Ψηφίδες από τη ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη
Παιδικά χρονιά στην Κρήτη
Το Μεγάλο Κάστρο είχε τέσσερις καστρόπορτες κάθε ηλιοβασίλεμα οι Τούρκοι τις κλείδωναν και κανένας δεν μπορούσε πιά όλη τη νύχτα, μήτε να μπει μήτε να βγει, οι λιγοστοί χριστιανοί που ήταν μέσα έπεφταν έτσι στη φάκα, σαν έβγαινε πάλι ο ήλιος άνοιγαν. Μπορούσαν λοιπόν οι Τούρκοι τη νύχτα, όσο ήταν διπλοκλειδωμένες οι καστρόπορτες, να κάμουν σφαγή γιατί μέσα στην πολιτεία οι Τούρκοι ήταν πιο πολλοί, κι είχαν και το τούρκικο ασκέρι.
Τότε, ύστερα από λίγες μέρες, ήταν που έζησα την πρώτη σφαγή. Τότε ήταν που ο παιδικός μου νους πίσω από την όμορφη μάσκα – πίσω από την πράσινη γης, το καρπισμένο αμπέλι, πίσω από τη θάλασσα κι από το σταρένιο ψωμί, κι από το χαμόγελο της μάνας – είδε, για πρώτη φορά, το αληθινό πρόσωπο της ζωής – το κρανίο.
Τότε, για πρώτη φορά, κρυφά μέσα στο σπλάχνο μου, έπεσε ο σπόρος, που έμελλε, πολύ αργότερα, ν’ ανθίσει και να δέσει καρπό το αθόλωτο, μερόνυχτα ανοιχτό, χωρίς φόβο και χωρίς ελπίδα, τρίτο μέσα του μάτι.
Καθόμασταν διπλομανταλωμένοι μέσα στο σπίτι, ο ένας κολλημένος με τον άλλο, η μάνα μου, η αδερφή μου κι εγώ, γρικούσαμε να περνούν απόξω από την πόρτα μας ξεφρενιασμένοι οι Τούρκοι, να βλαστημούν, να φοβερίζουν, να σπάζουν τις πόρτες και να σφάζουν τους χριστιανούς. Ακούγαμε τις φωνές και το ρόχο των λαβωμένων, τα σκυλιά που γάβγιζαν και μια βουή στον αέρα, σαν να γίνουνταν σεισμός. Ο κύρης, πίσω από την πόρτα, με γεμάτο το τουφέκι, περίμενε κρατούσε, θυμούμαι, μια μακρουλή πέτρα, ακόνι το ’λεγε, κι ακόνιζε ένα μακρύ μαυρομάνικο μαχαίρι. Περιμέναμε. Μας είχε πεί: «Αν σπάσουν την πόρτα οι Τούρκοι και μπούνε μέσα, θα σας σφάξω πρώτα, να μην πέσετε στα χέρια τους». Κι ήμασταν σύμφωνοι όλοι, η μάνα μου, η αδερφή μου κι εγώ, και περιμέναμε.
Τις ώρες εκείνες, θαρρώ, αν γινουνταν ορατά τ’ αόρατα, θα ’βλεπα την ψυχή μου να μεστώνει. Απότομα, από παιδί, σε λίγες ώρες, ένιωσα γινούμουν άντρας.
Έτσι πέρασε η νύχτα ξημέρωσε, έπεσε η βουή, ο θάνατος αλάργαρε. Ανοίξαμε με προσοχή την πόρτα, προβάλαμε έξω το κεφάλι μερικές γειτόνισσες είχαν κρυφανοίξει δειλά το παράθυρο κι ερευνούσαν το δρόμο. Ο Τούρκος κουλουρτζής, ο σπανός, με την ψιλή φωνούλα, περνούσε τη στιγμή εκείνη, με μια μεγάλη λαμαρίνα στο κεφάλι, και διαλαλούσε τραγουδιστά τα κουλούρια του με κανέλα και σουσάμι. Τι ευτυχία ήταν ετούτη, πως όλα ξαναγεννήθηκαν, πρώτη φορά βλέπαμε ουρανό και σύννεφα και λαμαρίνα φορτωμένη μυρωδάτα κουλούρια… Μου πήρε η μάνα μου ένα και το μασούλιζα με άφραστη ηδονή.
- Μάνα, ρώτησα, έφυγε η σφαγή;
Η μάνα τρόμαξε.
