθιερώνω ιερέα Φιλικόν και αφιερώνω εις την αγάπην της Φιλικής Εταιρείας και την υπεράσπισιν των μεγάλων ιερέων των Ελευσινείων συμπολιτών τον Ιωάννη Πιράκη του Γιώργη,έκ πατρίδος Σφακία, ετών πεντήκοντα πέντε, ως θερμόν υποστηρικτήν της ευδαιμονίας της πατρίδος, κατηχηθέντα και ορκωθέντα παρ’ εμού (μονογραφή δυσανάγνωστη) εις Σφακία τη είκοσι Φιλικών, Απριλίου είκοσι)).
Η δράση λοιπόν της Φιλικής Εταιρείας στην Κρήτη ήταν σημαντική. Η μέλλουσα να εκραγεί επανάσταση είχε ήδη αρκετά στηρίγματα, τους επιφανέστερους ανθρώπους στο νησί. Κατάλογο των Κρητών Φιλικών δημοσίευσε πρόσφατα ο Στ. Μανουράς.
-
Η έκρηξη της επανάστασης του 1821
Ο ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης Σπ. Τρικούπης μέμφεται τους Κρητικούς γιατί βράδυναν να κινηθούν : «Αν και η επανάστασις εξηπλώθη καθ’ όλην την Πελοπόννησον και διεδόθη και εις το Αιγαίον, αν και πλοία υπό σημαίαν ελληνικήν εφαίνοντο κατά τα παράλια της Κρήτης, οι κάτοικοι αυτής και οι επί των πεδινών και οι επί των ορεινών τόπων δεν εσείσθησαν παντάπασιν* οι δε αρχιερείς κατέβαλον πάσαν φροντίδα εις διατήρησιν της ησυχίας καθ’ όλην την νήσον εκδώσαντες εγκυκλίους προς τους υπό την ποιμαντορίαν των». Άποψη υπερβολική και άδικη. Πολύ διαφορετική και ασφαλώς πιο δίκαιη είναι η κρίση του Διον. Κόκκινου : «Το φαινόμενον της επαναστάσεως της Κρήτης είναι μοναδικόν εις όλην την ιστορίαν του ελληνικού αγώνος. Ήτο μία έγερσις εγκαθείρκτου και αλυσοδέτου τιτάνος με μόνην δύναμιν την ελληνικήν του συνείδησιν, την ζωτικότητά του, την φιλοτιμίαν του και την οργήν του. Και αυτή η δύναμις ήτο αρκετή όχι μόνον διά ν’ αρχίση η επανάστασις αφ’ εαυτής, αλλά και να συνεχισθή ακατάβλητος, λάμπουσα εις την όλην ελληνικήν εποποιίαν με το φως του αυθορμήτου της, σχεδόν αγρία εκ των ανεκδιηγήτων μαρτυρίων εναντίον των οποίων υψώθη, καταδυομένη και αναδυομένη διαρκώς εντός κυμάτων αίματος, αντλούσα ολοένα δυνάμεις από τον σκληρότατον αγώνα της».
Η έκρηξη της επανάστασης στην Κρήτη αμέσως έπειτα από την εξέγερση της Πελοποννήσου, ήταν φαινομενικά αδύνατη. Δύο ήταν τα μεγάλα εμπόδια : η παντελής έλλειψη όπλων και εφοδίων και η μεγάλη αναλογία του τουρκικού πληθυσμού και η αγριότητά του. Η επαναστατική απόφαση φαίνεται πραγματικά παράλογη, αν υπολογίσει κανείς τις δυνάμεις των αριθμών. Ο Καλλίνικος Κριτοβουλίδης, ο εγκυρότερος απομνημονευματογράφος του Κρητικού αγώνα, γράφει χαρακτηριστικά: « Απροετοίμαστοι, λοιπόν και εγκαταλελειμμένοι εις μόνους εαυτούς κα~ τηλθον εις τον αγώνα… Τα πολεμοφόδιά των ησαν κα3 αρχάς μόνον τεσσαράκοντα βαρελάκια πυρίτιδος, ήτοι οκάδες 360…
Πού δε ο μόλυβδος και ο χάρτης ; Τα βιβλία των Εκκλησιών και τα βαρίδια των στατήρων και ό,τι έτερον του είδους τούτου ευρίσκετο πρόχειρον, εχρησίμευσαν το πρώτον διά την κατασκευήν χαρτουτσίων και φυσιγγίων. Ο δε Κρης επί πολλούς μήνας ηγόραζε δι ιδίας δαπάνης αντί τριών, τεσσάρων ή και πέντε ισπανικών ταλλήρων εκάστην οκάν πυρίτιδες. Μετρητά προς τούτοις ήσαν τα όπλα εις εκείνην την εποχήν, διέ ων επέδειξαν την πρώτην αντίστασίν των, ουχί βεβαίως πλειότερα των 1200, εξ ων μεν Σφακιανών ήσαν περί τα οκτακόσια…)).
