Οι ελληνόφωνοι της κάτω Ιταλίας
Το παρακάτω κείμενο αντλήθηκε από ένα ένθετο της εφημερίδας Καθημερινή, Επτά ημέρες, Κυριακή 19 Νοεμβρίου 1995, 2-31 και αποτελεί απόσπασμα του αφιερώματος.
Επιμέλεια αφιερώματος: Ελευθερία Τραϊου.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Γερμανός ερευνητής Καρλ Βίτε διαπίστωνε ότι συμπαγείς πληθυσμοί στην Κάτω Ιταλία είχαν ως μητρική τους γλώσσα την ελληνική. Την ισχυρή επίδραση της ελληνικής γλώσσας στις διαλέκτους της Κ. Ιταλίας επιβεβαίωνε έναν αιώνα αργότερα ο γερμανός γλωσσολόγος Γκ. Ρόλφς, καθώς και άλλοι γλωσσολόγοι, κυρίως Έλληνες και Ιταλοί, οι οποίοι ερεύνησαν την καταγωγή των γλωσσικών ιδιωμάτων στις ελληνόφωνες νησίδες της Απουλίας (χερσόνησος του Σαλέντο) και της Καλαβρίας (ορεινή περιοχή του Ασπρομόντε).
Οι έρευνες αυτές αποκάλυψαν την ύπαρξη μιας μοναδικής γλώσσας που διατηρεί δωρικές λέξεις, εξαφανισμένες και ανύπαρκτες τόσο στη Βυζαντινή όσο και στη Νέα Ελληνική. Έτσι επαληθεύτηκε η καταγωγή και η αδιάκοπη συνέχεια της από τα χρόνια της Μεγάλης Ελλάδας, και συγκεκριμένα από τον 8ο αιώνα π.Χ., όταν πολυπληθείς ελληνικοί πληθυσμοί μετανάστευσαν στην Νότια Ιταλία και Σικελία.
Στην Καλαβρία, την μία από τις δύο ελληνόφωνες περιοχές της Κ. Ιταλίας που παρουσιάζουν σήμερα οι “Επτά Ημέρες”, την περίοδο αυτή δημιουργούνται οι κάτωθι οικισμοί: η Σύβαρις και ο Κρότων των Αχαιών, οι Λοκροί Επιζεφύριοι των Λοκρών, το Ρήγιο των Χαλκιδέων, καθώς και οι μικρότεροι οικισμοί Σκυλλήτιο, Καυλωνία, Λάος, Τερίνα, Ιππώνιο και Μέδμα.
Στους βυζαντινούς χρόνους, και κυρίως από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα, η Καλαβρία γνωρίζει μεγάλη ακμή που θα ανακοπεί με την εμφάνιση των Νορμανδών. θα ακολουθήσουν νέοι κατακτητές με αποτέλεσμα το σταδιακό μαρασμό του ελληνικού στοιχείου, το οποίο όμως θα ενισχυθεί μετά την Άλωση, από την μαζική έξοδο που επιχειρούν προς τη Δύση και την Κ. Ιταλία, πολλοί κάτοικοι του τουρκοκρατούμενου πλέον ελλαδικού χώρου. Ετσι, το 1600 στην περιοχή του Ρηγίου υπάρχουν περισσότερα από είκοσι μεγάλα κέντρα με ελληνορθόδοξο πληθυσμό και πολλές εκκλησίες που ακολουθούν ακόμη το ορθόδοξο τυπικό. Από τα τέλη του 16ου αιώνα, οι ελληνικές παροικίες αρχίζουν να παρακμάζουν. Οι λόγοι είναι κυρίως η απομόνωση του ελληνικού πληθυσμού μέσα στο κυρίαρχο καθολικό περιβάλλον και οι συνεχείς παρεμβάσεις της Παπικής Εκκλησίας για τον εκλατινισμό του ορθόδοξου κλήρου και μοναχισμού. Ο τελευταίος Ελληνας επίσκοπος μαρτυρείται το 1573, στην Μπόβα. Παρά τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης, οι ελληνόφωνοι της επαρχίας Ρηγίου, αγρότες και κτηνοτρόφοι στην μεγάλη τους πλειοψηφία, κατάφεραν να κρατήσουν ζωντανή έως τις μέρες μας την ελληνική γλώσσα και παράδοση.