- Σώπα, μου αποκρίθηκε, σώπα, παιδί μου, μη μελετάς τ’ όνομά της! Μπορεί να σε ακούσει να ξαναγυρίσει.
Έγραψα τη λέξη «σφαγή» και σηκώθηκε η τρίχα μου γιατί η λέξη αυτή, τότε που ήμουν παιδί, δεν ήταν πέντε γράμματα της αλφαβήτας, κολλημένα το ένα πλάι στο άλλο, ήταν βουή μεγάλη και πόδια που κλοτσούσαν τις πόρτες και πρόσωπα φριχτά που κρατούσαν ανάμεσα στα δόντια τους ένα μαχαίρι κι ολούθε στη γειτονιά γυναίκες που σκλήριζαν κι άντρες που πίσω από τις πόρτες, γονατιστοί, γέμιζαν το τουφέκι. Και μερικές άλλες λέξες, για μας που ζούσαμε παιδιά την εποχή εκείνη στην Κρήτη, στάζουν αίμα πολύ και δάκρυο, κι απάνω τους είναι σταυρωμένος ολάκερος λαός οι λέξεις: ελευθερία, Άι-Μηνάς, Χριστός, επανάσταση…
Βαριά κι άχαρη η μοίρα του ανθρώπου που γράφει γιατί είναι φυσικά αναγκασμένος να χρησιμοποιεί λέξεις, να μετατρέπει δηλαδή τη μέσα του ορμή σε ακινησία. Η κάθε λέξη είναι σκληρότατο τσόφλι που κλείνει μέσα του μεγάλη εκρηχτική δύναμη για να βρεις τι θέλει να πει πρέπει να την αφήνεις να σκάζει σαν οβίδα μέσα σου και να λευτερώνει έτσι την ψυχή που φυλακίζει.
Απόσπασμα από την Αναφορά στον Γκρέκο
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
1883 : Γεννιέται στο Ηράκλειο.
1902 -1906: Σπουδάζει νομικά στην Αθήνα.
1907 -1909: Σπουδάζει στο Παρίσι, όπου επηρεάζεται από τη διδασκαλία του Bergson.
1914: Γνωρίζεται με τον Άγγελο Σικελιανό και ταξιδεύουν μαζί στο Άγιο Όρος
και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.
1918-1919: Ταξιδεύει στην Ελβετία και στη Ρωσία ως ανώτατος κρατικός υπάλληλος
για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου.
1922 : Μένει στη Βιέννη και για περισσότερο καιρό στο Βερολίνο.
1924: Επιστρέφει στην Ελλάδα και στην Κρήτη.
1925 -1929 : Επιχειρεί τρία ταξίδια στη Ρωσία.
1932 -1933 : Πολύμηνο ταξίδι στην Ισπανία.
- : Ταξίδι στην Ιαπωνία και στην Κίνα.
- : Παρακολουθεί ως ανταποκριτής της εφημερίδας “Καθημερινή”.
τον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία.
- : Μία πρόσκληση του Βρετανικού Συμβουλίου τον φέρνει στην Αγγλία,
όπου και ζει τους πρώτους μήνες του Β Παγκοσμίου Πολέμου.
- : Επιστρέφει στην Ελλάδα και ζει στην Αίγινα όλον τον καιρό
του Πολέμου & της Κατοχής.
1946: Φεύγει για την Αγγλία και μένει για λίγο στο Cambridge. Τον Σεπτέμβριο του 1946 εγκαθίσταται στο Παρίσι και για μικρό διάστημα εργάζεται ως σύμβουλος λογοτεχνίας στην UNESCO.
1948 : Εγκαθίσταται στην Antibes της μεσημβρινής Γαλλίας, εργαζόμενος πάντα
και παρακολουθώντας τις αλλεπάλληλες μεταφράσεις και δημοσιεύσεις σε ξένες γλώσσες των έργων του.
1957: Ταξιδεύει στην Κίνα και εκεί αρρωσταίνει. Φτάνει στην Κοπεγχάγη και από κει στην πανεπιστημιακή κλινική του Freiburg όπου και πεθαίνει στις 26 Οκτωβρίου 1957.
Συνοπτική Εργογραφία
Ασκητική, κείμενο σχετικά σύντομο, πολύ συμπυκνωμένο, που εκφράζει τη μεταφυσική πίστη του Καζαντζάκη.
1927 -1941: Ταξιδεύοντας. Πολύτομη σειρά με εντυπώσεις από ταξίδια στην Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτο, Σινά, Ιαπωνία και Κίνα, Αγγλία, Ρωσία, Ιερουσαλήμ και Κύπρο.