Από το άλλο μέρος, η επιτήρηση των τουρκικών αρχών ήταν άγρυπνη. Μόλις έγινε γνωστό το κίνημα στην Πελοπόννησο, η τουρκική διοίκηση της Κρήτης διέταξε το μητροπολίτη Γεράσιμο Παρδάλη να συγκαλέσει στο Μεγάλο Κάστρο όλους τους επισκόπους της νήσου, προφανώς για να κρατηθούν ως όμηροι. Κάτω από την πίεση αυτή ο μητροπολίτης έστειλε τις σχετικές προσκλήσεις, αλλά παραλλήλως ειδοποίησε μυστικά τους επισκόπους να μη μεταβούν στο Ηράκλειο. Προέβλεπε βέβαια τη μέλλουσα μεγάλη σφαγή. Πέντε επίσκοποι ήρθαν και κανένας δεν σώθηκε.
Οι επαναστατικές κινητοποιήσεις άρχισαν στα Σφακιά από τις αρχές Απριλίου 1821. Στις 7 Απριλίου έγινε συνέλευση των Σφακιανών στα Γλυκά Νερά, για να εξεταστεί η γενική κατάσταση στην Κρήτη και η δυνατότητα να συμπράξουν πολλές επαρχίες σε μια ενδεχόμενη επανάσταση. Το πάθημα του 1770 ήταν για τους Σφακιανούς οδυνηρή εμπειρία και είχαν κάθε λόγο να είναι προσεκτικοί και επιφυλακτικοί. Η συνέλευση επαναλήφθηκε στις 15 Απριλίου στην Παναγία τη Θυμιανή. Εδώ αποφασίστηκε η επανάσταση, αλλά οι εχθροπραξίες άρχισαν λίγο αργότερα, στις αρχές Ιουνίου. Επίσημη ημέρα έναρξης του Κρητικού αγώνα θεωρείται η 14 Ιουνίου 1821, ημέρα κατά την οποία σημειώθηκε η πρώτη νικηφόρα μάχη στο Λούλο Χανίων. Την ημερομηνία αυτή παρέχει και η πρώτη επίσημη προκήρυξη της Γενικής Συνελεύσεως των Κρητών : «Οι κάτοικοι της νήσου Κρήτης, πλήρεις από υψηλόν και ευγενές της ελευθερίας αίσθημα, έλαβον κατά της οθωμανικής τυραννίας τα όπλα
περί τας 14 του μηνός Ιουνίου εν έτει 1821…)). Σε λίγες ημέρες οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν και η Κρήτη έμπαινε με τη σειρά της στον πανελλήνιο επαναστατικό χορό.
-
Βιαιοπραγίες των Τούρκων
Η εκδίκηση των Τούρκων υπήρξε φοβερή. Στις 19 Ιουνίου απαγχονίστηκε ο επίσκοπος Κισάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκης και ο επίσκοπος Κυδωνιάς Καλλίνικος Σαρπάκης φυλακίστηκε μαζί με το διάκο του Αρτέμιο. Οι ηγούμενοι των μοναστήριών σκοτώθηκαν επίσης. Ομάδα εξαγριωμένων μουσουλμάνων μπήκε στη γυναικεία μονή του Τιμίου Προδρόμου, στις Κορακιές Ακρωτηρίου, μετόχι της μονής Γδερνέττου, και ατίμασαν και κατέσφαξαν τις μοναχές, όπως παραδίδει σχετικό χρονικό : ((…Ήρθανε η δεύτερη ομάδα οργισμένοι και αυτοί και όσες καλόγριες δεν επροφθάσανε να φύγουνε τις ατιμάσανε και έπειτα εδώσανε φωτιά στο μοναστήρι και εφύγανε… Ύστερα έμεινε έρημο το μοναστήρι και ακατοίκητο)). Οι σφαγές ήταν άγριες και στην πόλη των Χανίων, όπου 400 χριστιανοί χάθηκαν μέσα σε λίγες ημέρες.