Σήμερα ο αριθμός των Ελληνοφώνων της Καλαβρίας έχει μειωθεί περίπου στις 5.000. Ελάχιστοι από αυτούς ζούν στο Γκαλλιτσιανό, στο Ροχούδι (νέος οικισμός) και στη Μπόβα, αρκετοί στο Ρήγιο και οι υπόλοιποι διεσπαρμένοι σε περιοχές του Βορρά όπου μεταναστέυσαν από τη δεκαετία του ’60 και μετά. Κύριος δεσμός τους με την Ελλάδα η γλώσσα τους, που χάνεται τα τελευταία χρόνια ανεπιστρεπτί.
Αν Ο ΧΡΙΣΤΟΣ σταμάτησε στο Εμπολι, εκεί που σταματά ο δρόμος και το τραίνο και δεν προχώρησε στις εσωτερικές περιοχές της Λουκανίας, «σ’ εκείνο τον άλλο κόσμο, τον αιώνια υπομονετικό που ζει στο περιθώριο της Ιστορίας», σίγουρο είναι ότι δεν έφτασε ποτέ και σε πολλές άλλες περιοχές του ξεχασμένου ιταλικού Νότου. Ούτε στα χωριά της κοιλάδας του ποταμού Αμεντολέα όπου κατοικούν ακόμη πληθυσμοί που ίσως σε κάποιους να θυμίζουν ένα ένδοξο παρελθόν, εκείνο της πάλαι ποτέ Μεγάλης Ελλάδας.
Κι αν ο Κάρλο Λέβι (1) έγραψε το κλασικό αριστούργημά του πενήντα χρόνια πριν, περιγράφοντας σ’ αυτό μόνο αλήθειες και βιώματα, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αρκετές δεκαετίες αργότερα θα υπήρχαν περιοχές στον λεγόμενο πολιτισμένο κόσμο, όπου οι συνθήκες ζωής ελάχιστα θα διέφεραν από εκείνες των χωριών της Λουκανίας του 1945. Αρκεί να αναφέρουμε ότι μόλις το 1979, σύμφωνα με έρευνα του απεσταλμένου της EOK, Ζ. Κλάους ανάμεσα στις 109 (τότε) Περιφέρειες και τα 260 εκατομμύρια πολιτών της Κοινότητας, το κατά κεφαλήν εισόδημα των εφτά ελληνόφωνων χωριών προέκυπτε το πιο χαμηλό. Κι αν θέλουμε να πάμε πολύ πιο πίσω στο χρόνο για να δούμε από ποιες ιστορικές διαδρομές πέρασε ο κόσμος για τον οποίο μιλάμε, ενδεικτικό είναι το κοινοτικό ψήφισμα του 1801, με το οποίο ο δήμαρχος της Αμυγδαλέας, σεβομένος τη λαϊκή βούληση «έτσι όπως εκφράστηκε σε μια δημόσια και πανηγυρική Συνέλευση» αποφάσισε να μην πουλήσει το δάσος με τις βελανιδιές «γιατί τα βελανίδια χρησίμευαν για το καθημερινό ψωμί των διοικουμένων». Όσο για τους κατοίκους του Ρηχουδίου, σύμφωνα πάλι με κοινοτικό έγγραφο του 1897, «δεν τρέφονται παρά μόνο με χόρτα ανάλατα, αφού το φυσικό αυτό στοιχείο, δηλαδή το αλάτι, αν και η επιστήμη το Θεωρεί αναγκαίο, εδώ στα μέρη μας θεωρείται είδος πολυτελείας». Όσο για το Γκαλλιτσιανό, υδροδοτήθηκε μόλις το Φεβρουάριο του 1985.
Αυτό είναι το κοινό παρελθόν που συνδέει τον αγροτικό κόσμο του ιταλικού Νότου: πείνα, φτώχεια, δυστυχία, φυσικές καταστροφές, κοινωνικές διακρίσεις. Η διαφορά σε σχέση με τους Ελληνόφωνους μόνο μια: η ελληνική γλώσσα, τα γκρεκάνικα, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζονται.
