Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΑΝΕΣ
Ο ποιητής και λυράρης Ιωάννης Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στις Γούβες Πεδιάδος Ηρακλείου το 1848. Από την εποχή που ήταν ακόμη μαθητής στο Μ.Κάστρο, έδειχνε ενδιαφέρον για την απελευθέρωση της Κρήτης από τον τουρκικό ζυγό.
Σε ηλικία 18 ετών κατέγραψε αναλυτικά, σε εκτενές ποίημά του, την εκστρατεία του Ομέρ Πασά κατά του Λασιθίου, που το εκτύπωσε σε βιβλίο στη Σύρο το 1867, εντυπωσιάζοντας τις κοινωνίες της Ερμούπολης και της Αθήνας.
Δεν εφείσθηκε ποτέ κόπων και θυσιών,αλλά αντίθετα,ως φλογερός πατριώτης που ήταν,περιδιάβαινε τις υπόδουλες περιοχές του Ελληνισμού και ιδιαίτερα της Κρήτης και της Μακεδονίας,απαγγέλλοντας ποιήματα εθνικού διαφωτιστικού περιεχομένου,εμψυχώνοντας τους ΄Ελληνες αυτών των περιοχών.Ιδιαίτερα στην Καβάλα,στην όμορφη αυτή Μακεδονική πόλη,όπου έμενε μόνιμα οικογενειακώς.
Το 1897 γνωρίζεται στην Αθήνα με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και έκτοτε αναπτύχθηκε ανάμεσά τους μία θερμή πατριωτική φιλία.Μάλιστα στους πρώτους προεκλογικούς αγώνες του Βενζέλου ο ποιητής στάθηκε αρωγός τους.Το σπίτι του στην Καβάλα,σε ειδικό υπόγειο-κρυψώνα,κοίμιζε, τάιζε και καθοδηγούσε τους Κρητικούς στρατιώτες που περνούσαν από κει,πηγαίνοντας να αγωνισθούν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.Στο ίδιο αυτό σπίτι φιλοξενούσε και τον Βενζέλο όταν τύχαινε να ευρίσκεται στην Μακεδονία για οποιοδήποτε λόγο.Εκεί έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε ριζίτικα επαναστατικά τραγούδια.Τον συνόδευε επίσης και στις προεκλογικές ομιλίες όπου απήγγειλε, ανάλογα με την περίπτωση,ποιήματα.
Το 1898 βρίσκεται στα Χανιά ,προσκεκλημένος από τους Κρητικούς και προσφωνεί τον Πρίγκιπα με ποίημα 312 στίχων.Σ’ αυτό το ποίημα ο Κωνσταντινίδης λέει , με παρρησία, στον Αρμοστή να σεβαστεί την Κρήτη και τους Κρητικούς.
Με τη μεσολάβισή του προς τον Βενζέλο κατασκευάστηκε η γέφυρα Μπαρδιά στις Γούβες,που συντόμευσε την απόσταση προς το Ηράκλειο,κατά δύο χιλιόμεττρα.
Ο Κωνσταντινίδης δεν έμεινε αδιάφορος προς τους αγώνες των Αρχανιωτών το 1897.Αντίθετα,σε ποιήματα του κάνει σχετική αναφορά γι αυτούς.Ιδιαίτερα συγκινητικό είναι το μακροσκελές ποίημα που έγραψε για τον τραγικό Δήμαρχό τους,τον Χαρίδημο Χαιρέτη,το οποίο τελειώνει ως εξής: «Χαρίδημος ελέγετο,χαράς τον τέτοιον Δήμο,όπου τον είχε Δήμαρχον,γι ‘ αυτό και τον ετίμων,γέροντες,γράδες,νιοί και νιές,μικρά παιδιά και μάνες,όλοι τον αγαπούσανε ωσάν καλόν πατέρα,γι’ αυτό μεγάλο σύθρηνο γίνεται μές’ τες Αρχάνες την σημερινήν ημέρα»
Στο ίδιο ποίημα αναφερόμενος για τον αγώνα των Αρχανιωτών και την αγωνία του Χαιρέτη να τους βρει πολεμοφόδια,γράφει: «…΄Ηθελε να χει του Συγγρού και του Σκουζέ τα πλούτη και να τα κάμει στη στιγμή μολύβια και μπαρούτι.Να κατεβεί στα Καστρινά και μια φωτιά ν’ ανάψει,όπου να πέσει η φλόγα της και μια Τουρκιά να κάψει.Φυσέκια μόνο δώστε μου,να ΄χω φυσέκια μόνο,να πάρω και τον ήρωα μαζί μου τον Νταφώτη και με(σ’) τσ’ Αρχάνες πολεμώ τους Τούρκους ένα χρόνο,γιατ’ είναι κάστρο η καρδιά του κάθε Αρχανιώτη…”. Συνεχίζοντας γράφει πώς ο Χαιρέτης ήταν έτοιμος να τα πουλήσει όλα,ακόμη και το κορμί του και την ψυχή του στους δαιμόνους, αρκεί να εύρισκε φυσέκια για τους Αρχανιώτες,για ένα και μόνο σκοπό, «…Τούρκος τσ’ Αρχάνες να μην μπει,η δόξα αυτή με σώνει..»