Τα ίδια συνέβησαν και στο Ρέθυμνο, όπου ο επίσκοπος Γεράσιμος Περδικάρης ή Κοντογιαννάκης φυλακίστηκε εις ένα καταφρονεμένον και άχρηστον οσπίτιον και τόσον δυσώδες…)). Τον επόμενο χρόνο απαγχονίστηκε και αυτός. Είναι ιδιαίτερα φρικιαστική η πληροφορία ότι οι Τούρκοι ράντισαν με το αίμα της καρδιάς του τις σημαίες τους, για να νικήσουν.
Αλλά οι βιαιότητες κορυφώθηκαν στο Μεγάλο Κάστρο. Οι Τούρκοι της πόλης είχαν ζητήσει από τον Σερίφ πασά την άδεια να οπλοφορούν όλοι. Στις 23 Ιουνίου έφτασε στο λιμάνι του Κάστρου τουρκικό πλοίο, που έφερε την είδηση για τις βιαιοπραγίες στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη και τον απαγχονισμό του πατριάρχη. Αυτό ήταν το έναυσμα για τη μεγαλύτερη σφαγή που γνώρισε η Κρήτη και έμεινε στη μνήμη του λαού ως «ο μεγάλος αρπεντές». Το πρωί της 24 Ιουνίου οι Τούρκοι έσφαξαν το μητροπολίτη Γεράσιμο Παρδάλη και τους επισκοπούς Κνωσού Νεόφυτο, Χερρονήσου Ιωακείμ, Λάμπης και Σφακίων Ιερόθεο, Σητείας Ζαχαρία και Διοπόλεως Καλλίνικο. Η μητρόπολη λεηλατήθηκε και παραδόθηκε στις φλόγες, οι ηγούμενοι των μοναστηριών και άλλοι κληρικοί βρήκαν τραγικό θάνατο. Σε 800 υπολογίζονται οι νεκροί της ημέρας εκείνης στο Μεγάλο Κάστρο και στα περίχωρα. Ανάμεσά τους ήταν οι επισημότεροι Έλληνες, όπως ο διάσημος για τη λογιότητά του γιατρός Ιωάννης Λευθεραίος. Μόνο οι έντονες διαμαρτυρίες των υποπροξένων της Αγγλίας και της Γαλλίας συγκράτησαν τους Τούρκους και έσωσαν τους Έλληνες από την ολοσχερή καταστροφή.
Ανάλογα έγιναν και στην ανατολική Κρήτη. Τον επίσκοπο Πέτρας Ιωακείμ τον έσφαξαν οι Τούρκοι του Χουμεριάκου στη μονή Αρετίου. Η μονή Τοπλού λεηλατήθηκε και πολλοί μοναχοί σφάγηκαν. Ένα έγγραφο από τα Σφακιά μας δίνει όλη τη δραματική εικόνα της τουρκικής θηριωδίας: «…//ας ήλθαν τόσα και τόσα κακά και δυστυχίαι από τους άθεους και απίστους Αγαρηνούς, τους εχθρούς μας, εις όλον το γένος μας, εις την αθλίαν Κρήτην όμως εγίνη πολύ κακόν εις τους χριστιανούς, βάνοντας αρχήν από τους αρχιερείς και ιερείς, μοναχούς και λαϊκούς και αφάνισαν και εφόνευσαν όλους,.. Τους άλλους από φούρκα, σπαθί και μπάλλα τους επέρασαν. Ηγουμένους των ιερών μοναστηρίων, ιερείς και μοναχούς και καθεξής όσους ηύραν άλλους εδιχοτόμησαν, άλλους από δυσβάτους και εγκρεμνώδεις τόπους κατεκρήμνισαν, τας ωραίας γυναίκας εκράτηξαν διά κακήν των επιθυμίαν, τα από μασθούς βρέφη εδιχοτόμουν, τα από εξ και επτά χρόνων παιδιά τα ετούρκιζαν οι επάρατοι, φωτιά εις τας εκκλησίας… και άλλα τινά ανόσια έπραττον οι ανοσιουργοί βάρβαροι…». Κάτω από τις συνθήκες αυτές είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι η επανάσταση στην Κρήτη κηρύχθηκε και γιγαντώθηκε και κρατήθηκε δέκα ολόκληρα χρόνια ζωντανή.