Τα χωριά
Έως τα μέσα του 14ου αι. σε μερικές περιοχές της Καλαβρίας τα ελληνικά ήταν ακόμη η κυρίαρχη γλώσσα, κάτι που γνώριζαν πολύ καλά οι Ιταλοί του Βορρά. Κατά την πρώτη εικοσαετία του περασμένου αιώνα διατηρούν ακόμη την ελληνική διάλεκτο 12 χωριά, τα οποία έναν αιώνα αργότερα περιορίζονται σε 9: Αμυddoλία (Amendolea), Βούας (Bova), Γιαλός του Βούα (Bova Marina), Βουvi (Roccaforte del Greco), Χωρίο του Βουνίου (Chorio di Roccaforte), Κονάοφούρι, Γκαλλιτσιανό, Ρηχούδι (Roghudi), Χωρίο του Ρηχουδίου (Chorio di Roghudi). Στη διάρκεια της δεκαετίας του 70 ο Γερμανός γλωσσολόγος Γκ. Ρολφς διαπιστώνει ότι τα ελληνικά έχουν σιγήσει στα χωριά Κονάοφούρι, Βουνί, Χωρίο του Βουνίου και Αμυd-daλία.
Παράλληλα, οι καταστροφικές βροχοπτώσεις των ετών 1971 και 1972-73 αναγκάζουν τους κατοίκους του Ρηχουδίου και του Χωρίου του Ρηχουδίου να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τα υπάρχοντά τους και να δια- σκορπισθούν για αρκετά χρόνια στις παράκτιες περιοχές μεταξύ του Melito di Porto Salvo, Γιαλού του Βούα και Ρηγίου (Reggio di Calabria). Παρά την επίσημη εκκένωση, αρκετοί κάτοικοι του Χωρίου του Ρηχουδίου επιστρέφουν και επανεγκαθίστανται εκεί με δική τους ευθύνη. Μόλις το Σεπτέμβριο του 1988 ο πληθυσμός των δύο αυτών χωριών εγκαθίσταται στο Νέο Ρηχούδι, κοντά στο Melito di Porto Salvo. To 1984 στον παλαιό οικισμό δεν είχαν απομείνει παρά μόνο τέσσερις οικογένειες και έως πριν από λίγα χρόνια συναντούσε κανείς ένα μόνο ηλικιωμένο, ονόματι Πάγκαλο. Σήμερα το Ρηχούδι είναι ένα χωριό – φάντασμα.
Εκεί που η ελληνική γλώσσα διατηρήθηκε περισσότερο είναι στο Γκαλλιτσιανό, το πιο φτωχό και πιο απομονωμένο χωριό όλης της περιοχής. Οπως μας πληροφορεί ο Α. Καραναστάσης που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη μελέτη των ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας, έως τη δεκαετία του ’50 ο παπάς του χωριού εξομολογούσε τους πιστούς στα ελληνικά, αφού αδυνατούσαν να κατανοήσουν τα ιταλικά. Εκτός από το Γκαλλιτσιανό, την ελληνική διάλεκτο μιλούν σήμερα οι κάτοικοι του Νέου Ρηχουδίου, λίγοι ηλικιωμένοι στο Βουά και ελάχιστοι στο Γιαλό του Βουά που οι ντόπιοι ονομάζουν και Φούνδακα. Η κωμόπολη αυτή, τα τελευταία κυρίως χρόνια, παρουσιάζει μια σημαντική πολιτιστική κίνηση γύρω από θέματα σχετικά με την ελληνική γλώσσα (Συνέδρια, μαθήματα νέων ελληνικών κ.λπ.). Ουσιαστικά όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελληνόφωνο κέντρο, αφού η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της (εκτός από ελάχιστους ηλικιωμένους από το Βούα και το Ρηχούδι), αγνοούν παντελώς τα γκρεκάνικα.
Διακρίσεις
Η κατάργηση του ορθόδοξου τελετουργικού (1573), η συχνότερη επαφή με τον ιταλόφωνο πληθυσμό,
η στρατιωτική θητεία, η μετανάστευση, το σπάσιμο της αυστηρής ενδογαμίας, η εκπαίδευση, η επίδραση των μέσων μαζικής ενημέρωσης, η υποχώρηση των διαλέκτων έναντι των εθνικών γλωσσών, και τέλος ένα έντονο αίσθημα κατωτερότητας που για χρόνια ολόκληρα καταδίωκε όσους μιλούσαν ελληνικά, οδήγησαν στη βαθμιαία παρακμή της προγονικής γλώσσας. Βέβαια οι προκαταλήψεις και οι αρνητικές κρίσεις όχι μόνο για τους Ελληνόφωνους, αλλά και για τους Καλαβρούς (και τους Νότιους γενικότερα) είναι ένα θέμα παλιό και υπαρκτό έως τις μέρες μας. Οι περιφρονητικοί χαρακτηρισμοί που κατά καιρούς έχουν αποδοθεί στους Ελληνόφωνους (ημιβάρβαροι, Τούρκοι, σχεδόν άγριοι, αγροίκοι, άγριοι και αγαθοί) τόσο από ξένους περιηγητές όσο και από Ιταλούς του Βορρά δεν απέχουν και πολύ από εκείνους που έχουν αποδοθεί στους Νότιους κυρίως στους Καλαβρούς (αγροίκοι, δύσπιστοι, κακοποιοί, ληστές, πρωτόγονοι, εκδικητικοί, πεισματάρηδες κ.λπ.).