1929 ■ 1938: Οδύσεια. Έργο μεγαλόπνοο σε 24 ραψωδίες και 33.333 δεκαπεντασύλλαβους ιαμβικούς στίχους.
1938 -1948: Σειρά από δράματα με θέματα από την αρχαία εποχή και τη σύγχρονη ιστορία:
Προμηθέας, Καποδίστριας, Κούρος (ή Θησέας), Νικηφόρος Φωκάς, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Χριστόφορος Κολόμβος.
1946 -1957: Στροφή προς το μυθιστόρημα με σκοπό την επικοινωνία με το πλατύτερο κοινό.
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946),
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1948),
Ο Καπετάν Μιχάλης (1950), Ο τελευταίος πειρασμός (1951),
Ο φτωχούλης του Θεού (1953),
Αναφορά στο Γκρεκο (δημοσίευση μετά το θάνατο του συγγραφέα, στα 1961.
Απόσπασμα από την α γραφή του έργου
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται
(Αρχεία τον Ιστορικού Μουσείου Κρήτης)
Την ώρα που οι άνθρωποι, μπερδεμένοι στα πάθη τους, σκότωναν και σκοτώνουνταν, δέρναν και δέρνουνταν, ή μοχτοϋσαν ν’ ανηφορίσουν στον ουρανό, τα στάχυα ήσυχα, σίγουρα, μέστωναν, ψώμωναν, γέμιζε το κεφάλι τους σιτάρι κι έγερναν στη γης το λαιμό τους να θεριστούν.
Κεφαλοδέθηκαν οι κοπέλες με άσπρες μπολίδες, να μην τις κάψει ο ήλιος, φούχτωσαν τα δρεπάνια τους και ξεχύθηκαν χαράματα στον κάμπο. Είχαν κιόλα ξεχάσει τον κίντυνο που πέρασε απάνω από το χωριό τους, σιγοκουβέντιαζαν για τη χήρα, και γελούσαν και κοκκίνιζαν κι αγρίευαν φέρνοντας, στο νου τους το σεϊζη, που τον είχαν δει την άλλη μέρα το πρωί να κρέμεται στον πλάτανο, μισόγυμνος και κουτσουρεμένος.
Φυσούσε αγέρας, και το φριχτό ψοφίμι καμπάνιζε τρίζοντας κι είχε βγαλμένη έξω κατάμπλαβη τη γλώσσα του και τη δάγκανε.
Μα γλύκαινε το πρόσωπό τους, όταν έφερναν στο νου τους το Μανολιό.
Οι μάνες τους, γυρίζοντας τρεχάτες από την πλατεία, κυνηγημένες από τον Αγά, στορούσαν και δεν αποχόρταιναν, πως πρόβαλε στην πόρτα του Αγά, περήφανος, όμορφος και ξανθός σαν αρχάγγελος – κι αυτό που λεν οι κακές γλώσσες πως τάχατε έβγαλε λέπρα στο πρόσωπο, ψέματα, καλέ, ψέματα, το πρόσωπό του έλαμπε εφτακάθαρο σαν του ήλιου.
Μπήκαν στα σπαρμένα κι άρχισαν να παίζουν πιτήδεια το δρεπάνι, σα να κυνηγούσαν και ν’ αγκάλιαζαν, χέρωναν φουχτιές φουχτιές τα στάχυα, τα ’καναν αγκαλιές και τα σώριαζαν πίσω τους δεμάτια. Και δώσ’ του να κακαρίζουν και να πετούν λόγια πειραχτικά για τους λεβέντες του χωριού και να τερερίζουν τα κουσούρια τους – τούτος καμπούριζε, εκείνος ήταν στραβοπόδης, ο άλλος τσεύδιζε … Και τα πιο πολλά κουσούρια τα ’χε αυτός που πιο πολύ, κρυφά μέσα τους, λαχτάριζαν.