-
Τα γεγονότα του πρώτου έτους
Η κρητική επανάσταση είχε φυσικό κέντρο και ορμητήριο τα Σφακιά. Από τα Σφακιά ξαπλώθηκε με ταχύτητα φυσικού φαινομένου σε όλη τη Δυτική Κρήτη. Οι Τούρκοι επιχείρησαν επανειλημμένος να διαλύσουν τις επαναστατικές εστίες στα ορεινά χωριά της Κυδωνίας και του Αποκόρωνα, για να κινηθούν προς τα χωριά των Σφακίων. Άγριες μάχες διεξάγονται κατά το θέρος του 1821 στα Κεραμειά, στη Μαλάξα και στον Αποκόρωνα. Τους επαναστάτες οδηγούν οι Σφακιανοί οπλαρχηγοί Α. Παναγιώτου και Γεώργιος Δασκαλάκης (ή Τσελεπής, εγγονός του Δασκαλογιάννη), ο Σήφακας από τον Αποκόρωνα και οι αδελφοί Χάληδες (Ιωάννης και Βασίλειος) από το Θέρισο. Οι προσπάθειες των Τούρκων αποτυγχάνουν. Οι αγάδες των χωριών αναγκάζονται να ζητήσουν καταφύγιο στο φρούριο των Χανίων, όπου οι συνθήκες γίνονται ολοένα και δυσκολότερες από έλλειψη τροφίμων και εφοδίων. Σημαντική νίκη σημείωσαν οι Έλληνες στις 15 Ιουνίου στους Λάκκους της Κυδωνίας. Ο Λατίφ πασάς των Χανίων με 5.000 άνδρες ηττήθηκε κατά κράτος και ο στρατός του διασκορπίστηκε στην προσπάθειά του να πατήσει το Θέρισο, ισχυρό επαναστατικό κέντρο στην ορεινή Κυδωνία. Κατά την υποχώρησή τους οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τον οπλισμό και τα εφόδιά τους. Με τη νίκη αυτή η επανάσταση στερεώθηκε στην περιοχή των Χανίων.
Ανάλογα συνέβησαν και στην περιοχή του Ρεθύμνου. Ένα τουρκικό εκστρατευτικό σώμα, που επιχείρησε να κινηθεί προς τα Σφακιά, χτυπήθηκε από τους ρεθυμνιώτες οπλαρχηγούς Αναγνώστη και Πέτρο Μανουσέλη, Δεληγιαννάκη, Αντ. Χελιδόνη, Γ. Τσουδερό κ.ά. στα Ρούστικα και στον Αγ. Κωνσταντίνο και αποδεκατίστηκε. Οι αρχηγοί των Τούρκων Κουντούρης και Γλυμίδης σκοτώθηκαν κατά τις συγκρούσεις αυτές. Την ίδια ημέρα οι οπλαρχηγοί Ρούσος Βουρδουμπάς, Β. Κουρμούλης, Γ. Τσουδερός, Πωλογιώργης και Μελιδόνης αντιμετώπισαν επίθεση των Αμπαδιωτών Τούρκων του Αμαρίου στη θέση Άγιος Ιωάννης ο Καημένος. Η νίκη των επαναστατών ήταν μεγάλη. Από τα λάφυρα των εχθρών οπλίστηκαν πολλοί άοπλοι επαναστάτες.