Κουβαλώντας μια βαριά κληρονομιά διακρίσεως τόσον ως αλλόγλωσσοι (στίγμα κοινωνικής κατωτερότητας με τον κοντινό ιταλόφωνο περίγυρο) όσο και ως Νότιοι (στίγμα κοινωνικής κατωτερότητας σε σχέση με τους ξένους και τους Ιταλούς του Βορρά) οι Ελληνόφωνοι δόμησαν τη γλωσσική κοινωνική και πολιτισμική τους ταυτότητα πάνω σε μια συνεχή άρνηση και απόρριψη της ίδιας τους της γλώσσας. Έτσι δεν είναι να απορεί κανείς πώς από ζωντανή γλώσσα η ελληνική προσέλαβε με το πέρασμα των χρόνων τη λειτουργία ενός μυστικού γλωσσικού κώδικα: «Αν έρθει κάποιος από το Ρήγι και δεν είναι δικού μας .περιβάλλοντος και δεν μιλά τη γλώσσα μας, τότε μιλάμε ελληνικά. Αλλά κι αν θέλουμε να πούμε κάτι μεταξύ μας και δεν θέλουμε να μας καταλάβει κάποιος [ξένος], τότε μιλάμε ελληνικά»., λέει η Κ. Νουτσέρα από το Γκαλλιτσιανό. Την ίδια γλωσσική συμπεριφορά υιοθετούν οι Ελληνόφωνοι και στα κοντινά αστικά κέντρα καθώς και στους τόπους μετανάστευσης.
Σήμερα, ο ταξιδιώτης που θα θελήσει να επισκεφθεί τα ελληνόφωνα χωριά, τα οποία τελευταία κάποια ελληνικά τουριστικά πρακτορεία τα έχουν εντάξει ανάμεσα στα προσφερόμενα είδη της τουριστικής βιομηχανίας δεν θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα, όπως πριν από λίγα χρόνια να βρει το δρόμο αφού ειδικές οδικές πινακίδες τον πληροφορούν σχετικά.
Μπόβα Μαρίνα Μπόβα
Στη Μπόβα Μαρίνα που είναι και η πιο εύκολα προσεγγίσιμη, ίσως μπερδευτεί από την περισσή «ελληνικότητά» της, αφού ακόμη και οι ονομασίες των οδών έχουν μεταγλωττισθεί στα νέα ελληνικά. Αρκεί όμως να ρωτήσει τον πρώτο περαστικό να του διαβάσει μια από αυτές τις πινακίδες για να καταλάβει αμέσως ότι βρίσκεται μπροστά σε μια από τις πιο οφθαλμοφανείς πτυχές μιας νέας υπό κατασκευή ταυτότητας -το μεγάλο ζητούμενο της εποχής μας- που αντλεί τα δομικά της συστατικά από ένα παρελθόν πολύ μακρινό και ξεχασμένο στους αιώνες, χρησιμοποιώντας ως συμβολικό σημείο αναφοράς μια γλώσσα που, τουλάχιστον με τον τρόπο που επανεμφανίζεται, ουδέποτε υπήρξε στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Ισως, το σχετικά νεοσύστατο «Περιφερειακό Ινστιτούτο Ελληνόφωνων Σπουδών» που θα συναντήσει στην περιήγησή του, όταν λειτουργήσει, δώσει τη δυνατότητα να έλθουν στο φως μελέτες για ένα κόσμο που δεν υπάρχει πια.
