Ιερά Μονή Προφήτη Ηλία Ρούστικων
Ένα από τα πολλά μοναστήρια που αναπτύχθηκαν επί Ενετοκρατίας κοντά ή και μέσα στο όμορφο χωριό Ρούστικα. Το χωριό απέχει από το Ρέθυμνο 16 χιλιόμετρα και βρίσκεται σε ένα πράσινο κατάφυτο τοπίο.
Περιοχή με έντονη θρησκευτική ζωή, διασώζει τις μνήμες της μοναστηριακής ιστορίας με ερειπωμένα κελλιά, παλιούς ναούς και πλήθος τοπικών παραδόσεων.
Η Μονή Προφήτη Ηλία Ρουστίκων είναι το μοναδικό μοναστήρι της ευρύτερης περιοχής που διατηρείται ως τις μέρες μας. Είναι μοναστήρι φρουριακού τύπου με την κεντρική είσοδο στη βόρεια πλευρά του κτηριακού συγκροτήματος. Στο υπέρθυρο διαβάζουμε την κτητορική επιγραφή με το όνομα του Ηγουμένου Μητροφάνη Βλαστού και τη χρονολογία 1641. Φαίνεται πως ήταν μοναστήρι που ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Βλαστών, από την οποία προέρχονταν και οι ηγούμενοι. Η χρονολογία 1641 δείχνει πως οι οικοδομικές εργασίες πρέπει να μην είχαν ολοκληρωθεί όταν άρχισε η κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, το 1645. Ο αρχικός αρχιτέκτονας χρησιμοποίησε τα παραδοσιακά στοιχεία της ορθόδοξης μοναστηριακής αρχιτεκτονικής. Είναι μοναστήρι φρουριακού τύπου, με τα κελλιά να καταλαμβάνουν τη νότια πλευρά καθώς και τμήμα της ανατολικής. Η μεγάλη Τράπεζα (στενό ορθογώνιο κτήριο για τις κοινές συνεστιάσεις) βρίσκεται στη δυτική πλευρά όπου ήταν και το ηγουμενείο.
Η Τουρκική κατάκτηση
Η τουρκική κατάκτηση το 1645 βρήκε το μοναστήρι ατέλειωτο, με πολλά και σημαντικά έργα που δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί. Μια προσπάθεια ολοκλήρωσης των έργων κατά το 1667 προκάλεσε την επέμβαση των τουρκικών αρχών, αλλά ο Ιεροδίκης Ρεθύμνης (Οθωμανός) δικαίωσε τη μονή. Τότε οι μοναχοί προσπαθούσαν να οικοδομήσουν το βορδοναρείον και τις αποθήκες. Επί Τουρκοκρατίας λειτουργούσε εκεί άτυπο σχολείο, αλλά η μονή υπέστη πολλά λόγω των τουρκικών αυθαιρεσιών. Το 1821 πούλησε τα πολύτιμα αντικείμενά της για να αγοράσει όπλα και πυρομαχικά για τους επαναστάτες.
Μετά την επανάσταση οργανώθηκε εκ νέου ο μοναστικός βίος και ζωγραφίστηκαν οι περισσότερες από τις εικόνες του τέμπλου από τον Αντώνιο Βεβελάκη.
Περιγραφή της Μονής
Το καθολικό της μονής είναι τρίκλιτη βασιλική με τρούλο, το κεντρικό κλίτος είναι αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία (20 Ιουλίου), και τα άλλα δύο στην Αγία Τριάδα (κινητή εορτή), και στην Αγία Ζώνη (31 Αυγούστου). Το κωδωνοστάσιο που άπτετε του ναού είναι ίδιου τύπου με αυτό του καθολικού της Μονής Αρκαδίου, ενετικής εποχής και μοναδικά στην Κρήτη. Το τέμπλο του ναού έφτιαξε ο καλλιτέχνης Αετός Κατζουράκης τον 19ο αιώνα.
Στην βορειοδυτική πλευρά της αυλής του μοναστηριού υπάρχει ένα μεγάλο κτήριο που άρχισε να κτίζεται το 1911 αλλά δεν τελείωσε ποτέ.
Στο μοναστήρι αυτό φυλάσσονται λείψανα Αγίων, βιβλία και χειρόγραφα της Ενετικής εποχής.
