28 Μαρτίου 2024

www.ipy.gr

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

Ιστορία Γενικά

Μέγας Κωνσταντίνος μια νέα εποχή στην παγκόσμια ιστορία

Η ΓΕΝΕΣΗ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

Ή μετάλλαξη

Ή Ρώμη, νοούμενη ώς Αύτοκρατορία, σέ όλη τη διάρκεια τού δεύτερου ήμίσεος τοϋ 3ου μ.Χ. αί. έπνεε τά λοίσθια. Ό έπερχόμενος θάνατος ήταν άπότοκος τής έσωτερικής σήψης άλλα και των πληγμάτων που δεχόταν ανηλεώς άπό τό έξωτερικό. Νέα στίφη βαρβάρων την απειλούσαν διαρκώς. Και σέ όλη την έκτασή της. Πέρα τούτου, μέσα στους κόλπους της νέες δυνάμεις είχαν άναδειχθεΐ πού ελάχιστα μπορούσαν να αναπτυχθούν στο παλαιό κέλυφος τής αύτοκρατορίας.

Ή πτώση τής αύτοκρατορίας, για να εκφραστούμε Καβαφικά, θά ήταν βεβαία, αν τά ήνία τού κράτους άπό τό 268 μ.Χ. δεν έπαιρναν στά χέρια τους οί καλούμενοι Ίλλυριοί αύτοκράτορες, δηλαδή μιά σειρά στρατιωτικών αύτοκρατόρων πού κατάγονταν άπό την Παννονία (άντιστοιχεΐ στά εδάφη τής σημε­ρινής Ούγγαρίας) καί οί όποιοι έδωσαν την τελευ­ταία αίγλη στην αύτοκρατορία. Άλλ’ ή αίγλη αύτή είχε μέσα της τό σπέρμα τής μετατροπής. Συγκε­κριμένα. ό τελευταίος τής σειράς τών αύτοκρατόρων αύτών ήταν ένας δαλματικής καταγωγής στρατηγός πού λεγόταν Διοκλητιανός (284-305). Αύτός, μό­λις οί στρατιώτες τον άνακήρυξαν αύτοκράτορα. μπόρεσε μέσα σέ μικρό χρονικό διάστημα να πατά­ξει τή στρατιωτική άναρχία καί να άποκαταστήσει την τάξη στη διοίκηση καί στο στρατό. Γενικώτερα. μπόρεσε μέ τή σιδερένια πυγμή του να περιστείλει τήν άναρχία.

Άλλ’ ή μεγάλη καινοτομία τοϋ Διοκλητιανοϋ είναι ή διαίρεση -για διοικητικούς λόγους- τής αύτοκρατορίας. Πρώτος αύτός κατανόησε ότι ένας αύτοκρά- τορας, όσο κι αν ήταν ικανός, δεν έπαρκοϋσε για νά διοικήσει μόνος ένα άχανές κράτος. Γι’ αυτό έγκαινίασε μία νέα διοικητική αρχή, τή Δυαρχία (285-292), παίρνοντας ώς συνάρχοντα τον Μαξιμιανό. άνθρω­πο άπειρο περί τά πολιτικά άλλά έμπειρο περί τά στρατιωτικά. Οί δύο άρχοντες πήραν τον τίτλο τοϋ Αύγουστου κι άνέλαβαν, ό μεν Διοκλητιανός τή διοίκηση τής Ανατολής μέ έδρα τήν Νικομήδεια τής Μικρας Ασίας, ό δέ Μαξιμιανός τή Δύση μέ έδρα τά Μεδιόλανα ή Μεδιόλανο, δηλαδή τό σημερινό Μιλάνο. «Μιά ίεραρχική μεταξύ τους σχέση καθιέρωσε τήν πρωτοκαθεδρία τοϋ Διοκλητιανοϋ».*