Ανάλογο ποίημα έχει γράψει για τον Νταφώτη και τους αγώνες που είχε δώσει τόσο στο Γουβιανό βουνό ΄Εδερη το 1896,όσο και στον Γιούχτα το 1897.
Η ευαίσθητη ψυχή του Κωνσταντινίδη δεν ήταν δυνατόν να μη συγκινηθεί από τον ηρωικό θάνατο του Αρχανιώτη δόκιμου ναυτικού Ιωάννη Παστρικάκη στη Χίο το 1912. Στο 40ήμερο μνημόσυνό του,στις 20 Δεκεμβρίου του 1912,απαγγέλθηκε ένα εκτενές Ελεγείο του ποιητή μας,το οποίο τελειώνει ως εξής:
«…Χίλιες χαρές στα νιάτα του,χίλιες χαρές τες μάνες,όπου γεννούνε τέτοιους γιούς και δόξες για τσ’ Αρχάνες.Γιούχτα,βουνό περίδοξο των Αρχανών της Κρήτης,εμπρός σου σαν να φαίνεται μικρός ο Ψηλορείτης,αφού η μοίρα σου,’γραψε να έχεις τέτοια χάρη,για να γεννήσει η χώρα σου της Κρήτης τον Κ Α Ν Α Ρ Η , ν’ αράξει την ελευθεριάν στης Χίου το λιμάνι κ’εις τον ανθό της νιότης σου σαν ήρωας ν΄αποθάνει».
Μετά την επικράτηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ο ποιητής κατεβαίνει στην Αθήνα φανερά εξαντλημένος,απογοητευμένος για τον διχασμό εκείνης της περιόδου και την αγνωμοσύνη που εισέπραττε έτσι ο φίλος του, βαριά άρρωστος,και εισάγεται,για νοσηλεία, στη «Νέα Κλινική» επί της οδού Αλεξάνδρας,όπου ξεψύχησε στις 2 Οκτωβρίου 1917 και θάφτηκε στην Αθήνα.
Ο Βενιζέλος μόλις πληροφορήθηκε την ασθένεια του φίλου του έτρεξε στο νοσοκομείο,στο προσκέφαλό του,αλλά ήταν ήδη αργά.Στην κηδεία του παρέστη ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και πολλές προσωπικότητες εκείνης της εποχής των Αθηνών,όπως ο στρατηγός Κόρακας,ο συντ/ρχης Ζυμβρακάκης κ.ά.κατετέθησαν πολλά στεφάνια.Ε
πίσης γράφτηκαν πολλές νεκρολογίες σε εφημερίδες των Αθηνών, Ηρακλείου,Θεσανίκης κ.ά. Στην εφημερίδα «ΦΩΣ» της Θεσαλονίκης ο Αύγουστος Θεολογίτης έγραψε και τα εξής,μεταξύ των άλλων: «…’εμενε σ’ όλη του τη ζωή ένα μεγάλο παιδί με
σα σ’ έναν μεγάλο άνδρα…» και τελειώνει με το εξής «…η απώλεια του ποιητή για τους Καβαλιώτες ήταν πιο μεγάλη και πιο πικρή από τα δάκρυα του Βενιζέλου που έρευσαν στο νεκροκρέβατο του».
Νίκος Γ.Χριστινίδης
ΠΗΓΕΣ: α) Τα κατά καιρούς δημοσιεύματα στην εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ» Ηρακλείου, του Γουβιανού πατριώτη Βαγγέλη Μπαριτάκη.
Β) Κ.Ι.Χιόνη: «Ο ποιητής Γιάννης Κωνσταντινίδης και το έργό του 1848-1917»
΄Εκδοση Δημοτικού Μουσείου Καβάλας 1