Νεοελληνικός πολιτισμός
Τί πήρε από τον πατέρα του, τί από τη μάνα του ο διγενής νεοέλληνας; Ψάχνουμε να βρούμε τη νέα ψυχή μας στα δημοτικά τραγούδια, στους χορούς, στα κεντήματα, στη μουσική, στην αρχιτεκτονική του ελληνικού σπιτιού, στις συνήθειες, στις γιορτές, στις παροιμίες, στη γλώσσα μας και βλέπουμε τα δύο ρέματα, το ντόπιο ελληνικό και το ανατολίτικο, πότε να τρέχουν παράλληλα χωρίς να σμίγουν, πότε να σμίγουν και να παλεύουν λυσσασμένα και σπάνια ακόμα να έχουν φτάσει σε οργανική ένωση. Ο νεοέλληνας αγαπάει τη ζωή του, φοβάται το θάνατο, αγαπάει την πατρίδα και συνάμα είναι παθολογικά ατομικιστής, κολακεύει σα βυζαντινός τον ανώτερο, τυραννεί σαν αγάς τον κατώτερο και συνάμα μπορεί να σκοτωθεί για το φιλότιμο. Είναι έξυπνος και άβαθος χωρίς μεταφυσική αγωνία και συνάμα όταν αρχίσει να τραγουδάει μια πίκρα παγκόσμια πετιέται από τ’ ανατολίτικα σωθικά του, σπάζει την κρούστα της ελληνικής λογικής κι ανεβαίνει από τα σπλάχνα του, όλο μυστήριο και σκοτάδι, η Ανατολή.
Περπατάς στην Ελλάδα κι όπου σταθείς ανήσυχες όλο υποψία φυσιογνωμίες σε περικυκλώνουν. Τα αίματά μας θαρρείς και θυμούνται ακόμα τους άγριους γενίτσαρους που περιόδευαν τα χωριά και κάναν το παιδομάζωμα, ή τους κοτσαμπάσηδες που μάζευαν το χαράτζι. Ένας ξένος φαντάζει πάντα σα μια παρουσία επικίνδυνη, ύποπτη, και πρέπει γρήγορα να μάθουν ποιος είναι, τι σκοπούς έχει και να λάβουν τα μέτρα τους. Ύστερα από αιώνες το αίμα θυμάται κ’ η ανησυχία δεν έσβησε. Πρέπει να περάσει λίγο διάστημα, κάποτε δευτερόλεφτα, κάποτε μέρες για να νικηθεί ο προγονικός τρόμος και ν’ ανοίξει η καρδιά του χωριάτη.
Δεν είναι μονάχα παλαιική τρομάρα είναι και περιέργεια, απληστία του Έλληνα να μάθει, να μην του διαφύγει τίποτα, ν’ αποχτήσει, να καρπωθεί. Είναι κ’ η περιέργεια τούτη μια αλαφρότατη μορφή ληστείας και πειρατείας, όπως το φίλημα είναι αλαφρότατη μορφή ανθρωποφαγίας. Όταν ο Έλληνας έφτασε στην κορυφή του, χρησιμοποίησε δηλαδή όλα του τα ελαττώματα και προτερήματα για πνευματική δημιουργία, η περιέργεια αυτή και το κουτσομπολιό κ’ η ανησυχία έγιναν σωκρατικοί διάλογοι και μεταφυσική αναζήτηση από πού και για πού και γιατί.
Όταν πια τελείωνα το ταξίδι και περίμενα στο σταθμό του Άργους, κάτω από τις μεγάλες λεύκες το τραίνο, ένας νέος με τουριστική στολή απόθεσε το σακίδιο του στο παγκάκι όπου καθόμουν κ έπιασε κουβέντα. Έγραφε τραγούδια υπερρεαλιστικά, είχε γυρίσει την Ευρώπη μα τώρα πιάστηκε στη φάκα και πήρε το σακίδιό του, το κοντό παντελονάκι του και το ραβδί του και περιεργάζεται την Ελλάδα. Υψηλή παραστρατημένη διάθεση, ευγένεια κι ανικανότητα, αγνότητα ψυχική και νοητική διαφθορά. Ήθελε μα δεν ήξερε μήτε μπορούσε. Από λόγο σε λόγο φτάσαμε στο μεγάλο πρόβλημα που αρχίζει και συνειδητά να μας απασχολεί και να μας τρώει: Πώς να δημιουργήσουμε κ’ εμείς, πού να στηρίζουμε κ’ εμείς ένα δικό μας νεοελληνικό πολιτισμό; Είχε διαβάσει το Δραγούμη και το Γιαννόπουλο, είχε μελετήσει το βαθύ βιβλίο του Δανιηλίδη, είχε συζητήσει με τους φίλους του, είχε σκεφτεί μόνος του, μα δεν βρήκε γαλήνη ο νους του. Αρχαιολατρεία, φραγκολατρεία, Ανατολή, όλα τα ένιωθε μέσα του μα δεν αρμονίζουνταν μεταξύ τους και δε δίναν καμμιάν ενότητα στη ζωή του.