Μετά άπό έξι χρόνια κάθε Αύγουστος πήρε ένα συνάρχοντα μέ τον τίτλο τοϋ Καίσαρα. πού τον όρισε ώς βοηθό καί διάδοχό του. Συνάμα όρισε γι’ αύτόν, ώς χώρο ευθύνης, καί κάποια μεγάλη διοικητική περιφέρεια. Συγκεκριμένα, ό Διοκλητιανός πήρε ώς συνάρχοντα τον Γαλέριο, στον όποιο άνέθεσε τή διοίκηση τών Παραδουνάβιων περιοχών μέ έδρα τό Σίρμιο πού βρίσκεται σέ μιά όχθη τοϋ Σαύου (παραπόταμου τοϋ Δούναβη) στο σημείο επαφής Παννονίας καί Μοισίας. Μέ τή σειρά του ό Μαξιμιανός πήρε ώς συνάρχοντα τον Κωνστάντιο τον Χλω­ρό στον όποιο ανέθεσε τή διοίκηση τής Γαλατίας καί Βρεττανίας, μέ έδρα τα Τρήβηρα (σήμ. Traves) καί τό Έβόρακο. Αύτό ήταν στην Βρεττανία. ’Έτσι προέκυψε ό θεσμός τής Τετραρχίας (292-305).

Γυιός τοϋ Κωνσταντίου τοϋ Χλωροϋ καί τής χριστιανής, κατά τό θρήσκευμα. Ελένης, ήταν ό Κωνσταντίνος. ό ιδρυτής μιας νέας αυτοκρατορίας, πού, ένώ τυπικά ήταν συνέχεια τής παλιάς έγινε, ακόμη καί έπί των ήμερων του. μία άλλη αύτοκρατορία.

Ή «άλλη» αύτοκρατορία

Ό όξυνούστατος, παρά τή σχηματοποίηση πού δίνει στις θεωρήσεις του, ’Όσβαλντ Σπένγκλερ στο περιώνυμο έ’ργο του «Ή παρακμή τής Δύσης», γράφει:

«Ό Κωνσταντίνος άλλαξε την “αληθινή” (Σημείωση Σ.Ι.Κ.: εννοεί την ρωμαϊκή) Εκκλησία και κατά συνέπεια και την εθνι­κότητα της αυτοκρατορίας τοϋ Βυζαντίου. Άπό τότε τό ό’νομα των Ελλήνων περνάει σιγά-σιγά και απαρατήρητα στο χριστια­νικό “έθνος”» (έκδ. Gutenberg, τ. Β’. σ. 220).

Ωστόσο, αύτό πού θά συντελέσει στή θρησκευ­τική καί έξ αύτής στην «έθνική» μετάλλαξη τής αύτοκρατορίας είναι ή μεταφορά τής πρωτεύου­σας τού ένιαιοποιημένου -όπως θά δούμε- άπό τον Κωνσταντίνο κράτους σέ μία άρχαία ελληνική πολιτεία. τό Βυζάντιο. ’Έτσι θά σχηματισθεΐ. άλλοτε μέ αργούς κι άλλοτε μέ γοργούς ρυθμούς, άνεπαισθήτως ή Αύτοκρατορία τής Ανατολής, ή όποια σέ παγκόσμια κλίμακα ονομάζεται Βυζαντινή. ‘Ομοίως καί ή ιστορία της. Βυζαντινός έπίσης λέγεται καί ό πολιτισμός της. Είναι ορθή ή ορολογία αύτή; Φρονώ, όχι.