Φθάνοντας στη Μπόβα μια οδική πινακίδα θα τον καλωσορίσει σε πέντε γλώσσες (γκρεκάνικα, ιταλικά, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά). Η πανέμορφη πλατεία με το Δημαρχείο, τα αρχοντικά των οικογενειών Νέσι ντι Σαντ’ Αγκατα, Μεζιάνι Ματζακούβα και Ρωμαίο, ο καθεδρικός ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου, οι εκκλησίες του αγ. Δέοντος (πολι ούχου της πόλης), αγ. Ρόκο καθώς και όλο το αρχιτεκτονικό οικοδόμημα θα του θυμίσουν μια παλιά αίγλη, αφού η πόλη υπήρξε διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο όλης της περιοχής. Εδώ, το 1573, ο τελευταίος ορθόδοξος Επίσκοπος, Ιούλιος Σταυριανός από την Κύπρο, προχώρησε στην κατάργηση του Ορθόδοξου τυπικού, όπως αυτό είχε αποφασιστεί στην καθοριστική για την επιβολή του καθολικισμού Σύνοδο του Τρέντο (1549).
Την πρώτη λειτουργία στα λατινικά, στις 20 Ιανουάριου του 1573, ημέρα μνήμης του Αγίου Σεβαστιανού, την τέλεσε ένας ιερέας της οικογένειας Σιβίλια. Για την πράξη του αυτή επικρίθηκε τόσο έντονα από τους πιστούς, ώστε να του προσαφθεί η κατηγορία του Ιούδα που μεταδόθηκε ως παρατσούκλι στους απογόνους του, έως και τον τελευταίο που ζει σήμερα στη Ρώμη.
Ρηχούδι – Γκαλλιτσιανό
Στο Ρηχούδι ο περιηγητής θα αντικρύσει ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα. Το χωριό κτισμένο στις απότομες πλαγιές ενός βράχου έχει τραβήξει το ενδιαφέρον των ειδικών για τον μοναδικό πολεοδομικό σχεδίασμά του και αναφέρεται στα σημαντικότερα εγχειρίδια πολεοδομίας. Προερχόμενο από το επίθετο ρηχώδης (ακανθώδης, απότομος), χαρακτηρίζεται από τους τοπικούς συγγραφείς Φ. Νουτσέρα και Π. Κρούπι ως «το πιο δύστυχο χωριό της Ιταλίας, αν όχι του κόσμου.
Με τα ίδια μελανά χρώματα περιγράφεται και σ’ ένα δημοτικό τραγούδι του Βούα: «Γύρισα έκπληκτος απ’ το Ρηχούδι / δεν ξέρω πώς καταφέρνουν και ζουν αυτοί οι ταλαίπωροι / πήγαν κι έχτισαν τα σπίτια τους πάνω σ’ έναν απότομο βράχο / που βρέχεται από δυο ποτάμια…». Η έκπληξη του ανώνυμου ποιητή δεν περιέχει ίχνος υπερβολής αν σκεφτεί κανείς ότι ήδη από το 1885 ο Μ. Μανταλάρι αναφέρει ότι οι μανάδες αναγκάζονταν να δένουν τα παιδιά τους με σκοινί από φόβο μήπως κατρακυλίσουν και πνιγούν στα δύο ποτάμια, Αμεντολέα και Φούρια που βρίσκονται από κάτω.
Στο Χωρίο του Βουνίου και στο Βουνί, ο ταξιδιώτης αδίκως θα κοπιάσει να βρει έστω και έναν Ελληνόφωνο. Αφού διασχίσει το οροπέδιο Σκάφη, κατηφορίζοντας θ’ αντικρύσει το Γκαλλιτσιανό, το σημαντικότερο ελληνόφωνο χωριό. Αν έφθανε εκεί γύρω στα τέλη του ’80 με αρχές του ’90, η υποδοχή που θα του γινόταν στην κεντρική Πλατεία του Κοράκου θα ήταν εντελώς διαφορετική. Νέοι, γέροι και παιδιά θα τον περιτριγύριζαν ρωτώντας τον να μάθουν από πού έρχεται και ποιος του μίλησε για το μικρό και άγνωστο χωριό τους.