– Εσείς τι λέτε;
Συχνά έχω δεχτεί κατάστηθα το ερώτημα τούτο μα τόσο ορμητική, πολύπλοκη, ανυπόμονη τινάζονταν η απάντηση που πλαντούσα. Όμως σήμερα το τραίνο αργούσε να έρθει, ο ήσκιος κάτω από τις λεύκες ήταν χαδευτικός και πράος, και το ρώτημα του νέου τόσο αγνό κι ανήσυχο που για χατίρι του προσπάθησα να βάλω κάποια τάξη στην απάντηση και να διατυπώσω όσο μπορούσα πιο στεγνά τη σκέψη μου. —>
Πρώτα πρώτα, του αποκρίθηκα πρέπει να πάρουμε σωστή κι αξιοπρεπή στάση απέναντι στους αρχαίους. Οι αρχαίοι δεν είναι πια δικοί μας μονάχα «πρόγονοι» είναι πρόγονοι όλης της άσπρης φυλής. Δεν πρέπει πια να γινόμαστε γελοίοι καμαρώνοντας για τους αρχαίους σα να είναι χτήμα μας μήτε να τρέμουμε μπροστά τους σα να είμαστε ραγιάδες. Οι πρόγονοι ξέφυγαν πια από την κατοχή μιάς ορισμένης γης και ράτσας, τώρα κ’ αιώνες πήδηξαν από την Ελλάδα στη Δύση, έσμιξαν με καινούριες ράτσες, δημιούργησαν νέο πολιτισμό, αγάπησαν κι αγαπούν όσους τους αγαπούν και τους νιώθουν. Μονάχα γι’ αυτούς είναι βαθιά, πραγματικά πρόγονοι. Μπορούσα μάλιστα να υποστηρίξω και τούτο: Κανένας δεν εννοεί λιγότερο τους προγόνους από τους επίγονους. Μα αυτό θα μας πάει μακριά και δεν έχουμε καιρό.
Ο δυτικός πολιτισμός πάλι είναι καταπληκτική κατάχτηση του νεώτερου ανθρώπου. Είναι σύγχρονός μας, θέμε δε θέμε μας πήραν οι ρόδες του, ταυτίσαμε την τύχη μας με τη δική του. Τρώμε, ντυνόμαστε, κατοικούμε, ενεργούμε, στοχαζόμαστε κάτω από τη φοβερή του παρουσία. Δε γλυτώνουμε από τα νύχια του, κανένα έθνος πια δε γλυτώνει. Κι όποιο αποπειραθεί να γλυτώσει είναι χαμένο θα το φαν όλα τ’ άλλα έθνη. Σήμερα ο κόσμος είναι ένα, η ιδέα διαδίδεται σαν πυρκαγιά και «ασφάλεια» δεν υπάρχει. Ζούμε τον βιομηχανικό πολιτισμό της εποχής μας, που καμιά σχέση δεν έχει μήτε με την κλασική εποχή της ομορφιάς, μήτε με την ανατολίτικη μεταφυσική αποδημία.
Για ένα δυτικό έθνος το πρόβλημα του πολιτισμού δεν είναι τόσο δύσκολο και πολύπλοκο όσο για μας. Προσαρμοσμένοι φυσικά στον τοπίο τους δυτικό πολιτισμό, μάχονται μονάχα να τον προχωρήσουν και να του δώσουν, όσο μπορούν, δικές τους εθνικές αποχρώσεις. Μα εμείς βρισκόμαστε ανάμεσα Ανατολής και Δύσης. Προνομιούχα, λεν, είναι η θέση της Ελλάδας μα και συνάμα επικίνδυνο πολύ γεωγραφικό και ψυχικό σταυροδρόμι του κόσμου. Μέσα μας υπάρχουν βαθιές δυνάμεις, εχθρικές στο ρυθμό της Δύσης. Έχουμε, για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε, να συμφιλιώσουμε μέσα μας τρομερούς δαιμόνους. Ποιο είναι λοιπόν το χρέος μας;
Εγώ έτσι μονάχα μπορώ χοντρικά να το διατυπώσω: Η Ανατολή με τις πολλές μεγάλες λαχτάρες της, με την άμεσή της επαφή με τη μυστηριώδη ουσία του κόσμου, θ’ αποτελεί πάντα για τον Έλληνα το ζεστό, σκοτεινό πλούσιο Υποσυνείδητο. Αποστολή του έχει πάντα ο ελληνικός νους να το ανεβάσει στο φως, να το οργανώσει και να το κάμει συνειδητό. Όταν το κατόρθωσε δημιούργησε αυτό που λέμε: ελληνικό θάμα. Η Ανατολή είναι το άμορφο, ο ελληνικός νους ήταν πάντα η δύναμη που ένα αγαπούσε και ξέτρεχε απάνω απ όλα: τη μορφή. Να δώσουμε μορφή στο άμορφο, να κάμουμε λόγο την ανατολίτικη κραυγή, αυτό είναι το χρέος μας. Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε μήτε την Ανατολή μήτε τη Δύση είναι μέσα μας βαθιά κ’ οι δυο αντίδρομες δυνάμεις και δεν ξεκολούν. Είμαστε υποχρεωμένοι ή να φτάσουμε στο λαμπικάρισμα της Ανατολής, να πετύχουμε δηλαδή μια δυσκολότατη σύνθεση, ή να χαροπαλεύουμε αλύτρωτα δούλοι.