Μεγάλο μέρος του παραπάνω κειμένου αντλήθηκε από το βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη, Βυζαντινές εκκλησίες και μοναστήρια της Κρήτης.
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ
ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΑΙΑ
- Η γεωγραφική θέση της Ιεράς Μονής
του Προφήτη Ηλία
Στο νομό Ρεθύμνης, στην ομώνυμη επαρχία, συναντά κανείς το παλιό ημιορεινό χωριό Ρούστικα. Το χωριό αυτό βρίσκεται νοτιοανατολικά των Λευκών Ορέων και απέχει, περίπου 22 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νομού, το Ρέθυμνο.
Η ιστορία του χωριού Ρουστίκων είναι πολύ παλαιό και η αρχή της εντοπίζεται από τους επιστήμονες στην δεύτερη Βυζαντινή περίοδο, από το 961-1204 μ.Χ. Η μεγαλύτερη ακμή του ανωτέρω χωριού εμφανίζεται σύμφωνα με τους ερευνητές το δωδέκατο αιώνα.
Το 1210 οι Ενετοί κατέλαβαν τη σημερινή επαρχία Ρεθύμνης, μετονόμασαν τον άγνωστο σε μας συνοικισμό της επαρχίας σε Rustica. Η ονομασία αυτή προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από την λατινική λέξη rustica, που σημαίνει αγροτικά, επειδή στην περιοχή αυτή υπήρχαν εκτεταμένοι αγροί, αγρότες και γενικά οικογένειες, που ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης.
Το Μοναστήρι
Νοτιοδυτικά του προμνημονευόμενου χωρίου, βρίσκεται η Ιερά Μονή του Προφήτη Ηλία, η οποία με την πολύχρονη ιστορία και προσφορά της, υπήρξε και αποτελεί ένα αξιόλογο προσκύνημα, ένας τόπος αγιασμού και κατανύξεως για ολόκληρο το λαό της Κρήτης.
Το σημείο όπου είναι οικοδομημένη είναι επικλινές, έχει σχήμα τετράγωνο και η έκταση, που καλύπτει συνολικά, φτάνει τα 2.000 τετραγωνικά μέτρα. Η μοναδική πύλη από την οποία μπορεί κάποιος προσκυνητής να εισέλθει στον περίβολό της βρίσκεται βόρεια.
Διασκελίζοντας κανείς την πύλη αυτή, αντικρύζει το Καθολικό της Μονής, ένα μεγαλοπρεπή ναό, γύρω από τον οποίο απλώνονται τα βοηθητικά κτίρια του μοναστηριού, παλιότερα και μεταγενέστερα.
-
Το Καθολικό και τα γύρω κτίσματα της Ιεράς Μονής
Στο μέσο της αυλής, όπως ήδη κάναμε λόγο, δεσπόζει το Καθολικό, το οποίο στολίζουν τα διάφορα δένδρα, που είναι φυτεμένα γύρω του.
Ο Ναός είναι αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα, στην Αγία Ζώνη και στον Προφήτη Ηλία, είναι όμως γνωστός σαν ναός του Προφήτη Ηλία. Αρχιτεκτονικά, ο ρυθμός του είναι τρίκλιτη βασιλική με τρούλλο. Ενώ όμως έχει τρία κλίτη, στο Ιερό Βήμα υπάρχει μόνο μία αψίδα, η κεντρική. Ολόκληρος ο ναός είναι κτισμένος με πελεκητές ασβεστολιθικές πέτρες, εκτός από μερικά σημεία, όπου παρατηρείται αργολιθοδομή.
Οι εξωτερικοί τοίχοι είναι καλυμμένοι με παχύ στρώμα ασβεστοκονιάματος και η στέγη του είναι κεραμοσκεπής. Ο ναός ανακαινίσθηκε για τελευταία φορά στις αρχές του 19ου αιώνα. Περισσότερες λεπτομέρειες για την εξωτερική όψη μπορεί να αποκομίσει κανείς μελετώντας το σχέδιο της κατόψεως του ναού.
Εσωτερικά ο ναός έχει δύο κιονοστοιχίες, οι οποίες τον διαιρούν σε τρία κλίτη. Σε κάθε κιοναστοιχία ανοίγονται τρία μεγάλα τόξα, ώστε η επικοινωνία μεταξύ των κλιτών να είναι φυσική και άνετη. Δύο κίονες και δύο πέσοι βαστάζουν το βάρος του τρούλλου.