’Εξηγούμαι: ή Αύτοκρατορία τής Ανατολής, ενώ στην ούσία ύπήρξε μία αύτοπρόσωπη καί αύτοδύναμη κρατική ύπαρξη, ούδέποτε άποσπάσθηκε από τη ρωμαϊκή παράδοση, άπό τον ρωμαϊκό τίτλο της. Τό έπίσημο όνομά της ήταν Ρωμαϊκή αύτοκρατο­ρία. οί αύτοκράτορες ονομάζονταν Ρωμαίοι καί τό όνομα αύτό (άπ’ όπου τό νεώτερο Ρωμηός/Ρωμιός) μεταχειρίζονταν οί ύπήκοοι για να δηλώσουν τον «έθνισμό» τους. Οί όροι «Βυζαντινός» καί «Βυζα­ντινή αύτοκρατορία» είναι δημιουργήματα νεότε­ρων μελετητών. Πρώτος ό’Ιερώνυμος Βόλφ (Wolf) τό 1562 χρησιμοποίησε τον όρο «Βυζαντινός» στην έκδοση τοϋ «Corpus Byzantinae Historiae». Με την έκδοση τής «Βυζαντίδος»* τοϋ Λούβρου, ή λέξη κα­θιερώθηκε εύρύτατα ώς επιστημονικός όρος. Ή χρή­ση του θά γενικευθεϊ μέ τον Δουκάγγιο (Ducange), τον θεμελιωτή τών βυζαντινών σπουδών. Τό όνομα Έλλην, όπως καί τό εθνικός -κατ’ άντιγραφήν τοϋ έβραϊκοϋ «γκογίμ»- ήταν ταυτόσημο τοϋ ειδωλολά­τρη καί είχε προσλάβει μιασματικό χαρακτήρα. Θά περάσουν πολλά χρόνια γιά να εδραιωθεί στη συ­νείδηση τών πιο φωτισμένων πνευμάτων τής αύτοκρατορίας ή ονομασία ‘Έλληνες. Πάντως, στο στόμα τοϋ λαοϋ ή λέξη “Ελλην-Έλλήνισσα. όπως γράφει στις «Παραδόσεις τοϋ ελληνικού λαοϋ» ό θεμελι­ωτής τής ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολί­της, είχε τή σημασία τοϋ γιγάντιου, τού ύπερανθρώπου (Βλ. τον Ποντιακό όρο «Τραντέλληνες»).

Από τούς Έλληνες λογίους πρώτος χρησιμοποί­ησε τούς όρους «Βυζαντινή ιστορία» και «Βυζα­ντινός Ελληνισμός» ό Αδαμάντιος Κοραής. Ό Σπυ­ρίδων Ζαμπέλιος στο έργο του «Περί των πηγών της νεοελληνικής εθνότητας» (1857) ονομάζει την Αύτοκρατορία τής ’Ανατολής «Γραικορωμαϊκήν αύτοκρατορίαν». Προς ύποδήλωση των Ελλήνων κατοίκων τής αύτοκρατορίας προέκυψε -κατ’ άντιστοιχία προς τον γερμανικό- και ό όρος Ρωμαιο- Βυζαντινοί. Ή γενίκευση των όρων Βυζάντιο, Βυζαντινή αύτοκρατορία, βυζαντινός κ.λπ. έπιβλήθηκε χάρη στην εύκολία ώς προς τή χρήση καί τή δημιουργία παράγωγων όρων (βυζαντινή μουσική, βυζα­ντινισμός, βυζαντινολογία κ.ά.).

Πάντως, δεν είναι παντελώς αστήριχτη ή χρησιμοποίηση τοϋ όρου Βυζάντιο προς ύποδήλωση τής νέας αύτοκρατορίας. Πάμπολλοι συγγραφείς, πού άναδείχθηκαν μέσα στούς κόλπους της, χρη­σιμοποιούν τον όρο αύτό, όταν άναφέρονται ειδικά στήν ΚΠολη. Αύτό τουλάχιστον κάνει ό κορυφαίος ιστορικός τής πρώτης περιόδου, ό Καισαρεύς Προ­κόπιος. Πολλοί λόγιοι χρησιμοποιούν τή λέξη για έπίδειξη άρχαιομαθείας. Συγκεκριμένα, ό Κων/νος Μανασής σ’ ένα στιχούργημά του γράφει:

«Ώ γη Βυζαντίδος, ώ πόλις τρισόλβιό*, οφθαλμέ της γης. κόσμε** της οικουμένης».

Αλλά καί σέ ένα από τα κείμενα των υστάτων στιγμών τής αύτοκρατορίας, στην περίφημη «Άλφάβητον παραινετικήν προς τούς νέους», πού αφιερώ­νεται στον Γ. Γεννάδιο, άλλως Σχολάριο. σημει­ώνεται -ίσως άπό άντιγραφέα τού κώδικα, ίσως άπό άναγνώστη- προσθετικά ό άκόλουθος καταληκτικός στίχος: «Ώς καλώς έ’φησας, ώ κλέος (= καύχημα, δόξα) Βυζαντίου». Μόνον πού για τούς θαυμαστές καί οπαδούς του ό Γεννάδιος δεν ήταν «κλέος» άποκλειστικά για την ΚΠολη. Είχε εύρύτερη εμβέλεια.