Στις ανατολικές επαρχίες η επανάσταση εκδηλώθηκε λίγες μέρες αργότερα. Η πεδινή φύση της περιοχής, ιδιαίτερα στα
Ηρακλειώτικα, η μεγάλη απόσταση από τα Σφακιά, το φυσικό οχυρό της κρητικής επανάστασης, αλλά και οι προληπτικές βιαιότητες των Τούρκων με τις αθρόες σφαγές ήταν φυσικό να κάνουν διστατικούς τους κατοίκους της περιοχής. Στην περιοχή του Ηρακλείου η επανάσταση ξεκίνησε από τη Μεσαρά, η οποία γειτονεύει με το Μυλοπόταμο και τον Άγιο Βασίλειο. Ψυχή της επανάστασης εδώ ήταν ο Μιχάλης Κουρμούλης, από τη μεγάλη οικογένεια των κρυπτοχριστιανών της Μεσαράς. Με τις πρώτες κιόλας επαναστατικές κινητοποιήσεις οι Τούρκοι έκριναν φρόνιμο να περιοριστούν στα μεγάλα φρούρια και στα οχυρά χωριά της υπαίθρου.
Οι Τούρκοι γνώριζαν καλά ότι η κρητική επανάσταση δεν θα μπορούσε να κατασταλεί παρά μόνο με την καταστροφή των Σφακίων. Κατά τα τέλη Ιουλίου 1821 ο Σερίφ πασάς του Ηρακλείου, με την ιδιότητα του σερασκέρη της Κρήτης, οργάνωσε μεγάλη εκστρατεία, στην οποία συνέπραξαν και οι άλλοι πασάδες του νησιού. Ισχυρό εκστρατευτικό σώμα 3.500 ανδρών, με πυροβολικό και ιππικό, ξεκίνησε από το Ηράκλειο, με αρχηγό το διαβόητο Καούνη. Ο Ομέρ αγάς της Σητείας έστειλε και αυτός 1.500 άνδρες και ο Οσμάν πασάς του Ρεθύμνου κινητοποίησε περισσότερους από 2.000 άνδρες. Έτσι η τουρκική δύναμη από τα ανατολικά και το Ρέθυμνο έφτασε στους 8.000 άνδρες. Προσπάθεια των Ελλήνων να αναχαιτίσουν την τουρκική στρατιά στην περιοχή του Ρεθύμνου απέτυχε και πολλοί οπλαρχηγοί σκοτώθηκαν, όπως ο γενναίος παπα-Γιάννης Σκορδίλης. Οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να αποσυρθούν σε περισσότερο ασφαλείς θέσεις, ενώ ο τουρκικός στρατός κατέστρεψε τα χωριά του Αποκόρωνα και έφτασε στον κόλπο της Σούδας, όπου ενώθηκε με το στρατό των Χανίων. Οι καταστροφές της περιοχής του Αποκόρωνα είναι ανεκδιήγητες. Τα θύματα της τουρκικής θηριωδίας, κυρίως γέροι και γυναικόπαιδα, ξεπέρασαν τις 3.000. Μόνο στο Θέρισο κατόρθωσαν οι επαναστάτες να αναχαιτίσουν την ορμή των τουρκικών δυνάμεων. Στη μάχη της 19 Αυγούστου, που έγινε εκεί, οι Τούρκοι έχασαν 200 άνδρες και ο ίδιος ο Καούνης σκοτώθηκε. Αλλά και πολλοί Κρητικοί έχασαν τη ζωή τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Στέφανος Χάλης.