Ο κυρίως ναός χωρίζεται από το Ιερό Βήμα με ένα ξυλόγλυπτο τέμπλο, το οποίο φέρει τρεις εισόδους, όσα είναι δηλαδή και τα κλίτη του. Το δάπεδο του ιερού είναι κατά τρεις βαθμίδες υπερυψωμένο του κυρίως ναού, ενώ δεξιά- αριστερά της Αγίας Τράπεζας βρίσκονται οι χώροι της Προθέσεως και του Διακονικού.
Όσον αφορά στην αγιογράφηση του ναού, τα εικονογραφημένα μέρη είναι πολύ λίγα, οπότε και οι αγιογραφίες λιγοστές. Στο θόλο εικονίζεται ο Παντοκράτωρ, στα τύμπανα οι τέσσερις μεγάλοι Προφήτες Δανιήλ, Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ και στην αψίδα η Θεοτόκος στη γνωστή αγιογραφική σύνθεση της Πλατυτέρας.
Στις επιφάνειες των πλάγιων τοίχων έχουν αναρτηθεί παλιές φορητές εικόνες (Άγιος Αντώνιος, Άγιος Νικόλαος…). Παράλληλα με τις εικόνες έχει τοποθετηθεί μέσα σε υαλοπίνακα και ένα χρυσοκέντητο έργο, που απεικονίζει την αποκαθήλωση του Χριστού. Γύρω από το πανάχραντο σώμα του Χριστού στέκονται οκτώ πρόσωπα (Απόστολοι, Θεοτόκος, Μυροφόρες και Άγγελοι).
Τέλος, αξιοσημείωτα είναι τα ξυλόγλυπτα μέρη, που συναντά κανείς στο Καθολικό (άμβωνας, επισκοπικός θρόνος, προσκυνητάρι και τέμπλο). Το περίτεχνο τέμπλο είναι έργο του γνωστού Κρητικού ξυλογλύπτη Αετού Κατζουράκη και λαξεύτηκε το 1844.
Βορειοδυτικά του Καθολικού είναι κτισμένο το τρίλοβο κωδωνοστάσιο, το οποίο είναι κατασκευασμένο από πελεκητές ασβεστολιθικές πέτρες, και είναι ενσωματωμένο στο Ναό. Φέρει τρεις καμπάνες, οι οποίες έχουν κατασκευασθεί στα Μεδιόλανα της Ιταλίας, ένα ηλιακό ωρολόγιο, πάνω από το οποίο υπάρχουν δύο στενόμακρες ορθογώνιες πλάκες με την επιγραφή, που αναφέρεται στο χρόνο ανοικοδόμησης του κωδωνοστασίου (20 Ιουλίου 1637).
Βόρεια επίσης του Καθολικού υπάρχει ένα υπόγειο φρέαρ με νερό και μιά κυκλική τράπεζα η οποία είναι κατασκευασμένη από ένα τεράστιο πελεκητό ασβεστόλιθο. Η τράπεζα αυτή σύμφωνα με τους μελετητές, θα χρησιμοποιούνταν για αγιασμούς, αρτοκλασίες και άλλες εκκλησιαστικές τελετές. Ανατολικά και δυτικά του ναού είναι κτισμένα πέντε και τέσσερα κελλιά αντίχτοιχα. Νότια υπάρχουν μόνο δύο κελλιά, από τα οποία το ένα έχει μετατραπεί σε βιβλιοθήκη και καθιστικό. Όλα τα κελλιά έχουν σχήμα ορθογώνιο, είναι διώροφα, με στέγες και χαμηλές εισόδους και με ευθύγραμμο η τοξωτό υπέρυθρο. Αυτός ο τρόπος κατασκευής, ανάγεται ιστορικά στους χρόνους της Τουρκοκρατίας.