Ό χαρακτήρας τής νέας αύτοκρατορίας

Ό γράφων άπό έτών τόσο στις παραδόσεις του όσο καί σέ γραπτά του, άντί τού όρου Βυζαντινή αύτοκρατορία. χρησιμοποιεί την ονομασία Αύτο- κρατορία τής ΚΠόλεως. Όπως ή Ρώμη έδωσε τό όνομά της στο ιστορικό δημιούργημά της, τό αύτό προνόμιο πρέπει νά άναγνωρισθεϊ καί στην ΚΠολη. Διότι, όπως λέγει καί τό παλαιό δημοτικό άσμα, «Ή Πόλη ήταν τό σπαθί, ή Πόλη τό κοντάρι». Στη συ­νέχεια τό αύτό άσμα δίνει τό λαϊκό όνομα τής αύτο­κρατορίας πού ήταν Ρωμανία. Όρος πού όμως καί πάλι παραπέμπει στην Ρώμη, ενώ ό όρος Αύτοκρα­τορία τής ΚΠόλεως θά μπορούσε -ίσως μέ κάποια δόση ύπερβολής- νά χαρακτηρισθεΐ ώς άντι-Ρώμη.

Καί τούτο γιατί κάτω άπό την εύθραυστη κρού­στα τού ρωμαϊσμού. πού ήταν τιτλικό όνομα, κό­χλαζε μία άλλη, μη ρωμαϊκή, πραγματικότητα, ό Ελληνισμός, πού. παρά την άρχική σπίλωση, αύτός τελικά έδωσε τον τόνο, τήν ούσία. τά ιδιαίτερα προσδιοριστικά στοιχεία στήν αύτοκρατορία, ή οποία από τά μέσα του 7ου αί. ταυτίζεται μέ τή μοίρα τού έλληνικού κόσμου «και τείνει νά άποβή ό χώρος τής πολιτικής καί τής πολιτιστικής του δραστηριότητος».* Μπορεί κατ’ όνομα ή de jure ή αύτοκρατορία νά ήταν ρωμαϊκή, de facto όμως ήταν ελληνική. Ό έλληνικός ή έλληνόφωνος κόσμος έ’δωσε τό βασικό πληθυσμιακό σώμα της και τά ιδιαίτε­ρα προσδιοριστικά στοιχεία της. Δεν αμφισβητούμε πώς ή αύτοκρατορία ήταν ένα μωσαϊκό λαών, ένα πολυφυλετικό κράτος. Άλλα στο μωσαϊκό αύτό ή ελληνικότητα έδωσε τις κύριες μορφές Οί λοιποί λαοί έπαιξαν ρόλο περιφερειακών ψηφίδων. Παρότι. ως ιστορικός, αποφεύγω τις συγκρίσεις ανόμοιων πραγμάτων καί έποχών. μικρή άντιστοιχία μπορώ νά βρώ στο σχηματισμό τών ΗΠΑ. “Ενα κράτος-κράμα λαών όπου -τουλάχιστον ώς τά μέσα τού 20ού αί.- τον τόνο σέ όλες τις εκφράσεις τής ζωής (πολι­τική. παιδεία, πολιτισμό, κυρίως γλώσσα) έδινε τό αγγλοσαξονικό στοιχείο.

Αύτό σέ εύρύτερη έκταση καί σέ μεγαλύτερο βάθος ϊσχυσε για τήν Αύτοκρατορία τής ΚΠόλεως. Δέν είναι συνεπώς άπορίας άξιο πού διαπρεπείς ξέ­νοι ιστορικοί θεωρούν τό κράτος πού θεμελίωσε ό Κωνσταντίνος ώς μία συνέχεια τής έλληνικής παραδόσεως. Ό μεγάλος ’Άγγλος ιστορικός Bury τονίζει ότι «ό πολιτισμός τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έχει βαθείας ρίζας εις τό παρελθόν, ήτο άπλώς ή τελευταία φάσις τοϋ έλληνικοΰ πολιτισμού». ’Επί­σης καί ό δικός μας μεγάλος βυζαντινολόγος Δ. Ζακυθηνός άρχίζει τήν περισπούδαστη ιστορία του μέ τή φράση τού Heisenberg: «Τό Βυζάντιον είναι τό έκχριστιανισθέν Ρωμαϊκόν κράτος τού ελληνικού έθνους».* Ό Κων/νος ’Άμαντος στην δική του ιστο­ρία παραπέμπει στον διαπρεπή Γάλλο L. Brehier, ό όποιος γράφει τα άκόλουθα:

«Τό Βυζαντινόν κράτος είναι η οργανική άνάπτυξις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, άλλ έ’γινεν ελληνικόν καί χριστιανικόν καί εύρίσκομεν εις αυτό ηνωμένα τα τρία θεμε­λιώδη στοιχεία τού ευρωπαϊκού πολιτισμού: τον Ελληνισμόν, τό Ρωμαϊκόν Δίκαιον** καί τον Χριστιανισμόν »***.

Ακόμη καί ό πιο άντιπροσωπευτικός σοβιετικός βυζαντινολόγος ιστορικός, ό Μ. Β. Λεφτσένκο, παρόλο πού δίνει έμφαση στα οικονομικά δεδομέ­να, δεν μπορεί νά παραβλέψει τα έλληνικά στοιχεία τής αύτοκρατορίας, έστω καί αν τα περιορίζει στα οικονομικά πλαίσια. Γράφει: «Στην Ανατολή διατηρούνταν άκόμα οί οικονομικές, πολιτικές καί πολι­τιστικές παραδόσεις των έλληνιστικών μοναρχιών, πού μέ τή σειρά τους ήταν κληρονόμοι των μεγάλων μοναρχιών τής αρχαίας ’Ανατολής».*

Ό Κ. Μάρξ μπορεί νά ονόμαζε τό Βυζάντιο «Ρώμη τής Ανατολής», άλλα ή ΚΠολη μόνον Ρώμη δεν ήταν. Καί πολύ περισσότερο δεν ήταν ή ιστορία τής αύτοκρατορίας της μιά εποχή παρακμής, όπως υποστήριξαν οί εκπρόσωποι τού Διαφωτισμού καί ό κορυφαίος ιστορικός, ό Γίββων. πού έκπροσωπεΐ τό πνεύμα τού Βολταίρου. Ό Λεφτσένκο. προς τιμήν του. στά χρόνια τού σταλινισμού θά γράψει:

«Πρέπει νά άπορρίψουμε τις άπόψεις πού διατηρήθηκαν ώς τα χρόνια μας, ότι σημει­ώθηκε πλήρης κατάπτωση τού πολιτισμού αυτούς τούς αιώνες, ότι σημειώθηκε κατά­πτωση τής άρχιτεκτονικής. τής ζωγραφικής καί τής διακοσμητικής τέχνης, ότι ή εποχή μετά τον Κωνσταντίνο δεν άφησε άξιόλογα μνημεία τέχνης»**

Καί ώς κύριο έπιχείρημα γιά τήν άποψη αύτή προβάλλει τον ναό τής Αγίας Σοφίας, τό κτίσμα τού Ιουστινιανού, «όπου ή άρχαία έλληνιστική παράδο­ση μεταπλάθεται πάνω στή βάση πολύμορφων άνατολικών επιδράσεων». Ακόμη καί ό Κύριλ Μάνγκο (Cyril Mango) πού μέ δυσπεψία μιλά γιά τις ελλη­νικές καταβολές τής Αύτοκρατορίας τής ΚΠόλεως, άναφερόμενος στην περίφημη επιστολή τού Μεγά­λου Βασιλείου «Προς τούς νέους όπως αν έξ ελλη­νικών ώφελοΐντο λόγων», σημειώνει πώς ό σοφός ιεράρχης «έγραψε μέ αύτό τον τρόπο, γιατί αγα­πούσε την “έκλεπτυσμένη” φιλολογία όσο και κάθε καλλιεργημένος άνθρωπος τον 4ο αιώνα. Ή ιδέα νά άπορρίψει την είδωλολατρική κληρονομιά δεν πέρα­σε καν άπό τό μυαλό του νομοθέτη τοϋ ανατολικού μοναχισμού». Ώς τέτοιον νομοθέτη έννοεΐ ό Mango τον Βασίλειο. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι τά μοναστήρια έγιναν τά σημαντικώτερα εργαστήρια γιά την άντιγραφή και φύλαξη των άρχαίων κειμένων. Μπορεί σέ κάποιους ψαλμούς νά άκούγονται λοιδορισμοί γιά τούς αρχαίους σοφούς και τήν άρχαία σοφία, αλλά ή ’Εκκλησία είχε τή σοφία νά διαφυλάξει αύτή τήν συχνά ύβριζόμενη άπό δικούς της εκπροσώπους σοφία.