- Δύσκολο έργο, είπε ο νέος.
- Πραγματοποιήθηκε κάποτε, αποκρίθηκα και σηκώθηκα. Κουράγιο!
Το τραίνο έφτανε, αποχαιρέτησα το νέο γελώντας:
- Νερό κι αλάτι όσα είπαμε, του κάνω. Ξέχασε τα. Μην κατσουφιάζετε, μην πολυσκαλίζετε, αφήσετε τη θεωρία. Κινδυνεύετε έτσι να μελετάτε μονάχα το πρόβλημα χωρίς να το ζήτε. Και τα προβλήματα αυτά τα λύνει μονάχα όποιος τα ζει. Μην πάθετε ό,τι λεν, για να κοροϊδέψουν τους φιλόμαθους λεπτολόγους Γερμανούς: Αν δουν δύο πόρτες και στη μια είναι γραμμένο «Παράδεισος» και στην άλλη: «Διάλεξη περί Παραδείσου», όλοι θα τρέξουν στη δεύτερη πόρτα.
Ζήτε μέσα σας όλες τις δυνάμεις που σας έδωκε η Ελλάδα, δουλεύετε μέρα νύχτα, κατορθώσετε να κάμετε ένα στίχο γεμάτο ουσία και τέλεια φόρμα. Έτσι μονάχα θα λύστε, στην περιοχή σας, το πρόβλημα και θα δημιουργήσετε, στην περιοχή σας, νεοελληνικό πολιτισμό. Αγαπάτε και σεις όπως και εγώ το Δραγούμη. Ας θυμηθούμε λοιπόν μια φράση του κι ας την πούμε τώρα που χωρίζουμε:
«Μου αρέσει να νιώθω κι εγώ καμιά φορά πως είμαι ένας από τους πολλούς και περαστικούς άρχοντες του Ελληνισμού και πρέπει να περάσει κι από μένα ο Ελληνισμός για να προχωρήσει».
Εφημερίδα Το Βήμα, 3111/1957 (απόσπασμα)
Τελευταία συνάντηση με τον καζαντζακη
Μέσα σ’ ένα δασύ πάρκο, σπαρμένο κόκκινες στέγες, «ανακάλυψα» το σπίτι που γύρευα. Ο κήπος, η διπλή σκάλα, τα πράσινα παράθυρα – ήταν όπως σ’ όλα τα σπίτια γύρω. Μα η πόρτα τούτη είχε άλλο νόημα για τον Έλληνα επισκέπτη…
Άνοιξη, εδώ και τριάμιση χρόνια, και βρισκόμουνα στις Κάννες. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα ήταν η Αντίμπ, η «Αντίπολη» – κι ο Καζαντζάκης. Έν’ απόγεμα χτύπησα την πόρτα του.
Ένα παντζούρι του σιωπηλού σπιτιού άνοιξε με κόπο, κι η αναμενόμενη μορφή πρόβαλε ερωτηματική. Η ηλικία, ο στοχασμός, οι αγωνίες, η αρρώστια, την είχαν σκάψει, αλλά δεν την είχανε δαμάσει. Σε λίγο, μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο, που τόκαναν πιο «μυστικό» οι σκιές των δέντρων, είχα πάλι απέναντι μου το Λεβέντη της Κρήτης, γερασμένο, μα ακατάβλητο.
Σχέδιο του γραφείου του Ν. Καζαντζάκη στην Αντίπολη της Νότιας Γαλλίας. Εκτίθεται στην αίθουσα Καζαντζάκη του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης.