Επιπλέον δυτικά του Καθολικού εκτός από τα τέσσερα κελλιά στο ισόγειο άπαντά κανείς, μιά λίθινη κτιστή τράπεζα 18 τετραγωνικών μέτρων σχήματος ορθογωνίου με κτιστό πεζούλι. Σ’ αυτή την τράπεζα κάθονταν οι πατέρες της Μονής και φυσικά το πλήθος των προσκυνητών, που συνέρρεε και συρρέει κάθε χρόνο κατά το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου. Δίπλα από την τράπεζα βρίσκεται ο ξενώνας, κτίριο μεταγενέστερο και μισοτελειωμένο. Στο ισόγειο του ξενώνα υπάρχουν βοηθητικοί χώροι, ενώ στο τέλος της πτέρυγας συναντά κανείς το οστεοφυλάκιο. Μία λίθινη εξωτερική κλίμακα οδηγεί σ’ αυτό το χώρο της αναπαύσεως. Εκτός της Ιεράς Μονής έχουν ανεγερθεί ορισμένα παρεκκλήσια, τα οποία άλλα είναι σήμερα κατερειπωμένα, όπως τα παρεκκλήσια του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, του Αγίου Αντωνίου, της Αγίας Φωτεινής, άλλα είναι ακέραια, όπως η Ιερά Μονή Παναγίας Κεράς, η Αγία Παρασκευή και ο Άγιος Γεώργιος.
Ίδρυση – Ιστορία της Ιεράς Μονής
Πότε ακριβώς Ιδρύθηκε η Ιερά Μονή και ποιος ήταν ο ιδρυτής δεν γνωρίζομε. Από τις σωζόμενες μέχρι σήμερα επιγραφές συμπεραίνουμε, ότι το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία πρέπει να υπήρχε από τα μέσα του 16ου αιώνα. Συγκεκριμένα η πρώτη γραπτή μαρτυρία, η οποία μας πληροφορεί για το θέμα αυτό, είναι η επιγραφή του Κωδωνοστασίου με ημερομηνία 20 Ιουλίου 1637, η οποία κατά λέξη έχει ως εξής: «ΑΧΛΖ (1637) HOYHOY Κ. και ΔΕΗΣΙΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ, ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΒΛΑΣΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ».
Η δεύτερη γραπτή μαρτυρία είναι η επιγραφή του πυλώνος με ημερομηνία 30 ’Ιουλίου 1641. Η επιγραφή αυτή έχει ως εξής: «ΑΧΜΑ (1641) ΙΟΥΛΙΟΥ Λ. ΔΕΗΣΙΣ Κ. ΕΞΟΔΩΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΠΟΤΑΙ ΜΑΡΚΟΜΑΝΟΛΟΠΟΥΛΟΥ».
Άλλες τρεις επιγραφές συναντούμε σε τρεις παλιές καμπάνες της Ιεράς Μονής, οι οποίες αναφέρονται χρονολογικά στα έτη κατασκευής τους, 1565, 1634 και1636 αντίστοιχα. Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε, ότι το Καθολικό και το κωδωνοστάσιο υπήρχαν από τα μέσα του 16ου αιώνος.
Η ιστορία της Μονής του Προφήτη Ηλία Ρουστίκων έχει συνδεθεί με την βυζαντινή οικογένεια των Βλαστών, η οποία έδωσε στην Κρήτη αρκετούς επώνυμους άνδρες, λογίους και ιερωμένους. Σαν παράδειγμα αναφέρουμε τον Μητροφάνη Βλαστό, ηγούμενο και ανακαινιστή της Ιεράς Μονής κατά την χρονική περίοδο 1630-1640. Μεταγενέστερα έχουμε τον Κοσμά Βλαστό και Ιερεμία Βλαστό. Οικόσημο μάλιστα της οικογένειας των Βλαστών υπάρχει στη Βόρεια πλευρά του οστεοφυλακίου της Μονής.
Το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία έγινε Σταυροπηγιακό, για πρώτη φορά το 1713 με σχετικό σιγγίλιο του Πατριάρχου Κυρίλλου Δ’ (1711-1713). Το δεύτερο Σταυροπηγιακό σιγγίλιο το εξέδωσε ο Πατριάρχης Σωφρόνιος Β’ (1774-1780) με την ευκαιρία της ανανεώσεως των σταυροπηγιακών της προνομίων. Τέλος το 1797 ο εθνομάρτυς Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ και η Δωδεκαμελής Πατριαρχική Σύνοδος εξέδωσε σιγγίλιο, στο οποίο με βαρυσήμαντους όρους κατοχυρωνόταν η σταυροπηγιακή ιδιότητα της Μονής του Προφήτη Ηλία.