Μπορεί ακόμη ό Χριστιανισμός -κι ας μήν ξεχνάμε τά πλέγματα καί τά πλήγματα των Δι­ωγμών- νά ύπήρξε κατά τούς πρώτους αιώνες τής παρουσίας του άντίμαχος τοϋ Ελληνισμού, τελικά όμως τά δύο μεγάλα αύτά ρεύματα σχημάτισαν «μισγάγκεια», έσμειξαν σέ μία κοινή κοίτη καί ή χριστιανική ’Εκκλησία, όπως παρατήρησε ό μεγά­λος Ρουμάνος βυζαντινολόγος Jorga, έγινε ό κύριος συντελεστής τοϋ έξελληνισμοϋ τής αύτοκρατορίας. Άς μήν παροράται ότι οί κορυφαίοι μελετητές τής άρχαίας ελληνικής γραμματολογίας, άπό τον Βασί­λειο ώς τον Φώτιο καί τον Θεσσαλονίκης Εύστάθιο, ήσαν κληρικοί.

Όπως ό Χριστανισμός παρέλαβε καί άφομοίωσε όλη τήν ιουδαϊκή παράδοση, έτσι καί ή Αυτοκρα­τορία τής ΚΠόλεως παρέλαβε καί άπερρόφησε τή ρωμαϊκή, την έλληνική καί τή χριστιανική παράδοση, καί άπό τον συγκρητισμό αύτό σχηματίσθηκε μία πληθυσμιακή ζύμη, πού χάρη στην έλληνική παιδεία καί στήν εύρύτερη πολιτιστική των Ελλήνων δημι­ουργία προσέλαβε σταδιακά έλληνικό ή έλληνίζοντα χαρακτήρα. Όσο πλησιάζουμε προς τά νεώτερα χρόνια, ό ελληνικός χαρακτήρας ένδυναμώνεται καί, πριν ήδη καταρρεύσει ή αύτοκρατορία, παρατηρεϊται μία έντονη πνευματική κίνηση άπό μέρους έλληνοθρεμμένων λογίων για μία άποσύνδεση άπό τήν ψευδεπίγραφη ρωμαϊκή πολιτική παράδοση καί μία σύνδεση μέ τήν έλληνική. Ή Τουρκοκρατία άνέκοψε αύτή τήν πορεία προς τήν αύτοεξελλήνιση τής Αύτοκρατορίας. Ή τάση αύτή -έστω καί ύπό δυ­τική έπιρροή- θά έμφανισθεΐ πιο έντονη μετά τό σχηματισμό τού νεώτερου έλληνικοϋ κράτους (κι όχι έθνους, όπως διατείνονται άνεμωλίως μερικοί), σε έκταση τέτοια πού νά ύποτιμηθεΐ ή ιστορία τής Αύτοκρατορίας. Κι όμως ή ΚΠολη καί ή Αγία Σο­φία ήσαν άπαρχής στο κέντρο τού άπελευθερωτικοϋ οράματος. Μέ τήν παρέλευση τού χρόνου καί τήν πρόοδο των βυζαντινών σπουδών έγινε πλέον ορατό καί άπό τυφλό ότι ό «ένδοξός μας Βυζαντινισμός», όπως τον λέγει ό Κων/νος Καβάφης, είναι συστατι­κό τής «νέο»-έλληνικής ίδιοπροσωπίας.

Το κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο: Η αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως του Σαράντου Καργάκου  

Ιστοσελίδα Ποικίλης Ύλης

IBANK Eurobank δωρεών στο ipy.gr GR7802606840000530104411908

2 σκέψεις σχετικά με το “Μέγας Κωνσταντίνος μια νέα εποχή στην παγκόσμια ιστορία

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.