Οι Σφακιανοί είχαν ήδη αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης και έκαναν δραματικές εκκλήσεις για επείγουσα βοήθεια. Σε έγγραφο της 14 Αυγούστου 1821 προς τους Σπετσιώτες έγραφαν : ((Στενοχωρημένοι είμεθα από όλα, δύναμις πλέον δεν μας έμεινε, καθ’ ότι ο εχθρός μάς πολεμά και διά ξηράς και διά θαλάσσης, βέβαια η έλλειψις των ελληνικών πλοίων είναι ο αφανισμός των χριστιανών…)). Ζητούν εναγωνίως ((μπαρούτια, μολύβια, άρματα)), αλλά προπαντός μερικά πλοία, που θα κάμουν την εμφάνισή τους στα κρητικά παράλια και θα κατατρομάξουν τους Τούρκους. Σε άλλο έγγραφο, με την ίδια χρονολογία, γράφουν προς τους προκρίτους των Σπετσών : ((Δεν μας έμεινεν πλέον ούτε καιρός ούτε νους δια να σας διηγηθώμεν την αθλίαν κατάστασιν της πατρίδος μας. Ο ήδη ερχόμενος προς την αγάπην σας καπετάν Παύλος Μπελιβανάκης θέλει σας εκτραγωδήσει διά ζώσης φωνής τον τέλειον αφανισμόν της πατρίδος. Οι εχθροί εβγήκαν και από τας τρεις χώρας (δηλ. τα τρία μεγάλα φρούρια,) έως 25 χιλιάδες ομού με τους τρεις βεζυράδες της Κρήτης και μας περικύκλωσαν από την στερεόν και ώρα την ώραν ορμούσιν εις το καστέλλιόν μας… Λοιπόν, διά αγάπην Χριστού κάμετε, στείλετε μερικά από τα ευλογημένα καράβια σας, όσα κρίνετε εύλογον, να απαντήσωμεν την ορμήν των εχθρών…)).
Η αναμενόμενη βοήθεια δεν έφτασε βέβαια και οι Τούρκοι με τον Οσμάν πασά του Ρεθύμνου κατόρθωσαν να εισδύσουν στα Σφακιά στις 29 Αυγούστου. Η επαρχία υπέστη φρικτή καταστροφή, ανάλογη με εκείνη του 1770. Οι οπλαρχηγοί στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να σώσουν τις οικογένειές τους και τον άμαχο πληθυσμό, που έντρομος είχε καταφύγει στα φαράγγια και στις παραλίες με την ελπίδα της σωτηρίας με πλοία, δεν πρόβαλαν ουσιαστική αντίσταση στον εχθρό. Οι απομνημονευματογράφοι του Κρητικού αγώνα (Κριτοβουλίδης, ’ Πρακτικίδης) κατηγορούν ανοικτά τους Σφακιανούς και αποδίδουν την καταστροφή στην αλαζονική αδιαφορία, στην αδράνεια, στις μικροψυχίες και στις προσωπικές αντιθέσεις τους. Χάθηκε έτσι μια λαμπρή ευκαιρία να συντρίβει η τουρκική στρατιά με ενέδρες και με κλεφτοπόλεμο σε μια περιοχή που από τη φύση της προσφέρεται σε τέτοιου είδους αγώνα. Μετά την καταστροφή των Σφακίων οι Τούρκοι επέστρεψαν στα φρούριά τους. Η επανάσταση στην Κρήτη φάνηκε να έχει κατασταλεί και οι Τούρκοι έσπευσαν να διαβεβαιώσουν γι’ αυτό την Υψηλή Πύλη.
Εντούτοις η επανάσταση κρατούσε ακόμη και γρήγορα αναζωπυρώθηκε. Το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο 1821 οι επαναστάτες κατόρθωσαν να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους και να απωθήσουν τους Τούρκους από τον Αποκόρωνα και την Κυδωνία. Ωστόσο είχε γίνει πια σαφές ότι ο αγώνας δεν μπορούσε να συνεχιστεί με επιτυχία αν δεν υπήρχε ενιαία στρατιωτική και πολιτική διοίκηση. Η πολυαρχία, η φιλοδοξία και η μόνιμη ασυμφωνία των οπλαρχηγών, ιδιαίτερα των Σφακιανών και των Κατωμεριτών, εμπόδιζαν την κοινή και προγραμματισμένη με στρατιωτικό σχέδιο πολεμική δράση. Η ανάδειξη, εξάλλου, ενός αρχηγού θα δημιουργούσε στενότερο σύνδεσμο με τις άλλες ελληνικές περιοχές και θα ευνοούσε την υποστήριξη του κρητικού αγώνα. Οι Κρήτες απευθύνθηκαν προς τον Δημήτριο Υψηλάντη και του ζήτησαν το διορισμό ενός Γενικού Αρχηγού της Κρήτης.
Το παραπάνω κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο: Η ιστορία της Κρήτης του Θεοχάρη Δετοράκη 1990.