Μερικά χρόνια αργότερα, το 1823, οι Τούρκοι καταλαμβάνοντας την περιοχή κατέστρεψαν το χωριό Ρούστικα μαζί με το μοναστήρι. Μετά από οκτώ χρόνια, το 1831, ανακαινίσθηκε εκ θεμελίων από τον τότε ηγούμενο Συμεών Καβάκη, όπως άλλωστε μαρτυρεί η κτητορική επιγραφή, που βρίσκεται στη βόρεια εξωτερική πλευρά του καθολικού. Η επιγραφή αυτή έχει ως εξής: ΑΩΛΑ (1831) ΜΗΝΙ… ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ Ο ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ ΑΝΕΥ ΤΟΝ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟΥ ΕΞΙΔΙΑΣ ΔΑΠΑΝΗΣ ΑΥΤΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΙΜΙΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ».
Η Ιερά Μονή του Προφήτη Ηλία από την εποχή της ιδρύσεώς της μέχρι σήμερα έχει διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, όχι μόνο στην ιστορία της Εκκλησίας της Κρήτης, αλλά και στην ιστορία της Μεγαλονήσου. Κατά τις περιόδους της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας αποτέλεσε το σπουδαιότερο κέντρο αφυπνίσεως του Κρητικού λαού, το βασικό πυρήνα αντιστάσεως κατά των κατακτητών, τον τόπο ανεφοδιασμού των αγωνιστών, τη φιλόξενη στέγη φιλαδελφίας και συμπαραστάσεως, το σταθμό περίθαλψης και θαλπωρής των καταδυναστευομένων Κρητών, και το κέντρο σιτίσεως απόρων και πτωχών οικογενειών. Επιπλέον στον χώρο της Ιεράς Μονής λειτουργούσε σχολείο, χωρίς τα άλλα σχολεία, που χρηματοδοτούσε η ίδια στην πόλη Ρέθυμνο. Ακόμα Έλληνες και ξένοι ερευνητές επισημαίνουν, ότι στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία λειτουργούσε ένα αξιόλογο εργαστήριο χριστιανικής Τέχνης. Αρκετοί αγιογράφοι, γλύπτες, λαξευτές, καλλιγράφοι και οικοδόμοι αποφοιτούσαν από αυτό το πνευματικό φυτώριο και αποστέλλονταν με τις ευχές των πατέρων, σε διάφορες περιοχές της Κρήτης προκειμένου να «Ιστορήσουν» και να εικονογραφήσουν ναούς. Οι τεχνίτες αυτοί με την μπογιά και το πινέλο, με την πέτρα και το σφυρί ιστορούσαν την ορθόδοξη πίστη και γίνονταν μεγαλοφωνότατοι κήρυκες της Θείας Αποκαλύψεως.
Μετά την Τουρκοκρατία η Ιερά Μονή ανακαινίζεται κτιριακά και παράλληλα νέοι άνθρωποι έρχονται να μονάσουν σ’ αυτή. Οι πατέρες αυτοί γίνονται συνεχιστές και ενσαρκωτές της κληρονομιάς των προηγουμένων πατέρων. Προσεύχονται, νηστεύουν, αγρυπνούν, δίδουν μιά Ορθόδοξη μαρτυρία εντός και εκτός της Ιεράς Μονής. Καθημερινός τους μόχθος είναι να μεταγγίσουν τη ζωή του Χριστού στις ψυχές των ανθρώπων.
Το 1940-42, επί γερμανικής κατοχής, οι πατέρες της Ιεράς Μονής του Προφήτη Ηλία, διεφύλαξαν με κίνδυνο της ζωής τους ολόκληρα τα μουσεία των πόλεων Ηρακλείου και Χανίων από τον κατακτητή, από την βέβαιη καταστροφή. Τέλος στις αρχές του αιώνος μας το μοναστήρι «εξήνθησε ώσεί κρίνον».
Το παραπάνω κείμενο αντλήθηκε από ένα βιβλίο του 1995. Έκδοση της Ιεράς Μονής Προφήτη Ηλία Ρούστικων και αποτελεί ένα πολύ μικρό μέρος της ύλης του βιβλίου.
Pingback: Τα Ρούστικα και η κοίμησης της Θεοτόκου | www.ipy.gr