Σήμερα όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν, αφού μέσα στην τελευταία πενταετία οι περισσότεροι κάτοικοι μετανάστευσαν στα κοντινά παραλιακά κέντρα, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο τουλάχιστον για
τα παιδιά τους. Κι αν κάποιος τολμήσει να κάνει έστω κι έναν υπαινιγμό ότι «έτσι χάνεται η γλώσσα», θα προκαλέσει τουλάχιστον αγανάκτηση, αφού εδώ και χρόνια οι άνθρωποι αυτοί έχουν βαρεθεί να νιώθουν ως «αρχαιολογικά ευρήματα» ή ως «αξιοθέατα», για να χρησιμοποιήσουμε τις φράσεις που μια νεαρή δασκάλα μας είχε πει αρκετά χρόνια πριν. Σημειώνουμε ότι το Γκαλλιτσιανό ουδέποτε συνδέθηκε με τον έξω κόσμο με κάποια συγκοινωνιακή γραμμή, κι όσο για το δρόμο, μόλις φέτος ασφαλτοστρώθηκε ένα τμήμα του. Σε απόσταση δύο περίπου χλμ. βρίσκεται το Νέο Γκαλλιτσιανό (Βούτσιτσα). Παλαιότερα η περιοχή εχρησιμοποιείτο ως βοσκότοπος βοδιών, εξ ου και η ονομασία από το βους-οός. Διαμορφώθηκε σε κατοικημένο χώρο το 1955, μετά την επιστροφή των κάτοίκων του παλαιού οικισμού από τη Γκαέτα (πόλη κοντά στη Ρώμη), όπου είχαν μεταφερθεί για δύο περίπου χρόνια εξαιτίας των καταστροφικών βροχοπτώσεων των ετών 1951-53. Πρόχειρα κατασκευασμένα από την ημερομηνία ίδρυσής
τους μέχρι σήμερα τα σπίτια αυτά δίνουν περισσότερο την εντύπωση ενός στρατοπέδου παρά την εικόνα ενός χωριού. Οι ένοικοι τους (ελάχιστοι τώρα πια) τα ονομάζουν παράγκες και σε στιγμές πιο αισιόδοξες Βίλλες!
Κοντοφούρι
– Αμυγδαλέα
Στην τοποθεσία Μάνγκανι, σε απόσταση 2 χμ. βρίσκεται το Κοντοφούρι (από το κοντά + χωρίο, Κοντοχώρι/ έδρα του Δήμου και όλων των Δημόσιων Υπηρεσιών. Εκτιμάται ότι χτίστηκε κατά τη βυζαντινή περίοδο κοντά στην αρχαία πόλη των Λοκρών, Περίπολη. Τόσο εδώ όσο και στην Αμυγδαλέα, που βρίσκεται αριστερά του Μάνγκανι, σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων, δεν υπάρχει ούτε ένας Ελληνόφωνος. Σχεδόν ερημωμένη σήμερα με ελάχιστους κατοίκους, η Αμυγδαλέα υπήρξε ο παλαιότερος οικισμός της κοιλάδας που διασχίζει ο ομώνυμος ποταμός και που η παράδοση τον θέλει πλωτό. Γι’ αυτό και οι Αμυγδαλιτάνοι τη νύχτα κατέφευγαν στο βυζαντινό κάστρο, μεγάλα τμήματα του οποίου σώζονται έως σήμερα, από φόβο για επιδρομές των Σαρακηνών. Το 1783, στο Κρότος της Αμυγδαλέας ανήκαν το Κονάοφούρι, το Γκαλλιτσιανό, το Ρογούδι και το Βουνί. Στη μνήμη των παλαιοτέρων επιζεί ακόμη ο Madda’ (Antonello de Maida), φεουδάρχης της Αμυγδαλέας στα τέλη του 15ου αι., ιδιαίτερα σκληρός και απάνθρωπος, αφεντικό όχι μόνο του φέουδου, αλλά και των ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, κυρίως των τελευταίων, στις οποίες ασκούσε και το δικαίωμα της πρώτης νύχτας.
Εδώ τελειώνει η περιήγηση στα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας. Αν αυτό που έκανε τον ταξιδιώτη μας να επιλέξει τη συγκεκριμένη περιοχή και όχι κάποιαν άλλη ήταν ο προσδιορισμός ελληνόφωνη, τότε, φθάνοντας στο τέλος του ταξιδιού του, ίσως νιώσει κάποια απογοήτευση, αφού ελάχιστους Ελληνόφωνους συνάντησε στην περιδιάβασή του. Επειδή όμως κανείς δεν μπορεί να αλλάξει το ρου της Ιστορίας και να αγνοήσει τις μεταβολές που αυτή επιφέρει σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, ας απολαύσει ό,τι τον εντυπώσιασε περισσότερο, έχοντας υπόψη του ότι τίποτα δεν μένει άφθαρτο και αναλλοίωτο στο χρόνο. Η αξία του παρόντος είναι εξίσου σημαντική με εκείνη του παρελθόντος.