Πολλοί τον λάσπωσαν, τον προπηλάκισαν, τον λιθοβόλησαν – Έλληνες, φυσικά, τον Έλληνα Προφήτη. Τυφλωμένοι από πάθος, φθόνο και προλήψεις. Ή, κλείνοντας εκούσια τα μάτια μπρος στην Αλήθεια του. Μα θα πρέπει, όλοι αυτοί, να μην τον γνώρισαν – έστω και λίγο – από κοντά. Αλλιώτικα η εμπάθειά τους θάσβηνε μπροστά στον Άνθρωπο. Ο Καζαντζάκης – ο εναγώνιος, ο ερημίτης – είχε το χάρισμα να σε κυριεύει. Ούτε «κωζέρ» ήτανε, ούτε χαριτολόγος, ούτε διαχυτικός. Όμως, πολύ σύντομα, ένιωθες οικεία και άνετα μαζί του. Καμιά πόζα κανένα «ύφος» δεν έβαζαν φραγμούς στην επαφή. Σε λίγη ώρα, είχες βρει ένα φίλο και, μαζί μια μεγάλη, ελληνική καρδιά.
Τις τρεις – τέσσερις φορές, που ειδωθήκαμε, κείνο τον καιρό, τις ώρες που καθίσαμε κουβεντιάζοντας μέσα στο σκιερό δωμάτιο, αγάπη κι αγανάχτηση μαζί με πλημμύριζαν. Αγάπη για κείνον, αγανάχτηση για τους διώχτες του. Ο «προδότης των ελληνικών θεσμών» λαχταρούσε αδιάκοπα για την Ελλάδα – ο «άθεος» μιλούσε κάθε τόσο για την αγωνία του να βρει και να σώσει το Θεό του – ο «ανήθικος» ήταν η φλεγόμενη βάτος της Αρετής – ο «πουλημένος κουκουές» ήταν ο ακατάβλητος εραστής της Ελευθερίας… Φυσικά, για να τ’ανακαλύψεις όλ’ αυτά, δεν χρειαζότανε να γνωρίσεις από κοντά τον Καζαντζάκη. Ολόκληρο το έργο του 50 χρόνων, τα διαλαλεί. Χρειαζόταν όμως καλή πίστη και τίμιος νους για να τα παραδεχτής. Κι αυτά λείπανε απ’ τους «σταυρωτές» του.
Άμα γνώριζες όμως από κοντά τον Καζαντζάκη – πόσο επικίνδυνη και, τις περισσότερες φορές, απογοητευτική, είναι η προσέγγιση των ανθρώπων που τιμάς και θαυμάζεις! – άμα τον γνώριζες από κοντά, έβλεπες πως ο καθημερινός Άνθρωπος ήταν ολότελα συνεπής με τον Πνευματικό. Πως δεν ήταν λόγια στο χαρτί, αλλά η κραυγή του αίματος και του νου του. Ο ένσαρκος Καζαντζάκης δεν πρόδινε ούτε κατά ιώτα εν το πνεύμα του.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό – και το πιο ελκυστικό του – γνώρισμα, ήταν η απλότητά του. Ούτε ο πολύχρονος στοχασμός, ούτε η ακατάπαυστη μάχη του με τον εαυτό του, ούτε η παγκόσμια δόξα που είχε (τόσο αργά) κερδίσει, τον αποξένωσαν απ’ τους ανθρώπους ή τούδωσαν την ελάχιστη έπαρση. Κάποια στιγμή που μούφερε μια ωραιότατη γερμανική έκδοση του «Τελευταίου πειρασμού» (μόλις τότε είχε κυκλοφορήσει) τα κουρασμένα μάτια του πήραν μια φωτερή λάμψη. Μα, περισσότερο απ’ την ικανοποίηση για την επιβράβευση του «καλού αγώνα» του, μου φάνηκε πως χαιρόταν ο εραστής του ωραίου. Τα μακριά του δάχτυλα χάιδευαν το βαθυπράσινο δέσιμο του βιβλίου με την απόλαυση ενός φλωρεντινού «ντιλετάντε»…
Η Ελλάδα ήταν αδιάκοπα μέσα στις κουβέντες μας. Οι μακρινοί φίλοι και καμιά φορά, οι ξέφρενοι εχθροί. Ο Καζαντζάκης δεν αγαναχτούσε. Δεχόταν μακρόθυμα τους λιθοβολισμούς. Μόνο, μια στιγμή, είπε λυπημένα:
- Γιατί φωνάζουν; Εγώ δεν ζήτησα τίποτα, δε θέλησα να πάρω τίποτα, από κανέναν. Ο καθένας κάνει το έργο του, όπως νομίζει κι όπως μπορεί. Ο καθένας προσπαθεί να υποτάξει την τίγρη που τον καβαλάει στη ράχη. Όλη μου τη ζωή πάλαιψα κι εγώ, όπως όλοι. Έκανα αυτό που πίστευα, ας κάνουν κι οι άλλοι αυτό που πιστεύουν…
Βυθισμένος στην πολυθρόνα του μ’ ενωμένα τα δάχτυλα των χεριών του, κοιτούσε ίσια μπρος, σα νάβλεπε – ατέλειωτο μονοπάτι – αυτή τη ζωή, τη γεμάτη αγωνία, δάκρυα, αίμα, πίστεις κερδισμένες και πίστεις απαρνημένες, ακόρεστη δίψα να εισχωρήσει στο μυστήριο της ζωής, που όλο και το πλησίαζε, κι όλο του ξέφευγε απ τα χέρια…
Τώρα, δεν του απόμενε παρά η κουρασμένη σάρκα του – που την υπονόμευε, από μέσα, το ίδιο του το αίμα – και το ακούραστο πνεύμα του. Μ’ αυτό, αντιμετώπιζε θαρραλέα τη σκιά του θανάτου, που γινόταν όλο και πιο βαρειά, όλο και πιο κοντινή. Τελευταίες του, τώρα, χαρές, το άσπρο χαρτί και τα ταξίδια. Αυτός ο γιος του Ομήρου ονειρευόταν τις στερνές περιπλανήσεις του.
- Θέλω να πάω στη Νότιο Αμερική, μου έλεγε. Είν’ ένας κόσμος που δεν τόνε γνώρισα και που μου ξυπνάει πάντα το νου… . Θέλω να ξαναπάω στην Κίνα και την Ιαπωνία. Τεράστιες αλλαγές έγιναν από τότε που ξαναήμουνα εκεί… .
Το πρώτο ταξίδι δε μπόρεσε να το πραγματοποιήσει ποτέ. Το δεύτερο, που το κατόρθωσε, τον έστειλε στον τάφο… .
- Κι η Ελλάδα; τον ρώτησα. .
- Η Ελλάδα είναι η μεγάλη Μάνα, εκανε ζωηρά. Δεν έχει σημασία κι αν βρίσκομαι μακριά της. Την Ελλάδα την έχω μέσα μου. Και πιο πολύ την Κρήτη… Έπειτα, κι εδώ που βρισκόμαστε είναι Ελλάδα. Την Αντίπολη δεν τη χτίσανε Έλληνες, Ίωνες; Μα είτε εδώ, είτε αλλού, η Ελλάδα μ’ ακολουθεί, παντού και πάντα…
Έπειτα, πρόστεσε πιό χαμηλόφωνα:
- Όμως θέλω να πεθάνω στην Κρήτη. Είναι η γη μου. Εκεί στο Κάστρο (Ηράκλειο). Κι αν δεν προφτάσω να πεθάνω εκεί, εκεί θέλω να με θάψουνε. Το χώμα της Κρήτης έφτιασε το αίμα μου – αυτό θέλω να το πιει…
Η Μοίρα δεν τον άφησε να ξαναδεί τον ήλιο της Κρήτης. Μόνο η γη της θα του δώσει τη στερνή χαρά…
Λίγο αργότερα, με ξεπροβόδισε ως την πόρτα του κήπου του. Για τελευταία φορά, τούσφιξα το μακρύ, λιγνό χέρι του.
- Ο Θεός μαζί σας – μούπε όπως έλεγε πάντα. Και πρόστεσε:
- Νάσαστε ευτυχισμένος που γεννηθήκατε Έλληνας.
Στη στροφή του δρόμου γύρισα τα μάτια μου πίσω. Η αλύγιστη σιλουέτα του Ψηλορείτη είχε μείνει ασάλευτη, βιβλική, στο κατώφλι. Δεν την ξαναείδα πια… .
Τα κείμενα και οι φωτογραφίες προέρχονται από ένα παλιό φυλλάδιο με τίτλο: Τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Ιστορικού μουσείου Κρήτης.
Είχα την ευκαιρία να φωτογραφίσω το κλείσιμο του κύκλου Νίκος καζαντζάκης, δηλαδή την κηδεία της δεύτερης συζύγου του, Ελένης Σαμίου Καζαντζάκη